Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 481/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  481/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………….”, η οποία εδρεύει στην ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης [ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………., τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κοντοσέας [Γ.Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

Ο εφεσίβλητος – εκκαλών …………………, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 25.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………………./10.12.2020 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου εταιρείας, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 1117/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή  έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, με την από 15.07.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………../15-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……………/15-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων ………………………, με την από 23.03.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………../24-03-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……………/25-4-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο, από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 15.07.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………./15-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./15-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 23.03.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……./24-03-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./25-4-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1117/08.04.2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 25.11.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………./10.12.2020 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία  έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση αυτής στις 08.04.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ο ενάγων,  με την ένδικη από 25.11.2020 αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε κατόπιν νομότυπου δηλώσεως του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται και στις πρωτόδικες προτάσεις του (άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ), ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή διαστήματα της χρονικής περιόδου από 1.4.2018 έως και 3.4.2020, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «ΝΣ», κ.ο.χ. 13.902,04, με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, τα οποία διενεργούσαν τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2019 μηνιαίου μισθού. Καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 15 ώρες ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, όπως επίσης δεν έλαβε την αναλογούσα πρόσθετη αμοιβή λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία Δώρου Πάσχα των ετών 2019 και 2020 και Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019, μήτε την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζητούσε ο ενάγων, κατόπιν νομότυπου, με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται και στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], μερικού περιορισμού των αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικών αιτημάτων του σε εν μέρει αναγνωριστικά, αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.193,32€ για πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και αφετέρου να αναγνωριστεί ότι η ίδια (εναγομένη εταιρία) υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 4.968,86€ για διαφορά επιδομάτων εορτών, το ποσό των 2.412,92 € για αμοιβή δρομολογίων εξπρές και το ποσό των 1.300,14 € για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την 03.4.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμό 1117/2022 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, απορρίπτοντας  ως αβάσιμη στην ουσία της την ένσταση της εναγομένης περί αοριστίας αυτής  και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, κατά το αναγνωριστικό της αίτημα, ακολούθως δέχθηκε εν μέρει αυτή, κατ’ ουσίαν και [Α] υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα (i) για υπερωριακή αμοιβή για εργασία του επί τέσσερις ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου κατά τις καθημερινές και πέραν των οκτώ ωρών που καλύπτονται από το επίδομα Κυριακής κατά τις Κυριακές, για διακόσιες πενήντα επτά (257) ημέρες καθημερινές και Κυριακής που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, το ποσό των ευρώ 1.614,39, νομιμοτόκως από την 3.4.2020, κατόπιν αποδοχής αφενός μεν ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, για το ποσό των ευρώ 6.898,85 ,την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, αφ’ ετέρου δε ως βάσιμο στην ουσία του τον, περί συμβατικού συμψηφισμού (καταλογισμού) στην ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος ποσού ευρώ 3.288,20, το οποίο η εναγομένη του κατέβαλε, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, ισχυρισμό αυτής, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή ότι τα εν λόγω ποσά ο ενάγων ελάμβανε πλέον των νομίμων αποδοχών του και (ii) για υπερωριακή αμοιβή για εργασία του επί δώδεκα ώρες, κατά τις σαράντα τέσσερις (44) ημέρες Σαββάτου και τέσσερις (4) ημέρες αργιών, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, το ποσό των ευρώ 7.427,91, νομιμοτόκως από την 3.4.2020, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, για το ποσό των ευρώ 503,61, την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης και [Β] αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής (εναγομένης) να καταβάλει στον ενάγοντα (α) για αναλογία δώρων εορτών: (i) το ποσό των ευρώ 166,91 για αναλογία Δώρου Πάσχα έτους 2019, νομιμοτόκως από την 3.4.2020, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, για το ποσό των ευρώ 725,77, την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, (ii) το ποσό των ευρώ 1.532,57 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων έτους 2019, νομιμοτόκως από την 3.4.2020, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, για το ποσό των ευρώ 2.238,57, την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, και (iii) το ποσό των ευρώ 387,07 για αναλογία Δώρου Πάσχα έτους 2020, νομιμοτόκως από την 3.4.2020, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, για το ποσό των ευρώ 629,87, την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, και (β) το ποσό των ευρώ 686,52, ως πρόσθετη αμοιβή για 13,54 δρομολόγια εξπρές, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, για το ποσό των ευρώ 1.247,39, την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, ενώ απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Περαιτέρω, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το σύνολο των καταψηφιστικών της διατάξεων και επέβαλε σε βάρος της  εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία καθόρισε στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Η εναγομένη, άσκησε την υπό στοιχείο Α έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται [Α] σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της αιτούμενης από τον ενάγοντα αμοιβής του για υπερωριακή του απασχόληση, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του, κατά το χρονικό διάστημα των ενδίκων ναυτολογήσεών του, σύμφωνα με τα οποία, εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, ενώ κατά τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις θα έπρεπε να δεχθεί ότι αυτός (ενάγων) δεν εργαζόταν υπερωριακά, παρά μόνον σπανίως και εξαιρετικά, σε περιόδους αυξημένης κίνησης επιβατών ή κακοκαιρίας ή καθόν χρόνο πραγματοποιούντο δρομολόγια εξπρές  και ιδίως τους θερινούς μήνες του έτους 2019, πάντως και στην εξαιρετική αυτή περίπτωση ότι, δεν εργαζόταν πλέον της μίας ώρας ημερησίως, εργασία για την οποία έχει εξοφληθεί, β) επί των γενομένων δεκτών, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμων, κονδυλίων δώρων εορτών, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) εσφαλμένως επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση, κονδύλια, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί των οποίων πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., διότι ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν τα δώρα εορτών, ελήφθησαν υπόψη και οι αποδοχές αδείας αυτού, γ) επί του γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αμοιβής δρομολογίων εξπρές, ως προς το οποίο (κονδύλιο), με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση, κονδύλιο, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί του οποίου πλήττεται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., διότι ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι, στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκε η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, ελήφθησαν υπόψη και οι αποδοχές αδείας του ενάγοντος και [Β] σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθό μέρος απερρίφθη ως μη νόμιμη η, υπ’ αυτής υποβληθείσα, ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης, υπό του ενάγοντος, των ενδίκων αξιώσεών του. Ζητεί δε με την έφεσή της την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος της ασκηθείσα, ανωτέρω αγωγή. Επιπλέον, η εκκαλούσα δια της ενδίκου εφέσεώς της, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ. επειδή, όπως ισχυρίζεται, κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των (10.593,46) ευρώ, το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε και ως προς το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο ζητά νομιμοτόκως από της καταβολής του, ήτοι από την 17-5-2022. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 2) Ο ενάγων άσκησε, κατά της ως άνω απόφασης, την ανωτέρω υπό στοιχείο Β  έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του α) επί του αγωγικού κονδυλίου της πρόσθετης αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως (i) επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του στο ένδικο πλοίο, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] ώρες, ενώ κατά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις θα έπρεπε να δεχθεί τον αγωγικό του ισχυρισμό ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, εργαζόταν επί δεκαπέντε [15] ώρες, (ii) επί των ημερών των αργιών κατά τις οποίες δέχθηκε ότι εργάσθηκε ο ενάγων, ενόψει του ότι αν και, κατ’ αρχήν, δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες και κατά τις ημέρες αργίας της 6/1/2019, 26/4/2019, 29/4/2019, 6/6/2019, 15/8/2019, 28/10/2019, 6/12/2019, 26/12/2019, 2/3/2020 και 25/3/2020, παρέλειψε να του επιδικάσει την δικαιούμενη αμοιβή εργασίας και παράλληλα, αν και ο ίδιος ζητούσε αμοιβή υπερωριακής εργασίας για τις ημέρες αργίας της 1/1/2019, 25/12/2019, 1/1/2020 και 6/1/2020, επί οκτώ ώρες καθ’ εκάστη, εσφαλμένα του επεδίκασε υπερωριακή αμοιβή για δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, Επιπλέον, εκ παραδρομής αφήρεσε από την αμοιβή που δέχθηκε ότι δικαιούται να λάβει λόγω της υπερωριακής απασχόλησής του, κατά τις καθημερινές ημέρες και τις ημέρες Κυριακής, το ποσό των € 6.898,85, αντί του ορθού ποσού των € 503,61 που η εναγομένη του κατέβαλε για την αιτία αυτή και αντίστοιχα, από την αμοιβή που δέχθηκε ότι δικαιούται να λάβει ο ενάγων για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, εσφαλμένα αφήρεσε το ποσό των € 503,61, αντί του πράγματι καταβληθέντος ποσού των € 6.898,85, (iii) επί της παραδοχής ως βάσιμης στην ουσία της της περί συμβατικού συμψηφισμού (καταλογισμού) ένστασης στην απαίτησή του για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας, του ποσού των ευρώ € 3.288,20, το οποίο αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους μηνιαίων καταβολών της εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», ποσά τα οποία εν τούτοις καταβάλλονταν, κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης, όχι από την εναγομένη αλλά από το ξένο προς αυτήν νομικό πρόσωπο, που εκμεταλλευόταν τα μπαρ και τα εστιατόρια του πλοίου και συνεπώς δεν αποτελούσαν δική της ανταπαίτηση δυνάμενη να προταθεί σε συμψηφισμό προς τις δικές του αξιώσεις, διάταξη η οποία πλήττεται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, επιπροσθέτως δε διότι εσφαλμένως εδέχθη ότι υπήρχε συμφωνία περί συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ των διαδίκων και (iv) ως προς τον μαθηματικό υπολογισμό της εν λόγω  πρόσθετης αμοιβής, διότι και υπό την εκδοχή ότι εργάσθηκε επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά τις 44 ημέρες Σάββατου και τις δέκα (10) ημέρες αργίας και επί οκτώ (8) ώρες τις υπόλοιπες τέσσερις ημέρες αργίες των επίδικων χρονικών διαστημάτων, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε με την αγωγή του (αν και η εκκαλουμένη δέχθηκε και για τις ημέρες αυτές δώδεκα ώρες ημερήσια εργασία του) πραγματοποίησε συνολικά εξακόσιες ογδόντα (680) ώρες εργασίας, αμειβόμενης προς € 13,77 ανά ώρα και όχι μόνον πεντακόσιες εβδομήντα έξι (576) ώρες, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης, κατόπιν ορθού υπολογισμού στο ποσό των € 9.363,60 και όχι στο ποσό των € 7.931, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (v) Τέλος, εσφαλμένως όσον αφορά ειδικώς την δικαιούμενη από αυτόν αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, κατά τις 257 καθημερινές και Κυριακές των επίδικων χρονικών διαστημάτων, τις οποίες δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση ότι ο ενάγων εργάσθηκε και για την οποία, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε δεκτό ότι η εναγομένη όφειλε να του καταβάλει το ποσό των ευρώ 11.801,44, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της τελευταίας ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.614,39, αντί του ορθού ποσού που έλαβε των ευρώ 503,61. β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων δώρων εορτών, με τον δεύτερο λόγο έφεσης (i) όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο και (ii) όσον αφορά στο μαθηματικό υπολογισμό – προσδιορισμό του μέσου όρου, ανά μήνα, της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, διότι και υπό την εκδοχή της εκκαλουμένη αποφάσεως ότι εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως, ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την εν λόγω εργασία, ενώ ανέρχεται σε ευρώ 2.009,40, η εκκαλουμένη απόφαση εδέχθη ότι ανέρχεται σε ευρώ 1.170,00, κατόπιν εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού, γ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αμοιβής αυτού για δρομολόγια εξπρές, με τον τρίτο λόγο έφεσης (i) όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, που έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικά τακτικών μηνιαίων αποδοχών, συμπεριληφθέντος χαμηλότερου ποσού, ως μέσου όρου, της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, τα αποδεικτικά πορίσματα της οποίας πλήττονται και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, διότι δεν συμπεριελήφθησαν στις τακτικές αποδοχές του και η αναλογία των δώρων εορτών, (ii) όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.247,39, αντί του ορθού των € 1.208,42, διότι έγινε δεκτό υπ’ αυτής ότι έναντι της εν λόγω επίδικης απαίτησης ο ενάγων έλαβε και το ποσό των ευρώ 38,97 το οποίο, εν τούτοις, κατεβλήθη σε αυτόν για πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές του εν λόγω πλοίου που πραγματοποιήθηκαν τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2019, αν και ο μήνα αυτός δεν τυγχάνει επίδικος και (iii) όσον αφορά στο μαθηματικό υπολογισμό – προσδιορισμό του μέσου όρου, ανά μήνα της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, διότι και υπό την εκδοχή της εκκαλουμένη αποφάσεως ότι εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως, ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την εν λόγω εργασία, ενώ ανέρχεται σε ευρώ 2.009,40, η εκκαλουμένη απόφαση εδέχθη ότι ανέρχεται σε ευρώ 1.170,00, κατόπιν εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού και (δ) επί του απορριφθέντος ως κατ’ ουσίαν αβασίμου κονδυλίου αποζημίωσης αυτού για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα οποία ο ενάγων δεν απέδειξε ότι δεν έλαβε τις δικαιούμενες από αυτόν διανυκτερεύσεις, διάταξη η οποία πλήττεται και για εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στη με αριθμό ……./20.01.2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……….., η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεσολογγίου, ………., με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. …../15.01.2021  έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………, της περιεχομένης στη με αριθμό ……../2023 ένορκη βεβαίωση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ………, η οποία ελήφθη ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς …………, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ……./16.05.2023 έκθεση επιδόσεως της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας ……….. και η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη υπό του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, τις περιεχόμενες στις με αριθμό …./7-4-2021 και …./7-4-2021 ένορκες βεβαιώσεις, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων …….. και ………….., αντίστοιχα, οι οποία ελήφθησαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ……../02.04.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου της, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στη Δικηγόρο Πειραιώς ………………, υπογράφουσας την ένδικη αγωγή (σχετικά άρθρο 96, 100 και 143 παρ.1  του ΚΠολΔ), έστω κι αν η επίδοση έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση αυτής, εφόσον η ανωτέρω υπογράφουσα την αγωγή δικηγόρος, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο πληρεξουσία και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση του ενάγοντος, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1330/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι οι μάρτυρες του ενάγοντος, …………. και ……………., τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, εκ του λόγου ότι έχουν ασκήσει εναντίον της αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως η ίδια διατείνεται, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν και αυτών που προσκομίζονται ενώπιόν μας για πρώτη φορά, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου “ΝΣ”, νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……., κ.ο.χ. 13.902,04 και του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του Αρχιθαλαμηπόλου και παρείχε τις υπηρεσίες του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από την 01.04.2018 έως την 14.2.2019, οπότε απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του πλοιάρχου, από την 26-4-2019 έως την 4-9-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από την 11-10-2019 έως την 24-1-2020, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής πλόων για επιθεώρηση και από την 2-3-2020 έως την 3-4-2020, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Για τις τρεις (3) πρώτες των ανωτέρω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των ευρώ 3.452,88, 3.452,89 και 3.521,95, αντίστοιχα. Άπασες δε οι ναυτολογήσεις του ενάγοντος από την 1.1.2019 και εφεξής, που αποτελούν και επίδικο διάστημα, κατά συμφωνία των διαδίκων, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων του ενάγοντος, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, διέπονταν ως προς τις προβλεπόμενες αποδοχές και τους όρους εργασίας από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε την 8.7.2019, κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) την 12.8.2019. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508 όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες, αμείβεται ανά ώρα, με βάση το ωρομίσθιο που, κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ, υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης= 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται, ανά ώρα, με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα, πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του αρχιθαλαμηπόλου το ποσό των € 1.588.98, ως επίδομα Κυριακών ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας και δη το ποσό των € 349,58, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 36,64, ως αντίτιμο της παρεχόμενης σε είδος τροφής € 19,98 την ημέρα και (Χ30) € 599,40 μηνιαίως, ως επίδομα αδείας € 540,48 [(ήτοι μισθός ενεργείας € 1.588,98 + επίδομα Κυριακών € 349,58) / 22 + ημερήσια τροφοδοσία € 19,98] X 5 ημερομίσθια (ενόψει του ότι ο ενάγων είχε τουλάχιστον διετή θαλάσσια προϋπηρεσία)= επίδομα αδείας € 540,48]. Με την ίδια ΣΣΝΕ, το ωρομίσθιο του αρχιθαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των € 9,18 και με τις προσαυξήσεις 25% και 50%, σε €11,48 και σε €13,77, αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε τρεις χιλιάδες εκατόν δεκαπέντε ευρώ και οκτώ λεπτά (3.115,08 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού μισθού του ενάγοντος που συμφωνήθηκε για τις ανωτέρω τρεις πρώτες έγγραφες συμβάσεις εργασίας. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο ανωτέρω Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, το οποίο διέθετε 110 καμπίνες με συνολικά 386 κρεβάτια, σαλόνια, μπαρ, ένα εστιατόριο επιβατών και 670 καθίσματα αεροπορικού τύπου, στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων, απασχολούταν προσωπικό που αριθμούσε δεκαέξι (16) θαλαμηπόλους, έξι (6) επίκουρους θαλαμηπόλου, πέντε (5) τραπεζοκόμους, έναν (1) Αρχιθαλαμηπόλο και έναν (1) Προϊ­στάμενο Αρχιθαλαμηπόλο. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι. Τα γενικά καθήκοντα των αρχιθαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις του άρθρου 114 του οποίου «Οι Αρχιθαλαμηπόλοι είναι ο υπαξιωματικοί υπόλογοι επί της υπηρεσίας επιβατών της θέσεως ης προΐστανται και του κατωτέρου προσωπικού αυτής. Τελούσι υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιθαλαμηπόλου προϊσταμένου εν τη ενασκήσει των καθηκόντων των.», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 115, υπό τον τίτλο «Ειδικά καθήκοντα» προβλέπεται  «Ειδικώτερον οι Αρχιθαλαμηπόλοι: α) ευθύνονται διά την απόλυτον καθαριότητα, καλήν συντήρησιν και ευπρέπειαν των κοιτωνίσκων, εστιατορίων, καπνιστηρίων, αναγνωστηρίων και λοιπών αιθουσών, λουτήρων, αποχωρητηρίων και πάντων εν γένει των διαμερισμάτων των προοριζομένων προς χρήσιν των επιβατών και διά την απόλυτον καθαριότητα, καλήν συντήρησιν και ασφαλή φύλαξιν των εν αυτοίς επίπλων, σκευών και ειδών επιτραπεζίων, κατακλίσεως, πλύσεως και πάντων των αναλωσίμων και μη αναλωσίμων υλικών θέσεων, τα οποία διαχειρίζονται υπευθύνως, τηρούντες προς τούτο ειδικόν βιβλίον απογραφής. β) ευθύνονται όπως ευρίσκωνται εις τας θέσεις των καθαρά και εν καλή καταστάσει τα κινητά είδη, θαλαμίσκων (καράφαι, προσόψια, ποτήρια κ.λ.π.) να υπάρχουν άπαντα τα προβλεπόμενα είδη και εν αρίστη καταστάσει και λειτουργία (ανεμιστήρες, σωσσίβιοι ζώναι, πινακίδες με οδηγίας χρήσεως αυτών). γ) παρακολουθούσι την καλήν λειτουργίαν των μέσων ψυχαγωγίας. δ) ευθύνονται διά την απόλυτον καθαριότητα, ευπρεπή εν γένει εμφάνισιν και ευγενή συμπεριφοράν του προσωπικού θέσεων και μεριμνώσιν όπως τούτο φέρη ένδον διαρκώς και ευπρεπώς την εκάστοτε κατά τας περιστάσεις οριζομένην στολήν. ε) υποδέχονται προσηνώς τους προσερχόμενους επιβάτας, παραλαμβάνουσι και ελέγχουσι τα εισιτήρια, αυτών, επιστρέφουσιν εις αυτούς τα σχετικά αποκόμματα, πληροφορούντα παρ` αυτών, εφ` όσον πρόκειται περί εισιτηρίου άνευ τροφής, εάν θα λάβωσι μέρος εις το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον ή δείπνον και τακτοποιούσιν είτα τούτους εις τας θέσεις και κοιτωνίσκους τας εν τοις εισιτηρίοις σημειουμένας. στ) συντάσσουν έκαστος κατάλογον εις τριπλούν των επιβατών της ης προϊσταται θέσεως επί τη βάσει των εισιτηρίων, διαβατηρίων και δηλώσεως αυτών εμφαίνοντα το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα, τον τόπον της κατοικίας και την διεύθυνσιν αυτής, τους λιμένας επιβιβάσεως και αποβιβάσεως, τα στοιχεία του εισιτηρίου και παν άλλο χρήσιμον στοιχείον δι` έκαστον επιβάτην. ζ) καταβάλλουσιν ιδιαιτέραν μέριμναν όπως παρέχεται αδιαλείπως εις τους επιβάτας πάσα δυνατή περιποίησις και άνεσις μετά προθυμίας και ταχύτητος και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας και επιλαμβάνονται εις πρώτον βαθμόν της θεραπείας των παραπόνων αυτών. η) διευθύνουσι και επιπτεύουσι την εργασίαν των τραπεζοκόμων κατά την διάρκειαν του πρωϊνού ροφήματος, προγεύματος, γεύματος, δείπνου των επιβατών και εφορεύουσι διά την πρόθυμον εξυπηρέτησιν αυτών, συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. θ) μεριμνώσι διά την ευταξίαν εις τας αιθούσας και τα διαμερίσματα εν γένει  τα προοριζόμενα διά τους επιβάτας και διά την άκραν ησυχίαν εις αυτά κατά την νύκτα. ι) απαγορεύουσι την διείσδυσιν και κυκλοφορίαν εις τους διαδρόμους, κοιτωνίσκους και διαμερίσματα εν γένει της ης προϊσταται έκαστος θέσεως, εις επιβάτας άλλων θέσεων ως και εις διερμηνείς, λεμβούχους, μικροπωλητάς, αχθοφόρους κ.λ.π. ια) απαγορεύουσι την διανομήν εις τα διαμερίσματα εν γένει οιουδήποτε προσώπου ως επιβάτου μη εφωδιασμένου διά κανονικού εισιτηρίου έστω και άνευ ενδιαιτήματος κατακλίσεως, εκτός εάν διαταχθώσι παρά του Πλοιάρχου. ιβ) μεριμνώσι διά την εκ μέρους των επιβατών τήρησιν των απαγορευτικών περί τυχηρών παιγνίων διατάξεων και των διατάξεων εν γένει και διαταγών των αρμοδίων αρχών, του Πλοιάρχου και του Υπάρχου, των αφορωσών, την εν τω πλοίω καθαριότητα, ευταξίαν και αστυνομίαν και ασφάλειαν και αναφέρουσιν αμέσως περί πάσης παραβάσεως αυτών εις τον Υπαρχον. ιγ) ενεργούσιν ανελλιπώς επιθεωρήσεως εις άπαντα τα υπό την δικαιοδοσίαν των διαμερισμάτων και εφορεύουσιν, όπως προλαμβάνηται πάσα εκ μέρους των επιβατών φθορά επίπλων, σκευών και ειδών γενικώς του πλοίου και ιδία όπως μη απορρίπτωνται πυρεία και σιγαρέττα εκτός των τεφροδοχείων προς πρόσληψιν πυρκαϊάς. ιδ) εν περιπτώσει ασθενείας, δυστυχήματος ή εξαφανίσεως επιβάτου, ειδοποιούσιν αμελλητί τον `Υπαρχον και τον ιατρόν του πλοίου. ιε) μεριμνώσι διά την κατά τας κεκανονισμένας ώρας εστιάσεως ειδοποίησιν των επιβατών. ιστ) μεριμνώσι διά την κατά την επιβίβασιν των επιβατών παραλαβήν, μεταφοράν και τοποθέτησιν των αποσκευών των εις την κεκανονισμένην θέσιν διά την ασφαλή φύλαξίν των διαρκούντος του ταξειδίου και διά την εκ της θέσεως εις το κατάστρωμα μεταφοράν των κατά την αποβίβασιν αυτών. ιζ) τηρούσι τους λογαριασμούς καταναλώσεως δι`έκαστον επιβάτην και ενεργούσιν επί τη βάσει τούτων τας εισπράξεις κατά την αποβίβασιν και αναχώρησίν του, χορηγούντες αυτώ πλήρες αντίγραφον του λογαριασμού του μετά της ρήτρας “εξωφλήθη”. ιη) οφείλουσι μετά την αποβίβασιν των επιβατών να επιθεωρώσιν έκαστος αυτοπροσώπως τα διαμερίσματα και κοιτωνίσκους, της ης προϊστανται έκαστος θέσεως, εάν δε εύρωσιν αποσκευάς ή είδος τι εγκαταληφθέν παρ` επιβάτου να παραδίδωσι τούτο εις τον `Υπαρχον, επί αποδείξει, αφού προηγουμένως επικολλήσωσι επ` αυτού πινακίδα αναγράφουσαν το όνομα του πλοίου, την γραμμήν ην τούτο εξετέλει, τον αριθμόν του κοιτωνίσκου ή το διαμέρισμα εν ω τούτο ευρέθη, τα στοιχεία ταυτότητος του επιβάτου και τον λιμένα αποβιβάσεως αυτού, εφ` όσον εξακριβωθή ότι το εγκαταληφθέν ανήκε πράγματι εις τούτον και καταχωρίζει ταύτα εις ειδικόν βιβλίον  τηρούμενον υπό του Αρχιθαλαμηπόλου προϊσταμένου.». Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ ΝΣ, ήταν τακτικώς δρομολογημένο στην τακτική δρομολογιακή γραμμή Πειραιάς – Μυτιλήνη – Χίος και δυνάμει συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, είχε αναλάβει επιπλέον την εξυπηρέτηση και των δρομολογιακών γραμμών Χίος – Ψαρά με επιστροφή και Χίος – Οινούσσες με επιστροφή, σε εκτέλεση των οποίων: [Α] κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 14.2.2019, από 26.4.2019 έως 12.6.2019, από 11.10.2019 έως 24.1.2020 και από 2.3.2020 έως 3.4.2020: Κάθε Δευτέρα ώρα 06.30 κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά, από όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 20.00 για Χίο όπου κατέπλεε ώρα 04.15 την Τρίτη, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 04.45 για Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ.21.00 – αναχ. 21.30),  Οινούσσες (αφ. 22.00-αναχ. 22.10), κατέπλεε δε ώρα 00.10 της Τετάρτης στο λιμάνι των Ψαρών απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 00.20 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 και απέπλεε ώρα 20.00 την ίδια ημέρα για Χίο, όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της Πέμπτης και απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 04.45 για Μυτιλήνη (αφ. 07.45- αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής, αναχωρούσε δε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 20.00 για Ψαρά, όπου κατέπλεε ώρα 02.40 της επομένης ημέρας του Σαββάτου και απέπλεε ώρα 02.50 της ίδιας ημέρας για Οινούσσες (αφ. 04.45- αναχ. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 08.50) απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή και ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αν. 22.30), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της ημέρας Δευτέρας. Την Παρασκευή. 11.1.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ωc εξής: Πειραιάς (αν. 20.00) – Σύρος (οο.25-οο.40)- Ψαρά (ο4.45 – 04.55) – Οινούσσες (06.55-07.00) Χίος (07:40 -08:20) –  Μυτιλήνη (αφ. 11:15 του Σαββάτου 12.1.2019. Την Κυριακή του Πάσχα 28.4.2019 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο, αλλά με την άφιξη του στο λιμάνι της Μυτιλήνης παρέμεινε σε αυτό απ’ όπου απέπλευσε την επομένη ημέρα Δευτέρα του Πάσχα 29.4.2019 ώρα 10.00 για Χίο (αφ. 13.00 – αν. 13.30), Πειραιά (αφ. 21.15 – αν. 23.30), Χίο (αφ. 07.15 της Τρίτης 30.4.2019 – αν. 07.45), Μυτιλήνη (αφ. 10.45). Την Τετάρτη 1.5.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 23.59), Χίος (αφ. 07.45 της Πέμπτης 2.5.2019 αν. 08.15), Μυτιλήνη (αφ. 11.15) και ακολούθως αναχώρηση ώρα 19.00. Τις ημέρες Σαββάτου της 16.10.2019. 2.112019, 9.11.2019 και 16.11.2019, το πλοίο αναχώρησε εκτάκτως από Μυτιλήνη ώρα 13:00 για Καβάλα (21:15 – 07:00) – Λήμνο (11:00 – 11:20)-Λέσβο (16:15-19:00) – Χίο (22:00 – 22:30) – Πειραιά (06:30), Την Κυριακή 22.12.2019 δεν εκτελέσθηκε το δρομολόγιο από Μυτιλήνη, αλλά το πλοίο αναχώρησε την επομένη ημέρα Δευτέρα, 23.12.2019. από Μυτιλήνη (αν. 06.00) για  Χίο (αφ. 09.00 – αναχ.09.30), Οινούσσες (αφ. 10.00- αναχ.10.10), Ψαρά (αφ. 12.10 – αναχ.12.20), Πειραιά (αφ. 18.55 – αναχ. 22.00), Χίο (06.15 της Τρίτης 24.12.2019 – αν. 06 45), Μυτιλήνη (αφ. 09.45) απ’ όπου αναχώρησε την Πέμπτη, 26.12.2019 ώρα 19.00. Το Σάββατο 28.12.2019, εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 19.00), Χίος (αφ.22.00 – αναχ. 22.30), Οινούσσες (αφ. 23.00 αν. 23.10), Ψαρά (αφ. 01.10 της Κυριακής 29.12.2019 -αν. 01.20), Πειραιάς (αφ. 07.55). Την Δευτέρα, 30.12.2019, δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο και το πλοίο παρέμεινε στον Πειραιά. Την Τρίτη, 31.12.2019. εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 20.00), Χίος (αφ. 04.15 της Τετάρτης 01/01/2020 – αν. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45) και ακολούθως αναχώρησε την Παρασκευή, 03/01/2020 (αν. 10.00) για Χίο (αφ. 13.00 αν. 13.30), Πειραιά (αφ. 21.30 – αν. 23.59), Ψαρά (αφ. 06.40 του Σαββάτου 04.01.2020 – αν.06.50), Οινούσσες (αφ. 08.45 – αν. 08.55), Χίο (αφ. 09.25 – αν. 09.55), Μυτιλήνη (αφ. 12.50 – αν. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αν. 22.30), Πειραιάς (αφ.06.30 της Κυριακής 05.01.2020). Τη Δευτέρα 6.1.2020 δεν εκτελέσθηκε το δρομολόγιο από Πειραιά και το πλοίο επανέλαβε κανονικά τα ανωτέρω δρομολόγιά του από την Τετάρτη 08.01.2020. Την Τρίτη, 17.03.2020, εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 09.00), Χίος (αφ. 17.15 – αν. 17.45), Μυτιλήνη (αφ. 20.45 – αν. 22.30), Χίος (αφ. 01.30 της Τετάρτης 18.03.2020 – αν. 02.00), Οινούσσες (αφ. 02.30 – αν. 02.40), Ψαρά (αφ. 04.40 – αν. 04.50), Πειραιάς (αφ. 11.25 – αναχ. 20.00) προς εκτέλεση του τακτικού δρομολογίου, και [Β] κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2019 έως 4.9.2019: Κάθε Δευτέρα κατέπλεε στο λιμάνι των Ψαρών ώρα 00.10, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.20 της ίδιας ημέρας για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 20.00 για Χίο, όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Τρίτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 04.45 για Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ.21.00  – αναχ. 21.30),  Οινούσσες (αφ. 22.00-αναχ. 22.10), κατέπλεε δε ώρα 00.10 της Τετάρτης στο λιμάνι των Ψαρών, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 00.20 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55, απ’ όπου απέπλεε ώρα 20.00 την ίδια ημέρα για Ψαρρά όπου κατέπλεε ώρα 02.40 της Πέμπτης  απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 02.50 για Οινούσσες (αφ. 04.45- αναχ. 04.55), Χίο (αφ. 05.25-αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 08.50 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 05.45 της επομένης ημέρας Παρασκευής, αναχωρούσε δε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 08.00 για Χίο (αφ. 15.55 – αναχ. 16.25), Μυτιλήνη (αφ. 19.20 – αναχ. 21.00), Χίο (αφ. 23.55) απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου ώρα 00.25 της επομένης ημέρας Σαββάτου για Πειραιά (αφ. 08.25 – αναχ. 11.00), Ψαρά (αφ. 17.40- αναχ. 17.50), Οινούσσες (αφ. 19.45- αναχ. 19.55), Χίο (αφ. 20.25-αναχ. 20.55), Μυτιλήνη (αφ.23.50), απ’ όπου απέπλεε ώρα 18.00 της επομένης ημέρας Κυριακή για Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες  (αφ. 22.00) απ’ όπου απέπλεε ώρα  22.10 της ίδιας ημέρας για Ψαρά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Δευτέρα και ώρα 00.10. Τη Δευτέρα, 17.6.2019, εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Μυτιλήνη (αν. 10.00) – Χίος (αφ. 13.00 – αν. 13.30), Οινούσσες (αφ. 14.00 αν. 14.10), Ψαρά (αφ. 16.05 αν. 16.15), Πειραιάς (αφ. 22.05 – αν. 23.59), Χίος (αφ. 07.45 της Τρίτης 18.06.2019 – αν. 08.15) Μυτιλήνη (αφ. 11.15) και ακολούθως αναχώρησε ώρα 18:00 οπότε και συνέχισε το δρομολόγιο σύμφωνα με το ως άνω πρόγραμμα. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, σε εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της ειδικότητάς του, εργαζόταν κατά μέσο όρο ημερησίως επί δεκαπέντε [15] ώρες, απασχολούμενος με τον έλεγχο της καθαριότητας των ξενοδοχειακών τμημάτων του πλοίου, την επίβλεψη των θαλαμηπόλων και των επικούρων κατά την εκτέλεση της εργασίας που αυτός τους ανέθετε, την επίβλεψη της λειτουργίας του εστιατορίου του πλοίου και την υποδοχή των επιβατών σε κάθε λιμάνι. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, σπάνια δε και κατ’ εξαίρεση σε περιόδους αυξημένης κίνησης επιβατών ή κακοκαιρίας ή όταν το πλοίο πραγματοποιούσε εξπρές δρομολόγια και ιδίως τους θερινούς μήνες του έτους 2019, απασχολήθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου, όχι παραπάνω από μια ώρα, υπερωριακή εργασία για την οποία έχει πλήρως εξοφληθεί. Κατ’ εκτίμηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών, οι διάδικοι συμφωνούν στο ότι ο ενάγων κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ξεκινούσε την εργασία του προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά και απασχολείτο με την εποπτεία της αποβίβασης των επιβατών και των γενικών εργασιών καθαριότητας, οι οποίες εκτελούντο στο πλοίο από τους θαλαμηπόλους και επικούρους. Εν τούτοις, διαφωνούν ως προς το χρόνο έναρξης της εργασίας αυτού, με τον ενάγοντα να υποστηρίζει ότι ξεκινούσε μία ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι και την εναγομένη να υποστηρίζει ότι ξεκινούσε μισή ώρα προ αυτής. Οι διάδικοι διαφωνούν και ως προς τις ώρες απασχόλησης του ενάγοντος με τα καθήκοντά του, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά απασχολούμενος με τις εργασίες αποβίβασης και ακολούθως με την επίβλεψη των εργασιών καθαριότητας του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου τις ανωτέρω ημέρες, με τον ενάγοντα να υποστηρίζει ότι απασχολείτο έως ώρας 12.00 και την εναγομένη να υποστηρίζει ότι η συνολική χρονική διάρκεια της ανωτέρω απασχόλησής του (επίβλεψη αποβίβασης και καθαριότητας) διαρκούσε μόλις τρεις ώρες. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τις ίδιες ημέρες, αφού αναπαύονταν μετά το πέρας της πρωινής του απασχόλησης, ξεκινούσε εκ νέου την εργασία του περί ώρα 15.00, με τον έλεγχο της καθαριότητας του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, ακολούθως δε εργαζόταν στην υποδοχή των επιβατών και τέλος, έως ώρας 23.00, οπότε ολοκληρωνόταν οι εργασίες καθαριότητας του εστιατορίου, στην επίβλεψη της λειτουργίας αυτού. Η εναγομένη υποστηρίζει ότι ο ενάγων τις ως άνω ημέρες, μετά την ανάπαυσή του από την πρωινή εργασία, ξεκινούσε την εργασία του δύο ώρες προ της αναχωρήσεως του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά, οπότε επέβλεπε την επιβίβαση των επιβατών στην υποδοχή και ακολούθως επέβλεπε τη λειτουργία του εστιατορίου τις ημέρες Δευτέρα και Παρασκευή έως ώρας 23.00 το αργότερο και την ημέρα Τετάρτη έως ώρας 22.00. Ειδικώς για την ημέρα Τετάρτη, κατά την οποία το πλοίο, προ του κατάπλου του στο λιμάνι του Πειραιά (ώρα 06.55), προσέγγιζε ώρα 00.10 το λιμάνι των Ψαρών, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.20 για Πειραιά, ο ενάγων υποστηρίζει ότι επιπλέον των εργασιών που εκτελούσε την εν λόγω ημέρα (οι οποίες ήταν αυτές που εκτελούσε και κατά τις ημέρες Δευτέρας και Παρασκευής), μετείχε και στην υποδοχή των επιβατών στο εν λόγω ενδιάμεσο λιμάνι, γεγονός που αρνείται η εναγομένη. Τις ημέρες Τρίτη και Πέμπτη, οπότε το εν λόγω πλοίο (έχοντας αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά την προηγουμένη ημέρα και ώρα 20.00) προσέγγιζε το λιμάνι της νήσου Χίου (αφ. 04.15 – αναχ. 04.45) και κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 07.45, ακολούθως δε απέπλεε από το λιμάνι της Μυτιλήνης την μεν ημέρα Τρίτη ώρα 18.00 και με ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης το λιμάνι της Χίου και των Οινουσών, την ημέρα Τετάρτη {αφού προσέγγιζε και το λιμάνι των Ψαρών (αφ.00.10 – αν. 00.20)} κατέπλεε ώρα 06.55 στο λιμάνι του Πειραιά, τη δε ημέρα Πέμπτη, με ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης τη νήσο Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), κατέπλεε την επομένη ημέρα Παρασκευή ώρα 06.00 στο λιμάνι του Πειραιά, ο ενάγων υποστηρίζει ότι εργαζόταν στην υποδοχή των επιβιβαζομένων σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης, ξεκινώντας την εργασία του τριάντα (30) λεπτά προ του κατάπλου του πλοίου στους εν λόγω λιμένες έως και τον απόπλου αυτού από τα εν λόγω ενδιάμεσα λιμάνια προσέγγιση, ακολούθως δε μία ώρα προ της αφίξεως αυτού (ώρα 07.45) στο λιμάνι της Μυτιλήνης, ξεκινούσε εκ νέου την εργασία του και εκτελούσε υπηρεσία έως ώρας 13.00, απασχολούμενος αρχικώς στην αποβίβαση των επιβατών και ακολούθως στην επίβλεψη των εργασιών καθαριότητος του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου. Ακολούθως, αφού αναπαύονταν, αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία ώρα 14.30, απασχολούμενος αρχικώς στον έλεγχο της καθαριότητας του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου, κατόπιν δε, έως ώρας 24.00 ήτοι έως της ολοκληρώσεως των εργασιών καθαριότητας του εστιατορίου, απασχολούμενος με την επίβλεψη της λειτουργίας αυτού. Η εναγομένη ουσιαστικά αρνείται ότι ο ενάγων εργαζόταν στην υποδοχή των επιβαινόντων  από το λιμάνι της Χίου, ισχυριζόμενη ότι, μετά το πέρας της εργασίας επίβλεψης της λειτουργίας του εστιατορίου το προηγούμενο βράδυ, τις εν λόγω ημέρες, ξεκινούσε την εργασία του μισή ώρα προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης και απασχολείτο συνολικά τρεις ώρες εποπτεύοντας την αποβίβαση των επιβατών και ακολούθως τις εργασίες καθαριότητας του πλοίου που εκτελούσαν οι θαλαμηπόλοι και οι επίκουροι. Η ίδια υποστηρίζει ότι ακολούθως ο ενάγων αναπαύονταν και αναλάμβανε εργασία δύο περίπου ώρες προ του απόπλου του πλοίου από το ανωτέρω λιμάνι της Μυτιλήνης, απασχολούμενος κατ’ αρχήν στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους και ακολούθως έως ώρας 22.00, επέβλεπε τη λειτουργία του εστιατορίου. Την ημέρα Σαββάτου, οπότε το πλοίο μετά τον απόπλου από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00 της ημέρας Παρασκευής, με ενδιάμεσα λιμάνια προσεγγίσεως το λιμάνι των Ψαρών, των Οινουσσών και της Χίου, κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 08.50, όπου και διανυκτέρευε, απέπλεε δε από το εν λόγω λιμάνι ώρα 19.00 της επομένης ημέρας Κυριακής, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, απασχολείτο επιβλέποντας την επιβίβαση σε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια έως της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης, ξεκινώντας την εργασία του μισή ώρα προ του κατάπλου σε αυτά έως του απόπλου, εργασία την οποία η εναγομένη αρνείται και περαιτέρω ότι την ίδια ημέρα Σαββάτου ξεκινούσε εκ νέου την εργασία του μία ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης, απασχολούμενος στην αποβίβαση των επιβατών και ακολούθως μετείχε σε εργασίες γενικής καθαριότητας και απολύμανσης του πλοίου. Επιπλέον, από ώρας 14.30 της ημέρας Κυριακής, ξεκινούσε την εργασία του ελέγχοντας την καθαριότητα του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου και έως ώρας 24.00, απασχολείτο με την επίβλεψη της λειτουργίας του εστιατορίου, αναφέροντας ότι, τις εν λόγω ημέρες, το εστιατόριο παρέμενε ανοιχτό έως ώρας 23.00, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους επιβιβαζομένους από το λιμάνι της Χίου. Η εναγομένη, ουδέν αναφέρει για εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας στο πλοίο, τις οποίες προφανώς αρνείται, ισχυριζόμενη ότι, ο ενάγων μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης την ημέρα Σαββάτου, αναπαύονταν, απασχολείτο δε εκ νέου με τα καθήκοντά του δύο ώρες προ της αναχωρήσεως του πλοίου την ημέρα της Κυριακής από το λιμάνι της Μυτιλήνης όπου διανυκτέρευε, κατά την επιβίβαση των επιβατών στην υποδοχή και με την αναχώρηση του πλοίου, επέβλεπε τη λειτουργία του εστιατορίου έως ώρας 22.00. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας που αφορούν τον ενάγοντα, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη του κατέβαλε για έκαστο μήνα πλήρους απασχόλησής του, το ποσό των ευρώ 616,73 έως τον μήνα Νοέμβριο 2019 και έκτοτε το ποσό των ευρώ 629,07 για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και αμοιβή για τέσσερις ώρες υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, αναλογία δε αυτών (ποσών και ωρών, αντίστοιχα) κατά τους μήνες κατά τους οποίους εργάσθηκε χρονικό διάστημα μικρότερο του μηνός. Επιπλέον, οι μάρτυρες του ενάγοντος ……….. και …………, οι οποίοι εργάσθηκαν στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ο πρώτος και του θαλαμηπόλου Α ο δεύτερος, κατά το χρονικό διάστημα από το θέρος του έτους 2016 έως το τέλος του μηνός Αυγούστου 2019 ο πρώτος και κατά τα χρονικά διαστήματα από μηνός Φεβρουαρίου 2019 έως μηνός Ιουλίου 2019, από μηνός Ιουνίου 2020 έως μηνός Νοεμβρίου 2020 και από μηνός Ιανουαρίου 2021 έως μηνός Αυγούστου 2021 ο δεύτερος, έχοντας εγείρει και αυτοί αγωγή σε βάρος της εναγομένης (για τον πρώτο εκ των οποίων έχει εκδοθεί ήδη η με αριθμό 569/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου), προσεπιβεβαιώνουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, καταθέτοντας, ως προς τις αμφισβητούμενες εν προκειμένω συνθήκες εργασίας αυτού, ότι (α) προ της  επιβιβάσεως των επιβατών στο πλοίο, ο ενάγων ήλεγχε όλους τους χώρους και τις καμπίνες προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ήταν τακτοποιημένοι, (β) επέβλεπε την εργασία των θαλαμηπόλων και επικούρων στο εστιατόριο του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας αυτού έως πέρατος και των εργασιών καθαριότητας, μετά τη λήξη της λειτουργίας του, (γ) μετείχε στον έλεγχο της επιβίβασης και αποβίβασης των επιβατών του πλοίου, απασχολούμενος επί τρίωρο προ της αναχώρησης του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά και της Μυτιλήνης και κατά την αποβίβαση στους ίδιους λιμένες ξεκινώντας την εργασία του μία ώρα προ της αφίξεως του πλοίου, επιμελούμενος την αφύπνιση και την έγκαιρη αποχώρηση των επιβατών από τις καμπίνες, την παράδοση των αποσκευών και την ομαλή αποβίβασή τους, (δ) μετείχε στην επίβλεψη της επιβίβασης των επιβατών σε όλους τους λιμένες προσέγγισης και προς τούτο ξεκινούσε την εργασία του μισή ώρα προ της προσέγγισης του πλοίου στα εν λόγω λιμάνια, εργαζόταν δε έως τον απόπλου του πλοίου από αυτά, (ε) κάθε Σάββατο, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης έως ώρας 17.00 οι θαλαμηπόλοι και οι επίκουροι πραγματοποιούσαν εργασίες γενικής καθαριότητας και απολύμανσης σε όλους του εσωτερικούς χώρους, τους οποίους επέβλεπε ο ενάγων καθόλη τη διάρκεια και ακολούθως, με το πέρας αυτών, ο ενάγων επιθεωρούσε όλους τους χώρους και φρόντιζε για την κατανομή του προσωπικού και την τήρηση φυλακών ασφάλειας, (στ) εργασίες καθαριότητας επί τετράωρο πραγματοποιούντο και το πρωί της Κυριακής, οπότε το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι της Μυτιλήνης έως το απόγευμα της ίδιας ημέρας και (ζ) κατά το ταξίδι της επιστροφής στον Πειραιά, η λειτουργία του εστιατορίου παρατείνονταν για τους επιβαζόμενους από τα νησιά Χίου και Οινουσσών, με αποτέλεσμα οι εργασίες καθαριότητας του εστιατορίου να ολοκληρώνονται περί ώρα 01.00 μετά τα μεσάνυχτα. Οι μάρτυρες της εναγομένης ………….. και …………., οι οποίοι, κατά τη δόση των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων, βεβαιώνουν ότι εργάζονται για λογαριασμό της εναγομένης και οι οποίοι εργάσθηκαν στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου από τον μήνα Αύγουστο 2019 έως τον μήνα Μάρτιο 2020 ο πρώτος και από 27.3.2019 έως 7.8.2019 ο δεύτερος, προσεπιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς της εναγομένης καταθέτοντας ότι (α) ο ενάγων κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ξεκινούσε την εργασία του μισή ώρα προ της αφίξεως του ανωτέρω πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά και αφού ήλεγχε περί τη μία ώρα την αποβίβαση των επιβατών, επί δίωρο ακολούθως ασχολείτο με τη γενική καθαριότητα του πλοίου, ξεκινούσε δε την εργασία του εκ νέου δύο ώρες προ της αναχωρήσεως του πλοίου από το ίδιο λιμάνι και επέβλεπε την επιβίβαση των επιβατών έως του απόπλου αυτού, οπότε απασχολείτο με την επίβλεψη της λειτουργίας του εστιατορίου του πλοίου έως ώρας 23.00 το αργότερο, ακολούθως δε αναπαύονταν κατά τις νυχτερινές ώρες έως την επομένη ημέρα το πρωί, (β) τις υπόλοιπες ημέρες, το εστιατόριο λειτουργούσε έως ώρας 22.00 και το αργότερο έως ώρας 22.30, (γ) ότι εργαζόταν μόλις οκτώ ώρες ημερησίως και κατ’ εξαίρεση αν υπήρχε φόρτος εργασίας απασχολείτο επί μία ώρα υπερωριακώς και (δ) ακόμη και κατά την περίοδο που εγίνοντο εξπρές δρομολόγια και πάλι δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, μεταξύ των οποίων και των ανωτέρω μαρτυρικών καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες σταθμίζονται ως προς την αξιοπιστία τους, δεδομένου ότι εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία τους, διεκδικούν την ικανοποίηση παρόμοιων αξιώσεων, ως προς τον πρώτο εκ των οποίων μάλιστα έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ασκηθείσας αγωγής του, ως ανωτέρω αναλύεται, η οποία μάλιστα έκρινε ότι οι ώρες εργασίας του ως θαλαμηπόλου στο εν λόγω πλοίο, κατά μέσο όρο όλες τις ημέρες της εβδομάδας, ανήλθαν σε δέκα (10), ενώ οι υπέρ της εναγομένης καταθέσαντες μάρτυρες εξακολουθούν να απασχολούνται στην εναγομένη, όπως οι ίδιοι κατέθεσαν στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις και να μισθοδοτούνται από αυτήν, κρίνεται ότι, ο ενάγων, μοναδικός Αρχιθαλαμηπόλος, πλην του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου, είχε αναλάβει (α) τον έλεγχο τήρησης της καθαριότητας, ευπρέπειας και συντήρησης όλων των χώρων που προορίζονταν για χρήση από τους επιβάτες, προς τούτο δε επέβλεπε το προσωπικό των θαλαμηπόλων και επικούρων οι οποίοι απασχολούντο στο ξενοδοχειακό τμήμα του πλοίου, στο οποίο (προσωπικό) κατένειμε την εργασία ομού με του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου, ήλεγχε δε την υπ΄ αυτών καλή εκτέλεση των εργασιών που τους ανέθετε, (β) την επίβλεψη της υποδοχής των επιβατών σε κάθε λιμάνι, την καταγραφή και κατανομή τους, ανάλογα με το εισιτήριο επιβιβάσεως εκάστου, την παραλαβή και φύλαξη των αποσκευών τους, καθώς επίσης και την τήρηση της τάξης και ησυχίας στα διαμερίσματα των επιβατών και (γ) την επίβλεψη της καλής λειτουργίας του εστιατορίου των επιβατών και της εξυπηρέτησής τους, κατά τη διάρκεια των γευμάτων, έως πέρατος της λειτουργίας αυτού και των εργασιών καθαριότητός του μετά το πέρας λειτουργίας του. Προς εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, μία ώρα προ της αφίξεως του πλοίου είτε στο λιμάνι του Πειραιά είτε στο λιμάνι της Μυτιλήνης και αφού ήλεγχε, ενόψει της αποβίβασης των επιβατών, την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων και την ετοιμότητα των μελών του πληρώματος των οποίων είχε την επιστασία, επέβλεπε την αποβίβαση των επιβατών και ακολούθως επέβλεπε και ήλεγχε την καλή εκτέλεση των εργασιών καθαριότητος των κοινόχρηστων μερών του πλοίου που προορίζονταν για τους επιβάτες αλλά και των καμπινών υπό των θαλαμηπόλων και επικούρων, εργασίες (καθαριότητας) οι οποίες διαρκούσαν τουλάχιστον τρεις ώρες μετά την αποβίβαση των επιβατών. Επιπλέον, προ του απόπλου του πλοίου, αφού ήλεγχε την ευταξία των καμπινών και των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου των προορισμένων για τους επιβάτες, εργασία που διαρκούσε τουλάχιστον μία ώρα ακολούθως, επί δίωρο παρίστατο στην επιβίβαση των επιβατών στο λιμάνι αναχώρησης και με την ολοκλήρωση της επιβίβασης και την αναχώρηση του πλοίου, επέβλεπε τη λειτουργία του εστιατορίου του πλοίου έως της λήξεως της λειτουργίας του και το πέρας των εργασιών καθαριότητας αυτού έως ώρας 23.00 κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και έως ώρας 24.00 κατά τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή, διότι, όπως κατέθεσαν οι υπ’ αυτού εξετασθέντες μάρτυρες, κατάθεση η οποία κρίνεται πειστική, ενοψει του ότι τις τελευταίες αυτές ημέρες (Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή) το εστιατόριο παρέμενε ανοιχτό προς εξυπηρέτηση των επιβιβαζομένων περί ώρα 22.00 από το λιμάνι της Χίου και των Οινουσσών κατά περίπτωση, μία ώρα επιπλέον σε σχέση με τις υπόλοιπες ημέρες, ήτοι έως ώρας 23.00. Επιπλέον, ο ενάγων ομού μετά του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου κατήρτιζε το πρόγραμμα εργασίας των Θαλαμηπόλων και Επικούρων, ενώ παράλληλα παρίστατο κατά την επιβίβαση των επιβατών από τα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου (Χίου, Ψαρών και Οινουσσών). Στην κρίση του αυτή, ως προς την απασχόληση του ενάγοντος κατά την επιβίβαση και αποβίβαση στους ανωτέρω λιμένες προσέγγισης, το Δικαστήριο κατέληξε, πλην της εκτίμησης των καταθέσεων των υπ’ αυτών εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίοι βεβαίωσαν τούτο, κυρίως εκ του γεγονότος ότι η εν λόγω εργασία ανήκει στην αρμοδιότητα του Αρχιθαλαμηπόλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 115 του ΒΔ 683/1960 κατά τις περιπτώσεις (ε) και (στ) του οποίου «Ειδικώτερον οι Αρχιθαλαμόπολοι: ….. ε) υποδέχονται προσηνώς τους προσερχόμενους επιβάτας, παραλαμβάνουσι και ελέγχουσι τα εισιτήρια, αυτών, επιστρέφουσιν εις αυτούς τα σχετικά αποκόμματα, πληροφορούντα παρ` αυτών, εφ` όσον πρόκειται περί εισιτηρίου άνευ τροφής, εάν θα λάβωσι μέρος εις το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον ή δείπνον και τακτοποιούσιν είτα τούτους εις τας θέσεις και κοιτωνίσκους τας εν τοις εισιτηρίοις σημειουμένας. στ) συντάσσουν έκαστος κατάλογον εις τριπλούν των επιβατών της ης προϊσταται θέσεως επί τη βάσει των εισιτηρίων, διαβατηρίων και δηλώσεως αυτών εμφαίνοντα το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα, τον τόπον της κατοικίας και την διεύθυνσιν αυτής, τους λιμένας επιβιβάσεως και αποβιβάσεως, τα στοιχεία του εισιτηρίου και παν άλλο χρήσιμον στοιχείον δι` έκαστον επιβάτην…», σε συνδυασμό με τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης Προϊσταμένων Αρχιθαλαμηπόλων, οι οποίοι αν και κατέθεσαν εμμέσως ότι ο ενάγων δεν εκτέλεσε την εν λόγω εργασία, αφού ανέφεραν ότι με το πέρας της λειτουργίας του εστιατορίου, ο ενάγων αναλάμβανε εργασία την επομένη ημέρα, προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης, δεν κατέθεσαν ότι είχαν αναλάβει αυτοί ως Προϊστάμενοι Αρχιθαλαμηπόλου την εν λόγω εργασία. Περαιτέρω, ειδικά κατά τις ημέρες του Σαββάτου της χειμερινής περιόδου, οπότε το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 08.50 και παρέμενε σε αυτό έως την επομένη ημέρα, πέραν της υποδοχής των επιβιβαζόμενων από τις νήσους Ψαρών, Οινουσσών και Χίου, ο ενάγων μετείχε στις εργασίες αποβίβασης στο λιμάνι της Μυτιλήνης όπου μάλιστα και διανυκτέρευε, ακολούθως δε επέβλεπε τους θαλαμηπόλους και επικούρους, κατά την εκτέλεση των εργασιών καθαριότητος και απολύμανσης του ξενοδοχειακού μέρους του πλοίου και των καμπινών αυτού, οι οποίες ήταν πλέον εκτεταμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες εργασίες κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας και διαρκούσαν έως αργά το μεσημέρι. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, κρίνεται ότι, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά την 28.5.2019 και 22.12.2019 ημέρες Κυριακής, την 30.12.2019 ημέρα Δευτέρας και την 7.1.2020 ημέρα Τρίτης, διότι τις εν λόγω ημέρες δεν εκτελέσθηκαν δρομολόγια από το εν λόγω πλοίο. Περαιτέρω, όσον αφορά στις υπόλοιπες ημέρες των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, προκύπτει ότι, η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης αυτού δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση εκάστης συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής αλλά και τον όγκο της επιβατικής κινήσεως αυτής ανά λιμένα προσεγγίσεως. Από τη συνεκτίμηση, εν τούτοις, του συνόλου των αποδείξεων, λαμβανομένων δε υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω με λεπτομέρεια αναφερόμενες ακτοπλοϊκές γραμμές και εκτελούσε τα συγκεκριμένα δρομολόγια που προαναφέρθηκαν αναλυτικά, του αριθμού των λιμένων που προσέγγιζε το πλοίο καθ’ εκάστη, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, μεγαλύτερη κατά τη θερινή και τις εορτές), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα αλλά και τις ώρες παραμονής στο λιμάνι, των χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου, όπως ομοίως αναλύθηκαν ανωτέρω, του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος, του αριθμού των θαλαμηπόλων και επικούρων οι οποίοι απασχολούνταν στο εν λόγω πλοίο και τους οποίους επέβλεπε ο ενάγων, της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησης αυτού και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω δρομολογίων του, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών (πλην των ανωτέρω ειδικώς αναφερομένων ημερών που δεν απεδείχθη ότι εκτέλεσε υπερωριακή εργασία) πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε. Μάλιστα, τούτο προσεπιβεβαιώνεται και από την εναγομένη, διότι, στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσης αυτής, πέραν της γενικής αναφοράς περί κατ’ εξαίρεση εκτέλεσης υπερωριακής εργασίας υπό του ενάγοντος, παραδέχεται ότι  «…Και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας που το πλοίο, σύμφωνα με το ανωτέρω δρο­μολόγιο, πραγματοποιούσε πλόες κατά βάση τη νύχτα, τηρείτο το ίδιο περίπου πρό­γραμμα εργασίας. Ο αντίδικος ξεκινούσε την εργασία του και πάλι το πρωί με την άφιξη του πλοίου στη Μυτιλήνη ή στον Πειραιά μεταξύ ώρας 07:30 π.μ. με 09:00 π.μ. και απασχολείτο περί τις τρεις (3) ώρες στην εποπτεία της αποβίβασης των επιβατών και των γενικών καθαριοτήτων που γίνονταν το πλοίο κατά την παραμονή του πλοίου στο λιμάνι της Μυτιλήνης ή του Πειραιά. Έπειτα, αναπαυόταν συνεχόμενα μέχρι το από­γευμα της ίδιας μέρας που αναχωρούσε και πάλι, … Ο εφεσίβλητος αναλάμβανε και πάλι καθήκοντα περί τις 16:00 μ.μ. ή 17:00 μ.μ., δηλαδή δύο (2) ώρες περίπου πριν την αναχώ­ρηση του πλοίου από το λιμάνι της Μυτιλήνης ή του Πειραιά στις 18:00 μ.μ. ή 19:00, οπότε επέβλεπε την επιβίβαση των επιβατών στην υποδοχή. Μετά την αναχώρηση του πλοίου, επέβλεπε τη λειτουργία του εστιατορίου «σελφ σέρβις» έως τις 22:00 μ.μ., οπότε και ολοκλήρωνε τη εργασία του και του παρείχετο συνεχής ανά­παυση..» (σχετ. σελ. 10 και 11 ένδικης έφεσης). Από το εν λόγω απόσπασμα, σε συνδυασμό με τα δρομολόγια του εν λόγω πλοίου, προκύπτει ότι και η εναγομένη ειδικώς όσον αφορά την ημέρα της Τρίτης, καθώς και τις ημέρες Τρίτης της Πέμπτης του χρονικού διαστήματος από 13.6.2019 έως 4.9.2019, οπότε το πλοίο αφού κατέπλεε στο λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 07.45 και 08.50, αντίστοιχα και απέπλεε με προορισμό τον Πειραιά ώρα 18.00, αποδέχεται ότι ο ενάγων εργαζόταν επί τρεις ώρες με την άφιξη αυτού στο λιμάνι της Μυτιλήνης και επιπλέον ξεκινούσε εκ νέου εργασία ώρα 16.00 και εργάζονταν συνεχώς έως ώρας 22.00 στο εστιατόριο, ήτοι αποδέχεται ότι τις εν λόγω ημέρες πραγματοποιούσε μία ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, αλλά επιπλέον και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, πλην των ανωτέρω ειδικώς μνημονευομένων ημερών κατά τις οποίες απεδείχθη ότι λόγω της μη εκτέλεσης δρομολογίων, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά, κατά τις υπόλοιπες ημέρες κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο: (α) κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 14.2.2019, από 26.4.2019 έως 12.6.2019, από 11.10.2019 έως 24.1.2020 και από 2.3.2020 έως 3.4.2020, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τρεις (3) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα, πλην την 1.1.2019, 25.12.2019, 1.1.2020 και 6.1.2020 (ημέρες αργίας), οπότε εργάσθηκε επί οκτώ (8) ώρες, λόγω μη εκτέλεσης δρομολογίων και (β) κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2019 έως 4.9.2019 τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με το πρώτο λόγο της Β έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Α έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο σπάνια και κατ’ εξαίρεση και όχι πλέον της μίας ώρας ημερησίως, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω, ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος, για την υπό του ενάγοντος παρασχεθείσα, κατά τα άνω, υπερωριακή εργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2019 έως 4.9.2019, διότι οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος, ενόψει της αυξημένης κίνησης λόγω του θέρους, δεν ήταν και κατά την κοινή λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του ωραρίου απασχόλησής του. Ο ίδιος, πρώτος λόγος έφεσης της εναγομένης, κρίνεται βάσιμος στην ουσία του όσον αφορά την 28.5.2019 και την 22.12.2019 ημέρες Κυριακής, την 30.12.2019 ημέρα Δευτέρας και την 7.1.2020 ημέρα Τρίτης, διότι πράγματι απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά, λόγω μη εκτέλεσης δρομολογίων από το εν λόγω πλοίο. Επιπλέον, ο ίδιος λόγος κρίνεται εν μέρει βάσιμος στην ουσία του και όσον αφορά στην υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, κατά τις υπόλοιπες ημέρες, εφόσον απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες ημερησίως, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αλλά κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 14.2.2019, από 26.4.2019 έως 12.6.2019, από 11.10.2019 έως 24.1.2020 και από 2.3.2020 έως 3.4.2020, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τρεις (3) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα, επιπλέον δε κατά τις ημέρες αργίας της 1.1.2019, 25.12.2019, 1.1.2020 και 6.1.2020, εργάσθηκε επί οκτώ (8) ώρες. Η ανάγκη παροχής εργασίας, της ανωτέρω αποδειχθείσας πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται εκ του γεγονότος ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση πληρώματος, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη με τον πρώτο εφέσεώς της, εφόσον για την εν λόγω ειδικότητα απασχολείτο μόνον ο ενάγων (πέραν του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου), σε κάθε δε περίπτωση, αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο αλλά και στις αποδείξεις μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν διαμαρτύρονταν για την μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής κατά τη διάρκεια της εργασίας του και δεν διετύπωνε επιφυλάξεις κατά την είσπραξη της μηνιαίας αμοιβής του, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ανωτέρω ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2019 έως 4.9.2019, επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων για την εργασία του ενάγοντος και πρέπει οι προαναφερθέντες λόγοι των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Έσφαλε, εν τούτοις και κατά τούτο κρίνεται εν μέρει βάσιμος ο πρώτος λόγος έφεσης της εναγομένης καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες (α) την 28.5.2019 και την 22.12.2019 ημέρες Κυριακή, την 30.12.2019 ημέρα Δευτέρα και την 7.1.2020 ημέρα Τρίτη, οπότε κατά τα άνω αποδείχθηκε ότι αυτός δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου, λόγω μη εκτέλεσης δρομολογίων από το εν λόγω πλοίο, (β) την 1.1.2019, 25.12.2019, 1.1.2020 και 6.1.2020 (ημέρες αργίας), οπότε κατά άνω αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε επί οκτώ (8) ώρες, ημερησίως και (γ) κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 14.2.2019, από 26.4.2019 έως 12.6.2019, από 11.10.2019 έως 24.1.2020 και από 2.3.2020 έως 3.4.2020 των ενδίκων ναυτολογήσεών του οπότε, όπως απεδείχθη κατά τα άνω, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές αυτός εργάσθηκε επί τρεις (3) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως. Επιπλέον, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων και καθό μέρος απέρριψε την ένδικη αγωγή, έστω και σιωπηρώς, ως αβάσιμη στην ουσία της για τις ημέρες αργίας της 6.1.2019, 26.4.2019, 29.4.2019, 6.6.2019, 15.8.2019, 28.10.2019, 6.12.2019, 26.12.2019, 2.3.2020 και 25.3.2020, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι και τις ημέρες αυτές ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου επί ένδεκα (11) ώρες εκάστη των ανωτέρω ημερών αργίας, πλην της 15.8.2019, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί δώδεκα (12) ώρες. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβή για την υπερωριακή απασχόλησής του: [Α] Στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 14.2.2019 που τυγχάνει επίδικο, το ποσό των ευρώ 2.444,73 και συγκεκριμένα: α) Για 32 ημέρες καθημερινές και 5 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.274,28 (37 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 111 Χ 11,48 που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά καθημερινές και Κυριακές =), (β) για 6 ημέρες Σαββάτου και 1 ημέρα αργίας (6.1.2019 εορτή των Θεοφανείων), το ποσό των 1.060,29 ευρώ (7 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα= 77 ώρες Χ 13,77 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες =), και (γ) για μία ημέρα αργίας (1.1.2019), το ποσό των  ευρώ 110,16 (μία ημέρα αργίες Χ 8 ώρες εργασίας = 8 ώρες Χ 13,77 ευρώ =). [Β] Στα πλαίσια της δεύτερης ένδικης ναυτολόγησής του, κατά το χρονικό διάστημα από 26.4.2019 έως 4.9.2019, το ποσό των ευρώ 8.197,42, και συγκεκριμένα: (Ι) Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 26.4.2019 έως 12.6.2019, το ποσό των ευρώ 2.788,98 και δη (Α’) Για το χρονικό διάστημα από 26.4.2019 έως 30.4.2019, το ποσό των ευρώ 488,85 και δη: α) Για μια ημέρα καθημερινής, το ποσό των ευρώ 34,44 (μία ημέρα  καθημερινής  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 3 Χ 11,48 =) και (β) για μία ημέρα Σαββάτου και δύο ημέρες αργίας (26.4.2019 και 29.4.2019), το ποσό των 454,41 ευρώ (3 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα= 33 ώρες Χ 13,77 ευρώ, =), (Β’) Για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 12.6.2019, το ποσό των ευρώ 2.300,13 και δη: α) Για 30 ημέρες καθημερινές και 6 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.239,84 (36 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 108 Χ 11,48 =), και (β) για 6 ημέρες Σαββάτου και 1 ημέρα αργίας (6.6.2019  ), το ποσό των 1.060,29 ευρώ (7 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα= 77 ώρες Χ 13,77 ευρώ, =). (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 13.6.2019 έως 4.9.2019, το ποσό των ευρώ 5.408,44 και δη: α) Για 59 ημέρες καθημερινές και 12 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 3.260,32 (71 καθημερινές και Κυριακές  Χ 4 ώρες εργασίας του ημερησίως = 284 Χ 11,48 =), και (β) για 12 ημέρες Σαββάτου και 1 ημέρα αργίας (15.8.2019), το ποσό των 2.148,12 ευρώ (13 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες εργασίας του την ημέρα= 156 ώρες Χ 13,77 ευρώ, =). [Γ] Στα πλαίσια της τρίτης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησής του, κατά το χρονικό διάστημα από 11.10.2019 έως 24.1.2020, το ποσό των ευρώ 5.846,58 και συγκεκριμένα: [Ι] Για το χρονικό διάστημα από 11.10.2019 έως 31.12.2019, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 4.586,37 και δη: α) Για 53 ημέρες καθημερινές και 11 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 2.204,16 (64 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 192 Χ 11,48 =), (β) για 12 ημέρες Σαββάτου και 3 ημέρες αργίας (28.10.2019, 6.12.2019 και 26.12.2019), το ποσό των 2.272,05 ευρώ (15 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα= 165 ώρες Χ 13,77 ευρώ =), και (γ) για μία ημέρα αργίας (25.12.2019), το ποσό των  ευρώ 110,16 (μία ημέρα αργίες Χ 8 ώρες εργασίας = 8 ώρες Χ 13,77 ευρώ =), [ΙΙ] Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.260,21 και δη: α) Για 14 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 585,48 (17 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 51 Χ 11,48 =), (β) για 3 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των 454,41 ευρώ (3 Σάββατα Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα= 33 ώρες Χ 13,77 ευρώ =), και (γ) για δύο ημέρες αργίας (1.1.2020 και 6.1.2020), το ποσό των  ευρώ 220,32 (2 ημέρες αργίες Χ 8 ώρες εργασίας = 16 ώρες Χ 13,77 ευρώ =). [Δ] Στα πλαίσια της  τέταρτης ναυτολόγησής του, από 2.3.2020 έως 3.4.2020, το ποσό των ευρώ 1.838,70 και συγκεκριμένα: α) Για 23 ημέρες καθημερινές και 4 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 929,88 (27 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 81 Χ 11,48 =) και (β) για 4 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (2.3.2020 και 25.3.2020), το ποσό των 908,82 ευρώ (6 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα= 66 ώρες Χ 13,77 ευρώ =). Συνολικά, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη, όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (2.444,73 + 8.197,42 + 5.846,58 + 1.838,70 =) 18.327,43. Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 503,61 για αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές και το ποσό των ευρώ 6.898,85 για αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και συνολικά το ποσό των ευρώ (6.898,85 + 503,61=) 7.402,46. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η καταβολή των εν λόγω ποσών συνολικά δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, εν τούτοις, με την εκκαλουμένη απόφαση οι ανωτέρω καταβολές, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του αλλά και η εναγομένη δια των εγγράφων προτάσεών της, καταλογίσθηκαν προφανώς από παραδρομή αντίστροφα και δη το ποσό των ευρώ 503,61 ως καταβολές για την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 6.898,85 ως καταβολές για την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Ενόψει των ανωτέρω, απεδείχθη ότι ο ενάγων, κατόπιν των ανωτέρω καταβολών, για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (18.327,43 μείον 7.402,46=) 10.924,97. Στο (κατά τι υπέρτερο του ανωτέρω και ανερχόμενο συγκεκριμένα σε δώδεκα χιλιάδες τριακόσια τριάντα ευρώ και πενήντα λεπτά [12.330,50 €]) ποσόν που για την αιτία αυτή η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε οφειλόμενο, καταλόγισε, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσας πρωτοδίκως εκ μέρους της εναγομένης ένστασης συμψηφισμού (καταλογισμού), το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτών (3.288,20 €), το οποίο η τελευταία είχε, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, καταβάλει τμηματικά στον ενάγοντα (το ποσό των ευρώ 172,78 τον μήνα Ιανουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 71,45 τον μήνα Φεβρουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 234,87 τον μήνα Απρίλιο 2019, το ποσό των ευρώ 322,25 τον μήνα Μάιο 2019, το ποσό των ευρώ 294,43 τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 473,48 τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 713,94 τον μήνα Αύγουστο 2019, το ποσό των ευρώ 51,89 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 177,20 τον μήνα Οκτώβριο 2019, το ποσό των ευρώ 257,81 τον μήνα Νοέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 258,38 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 157,72 τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 98,47 τον μήνα Μάρτιο 2020 και το ποσό των ευρώ 3,53 τον μήνα Απρίλιο 2020) ως «έκτακτες αμοιβές» του, δεχόμενο ειδικότερα ότι αυτό αντιστοιχούσε σε ποσοστό επί των εκάστοτε εισπράξεων των κυλικείων (μπαρ) και των εστιατορίων του πλοίου, το οποίο καταβάλλονταν από την εναγομένη στον ενάγοντα επιπρόσθετα του μισθού αφού συνήγαγε, από τον πιο κάτω αναφερόμενο συμβατικό όρο, το ερμηνευτικό συμπέρασμα περί του ότι για τον καταλογισμό του εν λόγω χρηματικού ποσού στις αξιώσεις του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, υπήρχε ειδική συμφωνία των διαδίκων. Την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της Β έφεσής του, αιτιώμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Επί του ανωτέρω ισχυρισμού της εναγομένης, ο οποίος έγινε δεκτό σε πρώτο βαθμό, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955, η ατομική σύμβαση εργασίας που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από 1.1.2019, 1.9.2019 και 8.4.2019 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και την τέταρτη των επιδίκων άτυπη σύμβασή του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα αναφέρονται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συναφή βάσιμο πρώτο λόγο της ένδικης Β έφεσης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων, λαμβάνεται υπόψη, ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212, ΜονΕφΠειρ. 430/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης, κατά το σκέλος που πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένο συνυπολογισμό των αποδοχών αδείας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τον προσδιορισμό των επιδίκων δώρων εορτών. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά παραδοχή ως βασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, ο μη συνυπολογισμός του ορθού μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής αυτού εφόσον, κατά τον υπολογισμό του, εσφαλμένα προσδιόρισε αυτό στο ποσό των ευρώ 1.170. Πράγματι, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, ενόψει του ότι αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) υπολογίζεται, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων, ανά ναυτολόγηση και επιπλέον, για τον υπολογισμό των Δώρων Χριστουγέννων το διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος από 1.5 έως 31.12 κάθε έτους και του Δώρου Πάσχα το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 30.4 κάθε έτους και όχι ο μέσος όρος ανά έτος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981 (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], αποδείχθηκε ότι ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 14.2.2019, ήτοι στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Πάσχα 2019,  στο ποσό των ευρώ (2.444,73 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 45 ημέρες εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 14.2.2019 Χ 30=) 1.629,82 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ούτε στο ποσό των ευρώ 2.009,40 όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με τον ίδιο λόγο έφεσης, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 26.4.2019 έως 30.4.2019, ήτοι στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Πάσχα 2019, στο ποσό των ευρώ (488,85 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 5 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα Χ 30=) 2.933,10 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, πλην όμως ο ενάγων με τον υπό κρίση δεύτερο λόγο έφεσής του ισχυρίζεται ότι ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 2.009,40 επί του οποίου και πρέπει να υπολογισθεί το αντίστοιχο Δώρο Πάσχα 2019, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 4.9.2019 ήτοι στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Χριστουγέννων 2019, στο ποσό των ευρώ (7.708,57 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 127 ημέρες εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.820,92 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ούτε στο ποσό των ευρώ 2.009,40 όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με τον ίδιο λόγο έφεσης, (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 11.10.2019 έως 31.12.2019, ήτοι στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Χριστουγέννων 2019, στο ποσό των ευρώ (4.586,37 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 82 ημέρες εργασίας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.677,94 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ούτε στο ποσό των ευρώ 2.009,40 όπως  ισχυρίζεται ο ενάγων με τον ίδιο λόγο έφεσης, (ε) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 24.1.2020, ήτοι στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Πάσχα 2020, στο ποσό των ευρώ (1.260,21 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 24 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.575,26 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ούτε στο ποσό των ευρώ 2.009,40 όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με τον ίδιο λόγο έφεσης, και (στ) κατά το χρονικό διάστημα από 2.3.2020 έως 3.4.2020, ήτοι στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, επί τη βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθεί το αναλογούν στην εν λόγω ναυτολόγηση Δώρο Πάσχα 2020,  στο ποσό των ευρώ (1.838,70 αναλογούσα αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία εν λόγω χρονικού διαστήματος : 33 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα Χ 30=) 1.671,54 και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ούτε στο ποσό των ευρώ 2.009,40 όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με τον ίδιο λόγο έφεσης. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, κατά τούτο, ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του αντίστοιχου δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έλαβε υπόψη της για τον υπολογισμό των εν λόγω δώρων εορτών, μέσο όρο αμοιβής του ενάγοντος, κατόπιν εσφαλμένης αποδοχής ότι αυτός εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως, υπερωριακή απασχόλησής του το ποσό των ευρώ 1.170, εκ του λόγου ότι ο ενάγων δεν πραγματοποίησε την υπερωριακή εργασία που επικαλείται καθόσον εργαζόταν ημερησίως μόνον οκτώ ώρες και μόνον κατ’ εξαίρεση μία ώρα ημερησίως και επί της εν λόγω υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να υπολογίσει τον εν λόγω μέσο όρο. Επιπλέον, οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της απαίτησης του ενάγοντος για την καταβολή της αναλογίας, κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις, των οφειλομένων σε αυτόν δώρων εορτών, κατά τις οποίες «… Τέλος, όπως σημειώσαμε και ανωτέρω (οράτε σελ. 11 παρουσών), κατά τον υπολογισμό της αμοιβής που αξιώνει με βάση το ωράριο που η εκκαλούμενη έκρινε ότι εργαζόταν, ήτοι αυτό των 12 ωρών, είναι φανερό ότι δεν αφαιρεί το ποσόν των 6.898,85 ευρώ από την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτων και αργιών (οράτε σελ. 6 έφεσης αντιδίκου), ενώ ο ίδιος προηγουμένως αναγνώρισε ότι το έλαβε (οράτε σελ. 5 έφεσης αντιδίκου). Στο ίδιο σφάλμα προβαίνει περαιτέρω ο αντίδικος και κατά τον υπολογισμό των τακτικών του αποδοχών επί τη βάση της ημερήσιας απασχόλησης 12 ωρών…», εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι περιέχουν ισχυρισμό, κατά τον οποίο, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος που συνυπολογίζεται στις τακτικές αποδοχές του προς ανεύρεση της αναλογίας των δώρων εορτών, υπολογίζεται επί τη βάσει των οφειλομένων μη καταβληθέντων υπερωριών, δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Περαιτέρω, κατά τον υπολογισμό των εν λόγω Δώρων Εορτών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλονταν παγίως και τακτικώς κάθε μήνα στον ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγομένη, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο: (Ι) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2019: (i)  Για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-1-2019 έως 14-2-2019 στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.629,82 =] 4.744,90 δια 2 επί 1/15  επί (45 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 5,62 οκταήμερα=} 888,88 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ και (ii) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 26-4-2019 έως 30-4-2019 στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 2.009,40 =] 5.124,48 δια 2 επί 1/15  επί (5 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 0,62 οκταήμερα=} 105,90 ευρώ. Συνολικά, για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019, στα πλαίσια της πρώτης και της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (888,88 + 105,90=) 994,78, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 725,77, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται και επομένως, δικαιούται ως υπόλοιπο αμοιβής του για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ (994,78 μείον 725,77=) 269,01. (ΙΙ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019: (i) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-5-2019 έως 4-9-2019 στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 €+ μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.820,92 =] 4.936,00 επί 2/25  επί (127 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα από 1-5-2019 έως 4-9-2019 δια 19=) 6,68 δεκαεννιαήμερα=} 2.637,80 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (ii)  Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 11.10.2019 έως 31.12.2019, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 €+ μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.677,94 =] 4.793,02 επί 2/25  επί (82 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα από 1-5-2019 έως 4-9-2019 δια 19=) 4,31 δεκαεννιαήμερα=} 1.652,63 ευρώ. Συνολικά, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, στα πλαίσια της δεύτερης και της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει το ποσό των ευρώ (2.637,80 + 1.652,63 =) 4.290,43, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 2.278,72, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται η εναγομένη με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της ένδικης αγωγής, επαναφέροντας ισχυρισμό της περί μερικής καταβολής έναντι της εν λόγω απαίτησης του ενάγοντος και όπως συνομολόγησε και ο ενάγων με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σχετικά σελ. 15). Ως εκ τούτου, γενομένης δεκτής ως βάσιμης στην ουσία της της ανωτέρω έντασης μερικής καταβολής της εναγομένης, κρίνεται ότι, ο ενάγων για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, δικαιούται το ποσό των ευρώ (4.290,43 μείον 2.278,72 =) 2.011,71. (ΙΙΙ) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020: (i)  Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-1-2020 έως 24-1-2020 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 €+ μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.575,26 =] 4.690,34 δια 2 επί 1/15 επί (24 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 3,00 οκταήμερα=} 469,03 ευρώ και (ii) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 2-3-2020 έως 3-4-2020 στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησής του: {[μισθός ενεργείας 1.588,98 € + επίδομα Κυριακών 349,58 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 € + μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.671,54 =] 4.786,62 δια 2 επί 1/15 επί (33 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 4,12 οκταήμερα=} 657,36 ευρώ. Συνολικά, για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, στα πλαίσια της τρίτης και της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (469,03 + 657,36 =) 1.126,39, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 629,87, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται και επομένως, δικαιούται ως υπόλοιπο αμοιβής του για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ (1.126,39 μείον 629,87 =) 496,52. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, κατά το οποίο «Αι κατά την διάταξιν του άρθρου 170 παρ. 1 περίπτ. α`του Κώδικος κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών καθορίζονται ως κάτωθι: 1. Κύριαι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 2. Δευτερεύουσαι δρομολογιακαί γραμμαί:  Αι  συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα έτερον του Πειραιώς και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 3. Τοπικαί δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, υπό τας κατωτέρω διακρίσεις: α) Αι εκτεινόμεναι εντός  των  ορίων  του  αυτού Νομού και επί αποστάσεως μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλλίων. β) Αι εκτεινόμεναι  εντός των ορίων  του  αυτού  Νομού  και επί αποστάσεως άνω των τριών (3) ναυτικών μιλλίων. γ) Αι εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού και επί αποστάσεως άνω των  τριών (3)  ναυτικών  μιλλίων,  υφισταμένης όμως παραλλήλως και κυρίας ή δευτερευούσης δρομολογιακής γραμμής, συνδεούσης εν όλω ή εν μέρει τους αυτούς λιμένας και δ) Η γραμμή Αργοσαρωνικού … 4. Ομοίως ως τοπικαί δρομολογιακαί  γραμμαί θεωρούνται αι συνδέουσαι δύο (2) χερσαίας οδικάς αρτηρίας διακοπτομενας δια λωρίδος θαλάσσης εύρους μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλλίων ή σημεία των ακτών της Ηπειρωτικής Ελλάδος μετά των έναντι νήσων, της αυτής ως ανωτέρω κατά μέγιστον αποστάσεως ανεξαρτήτως της υπαγωγής των συνδεομένων σημείων εις τα όρια του αυτού Νομού, εξυπηρετούσαι δε, κυρίως, την διακίνησιν οχήματων.». Με βάση, επομένως, την εν λόγω διάταξη, τοπική γραμμή είναι αυτή που δεν είναι κύρια ή δευτερεύουσα δρομολογιακή γραμμή και η οποία συνδέει δύο (2) τουλάχιστον λιμένες εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Εν προκειμένω, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, το πλοίο ΝΗΣΟΣ ΣΑΜΟΣ εκτέλεσε 13,54 εξπρές δρομολόγια και με βάση ότι [με συνυπολογισμό στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του (3.115,08 €) μέσου όρου αμοιβής υπερωριών [1.170,00 €] οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος έφθαναν τις τέσσερις χιλιάδες διακόσια ογδόντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτά (4.285,08 €), δέχθηκε περαιτέρω ότι η, κατ’ άρθρο 33 των πιο πάνω ΣΣΝΕ, πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για τα δρομολόγια αυτά, ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων τριάντα τριών ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (1.933,91 €), έναντι του οποίου αυτός είχε ήδη μέχρι την άσκηση της αγωγής λάβει χίλια διακόσια σαράντα επτά ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (1.247,39 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των εξακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (686,52 €), το οποίο και του επιδίκασε (αναγνωριστικώς). Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης αποφάσεως διαμαρτύρονται αμφότεροι οι εκκαλούντες, αιτιώμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, επικαλούνται η μεν εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της Α έφεσής της, ότι λανθασμένα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής το επίδομα αδείας, αμφότεροι δε εκ των οποίων ο ενάγων με τον ταυτάριθμο λόγο της δικής του Β έφεσης, ότι λανθασμένα συνυπολογίστηκαν για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του. Ο πρώτος των ανωτέρω ισχυρισμών της εναγομένης κρίνεται αβάσιμος, καθόσον για τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται το επίδομα άδειας του ναυτικού. Επιπλέον, ο ενάγων, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, διότι εσφαλμένως δεν συνυπολογίστηκε για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής η αναλογία κατά μήνα των δώρων εορτών, ισχυρισμός ο οποίος, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κρίνεται βάσιμος, δεδομένου ότι η (μηνιαία) αναλογία αυτών καταβάλλονταν παγίως και τακτικώς κάθε μήνα στον ενάγοντα. Επιπλέον, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά παραδοχή ως βασίμου στην ουσία του του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, ο μη συνυπολογισμός του ορθού μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής αυτού, εφόσον κατά τον υπολογισμό του, εσφαλμένα προσδιόρισε αυτό στο ποσό των ευρώ 1.170. Πράγματι, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, ενόψει του ότι αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) υπολογιζόμενος, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων, ανά ναυτολόγηση, αποδείχθηκε ότι ανήρχετο όσον αφορά στα (94,60 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια 8=) 11,82 εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ποσό των (8.197,42 δια 132 ημέρες εργασίας εντός του χρονικού διαστήματος από 26.4.2019 έως 4.9.2019 που διήρκησε η δεύτερη ναυτολόγηση επί 30 ημέρες=) 1.863,05 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), όσον δε αφορά στα (13,74 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια 8=) 1,71 εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης στο ποσό των (5.846,58 δια 106 ημέρες εργασίας εντός του χρονικού διαστήματος από 11.10.2019 έως 24.1.2020 που διήρκησε η τρίτη ναυτολόγηση επί 30 ημέρες=) 1.654,69 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 1.170 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, κατά τούτο, ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του αντίστοιχου τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έλαβε υπόψη της για τον υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, μέσο όρο αμοιβής του ενάγοντος, κατόπιν εσφαλμένης παραδοχής ότι αυτός εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως, για υπερωριακή απασχόληση αυτού το ποσό των ευρώ 1.170, διότι, κατά τον λόγο αυτό έφεσης ο ενάγων δεν πραγματοποίησε την υπερωριακή εργασία που επικαλείται ενόψει του ότι εργαζόταν ημερησίως μόνον οκτώ ώρες και μόνον κατ’ εξαίρεση μία ώρα ημερησίως και επί της εν λόγω υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να υπολογίσει τον εν λόγω μέσο όρο. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της απαίτησης του ενάγοντος για την καταβολή της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής (σχετικά σελ. 24), κατά τις οποίες «… Τέλος, όπως σημειώσαμε και ανωτέρω (οράτε σελ. 11 παρουσών), κατά τον υπολογισμό της αμοιβής που αξιώνει με βάση το ωράριο που η εκκαλούμενη έκρινε ότι εργαζόταν, ήτοι αυτό των 12 ωρών, είναι φανερό ότι δεν αφαιρεί το ποσόν των 6.898,85 ευρώ από την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτων και αργιών (οράτε σελ. 6 έφεσης αντιδίκου), ενώ ο ίδιος προηγουμένως αναγνώρισε ότι το έλαβε (οράτε σελ. 5 έφεσης αντιδίκου). Στο ίδιο σφάλμα προβαίνει περαιτέρω ο αντίδικος και κατά τον υπολογισμό των τακτικών του αποδοχών επί τη βάση της ημερήσιας απασχόλησης 12 ωρών…», εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι περιέχουν ισχυρισμό, κατά τον οποίο, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος που συνυπολογίζεται στις τακτικές αποδοχές του προς ανεύρεση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, υπολογίζεται επί τη βάσει των οφειλομένων μη καταβληθέντων υπερωριών και μόνον, δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Περαιτέρω, κατά τον υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλονταν παγίως και τακτικώς κάθε μήνα στον ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος αδείας (μετά τροφοδοσίας), καθώς επίσης και η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγομένη, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο ως πρόσθετη αμοιβή, για τις μη αμφισβητούμενες από την εναγομένη ώρες πρόωρης αναχώρησης του ανωτέρω πλοίου, ήτοι προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από της αφίξεώς του στο λιμάνι αφετηρίας, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου: (α) για 94,60 ώρες πρόωρης αναχώρησης που αντιστοιχούν σε (94,60 δια 8=) 11,82 εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 €+ μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.863,05 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών τρίτης ναυτολόγησης [{ποσό ευρώ 105,90 αναλογία Δώρου Πάσχα + ποσό ευρώ 2.637,80 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων =) 2.743,70 δια 132 ημέρες εργασίας κατά την δεύτερη ένδικη ναυτολόγηση επί 30 ημέρες=}] 623,57 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 5.601,70 επί 1/30 επί  11,82=] 2.207,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (β) για 13,74 ώρες πρόωρης αναχώρησης που αντιστοιχούν σε (13,74 δια 8=) 1,71 εξπρές δρομολόγια που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 1.588,98 €+ επίδομα Κυριακών 349,58 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 540,48 €+ μηνιαία αναλογία αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης 1.654,69 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών τρίτης ναυτολόγησης [{ποσό ευρώ 469,03 αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 + ποσό ευρώ 1.652,63 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 = 2.121,66  δια 106 ημέρες εργασίας επί 30 =} 600.47 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 5.370,24 επί 1/30 επί  1,71=] 306,10. Συνολικά, ως πρόσθετη αμοιβή λόγω δρομολογίων εξπρές, στα πλαίσια της δεύτερης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (2.207,07 + 306,10 =) 2.513,17, έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής, κατά τη διάρκεια των αντιστοίχων δεύτερης και τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, το συνολικό ποσό των ευρώ 1.208,42, με αποτέλεσμα να  δικαιούται ως υπόλοιπο αμοιβής του για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ (2.513,17 μείον 1.208,42 =) 1.304,75. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, πέραν των ανωτέρω ποσών κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία και ποσό ευρώ 38,97, όπως η ίδια ισχυρίσθηκε στα πλαίσια ένστασης μερικής εξόφλησης της ένδικης απαίτησης και έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι το ποσό αυτό απεδείχθη ότι κατεβλήθη στον ενάγοντα τον μήνα Ιανουάριο 2019, ήτοι στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησής του. Εν τούτοις, τα επίδικα δρομολόγια εξπρές πραγματοποιήθηκαν αφού είχε λυθεί η πρώτη σύμβαση εργασίας και δη στα πλαίσια της δεύτερης και τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ίδιο πλοίο, όπως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση δεχόμενη την ένσταση μερικής καταβολής της εναγομένης και για το ανωτέρω μερικότερο ποσό των ευρώ 38,97, και πρέπει, ενόψει του ότι ο ενάγων ήδη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είχε αρνηθεί την εν λόγω ένσταση, να γίνει δεκτός κατά τούτο ο υπό κρίση τρίτος λόγος έφεσης του ενάγοντος και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει κατά το εν λόγω ποσό των ευρώ 38,97 την ανωτέρω ένσταση μερικής καταβολής της εναγομένης. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3). Με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων επικαλέστηκε ότι, κατά τη διάρκεια λειτουργίας των ενδίκων ναυτολογήσεών του, η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία δεν του παρείχε τις οφειλόμενες διανυκτερεύσεις και, συγκεκριμένα δεν του παρείχε στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης δύο [2] κατά τον μήνα Ιανουάριο και μία [1] κατά τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2019, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης δύο [2] καθ’ έκαστο των μηνών Μαΐου και Ιουνίου και μία [1] καθ’ έκαστο των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου του έτους 2019, στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης δύο [2] κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2019 και τον μήνα Ιανουάριο 2020 και μία [1] τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2019 και στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης δύο [2] τον μήνα Μάρτιο 2020 και συνολικά δεκαοκτώ [18] διανυκτερεύσεις. Για το λόγο αυτό ζητούσε αποζημίωση ίση προς το 1/22 του μισθού ενεργείας του για εκάστη εκ των μη χορηγηθέντων διανυκτερεύσεων και συνολική αποζημίωση ανερχομένη στο ποσό των ευρώ 1.300,14 ευρώ. Με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε το εν λόγω κονδύλιο ως αβάσιμο στην ουσία του, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, δεν απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, όπως αορίστως ισχυρίσθηκε, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου μήτε στο λιμάνι αφετηρίας μήτε στο λιμάνι προορισμού παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις χορηγήθηκαν στο ενάγοντα, πλην όμως, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών της δεν καταγράφηκαν στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Προς τον ισχυρισμό της δε αυτό συνάδει η κατάθεση των ως άνω μαρτύρων ανταποδείξεως, εκ των οποίων ο μεν μάρτυρας …… κατέθεσε «.. Ακόμα επιβεβαιώνω ότι διανυκτερεύσεις λάμβανε κανονικά όλο το πλήρωμα καθώς όπως προείπα είχαμε πλήρη και αυξημένη σύνθεση και εν γένει μεγάλο αριθμό Επικούρων και θαλαμηπόλων και υπήρχε ευχέρεια προς τούτο. Το γνωρίζω δε τούτο, διότι μαζί μου γινόταν οι συνεννοήσεις για τη σειρά που θα χορηγούνταν οι διανυκτερεύσεις, αν δε κατ’ εξαίρεση δεν χορηγήθηκε κάποια διανυκτέρευση για οποιαδήποτε αιτία, η εταιρεία πλήρωνε την αντίστοιχη αποζημίωση και επίσης ο ……… δεν είχε εκφράσει κάποιο παράπονο για το λόγο αυτό…», ο δε μάρτυρας ……… «… Επίσης, η εταιρεία έδινε σε όλους άδειες διανυκτέρευσης …». Εν τούτοις, από τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις δεν προκύπτει ποίες ημέρες εκάστου μηνός ο ενάγων έλαβε τις ανωτέρω δικαιούμενες άδειες διανυκτέρευσης. Και είναι αλήθεια, όπως αναφέρει η εναγομένη ότι, οι εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρες, ουδέν κατέθεσαν περί τούτου, όπως επίσης είναι αλήθεια, όπως ομοίως αναφέρει η εναγομένη ότι δεν δημιουργείται οιοδήποτε τεκμήριο περί μη χορήγησης υπ’ αυτής στον ενάγοντα των εν λόγω διανυκτερεύσεων, η παράλειψη της εκ του άρθρου 16 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, υποχρέωσης του πλοιάρχου αυτής εγγραφής της χορήγησης των εν λόγω διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο γέφυρας. Εν τούτοις, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, ενόψει των πλόων που κατά το επίδικο διάστημα εκτελούσε το πλοίο, σε συνδυασμό με τη μη εγγραφή των ημερών διανυκτέρευσης του ενάγοντος εκτός του εν λόγω πλοίου, που αποτελεί υποχρέωση του πλοιάρχου αυτού, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις ανωτέρω δικαιούμενες διανυκτερεύσεις. Εάν πράγματι ο ενάγων είχε λάβει τις δικαιούμενες διανυκτερεύσεις, είναι βέβαιον ότι ο πλοίαρχος του πλοίου θα ενέγραφε αυτό στο ημερολόγιο γέφυρας, όχι μόνον διότι τούτο απαιτείτο για λόγους αποδεικτικούς κατά τους ορισμούς της ανωτέρω ΣΣΕ αλλά κυρίως, διότι κατά τη διάρκεια της διανυκτερεύσεως του ενάγοντος εκτός πλοίου  το πλοίο δεν είχε την πλήρη οργανική του σύνθεση ήτοι η εν λόγω εγγραφή αφορούσε γεγονός που άπτονταν της ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών.  Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών [(μισθός ενέργειας 1.588,98 € Χ 1/22 =) 72,23 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) € X 18 διανυκτερεύσεις = 1.300,14 €], έναντι του οποίου η εναγομένη δεν αναφέρει ότι κατέβαλε οιοδήποτε ποσό στον ενάγοντα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον εν λόγω αγωγικό ισχυρισμό, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγομένη, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα υπ’ αυτής αμυντικό ισχυρισμό της ότι, η άσκηση της ένδικης αγωγής υπό του ενάγοντος, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση των ενδίκων υπέρογκων αξιώσεών του που της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, τυγχάνει καταχρηστική. Ειδικότερα, η εναγομένη υποστηρίζει με τον κρινόμενο λόγο έφεσης ότι, η υπό του ενάγοντος έγερση της ένδικης αγωγής τυγχάνει καταχρηστική, διότι ο ενάγων (α) ουδέποτε την όχλησε για την εξόφληση οιωνδήποτε απαιτήσεών του, ούτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, (β) αποδεχόταν τις οικειοθελείς παροχές που του κατέβαλε αλλά και την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση που πραγματοποιούσε, χωρίς να εγείρει θέμα περί έτερων αξιώσεών του, (γ) παρελάμβανε και υπέγραψε ανεπιφύλακτα όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που εξέδιδε υπέρ αυτού, ενώ ουδέποτε προέβαλε την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή των πρόσθετων αμοιβών, οι οποίες μάλιστα κατατίθεντο σε τραπεζικό λογαριασμό που είχε υ­ποδείξει ο ίδιος, (δ) υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, ενώ με την υπογραφή των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, αναγνώριζε και διαβεβαίωνε αυτή ότι δεν υφίστανται ώρες εργασίας που δεν περιλαμβάνονται στα ως άνω έγγραφα, με αποτέλεσμα, εκ της ανωτέρω συμπεριφοράς του ενάγοντος, να δημιουργηθεί σε αυτήν και δη ευλόγως η πε­ποίθηση ότι ουδεμία περαιτέρω υποχρέωσή της προς αυτόν υφίσταται, η επιδίωξη δε των ενδίκων απαιτήσεων οι οποίες προβάλλονται οψίμως και είναι κατασκευασμένες, παρά την ανά μισθολογική περίοδο άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος ότι δεν υφίστανται, συνιστά προφανή πα­λινωδία και παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Επιπλέον, το ύψος των ενδίκων απαιτήσεων είναι υπέρογκο, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, της δημιουρ­γεί δε τεράστιο βάρος, ιδίως στη σημερινή πασίδηλη δυσχερή οικονομική συγκυρία και λαμβάνοντας υπόψιν, ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση αλλά συνέχεια της πρακτικής που έχει επικρατήσει να ασκούνται πανομοιότυπες αγωγές από ναυτικούς με τους οποίους διατηρούσε μακρά και αρμονική συνεργασία και προς υποστήριξη των οποίων ο ένας καταθέτει υπέρ του άλλου, ήτοι επί της ουσίας ο κάθε ναυτικός καταθέτει υπέρ των ισχυ­ρισμών και αξιώσεων του, σε συνάρτηση με τον άψογο τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκε στον ενάγοντα καθ’ όλο το διάστημα απασχόλησής του, ως και την καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών ανώτερων των νομίμων. Κατά την εναγομένη, τα ως άνω περιστατικά, οδηγούν αβίαστα στην κρίση ότι όλως καταχρηστικώς, κατά προφανή παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, ασκεί ο ενάγων την ένδικη αγωγή του, με την οποία ανακάλυψε οψίμως τις ένδικες απαιτήσεις. Ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως μη νόμιμος, διότι, κατά την κρίση του, η τυχόν ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του αποδείξεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τις επίδικες αξιώσεις του, ενώ ακόμη κι αν αυτό γινόταν δεκτό, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας του, έστω κι αν αυτή (παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης, ο οποίος ασκήθηκε επικουρικώς και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι θα γίνει δεκτή ως βάσιμη η ένδικη αγωγή, τυγχάνει μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, τα επικαλούμενα υπό της εναγομένης περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, διότι και υπό την εκδοχή ότι ο ενάγων ρητά διαβεβαίωνε την εναγομένη, ανά μισθολογική περίοδο, ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος της, αυτός (ενάγων), δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του, έστω και αν υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς οι απαιτήσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται, αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος και δη η μη όχληση της εναγομένης ως προς την εξόφληση των ενδίκων απαιτήσεών του, η μη διαμαρτυρία του για τη μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, η υπ’ αυτού (ενάγοντος) λήψη των οικειοθελών παροχών που του κατέβαλαν, καθώς και της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, η υπό του ιδίου (ενάγοντος) παραλαβή και ανεπιφύλακτη υπογραφή των αποδείξεων μισθοδοσίας και των μηνιαίων καταστάσεων υπερωριακής απασχόλησης, η μη διατύπωση υπ’ αυτού αντιρρήσεων ως προς το ύψος των αμοιβών του, που η εναγομένη κατέβαλε στον τραπεζικό του λογαριασμό, η άσκηση των ενδίκων αξιώσεών του με τη λήξη της συνεργασίας του με την εναγομένη, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εναγομένη της εύλογης πεποίθησης ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει τις ένδικες απαιτήσεις του. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό της εναγομένης, περί κατάχρησης δικαιώματος, θα συνιστούσε η υπογραφή του ενάγοντος σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του, η οποία θα τις ενέκρινε και ακολούθως εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς οι αιτιάσεις της εναγομένης ότι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα, αμοιβές υπέρτερες των νομίμων, άνευ άλλου τινός δεν οδηγεί σε καταχρηστική εκ μέρους του αξίωση της αμοιβής του για την παρασχθείσα επ’ αυτού ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία. Τέλος, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγομένη η ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές νομικές σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 54, 60 εδ. α, 84 παρ. 1, 105, 106 ΚΙΝΔ, 361, 648, 649, 655, 340, 341, 345, 346 Α.Κ., πλην του αιτήματος περί καταβολής της αναλογίας του επιδόματος εορτών Πάσχα 2020 νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του την 3.4.2020, το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την 1.5.2020, καθόσον κατά το χρόνο της τελευταίας αποναυτολόγησής του (3η-4-2020), που από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α ΑΚ, τόκους υπερημερίας (ΟλΑΠ 39 και 40/2002), δεν είχε καταστεί απαιτητό (Ολ. ΑΠ 40/2002), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.924,97 που αφορά υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για την υπερωριακή απασχόλησή του, νομιμοτόκως από την 3.4.2021 και να αναγνωριστεί ότι η ίδια οφείλει να του καταβάλει το ποσό των ευρώ 269,01 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019, το ποσό των ευρώ 2.011,71 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των ευρώ 496,52 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 1.304,75 για διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων express και το ποσό των ευρώ 1.300,14 για αποζημίωση λόγω μη λήψης των αιτούμενων με την αγωγή διανυκτερεύσεων και συνολικά το ποσό των ευρώ (269,01 + 2.011,71 +496,52 + 1.304,75 + 1.300,14=) 5.382,13, με το νόμιμο τόκο από την 3.4.2021, πλην του ποσού των ευρώ 496,52 που αφορά αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 και το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την 1.5.2020, ενόψει του ότι στο μείζον, ήτοι νομιμοτόκως από την 3.4.2020, περιέχεται το έλασσον. Όσον αφορά το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου, ενώ όσον αφορά το αίτημα της εκκαλούσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τέλος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος υπ’ αυτού, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 15.07.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………./15-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………/15-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και την από 23.03.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………./24. 03.2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………../25-4-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 1117/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται, κατά τα λοιπά, εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (10.924,97 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 3.4.2020.       Επιπλέον των ανωτέρω, αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και δεκατριών λεπτών (5.382,13 ευρώ), εκ των οποίων ποσό ευρώ τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (4.885,61 ευρώ) νομιμοτόκως από την 3.4.2020 και ποσό ευρώ τετρακόσια ενενήντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (496,52 ευρώ) νομιμοτόκως από την 1.5.2020.

Απορρίπτει το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 1.9.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ