Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 399/2023

Αριθμός     399/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., 2) …….., 3) ………. και 4) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο Καρβαγιώτη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στο ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Σοφούλη.

Οι  εκκαλούντες-εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  6.7.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  1248/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται σ΄αυτήν και η υπ΄ αριθμ.  2650/2020 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι με την από  25.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……/2020- …../2021) έφεσή τους και β)  η εναγόμενη  και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από  16.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020- ………/2021) έφεσή της. Δικάσιμος των προαναφερόμενων εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων-εφσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε  και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης-εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : Α) η από 12.10.2020 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ……./2020, αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ………../2021 )  έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, Β) η από 16.10.2020  (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ……./2020 και  αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ……../2021) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 2650/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε  δεκτή την από 6.7.2016  (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016) αγωγή των εναγόντων κατά των εναγομένων.  Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016 , άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ. Οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις ως άνω εκθέσεις κατάθεσης ενδίκων μέσων  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α έφεσης  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου  ……./2020  e παράβολο και από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο B έφεσης το με αριθμό παραβόλου ………./2020 e παράβολο αντίστοιχα (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ,  αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ) .

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ.2, 961, 962, 1113 ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος, από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματος τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο από την αιτία αυτή αποκόμισε, ενώ οι κοινωνοί, όταν ενάγονται για την απόδοση της ανάλογης μερίδας επί των καρπών του κοινού πράγματος, τελούν σε απλή ομοδικία (Εφ.Θεσ. 1666/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια. Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η σ’ αυτό μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε, κατά τον επίδικο χρόνο, αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το, κατά τον επίδικο χρόνο όφελος, του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου. Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν των κοινωνών, δεν αποκλείεται, όμως, να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα αρθρ. 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (AΠ 235/2016, ΑΠ 7/2015, ΑΠ 767/2014, Εφ.Πειρ. 232/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών, που λαμβάνεται κατά το μέγεθος των μερίδων τους, μπορεί να καθορισθεί ο προσήκων τρόπος τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης για το κοινό αντικείμενο. Στις πράξεις τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται και η σύμβαση μίσθωσης καθώς και κάθε άλλη πράξη, η οποία τείνει στη διατήρηση ή άρση των συνεπειών της, όπως η παράταση ή η τροποποίηση της σύμβασης μίσθωσης ή η καταγγελία αυτής. Η απόφαση της πλειοψηφίας που λήφθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 789 ΑΚ δεν αφορά μόνο τις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών, αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσώπευσης και συνακόλουθα είναι έγκυρη και δεσμεύει όλους τους κοινωνούς δηλαδή και εκείνους που διαφώνησαν και μειοψήφησαν (ΑΠ 665/2008, Εφ.Πατρ.90/2011, Εφ.Θεσ. 1787/2007, Εφ.Αθ. 475/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη λήψη απόφασης της πλειοψηφίας δεν απαιτείται συνταγμένη σύσκεψη όλων των κοινωνών ούτε άλλη τυπική διαδικασία (Εφ.Αθ.1288/2006, Εφ.Πατρ. 992/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η γνώμη της μειοψηφίας πρέπει να ακούγεται, εάν δε, ληφθεί απόφαση χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της, αυτή δεν θα είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη, αλλά μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της πλειοψηφίας προς αποζημίωση κατά το άρθρο 788 παρ. 1 εδ. β ΑΚ ή να αποτελέσει σπουδαίο λόγο, κατά το άρθρο 797 εδ. α ΑΚ, για την πρόωρη δικαστική λύση της κοινωνίας (Εφ.Πειρ. 845/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση, όμως, που η απόφαση της πλειοψηφίας παραβιάζει τους όρους του άρθρου 789 ΑΚ ή αντίκειται σε άλλους τιθέμενους από το νόμο περιορισμούς (αρθρ. 792 ΑΚ), οι εναντιωθέντες στην απόφαση της πλειοψηφίας μειοψηφούντες συγκύριοι δικαιούνται να επιδιώξουν την αναγνώριση της ακυρότητας της απόφασης κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ακόμη, η απόφαση της πλειοψηφίας μπορεί να προσβληθεί από τη μειοψηφία, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα τιθέμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, η τυχόν δε υπάρχουσα παραβίαση των όρων του άρθρου 789 ΑΚ ή η αντίθεση της απόφασης της πλειοψηφίας προς την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, παράγει σχετική μόνον ακυρότητα υπέρ των απαρτιζόντων την μειοψηφία μερίδων των κοινωνών (ΑΠ 160/2008, ΑΠ 212/2003, Εφ.Πατρ. 37/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 6.7.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016)  αγωγή   ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι  είναι συγκύριοι σε ποσοστό 20 % εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 7,5 % εξ αδιαιρέτου καθένας εκ των υπόλοιπων εναγόντων (2η, 3η, 4ος) του ακινήτου, που αναλυτικά περιγράφεται στο δικόγραφο, ευρισκόμενου στο ………… Πειραιά Αττικής, η, δε, εναγόμενη είναι συγκύρια κατά το υπόλοιπο ποσοστό 57,50 % εξ΄ αδιαιρέτου στο εν λόγω ακίνητο, και, με την με αριθμό 3452/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, παραχωρήθηκε σε αυτήν η αποκλειστική χρήση του ακινήτου αντί μηνιαίου ανταλλάγματος συνολικού ποσού 10.000 ευρώ, ήτοι, κατά το ποσοστό συγκυριότητας κάθε συγκύριου, ποσού 4.000 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και ποσού 1.500 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες, καταβλητέου εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα από την 18η-10-2012 και εφεξής. Ότι, από 01-01-2014 και εντεύθεν, η εναγόμενη δεν καταβάλει στους ενάγοντες το ορισθέν ποσό δια της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης, αλλά μικρότερο και συγκεκριμένα στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.400 ευρώ και σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων το ποσό των 900 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν  να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει για την προαναφερόμενη αιτία για το χρονικό διάστημα από 01-07-2015 μέχρι 31-07-2016, το συνολικό ποσό των (4.000 – 2.400=1.600 X 13=) 20.800 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και το συνολικό ποσό των (1.500 – 900=600 X 13=) 7.800 ευρώ σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων, νομιμότοκα από την τρίτη ημέρα κάθε μήνα για κάθε επιμέρους μηνιαίως οφειλόμενο ποσό, άλλως από την τριακοστή ημέρα κάθε μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους. Επί της ανωτέρω, εκδόθηκε η με αριθμό 1248/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού, κρίθηκε αυτή ορισμένη και νόμιμη, αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ, έως ότου κερατωθεί τελεσίδικα η δίκη η οποία ανοίχθηκε με την από 23.6.2014 και με αριθμό κατάθεσης ………./2014 αγωγή, και η οποία αφορούσε την αναγνώριση της ακυρότητας της από 27.12.2013 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης, με την οποία αποφασίστηκε η συνέχιση της εκμετάλλευσης του ακινήτου από την εναγόμενη με μηνιαίο αντάλλαγμα για το μερίδιο των εναγόντων το ποσό των 5.100 ευρώ και κατόπιν άσκησης έφεσης εκδόθηκε η υπ΄  αριθ. 350/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Στη συνέχεια η  αγωγή αυτή εισήχθη προς συζήτηση με κλήση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων,  την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε  δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 20.800,00 ευρώ και σε έκαστο των δεύτερης, τρίτης και τέταρτου  των εναγόντων  το ποσό των 7.800,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο οι  ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχειο Α έφεσης  όσο και η  εναγομένη  και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχεία Β έφεσης με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν οι μεν ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες την μεταρρύθμιση της,  ώστε να υποχρεωθεί η  εναγομένη  να καταβάλλει το οφειλόμενα ποσό νομιμότοκα από την τρίτη ημέρα κάθε μήνα για κάθε επιμέρους μηνιαίως οφειλόμενο ποσό, άλλως από την τριακοστή ημέρα κάθε μήνα, η δε εναγομένη και ήδη εκκαλούσα  να απορριφθεί η ως άνω αγωγή  στο σύνολό της.

Η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχεία Β υπό κρίση έφεσης παραπονείται  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι δίκασε την ως άνω αγωγή, αν δεν ήταν καθ΄ ύλην αρμόδιο, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9  ΚΠολΔ,  επί απλής ομοδικίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για τον καθορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη το ζητούμενο από καθένα των εναγόντων, ήτοι το ποσό των 20.800,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και το ποσό των 7.800,00 ευρώ για  έκαστο των δεύτερης, τρίτης και τέταρτου των εναγόντων.  Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις  των άρθρων 9 και 14 ΚΠΟΛΔ που ορίζουν  αφενός ότι  για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς, σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος και αν οι  απαιτήσεις υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα διαφόρων Δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το ανώτερο από αυτά και αφετέρου ότι στην  αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ενώ στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση η υλική αρμοδιότητα του δικάσαντος Δικαστηρίου καθορίζεται από την αρμοδιότητα του ανώτερου Δικαστηρίου ήτοι του Μονομελούς Πρωτοδικείου, διότι  οι  απαιτήσεις υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα διαφόρων Δικαστηρίων, (αιτούμενο ποσό 20,800,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και 7.800,00 ευρώ για έκαστο των λοιπών  εναγόντων) και συνεπώς  αρμόδιο είναι το ανώτερο από αυτά ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Δεν ασκεί επιρροή δε για τον καθορισμό της καθ ύλην αρμοδιότητας το ποσό που εν τέλει επιδίκασε το Δικαστήριο αλλά μόνο το αιτούμενο ποσό.  Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ η  απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης.

Η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχεία Β υπό κρίση έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι την υποχρέωσε να καταβάλει ως αντάλλαγμα για την  αποκλειστική χρήση των ιδανικών μεριδίων των εναγόντων επί του κοινού ακινήτου το ποσό των  20,800,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και το ποσό των 7.800,00 ευρώ για έκαστο των λοιπών  εναγόντων, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε με την απόφαση του που επιφέρει διάπλαση για το μέλλον να απορρίψει τα αιτούμενα ποσά για το προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής διάστημα. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση χρήσης κοινού πράγματος δεν είναι διαπλαστική γιατί δεν έχει ως αντικείμενο τη διάπλαση της έννομής  σχέσης όπως π.χ η απόφαση που εκδίδεται επί αγωγής διαζυγίου  ήτοι την σύσταση, την αλλοίωση ή την κατάργηση της (άρθρο 71 ΚΠΟΛΔ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης.

Με το πέμπτο λόγο της έφεσης, η εναγόμενη  και ήδη εκκαλούσα, ισχυρίζεται  ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεν έκανε δεκτό το αίτημά της περί αναστολής της δίκης κατ` άρθρο 249 ΚΠΟΛΔ μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της με αρ. εκ κατ. ……/2014 αγωγής των  τότε εναγόντων και ήδη εκκαλούντων.  Ως προς τον λόγο αυτό της έφεσης, λεκτέα τα ακόλουθα: Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠΟΛΔ που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΠατρ 17/2020 δημ. Νόμος). Ως εκ τούτου, η απόρριψη του αιτήματος για αναστολή της δίκης κατά το άρθρο 249 ΚΠΟΛΔ  για αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 250 του ιδίου Κώδικα, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι τόσο η αναστολή της δίκης για προκριματικά ζητήματα (249 ΚΠΟΛΔ), όσο και η αναβολή της συζήτησης (250 ΚπολΔ), απόκεινται στην κρίση του Δικαστηρίου (ΕΦΠατρ 17/2020 ο.π.,  ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75, ΕφΛαρ 457/2011 Αρμ. 2011.1022), ούτε θεμελιώνει λόγο έφεσης η απόρριψη των σχετικών αιτημάτων από το Δικαστήριο, αφού το τελευταίο, έχοντας, σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναστολής της δίκης ή αναβολής της συζήτησης, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο, αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΠατρ 17/2020, ΕφΠατρ 144/2018, ΕφΔωδ 204/2017 δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75), ακόμη και όταν, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό Δικαστήριο (ΑΠ 194/2017, δημ. Νόμος). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος της έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. (ΕΦ.ΛΑΜ 1/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η  υπ΄  αριθ. ……/2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λαυρίου Αττικής, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία των εναγόντων, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. υπ΄ αριθ. …. /14.9.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετειου Πειραιώς ………..), η  υπ΄ αριθ. ……/2016 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς που λήφθηκε με πρωτοβουλία της εναγόμενης μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων [βλ την με αριθμό …..;/7.10.2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………..], καθώς και από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 7,5% εξ΄ αδιαιρέτου καθένας εκ των δεύτερης, τρίτης και τέταρτου, και, η εναγόμενη τυγχάνει συγκύρια κατά το υπόλοιπο ποσοστό 57,50% εξ αδιαιρέτου σε ένα ακίνητο, ευρισκόμενο στο …….. Πειραιά Αττικής, επί της οδού…. . αριθ. …… Το ακίνητο αυτό είναι ένα οικόπεδο με το επ΄ αυτού πολυώροφο κτίριο, έχον χρήση ξενοδοχείου, αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο, ημιώροφο, έξι υπέρ του ισογείου ορόφους και δώμα. Οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του ακινήτου κατά τα ως άνω ποσοστά με το με αριθμό …./1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Η εναγόμενη έγινε συγκύρια του ακινήτου, αρχικά σε ποσοστό 50% εξ’  αδιαιρέτου, με το με αριθμό …../1996 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ανωτέρω  συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, και, στη συνέχεια, με το με αριθμό …./2013 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που μεταγράφηκε κι αυτό νόμιμα, απέκτησε ποσοστό 7,50% εξ αδιαιρέτου, και, έτσι, κατέστη συγκύρια σε συνολικό  ποσοστό 57,50% εξ αδιαιρέτου.  Το έτος 1995 η εναγόμενη, με το από 12-12-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό, είχε μισθώσει το ακίνητο από τους τότε συγκύριους του για να το χρησιμοποιήσει ως ξενοδοχείο, η μίσθωση, δε, αυτή έληξε την 01-05-2012 και η εναγόμενη αποβλήθηκε βιαίως, την 14-05-2012, από την χρήση του 50% εξ΄ αδιαιρέτου του ακινήτου, στο οποίο είχε περιοριστεί η μίσθωση, μετά την αγορά από εκείνη του υπόλοιπου ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου της κυριότητας επ’ αυτού, όπως προεκτέθηκε. Κατόπιν, επειδή προέκυψε ασυμφωνία για τον καθορισμό της χρήσης του κοινού ακινήτου, η εναγόμενη, έχουσα τότε τη συγκυριότητα του σε ποσοστό 50% εξ΄ αδιαιρέτου, υπέβαλε σχετική αίτηση στο παρόν Δικαστήριο και η χρήση του ακινήτου ρυθμίστηκε προσωρινά με την με αριθμό 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που την απέδωσε αποκλειστικά σε αυτήν, έναντι καταβαλλόμενου, κατά την αναλογία των ιδανικών μεριδίων επί του ποσοστού του 50 % εξ αδιαιρέτου, μηνιαίου ανταλλάγματος για την αποκλειστική χρήση των ιδανικών μεριδίων των εναγόντων και του ………, ανερχόμενου στο συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, καταβλητέου το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα.  Η με αριθμό 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  εξακολουθεί να ισχύει, για τη ρύθμιση της χρήσης του κοινού ακινήτου των διαδίκων, δοθέντος ότι, κατά τον χρόνο έκδοσής της (Οκτώβριος 2012), το άρθρο 693 παρ. 1 Κ.ΠολΔ. δεν έθετε χρονικό όριο για την άσκηση αγωγής, η παρέλευση του οποίου να αίρει αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο (το άρθρο 693 παρ. 1 Κ.ΠολΔ. τροποποιήθηκε κατά τούτο με το άρθρο 105 παρ. 3 ν. 4172/2013 με έναρξη ισχύος, κατ΄  άρθρο 112 του ίδιου νόμου, την 23η-07-2013), ούτε το Δικαστήριο εκείνο έθεσε προθεσμία προς άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση της ρύθμισης της χρήσης του κοινού ακινήτου, ούτε ανακλήθηκε η ανωτέρω απόφαση, η παραίτηση, δε, των διαδίκων από τις ασκηθείσες αγωγές τους για την κύρια υπόθεση δεν προκάλεσε αυτοδίκαια άρση του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου, αλλά δικαιολογεί την ανάκληση της απόφασης κατά το άρθρο 698 Κ.ΠολΔ. (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κράνης) ΚΠολΔ Π (2000) 693 αριθ, 5, 698 αριθ, 6). Μάλιστα, από τις διατάξεις των άρθρων 789 και 790 Α.Κ. προκύπτει πως ο, καθορισθείς δια δικαστικής απόφασης, τρόπος διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού πράγματος ισχύει, εφόσον υφίσταται η κοινωνία και δεν τροποποιείται νόμιμα με συμφωνία των μερών, αλλά με άλλη δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών (ΑΠ 1118/1995, ΕλλΔ/νη 1997, 549, ΑΠ 51/1980, ΝοΒ 1980, 1155, ΕΑ 2576/2003, ΕλλΔ/νη 2 ; 6θ4, 1497).   Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, από την 01η-01-2014 και εντεύθεν, δεν καταβάλει στους ενάγοντες το ορισθέν ποσό δια της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης, δηλαδή ποσό 4.000 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και ποσό 1.500 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες, αλλά μικρότερο και συγκεκριμένα στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.400 ευρώ και σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων το ποσό των 900 ευρώ. Η ως άνω μείωση του καταβαλλόμενου στους ενάγοντες ανταλλάγματος στηρίζεται σε απόφαση που η εναγόμενη έλαβε στις 27.12.2013, στα πλαίσια τακτικής διοίκησης του κοινού ακινήτου, ως πλειοψηφούσα συγκυρία, δυνάμει της οποίας αποφασίστηκε η συνέχιση της εκμετάλλευσής τους από την ίδια την εναγόμενη με μηνιαίο αντάλλαγμα για το μερίδιο των εναγόντων, το ποσό των 5.100 ευρώ. Επί της με αριθμό εκ. κατ. …../2014 αγωγής που άσκησαν οι νυν ενάγοντες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω απόφασης,  εκδόθηκε η υπ΄  αριθ. 559/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 1009/2016 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της παραπάνω από 27.12.2013 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης και κατόπιν άσκησης της από 26.6.2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2016 έφεσής εκδόθηκε η υπ΄  αριθ. 350/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία, έγινε δεκτή τυπικά η έφεση και απορρίφθηκε αυτή στην ουσία. Συνεπώς η ως άνω από 27.12.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης, έχει αναγνωριστεί ως άκυρη, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Άρα, η εναγόμενη, οφείλει να καταβάλει ως αντάλλαγμα για την αποκλειστική χρήση των ιδανικών μεριδίων των εναγόντων επί του κοινού ακινήτου, δυνάμει της με αριθμό 3452/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το συνολικό ποσό των 20.800,00 ευρώ (4.000 – 2.400=2.600 X 13 μήνες = 20,800 ευρώ)  στον πρώτο ενάγοντα και το συνολικό ποσό των 7.800,00 ευρώ (1.500 – 900=600 X 13 μήνες = 7.800 ευρώ) σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων για το αιτούμενο χρονικό διάστημα  από την 01-07-2015 μέχρι την 31-07-2016 ήτοι για χρονικό διάστημα 13 μηνών. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που  επιδίκασε τα ίδιο ποσά για χρονικό διάστημα  13 μηνών, αναφέροντας όμως το χρονικό διάστημα από την 01-07-2015 μέχρι 30-06-2016 (12 μηνών), αν και με εσφαλμένη αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠΟΛΔ), κατέληξε σε ορθό διατακτικό, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης, ως αβάσιμου. Συνεπώς  πρέπει,  να απορριφθούν όλοι οι λόγοι  της από 16.10.2020  (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ……../2020 και  αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. …………./2021) έφεσης  ως ουσιαστικά αβάσιμοι και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Περαιτέρω, τα ως άνω ποσά πρέπει να επιδικαστούν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και όχι από την ημερομηνία που κάθε ένα από τα επιμέρους μηναία ποσά κατέστη απαιτητό, όπως αιτούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, καθώς εν προκειμένω δεν πρόκειται για μίσθωμα, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ώστε να υφίσταται δήλη ημέρα καταβολής του, ούτε  αποδείχθηκε προγενέστερη της ως άνω αγωγής όχληση για καταβολή των οφειλόμενων επιμέρους ποσών από την τρίτη ή την τριακοστή ημέρα κάθε μήνα. (ΕΦ. ΠΕΙΡ. 250/2023, 346/2018, ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο μοναδικός λόγος της υπό στοιχεία Α έφεσης τυγχάνει απορριπτέος Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η  από 12.10.2020 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……/2020, αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ………./2021) έφεση κατά της με αριθμ. 2650/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, αφού απορρίπτεται η έφεση, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100 ευρώ) που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσής τους. Επίσης, πρέπει οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσιβλήτης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος της εφεσίβλήτης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.  Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί η από 16.10.2020  (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ………/2020 και  αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ………./2021) έφεση κατά της με αριθμ. 2650/2020  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική  διαδικασία.  Περαιτέρω, αφού απορρίπτεται η έφεση, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100 ευρώ) που η  εκκαλούσα  κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσής της. Επίσης, πρέπει η  εκκαλούσα  λόγω της ήττας της  στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος των εφεσιβλήτων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την  από 12.10.2020 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ……../2020, αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ……/2021)  έφεση και την από 16.10.2020  (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ……../2020 και  αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ………./2021) έφεση  οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 2650/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 12.10.2020 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ……./2020, αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. …../2021)  έφεση κατά της με αριθμ. 2650/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ΚΑΙ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσαν οι ανωτέρω εκκαλούντες  κατά την άσκηση της έφεσής τους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 16.10.2020  (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ.  ………/2020 και  αριθ. εκθ. καταθ. Εφ. ……./2021) έφεση κατά της με αριθμ. 2650/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα  στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσε η  ανωτέρω εκκαλούσα  κατά την άσκηση της έφεσής της.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 24 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ