ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 436 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
(Α) Της εκκαλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και πρώην επωνυμία «……………» που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε με την από 18.09.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας, ………….., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 12.09.2019 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Γεωργούλια (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – ανακόπτουσας: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τζιτζικάκη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
(Β) Της εκκαλούσας – ανακόπτουσας: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τζιτζικάκη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Των εφεσίβλητων – καθ’ ης η ανακοπή – προσθέτως παρεμβαίνουσας: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………. που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» και 2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και πρώην επωνυμία «…………….» που εδρεύει στην Αθήνα, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε με την από 18.09.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στο ….. της Ιρλανδίας, …………., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 12.09.2019 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Γεωργούλια (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 01.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 ανακοπή της, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03.02.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …./2020 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2246/2020 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: (Α) Η εκκαλούσα – προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 10.11.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/10.11.2020 και ειδικό …./10.11.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/01.10.2021 και ειδικό …/01.10.2021 για τη δικάσιμο της 22.09.2022 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. (Β) Η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με την από 12.09.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./16.09.2022 και ειδικό …/16.09.2022 και προσδιορίστηκε …. του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./16.09.2022 και ειδικό 529/16.09.2022 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 10.11.2020 και από 12.09.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 2246/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Από τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ που ορίζει, χωρίς διάκριση, ότι έχουν δικαίωμα έφεσης, εφόσον νικήθηκαν, και αυτοί που άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 και 83 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι αυτός που άσκησε στον πρώτο βαθμό απλή πρόσθετη παρέμβαση έχει δικαίωμα έφεσης ο ίδιος, αλλά για το συμφέρον του ηττηθέντος διαδίκου, υπέρ του οποίου είχε παρέμβει πρωτοδίκως (ΑΠ 1248/1989 Δ21. 731). Σε άσκηση έφεσης δικαιούται ο προσθέτως παρεμβάς και αν ο διάδικος, υπέρ του οποίου άσκησε παρέμβαση, έχει ασκήσει αυτοτελή έφεση. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή δικαιούται να προτείνει και άλλους λόγους εφέσεως, εκτός από εκείνους που προβάλλει ο κύριος διάδικος (Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. 2003, παρ. 303, 317-320, ΑΠ 1248/1989 Δ 21. 731, ΕφΑθ 9560/1991 ΝοΒ 1991. 1407, ΕφΑθ 4533/1987 ΝοΒ 1987. 1413). Η έφεση, την οποία ασκεί ο προσθέτως παρεμβαίνων, πρέπει να απευθύνεται κατά του αντιδίκου (που νίκησε ολικά ή εν μέρει) του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη προσθέτως (ΕφΑθ 1696/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9560/1991 ΝοΒ 39. 1407, Σ. Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, ΝοΒ 37. 545 επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του KΠολΔ «Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Κατά μεν το άρθρο 81 παρ. 3 εδ. α’ του KΠολΔ, ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 82 εδ. γ’ του ίδιου Κώδικα, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση δεν απευθύνεται κατ’ αρχήν η έφεση, διότι αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, πλην όμως ο προσθέτως παρεμβάς, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματα του. Σε αντίθετη περίπτωση η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΑΠ 426/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2004 ΝοΒ 2005. 671, ΕφΠατρ 314/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 Δικογραφία 2005. 296, ΕφΑθ 3945/2004 ΕλλΔνη 2005. 559, ΜονΕφΔωδ 192/2019 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 του KΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του KΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος, ενώ στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος (ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 177/2017 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 173/2023 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 629/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα ζήτησε με την από 01.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 ανακοπή της κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, να ακυρωθεί, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθεται σε αυτήν, η υπ’ αριθ. 84/2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» ως ειδική διάδοχο της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», το ποσό των 164.074,78 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……/18.11.2008 σύμβαση τοκοχρεολυτικού επιχειρηματικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής ως δανειολήπτριας και της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» ως δανείστριας. Ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή και σε βάρος της ανακόπτουσας, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» και πρώην επωνυμία «………..», ενεργούσα με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε με την από 18.09.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……………./18.11.2008 σύμβαση δανείου από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 12.09.2019 σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2246/2020 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα, στη συνέχεια έκανε δεκτό τον έκτο λόγο της ανακοπής και ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση και ακύρωσε εν μέρει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως προς το πέραν του νόμιμου επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό τόκων επί του διατασσόμενου να καταβληθεί κεφαλαίου, ενώ συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται: (Α) η εκκαλούσα – προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 10.11.2020 έφεσή της για τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και (Β) η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με την από 12.09.2022 έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή στο σύνολό της και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Η υπό στοιχείο Α’ έφεση της εκκαλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας, η παρέμβαση της οποίας στην πρωτόδικη δίκη φέρει το χαρακτήρα της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (βλ. ΑΠ 1102/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1731/2011 ΝΟΜΟΣ), είναι παραδεκτή σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη και ασκείται με επίκληση εννόμου συμφέροντος, ενόψει του ότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η πρόσθετη παρέμβασή της, όπως και η ανακοπή, και συνεπώς ηττήθηκε μερικώς η καθ’ ης η ανακοπή υπέρ της οποίας παρενέβη προσθέτως η εκκαλούσα – προσθέτως παρεμβαίνουσα. Επιπλέον, η υπό στοιχείο Β’ έφεση παραδεκτά στρέφεται κατά της καθ’ ης η ανακοπή – πρώτης εφεσίβλητης, αλλά και κατά της πρωτοδίκως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας – δεύτερης εφεσίβλητης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας.
Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 2246/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 10.11.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 10.11.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./10.11.2020 και ειδικό …../10.11.2020 που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 12.09.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.09.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/16.09.2022 και ειδικό …../16.09.2022 που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 18.06.2020, δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης την 18.06.2020, άρχισε να τρέχει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, στα πλαίσια των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, θα έληγε την 18.06.2022, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξαιτίας αυτής μη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021 (5 μήνες), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η διετής προθεσμία κατά την άσκηση της ένδικης υπό στοιχεία Β’ έφεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.09.2022, καθόσον το ανωτέρω χρονικό διάστημα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζεται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα και με τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022 (βλ. ΑΠ 987/2022 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – προσθέτως παρεμβαίνουσα και από την εκκαλούσα – ανακόπτουσα τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2017 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (ΟλΑΠ 13/2015 ΧΡΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1463/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 εδαφ. α’ του Ν. 128/1975, επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της …, υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών. Από τη διάταξη αυτή ούτε προβλέπεται, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ως τέτοια νοείται και η τυχόν θέσπιση ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο τυχόν θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνον αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών. Εφόσον όμως στον σχετικό Γ.Ο.Σ. γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 39/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, για να μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, πρέπει η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ). Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 624 του ΚΠολΔ βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της σε βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1943/2017 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτό βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1346/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1395/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα ισχυρίζεται με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ότι είναι άκυροι λόγω της αντίθεσής τους προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, οι όροι 5, 24 και 16 της υπ’ αριθ. ………………../18.11.2008 σύμβασης τοκοχρεολυτικού επιχειρηματικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής ως δανειολήπτριας και της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» ως δανείστριας, της οποίας ειδική διάδοχος κατέστη η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», με τους οποίους προβλέπεται μετακύλιση στην ανακόπτουσα όλων των φόρων, των τελών και των επιβαρύνσεων, οι οποίοι προβλέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις και νόμους και στους οποίους περιλαμβάνεται και η εισφορά του Ν. 128/1975, διότι αφενός είναι παράνομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον δανειολήπτη, με την ενσωμάτωση αυτής της εισφοράς στο κυμαινόμενο επιτόκιο της σύμβασης, αφετέρου επιτρέπεται ανατοκισμός μόνο των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων και των εισφορών, με αποτέλεσμα να έχουν ενσωματωθεί στην επίδικη οφειλή ύψους 164.074,78 ευρώ τόκοι που προέκυψαν από παράνομη μετακύλιση και από παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, και να καθίσταται έτσι άκυρη στο σύνολό της η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή είναι μη εκκαθαρισμένη. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής είναι αόριστοι, καθόσον η ανακόπτουσα, αν και απολαμβάνει καταρχήν της προστασίας του Ν. 2251/1994 ως καταναλωτής, λόγω της ιδιότητάς της ως τελικού αποδέκτη του χορηγηθέντος δανείου, ανεξαρτήτως της χρησιμοποίησης αυτού για την ικανοποίηση των επιχειρηματικών και επαγγελματικών της αναγκών, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απλώς αμφισβητεί το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο των τηρηθέντων για τη σύμβαση δανείου λογαριασμών και χωρίς να προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από την παράνομη, κατά την άποψή της, μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού της, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής της, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν εάν δεν είχαν λάβει χώρα η εν λόγω παράνομη μετακύλιση και ο παράνομος ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που οι λόγοι ήθελαν κριθούν ουσιαστικά βάσιμοι, της διαταγής πληρωμής κατά τα αντίστοιχα μέρη, δοθέντος ότι, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δεν θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα των αντίστοιχων ποσών της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της. Ανεξαρτήτως τούτου, οι ίδιοι λόγοι της ανακοπής είναι μη νόμιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, καταρχήν είναι σύννομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην ανακόπτουσα οφειλέτρια βάσει σχετικών ρητών όρων της σύμβασης δανείου, όπως εν προκειμένω, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής. Επιπλέον δε, υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, κατά ρητή πρόβλεψη των όρων 5, 24 και 16 της υπ’ αριθ. ………./18.11.2008 σύμβασης τοκοχρεολυτικού επιχειρηματικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, η εισφορά του Ν. 128/1975 συνυπολογίζεται για την εξαγωγή του τελικού συμβατικού επιτοκίου που βαρύνει την ανακόπτουσα, επαυξάνοντας το ποσοστό αυτού, οπότε ο συνυπολογισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975 εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι η ανωτέρω εισφορά ενσωματώθηκε πλήρως, κατά ρητούς όρους της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, στο ποσοστό του επιτοκίου, με συνέπεια να αποτελεί το ποσό που την παριστά ουσιαστικά ποσό τόκων και να ανατοκίζεται νομίμως ανά εξάμηνο. Επομένως, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέοι, κατά τα προαναφερθέντα, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε τους ως άνω λόγους της ανακοπής ως αόριστους, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ως αβασίμου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. 1083/1980 “περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων”, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 12 παρ. 5β του Ν. 2601/1998 που ισχύει από 15.04.1998 (άρθρο 20 αυτού), η Νομισματική Επιτροπή (Ν.Ε.) με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στη Ν.Ε., υπό τον έλεγχο και τη ρυθμιστική εξουσία της οποίας είχε τεθεί το όλο πλέγμα των τραπεζικών επιτοκίων, να επιτρέπει με αποφάσεις της τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται σε πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση τη νομοθετική αυτή εξουσιοδότηση εκδόθηκε η Απόφαση 289/30.10.1980 της Ν.Ε, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α’ 269/17.11.1980) και είχε ισχύ νόμου, με την οποία η Ν.Ε. αποφάσισε ότι “ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας Τραπέζας και τους λοιπούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οποιουδήποτε χρονικού περιορισμού”. Με την απόφαση αυτή, η οποία ίσχυσε από τις 08.12.1980 έως τις 15.04.1998, θεσπίστηκε, προκειμένου περί των τραπεζικών συναλλαγών, εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 του ΑΚ και 111 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, για τον ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή παρασχέθηκε στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου που θέτει η ανωτέρω διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως τους χωρίς τους “περιορισμούς” των πιο πάνω διατάξεων του ΑΚ και του Εισαγωγικού του Νόμου. Για τον κατά την εξαίρεση, όμως, αυτό ανατοκισμό απαιτείται ρητή συμφωνία από τα μέρη και δεν αρκεί μονομερής δήλωση από την Τράπεζα (ΟλΑΠ 8 και 9/1998 ΝοΒ 46. 496). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι επί τοκοχρεωλυτικού δανείου όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 του ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 578/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 938/2002 ΕλλΔνη 44. 1368, ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 42. 744, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676, ΕφΛαρ 53/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005.461). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού επιβλήθηκαν ανατοκισμοί τόκων υπερημερίας και μετά την καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου και το οριστικό κλείσιμο των τηρηθέντων λογαριασμών, ήτοι μετά τη λήξη της βασικής ενοχικής σχέσης και την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επικουρικώς δε ισχυρίζεται ότι είναι άκυροι λόγω της αντίθεσής τους προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, οι όροι 16 και 18 της υπ’ αριθ. ……………/18.11.2008 σύμβασης τοκοχρεολυτικού επιχειρηματικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, με τους οποίους ορίζεται ότι σε κάθε ποσό τόκων που οφείλονται σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης θα χωρεί ανατοκισμός ανά εξάμηνο. Με το περιεχόμενο αυτό ο τρίτος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, καθόσον η ανακόπτουσα απλώς αμφισβητεί το ύψος της επιδικασθείσας με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο αυτής και ειδικότερα να προσδιορίζει τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από τον παράνομο, κατά την άποψή της, ανατοκισμό των τόκων μετά την καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου και την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νομικά αβάσιμος, αφού, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, οι τόκοι υπερημερίας είναι δυνατό να ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το εάν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή άλλος εκτελεστός τίτλος, διότι το κατάλοιπο που αποτελεί απαίτηση της Τράπεζας δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο εξουσιοδοτικός Ν. 1083/1980 και η Απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως δανείου που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως αόριστο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ως αβασίμου.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της ΠΔTΕ 1969/08.08.1991 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ A’ 131/29.08.1991), “απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα”, ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ εδ. α’ της ΠΔTΕ 2501/31.10.2001, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη α) προμήθειας οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων και β) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησης τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων, όπως επί παραδείγματι συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου. Αντίθετα, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κάποια ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ειδικότερα, δε, ως προς τις χορηγήσεις, το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεπόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών, καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων που εισπράττουν (ΑΠ 368/2019 ΕΠΟΛΔ 2019. 423, ΕφΠατρ 65/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 9/2022 ΝΟΜΟΣ). Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι άκυρος λόγω της αντίθεσής του προς την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, καθόσον προσβάλλει την αρχή της διαφάνειας και διαταράσσει την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του οφειλέτη, ο όρος 25 της υπ’ αριθ. ……../18.11.2008 σύμβασης τοκοχρεολυτικού επιχειρηματικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, με τον οποίο επιβλήθηκαν σε βάρος της τα έξοδα κάθε φύσης που έγιναν ή θα γίνουν σε εκτέλεση της σύμβασης, και μάλιστα έντοκα από την πληρωμή τους από την Τράπεζα και μέχρι την εξόφληση, και ότι, κατ’ εφαρμογή του όρου αυτού, η καθ’ ης η ανακοπή χρέωσε παρανόμως τον τηρηθέντα για το δάνειο λογαριασμό την 20.07.2017 με το ποσό των 130,20 ευρώ για δαπάνη επίδοσης, την 09.11.2017 με το ποσό των 120,00 ευρώ για δαπάνη έρευνας ακίνητης περιουσίας και την 13.11.2017 με το ποσό των 50,00 ευρώ για δαπάνη έρευνας ακίνητης περιουσίας. Ο λόγος αυτός είναι νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δεν απαγορεύεται η επιβολή δαπανών για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, ήτοι εφάπαξ δαπάνες και έξοδα υπέρ τρίτων, όπως επί παραδείγματι συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου ή έξοδα επίδοσης, εφόσον παρέχεται επαρκής ενημέρωση στον πιστούχο, ο δε σχετικός όρος μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση και κατά τρόπο κεκαλυμμένο, περιστάσεις, όμως, που δεν επικαλείται η ανακόπτουσα ότι συντρέχουν εν προκειμένω. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός κατά το μέρος που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 κρίνεται αόριστος, καθόσον ενώ αναφέρεται ότι ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. επιφέρει σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος της ανακόπτουσας, δεν εκτίθενται τα στοιχεία, με βάση τα οποία ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. διαταράσσει, και μάλιστα σημαντικά, την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, την ακυρότητα ή μη ως καταχρηστικού του σχετικού όρου κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 (βλ. ΑΠ 350/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 561/2014 ΧρΙΔ 2014. 622). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ως αβασίμου.
Η καταχρηστικότητα κάποιου ΓΟΣ είτε διαγιγνώσκεται μετά από αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή της γενικής ρήτρας (καταχρηστικότητα κατά τη γενική ρήτρα), είτε απλά διαπιστώνεται από αυτό χωρίς καμία άλλη περαιτέρω διερεύνηση κατ’ απόλυτο τρόπο, όταν συμπεριλαμβάνεται στον ενδεικτικό κατάλογο (απόλυτη καταχρηστικότητα). Στο κείμενο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και στην κωδικοποίηση αυτής με την νέα οδηγία 2011/83/ΕΕ, δεν προβλέπεται κάποιος συγκεκριμένος τρόπος προσφυγής του καταναλωτή στα εθνικά δικαστήρια, ούτε ο τρόπος προβολής των σχετικών ισχυρισμών αυτού, ούτε το είδος της ακυρότητας των όρων, ούτε και περαιτέρω ο τρόπος δικαστικού ελέγχου, καθώς τούτα αφέθηκαν στην δικονομική αυτονομία κάθε κράτους μέλους. Στη θεωρία, κυρίως από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του νόμου, υποστηρίχθηκε ότι ο έλεγχος την καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, πρέπει να είναι αυτεπάγγελτος, χωρίς, ωστόσο, κανένας μέχρι σήμερα να έχει επιχειρήσει να εξηγήσει το ειδικότερο περιεχόμενο και την έκταση του ελέγχου αυτού. Για αυτεπάγγελτο έλεγχο ξεκάθαρα γίνεται λόγος στην έκθεση της Επιτροπής της ΕΚ για την εφαρμογή της Οδηγίας της 27.04.2000, όπου αναφέρεται, ότι ο δικαστής (εννοείται ο δικαστής κάθε κράτους-μέλους) πρέπει «να είναι σε θέση να διαγνώσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για την απόφασή του». Το ΔΕΚ επανειλημμένα έκρινε ότι ο σκοπός της οδηγίας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν η κήρυξη της ακυρότητας εναπόκειτο αποκλειστικά στον καταναλωτή, ο οποίος δεν ενεργοποιεί τα μέσα προστασίας του, είτε επειδή δεν γνωρίζει τι πρέπει να πράξει, είτε γιατί δεν μπορεί να φέρει το κόστος των δικονομικών ενεργειών, και ότι τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα μιας ρήτρας, ακόμη και αν ο καταναλωτής δεν την επικαλείται ειδικά (βλ. Δέλλιου, Γενικοί όροι συναλλαγών, 2013, παρ. 10, σελ. 344 επ., Κλεάνθης Ζέζιου, Το αυτεπάγγελτο ή μη του δικαστικού ελέγχου των ΓΟΣ στις καταναλωτικές συμβάσεις, Αρμ. 2012. 2015-2022, Ποδηματά Η δικονομική μεταχείριση του ισχυρισμού από το άρθρο 281 του ΑΚ σχετικά με τον νόμο περί καταναλωτών, ΧρΙΔ 2008. 673 επ, Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2008, σελ. 109, ΔΕΚ 27-6-2000 Oceano Quintero C-240/98 Συλλ 2000, ΔΕΚ 21-11-2002 Cofidis/Fredout C-473/2000 Συλλ. 2002, ΔΕΚ 26-10-2006 Claro/Centro Movil SL C-168/2005 Αρμ. 2007. 619, ΔΕΚ 6-10-2009 Asturcom/Nogueira Συλλ. 2009, ΔΕΚ 4- 6-2009 Pannon GSM/Sustikne Cyrfi Συλλ. 2009, ΔΕΚ 9-11-2010 VB Penzugyl L/F Schneider C-137/2008 Συλλ. 2010). Από την γραμματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, η ακυρότητα ρητά προβλέπεται μερική, με την έννοια ότι δεν καταλαμβάνει το κύρος ολόκληρης της σύμβασης, καθώς αφορά και καταλαμβάνει χωριστά και μεμονωμένα τον συγκεκριμένο κάθε φορά όρο ή όρους, χωρίς να αποκλείεται όμως και ολική ακυρότητα της σύμβασης, με επίκληση του άρθρου 181 του ΑΚ, χωρίς να ορίζεται τίποτε περισσότερο για το είδος της ακυρότητας και τον τρόπο προβολής της. Η καταχρηστικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου (άρθρο 2 παρ. 7 με αριθμό α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, θ, ι, ια, ιβ, ιγ, ιδ, ιε, ιστ, ιζ, ιη, ιθ, κ, κα, κβ, κγ, κδ, κε, κστ, κη, κθ και λ), αφορά, κυρίως, όρους υπέρ των συμφερόντων του προμηθευτή και κατά του καταναλωτή, σχετικά με την κατάρτιση, τροποποίηση, ανανέωση, λύση και περιεχόμενο της σύμβασης, που σχετίζονται με την γέννηση ή την άσκηση της επιδιωκόμενης να καταψηφισθεί δικαστικά απαίτησης (της παροχής, δηλαδή, του καταναλωτή) και αφορούν το ουσιαστικό δίκαιο, στο χώρο του οποίου αναπτύσσουν και τις έννομες συνέπειές τους. Μπορεί, όμως, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του παραπάνω ενδεικτικού καταλόγου κζ’, λα’ αλλά και λβ’, οι έννομες συνέπειες της ακυρότητας των σχετικών όρων, να αναπτύσσονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου. Η πρώτη από τις παραπάνω (με αριθμό κζ’), αναφέρεται σε όρους που αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή, η δεύτερη (η με αριθμό λα’) αναφέρεται σε όρους που αποκλείουν (με συμβατική παρέκταση) την υπαγωγή των διαφορών στο φυσικό τους δικαστή, με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας, ενώ η τρίτη (η με αριθμό λβ’) αναφέρεται στον αποκλεισμό αποδεικτικών μέσων, με την μορφή της επιδίκασης αποζημίωσης (συνήθεις κατ’ αποκοπή αυθαίρετες κατά γενικό τρόπο αποζημιωτικού χαρακτήρα χρεώσεις σε βάρος του καταναλωτή) χωρίς υποχρέωση επίκλησης συγκεκριμένης αιτίας. Οι παραπάνω περιπτώσεις κζ’ και λα’ της παρ. 7 του παραπάνω νόμου, ρυθμίστηκαν κατ’ αυτό τον τρόπο από τον Έλληνα νομοθέτη, προκειμένου να εναρμονιστεί το εθνικό μας δίκαιο με τα οριζόμενα κυρίως στο κείμενο του παραρτήματος με αριθμό (π) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπου προβλέπεται ότι κατά απόλυτη (κοινοτική) επιταγή, τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, πρέπει να προστατεύουν τον καταναλωτή από ρήτρες που αναφέρονται στο «να καταργούν, ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων… ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ’ αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος». Συμπερασματικά προς τα παραπάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μπορεί να λεχθεί ότι, γενικά, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ, ενδέχεται να επιφέρει τις συνέπειές του είτε στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, αν όρος αφορά το δικαίωμα, δηλαδή την απαίτηση του προμηθευτή, είτε στο χώρο του δικονομικού δικαίου, αν αφορά απαγόρευση η παρεμπόδιση στην προσφυγή του καταναλωτή, ως ασθενέστερου συμβαλλομένου, στα δικαστήρια (αναστροφή του βάρους απόδειξης, αποκλεισμό αποδεικτικών μέσων κ.λπ). Έτσι, κατά το κριτήριο του άρθρου 174 του ΑΚ, η επικαλούμενη καταχρηστικότητα (κατά γενική ρήτρα ή απόλυτη) και ακυρότητα ενός σχετικού όρου μιας καταναλωτικής σύμβασης, είναι σχετική, όταν αντιτίθεται σε κανόνες δημόσιας τάξης του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου, ακόμη και με την στενότερη έννοια, με την έννοια, δηλαδή, που χρησιμοποιείται στις διατάξεις του άρθρου 33 του ΑΚ, 323 αριθ. 5, 780 αριθ. 2, 897 αριθ. 6, 903 αριθ. 6 και 905 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αλλά και του άρθρου 27 της Σύμβασης των Βρυξελλών και του άρθρου 45 του Κανονισμού 1215/2012, όπου ως δημόσια τάξη, εννοούνται οι βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις ηθικού, πολιτικού, κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα, που απολαύουν διεθνούς αναγνώρισης και αποτελούν θεμέλιο της ελληνικής έννομης τάξης και διεθνώς χαρακτηρίζονται πλέον, κατά την γαλλική ορολογία, ως «ordre public» (βλ Μ. Σταθόπουλου, Ποινική αποζημίωση, αποκαταστατικός σκοπός και δημόσια τάξη, ΕλλΔνη 2010. 610) και αφορά το ιδιωτικό συμφέρον συγκεκριμένου καταναλωτή, με την έννοια ότι, η προβολή αυτής, ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα προστασίας του τελευταίου, εναπόκειται, δηλαδή, αποκλειστικά στην αυτονομία της βούλησής του και στην εξουσία διαθέσεώς του, καθώς μόνο αυτός έχει και εξαρτά έννομο συμφέρον να την προβάλλει. Η εξέταση μιας τέτοιας ακυρότητας σε δίκη επί αγωγής, προϋποθέτει παρουσία του καταναλωτή – διαδίκου αυτού στη σχετική δίκη, ώστε καθοδηγούμενος από τον δικαστή να διαπιστωθεί αν επιθυμεί επίκληση της καταχρηστικότητας και ακυρότητας ή εναντιώνεται σε αυτό. Όταν, όμως, οι έννομες συνέπειες της καταχρηστικότητας και ακυρότητας του όρου ως ΓΟΣ, αφορούν στο (δημόσιο) δικονομικό δίκαιο και οι σχετικοί κανόνες δικαίου, στους οποίους αντιτίθεται, ανήκουν στην κατηγορία των κανόνων δημόσιας τάξης με την στενότερη έννοια, που πρόσθετα προστατεύουν και το δημόσιο συμφέρον, η ακυρότητα είναι απόλυτη και αυτοδίκαιη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, χωρίς να απαιτείται καν επίκληση από τον καταναλωτή με την μορφή ενστάσεως ή λόγου ανακοπής και ελέγχεται ακόμη και ερήμην του (ΜονΕφΛαμ 32/2022 ΝΟΜΟΣ). Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι η Δικαστής που την εξέδωσε δεν προέβη σε αυτεπάγγελτη έρευνα περί ύπαρξης καταχρηστικών όρων στην υπ’ αριθ. ………../18.11.2008 σύμβαση τοκοχρεολυτικού επιχειρηματικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, και συγκεκριμένα του όρου 15 που ορίζει ότι ο πιστούχος βαρύνεται με την καταβολή της εφάπαξ δαπάνης εξέτασης αιτήματος της σύμβασης δανείου, του όρου 5 που προβλέπει ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, του όρου 24 που προβλέπει μετακύλιση στον πιστούχο όλων των φόρων, των τελών και των επιβαρύνσεων που προβλέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις και νόμους και του όρου 25 που ορίζει ότι βαρύνουν τον πιστούχο τα έξοδα κάθε φύσης που έγιναν ή θα γίνουν σε εκτέλεση της σύμβασης, κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Συντάγματος και τις διατάξεις της ΚΥΑ Ζ1-798/2008. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον η ακυρότητα των προαναφερθέντων ΓΟΣ της επίδικης δανειακής σύμβασης που η ανακόπτουσα επικαλείται ως καταχρηστικούς, είναι σχετική, ως αντιτιθέμενη σε κανόνες δημόσιας τάξης του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου, που αφορούν στο ιδιωτικό συμφέρον της ιδίας ως καταναλωτή, υπό την έννοια ότι η προβολή της καταχρηστικότητας ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα προστασίας της τελευταίας, εναπόκειται, δηλαδή, αποκλειστικά στην αυτονομία της βούλησής της και στην εξουσία διαθέσεώς της, καθώς μόνο αυτή έχει και εξαρτά έννομο συμφέρον να προβάλλει την καταχρηστικότητα των συγκεκριμένων ΓΟΣ, και δεν αφορούν οι συγκεκριμένοι ΓΟΣ στο (δημόσιο) δικονομικό δίκαιο, ούτε οι κανόνες δικαίου στους οποίους αυτοί οι ΓΟΣ αντιτίθενται, ανήκουν στην κατηγορία των κανόνων δημόσιας τάξης με την στενότερη έννοια, που πρόσθετα προστατεύουν και το δημόσιο συμφέρον. Επομένως, η τυχόν ακυρότητα αυτών, δεν είναι απόλυτη και αυτοδίκαιη και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον Δικαστή, ήτοι ακόμη και χωρίς καν επίκληση από τον καταναλωτή με την μορφή ενστάσεως ή λόγου ανακοπής, ούτε, πολλώ δε μάλλον, ελέγχεται ακόμη και ερήμην του τελευταίου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ως αβασίμου.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 εδ. (δ), (ε) του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι αυτή, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 εδ. ε’ του ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που την συγκροτούν (ΑΠ 330/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1389/2011 ΝΟΜΟΣ). Η αναφορά ειδικότερα στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 του ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση του τίτλου, αν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1094/2006 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του είδους των τόκων (π.χ. συμβατικών ή υπερημερίας) σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και να αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1099/2010 ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, το εκκαθαρισμένο της απαίτησης αφορά μόνο στην κυρία απαίτηση και όχι στα παρεπόμενα της, όπως είναι οι τόκοι, συμβατικοί και υπερημερίας, τα διάφορα έξοδα ως ασφάλιστρα, δικαστικά κλπ, τα οποία αρκεί να προκύπτει και να συνάγεται από τον τίτλο ότι βαρύνουν τον οφειλέτη, αφού όλα τους ανάγονται στο μέλλον, με συνέπεια να είναι άγνωστο κατά την έκδοση αυτής σε ποιο ύψος τελικά θα ανέλθουν και αν ακόμα θα υπάρξουν. Επομένως, η μη αναφορά στη διαταγή πληρωμής του αριθμητικού ποσοστού του επιτοκίου, δεν την καθιστά αόριστη, εφόσον αυτή αναφέρει το είδος του τόκου που ζητείται, το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα, καθώς ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου ή του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και εναπόκειται η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού διά την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας (ΑΠ 793/1999 ΕΕΝ 2000.688). Εάν δε ο τόκος, παρά την επιταγή της διαταγής πληρωμής, υπολογισθεί εσφαλμένα κατά την εκτέλεση, δημιουργείται αντίστοιχος λόγος ανακοπής κατά το στάδιο αυτό κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ούτε το ποσοστό του τόκου (επιτόκιο) που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων, αλλά ούτε και το ακριβές ποσό των τόκων (ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 13. 327). Με τον έκτο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πάσχει αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτήν το συγκεκριμένο επιτόκιο υπολογισμού των διατασσόμενων να καταβληθούν τόκων υπερημερίας επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου των 164.074,78 ευρώ, αλλά επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή «το ποσό των 164.074,78 ευρώ εντόκως από την 1/1/2019 (επόμενη του τελευταίου εκτοκισμού) ανατοκιζομένων των τόκων ανά εξάμηνο, σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβαση έως ολοσχερούς εξοφλήσεως», και ως εκ τούτου η επιδικασθείσα απαίτηση καθίσταται μη εκκαθαρισμένη και εντεύθεν τυγχάνει ακυρωτέα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό ο έκτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αμφισβητείται συγκεκριμένο κονδύλιο της επιδικασθείσας απαίτησης, ούτε αναφέρεται ποιο είναι, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, το ποσό που η ίδια οφείλει και αν το ποσό αυτό διαφοροποιείται από το ποσό που επιτάχθηκε να καταβάλει με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Σε κάθε δε περίπτωση, ο υπό κρίση λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον, με βάση τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι, αφού το ποσοστό του τόκου αυτού ορίζεται εκάστοτε από το νόμο και δεν αποτελεί στοιχείο της διαταγής πληρωμής, ούτε είναι αναγκαία η παράθεση του ποσοστού του επιτοκίου βάσει του οποίου καθορίζονται τα κονδύλια των τόκων που περιλαμβάνονται στην ένδικη σύμβαση δανείου, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή έκρινε τον έκτο λόγο ως ορισμένο, νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο, και ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση και ακύρωσε εν μέρει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως προς το πέραν του νόμιμου επιτοκίου υπερημερίας ποσοστό τόκων επί του διατασσόμενου να καταβληθεί κεφαλαίου, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου. Μετά ταύτα, η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον έκτο λόγο ανακοπής πρέπει να εξαφανισθεί, και αφού ο λόγος αυτός κρατηθεί, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, κατά τα προαναφερθέντα, ο αντίστοιχος δε μοναδικός λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης που πλήττει την εκκαλουμένη, διότι έκανε δεκτό ως νόμιμο και ουσία βάσιμο τον λόγο αυτό της ανακοπής, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, όπως και η υπό στοιχείο Α’ έφεση.
Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ από 12.09.2022 έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Α’ από 10.11.2020 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2246/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί η από 01.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 ανακοπή και να γίνει δεκτή η από 03.02.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2020 και ειδικό …/2020 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή, και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …./2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχει ασκήσει και η δεύτερη εφεσίβλητη την υπό στοιχείο Α’ έφεση. Αναφορικά με το παράβολο που η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ λόγω της ήττας της, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης λόγω της νίκης της, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, τις από 10.11.2020 και από 12.09.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 2246/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Β’ από 12.09.2022 έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ από 12.09.2022 έφεσής της με το υπ’ αριθ. …../2022 ηλεκτρονικό παράβολο.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α’ από 10.11.2020 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 01.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 ανακοπή, καθώς και την από 03.02.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …./2020 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή.
Επικυρώνει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ από 10.11.2020 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………../2020 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 7.8.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ