ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 650/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, και από τη Γραμματέα, Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 4-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεση του εναγομένου, ως εν μέρει ηττηθέντος διαδίκου, κατά της με αριθμό 3184/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 29-12-2010 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγής του ενάγοντος περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § 4 εδ.α΄, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε προ της αντικατάστασής της με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από το νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης (άρθρο 24 § 1 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τον εκκαλούντα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (υπ’αριθμ. …….. παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ,, και …….. παράβολα του Δημοσίου). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος, απαλλασσόμενου από την υποχρέωση προκαταβολής της προβλεπόμενης εισφοράς στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, καθώς ο εκκαλών τον οποίο εκπροσωπεί, είχε αλλά έχει απωλέσει τη δικηγορική του ιδιότητα από τις 7-5-2014, και δεν έχει συνταξιοδοτηθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 61 παρ.3 του ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.8 β΄ του ν.4205/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 παρ.2 του ίδιου κώδικα (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ……. έγγραφο του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς).
ΙΙ. Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της, επικαλούμενος, αφενός μεν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του εκ μέρους του εναγομένου, αφετέρου δε βλάβη των συμφερόντων του προς τον σκοπό κτήσης παράνομου περιουσιακού οφέλους και παραβίαση του επαγγελματικού του απορρήτου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ζητούσε να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλει το ποσό των 60.000 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τον νόμιμο τόκο από της καταθέσεως του επίμαχου αναιρετικού δικογράφου, δια του οποίου τελέστηκαν οι παραπάνω πράξεις, και, επικουρικά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να υποχρεωθεί, επίσης, ο εναγόμενος να παραλείπει κάθε τέτοια προσβολή στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής εκδόθηκε, όπως προεκτέθηκε, η υπ’αριθμ. 3185/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 25.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ κατά το σκέλος της περί παράλειψης μελλοντικής προσβολής, παραπέμφθηκε για να δικαστεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, και επιβλήθηκαν στον εναγόμενο τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 2.319,55 ευρώ. ΙΙΙ Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών-εναγόμενος, για τους ειδικότερα μνημονευόμενους στην έφεσή του λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή. IVα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 233 εδ. α΄ του ΠΚ, “Δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας δικηγόρου απαιτείται : α) η ιδιότητα του δράστη ως δικηγόρου ή άλλου νομικού συμπαραστάτη, β) η ανάθεση σ’ αυτόν υποθέσεως, που μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη, με εντολή ή με έμμισθη εντολή ακόμη και ενέργεια στα πλαίσια της εντολής, γ) η από πρόθεση πρόκληση βλάβης των συμφερόντων εκείνου, του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, η οποία μπορεί να μην είναι αποκλειστικά περιουσιακή και δ) ενέργεια στα πλαίσια του επαγγέλματος του δικηγόρου και όχι άσχετη με αυτό. Η βλάβη, με την επέλευση της οποίας περατώνεται το αδίκημα, είναι δυνατόν να επέλθει τόσο από ενέργεια του δικηγόρου όσο και από παράλειψη (ΑΠ 443/2017 Αρμ 2017.1017), μπορεί δε να είναι περιουσιακή ή ηθική (ΑΠ 1099/2010, ΕφΠατρ 134/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), προσωπική ή δικονομική (ΑΠ 1099/2010 ό.π). Επομένως, δεν εμπίπτει στην έννοια της απιστίας συμπεριφορά που κείται στην ιδιωτική σφαίρα ή είναι ξένη ή άσχετη προς το επάγγελμα του δικηγόρου ή την υπόθεση που του εμπιστεύθηκαν, έστω και αν επιφέρει βλάβη (ΑΠ 1128/2004, ΠοινΔνη 2004.1102, Μ.Μαργαρίτης «Ποινικός Κώδικας», εκδ. 2003, σελ. 605, αρ.4). Εξάλλου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων επιτρέπεται, μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτών. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914, 297, 298 και 330 του ΑΚ, στοιχεία θεμελιωτικά των λόγων της αγωγής κακοδικίας κατά των ανωτέρω προσώπων είναι: 1) αντισυμβατική ή παράνομη συμπεριφορά κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, 2) πρόκληση ζημίας στον εντολέα, αν πρόκειται για αντισυμβατική συμπεριφορά ή και σε τρίτο πρόσωπο, αν πρόκειται για παράνομη συμπεριφορά και 3) δόλος ή βαριά αμέλεια, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με την προκληθείσα ζημία (ΑΠ 1856/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η αγωγή κακοδικίας, κατά το άρθρο 73 του ΕισΝΚΠολΔ, αποτελεί το μοναδικό βοήθημα, με το οποίο μπορεί να ζητηθεί η αστική ευθύνη του δικηγόρου. Αντίθετα, δεν είναι δυνατή ούτε η αξίωση αποζημιώσεως με βάση τις διατάξεις της συμβατικής (ΑΚ 713) ή της αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΚ 914), ούτε η επίκληση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, από πράξεις η παραλείψεις προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες (ΑΠ 1444/2017, ΑΠ 1892/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντικείμενο της αγωγής αυτής δύναται να είναι και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1140/2009, ΑΠ 876/2009 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2165/2003, ΠοινΛογ 2003.2372). Συνεπώς, με βάση όσα προκτέθηκαν, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απιστίας δικηγόρου και, παρεπομένως, να ασκηθεί, λόγω της τέλεσής του, αγωγή κακοδικίας σε βάρος του, απαιτείται, πέραν των λοιπών προϋποθέσεων, συμπεριφορά κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δηλαδή την ανάθεση εντολής σε αυτόν και δεν αρκεί η ιδιότητά του αυτή καθεαυτή ως δικηγόρου.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο, και κατά το σκέλος του, που ο εκκαλών διατείνεται-ορθώς- ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν στοιχειοθετείται η εκ μέρους του τέλεση του αδικήματος της απιστίας, αφενός διότι η επικαλούμενη συμπεριφορά του έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας και αφετέρου διότι είχε ήδη παύσει η σχέση εντολής που τους συνέδεε, είναι βάσιμος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, διότι πράγματι η συμπεριφορά του εναγομένου δεν εκδηλώθηκε στο πλαίσιο δοθείσας προς αυτόν εντολής αλλά στο πλαίσιο της προσωπικής αντιδικίας των διαδίκων (σχετ. το υπ’αριθμ. 982/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και υπ’αριθμ. ……… Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά), και ως εκ τούτου παρέλκει και η εξέταση του πέμπτου λόγου, κατά το σκέλος του που αφορά στην μη συνδρομή του στοιχείου της ζημίας για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου αδικήματος. Το παρόν δε Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο, μεταξύ άλλων, και το νόμω βάσιμο της αγωγής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως μη νόμιμη (ΕφΠειρ (Μον) 78/2015, αδημ. ΕφΔωδ 73/2014, ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6601/2011, ΕλλΔνη 2013.189), αφού δεν παραβιάζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι περιορισμοί που επιβάλλονται από την λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγόρευσης εκδόσεως επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης (άρθρο 536 παρ 1 ΚΠολΔ) (ΕφΠειρ (Μον) 78/2015 ό.π). Επιπλέον, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του εναγομένου, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι η αξίωση του ενάγοντος εκ του άρθρου 73 του ΕισΝΚΠολΔ, έχει υποπέσει στην εξάμηνη παραγραφή που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη, αφού η επικαλούμενη αδικοπραξία στην οποία θεμελιώνεται, εκδηλώθηκε όπως προεκτέθηκε, όχι κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής, αλλά στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής η παραπάνω διάταξη, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη.
β. Πλέον αυτών, από το άρθρο 222 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης-αστικής-διαφοράς είναι, εκτός άλλων, να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς και στις δύο δίκες δηλαδή στην αρχική και τη δεύτερη που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, για την οποία έκρινε η απόφαση. Δεν αρκεί δηλαδή η σύμπτωση των αιτημάτων των δύο αγωγών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, σε τρόπο ώστε να μην υπάρχει τέτοια ταυτότητα διαφοράς, αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των παραγωγικών του ίδιου γεγονότος (ΑΠ 1175/2017, ΑΠ 34/2017, ΕφΠειρ (Ναυτ) 30/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθώς και ταυτότητα διαδίκων παρισταμένων με την ίδια ιδιότητα (ΑΠ 1048/2009 ΕΠΟΛΔ 2010.439, ΕφΠε (Ναυτ) 30/2015 ό.π) που υφίσταται και όταν υπάρχει εναλλαγή της δικονομικής θέσης τους, αρκεί το δεδικασμένο της πρώτης δίκης να καταλαμβάνει και τους διαδίκους της δεύτερης (ΕφΠειρ(Ναυτ) 30/2015 ό.π). Αντίστοιχα, κατά τα άρθρα 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφ’ όσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί, για να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες (ΑΠ 313/2018, ΑΠ 1419/2015, ΑΠ 1184/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πλέον αυτών, η κατοχύρωση με τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997, του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο αποτελεί κατ’ αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 του ΠΚ), δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση- συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 του Συντάγματος, αφενός μεν κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. του ΚΠολΔ, 57 του ΚΠΔ, 197 του ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό αποτέλεσμα σύμφωνο με την αθωωτική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 § 2 ΕΣΔΑ και 14 § 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δέσμευσης”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος), ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή αν η “δέσμευση” αυτή νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, το κώλυμα είναι συνταγματικό από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δέσμευσης” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δύναμης των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δέσμευσης απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (όπως στο άρθρο 5 ΚΔΔ) που εν προκειμένω δεν υφίσταται (ΑΠ 1422/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, με τις παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 1398/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1364/2011, Νοβ 2012.568). Τέλος, τα πολιτικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται σε αστικής φύσης θέματα από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν αυτά κρίθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής αγωγής που άσκησε κατά το άρθρο 63 του ΚΠΔ ο παθών από το έγκλημα (ΑΠ 1098/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1067/2009, Νοβ 2010. 929).
γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 § 1 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ, και στην περίπτωση του άρθρου 57 του ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του (ΑΠ 343/2016, ΑΠ 308/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ θα πρέπει να υπάρχει προσβολή την οποία συνιστούν πράξεις που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του (ΑΠ 265/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο δικαίωμα της προσωπικότητας περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής (ΑΠ 931/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η προσβολή αυτή να είναι παράνομη, δηλαδή να γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του (ΑΠ 265/2015 ό.π) και, επομένως, και όταν αντίκειται σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΑΠ 1251/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 265/2015, ΑΠ 931/2014 ό.π). Εξάλλου, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 1216/2014, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 931/2014 ό.π). Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της απλής αλλά και της συκοφαντικής δυσφήμισης, απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του (ΑΠ 308/2016 ό.π). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, ή σχέση ή συμπεριφορά, αναγόμενα στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια (ΑΠ 308/2016, ό.π, ΑΠ 109/2012, ΕΔΠΟΛ 2012.378, ΑΠ 125/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος (ΑΠ 125/2016 ό.π). Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη, ενώ η δυσφήμιση ως αστικό αδίκημα θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη (ΑΠ 726/2015, ΕφΑθ (Μον) 1028/2016, αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις (ΑΠ 308/2016 ό.π), ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του (ΑΠ 109/2012, ό.π). Τέλος, κατά το άρθρο 367 § 1 περ. α΄- δ΄ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Στις περιπτώσεις αυτές αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 § 2) και αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή, της μεν περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής, εκείνης δε του άρθρου 367 § 2 του ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της εκ του άρθρου 367 § 1 το ΠΚ ενστάσεως (ΑΠ 1251/2015, ΑΠ 1321/2014 ό.π). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, όποιος γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Σε κάθε δε περίπτωση, με βάση το άρθρο 920 ΑΚ ο θιγόμενος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μπορεί να ζητήσει και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ (ΑΠ 883/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1045/2009, ΔΙΜΕΕ 2010.69).
- V. Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα -5 συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), τις υπ’αριθμ. ………. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………… αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 270 παρ.2 εδ.γ΄του ΚΠολΔ- κλήτευση του εναγομένου (υπ’αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, περί της επιδόσεως της από 7-11-2013 εξώδικης γνωστοποίησης εξετάσεως μαρτύρων), που δεν παρέστη σε αυτές, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Ο ενάγων, ….., επιχειρηματίας, γνωρίστηκε με τον εναγόμενο, δικηγόρο Πειραιώς, το έτος 1996, μέσω του κοινού πνευματικού τους, ιερομονάχου ……, και αρχικά η σχέση τους ήταν εκείνη του δικηγόρου-πελάτη. Ο ενάγων ανέθεσε στον εναγόμενο, αρχικά προφορικά και στη συνέχεια και εγγράφως, δυνάμει του υπ’αριθμ. …….. γενικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς και συζύγου του τελευταίου, ….., τον χειρισμό αστικών υποθέσεών του, προς διασφάλιση ή ικανοποίηση των οικονομικών αξιώσεών του έναντι τρίτων, είτε δικαστικώς είτε εξωδίκως με την επίτευξη συμβιβασμού, εκφράζοντας έτσι την απόλυτη εμπιστοσύνη που προϊόντος του χρόνου απέκτησε προς το πρόσωπό του. Πράγματι, ο εναγόμενος επί σειρά ετών ασχολήθηκε με υποθέσεις του ενάγοντος (υπόθεση .., που αφορούσε την απόδοση δανείου από τον ……., υπόθεση …, που αφορούσε αγωγή που είχε ασκήσει ο πατέρας του, …… έναντι των κληρονόμων ……, για καταβολή του ποσού των 49.050 λιρών Αγγλίας, προερχόμενου από κοινή εμπορική τους δραστηριότητα στην Αγγλία, και υπόθεση …., αδερφού του πατέρα του, αναφορικά με την απόδοση κερδών δύο οικογενειακών επιχειρήσεων) και σταδιακά, παρά τη διαφορά ηλικίας τους (ετ. γεν., του μεν εναγομένου 1952 και του ενάγοντος 1965), αναπτύχθηκαν μεταξύ τους στενές φιλικές σχέσεις, στις οποίες εκτιμάται ότι συνετέλεσε και η αφοσίωση αμφοτέρων στα ιδεώδη της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ενάγων παρέδωσε προς φύλαξη στον εναγόμενο μεγάλο αριθμό εγγράφων που αφορούσαν τις υποθέσεις του και τον Νοέμβριο του έτους 2000, τον διευκόλυνε οικονομικά, χορηγώντας του δάνειο ύψους 20.000.000 δραχμών, ενώ είναι χαρακτηριστικό της εκτίμησης και εμπιστοσύνης του προς αυτόν, ότι συνέταξε και του παρέδωσε προς φύλαξη, μέσα σε κλειστό σφραγισμένο φάκελο, την από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία εγκατέστησε, μόνον αυτόν και τον προαναφερθέντα ιερομόναχο, κληρονόμους του, καταλείποντας στον πρώτο το σημαντικό χρηματικό ποσό των 10.000.000 δραχμών. Από την Άνοιξη του έτους 2002, όμως, οι σχέσεις τους άρχισαν να διαταράσσονται και να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία, για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 684/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 964/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με κατηγορουμένους τον νυν εναγόμενο και τη σύζυγό του για τα αδικήματα, μεταξύ άλλων, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση και από κοινού, υιοθετείται η άποψη ότι η εμπιστοσύνη του ενάγοντος προς τον εναγόμενο άρχισε να κλονίζεται από τον μήνα Μάρτιο περίπου του έτους 2002, όταν ο τελευταίος, παρά την αίσια έκβαση της υπόθεσης με τους κληρονόμους ……….., με την έκδοση της υπ’αριθμ. 10453/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του ενάγοντος το ποσό των 343.595,4 ευρώ, αυτός (ενν. ο εναγόμενος) άρχισε να διατυπώνει απαισιόδοξες προβλέψεις για την τελική έκβαση της δίκης, ενώ αμελούσε να στραφεί κατά του θείου του ενάγοντος δικαστικώς, με το επιχείρημα ότι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, θα ήταν σκοπιμότερο να αναμείνει τον θάνατό του. Επίσης, κατά το σκεπτικό της υπ’αριθμ. 528/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, όπου εκδικάστηκε έφεση του εναγομένου για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απέδωσε τη διατάραξη των σχέσεών τους στο γεγονός ότι αρνήθηκε να χορηγήσει στον εναγόμενο νέο δάνειο, και να συναινέσει στην παράταση του χρόνου απόδοσης του ήδη υπάρχοντος δανείου, αλλά και στην προσπάθεια του εναγομένου να το συμψηφίσει με διογκωμένες αμοιβές για υπηρεσίες που δεν προσέφερε, ενώ ο τελευταίος υποστήριζε ότι ο ενάγων προετοίμαζε το έδαφος προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των δικηγορικών αμοιβών του. Γεγονός πάντως είναι ότι ο ενάγων κατέληξε λίγο αργότερα σε εξώδικο συμβιβασμό με τον θείο του, χωρίς πράγματι να μεσολαβήσει δικαστική διένεξη, όπως δηλαδή φέρεται να τον είχε συμβουλεύσει ο εναγόμενος και με τη δική του μεσολάβηση, όπως ο ίδιος διατείνεται (από 18-9-2003 κατάθεση της συζύγου του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ο οποίος αποτυπώθηκε στο από 15-5-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό, που παραδόθηκε και σε αυτόν. Ανεξαρτήτως της ορθότητας των παραπάνω παραδοχών, είναι γεγονός ότι ο ενάγων ίδιος μετέβη στο γραφείο του εναγομένου στις 27-3-2002 και στις αρχές Απριλίου 2002 και ζήτησε από αυτόν να του αποδώσει διάφορα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα που του είχε παραδώσει ή είχε λάβει εκείνος από διάφορες υπηρεσίες και αρχές, με εντολή και δαπάνες του, για τον χειρισμό των υποθέσεών του, όπως και πράγματι έγινε. Την πρώτη φορά, ο ενάγων παρέλαβε τα έγγραφα, παρουσία και της συζύγου του εναγομένου, και τη δεύτερη φορά, παρουσία μόνον της τελευταίας, αφού προηγουμένως, υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία με τον σύζυγό της και ο τελευταίος της έδωσε τη συγκατάθεσή του. Κατ’ακρίβειαν, τα έγγραφα αυτά δεν του παραδόθηκαν από τους ανωτέρω αλλά ο ίδιος τα παρέλαβε, επιλέγοντάς τα μόνος του. Κατά την εκδοχή του εναγομένου, ο ίδιος δεν έφερε αντίρρηση στην παραλαβή των εγγράφων, καθώς είχε ήδη ολοκληρωθεί ο χειρισμός των υποθέσεων του ενάγοντος εκ μέρους του, στο μεγαλύτερο μέρος τους, παρ’ότι, όπως ισχυρίστηκε, υπήρχαν οικονομικές εκκρεμότητες μεταξύ τους, από αμοιβές που ο τελευταίος του όφειλε. Μάλιστα, οι επαγγελματικές τουλάχιστον σχέσεις τους εξακολούθησαν, καθώς πέραν του παραπάνω συμφωνητικού που του παρέδωσε ο ενάγων, στις 10-6-2002 του απέστειλε με τηλεμοιοτυπία, χειρόγραφο κείμενό του, με σκέψεις αναφορικά με τον εν γένει χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης. Παρ’όλ’αυτά, όμως, είναι γεγονός ότι έκτοτε οι στενές σχέσεις εμπιστοσύνης τους μεταβλήθηκαν προοδευτικά και άρχισαν να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία, εξαιτίας της οποίας ο εναγόμενος είχε σχηματίσει την αβάσιμη, όπως έχει αποδειχθεί ως επί το πλείστον από σωρεία αποφάσεων, πεποίθηση ότι ο ενάγων τον μαγνητοφωνούσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την Άνοιξη του ίδιου έτους, προκειμένου να καταγράφει τις απαντήσεις που επιθυμούσε μέσω στοχευμένων ερωτήσεων που του απηύθυνε. Ο ενάγων, επίσης, δυσανασχετούσε για την αποπληρωμή του δανείου του. Τελικά, οι σχέσεις τους διερράγησαν οριστικά μετά τη συνάντησή τους στις 28-12-2002 στο γραφείο του εναγομένου, μετά από επιμονή του ενάγοντος, ενόψει της επικείμενης λήξης του παραπάνω δανείου, στην απόδοση του οποίου δεν προβλέπετο να είναι συνεπής ο εναγόμενος, με δεδομένο ότι δεν μπορούσε να εισπράξει την –υπ’αριθμ. ….-επιταγή σε δραχμές, που ο τελευταίος του είχε παραδώσει προς εξασφάλισή του, μετά τη μετατροπή του εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα σε ευρώ, λόγω μη τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 35 παρ.2 του ν.2971/2001. Τότε, ο εναγόμενος πρότεινε στον ενάγοντα την υπογραφή του από 28-12-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχε συντάξει, για την παράταση της απόδοσης του δανείου έως τις 7-11-2004, αλλά με δυνατότητα και περαιτέρω παράτασής της, χωρίς ουσιαστική εξασφάλιση των απαιτήσεων του ενάγοντος, ο οποίος αρνήθηκε να το υπογράψει και αποχώρησε. Ο εναγόμενος, αντιθέτως, διατείνεται ότι αιτία της οριστικής ρήξης των σχέσεών τους, ήταν η διαπίστωση εκείνη την ημέρα ότι ο ενάγων μαγνητοφώνησε τη συνομιλία τους, επιβεβαιώνοντας έτσι τις υποψίες του για μαγνητοφώνηση των συνομιλιών τους και το προηγούμενο διάστημα, για το γεγονός, όμως, αυτό και παρ’ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, επιδίωξε τη συνάντηση προκειμένου να βεβαιωθεί γι’αυτό, δεν αντέδρασε εκείνη την ώρα αλλά φέρεται να του δήλωσε το αμέσως επόμενο διάστημα, σε τηλεφωνική συνομιλία τους ότι δεν επιθυμεί οποιαδήποτε περαιτέρω επαγγελματική ή άλλη σχέση μαζί του (σχετ. η υπ’αριθμ…. ένορκη βεβαίωση της …. . ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών). Τελικά, και χωρίς να ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρινόμενη περίπτωση, οι βαθύτερες αιτίες και η αφορμή της διατάραξης και διακοπής των σχέσεών τους, μετά την προαναφερθείσα συνάντησή τους, ο ενάγων απευθύνθηκε σε άλλους δικηγόρους και με το υπ’αριθμ. ….. έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……., που επιδόθηκε στον εναγόμενο αυθημερόν, ανακάλεσε το προηγηθέν γενικό πληρεξούσιο προς αυτόν, ενώ επακολούθησε και η κοινοποίηση της από 7-2-2003 σχετικής εξώδικης δηλώσεώς του. Σε απάντηση αυτής, ο εναγόμενος του απέστειλε την από 14-2-2003 εξώδικη απάντηση, δήλωση και πρόσκληση, στην οποία κάνει το πρώτον αναφορά στην εκ μέρους του ενάγοντος μεθόδευση της διακοπής των επαγγελματικών τους σχέσεων και της αποφυγής καταβολής των οφειλόμενων αμοιβών του για τις υποθέσεις που είχε χειριστεί, με την «αποψίλωση» των φακέλων τους, ώστε να μην υπάρχουν αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία. Έκτοτε, οι διάδικοι ευρίσκονται διαρκώς σε σφοδρή αντιδικία, σε αστικό αλλά και ποινικό επίπεδο, με σωρεία αγωγών και μηνύσεων εκατέρωθεν, που ξεκίνησε το έτος 2003 και διατηρείται μέχρι σήμερα.
Ο επαναφερθείς, ωστόσο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ισχυρισμός του εκκαλούντος περί εκκρεμοδικίας, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, για τον λόγο ότι εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2620/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα επί της από 10-10-2008 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής του ενάγοντος, με την οποία προβλήθηκαν οι ίδιοι, όπως και στην κρινόμενη περίπτωση, ισχυρισμοί σε μεταγενέστερο χρόνο, καθώς, πέραν του ότι δεν προσκομίζεται η παραπάνω αγωγή, η απόφαση αλλά και η ασκηθείσα έφεση, ώστε να αποδεικνύεται το περιεχόμενό τους και η αναβίωση της τυχόν εκκρεμοδικίας με την άσκηση έφεσης, κατά τα εκτιθέμενα από τον ίδιο τον εκκαλούντα δεν υφίσταται ταυτότητα ιστορικής αιτίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, κατά τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, αφού ο χρόνος επίκλησης των φερόμενων ως συκοφαντικών σε βάρος του εφεσίβλητου ισχυρισμών είναι διαφορετικός.
Περαιτέρω, κομβικά σημεία της αντιδικίας τους αποτέλεσαν οι τυχόν παράνομες μαγνητοφωνήσεις των συνομιλιών των διαδίκων εκ μέρους του ενάγοντος, η τυχόν υπεξαγωγή εγγράφων από το γραφείο του εναγομένου, σχετικών και αποδεικτικών των υποθέσεων που αυτός είχε χειριστεί για λογαριασμό του, η ανάθεση ή μη προς τον εναγόμενο εντολής για την αποκαλούμενη «υπόθεση ………» όπως και η δημοσιοποίηση του περιεχομένου της διαθήκης του ενάγοντος εκ μέρους του εναγομένου προς τρίτους, για τα οποία υπάρχει πληθώρα δικανικών κρίσεων αστικών και ποινικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο της αντιδικίας αυτής, ο εναγόμενος απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά την από 2-6-2003 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή κατά του ενάγοντος, στην οποία αφού εξέθετε ότι είχε αναλάβει εργολαβικώς τη διεκπεραίωση υποθέσεών του, τις οποίες διεξήγαγε επιτυχώς, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ζητούσε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το ποσό των 163.826,70 ευρώ και επικουρικά των 126.518,90 ευρώ συνολικά, ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που του προσέφερε ως δικηγόρος, αφού προηγουμένως είχε αφαιρέσει το ποσό του δανείου, το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε ως προκαταβολή. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 4876/2003 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, επιδικάστηκε στον εναγόμενο, για την ανωτέρω αιτία, το συνολικό ποσό των 32.592,424 ευρώ, απορριπτομένου, ωστόσο, ως αβάσιμου του κονδυλίου που αφορούσε την αμοιβή του για τον χειρισμό της «υπόθεσης …..», με το σκεπτικό ότι ουδόλως αποδείχθηκε η ανάληψη σχετικής εντολής. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν εφέσεις από αμφότερους τους διαδίκους, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση περί της «υπόθεσης ….», με την αιτιολογία ότι η επίκλησή της εκ μέρους του εναγομένου ήταν ασαφής, με αναφορά σε αόριστες νομικές συμβουλές και γενικότερες οδηγίες προς κάποιον καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος ενεργούσε με την κωδική ονομασία «καθηγητής» για την απόληψη των διεκδικούμενων από τον-νυν- ενάγοντα μετοχών αλλοδαπής εταιρίας, μη κατονομασθείσα πρωτοδίκως, στην οποία φερόταν να έχει συμμετοχή ο πατέρας του. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στο γεγονός ότι ο –νυν εναγόμενος και τότε-ενάγων επιχείρησε ενώπιον του Εφετείου να προσδιορίσει την εταιρεία αυτή, ως έχουσα την έδρα της στο ……. και την επωνυμία «………» ενώ αναφέρεται στο σκεπτικό της ότι ο ενάγων προσκόμισε την από 18-1-2005 βεβαίωση του Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρισης του Liechtenstein, με την οποία βεβαιωνόταν επίσημα από τη συγκεκριμένη Αρχή ότι δεν υπήρξε τότε ή οποτεδήποτε κατά τα τελευταία 20 έτη εταιρεία καταχωρημένη στα εκεί τηρούμενα μητρώα με την επωνυμία «..» ή «…….». Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν αναιρέσεις αμφότεροι οι διάδικοι. Ο μεν εναγόμενος παραιτήθηκε από το δικόγραφό της με σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο, ενώ η αναίρεση του ενάγοντος έγινε δεκτή, με την υπ’αριθμ. 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, και στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 103/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, αφού εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, κατά το σκέλος της, που αφορούσε την αμοιβή του εναγομένου για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του στην υπόθεση κληρονόμων …., απορρίφθηκε η αγωγή, ως αόριστη, ως προς το σχετικό κονδύλιο. Στο δικόγραφο της από 20-10-2005 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……) αναίρεσής του, ο εναγόμενος επανέφερε τους ισχυρισμούς του περί αφαίρεσης εγγράφων από τους φακέλους των δικογραφιών που τηρούσε για τις υποθέσεις του ενάγοντος, κάνοντας λόγο για «αποψίλωση των δικογραφιών εσκεμμένα από τον αντίδικο για να του στερήσει εκτός των άλλων τα αποδεικτικά έγγραφα (σημειώσεις, νομολογία κλπ), που αφορούσαν την υπόθεσή του με την ονομασία «φάκελος …» (σελ. 5 στιχ.21-24), για «λεηλασία» των δικογραφιών από το γραφείο του, κυρίως στις 27-3-2002 και στις αρχές Απριλίου 2002» (σελ. 6 στιχ. 3-4), για «υπεξαγωγή κρίσιμων και ουσιωδών αποδεικτικών για το πλήθος και τη σοβαρότητα των δικηγορικών υπηρεσιών που του προσέφερε επί έτη, λόγος για τον οποίο υλοποίησε σε πρώτη φάση την παράνομη αφαίρεσή τους, προκειμένου να του προκαλέσει, αφενός μεν δικονομική βλάβη, με τη δυσχέρεια απόδειξης των ποικίλων επαγγελματικών του εργασιών που είχε πραγματοποιήσει κατ’εντολήν του και για λογαριασμό του και αφετέρου περιουσιακή ζημία» (σελ. 6, στιχ 7-13), και για «αποψίλωση κρίσιμων και ουσιωδών αποδεικτικών των δικηγορικών του εργασιών και αμοιβών εγγράφων» (σελ. 6 στιχ 19-21), την οποία μάλιστα ο ενάγων φέρετο, κατά τα γραφόμενα, να την έχει ομολογήσει στο από 5-3-2003-μη προσκομιζόμενο εν προκειμένω- εξώδικό του. Μάλιστα, στο δικόγραφο της αναίρεσης γινόταν μνεία της υποβληθείσας εκ μέρους του εναγομένου μηνύσεως με αναφορά στο περιεχόμενό της, όπου γίνεται λόγος για «υπεξαγωγή εγγράφων, κυρίως δημοσίων, τα οποία ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν και να ξαναεκδοθούν, αλλά και άλλων εγγράφων από το αρχείο των κληρονομικών διαφορών και υποθέσεων του νυν ενάγοντος, τις οποίες είχε χειριστεί (φάκελος …, διαφορές περιουσιακές με θείους του κλπ), καθώς και πολλών δικών του έγγραφων σημειωμάτων, νομολογίας και θεωρίας που τηρούσε για κάθε υπόθεση σε φωτοαντίγραφα και αφαιρέθηκαν» (σελ. 7 στιχ. 24-30 και σελ. 8 στιχ. 1). Ως προς το συγκεκριμένο, κρίσιμο ζήτημα της τυχόν υπεξαγωγής εγγράφων από το δικηγορικό γραφείο του εναγομένου και παρεμπιπτόντως ως προς την ύπαρξη της υπόθεσης …., αλλά και της γνώσης του εναγομένου, περί της αναλήθειας του ισχυρισμού του, έχουν υπάρξει πολλές δικαστικές κρίσεις, κύριες και παρεμπίπτουσες, στην πλειοψηφία των οποίων γίνεται δεκτό ότι ο ενάγων δεν υπεξήγαγε έγγραφα με την νομική έννοια του όρου. Συγκεκριμένα : 1) Κατ’αρχήν, κατόπιν της από 12-10-2004 εγκλήσεως (……) του εναγομένου κατά του ενάγοντος, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 729/2006 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ…… πιστοποιητικό του γραμματέα του Αρείου Πάγου περί μη ασκήσεως αναίρεσης εκ μέρους του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), με την οποία κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων, διότι τα έγγραφα (συμβολαιογραφικές πράξεις, δικόγραφα, αποφάσεις, επιστολή) που φέρονταν ως υπεξαχθέντα, είτε είχαν παραληφθεί από τον εναγόμενο κατ’εντολήν και με δαπάνες του ενάγοντος, είτε είχαν αποσταλεί στον ενάγοντα είτε είχαν παραδοθεί από αυτόν σε εκείνον, ενώ στο σκεπτικό γίνεται ειδική αναφορά στα υποτιθέμενα έγγραφα της υπόθεσης .., τα οποία κρίθηκε ότι δεν είναι υπαρκτά αφού και η εταιρεία για την οποία έκανε λόγο ο εναγόμενος είχε λυθεί και διαγραφεί από τα οικεία μητρώα από το 1994, 2) Με την υπ’αριθμ. 964/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση, για το ίδιο γεγονός, το οποίο επικαλέστηκε σε δικόγραφό του (από 21-10-2009 κοινές προτάσεις με τη σύζυγό του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά προς αντίκρουση της από 16-7-2008 και υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……. αγωγής του ενάγοντος και από 21-10-2009 προτάσεις ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου προς υποστήριξη της από 29-12-2008 υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……… αγωγής του). Η απόφαση αυτή μάλιστα επικυρώθηκε, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, από την υπ’αριθμ. 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, 3) Με την υπ’αριθμ. 122/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης, για την επίκληση του ίδιου ισχυρισμού σε αγωγικό δικόγραφο απευθυνόμενο στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς [από 2-6-2003 (υπ’αριθμ. καταθ. …….)], 4) Με την υπ’αριθμ. 528/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, τελεσθείσα στις 30-4-2003 που κατατέθηκε η υπ’αριθμ. καταθ. …. αγωγή του και στις 2-5-2003 που δόθηκε εντολή για την επίδοσή της, αναφορικά, μεταξύ άλλων, με το γεγονός της υφαρπαγής εγγράφων από το γραφείο του, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 486/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου, επί ασκηθείσας αναιρέσεως κατ’αυτής, 5) Με την υπ’αριθμ. 1222/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, ο ίδιος κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, λόγω της επίκλησης του ίδιου ισχυρισμού περί παράνομης δηλαδή αποψίλωσης φακέλων δικογραφιών, με τις από 12-2-2009 προτάσεις του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και στο δικόγραφο της από 29-12-2008 αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, 6) Με την υπ’αριθμ. 351/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, κηρύχθηκε ένοχος –και- ο εναγόμενος για τις πράξεις της ως άνω ψευδούς καταμήνυσης του ενάγοντος, και συναφώς της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, με ειδική μνεία στο γεγονός ότι αυτός, ως νομικός, γνώριζε την μη τέλεση του αδικήματος της υπεξαγωγής εγγράφων. Σημειώνεται ότι η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε με την υπ’αριθμ. 276/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, και ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος για τις παραπάνω πράξεις, πλην όμως κατά πλειοψηφία, με το σκεπτικό ότι ο ισχυρισμός του περί υπεξαγωγής είχε διατυπωθεί καλοπίστως και εκ πλάνης, διότι πίστευε πράγματι ότι ο ενάγων είχε αφαιρέσει χωρίς να έχει δικαίωμα τα φερόμενα ως υπεξαχθέντα έγγραφα, ενώ η άποψη της μειοψηφίας στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι ο ενάγων είχε ήδη κηρυχθεί αθώος για τη συγκεκριμένη πράξη και ο εναγόμενος γνώριζε ως νομικός ότι αυτή δεν είχε τελεστεί, 7) Με την υπ’αριθμ. 628/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς- η ασκηθείσα επί της οποίας αναίρεση απορρίφθηκε με την 1184/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου-κρίθηκε παρεμπιπτόντως, με συνοπτική αιτιολογία, ότι ο ενάγων δεν διέπραξε το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων και ακολούθως κήρυξε τον εναγόμενο ένοχο της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση, λόγω της επίκλησης του ισχυρισμού αυτού σε δικόγραφά του (από 11-12-2008 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς και από 30-1-2009 προσθήκη-αντίκρουση αυτών), 8) Με την υπ’αριθμ. 925/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, τελεσθείσας δια του από 12-6-2007 υπομνήματός του προς τον Πταισματοδίκη Αθηνών, στο οποίο ενσωματωνόταν η αυθημερόν έγκλησή του, με την οποία κατήγγειλε τον ενάγοντα για αποψίλωση των φακέλων των δικογραφιών του στο γραφείο του, με σκοπό να προκαλέσει τη δίωξη του γι’αυτήν. 9) Με την υπ’αριθμ. 1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, ο εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, τελεσθείσας δια το δικογράφου της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …….. αγωγής του κατά του ενάγοντος απευθυνόμενης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η οποία, ωστόσο, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα της υπ’αριθμ. 489/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, εξαφανίστηκε, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως.
Στον αντίποδα αυτών : 1) Με την υπ’αριθμ. 684γ/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, κηρύχθηκε αθώα η σύζυγος του εναγομένου για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που αφορούσε την υπ’αριθμ. ….. ένορκη βεβαίωσή της, και ο ίδιος για την ηθική αυτουργία σε αυτήν, καθώς έγινε δεκτό ότι πράγματι αφαιρέθηκαν έγγραφα από τους φακέλους δικογραφιών που διατηρούσε ο τελευταίος στο γραφείο του, ανεξάρτητα από την αθώωση του ενάγοντος για την υπεξαγωγή αυτών, 2) Με την υπ’αριθμ. 603/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, κηρύχθηκε αθώος της απόπειρας απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά συναυτουργία, με απειλούμενη ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, που αφορά τις κατατεθείσες ως άνω από 21-10-2009 κοινές προτάσεις με τη σύζυγό του, προς αντίκρουση της από 16-7-2008 και υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……. αγωγής του ενάγοντος, ελλείψει δόλου και ειδικότερα με το σκεπτικό ότι δεν είχε πρόθεση να εξαπατήσει το Δικαστήριο, 3) Με την υπ’αριθμ. 1190/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, φερόμενη ως τελεσθείσα στις 22-3-2012 με τις προτάσεις του κατά την εκδίκαση της έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπου και πάλι έκανε λόγο για αποψίλωση των φακέλων των δικογραφιών του, με το σκεπτικό ότι, στο πλαίσιο της ήδη υπάρχουσας σφοδρής αντιδικίας τους, ο εναγόμενος πίστευε πράγματι ότι ο ενάγων είχε αφαιρέσει έγγραφα από φακέλους που βρίσκονταν στο γραφείο του και αφορούσαν υποθέσεις του τελευταίου, που είχε αναθέσει αυτόν, χωρίς να έχει διευθετηθεί ακόμη το θέμα της δικηγορικής αμοιβής του, 4) Με την υπ’αριθμ. 284/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, πλην άλλων, ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση αναφορικά με το ίδιο γεγονός, λόγω αμφιβολιών, ως προς τον δόλο του, αναφορικά έστω και με το αδίκημα της απλής δυσφήμισης, μετά τις δηλώσεις των διαδίκων πλευρών για ομαλή λήξη της μεταξύ τους αντιδικίας, 4) Με την υπ’αριθμ. 1629/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, κηρύχθηκαν ο ίδιος και η σύζυγός του αθώοι της συκοφαντικής δυσφήμισης, φερόμενη ως τελεσθείσα με το δικόγραφο της από 22-3-2012 υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …….. αγωγής τους, στο δικόγραφο της οποίας γινόταν και πάλι λόγος για «δολερή αποψίλωση των φακέλων» αφαίρεση εγγράφων κ.α, με το σκεπτικό ότι το ζήτημα αυτό αφορά στις οικονομικές διαφορές τους και η επίκλησή του έγινε προς στήριξη του δικαιώματός τους για χρηματική ικανοποίηση, 5) Με την υπ’αριθμ. 334/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, κηρύχθηκαν ο εναγόμενος και η σύζυγός του αθώοι, κατά πλειοψηφία, της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης για τον ίδιο ισχυρισμό που περιελήφθη στις προτάσεις τους για τη συζήτηση στις 8-2-2012 της από 2-3-2012 υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …… αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην από 6-2-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …… αγωγή τους προς το άνω Δικαστήριο, που επιδόθηκε στις 7-2-2012, και στις από 23-2-2012 προτάσεις τους μετά τη συζήτηση στις 15-3-2012 της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …. αγωγής του ενάγοντος, με το σκεπτικό, της μεν πλειοψηφίας, ότι η επίκλησή του έγινε καλοπίστως, ενώ το μειοψηφούν μέλος έκανε αναφορά στην αθωωτική υπέρ του ενάγοντος απόφαση για την υπεξαγωγή εγγράφων θεωρώντας ότι ο εναγόμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, 6) Με την υπ’αριθμ. 335/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κηρύχθηκε ο εναγόμενος-αλλά και η σύζυγός του- αθώος ομοίως κατά πλειοψηφία της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, που φέρετο να έχει τελεστεί στις 6-6-2007 με την εγχείριση του από 5-6-2007 υπομνήματος-εξηγήσεών του, επέχοντος θέση εγκλήσεως επί της από 28-12-2006 εγκλήσεως του ενάγοντος κατ’αυτού, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση για τον ίδιο ισχυρισμό, που περιελήφθη στις από 14-6-2011 προτάσεις και το από 17-6-2011 δικόγραφο της προσθήκης-αντίκρουσης αυτών, κατά τη συζήτηση της από 26-2-2008 και υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …… αγωγής του ενάγοντος απευθυνόμενης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρας (συζύγου), με χρόνο τέλεσης τις 30-3-2009, με το ίδιο ως άνω σκεπτικό της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Επισημαίνεται, επίσης, επειδή γίνεται σχετική αναφορά, ότι με την υπ’αριθμ. 269/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, έπαυσε η σε βάρος του εναγομένου ποινική δίωξη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, για το ίδιο δυσφημιστικό γεγονός που είχε επικαλεστεί σε δικόγραφο αγωγής του, λόγω ανάκλησης της εγκλήσεως και αποδοχής αυτής, εκ μέρους του εναγομένου, ο οποίος προέβη σε ομολογία και ζήτησε συγνώμη με σκοπό την περάτωση της υπόθεσης και όχι, όπως είναι προφανές από το κείμενό της, επειδή πράγματι αποδέχθηκε την τέλεσή της. Αντιστοίχως με την υπ’αριθμ. 354/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων η σε βάρος του ιδίου ποινική δίωξη για το ίδιο αδίκημα έπαυσε με ανάκληση της εγκλήσεως από τον νυν ενάγοντα και αποδοχή αυτής από τον εναγόμενο, χωρίς από αυτό να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι διάδικοι αποδέχθηκαν ότι τελέστηκε ή αντιθέτως ότι δεν τελέστηκε η πράξη. Πλέον αυτών, η μνημονευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης υπ’αριθμ. 42/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, δεν αφορά το ζήτημα της υπεξαγωγής εγγράφων αλλά ούτε και της δημοσιοποίησης του περιεχομένου της διαθήκης του ενάγοντος εκ μέρους του εναγομένου. Τέλος, η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα υπ’αριθμ. 145α/2010 αθωωτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, αφορά την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων και συγκεκριμένα επιστολής με αποδέκτη τον ενάγοντα που εστάλη από γάλλο πληρεξούσιό του στο γραφείο του εναγομένου, κατ’εξακολούθηση φερόμενη ως τελεσθείσα από τον ίδιο τον και όχι από τον ενάγοντα.
Επομένως, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό των παραπάνω αθωωτικών αποφάσεων, η απαλλαγή του εναγομένου, από τα πιο πάνω αδικήματα οφείλεται στην παραδοχή ότι έλλειπε το στοιχείο του δόλου ή ότι εκ πλάνης αγνοούσε το ψεύδος των ισχυρισμών του, γεγονός που ήταν αρκετό για την απαλλαγή του από τα ποινικά Δικαστήρια. Ανεξαρτήτως, όμως, της αθώωσής του για τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις, σε καμία δικαστική απόφαση δεν έγινε δεκτό ότι αφαιρέθηκαν από τον ενάγοντα έγγραφα παράνομα και χωρίς τη θέληση του εναγομένου από φακέλους των δικογραφιών που τηρούσε στο δικηγορικό του γραφείο. Αντιθέτως, το άμεσο, σαφές και αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει οποιοσδήποτε μέσος αναγνώστης διαβάζοντας το επίμαχο αναιρετικό δικόγραφο είναι ότι η αφαίρεση αυτή, την οποία άλλωστε ο ενάγων αποδέχεται, έγινε, όχι απλώς με σκοπιμότητα, αλλά παράνομα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα και παρά τη θέληση του εναγομένου, και ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός μπορούσε ευχερώς να αξιολογηθεί από τον εναγόμενο, λόγω της ιδιότητάς του. Εξάλλου, ο ίδιος δεν διευκρινίζει πώς αντιλαμβανόταν την παροχή αδείας προς τον ενάγοντα είτε άμεσα είτε έμμεσα δια της συζύγου του, να λάβει έγγραφα από τους φακέλους αυτούς, επεξηγώντας έτσι, ποιά έγγραφα θα μπορούσε πράγματι να λάβει, κατά τη γνώμη του, ο τελευταίος και ποιά όχι, δοθέντος μάλιστα ότι δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη ή περιορισμό προς αυτόν. Έτσι, με την παροχή αδείας αποδεχόταν το ενδεχόμενο ο ενάγων να λάβει ορισμένα, την πλειονότητα ή ακόμα και όλα τα έγγραφα των φακέλων αυτών. Άλλωστε, ειδικά για τα μη προσδιοριζόμενα έγγραφα της επικαλούμενης υπόθεσης ή φακέλου …., πέραν των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, αντίστοιχες σκέψεις έχουν υιοθετηθεί και από άλλες αποφάσεις (πχ. υπ’αριθμ. 964/2010 και 1221/2011 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, 541/2011, 684/2011, 735/2014 και 42/2015 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς). Συγκεκριμένα, ορθώς, με βάση το υπάρχον αποδεικτικό υλικό κρίθηκε ότι από τα έτη 1999 και εντεύθεν δεν υπήρχε τέτοια εταιρεία που να αφορά τον ενάγοντα είτε προσωπικά είτε ως κληρονόμο του πατέρα του ……… Στο προσκομιζόμενο -και εν προκειμένω-σε επίσημη μετάφραση από τα γερμανικά, από 26-10-2007 επικυρωμένο αντίγραφο βεβαίωσης του Εμπορικού Μητρώου του Πριγκηπάτου του Λιχτενσταϊν, αναγράφεται ότι καταχωρήθηκε στις 23-3-1972 στο μητρώο αυτό εταιρεία με την επωνυμία Ίδρυμα …, με σκοπό την επένδυση και διαχείριση κεφαλαίων, την κυριότητα ακινήτων, αξιογράφων, συμμετοχών και άλλων δικαιωμάτων, ότι το καταστατικό του τροποποιήθηκε στις 30-1-1985, με σχετική καταχώριση στο μητρώο στις 31-1-1985, ότι στις 17-1-1994 καταχωρήθηκε λύση του ιδρύματος και στις 27-7-1994 διεγράφη μετά την πραγματοποιηθείσα εκκαθάριση, που πραγματοποιήθηκε από τον ορισθέντα εκκαθαριστή, ……… Επίσης, σύμφωνα με το από 21-2-2008 επικυρωμένο αντίγραφο, σε ακριβή μετάφραση από τα γερμανικά, του από 27-7-1994 εγγράφου της Φορολογικής Διοίκησης του Βαντούζ Λιχτενσταϊν, εγκρίθηκε η διαγραφή της συγκεκριμένης εταιρείας. Επιπροσθέτως, το Γραφείο Γης και Δημόσιας Καταχώρησης του Λιχτενσταϊν με τις, σε ακριβή μετάφραση από τα αγγλικά : 1) από 7-3-2008 επίσημη βεβαίωσή του, βεβαιώνει ότι ουδέποτε εμφανίστηκε το όνομα του ενάγοντος ή του πατέρα του στους φακέλους που αφορούν την παραπάνω εταιρεία, 2) από 18-7-2007 επίσημη βεβαίωσή του, βεβαιώνει ότι το ίδιο αποτελεί το μόνο εμπορικό επιμελητήριο του Λιχτενσταϊν και 3) από 18-1-2005 επίσημη βεβαίωσή του, ότι ουδέποτε υπήρξε καταχωρημένη τα τελευταία 20 έτη στο ίδιο κρατίδιο, εταιρεία με τα στοιχεία «. .» ή «.. ..». Και είναι αληθές ότι με το από 5-10-1984 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψαν ο πατέρας του ενάγοντος, ο .. … και ο …….. συμφωνήθηκε να λάβουν μέρος σε μειοδοτικό διαγωνισμό για την προμήθεια τεσσάρων αλιευτικών πλοίων που επρόκειτο να παραδοθούν από τον ανάδοχο στην Τυνησία, μέσω της προαναφερθείσας εδρεύουσας στο Λιχτενσταϊν εταιρείας-η οποία μάλιστα αναγράφεται εσφαλμένως ως …… και όχι ..- πλην όμως από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι τα επιχειρηματικά αυτά σχέδιά τους υλοποιήθηκαν. Επομένως, τέτοια υπόθεση ουδέποτε ανατέθηκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο και συνακόλουθα δεν υπήρχαν και έγγραφα που να αποδεικνύουν την εκτέλεση σχετικής εντολής εκ μέρους του τελευταίου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή και η τυχόν υπεξαίρεσή τους. Άλλωστε, είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά την επί μακρόν απασχόλησή του με τη συγκεκριμένη υπόθεση, κατά τα λεγόμενά του, και τις σχετικές καταδίκες του καθ’όλη τη διάρκεια της αντιδικίας του με τον ενάγοντα, δεν ήταν σε θέση να ανακαλέσει στη μνήμη, ακόμα και τα πρώτα χρόνια αυτής, συγκεκριμένες εργασίες και να παραθέσει κάποια από τα επιμέρους θέματα που τον απασχόλησαν για τη διεκπεραίωσή της, σε ποιές ακριβώς ενέργειες προέβη, μνημονεύοντας ενδεικτικά έστω κάποιες, ούτε και τί είδους διαφορά είχε ανακύψει ούτε με ποιά ιδιότητα συνδεόταν με την προαναφερθείσα εταιρεία ο πατέρας του ενάγοντος ή ο ίδιος, ώστε να δικαιολογείται και το υψηλό ποσό της φερόμενης ως συμφωνηθείσας αμοιβής του. Ο συγκεκριμένος δε ισχυρισμός του εναγομένου, του οποίου έλαβαν γνώση οι γραμματείς του Εφετείου Πειραιώς και του Αρείου Πάγου, όπου κατατέθηκε το αναιρετικό δικόγραφό του και προσδιορίστηκε προς συζήτηση, αντίστοιχα, ο ορισθείς εισηγητής Αρεοπαγίτης, τα μέλη της σύνθεσης ενώπιον των οποίων επρόκειτο αυτή να συζητηθεί, καθώς και ο γραμματέας της έδρας, αν και τελικά ο εναγόμενος παραιτήθηκε από το δικόγραφό της με σχετική δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και άλλα πιθανώς πρόσωπα μη δυνάμενα να προσδιοριστούν, μπορούσε και προσέβαλε πράγματι την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, ως ατόμου και επιχειρηματία, αφού έθεσε ευθέως υπό αμφισβήτηση την ηθική του αξία, με ονειδισμό της προσωπικότητάς του, οδηγώντας οποιονδήποτε μέσο αναγνώστη του συγκεκριμένου δικογράφου στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για άτομο μειωμένης ηθικής υπόστασης, δόλιο, ανέντιμο και μετερχόμενο αθέμιτα μέσα για να επιτύχει παράνομα οφέλη, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά του παράνομα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα και σε βαθμό μη ανεκτό, γεγονός που ο εναγόμενος μπορούσε ευχερώς να αντιληφθεί. Με βάση δε τις σκέψεις και παραδοχές που προεκτέθηκαν, ο ισχυρισμός του αυτός ήταν και ψευδής, ο ίδιος δε τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του, εφόσον μάλιστα επρόκειτο για γεγονός του οποίου είχε άμεση αντίληψη, και, επομένως, στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, και, συνεπώς γεννάται αξίωση του ενάγοντος προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από την εντεύθεν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα συναφώς εκτεθέντα στην υπό στοιχ. IV γ σκέψη, αποκλείεται η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 367 παρ.1 του ΠΚ, περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του (άρθρο 367 παρ.2 περ.α) του ΠΚ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε σιγή τον εν λόγω ισχυρισμό του, οδηγήθηκε σε ορθό αποτέλεσμα και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με τον έκτο λόγο της έφεσής του, αλλά και τον πέμπτο λόγο αυτής, με τον οποίο διατείνεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι ενστάσεις και ισχυρισμοί του, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Αντιθέτως, ο εναγόμενος δια της προαναφερθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεν αποδείχθηκε ότι εξέθεσε αιτιωδώς και πραγματικώς σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του ενάγοντος, δηλαδή την καλή γνώμη και υπόληψη τρίτων αναφορικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση και την προοπτική της οικονομικής και επαγγελματικής του βελτίωσης, λόγω των δυσμενών παραστάσεων που τυχόν δημιούργησε με όσα ισχυρίστηκε, αφού τέτοιες συνέπειες της πράξης του δεν αποδείχθηκαν προς πρόσωπα με τα οποία αυτός σχετίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι στο δικόγραφο της αναίρεσής του, ο εναγόμενος επικαλέστηκε και την από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του ενάγοντος, με αναφορά στη διάταξή της που προέβλεπε ότι σε περίπτωση θανάτου του, ο εναγόμενος θα δικαιούτο εφάπαξ το ποσό των 10 εκ. δραχμών από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, απλό αντίγραφο της οποίας προσκόμισε και ενώπιον του Αρείου Πάγου προς υποστήριξη της αναιρέσεώς του. Το στοιχείο αυτό το χρησιμοποίησε ως επιχείρημα για την ύπαρξη της υπόθεσης της ….., η οποία όμως όπως αποδείχθηκε ουδέποτε υπήρξε ούτε και του ανατέθηκε σχετική εντολή, καθώς, όπως ισχυρίστηκε, κατά τον χρόνο σύνταξης αυτής, ο ίδιος δεν είχε διεκπεραιώσει καμία άλλη υπόθεση του ενάγοντος πλην αυτής, για την οποία δικαιούτο εργολαβικής αμοιβής, ανερχόμενης σε ποσοστό 10% ήτοι 12 εκ δραχμές, αλλοιώνοντας έτσι το περιεχόμενό της και προσδίδοντας σε αυτό εντελώς διαφορετικό νόημα από τη βούληση του ενάγοντος, εις τρόπον ώστε να εξυπηρετούνται οι αγωγικές του αξιώσεις. Επίσης, δεν μπορεί να επιστηριχθεί σε οποιοδήποτε αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο ή να αντληθεί επιχείρημα για το συμπέρασμα ότι ο ορισμός του εναγομένου ως κληρονόμου του ενάγοντος υπήρξε εικονικός και έγινε, εν γνώσει αμφοτέρων, προς εξασφάλιση των οικονομικών του απαιτήσεων από τον χειρισμό των υποθέσεών του. Εξάλλου, στη δημοσιοποίηση αυτή ουδέποτε συναίνεσε ο ενάγων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Από την ενέργειά του δε αυτή, που συνιστά παραβίαση του καθήκοντος εχεμύθειας του εναγομένου έναντι του ενάγοντος, ως προς το συγκεκριμένο θέμα που πληροφορήθηκε εξ αφορμής της μεταξύ τους σχέσης εντολής (άρθρο 49 του νδ 3026/1954 και 371 του ΠΚ), ετρώθη η προσωπικότητα του ενάγοντος, δια της αποκαλύψεως σε τρίτα πρόσωπα, δεδομένων που αφορούσαν την περιουσιακή του κατάσταση, τον τρόπο σκέψης του, τα πιστεύω του και τον τρόπο που επιθυμούσε να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του. Απ’όσα εξάλλου προεκτέθηκαν, δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος προέβη στη συγκεκριμένη πράξη αποβλέποντας στη διαφύλαξη εννόμου συμφέροντός του, δηλαδή στην απόδειξη της βασιμότητας της αξιώσεώς του, αφού τέτοια αξίωση στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Έτσι, ο επαναφερθείς με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, κατά το οικείο σκέλος του, ισχυρισμός του περί εφαρμογής της διάταξης της παρ.4 του άρθρου 371 του ΠΚ, και, συνακόλουθα, άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του, για το λόγο αυτό, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι ο εκ του άρθρου 367 παρ.1 του ΠΚ, διατυπωθείς με τον έκτο λόγο της έφεσής του, ισχυρισμός του περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα και της συγκεκριμένης πράξης του, για τον ίδιο λόγο, κρίνεται αλυσιτελής, καθώς οι παραπάνω πράξεις του εναγομένου δεν εμπίπτουν στη νομοτυπική μορφή της εξύβρισης ή της δυσφήμισης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ορθώς έκρινε και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα ελέγχονται ως αβάσιμα.
Ακόμη, ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς του, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλει την αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί εν μέρει την αγωγή, αφενός μεν παραβίασε το τεκμήριο αθωότητάς του, αφού δεν έλαβε υπόψη το διατακτικό των ειδικότερα μνημονευόμενων αθωωτικών αποφάσεων, για τις οποίες έχει γίνει ήδη λόγος, αφετέρου δε παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’αριθμ. 42/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε η συναφής και στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, αξίωση του ενάγοντος περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατά το πρώτο σκέλος του, διότι η μη εναρμόνιση των πραγματικών παραδοχών του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με εκείνες των ποινικών δικαστηρίων, δεν αποτελούν παραβίαση υπό την ανωτέρω έννοια του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, με δεδομένο μάλιστα ότι για το ίδιο πραγματικό γεγονός δηλαδή την υπεξαγωγή εγγράφων από φακέλους δικογραφιών, υπάρχουν επίσης και αμετάκλητες καταδικαστικές σε βάρος του κρίσεις, σε κάθε περίπτωση δε, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτό, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις αθωωτικές αποφάσεις που προαναφέρθηκαν, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία τους ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου και στην ποινική δίκη κατηγορουμένου, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του εξ αυτών παραγομένου και από τις ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις προστατευομένου τεκμηρίου αθωότητάς του, για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε, σύμφωνα με τη σχετική υπό στοιχ.IVβ σκέψη. Αλλά και κατά το δεύτερο σκέλος του, ο ίδιος λόγος τυγχάνει ομοίως απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι η υπ’αριθμ. 42/2015 αθωωτική απόφαση δεν αφορούσε την ίδια αξίωση του ενάγοντος αλλά εκείνη από την ψευδή καταμήνυσή του εκ μέρους του εναγομένου ότι εξαπάτησε τους Δικαστές του Εφετείου Πειραιώς, που προέβησαν στην εκδίκαση των εφέσεών τους κατά της υπ’αριθμ. 4876/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την επίκληση και προσκομιδή της βεβαίωσης του «Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρισης» του Liechtenstein. Εντεύθεν παρέπεται ότι ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που επαναφέρεται με τον ίδιο λόγο της έφεσής του, περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος στην κρινόμενη περίπτωση, τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος, όπως ορθώς κατ’αποτέλεσμα έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ δεν υφίσταται απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, παράγουσα δεδικασμένο στην προκείμενη δίκη, το οποίο, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία σκέψη, δεν μπορεί να εκτείνεται μόνον στα ήδη κριθέντα πραγματικά περιστατικά.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, από τις προαναφερθείσες άδικες και υπαίτιες συμπεριφορές του εναγομένου, προσβαλλόμενος στην προσωπικότητά του, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τελέσεώς τους, το είδος της προσβολής, και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, εκ των οποίων ο εναγόμενος, όπως προεκτέθηκε, έχει απωλέσει την ιδιότητα του δικηγόρου και δεν έχει ακόμη συνταξιοδοτηθεί, να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 7.000 ευρώ, συνολικά, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ». Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε την αγωγή εν μέρει και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 25.000 ευρώ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, και πρέπει, κατά παραδοχή του όγδοου λόγου εφέσεως, που αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων εν γένει, αλλά και του έβδομου λόγου εφέσεως, που αφορά στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, να εξαφανιστεί αυτή, ως προς το σκέλος της που αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, διότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αναφορικά με το ίδιο σκέλος της, που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 ό.π, ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208), να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή. Ακολούθως, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το ποσό των 7.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεώς της και μέχρι την εξόφληση. Ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, ως μέσου εκτελέσεως της παρούσας, αφού το επιδικασθέν ποσό είναι χαμηλότερο του οριζόμενου από τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.2 του ΚΠολΔ, που κατά το άρθρο 72 παρ.12 του ν.3994/2011 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση αυτού αγωγές. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στον εναγόμενο το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της νίκης του (άρθρο 495 § 4 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικών εκατέρωθεν αιτημάτων, να επιβληθεί, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου, σύμφωνα με τον συνημμένο στις προτάσεις του πίνακα εξόδων (άρθρα 106, 176, 183,189, 190, 191 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 109 του νδ 3026/1954 και ΥΑ 12398/1989, και άρθρα 63 παρ.10 iα), 68 παρ.1, 69 παρ.1, 84 παρ.1 και 166 του ν.4194/2013), τα οποία πιθανολογούνται ότι ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 873 ευρώ [140 (2% Χ 7.000 ευρώ) για σύνταξη της αγωγής, 40 ευρώ για έξοδα δακτυλογράφησης, εκτύπωσης, κατάθεσης, έκδοσης αντιγράφων της αγωγής, 31 (22 + 2 + 2 + 5) ευρώ για την επίδοσή της στον εναγόμενο, δια θυροκολλήσεως, εφόσον η έκθεση επιδόσεως είχε ένα φύλλο και αντίγραφό της παραδόθηκε στο ΑΤ και στο Ταχυδρομικό Γραφείο της κατοικίας του εναγομένου (ΚΥΑ 2/54638/0022/2008 ΦΕΚ Β΄1716/26-8-2008), 70 (1% Χ 7.000) ευρώ για σύνταξη προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλέον 16 ευρώ ως αναλογούντα επ’αυτού ΦΠΑ 23 % (ΕφΠατρ 124/2017, ΕφΠειρ(Μον) 148/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), 77 ευρώ για αναλογία τέλους δικαστικού ενσήμου, 17 ευρώ (40 Χ 140 : 340,75) ευρώ για την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, κατά την ορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής δικάσιμο, η οποία αναβλήθηκε για εκείνη της 5-2-2015, 140 (2% Χ 7.000) ευρώ για σύνταξη προτάσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πλέον 32 ευρώ ως αναλογούντα ΦΠΑ, 102 ευρώ, για παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατά τη συζήτηση της αγωγής, πλέον ΦΠΑ 23 ευρώ και 149 ευρώ για την παράστασή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πλέον ΦΠΑ 36 ευρώ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 4-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 3184/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, ως προς τις διατάξεις της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τοκογονίας και συναφών δικαστικών εξόδων .
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε κατά την άσκησή της, στον εναγόμενο.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν, ως προς τις παραπάνω διατάξεις της.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 29-12-2010 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων εβδομήντα τριών (873) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 26-10-2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ