ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (TMHMA 3ο)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 492/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της εκκαλούσας, εδρεύουσας στο ……. Αττικής, κοινοπραξίας με την επωνυμία «……………» (Α.Φ.Μ …..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Κωνσταντίνου Κουλούρη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Των εφεσιβλήτων : 1) …………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Μιχαήλ Χατζή, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, 2) Της εδρεύουσας στη ……………………., ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………» (Α.Φ.Μ …………), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Νικόλαου Παπαχρονόπουλου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ,
Β. Της εκκαλούσας, εδρεύουσας στο ………………………., ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, με την επωνυμία «……………..» πρώην «…………….» (Α.Φ.Μ …………..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Μαγδαληνής Καπότη-Ταζεδάκη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου, ……………… , ο οποίος παραστάθηκε ως ανωτέρω.
Γ. Της εκκαλούσας, εδρεύουσας στο ……………… ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «…..» (Α.Φ.Μ …….), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Θεόδωρου Γιαννατσή, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου, ……………….. ο οποίος παραστάθηκε ως ανωτέρω.
Δ. Του εκκαλούντος, ………………. ο οποίος παραστάθηκε ως ανωτέρω.
Των εφεσιβλήτων : 1) Της εδρεύουσας στο ……………….., ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………» (……….) (Α.Φ.Μ ……), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Παρασκευής Γκολφινοπούλου, 2) Της κοινοπραξίας με την επωνυμία «……………..», 3) Της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………….» πρώην «………….», 4) Της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής τεχνικής εταιρείας κατασκευής κοινωφελών έργων ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, με την επωνυμία «……………», οι οποίες παραστάθηκαν ως ανωτέρω.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-9-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./29-9-2020) αγωγή του και η ανακοινώνουσα τη δίκη-προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα την από 15-10-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../20-10-2020) ανακοίνωση δίκης ενωμένη με προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
Επ’αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2190/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τους λοιπούς εναγόμενους και απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή.
Ο ενάγων με την από 4-7-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./4-7-2022), η εναγομένη-ανακοινώνουσα τη δίκη-προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα με την από 30-3-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/14-4-2022) και οι λοιποί εναγόμενοι με τις από 1-6-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2-6-2022 και ………… /2-6-2022) εφέσεις τους, προσέβαλαν την παραπάνω απόφαση. Οι εφέσεις προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν αρχικά κατά τη δικάσιμο της 3-11-2022 και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι όλων των εκκαλούντων και των εφεσιβλήτων πλην της πληρεξουσίας δικηγόρου του εφεσίβλητου Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος, που ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις του, δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) : 1) Η από 4-7-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/4-7-2022) υπό στοιχ. Δ΄έφεση του ενάγοντος, 2) Η από 30-3-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/14-4-2022) υπό στοιχ. Α΄έφεση της δεύτερης εναγομένης-ανακοινώνουσας τη δίκη-προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας, 3) Η από 1-6-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2-6-2022) υπό στοιχ. Β΄έφεση της τρίτης εναγομένης, και 4) Η από 1-6-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2-6-2022) υπό στοιχ. Γ΄έφεση της τέταρτης εναγομένης, ως ολικώς και μερικώς ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 2190/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε ως προς την πρώτη εναγομένη και έγινε δεκτή κατά τα λοιπά, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν η από 20-9-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/29-9-2020) αγωγή, περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα, και, επιπλέον απορρίφθηκε η από 15-10-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/20-10-2020) ανακοίνωση δίκης ενωμένη με προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες πρέπει, να συνεκδικαστούν, αφού πλήττουν την ίδια απόφαση και με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 του ΚΠολΔ. Οι εφέσεις αυτές έχουν ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ)] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς
Ο ενάγων ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι προσελήφθη από την τέταρτη εναγομένη, τεχνική εταιρεία κοινωφελών έργων ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, ως εργατοτεχνίτης οικοδομικών εργασιών την 1η-4-2017 και ότι στις 26-8-2019, υπέστη κατά την εκτέλεση της εργασίας του εργατικό ατύχημα, υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του δεξιού του ώμου. Ότι το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια της πρώτης εναγομένης, ως κυρίας του έργου, της δεύτερης ως αναδόχου και της τρίτης και της τέταρτης ως υπεργοληπτριών, της τελευταίας ως προστηθείσας από τους λοιπούς, για τον λόγο ότι δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας ούτε ασκούσαν την προσήκουσα εποπτεία κατά την εκτέλεση της εργασίας που του είχε ανατεθεί και αναγόταν στις αρμοδιότητές τους. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτής τροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι του οφείλουν εις ολόκληρον το ποσό των 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, επιφυλασσόμενος για το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου που θα επιλαμβανόταν του ποινικού σκέλους της υπόθεσης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν ας βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.
Επίσης, η δεύτερη εναγομένη-ανακοινώνουσα τη δίκη-προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα, με την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή της, στρεφόμενη κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» ισχυρίστηκε ότι ασκήθηκε εναντίον της η άνω κύρια αγωγή, η οποία ενσωματώνεται αυτούσια στο κείμενό της. Ακολούθως, επικαλούμενη έγκυρη σύμβαση ασφάλισης ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ιδίας και της άνω παρεμπιπτόντως εναγομένης, στην οποία ανακοίνωσε τη δίκη, καλώντας την να παρέμβει υπέρ αυτής στην ανοιγείσα κύρια δίκη, ως δικονομική εγγυήτριά της, ζητούσε να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει όποιο τυχόν ποσό επιδικαζόταν υπέρ του ενάγοντος, σε περίπτωση ευδοκίμησή της, με τον νόμιμο τόκο από τις 14-10-2020, που κοινοποιήθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα.
Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή στο σύνολό της και η κύρια αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, ως κατ’ουσίαν αβάσιμες, και έγινε δεκτή η κύρια αγωγή κατά τα λοιπά, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ο ενάγων, οι εναγόμενοι-πλην της πρώτης- και η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, με τις ένδικες εφέσεις τους και για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγομένες, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ο μεν ενάγων να γίνει δεκτή, οι δε εναγόμενοι να απορριφθεί η κύρια αγωγή και η παρεμπιπτόντως ενάγουσα να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 περ. 2 και 663 § 1 αριθ. 1 του ΚΠολΔ (όπως το τελευταίο ίσχυσε, πριν την ισχύ του ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τις 31.12.2015, ενώ από τότε -1.1.2016- ισχύει πλέον η παρομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 614 παρ. 3α του ΚΠολΔ, στο πλαίσιο της νέας ενοποιημένης ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών), οι οποίες ορίζουν ότι στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663-676 (εργατικών διαφορών και ήδη περιουσιακών διαφορών, κατά τα προεκτεθέντα) υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ, «οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την εργασία αυτή, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους ο νόμος δίνει δικαίωμα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους διαδόχους τους», σαφώς προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να δικάζει, κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία, κάθε διαφορά από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιούμενων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Δηλαδή προϋπόθεση υπαγωγής τους είναι η παροχή από τον εργαζόμενο εξαρτημένης εργασίας συνεπεία σύμβασης ή και απλής σχέσης εργασίας, από την οποία ή εξ αφορμής της δημιουργήθηκε η διωκόμενη με την αγωγή αξίωση. Οι αξιώσεις αυτές υπάγονται στην εν λόγω διαδικασία ανεξάρτητα από το αν πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, όπως το άρθρα 914 επ. του ΑΚ. Εξάλλου, σύμφωνα με τον ν. 4335/2015, και συγκεκριμένα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο αυτού τροποποιήθηκαν τα άρθρα 591 έως και 681Δ του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα στις εργατικές διαφορές ρητά πλέον να συγκαταλέγονται τόσο oι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά των δικονομικών εγγυητών, όσο και οι αγωγές κατά των ομοδίκων των εναγομένων, είτε αυτοί εναχθούν εξαρχής, είτε προσεπικληθούν, νομοθετική ρύθμιση η οποία αντιμετωπίζει επιτυχώς τον κατακερματισμό της δίκης, επειδή oι τυχόν τρίτοι εμπλεκόμενοι και ευθυνόμενοι ένεκα του εργατικού ατυχήματος, που δεν είναι φορείς του διευθυντικού δικαιώματος ή προστηθέντες του εργοδότη, υπό το προϊσχύον δίκαιο δεν υπήγοντο στην εργατική διαδικασία αλλά στην τακτική όπως προεκτέθηκε, με συνέπεια, ως προς τις αγωγές που οφείλονται π.χ. σε εργατικό ατύχημα κατά του τρίτου και του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, εάν το αιτούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά η αγωγή υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατ’ άρθρο 16 αριθ. 2 ΚΠολΔ, να επιτυγχάνεται η κοινή εκδίκαση, εφαρμοζομένης της ως άνω εξαιρετικής αρμοδιότητας και για τον τρίτο που συνενάγεται με τον εργοδότη (και τους τυχόν από αυτόν προστηθέντες), έστω και αν στο άρθρο αυτό ο νομοθέτης δεν περιέλαβε ρητή προς τούτο διάταξη για την αγωγή κατά των τρίτων, μνημονεύοντας μόνο τους εργοδότες ή τους διαδόχους τους [ΕφΑθ (Μον) 828/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ότι η αγωγή καθ’ο μέρος στρέφεται κατ’αυτής, υπάγεται στην τακτική διαδικασία και, επομένως, ότι έπρεπε να διαταχθεί ο χωρισμός της δίκης ως προς αυτήν, δεν ευσταθεί.
Ο ν. 3850/2010 (Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων), ο οποίος εφαρμόζεται, εφόσον δεν ορίζεται αλλιώς, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα (άρθρο 2 παρ.1), έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία, περιέχοντας, προς τον σκοπό αυτό, γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την ισόρροπη συμμετοχή, την κατάρτιση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, καθώς και τους κανόνες για την εφαρμογή των γενικών αυτών αρχών (άρθρο 1). Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.1 του ίδιου νόμου, ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων, και σύμφωνα με την παρ. 6 περ.δ του ίδιου άρθρου υποχρεούται να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους. Σύμφωνα, επίσης, με το πδ 395/1994 (Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ”), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται επιπλέον των γενικών διατάξεων για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας που ισχύουν κάθε φορά, στις ίδιες ως άνω τις επιχειρήσεις (άρθρο 1), ο εργοδότης, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας, δηλαδή κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία (άρθρο 2 παρ. 1), ο οποίος τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του (άρθρο 3 παρ.1), ενώ σύμφωνα με το πδ 396/1994 (Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ”), οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται ομοίως σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο κατατάσσονται (άρθρο 1 παρ. 2), οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας, δηλαδή εκείνοι που ο εργαζόμενος πρέπει να φορά ή να φέρει κατά την εργασία, για να προστατεύεται από ένα ή περισσότερους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία του, καθώς και κάθε συμπλήρωμα ή εξάρτημα του εξοπλισμού που εξυπηρετεί αυτό το σκοπό (άρθρο 2), πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις σχετικά με το σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από πλευράς ασφάλειας και υγείας (άρθρο 4 παρ.1). Ο δε εργοδότης ενημερώνει εκ των προτέρων τους εργαζόμενους σχετικά με τους κινδύνους από τους οποίους τους προστατεύει ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας (άρθρο 4 παρ.9). Πριν από την επιλογή ενός εξοπλισμού ατομικής προστασίας ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του την έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας και να αξιολογεί κατά πόσον ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας, τον οποίο προτίθεται να χρησιμοποιήσει, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 (άρθρο 5). Σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ που παρατίθεται στο άρθρο 10 του άνω πδ/τος, για την εργασία εντός φρεατίων προβλέπεται ως μέτρο ατομικής προστασίας το δέσιμο των εργαζομένων, με ζώνη συγκράτησης του κορμού ή εξοπλισμό προστασίας από τις πτώσεις (Παράρτημα ΙΙΙ, παρ. 8.6 και 9.1). Επιπλέον το πδ 305/1996 (ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 92/57/ΕΟΚ (ΦΕΚ Α` 212), στην παρ. 6.4 του τμήματος ΙΙ του Μέρους Β του παραρτήματος IV του άρθρου 12 ορίζει ότι «Οι κλίμακες πρέπει να έχουν επαρκή αντοχή και να συντηρούνται σωστά. Πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται σωστά, στα κατάλληλα σημεία και σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζονται». Τέλος, στο πδ 1073/1081 “Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού” (Φ.Ε.Κ. Α` 260), εκδοθέντος κατά την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος “περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών διατάξεων” (Φ.Ε.Κ. Β` 200), που εφαρμόζεται επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, ορίζεται ότι τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του πδ/τος της 14.3.1934 “περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και υπαλλήλων των πάσης φύσεως βιομηχανικών και βιοτεχνικών εργοστασίων, εργαστηρίων κ.λπ.” και του πδ/τος 778/26.8.80 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων (άρθρο 1). Έτσι, στο άρθρο 44 ορίζεται ότι όλες οι χρησιμοποιούμεναι εις το εργοτάξιον φορηταί κλίμακες πρέπει να πληρούν τας προϋποθέσεις αι οποίαι ορίζονται δι` αυτάς εις το πδ της 22.12.1933 “περί ασφαλείας εργατών και υπαλλήλων εργαζομένων επί φορητών κλιμάκων” ως συνεπληρώθη δια του πδ 17/ 7.1.78 “περί συμπληρώσεως του από 22/29.12.33 πδ/τος «περί ασφαλείας εργατών και υπαλλήλων εργαζομένων επί φορητών κλιμακίων», στο άρθρο 3 του οποίου ορίζεται ότι οι κλίμακες δέον να εξετάζονται περιοδικώς αι δε βεβλαμέναι να αχρηστεύονται. Επίσης, στο άρθρο 102 ορίζεται ότι στις όπου η προστασία των εργαζομένων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί απόλυτα είτε διά της εξαλείψεως του κινδύνου είτε διά των ομαδικών μέτρων προστασίας διατίθενται από τον εκτελούντα το έργον στους εργαζομένους ατομικά μέσα προστασίας. Τα ανωτέρω δε μέσα προστασίας πρέπει να προστατεύουν αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένον κίνδυνο. Ακόμη, στο άρθρο 107 ορίζεται ότι ο εκτελών το έργον πρέπει, να εξασφαλίζη τη δυνατότητα χρήσεως ζωνών ασφαλείας εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας ή χρήσις αύτη είναι, αναγκαία. Αι ζώναι αυτές δεν πρέπει να επιτρέπουν την ελευθέραν πτώση πλέον τον ενός (1,00) μέτρου. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 111 του συγκεκριμένου πδ/τος, για τη διαρκή επίβλεψη και επιμέλεια της εφαρμογής του ως και του πδ/τος 778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών” εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ` όλην τη διάρκειαν της ημερήσιας εργασίας, οι νόμω υπόχρεοι εργοδότες ή οι εκπρόσωποι αυτών. Το προσωπικόν εκάστου συνεργείου πρέπει να επιθεωρήται τουλάχιστον άπαξ της ημέρας υπό του επικεφαλής του υπεργολάβου, άπαξ δε της εβδομάδος, υπό του εργολάβου, εφόσον έχει ειδικάς γνώσεις, ή υπό καταλλήλου εκπροσώπου του. Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι, οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των, κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …………………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..», και ήδη πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, διενήργησε διαγωνισμό, στον οποίο υπέβαλε την από 14-11-2018 προσφορά της η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………», ήδη δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, για την εκτέλεση του συνόλου των εργασιών στο πλαίσιο του έργου «………………….». Η τελευταία επελέγη τελικώς ως ανάδοχος και το έργο της ανατέθηκε με την από 21-12-2018 επιστολή της κυρίας του έργου. Στη συνέχεια, τα συμβαλλόμενα μέρη συνυπέγραψαν την από 29-8-2019 σύμβαση-πλαίσιο Νο …….., στην οποία αποτυπώθηκαν οι όροι της μεταξύ τους συνεργασίας. Κατά τον όρο 3 αυτής, το έργο αποτελείτο από υποέργα/τμήματα υποέργων, σύμφωνα με τα επισυναπτόμενα παραρτήματα, ως ενιαία και αναπόσπαστα τμήματά της, περιλαμβάνοντας ενδεικτικά και όχι περιοριστικά εργασίες χωματουργικές, δικτυακές και εγκατάστασης εξοπλισμού. Στα παραρτήματα περιλαμβάνεται και το υπ’αριθμ. 2 με τίτλο «σποραδικά και ολοκληρωμένα υποέργα σταθερής», στο οποίο παρατίθενται ορισμοί και ρυθμίζονται επιμέρους ζητήματα της συνεργασίας της κυρίας του έργου (………..) και της αναδόχου (πχ. τιμοκατάλογος υλικών, παραλαβή υποέργου, οριστική παραλαβή, υποχρεώσεις εργολάβου, επιμετρήσεις κλπ). Υποέργο του εν λόγω έργου αποτέλεσε, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητήθηκαν, το έργο υποδομής του κυρίου δικτύου οπτικών ινών στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου στον Πειραιά, αποτελούμενο από χωματουργικές και δικτυακές εργασίες, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του οποίου έλαβε χώρα στις 26-8-2019 το ένδικο ατύχημα. Αυτό, αν και έπεται της πρόσκλησης συμμετοχής στον διαγωνισμό και της ανάθεσης στην προαναφερθείσα Κοινοπραξία, προηγείται χρονικά της υπογραφής της ανωτέρω σύμβασης-πλαισίου. Όλων δε αυτών προηγούνται οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους από 23-2-2017, από 7-4-2017 και από 12-4-2018 επιμέρους συμφωνίες ανάθεσης έργου υπεργολαβικά, διαδοχικά από την Κοινοπραξία προς την μονοπρόσωπη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και ήδη «………, τρίτη εναγομένη, εφεσίβλητη-εκκαλούσα-η πρώτη συμφωνία- και από αυτήν προς την εταιρεία «………….», ήδη τέταρτη εναγομένη-εφεσίβλητη-εκκαλούσα-οι λοιπές συμφωνίες, στις οποίες το εκτελούμενο έργο περιγράφεται ως «Ανάπτυξη Δικτύου Πρόσβασης Νέας Γενιάς σε περιοχές της Ελληνικής Επικράτειας». Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο συνάγει ότι η συνεργασία των εναγομένων, για την εκτέλεση του έργου της ανάπτυξης του δικτύου της πρώτης εναγομένης συνολικά αλλά και των επιμέρους υποέργων, με τη μορφή των διαδοχικών αναθέσεων, χρονολογούνταν από παλαιότερα, με όρους επαναλαμβανόμενους, όπως αυτοί θα αναπτυχθούν στη συνέχεια, οι οποίοι αφορούν, επομένως, και το επίδικο έργο, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται. Στοιχείο χαρακτηριστικό που επιβεβαιώνει την ανωτέρω παραδοχή, ως προς τη συνεργασία μεταξύ της κυρίας του έργου και της δεύτερης εναγομένης, αποτελεί και το γεγονός ότι στην προσκομιζόμενη σύμβαση-πλαίσιο γίνεται παραπομπή στο παράρτημα 2, που χρονολογείται ήδη από το έτος 2018. Έτσι, η δεύτερη εναγομένη, ως ανάδοχος εργολάβος, ήταν υποχρεωμένη να εκτελέσει το συγκεκριμένο υποέργο, σύμφωνα με τις μελέτες και τις έγγραφες εντολές και οδηγίες της πρώτης, ως εργοδότη, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, ώστε να ανταποκρίνεται στον προορισμό του, τηρώντας με ακρίβεια τη μελέτη και τις τεχνικές προδιαγραφές κατασκευής, τις αστυνομικές και άλλες διοικητικές διατάξεις, διαθέτοντας το απαιτούμενο προσωπικό, υλικά, μηχανήματα, οχήματα, αποθηκευτικούς χώρους, εργαλεία και άλλα μέσα. Επίσης, είχε την υποχρέωση τήρησης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, καθώς και όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας, για την πρόληψη ατυχημάτων, του προσωπικού της, του προσωπικού της εργοδότριας ή οποιουδήποτε τρίτου (όρος 2.6.1, 2.6.6, 2.6.8 του παραρτήματος 2 και 15.7 της σύμβασης-πλαισίου). Η παρακολούθηση και ο έλεγχος του κατασκευαστικού μέρους των υποέργων θα ασκούνταν από την ελέγχουσα επιχειρησιακή μονάδα της εργοδότιδας (δηλαδή τη μονάδα, η οποία ασκεί την παρακολούθηση και τον έλεγχο της εκτέλεσης του έργου με σκοπό την πιστή εκπλήρωση από τον εργολάβο των όρων της σύμβασης έργου και την εκτέλεσή του κατά τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, ώστε να ανταποκρίνεται στον προορισμό του, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στη σύμβαση-πλαίσιο), με στόχο την πιστή εκπλήρωση από την εργολάβο των όρων της σύμβασης και του παραρτήματος, που σχετίζονταν με την εκτέλεση του συγκεκριμένου υποέργου (όρος 2.9.1 και 2.9.3 παραρτήματος). Η επίβλεψη, διοίκηση και διεύθυνση του υποέργου, όμως, θα ασκείτο αποκλειστικά από την εργολάβο και ειδικά από τεχνικούς της, με τα κατάλληλα προσόντα που θα γίνονταν αποδεκτοί από την εργοδότρια, και των οποίων η παρουσία στο υποέργο θα ήταν υποχρεωτική. Ο ασκών δε από μέρους της εργολάβου, την επίβλεψη, διοίκηση και διεύθυνση του υποέργου, υποχρεούτο, εφόσον ζητείτο από την εργοδότρια να συνοδεύει στον τόπο του υποέργου τα αρμόδια στελέχη της που ελέγχουν και παρακολουθούν τα υποέργα κατά τις μεταβάσεις για έλεγχο, παρακολούθηση ή επιθεώρηση στον τόπο ή τους τόπους των υποέργων (όρος 2.9.2 παραρτήματος). Ακόμη, η παραλαβή και ο έλεγχος της ποιότητας των υλικών του εργολάβου, που θα χρησιμοποιούνταν κατά την εκτέλεση του υποέργου ή θα ενσωματώνονταν σε αυτό θα γινόταν από πρόσωπο που θα όριζε ο κύριος του έργου (όρος 2.9.4 παραρτήματος), η ανάδοχος θα ήταν υποχρεωμένη να συμμορφώνεται πλήρως με τις έγγραφες είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή οδηγίες των ελεγκτών και επιστατών της ελέγχουσας επιχειρησιακής μονάδας (όρος 2.9.5 παραρτήματος) και η τελευταία θα ήλεγχε την τήρηση των υποχρεώσεων ασφαλείας της αναδόχου, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις, υποδομές και εξοπλισμό, καθώς και την τήρηση της εμπιστευτικότητας. Η άσκηση του ελέγχου δεν έχει την έννοια ότι θα αίρονταν ή θα μειώνονταν οι ευθύνες της αναδόχου για ζημίες σε τρίτους κατά την εκτέλεση και λόγω της εκτέλεσης των εργασιών, καθώς επίσης και για πιθανό ατύχημα σε προσωπικό της εργοδότριας ή της αναδόχου ή σε τρίτον, που τυχόν θα συνέβαινε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του υποέργου (όρος 2.9.6 παραρτήματος). Επιπλέον η εργοδότρια διατηρούσε το δικαίωμα να πραγματοποιεί οποιαδήποτε εργασία ελέγχου ποιότητας και σε οποιοδήποτε σημείο και φάση εκτέλεσης οποιουδήποτε υποέργου, και η εργολάβος να επιτρέπει και να διευκολύνει την παραπάνω εργασία ελέγχου (όρος 2.9.3.1 παραρτήματος). Η ανάδοχος υποχρεούτο να προβεί σε ασφαλιστική κάλυψη του έργου (όρος 11 της σύμβασης-πλαισίου), ενώ ρητώς συμφωνήθηκε ότι θα ήταν αστικά και ποινικά υπεύθυνη για οποιοδήποτε ατύχημα, τραυματισμό, απώλεια, βλάβη ή ζημιά σε πρόσωπα ή πράγματα ιδιοκτησίας της κυρίας, του προσωπικού της ιδίας (ενν. αναδόχου), συμπεριλαμβανομένων και των προστηθέντων της, ή τρίτου (όρος 12 της σύμβασης-πλαισίου). Επίσης, υποχρεούτο να τηρεί τους ισχύοντες νόμους, διατάξεις διαταγμάτων και γενικά αστυνομικές και άλλες διοικητικές διατάξεις και νόμους για την υγεία και ασφάλεια των εργατών και του προσωπικού εν γένει (όρος 13.4 σύμβασης-πλαισίου). Σε περίπτωση χρησιμοποίησης υπεργολάβου, η ανάδοχος θα παρέμενε η μόνη και αποκλειστικά υπεύθυνη έναντι της εργοδότιδας για όλες τις απορρέουσες από τη σύμβαση υποχρεώσεις (όρος 14.5 σύμβασης), ενώ καμία έννομη σχέση και δη εργασιακή σχέση δεν θα συνέδεε την εργοδότιδα με το προσωπικό της αναδόχου ή και υπεργολάβου που τυχόν θα απασχολείτο άμεσα ή έμμεσα με οποιονδήποτε τρόπο (όρος 15.1) ούτε θα υπήρχε υπηρεσιακή εξάρτησή του από αυτήν (όρος 15.3 της σύμβασης). Η ανάδοχος θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή της και να απασχολήσει σε όλα τα στάδια εκτέλεσης τεχνικό προσωπικό, με επαρκή τεχνική και επιστημονική κατάρτιση, κατάλληλα προσόντα και απαραίτητη εμπειρία, ώστε να ανταποκρίνεται εγκαίρως, πλήρως και προσηκόντως στις υποχρεώσεις του (όρος 15.4. της σύμβασης). Τέλος, η εργολάβος διατηρούσε το δικαίωμα να αναθέσει σε τρίτον την εκτέλεση υποέργου, μόνον κατόπιν γνωστοποίησης αυτού στην εργοδότρια και προηγούμενης ειδικής έγγραφης έγκρισης του τελευταίου, και αν δεν το έπραττε η εργοδότρια διατηρούσε το δικαίωμα να κηρύξει την εργολάβο έκπτωτη (όρος 14.4 της σύμβασης-πλαισίου). Πλέον αυτών, με σύμβαση υπεργολαβίας που καταρτίστηκε μεταξύ της αναδόχου κοινοπραξίας και της τρίτης εναγομένης, ως υποεργολάβου, η τελευταία ανέλαβε να εκτελέσει τις εργασίες που είχαν ανατεθεί στην ίδια, μεταξύ των οποίων οι ενδεικτικά απαριθμούμενες. Η τήρηση των μέτρων ασφαλείας, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο ορισμός υπεύθυνου μηχανικού του έργου, τεχνικού ασφαλείας, υπεύθυνου για την εφαρμογή και τήρηση των όσων ορίζει το σύστημα ασφαλείας και υγιεινής του έργου και όσων του υποδεικνύει ο συντονιστής ασφαλείας της εργολάβου (ενν. αναδόχου), και η κοινοποίηση στην εργολάβο των υπεύθυνων δηλώσεων αποδοχής τους πριν την έναρξη εργασιών του κάθε Αστικού Κέντρου, αποτέλεσαν ρητές συμβατικές υποχρεώσεις της υπεργολάβου (όρος 4). Η τελευταία, επίσης, όφειλε να προσλαμβάνει με δική της μέριμνα το απαιτούμενο προσωπικό, ενημερώνοντας την ανάδοχο-εργολάβο σχετικά με αυτό και τον χρησιμοποιούμενο εξοπλισμό (όρος 7.1 και 7.3), ενώ τόσο η ίδια όσο και το προσωπικό που θα διέθετε για την κατασκευή του έργου όφειλαν να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες των υπευθύνων της αναδόχου-εργολάβου, το δε προσωπικό της όφειλε να κάνει χρήση των απαραίτητων μέσων ατομικής προστασίας που η υπεργολάβος θα τους παρείχε, η οποία θα ήταν υπεύθυνη για την παροχή των μέσων αυτών προς τους εργαζόμενους (όρος 9.1). Επίσης, όφειλε να λαμβάνει τα απαραίτητα και ενδεικνυόμενα μέτρα, ως και τα υποδεικνυόμενα από την ανάδοχο-εργολάβο ή τις αρμόδιες Αρχές μέτρα προς αποφυγή ατυχημάτων (όρος 9.3) και θα ήταν η μόνη και αποκλειστικά υπεύθυνη για την ασφάλεια και προστασία του προσωπικού της, του εξοπλισμού του, των υλικών, μηχανημάτων, εγκαταστάσεων κλπ. (όρος 9.4). Για τα εργατικά ή άλλα ατυχήματα στα απασχολούμενα από αυτήν πρόσωπα, αποκλειστικά υπεύθυνη θα ήταν η ίδια, όπως και για κάθε ζημία ή βλάβη σε πράγματα ή άτομα ή για κάθε ατύχημα σε προσωπικό της ή τρίτο, εφόσον αυτά προξενούντο από οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη του προσωπικού ή του εξοπλισμού της κατά την εκτέλεση των εργασιών του (όρος 9.2). Ακόμη, υποχρεούτο να δηλώσει στην εργολάβο έμπειρο μηχανικό για κάθε μέτωπο εργασίας, υπεύθυνο για την παρακολούθηση των εργασιών και συνεργαζόμενο με την επίβλεψη του έργου και τους μηχανικούς της αναδόχου-εργολάβου (όρος 9.7). Η υπεργολάβος δεσμεύτηκε ρητά να συμμορφώνεται, μεταξύ άλλων, ενδεικτικά αναφερόμενων, με τις διατάξεις του πδ 778/1980 «περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών», του πδ 1073/1981 «περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών σε εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας έργων πολιτικού μηχανικού», του ν.1396/1983, των πδ 395, 396/1994, 305/1996, 17/1996, του ν.1568/1985 κ.α. Ακόμη, η υπεργολάβος απαγορευόταν να αναθέσει σε άλλον υπεργολάβο την εκτέλεση όλου ή μέρους του αντικειμένου των εργασιών, χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της αναδόχου-εργολάβου (άρθρο 16.4). Τέλος, με σύμβαση που συνήψε η υπεργολάβος με την τέταρτη εναγομένη, και όρους όμοιους με τους αμέσως παραπάνω εκτεθέντες, ανέθεσε και αυτή με τη σειρά της στην τελευταία την εκτέλεση των σχετικών εργασιών. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η δεύτερη εναγομένη κοινοπραξία επεφύλαξε στον εαυτό της το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, με παροχή οδηγιών και εντολών, γενικώς αλλά και ειδικώς ως προς την ασφάλεια του έργου, προς τις οποίες η τρίτη εναγομένη όφειλε να συμμορφωθεί. Αντιστοίχως, η τελευταία επεφύλαξε για τον εαυτό της τα ίδια δικαιώματα έναντι της τέταρτης εναγομένης, και έτσι, η μεν τρίτη εναγομένη θεωρείται προστηθείσα από τη δεύτερη και η τέταρτη εναγομένη υποπροστηθείσα από αυτήν, με αποτέλεσμα να γεννάται αντικειμενικά ευθύνη της δεύτερης και τρίτης εναγομένης για τις υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της τέταρτης, κατ’άρθρο 922 του ΑΚ. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, με βάση τον ν. 1396/1983 που φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα», στα τεχνικά έργα δηλαδή εκτός των οικοδομών και σε κάθε εργοταξιακή κατασκευή χρονικής διαρκείας, όπως ανέγερση, προσθήκη, επισκευή, καθαίρεση και ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση (άρθρο 2 παρ.1), ο εργολάβος και ο υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται :1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, 2…..3. Να εφαρμόζουν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού (άρθρο 3). Ως εργολάβος δε ορίζεται το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του τεχνικού έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό (άρθρο 2 παρ. 4) και ως υπεργολάβος το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. Ως υπεργολάβος θεωρείται επίσης και το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τα παραπάνω την εκτέλεση τεχνικού έργου ή τμήματος του (άρθρο 2 παρ.5). Επομένως, η δεύτερη και τρίτη εναγομένη, ανεξαρτήτως των συμβατικών προβλέψεων ήταν εκ του νόμου συνυπεύθυνες για την τήρηση των όρων ασφαλείας εν γένει και ο συμβατικός αποκλεισμός της ευθύνης τους ουδεμία επίδραση ασκεί και ανάγεται στις εσωτερικές και μόνον σχέσεις τους με τις αντισυμβαλλόμενές τους. Αντιθέτως, η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του έργου, δεν ευθύνεται ούτε υποκειμενικά αλλά ούτε και αντικειμενικά ως προστήσασα τη δεύτερη εναγομένη, για τις πράξεις και παραλείψεις των υποπροστηθέντων από αυτήν διαδοχικά, τρίτης και τέταρτης εναγομένης, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη, ως εργολάβος, ευρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως από αυτήν. Η διεύθυνση και επίβλεψη του έργου επιφυλάχθηκε ρητά στην ίδια την εργολάβο, τους επιβλέποντες μηχανικούς και τεχνικούς της, και μόνον, και ο έλεγχος από την πλευρά της εργοδότριας και της ελέγχουσας επιχειρησιακής μονάδας της αποσκοπούσε κυρίως στην έγκαιρη και κανονική, κατά τους όρους της συμβάσεως, εκτέλεση του έργου, στην τήρηση του χρονοδιαγράμματος και βασικών κανόνων ασφαλείας (πρόσβαση και εξοπλισμός προσωπικού). Επομένως, καταλήγοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις ίδιες ουσιαστικές παραδοχές αν και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από τις αιτιολογίες της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Δ΄έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνακόλουθα, ο παραδεκτά προταθείς κατ’άρθρο 193 του ΚΠολΔ, δεύτερος λόγος της ίδιας εφέσεως, που αφορά την επιβολή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγομένης σε βάρος του ενάγοντος, κρίνεται ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο συμψηφισμός της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, λόγω της τυχόν ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν σε κάθε περίπτωση δυνητικός και όχι υποχρεωτικός για το Δικαστήριο και, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την κρίση του αυτή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η τέταρτη εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα την 1-4-2017, ως εργατοτεχνίτη, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Έγγραφη σύμβαση δεν προσκομίζεται ούτε και υπεύθυνη δήλωσή του, από την οποία να προκύπτει ότι ενημερώθηκε και εκπαιδεύτηκε από την εργοδότριά του σε σχέση με τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία του, κατ’άρθρο 15 παρ. 5 και 6 του ν. 3850/2010. Στις 26-8-2019 και περί ώρα 09.00, αυτός εργαζόταν σε έλεγχο φρεατίου, διαμέτρου 2-2,5 μέτρων και βάθους περί τα 2,5 μέτρα, ιδιοκτησίας του ….., στη συμβολή των οδών … και …. στον Πειραιά. Προκειμένου να προβεί σε οπτικό έλεγχο του φρεατίου και των σωληνώσεών του, τοποθέτησε εντός αυτού αναδιπλούμενη κλίμακα αλουμινίου, ύψους περίπου 2,5 μέτρων που του είχε προηγουμένως διαθέσει η εργοδότιδά του. Κατά την κάθοδό του στο φρεάτιο, και ενώ το μισό περίπου σώμα του βρισκόταν εντός αυτού, η κλίμακα δίπλωσε, και ο ενάγων προσπάθησε ανεπιτυχώς να κρατηθεί στην επιφάνειά του από τα αντιβράχια των χεριών του, τα οποία σήκωσαν όλο το βάρος του σώματός του, αλλά τελικά δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την πτώση του μέσα στο φρεάτιο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στον δεξιό του ώμο και να μην είναι σε θέση να συνεχίσει την εργασία του. Τον βοήθησε να εξέλθει από εκεί ο εργάτης ………, ο οποίος χρησιμοποίησε σίδερο από την παρακείμενη οικοδομή για να τραβήξει έξω από το φρεάτιο τη σκάλα, τη λειτουργικότητα της οποίας επανέφερε με τον τρόπο, που περιγράφεται στη συνέχεια, προκειμένου ο ενάγων να μπορέσει να εξέλθει, και ο ίδιος τον συνόδευσε κατά την επιστροφή του στην Κόρινθο, όπου διέμεναν αμφότεροι. Ο συγκεκριμένος εργάτης απασχολείτο στην τέταρτη εναγομένη το τελευταίο περίπου δεκαπενθήμερο, εκτελώντας βοηθητικές εργασίες, με την προοπτική στη συνέχεια να γίνει και τυπικά η πρόσληψή του, δοθέντος ότι τον Αύγουστο οι τεχνικές εταιρείες παραμένουν κλειστές και άρα δεν υπάρχει προσωπικό, και η τέταρτη εναγομένη επιθυμούσε να ολοκληρωθούν οι εργασίες του ελέγχου των φρεατίων για να περάσει σε άλλη φάση εργασιών. Επομένως, εφόσον δεν είχε γίνει τυπικά η πρόσληψή του δεν είχε ασφαλιστεί και δεν θα μπορούσε να έχει συμπεριληφθεί στον πίνακα προσωπικού. Έτσι, το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε όφελος της τέταρτης εναγομένης από την εξοικονόμηση ασφαλιστικών εισφορών για τυχόν αδήλωτους εργαζομένους της, για τον λόγο ότι οι εισφορές αυτές καταβάλλονταν από την δεύτερη εναγομένη, με βάση τις λίστες του προσωπικού που της παραδίδονταν, και παρακρατούνταν από την αμοιβή για την εκτέλεση του υποέργου, δεν ευσταθεί. Άλλωστε το ότι δεν υπήρχε γενικώς τυπικότητα από την πλευρά των εναγομένων εταιρειών-πλην της πρώτης-αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος και από τη χρονική αταξία των προσκομιζόμενων συμβάσεων συνεργασίας τους, κατά τα άνω. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η αναδίπλωση της κλίμακας οφείλεται σε προϋπάρχουσα βλάβη της, από την έναρξη των εργασιών, στο σημείο σύγκλισης των επιμέρους τμημάτων της, όπου ο ενάγων και ο έτερος εργάτης τοποθετούσαν βίδα, προκειμένου αυτή να διατηρείται σταθερή, η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή έφυγε από τη θέση της. Το ελάττωμα αυτό είχαν γνωστοποιήσει και στον ………, πατέρα του μοναδικού εταίρου της τέταρτης εναγομένης, …………., και συνταξιούχο τεχνικό της πρώτης εναγομένης, ο οποίος λόγω της εμπειρίας του εκτελούσε εν τοις πράγματι καθήκοντα επιβλέποντος, αλλά αυτός είχε αμελήσει προφανώς να την αντικαταστήσει, δεδομένου ότι η κλίμακα δεν χρησιμοποιείτο καθημερινά και η λειτουργικότητά της ήταν μέχρι τότε ικανοποιητική με την παραπάνω παρέμβαση των εργατών. Οι παραπάνω συνθήκες και αιτία πρόκλησης του ατυχήματος προκύπτουν με σαφήνεια και πληρότητα από την κατάθεση του προαναφερθέντος εργάτη, για την αξιοπιστία του οποίου δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει το Δικαστήριο, αφού με ετοιμότητα, πληρότητα και σαφήνεια απάντησε σε όλα τα ερωτήματα που του τέθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου από όλες τις διάδικες πλευρές. Επιπλέον και ενισχυτικά της παραδοχής αυτής, προσκομίζεται και κάρτα πολλαπλών διαδρομών του προαστιακού για τη διαδρομή Κόρινθος-Πειραιάς, εκδοθείσα στο όνομά του, μηνιαίας διάρκειας με ισχύ από τις 22-8-2019 έως τις 21-9-2019, όπως δηλαδή και εκείνη του ενάγοντος. Τα ίδια πραγματικά περιστατικά αποτυπώνονται συνοπτικά και στην από 31-3-2020 γραπτή αναγγελία του τελευταίου προς το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, με την οποία ο ενάγων πρότεινε ως μάρτυρες τον ανωτέρω αλλοδαπό και τον παριστάμενο εκπρόσωπο της τέταρτης εναγομένης, ………., συνταξιούχο τραπεζικό, ο οποίος δεν διέθετε σχετικές γνώσεις αλλά επειδή διέμενε πλησίον του τόπου της εργασίας τους, τη συγκεκριμένη ημέρα τους παρέλαβε από τον σταθμό του προαστιακού και τους μετέφερε εκεί, παραμένοντας και ο ίδιος στο σημείο, σε αντικατάσταση του αδερφού του …., κατοίκου ……… Προφανώς η εργασία αυτή είχε αξιολογηθεί ως χαμηλής επικινδυνότητας και επίκειτο η ολοκλήρωσή της, αφού απέμενε ένα ακόμη φρέατιο προς έλεγχο. Το περιεχόμενο της αναγγελίας αυτής διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις διευκρινιστικές πληροφορίες του …….. που αναγράφονται στην εκπρόθεσμη, από 10-10-2019 δήλωση ατυχήματος, που συνυπογράφει ο ενάγων, σύμφωνα με τις οποίες ο ίδιος (……….) και ουδείς άλλος ήταν παρών κατά το ατύχημα, εκτός από τον ενάγοντα και ο τραυματισμός του τελευταίου οφείλεται ουσιαστικά σε αμέλεια του ιδίου, ο οποίος δεν έκανε σωστό καταμερισμό του βάρους του σώματός του με αποτέλεσμα να γλιστρήσει από τη σκάλα. Λίγες μέρες αργότερα μάλιστα, ο ενάγων επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την ορισθείσα Επιθεωρήτρια Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, ……….., παρά τις προσπάθειες της τελευταίας να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στην Υπηρεσία, ώστε να παράσχει σχετικές διευκρινίσεις. Υπό τα παραπάνω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο συνάγει ότι το ένδικο ατύχημα και ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε προέχουσα αμέλεια της τέταρτης εναγομένης σε ποσοστό 70 % και συντρέχουσα αμέλεια του ιδίου σε ποσοστό 30 %. Η αμέλεια της πρώτης, ως εργοδότριας του ενάγοντος και (υπερ)εργολάβου του εκτελούμενου έργου, συνίσταται στο ότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, και συγκεκριμένα δεν του χορήγησε κατάλληλο εξοπλισμό, αντικαθιστώντας, εφόσον ήταν αναγκαίο, την κλίμακα που αυτός θα χρησιμοποιούσε στην εργασία του και είχε υποστεί βλάβη, ούτε και ιμάντα πρόσδεσης για την κάθοδό του στο φρεάτιο, ενώ δεν υπήρχε κάποιος υπεύθυνος που να επιβλέπει την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, παρά μόνον ο …….., ο οποίος δεν είχε τις γνώσεις ούτε και την εμπειρία για την επίβλεψη της ασφαλούς εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας. Ο ίδιος δε (ενν. ο νόμιμος εκπρόσωπος της τέταρτης εναγομένης), όφειλε και μπορούσε, καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού εργολάβου, να προβλέψει ότι η μη χρήση ιμάντα πρόσδεσης και κατάλληλου εξοπλισμού, όπως και η παράλειψη κατάλληλης εποπτείας και καθοδήγησής του, μπορούσε να οδηγήσει, όπως και πράγματι οδήγησε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον τραυματισμό του εργαζόμενου ενάγοντος, ο οποίος θα είχε αποφευχθεί αν είχαν τηρηθεί τα παραπάνω μέτρα. Οι παραλήψεις του, επομένως, αυτές τελούσαν σε αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, κατά το οποίο επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος, διότι κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν επαρκώς ικανές (πρόσφορες) να επιφέρουν το επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα, ως αναγόμενες δε στην εκτέλεση των καθηκόντων του γεννούν εις ολόκληρον ευθύνη και της τέταρτης εναγομένης (άρθρο 71 του ΑΚ). Αντιθέτως, η τυχόν παράληψη ενημέρωσης και εκπαίδευσής του από την τελευταία γύρω από τους επαγγελματικούς κινδύνους της εργασίας που του ανατέθηκε, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, γεγονός που αποτελεί παραδοχή και της εκκαλουμένης, διότι, παρ’ότι στο σκεπτικό της αναγράφεται ότι δεν προσκομίστηκε έγγραφη σύμβαση εργασίας του ούτε υπεύθυνη δήλωσή του περί τέτοιας ενημέρωσης και εκπαίδευσής του, στη συνέχεια, στην αμελή συμπεριφορά που της αποδίδεται δεν συμπεριλαμβάνεται και η παράληψή της αυτή. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούσες πλήττουν την εκκαλουμένη για την κρίση της περί μη ενημέρωσης δηλαδή και εκπαίδευσης του ενάγοντος, αλυσιτελώς προτείνονται και πρέπει να απορριφθούν. Η δε αμέλεια του ενάγοντος συνίσταται στο ότι ο ίδιος, λόγω και της εμπειρίας του στην εργασία που εκτελούσε, η οποία του επέτρεπε να αντιληφθεί την επικινδυνότητα της εργασίας του γενικώς αλλά και ειδικώς της χρήσης ελαττωματικής κλίμακας, λόγος άλλωστε για τον οποίο είχε ενημερώσει τον νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότιδάς του, όφειλε να απέχει από την κάθοδό του στο φρεάτιο πρωτίστως με την ελαττωματική κλίμακα και δευτερευόντως χωρίς ιμάντα πρόσδεσης, ειδοποιώντας σχετικά την εργοδότριά του (άρθρο 114 παρ.4 του πδ 1073/1981). Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, γεννάται (αντικειμενική) ευθύνη της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων έναντι του ενάγοντος, λόγω της διαδοχικής σχέσης προστήσεως μεταξύ αυτών αλλά και μεταξύ της τρίτης και τέταρτης των εναγομένων. Αντιθέτως, ζήτημα ίδιας (υποκειμενικής) ευθύνης της δεύτερης και τρίτης εναγομένης δεν τίθεται αφού δεν αποδείχθηκε παράλειψη καθοδήγησης του ενάγοντος, καθώς μάλιστα δεν αποδείχθηκε ότι ετέθη υπόψη τους η χρήση ελαττωματικής κλίμακας, ούτε υπείχαν αυτές υποχρέωση να επιθεωρούν καθημερινά, μέσω εκπροσώπου τους, τις εργασίες της τέταρτης εναγομένης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με εν μέρει διαφορετική και ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται αντίστοιχα από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, ο δεύτερος, κατά το οικείο σκέλος του, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ο πρώτος και τέταρτος, κατά το οικείο σκέλος του, λόγος της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης, που αφορούν και αυτοί εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης, περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Δ΄έφεσης του ενάγοντος, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Επίσης, απορριπτέος, ως αλυσιτελής τυγχάνει ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, ως προς το σκέλος της που πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της περί εκπρόθεσμης αναγγελίας του ατυχήματος. Ορθώς, μάλιστα, η εκκαλουμένη δέχθηκε περιστατικά αμέλειας εν μέρει διαφορετικά από τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφού με τον τρόπο αυτό δεν μεταβλήθηκε ριζικά η έννοια της αμέλειας της τέταρτης εναγομένης ούτε προσδόθηκε σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017, ΑΠ 517/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων αρχικά δεν αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του τραυματισμού του και έτσι δεν ανταποκρίθηκε στην προτροπή του ……, που παρευρισκόταν στο σημείο ως εκπρόσωπος της τέταρτης εναγομένης να τον μεταφέρει σε νοσοκομείο. Τελικά, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, λόγω του έντονου πόνου που αισθανόταν μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου και εξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία, όπου διαπιστώθηκε κάκωση δεξιού ώμου και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια 5 ημερών, χωρίς να προκύπτει η υποβολή του σε απεικονιστική εξέταση. Στη συνέχεια επισκέφθηκε ιδιώτη χειρούργο ορθοπεδικό, ο οποίος διέγνωσε ρήξη τενόντων και του χορήγησε και νέα αναρρωτική άδεια έως τις 10-10-2019, γνωματεύοντας παράλληλα ότι ήταν αναγκαία η χειρουργική αποκατάσταση του τραύματος. Η διάγνωση αυτή επιβεβαιώθηκε από τη μαγνητική τομογραφία στην οποία υποβλήθηκε στις 12-9-2019. Μάλιστα στη σχετική γνωμάτευση αναγράφεται ότι ελάχιστες από τις ίνες των τενόντων του υπερακανθίου και υπακανθίου μυός διακρίνονται ακέραιες και ότι υπάρχει συλλογή υγρού στην περιοχή και οιδηματικά στοιχεία στους τένοντες. Η εικόνα αυτή δεν μεταβλήθηκε έως τις 20-9-2019 που υποβλήθηκε σε νέα μαγνητική τομογραφία. Εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Αργολίδας στις 11-10-2019 και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με άγκυρα, για την αποκατάσταση της ρήξης των στροφέων του δεξιού του ώμου, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος για μία ημέρα και κατά την έξοδό του του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών. Μετά από νέα εξέτασή του στις 10-12-2019 του συνεστήθη σειρά 10 φυσικοθεραπειών από τον ορθοπαιδικό του Ε.Ο.ΠΥΥ ……….. Επανεξετάστηκε στην Ορθοπαιδική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αργολίδας, στις 9-1-2020, όπου διαπιστώθηκε δυσκαμψία δεξιού ώμου, μείωση απαγωγής έξω στροφής και έκπτωση μυϊκής ισχύος και εκτιμήθηκε ότι η τελική έκβαση ήταν απρόβλεπτη και ότι δεν δύναντο να αποκλειστούν μελλοντικές χειρουργικές επεμβάσεις, ενώ κρίθηκε ότι η εργασία του ως οικοδόμου ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντική για τη συγκεκριμένη πάθηση, και, στη συνέχεια, στις 10-3-2020, ημεροχρονολογία που τα προαναφερθέντα συμπτώματα δεν είχαν υποχωρήσει και του χορηγήθηκε νέα αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών, ενώ του συνεστήθη και νέος κύκλος δέκα φυσικοθεραπειών. Επανεξεταζόμενος στην ίδια κλινική, λόγω της εμμονής των συμπτωμάτων, στις 10-7-2020, στις 10-8-2020, στις 10-9-2020, στις 9-10-2020 και στις 14-1-2021, κρίθηκε αναγκαία με σχετικές γνωματεύσεις η συνέχιση των φυσικοθεραπειών και του χορηγήθηκαν διαδοχικές αναρρωτικές άδειες τριάντα (30) ημερών κάθε φορά. Στην τελευταία εξ αυτών, με μικρή διαφοροποίηση σε σχέση με τις προηγούμενες, διαπιστώθηκε ελάττωση της ενεργητικής και παθητικής κίνησης του ώμου του και σημαντική έκπτωση της μυϊκής ισχύος του και κρίθηκε ότι μετά και την παρέλευση της τελευταίας αναρρωτικής αδείας του θα ολοκληρωνόταν το πρόγραμμα αποθεραπείας του. Από τη γνωμάτευση αυτή, και παρ’ότι δεν προσκομίστηκαν νεώτερες γνωματεύσεις ώστε να διαπιστωθεί αν υπήρξε κάποια μεταβολή της κατάστασης της υγείας του έκτοτε, προκύπτει με σαφήνεια ότι το πρόγραμμα αποθεραπείας του θα ολοκληρωνόταν άμεσα χωρίς πρόβλεψη να υποχωρήσουν τα εμμένοντα αυτά συμπτώματα. Από όσα παραπάνω εκτέθηκαν κρίνεται πειστική η εξήγηση του ενάγοντος για τον λόγο που υπήρξε η παραπάνω διαφοροποίηση από την αρχική δήλωση ατυχήματος στις 10-10-2019 στην αναγγελία ατυχήματος στις 31-3-2020. Ο ίδιος, δηλαδή, ευελπιστώντας ότι θα δεχθεί οικονομική ενίσχυση από την εργοδότριά του και μη ενδιαφερόμενος για την ποινική ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου της, συνυπέγραψε τη δήλωση ατυχήματος, επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενό της, αφού πρώτιστο μέλημά του ήταν η κάλυψή του για το χρονικό διάστημα της αποχής από την εργασία του. Στη συνέχεια, όμως, όταν διαπιστώθηκε η σοβαρότητα του τραυματισμού του, συνεπεία του οποίου υπέστη μόνιμη βλάβη στον ώμο, που θα δυσχέρανε σημαντικά την εργασία του ως οικοδόμου, θέλησε να δηλώσει τις πραγματικές συνθήκες του ατυχήματος, προκειμένου να διεκδικήσει τις αστικές του αξιώσεις, αφού δεν αναμένετο ήδη από τότε επάνοδος στην εργασία του και, επομένως, και οποιαδήποτε περαιτέρω ενίσχυση από την εργοδότιδά του. Ενισχυτικό της παραδοχής αυτής αποτελεί και το γεγονός ότι η ρήξη των τενόντων των στροφέων μυών που υπέστη δεν συνάδει με την πτώση του, όπως περιγράφεται στη δήλωση ατυχήματος, αλλά με την προσπάθειά του να κρατηθεί στο στόμιο του φρεατίου, δηλαδή με την περιγραφή του ατυχήματος που ο ίδιος έδωσε με την από 31-3-2020 αναγγελία του. Έτσι, και το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, για τη διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος, και δη τις υπολειμματικές βλάβες και την έκταση της αναπηρίας του, όπως και την πιθανή εξέλιξή της στο μέλλον, αφού το αποδεικτικό υλικό (έγγραφα και μάρτυρες) κρίνεται επαρκές για τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας της υπό στοιχ. Β΄έφεσης. Εξάλλου, απορριπτέος ως αλυσιτελής κρίνεται ο έβδομος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης όπως και ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, περί απόρριψης δηλαδή του αιτήματος για διενέργεια τέτοιας πραγματογνωμοσύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και τούτο διότι, ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του, δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αφού το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρου 534 του ΚΠολΔ) με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα προς αυτή αποδιδόμενα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος. Πέραν όμως αυτού, αυτή ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να την διατάξει, σύμφωνα με το άρθρο 368 του ΚΠολΔ (ΕφΑιγ 90/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων ηλικίας 55 ετών, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, υπέστη ηθική βλάβη, εξαιτίας του τραυματισμού του, της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας του, κατά τη διάρκεια της θεραπείας του, της υποβολής του σε χειρουργική επέμβαση και φυσικοθεραπείες, τον μόνιμο περιορισμό της λειτουργικότητας του δεξιού του ώμου και τη δυσκολία του να επανέλθει στην εργασία του ως εργατοτεχνίτη αλλά και οποιαδήποτε άλλη χειρωνακτική εργασία, και της στενοχώριας που δοκίμασε. Για την αποκατάστασή της, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να του επιδικασθεί, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανέρχεται, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της αμέλειας του εκπροσώπου της εργοδότριάς του εταιρείας, αλλά και τη συντρέχουσα αμέλεια του ιδίου στην πρόκληση του ατυχήματος, τις ειδικότερες συνθήκες, την έκταση, το είδος και τη σοβαρότητα του τραυματισμού του, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάστασή του, έγγαμου και πατέρα δύο παιδιών, και την οικονομική κατάσταση της τέταρτης εναγομένης ως ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, στο ποσό των 15.000 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ίδιο ποσό ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο σχετικός, τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, ο έκτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης κατά το ίδιο επίσης σκέλος του και ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος τους, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ανάδοχος Κοινοπραξία, είχε συνάψει την υπ’αριθμ. ……./12-1-2017 ασφαλιστική σύμβαση με την παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, με αντικείμενο την ασφάλιση της αστικής ευθύνης της κατά την εκτέλεση του έργου της «Ανάπτυξης δικτύου πρόσβασης νέας γενιάς σε περιοχές της Ελληνικής επικράτειας» σύμβασης πλαισίου-20380, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, μεταξύ άλλων, των εργολάβων, υπεργολάβων και του προσωπικού τους, έως του ποσού των 400.000 ευρώ για σωματικές βλάβες αυτών, δηλαδή των προσώπων που σχετίζονταν με την εκτέλεση του έργου που ανέλαβε, επομένως, είχε συνάψει ασφάλιση για λογαριασμό και προς το συμφέρον και των προσώπων αυτών. Η ισχύς της παρατάθηκε με την υπ’αριθμ. ……./5-6-2019 πρόσθετη πράξη και αφορούσε το ίδιο ασφαλιστικό ποσό. Συνεπώς, με δεδομένο ότι η δεύτερη εναγομένη ευθύνεται αντικειμενικά για τον τραυματισμό του ενάγοντος, νομίμως προσληφθέντος, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ο οποίος καλύπτεται από την προαναφερθείσα ασφαλιστική σύμβαση, γεννάται κατ’αρχήν δικαίωμα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας να απαιτήσει αποζημίωση από την παρεμπιπτόντως εναγομένη, λόγω επέλευσης ασφαλιστικής περίπτωσης. Με ρητό, ωστόσο, όρο της αρχικής σύμβασης αλλά και της προαναφερθείσας πρόσθετης πράξης, συμφωνήθηκε η κάλυψη της ευθύνης της λήπτριας της ασφάλισης Κοινοπραξίας, ως εργοδότριας, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης εκ του άρθρου 932 του ΑΚ, έναντι του ασφαλιζόμενου από αυτή εργατοτεχνικού προσωπικού, και απασχολούμενου στο αναγραφόμενο στη σύμβαση έργο, σε περίπτωση σωματικών βλαβών κατά την εκτέλεση της εργασίας, όχι όμως των οφειλομένων σε υπαιτιότητα της λήπτριας της ασφάλισης και των υπ’αυτής προστηθέντων. Με τον όρο, επομένως, αυτό, εφόσον πρόκειται για κάλυψη επαγγελματικού κινδύνου, εγκύρως συμφωνήθηκε απαλλακτική ρήτρα, η οποία αποτελεί ευχέρεια παρεχόμενη από το άρθρο 7 § 6 του ν. 2496/1997 και μη αποκλειόμενη από τη διάταξη του άρθρου 33§1 του νόμου αυτού. Η ίδια εξ άλλου ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα της ασφαλισμένης Κοινοπραξίας, ώστε να αντιτίθεται αφ` εαυτής στη ρύθμιση του άρθρου 2§8 ίδιου νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρου 13§3 του αυτού ασφαλιστικού νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7§6 του παραπάνω νόμου (ΟλΑΠ 18/2015, ΑΠ 246/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ως εκ τούτου, καταλύεται η ευθύνη της παρεμπιπτόντως εναγομένης έναντι της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό της πρώτης, που προτάθηκε παραδεκτώς πρωτοδίκως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση ορθά τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Απορριπτέο, εξάλλου, τυγχάνει και το υποβληθέν εκ μέρους της εκκαλούσας της υπό στοιχ. Β΄έφεσης αίτημα, περί προσκόμισης εκ μέρους του ενάγοντος γνωμοδότησης υγειονομικής επιτροπής του ασφαλιστικού του φορέα και ιατρικής γνωμάτευσης για την κατάσταση της υγείας του από το έτος 2019 έως τη συζήτησή της, διότι για να είναι παραδεκτή και σύννομη μία τέτοια αίτηση, πρέπει να γίνεται επίκληση της κατοχής των αιτηθέντων εγγράφων από τον αντίδικο, την οποία δεν επικαλείται η εκκαλούσα, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον της [ΑΠ 1713/2022, ΕφΠατρ (Μον) 13/2022, ΕφΑθ 294/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων και της παρεμπιπτόντως εναγομένης-εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι όσοι εκ των διαδίκων έχουν την ιδιότητα και του εκκαλούντος και του εφεσίβλητου, εκπροσωπήθηκαν υπό αμφότερες τις ιδιότητές τους από τους ίδιους πληρεξουσίους δικηγόρους και κατέθεσαν προτάσεις που συμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 iβ), 68 § 1, 69 § § 1,2, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 4-7-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./4-7-2022) υπό στοιχ. Δ΄έφεση του ενάγοντος, την από 30-3-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…../14-4-2022) υπό στοιχ. Α΄έφεση της δεύτερης εναγομένης-ανακοινώνουσας τη δίκη-προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας, και τις από 1-6-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../2-6-2022 και ………../2-6-2022) υπό στοιχ. Β΄ και Γ΄ αντίστοιχα, εφέσεις της τρίτης και τέταρτης εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 2190/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ’ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της από 30-3-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./14-4-2022) υπό στοιχ. Α΄έφεσης τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρείας («………..») του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της υπό στοιχ. Δ΄έφεσης, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης (……….), του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των λοιπών εφεσιβλήτων σε βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ για κάθε έφεση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 8-9-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ