Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 510/2023

Αριθμός  510/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)

Συγκροτήθηκε  από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, Αντώνιο Αλαπάντα, Εφέτη -Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας –εφεσίβλητης –καθ΄ης η πρόσθετη παρέμβαση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με έδρα στην Αθήνα και την επωνυμία «……..» (Γ.Ε.ΜΗ ……..) που εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «……..» με έδρα στην Αθήνα που εκπροσωπείται νόμιμα, ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «…….» πρώην γνωστής ως «……», διαδόχου μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης της «……….» με έδρα στη ……… Κύπρου, ενεργούσας μέσω του καταστήματος της στην Ελλάδα (πρώην γνωστής με τον διακριτικό τίτλο   «……..»), δυνάμει της από 26.3.2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης που εγκρίθηκε με το υπ΄αρ. 97/26.3.2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας Φύλλο 4640/26.3.2013) και με την υπ΄αρ. 66/3/26.3.2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστώσεων και Ασφαλειών (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Πράσσου (Δ.Σ Αθηνών), με δήλωση κατ΄ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

Της καθ΄ης η κλήση –εκκαλούσας- υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση: ………, η οποία  παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της Δημητρίου Τσικρικά (Δ.Σ Αθηνών) και Παναγιώτη Δοροβίτσα (Δ.Σ Πειραιώς),  με δήλωση κατ΄ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, που προκατέθεσαν προτάσεις.

Της καθ΄ης η κλήση –Προσθέτως  Παρεμβαίνουσας: ……………. που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Κατσαρού (Δ.Σ Αθηνών), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις

Των καθ΄ων η κλήση: 1) ………… που είχε καταθέσει (κατόπιν προσεπικλήσεως) πρωτοδίκως πρόσθετη παρέμβαση και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Άννας Κοζώνη (Δ.Σ Πειραιώς), η οποία κατέθεσε προτάσεις και 2) ………., που απουσίαζε και δεν παραστάθηκε (είχε προσεπικληθεί και δεν παραστάθηκε πρωτοδίκως).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 24.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτή. Η εναγόμενη …….. κατέθεσε στο Δικαστήριο αυτό την από 20.12.2018 ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018) απευθυνόμενη στις ως άνω καθ΄ ων η κλήση ……….., ζητώντας να παρέμβουν στην κύρια δίκη. Εξ αυτών πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης (πρωτοδίκως) άσκησε μόνο η ……. (από 23.1.2019, με αρ.εκθ. καταθ. ………/2019). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 860/2020 οριστική απόφαση του δέχθηκε την αγωγή και απέρριψε τις ως άνω συνεκδικασθείσες προσεπίκληση και πρόσθετη παρέμβαση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα …. . με την από 10.6.2020 έφεση (με αρ. εκθ. καταθ. ……./15.6.2020) και το από 26.4.2021 δικόγραφο πρόσθετου λόγου της (με αρ.εκθ. καταθ. …………./28.4.2021) η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο από τη δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης (……..), με την υπ’ αρ. ………/16.9.2020  πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού στην αρχική δικάσιμο της 3.6.2021, ενώ πρόσθετη παρέμβαση με αυτοτελές δικόγραφο στο Δικαστήριο αυτό υπέρ της εκκαλούσας άσκησε η ………. (από 28.4.2021, με αρ. εκθ. καταθ. ………/ 29.4.2021). Το παρόν Δικαστήριο με τη με αρ. 543/2021 απόφαση του, συνεκδίκασε την ως άνω έφεση, τον πρόσθετο λόγο της και την πρόσθετη παρέμβαση και κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη κλήτευσης της προσθέτως παρεμβαίνουσας στον πρώτο βαθμό ……….. Κατόπιν, με την από 29.11.2021 κλήση (με αρ. εκθ. καταθ. ………./2021) της εφεσίβλητης επαναφέρθηκαν προς συζήτηση τα ως άνω δικόγραφα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με αύξοντα αριθμό πινακίου 2. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν κατά τα προαναφερόμενα.

AΦOY  MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TO  NOMO

Επειδή νομίμως φέρονται προς συζήτηση με την από 29.11.2021 κλήση (με αρ. εκθ. καταθ. ……/2021): α) η από 10.6.2020 έφεση (με αρ. εκθ. καταθ. ……./15.6.2020), β) το από 26.4.2021 δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης (με αρ. εκθ. καταθ. ……/28.4.2021) κατά της με αρ. 860/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και γ) το από 28.4.2021 (με αρ. εκθ. καταθ. ……/29.4.2021) δικόγραφο πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της εκκαλούσας, μετά τη δημοσίευση της υπ΄ αρ. 543/2021 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη κλήτευσης της προσθέτως παρεμβαίνουσας στον πρώτο βαθμό, που πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω πρόδηλης συνάφειάς τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 § 1  ΚΠολΔ).

Επειδή η υπό κρίση 10.6.2020 έφεση της  ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης κατά της υπ’ αρ. 860/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατ’ αντι­μωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ. β` ΚΠολΔ (και άρθρο 51 ν. 2172/1993), αφού αυτή κατατέθη­κε από την εκκαλούσα στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 15.6.2020, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του  δικογράφου έφεσης υπ’ αρ. ……./2020 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 §§ 1 στοιχ. β` και 2, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1, 520 § 1 ΚΠολΔ και συνεπώς, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι: α) κατατέθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 495§3 Α ΚΠολΔ παράβολο για την άσκηση έφεσης, ποσού 150 €, με αρ. …….. και β) η  εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην  εκκαλούσα –ενάγουσα την 5η-3-2020 (βλ. τη με αρ. …………/5.3.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..) και ασκήθηκε από αυτήν εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν υπολογίζεται στην εν λόγω προθεσμία το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020 κατά το άρθρο 74§1 ν. 4690/2020 (μέτρα κατά του κορωνοϊού covid-19). Επίσης το ως άνω δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης παραδεκτώς  ασκήθηκε στις 28.4.2021 με την κοινοποίηση του στην εφεσίβλητη (βλ. την υπ΄αρ. …../28.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……………), ήτοι τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συζήτηση της έφεσης (άρθρο 520 §2 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (και του πρόσθετου λόγου), κατά τα άρθρα 522, 533§1 ΚΠολΔ και την ίδια (τακτική) διαδικασία.

Επειδή η ………. άσκησε με αυτοτελές δικόγραφο στο Δικαστήριο αυτό (που επιδόθηκε στους διαδίκους) υπέρ της εκκαλούσας την ως άνω απλή πρόσθετη παρέμβαση το πρώτον στο παρόν (δευτεροβάθμιο) Δικαστήριο, παραδεκτώς, κατά τα άρθρα 80 και 81 §1 ΚΠολΔ, ως τρίτο πρόσωπο που δεν είχε λάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη (Εφ.Λαρ. 199/2012, ΝΟΜΟΣ) και με έννομο συμφέρον την αποτροπή (ως προς αυτήν) των δυσμενών συνεπειών από την αποδοχή της ένδικης αγωγής που αφορά στο ίδιο δάνειο που σύναψε ο κληρονομούμενος εξ αδιαθέτου πατέρας της και δανείστρια είναι η καλούσα-εφεσίβλητη τράπεζα (η οποία έχει ασκήσει και τη με αρ. κατ. ………../2019 εκκρεμή αγωγή  κατά αυτής που ανεστάλη κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ εν όψει της παρούσας δίκης, με τη με αρ. 3015/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η οποία (απλή πρόσθετη παρέμβαση)  συνεδικάζεται με την έφεση, κατά τα ανωτέρω. Τονίζεται όμως ότι η (απλώς) προσθέτως παρεμβαίνουσα προσέρχεται στη δίκη όχι για να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι των αρχικών διαδίκων, αλλά για να υποστηρίξει απλώς τις αιτήσεις του ενός από τους δύο, δηλαδή η απλή πρόσθετη παρέμβαση δεν διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς δίκης (Εφ.Αθ. 3349/2006, ΕλλΔνη 2007,1495). Τούτο σημαίνει ότι η ως άνω απλή πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να ασκείται μέσα στα μεταβιβαστικά όρια της υπό κρίση έφεσης (άρθρα 80, 82 εδ.α, 522 ΚΠολΔ) και συνεπώς δεν μπορεί να επικαλεστεί η προσθέτως παρεμβαίνουσα αυτή σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης που δεν αποτέλεσε κύριο ή πρόσθετο λόγο της έφεσης αυτής (τέτοιος ισχυρισμός της δεν εξετάζεται), παρά μόνο να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς (λόγους έφεσης) της εκκαλούσας υπέρ της οποίας παρενέβη.

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 516§ 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στην πρωτοβάθμια δίκη, αν η παρέμβαση αυτή απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, μπορεί να ασκήσει και πάλι πρόσθετη παρέμβαση στο εφετείο για την υποστήριξη της έφεσης που άσκησε ο διάδικος υπέρ του οποίου είχε παρέμβει πρωτοδίκως, ως προς τους προβαλλόμενους με την εν λόγω έφεση λόγους, εφόσον δεν έχει ασκήσει και ο ίδιος έφεση, αφού έτσι ασκεί δικαίωμα έλασσον αυτού που του παρέχεται από το νόμο προς άσκηση αυτοτελούς έφεσης (ΑΠ 338/1973 ΝοΒ 1973, 1170, Εφ.Αθ. 9231/2001, ΕλλΔνη 2004,248, Εφ.Θεσ. 1013/2011, ΕΠολΔ 2012, 395 με παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου). Η πρόσθετη παρέμβαση  ασκείται στην τακτική διαδικασία και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 § 1 ΚΠολΔ, ήτοι κατά τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή μόνον με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου αυτής στους διαδίκους, όπως ορίζει το άρθρο 215 § 1 ΚΠολΔ. Επομένως, αν ασκηθεί κατ’ άλλο τρόπο πρόσθετη παρέμβαση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (και δη με τις προτάσεις), είναι απαράδεκτη για έλλειψη προδικασίας (Εφ.Αιγ 132/2006, ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ 1/1991 Δ.Ε.Ν 1992, 298). Στην προκείμενη περίπτωση κατά τη συζήτηση της ως άνω υπό κρίση έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τις προτάσεις (ήτοι χωρίς την κατάθεση και επίδοση αυτοτελούς δικογράφου) παρενέβη πρόσθετα υπέρ της εκκαλούσας η ………….., η οποία είχε παρέμβει πρόσθετα και στην πρωτοβάθμια δίκη (με αυτοτελές δικόγραφο) υπέρ αυτής. Η με αυτόν τον τρόπο ασκηθείσα απλή πρόσθετη παρέμβαση στο παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες νομικές σκέψεις, τυγχάνει απαράδεκτη για έλλειψη προδικασίας, εφόσον δεν προηγήθηκε κατάθεση δικογράφου και επίδοση τούτου στους διαδίκους και πρέπει, κατόπιν συνεκδικάσεώς της με την ως άνω έφεση (άρθρα 31, 81 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να καταδικαστεί η προσθέτως παρεμβαίνουσα αυτή στην καταβολή δικαστικών εξόδων, εφόσον η εν λόγω παρέμβαση δεν δημιούργησε ιδιαίτερα τοιαύτα σε κάποιον από τους διαδίκους (Εφ.Αιγ 132/2006, ο.π.).

Επειδή η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την ως άνω αγωγή της (όπως αυτή παραδεκτώς με τις προτάσεις περιορίστηκε με τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, κατ΄ άρθρο 223 ΚΠολΔ) εξέθεσε ότι μεταξύ της τράπεζας «…….», η οποία έδρευε στη Λευκωσία Κύπρου, αλλά διατηρούσε υποκατάστημα στον Πειραιά, διάδοχος της οποίας είναι η ενάγουσα και των ναυτιλιακών εταιρειών με την επωνυμία «………..» και «………» που εδρεύουν τυπικά στα νησιά Μάρσαλ, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, καταρτίστηκε στις 23-12-2009 σύμβαση χρηματοδότησης, σε εκτέλεση της οποίας η δανείστρια τράπεζα χορήγησε στις δανειολήπτριες εταιρείες, δάνειο μέχρι του ποσού των 27.000.000 δολαρίων ΗΠΑ (USD), το οποίο  οι δανειολήπτριες εταιρείες εκταμίευσαν στο σύνολο του και για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση του δανείου τηρήθηκε αντίστοιχος λογαριασμός. Ότι η αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου, που ήταν έντοκο προς το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR, είχε συμφωνηθεί να γίνει σε 40 διαδοχικές τριμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις αποπληρωμής πλέον τόκων. Ότι, δυνάμει της από 23-12-2009 σύμβασης εγγύησης αορίστου χρόνου που σύναψε η δικαιοπάροχος της ενάγουσας με την εναγόμενη, η τελευταία εγγυήθηκε την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του ως άνω δανείου, των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων, ενεχόμενη εις ολόκληρον με τις δανειολήπτριες και ως αυτοφειλέτης, ενώ, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η σύμβαση εγγύησης από το ελληνικό δίκαιο και να υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα οι δανειολήπτριες κατέστησαν υπερήμερες και στις 18-8-2017 η ενάγουσα κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση δανείου και κάλεσε τις δανειολήπτριες εταιρείες και την εγγυήτρια και ήδη εναγομένη να της καταβάλουν το συνολικά οφειλόμενο υπόλοιπο, για την ως άνω αιτία, ποσό των 23.587.317,30 USD καθώς και το ποσό των 251.667,56 €, πλέον τόκων και εξόδων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής ποσό των 3.500.000 USD, νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας του δανείου ήτοι από τις 19-8-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, πλέον τόκων επιδικίας, μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Κατόπιν η εναγόμενη άσκησε την ως άνω  ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως, επί της οποίας η ………. άσκησε την ως άνω από 23.1.2019 απλή πρόσθετη παρέμβαση. Η καθ΄ης η ανακοίνωση δίκης  , …………….., δεν άσκησε παρέμβαση στη δίκη αυτή και συνεπώς δεν απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 92 ΚΠολΔ (ΑΠ 1012/1991, Δ. 1992, 459, Εφ. Πατρ. 842/2007, Αχ.Νομ 2008, 420). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 860/2020 εκκαλούμενη οριστική απόφασή του που εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή, απέρριψε την ανακοίνωση δίκης -προσεπίκληση και την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να  καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής ποσό των 3.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, νομιμοτόκως από 19-8-2018 μέχρι την εξόφληση και καταδίκασε την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας που όρισε στο ποσό των 16.000 €.

Επειδή με την υπό κρίση έφεση της (με επτά αναγραφόμενους λόγους) και τον πρόσθετο λόγο της (που συνέχεται με τον 7ο λόγο της έφεσης και αφορά στην εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ) παραπονείται η εκκαλούσα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσαχθείσες αποδείξεις και αναιτιολόγητα δέχθηκε την ένδικη αγωγή και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής αυτής.

Ειδικότερα, ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης με τον οποίο επαναφέρεται ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ως άνω από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεταξύ της «………….» και της ενάγουσας «……..» αντίκειται στα χρηστά ήθη είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος και ορθά απορρίφθηκε  για τον ίδιο λόγο με την εκκαλούμενη απόφαση, καθώς δεν εξειδικεύονται οι τιθέμενες από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ προϋποθέσεις, προκειμένου να κριθεί εάν η εν λόγω δικαιοπραξία (σύμβαση) αντίκειται στα χρηστά ήθη και πως αυτό επιδρά στην υπό κρίση περίπτωση, χωρίς ειδικότερα να αναφέρεται  η κρατούσα κοινωνική αντίληψη που επέβαλε να ερωτηθούν σχετικά οι πελάτες της ως άνω πωλήτριας τράπεζας («………….») και το εάν η σύμβαση αυτή τους έφερε σε επαχθέστερη θέση σε σχέση με το παρελθόν (πριν από τη σύμβαση αυτή), εν όψει μάλιστα του ότι η σύμβαση αυτή ήταν μέτρο εξυγίανσης της ως άνω πωλήτριας τράπεζας σε καθεστώς έκτακτων οικονομικών συνθηκών, που εγκρίθηκε από τις αρμόδιες Κυπριακές Αρχές και αποτέλεσε περιεχόμενο του (αναφερόμενου) με αρ. 97/26-3-2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Φύλλο 4640/26.3.2013 (και βασίστηκε στον κυπριακό νόμο 17(1)/2013  περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, στην ευρωπαϊκή οδηγία 2001/24/ΕΚ και επικυρώθηκε με την υπ΄αρ. 66/3/26.3.2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστώσεων και Ασφαλειών της Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε)  και χωρίς ακόμη να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε και η αξία τους, η τυχόν ύπαρξη παθητικού και η (συνεπαγόμενη) συγκεκριμένη υπέρμετρη (φανερή) δυσαναλογία παροχής –αντιπαροχής και γιατί η δυσαναλογία αυτή την καθιστά αισχροκερδή και πως εκμεταλλεύτηκε η αγοράστρια τράπεζα αυτή την ανάγκη της ως άνω πωλήτριας τράπεζας (με δεδομένο τις έκτακτες οικονομικές συνθήκες αυτές). Απορριπτέος ως αόριστος πρωτίστως (άρθρο 216§1 ΚΠολΔ) είναι και ο ισχυρισμός (αναφορά στον ίδιο λόγο έφεσης) της ως άνω από 26-3-2013 σύμβασης ως καταδολιευτικής (κατ΄ άρθρο 939 ΑΚ), που κατά τα ανωτέρω αποτέλεσε το περιεχόμενο του ως άνω Διατάγματος, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, ήτοι η απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, η βλάβη των δανειστών και η γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών. Επί πλέον, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη του την κρίσιμη για την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας από 26.3.2013 έγγραφη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης που προσκομίστηκε απαραδέκτως με την προσθήκη της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η ενάγουσα προσκόμισε με τις προτάσεις της παραδεκτώς (κατ΄ άρθρο 237 §1 ΚΠολΔ) το ως άνω υπ΄αρ. 97/26.3.2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, με το οποίο εγκρίθηκε η πώληση των εν Ελλάδι εργασιών της δικαιοπαρόχου της «…………» και την υπ΄αρ. 66/3/26.3.2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστώσεων και Ασφαλειών (ΕΠΑΘ) της Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, με την οποία εγκρίθηκε η απόκτηση από την ενάγουσα των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στην Ελλάδα της «………..» , τα οποία αρκούσαν για την ενεργητική της νομιμοποίηση και ανέφεραν όλα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες και την ως άνω από 26.3.2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεταξύ των ίδιων εταιρειών. Εξ άλλου, μετά την ένσταση ενεργητικής νομιμοποίησης που προέβαλε η εναγόμενη με τις από 4.2.2019 προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ενάγουσα με την από 19.2.2019 προσθήκη της  παραδεκτώς προσκόμισε (ως σχετικό 21) και το ως άνω από 26.3.2013 έγγραφο προς αντίκρουση της ένστασης αυτής της ενάγουσας (άρθρο 237§2 ΚΠολΔ), σε κάθε δε περίπτωση επαναπροσκομίστηκε αυτό παραδεκτώς στο παρόν Δικαστήριο κατ΄ άρθρο 529 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ως μη νόμιμος πρέπει να απορριφθεί και ο έκτος λόγος της έφεσης περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, ήτοι η ένδικη αγωγή, που στηρίζεται στη σύμβαση δανείου και εγγύησης (με ευθύνη της εγγυήτριας ως πρωτοφειλέτριας), είναι ορισμένη (κατά τα άρθρα 216§1 ΚΠολΔ, 361, 806, 847 ΑΚ), δεδομένου μάλιστα ότι η ενάγουσα περιορίζεται και ζητεί μέρος μόνο του οφειλόμενου κεφαλαίου του ένδικου δανείου (3.500.000 USD αντί του ποσού κεφαλαίου των 18.486.628,96 USD, ενώ η  συνολική αξίωση με τους τόκους ανέρχεται σε 23.587.317,30 USD όπως αναφέρει στην αγωγή), τα δε ποσά των δαπανών και επιβαρύνσεων που έχει καταβάλει η ενάγουσα τράπεζα για την απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία και εκμετάλλευση των ένδικων πλοίων (που εξειδικεύονται στην αγωγή κατά χρόνο, ποσό και αιτία και αναφέρονται ξεχωριστά από το ως άνω κεφάλαιο) συνολικού ποσού 1.068.075,33 USD, δεν αιτείται να της καταβληθούν, αλλά παρατίθενται στην αγωγή, για να καταδείξει πως προέκυψε η ως άνω συνολική αξίωση. Ακόμη, η αμφισβήτηση του συνολικού ποσού του κεφαλαίου του ένδικου δανείου (18.486.628,96 USD κατά την αγωγή, αντί 17.186.628,96 USD) δεν αποτελεί ζήτημα αοριστίας της ένδικης αγωγής, αλλά (αντ)απόδειξης.  Κατά τα λοιπά, πρέπει η υπό κρίση έφεση και ο πρόσθετος λόγος της να εξεταστούν και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Επειδή, κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσµα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Ο εγγυητής µπορεί να παραιτηθεί από το ευεργέτηµα που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη, αλλά µόνο για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από ελαφρά αµέλειά του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αµέλειας η σχετική συµφωνία θα προσέκρουε στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 332 ΑΚ και θα ήταν άκυρη κατ΄ άρθρο 174 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 6/2000, ΕλλΔνη 2000,337, ΑΠ 1886/2014, ΝΟΜΟΣ). Πταίσµα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε µε πράξεις είτε µε παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσµα του δανειστή (και) όταν αυτός αµελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος ή αµελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη. Τέλος, εφόσον στον ΑΚ δεν περιλήφθηκε ορισµός της βαριάς αµέλειας, στον δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιµώντας τις περιστάσεις, να κρίνει, πότε η αµέλεια είναι βαριάς µορφής (ήτοι όταν η απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς προσώπου του οικείου συναλλακτικού κύκλου δραστηριότητας είναι ασυνήθιστα μεγάλη), αξιολογική κρίση η οποία ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ  419/2013, ΝΟΜΟΣ).

Επειδή, από την (επαν)εκτίμηση των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως με αριθμό ,,,/31-1-2019 και …../19-2-2019 ένορκων βεβαιώσεων του μάρτυρα ….. στη συμβολαιογράφο Αθηνών ………, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αρ. …./23-1-2019, …. και …./13-2-2019 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών ……. και ….), της υπ’ αρ. …./1-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αρ. ………../29-1-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), της υπ΄αρ. …./2-6-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………….. στην ίδια συμβολαιογράφο (…….) που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αρ. …/27-5-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……) και προσκομίζεται παραδεκτά το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο κατ΄ άρθρο 529 ΚΠολΔ (ΑΠ 702/2019, ΝΟΜΟΣ), από τις ένορκες βεβαιώσεις με αρ. …/30-8-2019, …/16-9-2019 στον συμβολαιογράφο Αθηνών …….., … και …/2-9-2019 στη συμβολαιογράφο Πειραιώς …….. που προσάγει με επίκληση η προσθέτως παρεμβαίνουσα ……. και ελήφθησαν νομίμως στο πλαίσιο εκδίκασης της ως άνω με αρ. ……./2019 συναφούς αγωγής, εκτιμώνται δε στην προκείμενη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 315/2008, ΝοΒ 2008, 1584), καθώς και από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει της από 23 Δεκεμβρίου 2009 σύμβασης χρηματοδότησης που υπεγράφη μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….. (Α.Ε)», η οποία έδρευε στη ….. Κύπρου, αλλά διατηρούσε υποκατάστημα στον Πειραιά και των ναυτιλιακών εταιρειών με την επωνυμία «……..» και «………» που εδρεύουν τυπικά στα νησιά Μάρσαλ, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά (συμφερόντων του πατέρα της εναγόμενης ……… που υπέγραψε τη σύμβαση αυτή και απεβίωσε στο Αμαρούσιο Αττικής την 16η-2-2018), καταρτίστηκε σύμβαση έντοκου δανείου ποσού 27.000.000 δολαρίων ΗΠΑ (USD). Το ποσό αυτό εκταμιεύθηκε εξ ολοκλήρου στις 29-12-2009 και σκοπός του ήταν η παροχή κεφαλαίου εργασίας και επένδυσης στις δανειολήπτριες. Ως πλοία των δανειοληπτριών ορίζονταν στη σύμβαση αυτή το φορτηγό πλοίο «P» της πρώτης δανειολήπτριας με σημαία Παναμά (ΙΜΟ …., νεκρού βάρους 52454 μετρικών τόνων) και το φορτηγό πλοίο «L», σημαίας Παναμά  (ΙΜΟ …., νεκρού βάρους 52454 μετρικών τόνων) της δεύτερης δανειολήπτριας, στα οποία συνεστήθη (με βάση τις από 29-12-2009 συμβάσεις) πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη υπέρ της δανείστριας  τράπεζας (που ενεγράφησαν στο σχετικό νηολόγιο Παναμά). Την αποπληρωμή του δανείου με την από 23 Δεκεμβρίου 2009 σύμβαση εγγυήθηκε η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ως προσωπική εγγυήτρια, ευθυνόμενη ως αυτοφειλέτρια για ολόκληρο το ποσό του δανείου, παραιτηθείσα κάθε ενστάσεως ως και του ευεργετήματος της διαιρέσεως και διζήσεως, ενώ συμφωνήθηκε η εφαρμογή για τη σύμβαση αυτή του ελληνικού δικαίου (όρος 19.1) και αρμόδια για κάθε σχετική διαφορά τα δικαστήρια του Πειραιά. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι η ίδια τυπικά και συγκυριακά προχώρησε στη σύναψη της σύμβασης εγγύησης με τη δικαιοπάροχο της εναγομένης, αφού δεν είχε καμία σχέση με τη διοίκηση ή εκπροσώπηση του ομίλου (δανειοληπτριών εταιρειών) του πατέρα της, δεν αποσείει τις αναληφθείσες με τη σύμβαση εγγύησης υποχρεώσεις της, καθώς η εναγομένη δεν επικαλείται ότι συντρέχουν λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας της εν λόγω σύμβασης. Το επιτόκιο του δανείου θα υπολογιζόταν κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου εκτοκισμού που βεβαιώνεται από την δανείστρια προς τις δανειολήπτριες, ως το άθροισμα του περιθωρίου επιτοκίου, ανερχομένου σε 3,5% ετησίως και του LIBOR ή του κόστους χρηματοδότησης του δανείου της δανείστριας, για περιόδους εκτοκισμού μεγαλύτερες των έξι μηνών και το δάνειο αυτό θα αποπληρωνόταν σε σαράντα διαδοχικές τριμηνιαίες χρεωλυτικές δόσεις πλέον τόκων, οι οποίες θα καταβάλλονταν στις σχετικές ημερομηνίες αποπληρωμής, της πρώτης δόσης καταβλητέας την ημερομηνία που έπεται τριών μηνών από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου και κάθε μία από τις επόμενες τριάντα εννέα αντίστοιχα σε κάθε ημερομηνία που θα συνέπιπτε τρεις μήνες μετά την αμέσως προηγούμενη ημερομηνία αποπληρωμής. Ειδικότερα, οι πρώτες οκτώ δόσεις αποπληρωμής κεφαλαίου θα αντιστοιχούσαν σε ποσό 325.000 USD εκάστη και οι επόμενες τριάντα δύο δόσεις σε ποσό 650.000 USD, ενώ η τεσσαρακοστή και τελευταία δόση ποσού 3.600.000 USD θα καταβαλλόταν την ίδια ημερομηνία αποπληρωμής με τη συμφωνημένη εφάπαξ πληρωμή (balloon payment). Επί πλέον συμφωνήθηκε να καταβάλλονται τόκοι, υπολογιζόμενοι με βάση το επιτόκιο σε ημερομηνίες πληρωμής τόκων και για τις περιόδους εκτοκισμού που προβλέπονται στη δανειακή σύμβαση. Ακόμη συμφωνήθηκε  (άρθρο 23 της ως άνω σύμβασης δανείου) ότι αν σημειωθεί γεγονός υπερημερίας (όπως αναφέρονται αυτά στο άρθρο 23 της ως άνω σύμβασης δανείου), όπως αδυναμίας των δανειοληπτριών ή οποιουδήποτε άλλου συμβαλλομένου να πληρώσει κατά την ημεροµηνία λήξης πληρωμής οποιοδήποτε ποσό το οποίο έχει καταστεί οφειλόμενο ή παύσης πληρωµών ή σημαντικής ουσιώδους δυσμενούς μεταβολής της οικονομικής κατάστασης ή λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων εκ των συμβαλλομένων, η δανείστρια θα έχει το δικαίωμα με έγγραφη ειδοποίηση προς τις δανειολήπτριες να δηλώσει ότι το δάνειο ακυρώνεται και ότι η οφειλή είναι άμεσα ληξιπρόθεσμη και καταβλητέα (23.1.19), να χρεώσει τόκους υπερημερίας κατά το 14.4 συμβατικό όρο και να δώσει την εντολή στα ως άνω πλοία των δανειοληπτριών να μεταβούν άμεσα με έξοδα των δανειοληπτριών σε λιμένα που θα ορίσει η δανείστρια (23.3). Επί πλέον, η ως άνω σύμβαση δανείου συμφωνήθηκε ότι θα διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο (όρος 38.1). Κατόπιν, η ως άνω (αρχική) δανείστρια τραπεζική εταιρεία απορροφήθηκε μέσω διασυνοριακής συγχώνευσης από την τραπεζική εταιρεία «……..» (…………..) με την από 15.12.2010 απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και η τελευταία απέκτησε, λόγω σχετικής εκχώρησης, την ένδικη απαίτηση από τη σύμβαση δανείου και εγγύησης. Στη συνέχεια, με βάση την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεταξύ της «………….» και της ενάγουσας «………» με έδρα στην Αθήνα (που εγκρίθηκε με την υπ΄αρ. 66/3/26.3.2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστώσεων και Ασφαλειών –ΕΠΑΘ- της Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε),  η τελευταία αγόρασε, όπως προκύπτει από τον όρο 2 σε συνδυασμό με το παράρτημα με αριθμό 1 της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού της πρώτης, με ισχύ από τον χρόνο μεταβίβασης (26.3.2013 και ώρα 17.00). Κατά το παράρτημα της σύμβασης τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού είναι: 1) τα ελληνικά δάνεια, 2) η υπεραξία των ελληνικών εργασιών, 3) τα ακίνητα, 4) ο εξοπλισμός, 5) όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που ανήκουν στην πωλήτρια και που σχετίζονται αποκλειστικά με τις ελληνικές εργασίες και 6) όλα τα βιβλία και στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά τις ελληνικές εργασίες. Στους ορισμούς της σύμβασης «ελληνικά δάνεια» είναι όλες οι δανειακές απαιτήσεις (είτε υπό τη μορφή χρεογράφων, είτε υπό άλλη μορφή και συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτική μίσθωση και πρακτόρευση απαιτήσεων, πλέον των συναφών δεδουλευμένων τόκων και συναφών εξασφαλίσεων), όπως καταγράφονται στα βιβλία της πωλήτριας ή της θυγατρικής, τα οποία προέρχονται από και τυγχάνουν διαχείρισης στην Ελλάδα και επί του παρόντος αποτυπώνονται στο Κυπριακό χαρτοφυλάκιο δανείων, όλα αυτά όπως προσδιορίζονται στα αρχεία με την επωνυμία «…………» και «θυγατρικές «……» στον ψηφιακό δίσκο (CD) που υπογράφηκε από τα μέρη για το σκοπό ταυτοποίησης. Εξοπλισμός σημαίνει κατά τη σύμβαση όλες τις εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό (συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού), τα έπιπλα, τα συστατικά και παραρτήματα που ανήκουν (i) στην πωλήτρια και βρίσκονται στα καταστήματα και σε άλλα ακίνητα (ii) στη θυγατρική κατά τον χρόνο μεταβίβασης. Επομένως αποδεικνύεται ότι  στις 26-3-2013 η «……….» (ενάγουσα) αγόρασε όλα τα δάνεια της ως άνω πωλήτριας τράπεζας, τον εξοπλισμό, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το λογισμικό, όλα τα βιβλία και στοιχεία που αφορούν τις ελληνικές εργασίες και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συνέχισε τις εργασιακές σχέσεις. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι με την εν λόγω σύμβαση, στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνεται το σύνολο των ελληνικών δανείων της ως άνω πωλήτριας τράπεζας («………..») χωρίς κάποια εξαίρεση, μεταξύ δε αυτών είναι και η ένδικη από 23-12-2009 σύμβαση δανείου (με την ως άνω προσωπική εγγύηση της εναγόμενης), η οποία συνήφθη στην Ελλάδα, συνεπώς προέρχεται από την Ελλάδα και η διαχείρισή της γινόταν στην Ελλάδα, αφού οι πιστούχοι όφειλαν να αποπληρώνουν το δάνειο στην Ελλάδα, δηλαδή σε ελληνικά υποκαταστήματα της συμβληθείσας με εκείνες τράπεζας και αυτές ελάμβαναν από τα ελληνικά υποκαταστήματα μηνιαίες κινήσεις των τηρούμενων λογαριασμών. Περαιτέρω, η καλούσα -εφεσίβλητη «………» (Γ.Ε.ΜΗ ……….) είναι καθολική διάδοχος (λόγω διάσπασης) της ενάγουσας εταιρείας «………..», με έδρα στην Αθήνα. Εξ άλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 §2 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 (που ενσωματώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 3458/2006) «Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί». Στην προκείμενη περίπτωση, η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των ελληνικών υποκαταστημάτων της «………..», με έδρα στη ……….. Κύπρου, ως μέτρο εξυγίανσης που διατάχθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία, διέπεται από την κυπριακή νομοθεσία, διότι η Κύπρος αποτελεί το κράτος -μέλος καταγωγής (έδρας) του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Κατ’ εφαρμογή, λοιπόν, της νομοθεσίας της Ε.Ε., η μεταβίβαση εργασιών των ελληνικών υποκαταστημάτων της τράπεζας αυτής προς την «………» (ενάγουσα) αναγνωρίζεται αυτόματα στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμη και αν το ελληνικό δίκαιο εξαρτά την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου εξυγίανσης από προϋποθέσεις ή διατυπώσεις που δεν πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα, το εφαρμοστέο κυπριακό δίκαιο σχετικά με την εξυγίανση και εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων ορίζει ρητά ότι η μεταβίβαση δικαιωμάτων ή απαιτήσεων του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται αναγγελία προς τον οφειλέτη, σύμφωνα με το άρθρο 13 §§1, 2 του κυπριακού νόμου περί εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων (ν. 17(1)/2013: «…(2) Η μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, δυνάμει του εδαφίου 1, θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή όρων σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, (α) Οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης προσώπων που είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταβιβάζονται, (β) της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 301 του περί Εταιρειών Νόμου ή των διατάξεων των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 σε σχέση με τους τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται…(γ) κάθε άλλου περιορισμού που επηρεάζει το αντικείμενο εκχώρησης ή μεταβίβασης, γενικά ή από τρίτο πρόσωπο». Η ίδια ακριβώς ρύθμιση με το άρθρο 13 του κυπριακού Νόμου περί εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων επαναλαμβάνεται και στο υπ’ αρ. 97/26-3-2013 Διάταγμα που εξέδωσε η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου (που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, Φύλλο 4640/ 26-3-2013) σχετικά με τη μεταβίβαση των εργασιών της «…………» προς την ενάγουσα (……….). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 7 του διατάγματος αυτού ορίζεται ότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς την ενάγουσα θεωρείται έγκυρη και παράγει τα δι’ αυτής σκοπούμενα αποτελέσματα, ανεξαρτήτως «…οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης οποιουδήποτε προσώπου στην πώληση εργασιών». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ίδιου Διατάγματος «Συμφωνίες οι οποίες έχουν συναφθεί από ή σε σχέση με τον πωλητή («………») και οι οποίες αφορούν τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις, λογίζονται από τον χρόνο μεταβίβασης ως αν έχουν συναφθεί με ή σε σχέση με τον αγοραστή (δηλαδή την ενάγουσα). Όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, η μεταβίβαση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που απορρέουν από τις ελληνικές εργασίες της  «………» επήλθε αυτοδικαίως στις 26-3-2013 και πρόκειται για ειδική περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, που πραγματοποιήθηκε σε εκτέλεση απόφασης της αρμόδιας Κυπριακής Αρχής Εξυγίανσης (Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου) και αναπτύσσει τα αποτελέσματά της στην Ελλάδα χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ (που ενσωματώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 3458/2006) και δεν απαιτείται και αναγγελία αυτής στους οφειλέτες του ως άνω κυπριακού πιστωτικού ιδρύματος (ανεξάρτητα δηλαδή από τον 34.03 όρο της ένδικης σύμβασης δανείου για την υποχρέωση κοινοποίησης της ως άνω εκχώρησης στις δανειολήπτριες και του από 13.01 όρου της ένδικης σύμβασης εγγύησης σε συνδυασμό με το άρθρο 460 ΑΚ και την υποχρέωση αναγγελίας στην εγγυήτρια). Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι πράγματι εκχωρήθηκαν από την «……….» στην «………..», στις 26-3-2013, οι ένδικες απαιτήσεις που απορρέουν από τη μεταβιβασθείσα από 23-12-2009 σύμβαση δανείου (και την προσωπική εγγύηση της εναγόμενης) και δεν απαιτείτο να μεσολαβήσει αναγγελία της εκχώρησης προς τις δανειολήπτριες και την εναγομένη εγγυήτρια και η ενάγουσα νομιμοποιείτο στην άσκηση της ένδικης αγωγής, όπως ορθά και αιτιολογημένα έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και τους σχετικούς λόγους έφεσης (2ο, 3ο και 4ο), ενώ τα πρόδηλα σφάλματα της εκκαλουμένης απόφασης ως προς τις επωνυμίες των συμβαλλόμενων ως άνω τραπεζικών εταιρειών που αναφέρονται ορθά στην παρούσα απόφαση δεν μπορούν να οδηγήσουν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης και στην απόρριψη της ένδικης αγωγής (που ορθά τα αναφέρει). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε οι δανειολήπτριες εταιρείες εκταμίευσαν άμεσα το σύνολο της πίστωσης, ωστόσο υπήρξαν αργότερα ασυνεπείς στις συµβατικές υποχρεώσεις τους, διότι δεν κατέβαλαν τα κάτωθι ποσά: α) για ληξιπρόθεσμες δόσεις υπόλοιπο ποσό 586.628,96 δολαρίων ΗΠΑ (USD), πληρωτέο την 29η-12-2014, τις οφειλόμενες δόσεις ποσού 650.000 USD εκάστη που κατέστησαν πληρωτέες στις 30-3-2015,  29-6-2015,  29-9-2015,  29-12-2015,  29-3-2016,  29-6-2016, 29-9-2016, 29-12-2016, 29-3-2017, 29-6-2017, ήτοι συνολικά ποσό 7.086.628,96 δολαρίων ΗΠΑ (USD) για ληξιπρόθεσμες δόσεις κεφαλαίου, β) για συμβατικούς τόκους από  29-12-2014 μέχρι  29-6-2017 συνολικό ποσό 2.011.607,82 USD και γ) για τόκους υπερημερίας ποσό 582.850,46 USD. Σύμφωνα µε τους σχετικούς όρους της ένδικης σύµβασης δανείου, η ενάγουσα, η οποία κατά τα ανωτέρω είχε καταστεί ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας, κοινοποίησε στις δανειολήπτριες και την εναγομένη, ως εγγυήτρια, την από 11-8-2017 αναγγελία υπερημερίας και επιφύλαξη δικαιωμάτων, δυνάμει της οποίας ενημέρωνε τις τελευταίες για το ότι είναι δικαιούχος κατά τα ανωτέρω των ένδικων απαιτήσεων λόγω μεταβίβασης της δανειακής σύμβασης και της σχετικής εγγύησης  και για όλες τις εκ μέρους τους παραβάσεις της σύμβασης δανείου, οι οποίες συνιστούσαν γεγονότα υπερημερίας και απαιτούσε την καταβολή των ληξιπρόθεσμων κατά τα ανωτέρω οφειλών τους. Οι δανειολήπτριες και η εναγομένη εγγυήτρια ουδέν έπραξαν και κατόπιν η ενάγουσα με την από 18-8-2017 κοινοποιηθείσα σε αυτές ειδοποίηση καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και επίσπευσης αποπληρωμής του δανείου, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, κήρυξε το σύνολο των προερχόμενων εξ αυτής οφειλών ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και έταξε στις δανειολήπτριες και στην εγγυήτρια (εναγομένη) νέα προθεσμία και δη την 21η-8-2017 για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, οι οποίες μετά την ως άνω καταγγελία ανέρχονταν σε: α) ποσό 18.486.628,96 USD για ληξιπρόθεσμες δόσεις κεφαλαίου, β) 2.103.362,94 USD για τους μέχρι την 18η-8-2017 συμβατικούς τόκους και γ) 596.640,69 USD για τους μέχρι την 18η-8-2017 τόκους υπερημερίας, ενώ παράλληλα έκλεισε τον υπ’ αρ. 5104-070589-140 τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει και τηρούσε στο όνοµα των δανειοληπτριών εταιρειών που εµφάνιζε την κατά την ανωτέρω ημερομηνία χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 21.186.632,59 USD, όπως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω, το οποίο μετέφερε στον µε αρ. 5104-088011-013 λογαριασµό οριστικής καθυστέρησης. Έκτοτε η ενάγουσα, βάσει των σχετικών όρων της ένδικης σύμβασης και των εξασφαλιστικών εγγράφων και προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία και εκμετάλλευση των πλοίων των δανειοληπτριών, προέβη σε χρεώσεις ποσών στον ανωτέρω λογαριασμό, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίο κατά την 26η-9-2018 ανερχόταν σε 23.587.317,30 USD και περιλάμβανε, πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, τους τόκους υπερημερίας ύψους 1.929.250,07 USD  και το συνολικό ποσό των 1.068.075,33 USD  για έξοδα των ως άνω πλοίων (πληρωμές τιμολογίων, μισθούς πληρωμάτων, έξοδα μετακίνησης μελών πληρωμάτων, υπηρεσιών πρακτορείας και φύλαξης, αγοράς καυσίμων και προμηθειών κλπ). Επι πλέον η ενάγουσα άνοιξε την 28η-3-2018 και τηρεί στο όνομα των δανειοληπτριών τον υπ’ αρ. ………… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης σε ευρώ, στον οποίο καταχωρούνται τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, στα οποία υποβάλλεται για την ένδικη σύμβαση δανείου, ο οποίος εμφάνιζε την 26η-9-2018 χρεωστικό υπόλοιπο 251.667,56 €. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 13.02 της σύμβασης δανείου, καθώς και τον όρο 7.04 της σύμβασης εγγύησης, συμφωνήθηκε ότι «…οι εγγραφές που πραγματοποιούνται στους λογαριασμούς δανείου που τηρούνται από τον Δανειστή σύμφωνα με τον όρο 13.01 της σύμβασης χρηματοδότησης, θα αποτελούν αναμφισβήτητη απόδειξη (με εξαίρεση την περίπτωση πρόδηλης πλάνης) της ύπαρξης και των ποσών των ευθυνών των δανειοληπτών όπως καταγράφεται σε αυτούς, και του εγγυητή δυνάμει της παρούσας εγγύησης». Η ως άνω ανεξόφλητη οφειλή των δανειοληπτριών έναντι της ενάγουσας, κατά την ως άνω ημερομηνία, αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα  από την ενάγουσα (με επίκληση), αποσπάσματα των ηλεκτρονικά τηρούμενων λογιστικών βιβλίων της και των αντίστοιχων λογαριασμών οριστικής καθυστέρησης, αποσπάσματα των οποίων μάλιστα ενσωματώνει και στην αγωγή της και συγκεκριμένα: α) του υπ΄αρ. …… λογαριασμού δανείου σε Δολάρια ΗΠΑ (USD) που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την ως άνω αρχική δανείστρια «……… (Α.Ε)»  επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του δανείου από 29-12-2009, με την εκταμίευση του, ποσού 27.000.000 USD, έως την ημερομηνία κλεισίματος του, την 29-6-2012, β) του λογαριασμού δανείου σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας «…….(Α.Ε)» επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 14-6-2012, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του ως άνω λογαριασμού, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του, την 25-6-2013, γ) του υπ΄αρ. …….. λογαριασμού εξυπηρέτησης σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας «…… (Α.Ε)» στο όνομα των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 27-06-2013, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του ανωτέρω υπό (β) λογαριασμού, έως την ημεροµηνία κλεισίματος του, την 18-11-2013, δ) του υπ΄αρ. ……. λογαριασμού εξυπηρέτησης σε Δολάρια ΗΠΑ που είχε ανοιχθεί και τηρούνταν από την ενάγουσα ως ειδική διάδοχο της ως άνω αρχικής δανείστριας  επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 18-11-2013, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του Δανείου ποσού 21.150.000 Δολαρίων ΗΠΑ από τον ως άνω υπό στοιχείο (γ) λογαριασμό, έως την ημερομηνία κλεισίματος του δηλ. την 18-8-2017, ε) του υπ’αρ. ………. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης σε Δολάρια ΗΠΑ που άνοιξε και τηρούσε η ενάγουσα επ’ ονόματι των οφειλετών και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του Δανείου από 18-8-2017, ημερομηνία μεταφοράς του υπολοίπου του Δανείου ποσού 21.186.632,59 δολαρίων ΗΠΑ από τον υπ’ αρ. ………..  λογαριασμό, έως την 26-9-2018 και στ) του υπ’αρ. ……… λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης σε ευρώ που άνοιξε και τηρούσε η ενάγουσα, στον οποίο καταχωρούνται τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, στα οποία υποβάλλεται σε σχέση με την ένδικη σύμβαση δανείου και εμφανίζει την αναλυτική κίνηση του αυτού από 22-3-2018 έως την 26-9-2018. Τα ως άνω αποσπάσματα, φέρουν βεβαίωση περί της γνησιότητας της εκτύπωσής τους, από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, που τηρούνται σε πρωτότυπο στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της, υπογεγραμμένα από τους υπαλλήλους της ενάγουσας. Τα έγγραφα αυτά, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον ως άνω  όρο της ένδικης σύμβασης δανείου, περί δυνατότητας απόδειξης της εκάστοτε ανεξόφλητης οφειλής από τη σύμβαση δανείου με σχετικό απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας. Ειδικότερα, η περιλαμβανόμενη στην επίδικη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία ότι η οφειλή των πιστούχων εταιρειών προς την πιστώτρια τράπεζα, θα προκύπτει από το απόσπασμα  των βιβλίων ή αρχείων ή των ηλεκτρονικών αρχείων της Τραπέζης ή/και αποσπάσματα εκ του δανειακού λογαριασμού, τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον ανωτέρω αναφερόμενο όρο της σύμβασης, ως δικονομική σύμβαση, κρινόμενη κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι έγκυρη, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 35/2011, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω και ο 7ος λόγος της υπό κρίση έφεσης και ο συνεχόμενος με αυτόν πρόσθετος λόγος έφεσης, περί απαλλαγής της εναγόμενης –εκκαλούσας από την ένδικη σύμβαση εγγύησης κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ (ειδικότερα ότι η ενάγουσα δεν στράφηκε εγκαίρως κατά των δανειοληπτριών εταιρειών, προκειμένου, είτε να προβεί σε άμεση πώληση των πλοίων τους σε οιονδήποτε τρίτο, είτε να προβεί σε πλειστηριασμό, είτε να αναλάβει τη διαχείριση τους, κατά χρόνο που η αξία των ενυπόθηκων αυτών πλοίων ήταν ιδιαίτερα υψηλή και η ενάγουσα μπορούσε, μέσω των έμπειρων ναυτιλιακών της στελεχών, να προβλέψει τη μείωση της αξίας των πλοίων των πρωτοφειλέτιδων εταιρειών μεταξύ των ετών 2015 και 2017, με βάση προσβάσιμες αναλύσεις διεθνών ναυτιλιακών οίκων και τον εντεύθεν κίνδυνο της μη πλήρους ικανοποιήσεως των αξιώσεών της, ενώ ούτε συνεργάστηκε με τον πατέρα της, ουσιαστικό ιδιοκτήτη των πρωτοφειλέτιδων εταιρειών για τη συναινετική τους πώληση), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (δεν συντρέχει δηλαδή σε κάθε περίπτωση δόλος ή βαριά αμέλεια της δανείστριας τράπεζας και των οργάνων της, κατά τα ανωτέρω, δεδομένου ότι είχε παραιτηθεί η εγγυήτρια –εναγόμενη από την ένσταση εκ του άρθρου 862 ΑΚ με τον 7.3 όρο της ως άνω σύμβασης έγκυρα μόνο για την ελαφρά αμέλεια τους), διότι, κατ΄ αρχάς, η διάταξη αυτή (άρθρο 862 ΑΚ) δεν επιβάλλει στη δανείστρια τράπεζα την υποχρέωση να προασπίσει τα συμφέροντα του εγγυητή έναντι του πρωτοφειλέτη και να αναλάβει, άνευ άλλου τινός και άμεσα (χωρίς την εξέταση των εν γένει συνθηκών), τη διαχείριση και τη διαπραγμάτευση προς πώληση των ως άνω με πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επιβαρυμένων πλοίων των δανειοληπτριών εταιρειών, δεδομένου ότι ο σκοπός της σύμβασης εγγύησης έχει εξασφαλιστικό χαρακτήρα, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, δεν μπορούσε να προβλέψει (και δη με βεβαιότητα, ως παγκοίνως γνωστό), η δανείστρια (ενάγουσα) τράπεζα τη μείωση της αξίας των ως άνω πλοίων των δανειολειπτριών εταιρειών μεταξύ των ετών 2015 και 2017, ούτως ώστε να προβεί στην πώληση τους, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα (ήτοι δεν μπορεί να θεμελιωθεί βαριά της αμέλεια), δεδομένου μάλιστα ότι κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από την τακτική (ανά εξάμηνο) ενημέρωση της (ενάγουσας) για την αξία των εν λόγω πλοίων από τον συνεργαζόμενο με αυτή διεθνή ναυτιλιακό οίκο εκτιμήσεων του Λονδίνου SSY Valuation Services (αναφερόμενες τιμές σε USD για το πλοίο P στις 30.6.2015 9.000.000, 31.12.2015 5.500.000, 30.6.2016 5.500.000 USD, 31.12.2016 6.750.000, 30.6.2017 9.000.000 και 31.12.2017 10.750.000 και για το πλοίο L στις 30.6.2015 8.530.000, 31.12.2015 5.000.000, 30.6.2016 5.000.000, 31.12.2016 6.500.000, 30.6.2017 8.250.000 και 31.12.2017 10.500.000). Εξ άλλου, δεν αποδείχθηκε ότι κατατέθηκε σε αυτήν από τις δανειολήπτριες εταιρείες συγκεκριμένη δεσμευτική πρόταση από  υποψήφιο αγοραστή για τα ως άνω πλοία τους, ώστε να εκτιμηθεί και να ενεργήσει αυτή για την πώλησή τους. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν κατήγγειλε άμεσα την ένδικη σύμβαση δανείου (ήτοι μετά την 29η-12-2014 που κατέστη ληξιπρόθεσμη η ως άνω δόση του ένδικου δανείου),  αλλά φέρθηκε σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (άρθρο 1 §§2,4 ν. 4224/2013 και αποφάσεις της Ε.Π.Α.Θ από 25.8.2014–ΦΕΚ Β 2289/ 27.8.2014 και με αρ. 195/1/29.7.2016 –ΦΕΚ Β 2376/2.8.2016), επέδειξε εύλογη αναμονή στην καθυστέρηση εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων των  δανειοληπτριών (που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν συνεπείς, ενώ οι αξιώσεις της ήταν εξασφαλισμένες με πρώτες προτιμώμενες υποθήκες και εγγύηση κατά τα ανωτέρω), αφού η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής θα οδηγούσε στην καταστροφή τους, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια, προέβη ευλόγως σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με αυτές και την εγγυήτρια για την αναδιάρθρωση και τροποποίηση της ένδικης σύμβασης δανείου (ετοιμάστηκαν δύο φορές τον Οκτώβριο του 2015 και τον Ιούνιο του 2016 σχετικά σχέδια, χωρίς να προσκομίσουν οι οφειλέτες τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα και να υπογράψουν τα συμφωνητικά) και κατόπιν κοινοποίησαν  σε αυτές (στις δανειολήπτριες εταιρείες και την εγγυήτρια που σημειωτέον στις 11.9.2015 διορίστηκε μοναδική διευθύντρια της δανειολήπτριας «………..»), στις 2.2.2017 και στις 14.6.2017, τις  από 13.1.2017 και από 8.6.2017 εξώδικες οχλήσεις προς συμμόρφωση, πριν να τους κοινοποιήσουν δηλαδή την ως άνω από 18.8.2017 καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου. Επί πλέον, η ενάγουσα αναζητούσε τα ως άνω φορτηγά πλοία (P και L) σε όλη την υφήλιο, διότι αυτά δεν ελλιμενίζονταν στην Ελλάδα, αλλά και την πλέον ασφαλή δικαιοδοσία για να εκκινήσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης των εν λόγω πλοίων. Τελικά, η ενάγουσα εκκίνησε διαδικασίες κατά του φορτηγού πλοίου P στη Σιγκαπούρη τον Αύγουστο του 2017 και αυτό εκπλειστηριάστηκε με επίσπευσή της εκεί στις 31.8.2018 για ποσό (πλειστηρίασμα) 7.830.000 USD, από το οποίο εισέπραξε στις 24.6.2019 το ποσό των 6.811.286 USD, ενώ το φορτηγό πλοίο L εκπλειστηριάστηκε στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2019 στη Σαγκάη Κίνας (αφού είχε κατασχεθεί συντηρητικά τον Αύγουστο του 2017), επιτεύχθηκε πλειστηρίασμα ποσού 5.350.000 USD και αυτή εισέπραξε στις 15.4.2020 ποσό 1.809.996,30  USD, ενώ εκκρεμεί ανακοπή της κατά του πίνακα κατάταξης για επί πλέον ποσό 1.150.000 USD (χωρίς να υποχρεούται να αναμένει αυτή το πέρας όλων των διαδικασιών εκτέλεσης κατά των δανειοληπτριών εταιρειών και των πλοίων τους αυτών, για να ασκήσει την ένδικη αγωγή, αφού η εγγυήτρια κατά τα ανωτέρω είχε παραιτηθεί από την ένσταση διήζησης εκ του άρθρου 855 ΑΚ). Σημειώνεται ότι τα ποσά αυτά (6.811.286  + 1.809.996,30 + 1.150.000 = 9.771.282,30 USD), υπολείπονται κατά πολύ από οφειλόμενο κεφάλαιο του ένδικου δανείου (18.486.628,96 USD) και το ποσό που απομένει (αν αφαιρεθούν από αυτό) είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αιτούμενο ποσό των 3.500.000 USD. Τέλος απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της (απλώς) προσθέτως παρεμβαίνουσας …….. περί επιδείξεως εγγράφων (όπως αναλυτικού μεγιστοβάθμιου ισοζυγίου, διαδικαστικών εγγράφων εκτέλεσης, κλπ) που υποβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις της (άρθρα 450, 451 και 82 ΚΠολΔ), διότι τα προσαγόμενα με επίκληση από όλους τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα αρκούν για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, η δε έκδοση σχετικής προδικαστικής απόφασης θα καθυστερήσει σημαντικά, χωρίς λόγο, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή,  ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις (με τη συμπλήρωση πάντως των αιτιολογιών της κατά τα ανωτέρω) και εφόσον δεν ευδοκίμησε κανένας από τους προβληθέντες λόγους της υπό κρίση έφεσης (και ο ως άνω πρόσθετος λόγος της) και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί αυτή,  όπως και οι ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις και να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας και της παρεμβαίνουσας ……..  τα δικαστικά έξοδα της καλούσας του παρόντος (δευτέρου) βαθμού  δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 182§ 1, 183 και 191§ 2  ΚΠολΔ) και  να εισαχθεί το παράβολο που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ.τελ ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα  στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την έφεση, τον πρόσθετο λόγο της και τις ως άνω απλές πρόσθετες παρεμβάσεις.-

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση (με τον πρόσθετο λόγο της)  και την απλή πρόσθετη παρέμβαση της …… και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την απλή πρόσθετη παρέμβαση της ……….. που ασκήθηκε με τις προτάσεις.-

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση (με τον πρόσθετο λόγο της) και την απλή πρόσθετη παρέμβαση της ………, κατ’ ουσίαν .-

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος για την έφεση αυτή ως άνω παραβόλου  (ποσού 150 ευρώ) στο Δημόσιο Ταμείο.-

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της καλούσας (εφεσίβλητης) για τον παρόντα ( δεύτερο) βαθμό, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.-

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της παρεμβαίνουσας  ………. τη δικαστική δαπάνη της καλούσας (εφεσίβλητης) για τον παρόντα βαθμό, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.-

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 4 Σεπτεμβρίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις  12 Σεπτεμβρίου 2023, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως  και αναχώρησης του Εφέτη Αντωνίου Αλαπάντα, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με Γραμματέα  την KΣ., με απόντες δε τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ