Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 503/2023

Αριθμός Απόφασης   503/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………, 2) ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Μοσχοβάκη (ΑΜ: ……… ΔΣΑ), που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Θειακοδημήτρη (ΑΜ: …….. ΔΣΑ), που υπέβαλε, κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, την από 15-02-2023 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-03-2020 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …/ΕΑΚ……./01-06-2020 αγωγή της κατά των εφεσιβλήτων, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 2928/2021 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 17-03-2022 έφεσή τους, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22-03-2022 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ…/2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 18-04-2022, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ ../2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε, αλλά έχοντας υποβάλει την κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωσή της, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17-03-2022 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22-03-2022 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 18-04-2022, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2022, κατά της με αριθμό 2928/13-12-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 18-03-2020 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ ../ΕΑΚ…/01-06-2020 αγωγής της εφεσίβλητης κατά των εκκαλούντων, με την έγινε αυτή δεκτή εν μέρει, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 21-02-2022 (βλ. προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. .., …/21-02-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….), το δε πρωτότυπο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 22-03-2022. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……. e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363, 229 και 224 ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, οποίος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2§1 και 5§§1,2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του (ΑΠ 855/2022, 832/2021, 149/2020, 1429/2019, ΕΑ 5440/2022, 2438/2022). Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59 ΑΚ είναι α) προσβολή των ανωτέρω δικαιωμάτων, β) η προσβολή να είναι παράνομη, γ) πταίσμα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή (ΑΠ 849/85 ΝοΒ 34.836, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 2000.772) και ειδικότερα για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 59 ΑΚ απαιτείται η προκαλούμενη από την προσβολή ηθική βλάβη να είναι σημαντική (ΕφΛαρ 710/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, I. Καρακατσάνης σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, τόμος I, 1978, υπό άρθρο 59 αρ. 8, Σούρλας στην ΕρμΑΚ άρθ. 59 εδ. 10, ΕΑ 10504/1986, 12154/1990 ΕλλΔικ 32.1673). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμισης και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι, για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι ικανό να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361. Ωστόσο σε περίπτωση που ο δράστης δε γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε, ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (ΑΠ 899/2011). Πιο συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 367§1 περ. α΄ δ΄ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ και δ). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρόμενου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367§2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367§1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367§2, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (βλ. και ΑΠ 109/2012, 179/2011, 624/2011). Περαιτέρω, στην έννοια του τρίτου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε (πλην του δράστη και του παθόντος) φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΟλΑΠ 3/2021, ΑΠ 855/2022, 789/2019). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 229§1 ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ’ αυτήν ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού (ΑΠ 5/2017, 236/2008, 187/2008, 369/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του προϊσχύσαντος ΠΚ «1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με Φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2.  Με  την  ίδια  ποινή  τιμωρείται  όποιος,  ενώ  εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται  στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια». Το αξιόποινο της ανωτέρω συμπεριφοράς διατηρήθηκε και στη νέα διάταξη του άρθρου 224 του ισχύοντος από 01-07-2019 ΠΚ, στην οποία έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 (ψευδορκία) και 225 (ψευδής ανώμοτη κατάθεση) του προηγούμενου ΠΚ. Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ’ ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς αυτού νόμους (ΑΠ (ΠΟΙΝ) 48/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα (κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ), η οποία εμπεριέχεται στο άρθρο 224§1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας – επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, όπου απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και τον σκοπό αυτό, εκτός αν ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με την γνώση περιστατικών (ΑΠ 5/2017, 236/2008, 187/2008, 369/2005).

Η εφεσίβλητη με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ …………/01-06-20 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι είναι αστυνομικός και κατά τα έτη 2010 ως 2014 υπηρέτησε ως Διοικήτρια του Α. Τ. ….., όπου οι εκκαλούντες διατηρούσαν επιχείρηση εκμίσθωσης μοτοποδηλάτων, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, λόγω των αναφερόμενων στην αγωγή παραβάσεων που βεβαιώθηκαν από την υπηρεσία της. Ότι η εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της προκάλεσε την εκτιθέμενη στην αγωγή παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της εκ μέρους τους, που συνίσταται στην τέλεση των αναφερόμενων στην αγωγή πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμισης, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα 2012 – 2019. Ότι, ειδικότερα, πέραν της υποβολής της υπό ΑΒΜ ……… μήνυσης της πρώτης εκκαλούσας σε βάρος της για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, επί του οποίου εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα και για τις αξιώσεις από την οποία έχει ήδη ασκήσει έτερη αγωγή, οι εκκαλούντες προέβησαν και στις ακόλουθες προσβλητικές της προσωπικότητάς της πράξεις: Α) ο β΄ εκκαλών, την 18-02-13 τηλεφώνησε στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ και στη συνέχεια προέβη στην από 21-02-13 κατάθεσή του ενώπιον της ίδιας Υπηρεσίας, καταγγέλλοντας ότι η ίδια διατηρεί αυθαίρετα ακίνητα και ότι τα περιουσιακά της στοιχεία δεν συνάδουν με τις αποδοχές της, αναφέροντας και μεροληπτική και εκδικητική συμπεριφορά της και παρακράτηση κατασχεμένου οχήματος της συζύγου του κατόπιν τροχαίου ατυχήματος στις 5-08-12, στην περιοχή «…» …., παρά δε τον σχηματισμό δικογραφίας προέβησαν στη συνέχεια στην υποβολή την 15-10-14 νέου εγγράφου, με τις ίδιες αιτιάσεις, εκδοθείσας ης υπ’ αριθ. …./2015 αναφοράς τα Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς με την οποία τέθηκε στο αρχείο λόγω εκκρεμοδικίας. Β) Την 19-03-13 με τηλεφωνική καταγγελία στην ίδια Υπηρεσία διατύπωσε υπόνοιες ότι δράστες του σε βάρος της επιχείρησης της συζύγου του εμπρησμού ήταν αστυνομικοί του Α.Τ. …., την ίδια μέρα κατέθεσε στην ίδια Υπηρεσία αναφέροντας ότι βρίσκεται σε αντιδικία με την εφεσίβλητη, σε νέα από 30-05-13 κατάθεσή του ανέφερε ότι αυτή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους δράστες του εμπρησμού, οι οποίοι δρουν ανεξέλεγκτα, ότι δεν εμπόδισε την παράνομη κοπή δένδρων και χωματουργικών εργασιών στην περιοχή .. …. και ότι αλλοίωσε την ημερομηνία του προαναφερόμενου τροχαίου ατυχήματος, ενώ η πρώτη εκκαλούσα α) την 25-04-14, σε υπόμνημα που υπέβαλε στον Ανακριτή που χειριζόταν την υπόθεση εμπρησμού ζήτησε τη συμπλήρωση της ανάκρισης για επιπλέον αδικήματα, υποστηρίζοντας ότι η ίδια (εφεσίβλητη) είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης που διέπραξε το αδίκημα του εμπρησμού σε βάρος της, β) την 16-10-14 υπέβαλε την υπό ΑΒΜ ……… μήνυση αναφέροντας την ίδια ως δράστιδα των ανωτέρω αδικημάτων και γ) με την υπό ΑΒΜ ……… αναφορά της στον Εισαγγελέα ΑΠ ζητώντας τα ίδια. Γ)  πρώτη εκκαλούσα υπέβαλε την υπό ΑΒΜ ………. μήνυσή της κατηγορώντας την για τα ίδια αδικήματα, την οποία υποστήριξε ο δεύτερος με την από 13-12-13 κατάθεσή του, προσφεύγοντας μάλιστα, με τους ίδιους συκοφαντικούς ισχυρισμούς κατά της σχετικής απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Δ) Ο δεύτερος εκκαλών, με την από 10-05-15 κατάθεσή του στο Α.Τ. … την κατηγόρησε για παράβαση καθήκοντος επειδή κάλυψε με τηλεφωνική προειδοποίηση και αδιαφορία τις παράνομες εργασίες στην περιοχή «…..», επισυνάπτοντας παράλληλα στη σχηματισθείσα δικογραφία απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες της, ενώ στη δίκη που ακολούθησε την 02-04-19, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για παράβαση καθήκοντος σε βάρος της, κατέθεσε συνολικά όσα ανωτέρω της καταλόγιζε. Ε) Η πρώτη εκκαλούσα, με την από 06-10-14 κατάθεσή της τής απέδωσε παραποίηση ημερομηνίας του προαναφερόμενου τροχαίου που έλαβε χώρα στην περιοχή «………….» …………. και προσερχόμενη εκ νέου στην πταισματοδίκη την 09-09-15 ζήτησε την ποινική της δίωξη, επικαλούμενη ότι σκοπός της ήταν να εμφανίσει ανασφάλιστο το εμπλακέν ιδιοκτησίας της όχημα, χωρίς να την καλέσει και χωρίς να επισυναφθεί η έκθεση πραγματογνωμοσύνης στη δικογραφία, ενώ για την ίδια υπόθεση είχε καταθέσει ο δεύτερος εκκαλών στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων, αποδίδοντάς της τις ίδιες κατηγορίες, στις 18-12-13 και στις 09-02-2017, καθώς και παράνομη δέσμευση του ως άνω οχήματος, με σκοπό την βλάβη της επιχείρησης της πρώτης. ΣΤ) Ο δεύτερος εκκαλών στην από 27-11-13 κατάθεσή του υπέβαλε προφορική μήνυση σε βάρος της για σύλληψή του την επόμενη ημέρα της 27-11-13, προκειμένου να αποφευχθεί η σύλληψη κατά την αυτόφωρη διαδικασία του συζύγου της, που έληγε την ίδια ημέρα. Ότι το περιεχόμενο των ανωτέρω μηνύσεων, καταθέσεων και εγγράφων τους ήταν συκοφαντικό, αφού την εμφάνιζαν να παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας της και να είναι μέλος εγκληματικής οργάνωσης που είχε ως στόχο την βλάβη των συμφερόντων τους, ακόμα και με εμπρηστική επίθεση σε βάρος της ανωτέρω επιχείρησής της πρώτης και ψευδές, αφού η ίδια απηλλάγη των ποινικών και πειθαρχικών διώξεων που ασκήθηκαν σε βάρος της. Ότι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος της ισχυρισμών, οι οποίοι ήταν πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της και των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, με τους αναφερόμενους στην αγωγή τρόπους. Ότι οι εκκαλούντες προέβησαν στις ανωτέρω πράξεις με σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της και να την εξαναγκάσουν να απομακρυνθεί από την Υπηρεσία της, ενώ με την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, που τελέστηκε με δόλο και προσέβαλε την προσωπικότητά της, καθιστώντας την κατ’ επανάληψη ύποπτη ή κατηγορούμενη ποινικά και πειθαρχικά, έθιξαν την τιμή και την υπόληψή της, ως ατόμου, αλλά και ως αστυνομικού, κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι εκκαλούντες να της καταβάλουν το ποσό των 29.000,00 ευρώ έκαστος, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, νομιμοτόκως από το χρόνο τέλεσης της πρώτης πράξης, άλλως από 20-03-15, που το πρώτον έλαβε γνώση αυτών και δια προσωπικής τους κρατήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ως προς το αίτημα τόκων από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας σιγή το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εκκαλούντων να της καταβάλουν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 15.000,00 ευρώ έκαστος, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή. Με παράπονο που διατυπώνεται στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου της έφεσής τους (σελ. 3) και στον 1ο λόγο έφεσης (σελ. 20) οι εκκαλούντες παραπονούνται για κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου εκτίμηση της ανωτέρω αγωγής ως επαρκώς ορισμένης, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, το οποίο είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, αφού με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται στην αγωγή τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο αυτής και δη αναφέρεται επαρκώς και με σαφήνεια το είδος της προσβολής με τις αναλυτικά αναφερόμενες σ’ αυτήν κατά περιεχόμενο, χρόνο σύνταξης και συντάκτη, μηνύσεις, καταθέσεις και έγγραφα, οι οποίες προκάλεσαν την προσβολή της ενάγουσας, ο αιτιώδης σύνδεσμος της με αυτές, καθώς και το ότι οι προσβάλλοντες τελούσαν σε υπαιτιότητα ως προς την πρόκληση των αναφερομένων στην αγωγών παράνομων πράξεων, που αρκούν για το ορισμένο της αγωγής προσβολής της προσωπικότητας (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46.823, ΕφΛαρ 710/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ), ενώ ειδικότεροι προσδιορισμοί όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση, η κοινωνική θέση κ.λπ. δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46.822, ΤρΕφΑθ 4858/2021, 2709/2021, ΕφΛαρ 45/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕΑ 6982/2007 ΕΓΠΣΚΕΜΠΔ 2008.189).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση, εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 ΠΚ, αρχίζει από το χρόνο, κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαίτησης, κατά το άρθρο 937 παρ.1 ΑΚ (ΑΠ 1101/2017, ΑΠ 944/2011). Η προϋπόθεση γνώσης της ζημιάς και του υπόχρεου προς αποζημίωση απαιτείται διότι τότε μπορεί να εγερθεί μία αγωγή με ελπίδες επιτυχίας. Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημιώσεως γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξιώσεως, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντας ότι έλαβε γνώση του υπαιτίου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής και όχι αντένσταση κατ’ αυτής (ΑΠ 737/2012, 807/1997). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 1508/2021, 1405/2019, 950/2015), κατ’ άρθρα 221§1 στ. γ΄ περ. β΄ και 215 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα οποία, η επίδοση της αγωγής επιφέρει τα ουσιαστικά αποτελέσματα που ο νόμος ορίζει, η οποία, προκειμένου για τις αγωγές της τακτικής διαδικασίας μόνον, λαμβάνει χώρα εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, άλλως ορίζεται ως μη ασκηθείσα. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 74§1 Ν 4690/2020 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης», ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της § 2 του άρθρου 215, των §§ 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 ΚΠολΔ, καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Με τη διάταξη αυτή ορίστηκε χρονικό διάστημα 80 ημερών αναστολής της παραγραφής για το χρονικό διάστημα ως 31-05-2020, ενώ με σκοπό την αποσυμφόρηση των γραμματειών των δικαστηρίων και τη διευκόλυνση του έργου των δικαστικών επιμελητών χορηγήθηκε παράταση της προθεσμίας επίδοσης αυτών της τακτικής διαδικασίας (για τις οποίες και μόνον ορίζεται προθεσμία ενεργείας), αυτή των 30 ημερών από την προβλεπόμενη λήξη τους. Η τελευταία ρύθμιση αναφέρεται αποκλειστικά στις δικονομικές προθεσμίες και δεν επέφερε αναστολή και της παραγραφής της αξίωσης για επιπλέον χρονικό διάστημα, αφού κάτι τέτοιο αφενός ρητά δεν ορίστηκε, αφετέρου δεν θα αποτελούσε σκοπό του νομοθέτη, εισάγοντας διαφορετικό χρόνο παραγραφής των αξιώσεων της τακτικής, έναντι των ειδικών διαδικασιών.

Οι εκκαλούντες με το δικόγραφο των προτάσεών τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προέβαλαν ένσταση παραγραφής μέρους των αξιώσεων της εφεσίβλητης, τον οποίο παραδεκτά επαναφέρουν με λόγο έφεσής τους, για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψή του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής. Ειδικότερα ισχυρίστηκαν ότι μέρος των αξιώσεων της εφεσίβλητης, που απορρέουν από την φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, για τις εκτιθέμενες στο δικόγραφο της αγωγής πράξεις τους που φέρονται ότι έλαβαν χώρα πριν την 20-03-2015, έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, διότι αυτή έλαβε γνώση της πράξης και του υπαιτίου από την τέλεσή τους, σε κάθε δε περίπτωση από την 20-03-15, που εκείνη συνομολογεί ότι έλαβε γνώση τους, έχει δε παρέλθει χρονικό διάστημα 5 ετών ως την άσκηση της αγωγής, που τους επιδόθηκε την 19-06-2020. Η ένσταση αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις προπαρατεθείσες στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη διατάξεις, απορριπτομένου ως νομικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εφεσίβλητης, ότι η παραγραφή των αξιώσεών της αυτών ανεστάλη για επιπλέον 30 ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής, αφού με το τελευταίο εδάφιο της §1 του άρθρου 74 Ν 4690/2020 παρατάθηκε η προθεσμία επίδοσης της αγωγής για επιπλέον 30 ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη της, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη και δεν θεσπίστηκε επιμήκυνση του χρόνου αναστολής της παραγραφής, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη.

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα έγγραφα των ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), εξαιρουμένης της από 27-04-2013 έκθεσης απομαγνητοφώνησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της Π. Υ. που προσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούντες, η οποία απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη, κατ’ άρθρο 5§10 εδ. α-β Ν 2225/1994, αφού αυτή έλαβε χώρα στα πλαίσια ποινικής δίκης για εμπρησμό, δεν επιτρέπεται δε η άρση του απορρήτου και συνεπώς δεν μπορεί να επεκταθεί η χρήση της, ούτε κατόπιν άδειας της αρχής που εξέδωσε την αρχική άδεια άρσης του απορρήτου για την απόδειξη περιστατικών αστικής φύσης, απορριπτομένου ως νομικά αβάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης, με τον οποίο παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι παρά τον νόμο δεν ελήφθη υπόψη το έγγραφο που την ενσωματώνει, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, ιδίως ως προς την επέλευση ή μη της ηθικής βλάβης, καθώς και ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων κριτήρια όπως τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το μέγεθος της προσβολής, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών και το βαθμό πταίσματός τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη είναι αστυνομικός, με το βαθμό του Αστυνομικού Υποδ/ντή, έγγαμη με τον Αστυνομικό Δ/ντή εν αποστρατεία Κων/νο Δρόσο, μητέρα ενός τέκνου ηλικίας 14 ετών και υπηρετεί από το 2014 στη Γενική Αστυνομική Δ/νση Αττικής. Αποφοίτησε από τη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας το έτος 1999, υπηρέτησε αρχικά στη Μ.Α.Τ., στη συνέχεια στο Α.Τ. Πετραλώνων, από το 1991 ως το 2010 υπηρέτησε στη Δ. Α. Αττικής, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 2010 – 2014 υπηρέτησε στον τόπο καταγωγής της στην ……, όπου κατοικούσαν και οι γονείς της, ως Υποδιοικήτρια, εκτελούσα χρέη Διοικήτριας, του Α. Τ., με σκοπό τη μόνιμη εγκατάστασή της εκεί. Οι εναγόμενοι – σύζυγοι διατηρούσαν οικογενειακή επιχείρηση εκμίσθωσης μοτοποδηλάτων, στο όνομα της πρώτης εκκαλούσας, με έδρα στην οδό ………… στο λιμάνι της …………., στην οποία εργαζόταν ως υπάλληλος ο δεύτερος εκκαλών, πραγματοποιώντας όλες τις συναλλαγές της επιχείρησης. Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του Α.Τ. …………., του οποίου προΐστατο η εφεσίβλητη από τον Μάρτιο 2010, βεβαιώθηκαν παραβάσεις των επιχειρήσεων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης αυτής της εκκαλούσας, με αποτέλεσμα, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 20-07-2012 να επιβληθεί σ’ αυτήν η οριστική αφαίρεση της υπ’ αριθ. …../05-04-2001 άδειας λειτουργίας του ανωτέρω καταστήματος. Εξαιτίας των περιστατικών αυτών υποβλήθηκε αρχικά εκ μέρους της πρώτης εκκαλούσας η υπό ΑΒΜ …. μήνυση, με την οποία τής απέδωσε παράβαση των υπηρεσιακών της καθηκόντων, επειδή παρέλειψε τις αντίστοιχες ενέργειες σε βάρος άλλων ομοειδών επιχειρήσεων και ιδίως του ………., προκειμένου να τις ωφελήσει, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθ. …/2015 απαλλακτικό βούλευμα, ενώ για τις αστικές αξιώσεις της εφεσίβλητης ασκήθηκε η υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2012 αγωγή της, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 3397/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε. Η ανωτέρω μήνυση δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, αφού διηγηματικά αναφέρεται σ’ αυτά τα περιστατικά η εφεσίβλητη και τα εξαιρεί ρητά από το αίτημα της αγωγής της (βλ. 2η παράγραφο της 8ης σελίδας του δικογράφου της), αιτούμενη με αυτήν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή της προσωπικότητάς της που ακολούθησε με τις επόμενες κατωτέρω πράξεις των εκκαλούντων. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε ως αλυσιτελείς τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων περί παραγραφής και εκκρεμοδικίας για τα περιστατικά αυτά, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι δεν απάντησε επ’ αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Α. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 18-02-2013 και ώρα 13.08 ο δεύτερος εκκαλών κάλεσε την Αρχιφύλακα του Τμήματος Διαχείρισης Πληροφοριών της Δ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και ανέφερε ότι η εφεσίβλητη, η οποία είναι Διοικητής του Α.Τ. …………. α) έχει στην ιδιοκτησία της αυθαίρετα ακίνητα για τα οποία ο ίδιος υπέβαλε καταγγελία στην Πολεοδομία και από τότε οι αστυνομικοί του Α.Τ. …………. τον απειλούν προκειμένου να αποσύρει την καταγγελία και β) τα περιουσιακά της στοιχεία δεν συνάδουν με τις μισθολογικές της αποδοχές. Την 21-02-2013 ο ίδιος εμφανίστηκε στην ανωτέρω Υπηρεσία και εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον ων αστυνομικών …….. και ………. κατέθεσε ότι ο ίδιος προέβη στην προαναφερόμενη τηλεφωνική επικοινωνία και επιβεβαίωσε όσα προφορικά είχε καταγγείλει σε βάρος της εφεσίβλητης, αναφέροντας ειδικότερα ότι η τελευταία έχει κατασκευάσει διώροφη οικοδομή δυνάμει της υπ’ αριθ. 3/2005 οικοδομικής άδειας, έχοντας επιπλέον κατασκευάσει κιόσκι 40 τ.μ., το οποίο εκτιμά ότι είναι αυθαίρετο, το φωτογράφισε και παρέδωσε τη φωτογραφία στην Πολεοδομία Πειραιά, υποβάλλοντας καταγγελία σε βάρος της, η τελευταία δε Υπηρεσία τον ενημέρωσε εγγράφως ότι πράγματι διαπιστώθηκαν παραβάσεις, λόγω υπέρβασης των προβλεπόμενων στη σχετική άδεια εργασιών. Ακολούθως εξέφρασε τον προβληματισμό του, πώς αποπερατώθηκε τόσο μεγάλο κτίσμα τόσο γρήγορα, ενώ αφενός το ζεύγος ……….. διατηρεί και άλλη οικία στο Καματερό Αττικής, επί του οποίου έχει εγγραφεί προσημείωση λόγω δανείου, αφετέρου στο σπίτι της …………., που ανήκει κατ’ επικαρπία στους γονείς της, δεν έχει εγγραφεί υποθήκη. Περαιτέρω εξέφρασε την πεποίθηση ότι είναι αδύνατη η κατασκευή οικίας του μεγέθους της …………. με τον μισθό δημοσίου υπαλλήλου, ενώ αναφέρθηκε και στην μεροληπτική και εκδικητική συμπεριφορά της εφεσίβλητης και στην παρακράτηση από αυτήν ενοικιαζόμενου οχήματος της επιχείρησής τους μετά από τροχαίο ατύχημα, που τους το παρέδωσε μετά από 45 μέρες και το είχε δεμένο σε δέντρο στην αυλή του Α.Τ. Ανεξάρτητα από την αλήθεια ή μη των ανωτέρω δυσφημιστικών ισχυρισμών και του αντίκτυπου που είχαν στην προσωπικότητα της εφεσίβλητης, η τελευταία έλαβε γνώση αυτών στις 19-03-2015, όταν της κοινοποιήθηκε το υπό ΑΒΜ ………. κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλήθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά για να δικαστεί για την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, όπως η ίδια συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής της, οπότε έλαβε γνώση των ανωτέρω ενεργειών του δεύτερου εκκαλούντος, που τής απέδιδαν ταυτόχρονα πολεοδομικές παραβάσεις και αφανή εισοδήματα. Συνεπώς, ο χρόνος παραγραφής της σχετικής αξίωσής της, που επρόκειτο να συμπληρωθεί στις 20-03-2020 και ο οποίος ανεστάλη δυνάμει του άρθρου 74§1 Ν 4690/2020 για το διάστημα από 13-03 έως 31-05-2020, συμπληρώθηκε την 08-06-2020, χρονικό σημείο κατά το οποίο, είχε κατατεθεί η κρινόμενη αγωγή (ήδη από 01-06-2020), αλλά δεν επιδόθηκε στους εκκαλούντες, ως τις 19-06-2020 (βλ. και προσκομιζόμενο αντίγραφο που προσκομίζουν οι τελευταίοι, με σημείωση επ’ αυτού του δικαστικού επιμελητή ………), περιστατικό που συνομολογεί η εφεσίβλητη. Συνεπώς οι αξιώσεις της από τις ανωτέρω ενέργειες των εκκαλούντων έχουν υποκύψει πράγματι στην πενταετή παραγραφή και πρέπει κατά παραδοχή της ένστασης των τελευταίων, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί μακρότερης αναστολής της που προτάθηκε από την εφεσίβλητη κατά τα προεκτεθέντα, να απορριφθεί η αγωγή ως προς το αίτημά της χρηματικής ικανοποίησης συνεπεία της ανωτέρω περιγραφόμενης αδικοπρακτικής και προσβλητικής της προσωπικότητας της εφεσίβλητης,  συμπεριφοράς του β΄ εκκαλούντος, που έλαβε χώρα στις 18 και 21-02-13, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι το ίδιο αίτημα και ως προς το περιστατικό που ακολούθησε, σχετικά με την ίδια κατηγορία σε βάρος της εφεσίβλητης από την πλευρά των εκκαλούντων, ότι δηλαδή αυτοί απευθύνθηκαν με νέο έγγραφό τους, για τα ίδια υπόθεση, έναν χρόνο μετά την 15-10-14, στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων, αφού καμία καταγγελία από την πλευρά του πρώτου ή της δεύτερης εξ αυτών δεν προσκομίζεται προς απόδειξή του, στη δε προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/05-10-15 Αναφορά κατ’ άρθρο 43§2 εδ. α΄-β΄ ΚΠΔ της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, που εγκρίθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν γίνεται λόγος για καταγγελία από οποιονδήποτε από τους εκκαλούντες, αλλά για το υπ’ αριθ. πρωτ. …………. έγγραφο της ανωτέρω Υπηρεσίας, δυνάμει του οποίου σχηματίστηκε η οικεία δικογραφία.    Β. Ακολούθησε η από 19-03-2013 και ώρα 07.57 τηλεφωνική κλήση του δεύτερου εκκαλούντος στην ίδια ως άνω Υπηρεσία, όπου, συνομιλώντας με τον Υπαρχιφύλακα …….., ανέφερε ότι την ίδια μέρα και περί ώρα 4.00 ενημερώθηκε ότι κάηκαν 9 αυτοκίνητα της επιχείρησης της συζύγου του και εξέφρασε υπόνοιες ότι δράστες είναι αστυνομικοί, διότι δέχεται απειλές για τη ζωή του και τη ζωή του παιδιού του από αστυνομικούς του Α.Τ. ………….. Στη συνέχεια, με την αυθημερόν κατάθεσή του στους αστυνομικούς ………. και ………. επιβεβαίωσε την ανωτέρω τηλεφωνική του κλήση, αρνήθηκε την προέλευση των απειλών από το ΑΤ …………., αλλά ανέφερε αντιδικία με την εφεσίβλητη, λόγω της προαναφερόμενης καταγγελίας του για πολεοδομικές αυθαιρεσίες. Περαιτέρω επανέλαβε ότι από εμπρησμό στην επιχείρηση της συζύγου του καταστράφηκαν 9 οχήματά της, αλλά αρνήθηκε ότι δράστες είναι αστυνομικοί και ότι τον απειλούν, συμπληρώνοντας ότι δέχτηκε απειλές από τον ……, στα πλαίσια αντιδικίας με τον ……., που διατηρεί ομοειδή επιχείρηση με αυτήν της συζύγου του. Ακολούθησε η από 23-08-13 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον των αστυνομικών ……. και ……… της ίδιας Υπηρεσίας, όπου δεν αρνήθηκε τις ιδιαίτερες σχέσεις του συζύγου της εφεσίβλητης με τους … και …. και ανέφερε ότι η εφεσίβλητη, ως Διοικητής του ΑΤ, ώφειλε να είχε προστατεύσει την περιουσία τους και την οικογένειά του, να μην επιτρέψει να περάσουν αυτήν την δοκιμασία και να τηρεί αμερόληπτη στάση, ασκώντας τα καθήκοντά της. Ότι ο …. διατηρεί πολύ καλή σχέση με την …., ότι είχαν πάει μαζί κρουαζιέρα στην Τουρκία και ότι μαζί και με τον …. έκαναν παρέα σε καφέ του νησιού. Ότι έχει από κείνη σοβαρά παράπονα, γιατί λόγω φιλίας με ….. και …. αυτοί απέκτησαν θάρρος και αίσθηση ακαταδίωκτου με αποτέλεσμα, ένεκα της ανύπαρκτης αστυνόμευσης και προσπάθειας εκ μέρους της για την προστασία της περιουσίας και της ασφάλειάς του, να προκαλέσουν τους εμπρησμούς σε βάρος της επιχείρησης της συζύγου του. Ότι η …. δεν έπραξε το καθήκον της και δεν απέτρεψε την κοπή δένδρων και τις χωματουργικές εργασίες που διενήργησε ο …… και η κόρη του που είχε νοικιάσει χώρο του Δήμου …………. για να τον αξιοποιήσει τουριστικά, τοποθετώντας ομπρέλες θαλάσσης και ξαπλώστρες, καθώς και ότι αλλοίωσε την ημερομηνία σε τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα την 15-08-12 σε 15-12-12, με αποτέλεσμα να φαίνεται το εμπλεκόμενο σ’ αυτό όχημα της συζύγου του, τη δεύτερη ημερομηνία ανασφάλιστο, ενώ την πρώτη ήταν ασφαλισμένο και να βεβαιωθεί πρόστιμο σε βάρος της. Στη συνέχεια η πρώτη εκκαλούσα, την 26-06-2014 εγχείρισε στον Ανακριτή Β΄ Τμήματος Πλημ/κών Πειραιά, που διενεργούσε τακτική ανάκριση για το προαναφερόμενο αδίκημα του εμπρησμού σε βάρος της, το από 25-06-14 Υπόμνημά της, στο οποίο προβαίνοντας σε απομαγνητοφώνηση των ψηφιακών δίσκων με τις συνομιλίες της εφεσίβλητης, στα πλαίσια άρσης απορρήτου που είχε διαταχθεί στην ίδια δικογραφία, ανέφερε ότι οι κατηγορούμενοι ….. και …. μαζί με άλλα πρόσωπα, περισσότερα από τρία, είχαν συγκροτήσει εγκληματική ομάδα τουλάχιστον από το 2011, στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχαν η εφεσίβλητη και ο σύζυγός της. Στις 20-10-14 η πρώτη εκκαλούσα κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά την από 16-10-14 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος της εφεσίβλητης και του συζύγου της, η οποία έλαβε ΑΒΜ ….., με την οποία ρητώς κατονομάζει την εφεσίβλητη ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης με αντικείμενο την τέλεση κακουργημάτων εμπρησμών κατ’ εξακολούθηση, φθοράς με φωτιά κατ’ εξακολούθηση, κλοπής, εκβίασης και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του γιου της, αλλά και των ενοίκων ξενοδοχείου, απόπειρας βαριάς σωματικής βλάβης του συζύγου της και άλλου άγνωστου προσώπου, στήσιμο διαγωνισμών για εκμετάλλευση παραλιών του νησιού, παράβαση καθήκοντος εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων. Για τις κακουργηματικού χαρακτήρα πράξεις η εφεσίβλητη δεν κατέστη κατηγορουμένη, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. …/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι …….. και ….. …. για τα αδικήματα του εμπρησμού και της διακεκριμένης φθοράς και της ηθικής αυτουργίας σε αυτά. Ωστόσο, επί των από 30-05-13 και 23-08-13 ενόρκων καταθέσεων του δεύτερου εκκαλούντος, του από 29-10-14 υπομνήματος της και της από 19-10-15 ένορκης κατάθεσης της πρώτης εκκαλούσας σε συνδυασμό με την από 13-12-13 ένορκη διοικητική εξέταση του πρώτου εκκαλούντος ενώπιον του Α/Υ ……. σχηματίστηκε η υπό ΑΒΜ …… προκαταρκτική ποινική δικογραφία σε βάρος της εφεσίβλητης, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. …/15-07-2016 απαλλακτικής Διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, απορριφθείσας της προσφυγής της πρώτης εκκαλούσας κατ’ αυτής με την υπ’ αριθ. …/2017 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών. Σύμφωνα με τις Διατάξεις αυτές, με τις ανωτέρω ενέργειες των εκκαλούντων αποδιδόταν στην εφεσίβλητη το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, άλλως της παράβασης καθήκοντος και συγκεκριμένα του ότι, λόγω φιλικών δεσμών του συζύγου της με τον … και τον …, οι τελευταίοι απολάμβαναν τρόπον τινά ασυλίας, έχοντας το αίσθημα του ακαταδίωκτου, ότι αυτή δεν προστάτευσε τα περιουσιακά της στοιχεία, ότι επέδειξε ολιγωρία στη διακοπή εργασιών στην παραλιακή αρχαιολογική περιοχή «….» …………., αλλά και για «στήσιμο» διαγωνισμών του Δήμου για εκμετάλλευση των παραλιών της ………….. Επίσης της απέδωσε μεροληπτική στάση, επιβάλλοντάς της πρόστιμο 250 ευρώ επειδή έθεσε σε κυκλοφορία ανασφάλιστο όχημα, που ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα, αναφέροντας αναληθώς ως χρόνο του ατυχήματος αυτόν της 15-12-12, προκειμένου να εμφανίζεται αυτό ανασφάλιστο, αφού η ασφαλιστική του κάλυψη έληξε την 07-10-12, πλην όμως, κατά το χρόνο του ατυχήματος, την 15-08-12, αυτό ήταν ασφαλισμένο. Περαιτέρω, στην από 13-12-2013 έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης του δεύτερου εκκαλούντος ενώπιον του Α/Υ ……… ο τελευταίος αναφέρει επί λέξει τα εξής, αναφερόμενος στα αδικήματα του εμπρησμού σε βάρος της συζύγου του, που έλαβαν χώρα στις 19-03, 25-04 και 28-05-13: «… δεν θα έπρεπε η Αστυνόμος …… να με προστατεύσει όπως εκ των νόμων υποχρεούται; Δεν είναι οξύμωρο ο σύζυγός της …… όχι μόνο να είναι φίλος των προαναφερομένων (…. και …..) αλλά να μετέχουν όλοι μαζί και η ίδια σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γιορτές και δημόσιες εμφανίσεις με ανθρώπους που θα λογοδοτήσουν και έχουν φυλακιστεί στο παρελθόν; Πώς είναι δυνατόν να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο μια διοικητής, η οποία πρέπει να κρατά ίσες αποστάσεις από όλους τους πολίτες; Άρα λοιπόν δεν φταίει και αυτή για τις φωτιές ως συνεργός, τι ενέργειες έκανε για να αποτρέψει τις  υπόλοιπες μετά την πρώτη; Γιατί εξακολουθούσε και έκανε παρέα με αυτούς τους τύπους; Με όλα λοιπόν τα προηγούμενα θεωρώ ότι για την φωτιά είναι και αυτή συνυπεύθυνη. Η άλλη κατηγορία που της προσάπτω είναι ότι πάντοτε μεροληπτούσε σε βάρος ης οικογενείας μου και όποτε ήταν στο χέρι της την έστηνε στον τοίχο». Περαιτέρω ως προς το περιστατικό του οχήματος που ενεπλάκη σε τροχαίο ανέφερε: «…το κράτησε παράτυπα και μου το απέδωσε 30-10-12 με αποτέλεσμα να απωλέσω εισοδήματα». Τέλος ως προς τις παράνομες χωματουργικές εργασίες στην περιοχή «……» της επέρριψε ευθύνες για ολιγωρία στην αποτροπή εργασιών αποκοπής δένδρων και διαπλάτυνσης του χώρου, με βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος και με σκοπό αυτός να παραχωρηθεί προς μίσθωση στον …….., αφού αυτή (εφεσίβλητη) επελήφθη του περιστατικού με μεγάλη καθυστέρηση και δεν επέδειξε ενδιαφέρον να ανακαλύψει τον ιδιοκτήτη του μηχανήματος έργων που χρησιμοποιήθηκε, συμπεριφορές που απάδουν στην ιδιότητά της ως αξιωματικού – διοικητή του Α.Τ. Γ. Την 27-11-2013 συνελήφθη ο δεύτερος εκκαλών από αστυνομικούς του Α. Τ. …………., για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 333 και 361 ΠΚ, πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του συζύγου της εφεσίβλητης την 26-11-13 και ώρα 10.15, κατόπιν έγκλησης που υπέβαλε ο τελευταίος. Εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον των αστυνομικών ……….. και ……….., του ίδιου Α.Τ., στις 27-11 και ώρα 10.10, καταμήνυσε τον ………… ότι τον απείλησε και τον εξύβρισε την ίδια ημέρα (26-11), καθώς και την εφεσίβλητη, διότι δεν τον συνέλαβε την ίδια μέρα, παρότι είχε τη δυνατότητα, με σκοπό να αποφύγει τη σύλληψη στα πλαίσια του αυτοφώρου και ο σύζυγός της, κινούμενη από εκδικητικότητα σε βάρος του, επειδή έχει υποβληθεί μήνυση εναντίον της από την σύζυγό του. Ακολούθησε στις 11.25 η σύλληψη του συζύγου της, ο οποίος οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα, ενώ για την αποδιδόμενη στην εφεσίβλητη πράξη της παράβασης των υπηρεσιακών καθηκόντων της ασκήθηκε ποινική δίωξη, εκδοθέντων ωστόσο στη συνέχεια της υπ’ αριθ. ./27-01-16 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών, κατόπιν άσκησης προσφυγής της κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ, με την οποία ακυρώθηκε το υπ’ αριθ. 9/Μ13-1208 κλητήριο θέσπισμα και του υπ’ αριθ. …../20-09-16 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, με το οποίο αποφάσισε να μη γίνει κατηγορία, επειδή δεν συνέτρεχαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της. Των ανωτέρω ενεργειών των εκκαλούντων και συγκεκριμένα της από 19-03-13 τηλεφωνικής κλήσης και της με ίδια ημερομηνία ένορκης κατάθεσης του δεύτερου εκκαλούντος στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, της από 23-08-13 ένορκης κατάθεσής του στην ίδια Υπηρεσία, της από 30-05-13 κατάθεσής του στην Π.Υ., της από 13-12-2013 έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης του δεύτερου εκκαλούντος ενώπιον του Α/Υ ………… και της από 27-11-13 έκθεσης ένορκης εξέτασής του στο Α.Τ. …………. είχε λάβει γνώση η εφεσίβλητη το αργότερο την 14-04-2014, οπότε συνέταξε την με ίδια ημερομηνία μηνυτήρια αναφορά της σε βάρος των εκκαλούντων, την οποία κατάθεσε αυθημερόν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, αναφερόμενη αναλυτικά στο περιεχόμενο αυτών και τον συντάκτη τους / μάρτυρα και προσκομίζοντάς τις, στην πλειοψηφία τους, αιτούμενη την ποινική δίωξη των εκκαλούντων για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμισης. Περαιτέρω του από 25-06-14 Υπομνήματος που ενεχείρισε η πρώτη εκκαλούσα την 26-06-2014 στον Ανακριτή Β΄ Τμήματος Πλημ/κών Πειραιά και της από 16-10-14 μηνυτήριας αναφοράς της, που κατέθεσε στον Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά στις 20-10-14, έλαβε γνώση το αργότερο στις 04-02-2015, αφού οι ενέργειές της αυτές αναφέρονται ρητώς στην από 04-02-2015 μηνυτήρια αναφορά του συζύγου της ………., που κατατέθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και έλαβε ΑΒΜ ………, αφού κατά τον ανωτέρω χρόνο σύνταξής της ο ………. αναφέρει ρητώς σ’ αυτήν ότι πληροφορήθηκε το περιεχόμενό τους από την σύζυγό του, η οποία μάλιστα υπέβαλε ήδη (σε σχέση με την μηνυτήρια αναφορά, που είναι σχεδόν πανομοιότυπη με το υπόμνημα) έγγραφες εξηγήσεις. Συνεπώς, επειδή από τους ανωτέρω χρόνους (14-04-2014 και 04-02-2015) ως την επίδοση της αγωγής (19-06-2020) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών (συμπληρώθηκε πενταετία στις 15-04-2019 και 05-02-2020 αντίστοιχα), οι απορρέουσες από τις ανωτέρω δυσφημιστικές ενέργειες των εκκαλούντων αξιώσεις της εφεσίβλητης έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή και πρέπει κατά παραδοχή της ένστασης των εκκαλούντων, να απορριφθεί η αγωγή ως προς το αίτημά της χρηματικής ικανοποίησης συνεπεία αυτών, που έλαβαν χώρα στους ανωτέρω χρόνους, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω ως ουσιαστικά αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί η αγωγή που στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα: α) στην από 19-10-15 ένορκη κατάθεσης της πρώτης εκκαλούσας, αφού η εφεσίβλητη δεν την προσκομίζει με επίκληση, συνεπώς δεν αποδείχθηκε το ακριβές περιεχόμενό της ώστε να κριθεί περαιτέρω αν διατυπώθηκαν σε αυτήν και ποιοι συγκεκριμένοι, δυσφημιστικοί ισχυρισμοί, καθώς και η αναλήθεια αυτών, β) στην από 16-06-2019 υπό ΑΒΜ …….. αναφορά της προς τον Εισαγγελέα ΑΠ, με την οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πρώτη εκκαλούσα ζητούσε την συμπληρωματική ποινική δίωξη για τα προαναφερόμενα κακουργήματα, αφού αφενός αυτή δεν προσκομίζεται, αφετέρου από το περιεχόμενο της απορριπτικής της, υπ’ αριθ. ……/2019, διάταξης της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς που προσκομίζεται με επίκληση, δεν αποδεικνύεται, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής άρνησης των εκκαλούντων, ότι και με αυτήν στρεφόταν και κατά της εφεσίβλητης, προσβάλοντας την προσωπικότητά της με την επίκληση προσβλητικών της προσωπικότητάς της ισχυρισμών. Δ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 14-05-2013 και ώρα 19.30 ενημερώθηκε το Α. Τ. …………. από τον ……….. ότι έλαβαν χώρα προσφάτως χωματουργικές εργασίες και κοπή δένδρων σε ζώνη αιγιαλού, πλησίον του αρχαιολογικού μουσείου …….., όπου αμέσως μετέβη η αστυνομικός ………, η οποία διαπίστωσε την ανωτέρω επέμβαση και διερεύνησε την ταυτότητα του με αριθμό ……. μηχανήματος έργων που βρέθηκε στο σημείο εκείνο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, επειδή δεν προέκυψαν στοιχεία του ιδιοκτήτη στο σύστημα “POLICE ON LINE” της Υπηρεσίας της. Για τις επεμβάσεις αυτές είχε ενημερώσει την εφεσίβλητη ήδη από 09-05-13 η Δασονόμος ………….., για το σκοπό δε αυτόν της παραχώρησε στις 13-05-13 δύο αστυνομικούς της Υπηρεσίας της, οι οποίοι μετέβησαν μαζί της στον τόπο των επεμβάσεων όπου διαπίστωσαν ότι είχαν λάβει χώρα αυτές ήδη από τις 09-05-13, χωρίς να ανευρεθούν δράστες. Με το υπ’ αριθ. …………/14-05-13 έγγραφό της ζήτησε πληροφορίες για άδεια επεμβάσεων από τον Δήμο …………. και την επόμενη μέρα ενημέρωσε με το υπ’ αριθ. ………./15-05-13 έγγραφό της και την Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά και ζήτησε την αυτοψία που επρόκειτο να συνταχθεί από τους αρμόδιους υπαλλήλους της δεύτερης, ενώ κοινοποίησε αυτά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, το Λιμεναρχείο και το Δασαρχείο …………., την Πολεοδομία Δήμου Πειραιά και την ΚΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Επιπλέον, την ίδια μέρα η ανωτέρω αστυνομικός της Υπηρεσίας της διερεύνησε το περιστατικό, προσπαθώντας να ανακαλύψει τους δράστες, μέσω του αριθμού του ανωτέρω μηχανήματος έργων, που δεν είχε αποτέλεσμα. Για την υπόθεση αυτή: α) την 10-05-2015 εμφανίστηκε αυτοβούλως στο Α. Τ. …………. ο β΄ εκκαλών, ο οποίος με την με ίδια ημερομηνία ένορκη κατάθεσή του ενώπιον των αστυνομικών …………. και ………, επικαλούμενος τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της εφεσίβλητης από την άρση απορρήτου που διατάχθηκε για την υπόθεση εμπρησμών σε βάρος της επιχείρησης της συζύγου του, κατέθεσε ότι στις 09-05-13 μιλάει ο …… με τον χειριστή της μπουλντόζας ………, στο οποίο λένε για τις εργασίες που κάνουν παράνομα δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο της ……… και ειδικότερα ότι έχουν βάλει τζισιμπι και φορτωτάκι. … ότι την επόμενη μέρα ομολογεί ο ……. στον ……… ότι έμαθε από τη διοικητίνα …….. που είναι φιλενάδα του ότι έκοβαν δένδρα και τον ρώτησε αν προσήλθε υπάλληλος του Δασαρχείου, ότι σε συνομιλία μεταξύ …… και …… της 03-04-13 η πρώτη του έδινε πληροφορίες ότι θα κάνει ελέγχους η τουριστική αστυνομία προκειμένου να προφυλαχθεί, ότι ενώ η …… γνώριζε τους δράστες, από τον αριθμό του μηχανήματος έργων, την 14-05-13 στα έγγραφά της κάνει λόγο για άγνωστους δράστες, ότι ο ίδιος στις 09-04-13 ενημέρωσε τη Δασάρχη …………. ότι κόβουν δένδρα στην περιοχή αυτή, η τελευταία απευθύνθηκε στο Α.Τ. και με συνοδεία δύο αστυνομικών μετέβησαν στο σημείο των εργασιών, πλην όμως δεν βρήκαν κανέναν εκεί, αφού κατά τα λεγόμενα του …., αυτός ενημερώθηκε από την …. και έφυγαν, ότι από τις 9 ως τις 14-5 που έγιναν οι καταγγελίες από τον …… η Διοικητής του Α.Τ. ήταν ανύπαρκτη και παρείχε πλήρη κάλυψη στον ….., ότι ο τελευταίος με τον …. είχαν συγκροτήσει εγκληματική ομάδα που έκαναν κουμάντο στην …., και κατηγορούνται για κακουργηματικές πράξεις εμπρησμού με κίνδυνο σε άνθρωπο. Σχηματίστηκε η υπό ΑΒΜ …… δικογραφία και ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατά της εφεσίβλητης για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, επί της οποίας έλαβε γνώση όταν εξετάστηκε χωρίς όρκο, το πρώτον την 10-08-16, αφού δεν αποδείχθηκε προγενέστερη γνώση της, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης παραγραφής που προέβαλαν οι εκκαλούντες. Παραπέμφθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς ως κατηγορούμενη για την ανωτέρω πράξη και β) στη δικάσιμο της 02-04-19 ο δεύτερος εκκαλών, εξετασθείς ως μάρτυρας κατέθεσε σε βάρος της ότι από το 2010 που ήρθε η … επεδείκνυε απέναντί τους άσχημη συμπεριφορά, έκανε τα στραβά μάτια στον …. και βεβαίωνε παραβάσεις στην επιχείρηση της συζύγου του και τους έκλεισε το μαγαζί, περιστατικά για τα οποία υπέβαλαν μήνυση, ότι η …. έδινε πληροφορίες στον …. για τους ελέγχους στην επιχείρησή του (για τα μηχανάκια), ότι έχει υποβάλει πάνω από σαράντα μηνύσεις στη σύζυγό του, αλλά δεν καταδικάστηκε ούτε μία φορά, ότι δεν τα έκανε όπως έπρεπε και ότι όλα δούλευαν υπέρ του άλλου, ότι ο σύζυγος της ….. με τον ….. ήταν φίλοι, ότι στις 09-05-13 πληροφορήθηκε την κοπή δένδρων στην …… και μετέβη στο σημείο αυτό όπου το διαπίστωσε και ο ίδιος, ότι τα ήξερε και κάλυπτε τον …. σ’ αυτό η …., ότι μετέβησαν με τη Δασάρχη δύο αστυνομικοί  και διαπίστωσαν ότι τα είχαν κόψει όλα, πλην όμως η …. από τις 9 ως τις 14 δεν έκανε τίποτα, παρότι γνώριζε από τη Δασάρχη ότι γίνεται επέμβαση εκεί, ότι ο ….. τηλεφωνικά ανέφερε ότι είναι φιλενάδα του, ότι έκανε τα στραβά μάτια για να κάνει εκεί ο ….. «copa cabana», δεν την ένοιαζε και κατόπιν εορτής σχημάτισε τις δικογραφίες, ότι έκανε τα πάντα για να εξυπηρετήσει τον …., από την ημέρα που ήρθε άρχισε ο Γολγοθάς τους και μπήκαν οι φωτιές, από τις οποίες κινδύνευσε ο γιος τους, πλην όμως εκείνη ανέφερε στις εκθέσεις της ότι δεν προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ’ αριθ. ΒΤ 1325/02-04-19 απόφασή του κήρυξε αθώα την εφεσίβλητη, επειδή αφενός δεν αποδείχθηκαν οι ιδιαίτερες σχέσεις της εφεσίβλητης με τον ….. και η εξυπηρέτηση από αυτήν των συμφερόντων του, ακόμα και δια της ενημέρωσής του περί επικείμενων ελέγχων, αφετέρου επειδή αποδείχθηκε ότι αυτή προέβη στις δέουσες ενέργειες για την παρεμπόδιση των παράνομων επεμβάσεων στην περιοχή «….» και την ανακάλυψη των δραστών. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι τα καταγγελόμενα από τον δεύτερο εκκαλούντα, σχετικά με τις ιδιαίτερες σχέσεις που είχε αναπτύξει η εφεσίβλητη με τον …… και τις προσπάθειές της να συγκαλύψει την παράνομη δραστηριότητά του ήταν ψευδή και τα κατέθεσε εν γνώση της αναλήθειάς τους, αφού επικαλέστηκε ως πηγές των πληροφοριών του τις απομαγνητοφωνήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που έλαβαν νόμιμα χώρα στα πλαίσια διερεύνησης του αδικήματος των εμπρησμών σε βάρος της περιουσίας της συζύγου του, οι οποίες είχαν περιέλθει σε γνώση του, πλην όμως δεν λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικά μέσα από το Δικαστήριο αυτό. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών δεν αμφισβήτησε τις ενέργειες της εφεσίβλητης που προαναφέρονται, ισχυρίστηκε όμως κυρίως ότι αυτή αφενός ειδοποίησε τον ….. προκειμένου να μην εντοπιστούν τα συνεργεία του στον τόπο της επέμβασης, αφετέρου ότι, παρότι γνώριζε τις προθέσεις του, δεν μερίμνησε εγκαίρως για την αποτροπή της επέμβασης και τη σύλληψη των δραστών. Συνεπώς δεν αποδείχθηκε ότι όσα κατέθεσε ήταν συκοφαντικά, ούτε ότι δι’ αυτών τελέστηκε σε βάρος της εφεσίβλητης το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης, πλην όμως ήταν δυσφημιστικά, αφού ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης, εμφανίζοντάς την ως αστυνομικό και μάλιστα Διοικήτρια του Α.Τ. …………., που παραβιάζει το καθήκον πρόληψης και καταστολής των εγκλημάτων που τελούνται στην περιοχή ευθύνης της, προκειμένου να ευνοήσει παράνομα συμφέροντα επαγγελματία της περιοχής, με τον οποίο είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις, σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, επιχειρώντας παράλληλα να εξουδετερώσει τους ανταγωνιστές του. Επέφεραν δε το αποτέλεσμα αυτό, αφού περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και συγκεκριμένα των απασχολούμενων με την υπόθεση αστυνομικών υπαλλήλων, των δικαστικών γραμματέων, καθώς και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών είχε σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης, αφού προέβλεψε τα προαναφερόμενα αποτελέσματα των ανωτέρω καταγγελομένων σε βάρος της και αποδέχθηκε τον κίνδυνο αυτό, οι δε ισχυρισμοί του δεν απέβλεπαν στην προάσπιση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του ίδιου, αφού με τον τρόπο αυτό δεν θα απέτρεπε τον έλεγχο και το κλείσιμο της επιχείρησης της συζύγου του, ούτε θα προστάτευε αυτήν από εμπρηστικές επιθέσεις, δεδομένου μάλιστα ότι προς τον σκοπό αυτό είχαν ήδη ο ίδιος και η σύζυγός του προβεί στις δέουσες ενέργειες, με υποβολή μηνύσεων και καταθέσεις σε βάρος των, κατά την κρίση τους, υπαιτίων. Εξάλλου κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι ανωτέρω καταθέσεις του, η εφεσίβλητη είχε ήδη αποχωρήσει από το Α.Τ. …………. και δεν υπήρχε περαιτέρω κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων του εκ μέρους της, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, ούτε ο ίδιος επικαλέστηκε άλλο συμφέρον για την προστασία του οποίου ενήργησε, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του κατ’ άρθρο 367§1 περ. γ΄ ΚΠΔ ισχυρισμού που προέβαλε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και του συναφούς λόγου έφεσης, με τον οποίο επανέφερε τον ίδιο ισχυρισμό ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ως αβάσιμου. Ε. Την 15-08-12 έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στην περιοχή «………….» στην …., όπου το με αριθμό πλαισίου …………. άνευ πινακίδας κυκλοφορίας τετράτροχο μοτοποδήλατο μάρκας KYMCO, οδηγούμενο από την ολλανδή υπήκοο …………. ανετράπη και έπεσε από ύψος 2 μ., με αποτέλεσμα τις υλικές ζημιές και τον τραυματισμό της οδηγού του. Το ανωτέρω όχημα είχε εκμισθωθεί στην τελευταία από την επιχείρηση της πρώτης εκκαλούσας και μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο Α.Τ., όπου αμέσως μετέβη υπάλληλος της εκκαλούσας ……….. οχήματος και του ασφαλιστηρίου του, της άδειας ικανότητας οδήγησης της παραπάνω οδηγού και του συμφωνητικού μίσθωσης σ’ αυτήν. Το όχημα δεν έφερε πινακίδα κυκλοφορίας, ούτε αναγραφόταν αυτός στο μισθωτήριο, από έλεγχο δε που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός πλαισίου ……… αντιστοιχούσε στον αριθμό κυκλοφορίας …….., που άνηκε κατά κυριότητα στον …………. κάτοικο ……. Κρήτης, ο οποίος στη συνέχεια το πούλησε στον …………., που το πούλησε στην πρώτη εκκαλούσα, χωρίς να έχει λάβει χώρα ακόμα μεταβολή στην οικεία άδεια κυκλοφορίας και όχι στο υπ’ αριθ. κυκλ. ……… όχημα, το οποίο είχε αριθμό πλαισίου …………….. και είχε μεταβιβαστεί στην εκκαλούσα. Περαιτέρω από την τεχνική έκθεση του Αντωνίου Φιλίππου που διόρισε η εκκαλούσα προέκυψε ότι το τελευταίο, υπ’ αριθ. κυκλ. ………. όχημα, με αριθμό πλαισίου …………., βρισκόταν στο…………. και ήταν σκέτο σασί με πλαστικά φτερά, μη λειτουργικό. Η εκκαλούσα, η οποία είχε κληθεί να καταθέσει σχετικά και να προσκομίσει άδεια κυκλοφορίας, στις 16-08 και 18-09-12 και δεν προσήλθε, εμφανίστηκε τελικά στο Α.Τ. την 01-10-12, οπότε και προσκόμισε το έγγραφο που αποδείκνυε την αγορά του και παράδοσή του σ’ αυτήν, κατέθεσε όμως ότι είχε τεθεί σε κυκλοφορία με αριθμό ………., αφού έγινε μεταφορά στο τελευταίο του σασί του πρώτου και ήταν ασφαλισμένο. Την 06-10-14 κατέθεσε ανωμοτί στο Α.Τ. …………. ότι το όχημά της ήταν αλυσοδεμένο 46 μέρες στο Α.Τ. …………., ότι η ημερομηνία του ατυχήματος είναι 15-08-12 και όχι 15-12-12 και ότι στο διαβιβαστικό έγγραφα του Α.Τ. φέρεται τελεσθέν τη δεύτερη, εσκεμμένα, για να θεωρηθεί ανασφάλιστο και να της επιβληθεί πρόστιμο και ότι αυτά έγιναν από την εκδικητικότητα της τότε Διοικητή του Α.Τ. ………., σε βάρος της οποίας είχε υποβάλει μήνυση για παράβαση καθήκοντος. Προσερχόμενη δε προκειμένου να εξετασθεί ως μηνύτρια στην Πταισματοδίκη Πειραιώς την 09-09-15, επιβεβαίωσε σε όλα τα σκέλη της την ανωτέρω κατάθεσή της και ζήτησε την ποινική δίωξη της εφεσίβλητης, επειδή αλλοίωσε τον χρόνο του ατυχήματος κατά τα ανωτέρω, διότι κατά τη δεύτερη ημερομηνία αυτό ήταν ανασφάλιστο, συμπληρώνοντας ότι δεν συμπεριέλαβε στη δικογραφία την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και το ασφαλιστήριο, δεν ειδοποιήθηκε για το τροχαίο και ότι το όχημα έφερε πινακίδα κυκλοφορίας, που αφαιρέθηκε μεταγενέστερα. Για τα ανωτέρω εξάλλου, πέραν των όσων είχε καταθέσει ο σύζυγός της – δεύτερος εκκαλών στην προαναφερόμενη από 13-12-13 ένορκη διοικητική εξέταση, για τα οποία κατά τα προαναφερόμενα έχει παραγραφεί η αξίωση της εφεσίβλητης, εμφανίστηκε και την 09-02-2017 στην Πταισματοδίκη …………., όπου κατέθεσε σχετικά ότι (η εκκαλούσα) προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του ……. (που είχε ανταγωνιστική με αυτούς επιχείρηση), κράτησε παράνομα το όχημά τους στο ΑΤ για λόγους εκδίκησης, επειδή της είχε υποβληθεί από τη σύζυγό του μήνυση για παράβαση καθήκοντος. Επί των ανωτέρω ισχυρισμών τους σχηματίστηκε η υπό ΑΒΜ ……….. προκαταρκτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε η από 05-09-16 Διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία αυτή τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρθρο 43§3 ΚΠΔ, επειδή δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική, πολλώ δε μάλλον η υποκειμενική υπόσταση της παράβασης καθήκοντος. Πράγματι από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κυρία του με αριθμό πλαισίου (ο οποίος προσδιορίζει την ταυτότητα αυτού) …………. οχήματος, που ενεπλάκη στο ατύχημα, με αριθμό κυκλοφορίας ……., το οποίο δεν ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος, δεν ήταν η εκκαλούσα, αφού δεν είχε εκδοθεί ως προς αυτό επ’ ονόματί της άδεια κυκλοφορίας του, η οποία αποτελεί και τον μόνο τρόπο μεταβίβασης της κυριότητας επιβατηγών αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών ιδιωτικής χρήσης κατ’ άρθρο 2 Ν 722/1977 και αποδεικνύει αυτήν. Αυτή ήταν κυρία του υπ’ αριθ. κυκλ. ………… οχήματος, με αριθμό πλαισίου …….., το οποίο ήταν ασφαλισμένο, πλην όμως δεν είχε τεθεί σε κυκλοφορία, καθόσον δεν ήταν λειτουργικό, η δε μεταφορά στο δεύτερο του σασί του πρώτου ουδεμία μεταβολή έφερε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, αφού δεν σημειώθηκε η μεταβολή αυτή (ούτε θα μπορούσε να σημειωθεί) στην άδεια κυκλοφορίας του οχήματος, κατ’ άρθρο 88 ΚΟΚ σε συνδ. με 73686/3628/03 ΥΑ. Τις υποχρεώσεις τους αυτές γνώριζαν ως εκ του χρόνου ενασχόλησής τους με το σχετικό αντικείμενο (20 περίπου χρόνια), αλλά δεν συμμορφώθηκαν με αυτές, περιστατικό που συνομολόγησε ο δεύτερος εκκαλών, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς που αποτυπώθηκε στα υπ’ αριθ. Α………./2021 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο επιμελεία της εφεσίβλητης διαβιβαστικό έγγραφο με αριθ. πρωτ. ………./25-02-2013 του Α.Τ. …………. αποδεικνύεται πράγματι ότι ως χρόνος τέλεσης του ανωτέρω ατυχήματος φέρεται ανακριβώς σ’ αυτό η 15-12-2012, ενώ αυτό έλαβε χώρα την 15-08-2012, πλην όμως αυτό οφείλεται σε προφανή παραδρομή, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το σύνολο του περιεχομένου του, όπου αναφέρονται μεταγενέστερες του τροχαίου ατυχήματος ενέργειες, με χρόνο διενέργειάς τους προγενέστερο της 15-12-12. Συνεπώς, όσα κατήγγειλε σε βάρος της εφεσίβλητης η εκκαλούσα ήταν εν γνώσει της ψευδή. Ειδικότερα, η αιτίαση της πρώτης εκκαλούσας που διατύπωσε στην προαναφερόμενη επέχουσα θέση μήνυσης ένορκη κατάθεσή της, ότι η εφεσίβλητη αλλοίωσε (παρότι δεν είναι η ίδια η συντάκτρια του εγγράφου αυτού) την ημερομηνία, προκειμένου να εμφανίζεται το όχημά της ανασφάλιστο, είναι εν γνώση της ψευδής, αφού η ίδια μπορούσε ευχερώς να διαπιστώσει ότι η αναφορά αυτή οφειλόταν σε παραδρομή, περαιτέρω δε το εμπλακέν στο ατύχημα όχημα, που δεν έφερε κατά τον χρόνο του ατυχήματος, πινακίδα κυκλοφορίας, αφού αυτή δεν αναγράφεται στο μισθωτήριο έγγραφο προς την ανωτέρω οδηγό, δεν ήταν ασφαλισμένο, σε καμία από τις προαναφερόμενης ημερομηνίες, κατά τα προεκτεθέντα, αφού το ασφαλιστήριο που προσκόμισε σε αντίγραφο η εκκαλούσα αφορούσε άλλο όχημα, περιστατικό που γνώριζε. Τέλος η Υπηρεσία της οποίος προΐστατο η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να παραδώσει το ανωτέρω όχημα στην εκκαλούσα, αφού δεν απέδειξε την κυριότητά της επ’ αυτού, προσκομίζοντας πρωτότυπη άδεια κυκλοφορίας του εκδοθείσα επ’ ονόματί της, παρότι ειδοποιήθηκε επανειλημμένως από το οικείο Α.Τ., παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίστηκε, όσα δε αντίθετα κατέθεσε η ίδια και ο σύζυγός της στην ανωτέρω κατάθεσή του, ότι δεν της αποδόθηκε για λόγους εκδίκησης, ήταν εν γνώσει τους ψευδή, αφού γνώριζαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οχήματος που είχε η πρώτη στην κατοχή της και το οποίο δεν έφερε καν, για τους προαναφερόμενους λόγους, πινακίδες κυκλοφορίας. Σημειωτέον δε ότι η εφεσίβλητη δεν ενεπλάκη σε ανακριτικά ή διοικητικά καθήκοντα, στη δικογραφία που σχηματίστηκε για το εν λόγω ατύχημα. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί, που περιέχονται στις ανωτέρω, της δεύτερης επέχουσας και θέση μηνύσεως, καταθέσεις των εκκαλούντων, περιήλθαν σε γνώση των απασχοληθέντων με την υπόθεση αυτή αστυνομικών, δικαστικών γραμματέων και εισαγγελικών λειτουργών. Ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εφεσίβλητης, αποτέλεσμα που επέφεραν, με πρόθεση των εκκαλούντων, αφού την εμφάνιζαν ως αστυνομικό και μάλιστα Διοικητή Α.Τ. που παραβαίνει τα καθήκοντα της Υπηρεσίας της, κινούμενη από κίνητρα εκδίκησης και με σκοπό την βλάβη των συμφερόντων των πολιτών. Ο δε ισχυρισμός των εκκαλούντων και ο αντίστοιχος λόγος έφεσής τους, με τον οποίο τον επανέφεραν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, παραπονούμενοι για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απόρριψή του, ότι ενήργησαν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και για την προστασία της περιουσίας τους είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού οι ανωτέρω ισχυρισμοί τους ήταν εν γνώσει τους ψευδείς, κατ’ άρθρο 367§2 περ. α και 363 ΠΚ. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε με την εκκαλουμένη βάσιμη την αγωγή ως προς το ανωτέρω κεφάλαιό της, αφού η πρώτη εκκαλούσα απηλλάγη με την υπ’ αριθ. ΑΤ………./2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη. Πράγματι από το σκεπτικό της απόφασης αυτής αποδεικνύεται ότι απηλλάγη αυτή της κατηγορίας για ψευδή καταμήνυση, για τα ανωτέρω περιστατικά, επειδή δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ο δόλος της. Ωστόσο, το Δικαστήριο αυτό, με τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, καταλήγει σε διαφορετική κρίση, μη δεσμευόμενο από την προαναφερόμενη απόφαση, προεχόντως διότι, κατ’ άρθρο 321 ΚΠολΔ, στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου (βλ. και ΑΠ Ολ 4/2020). Εξάλλου οι επικαλούμενες από τους εκκαλούντες υπ’ αριθ. ΑΤ 355428-06-18, 3801/13-07-18 και ΒΤ 2004/2019 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και  η υπ’ αριθ. 946/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με τις οποίες κηρύχθηκαν αθώοι οι εκκαλούντες και τις οποίες κατά το διατυπούμενο από αυτόν παράπονό του δεν έλαβε υπόψη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πέραν του ότι κατά τα προαναφερθέντα δεν δεσμεύουν με δύναμη δεδικασμένου του Δικαστήριο αυτό, δεν είναι συναφείς με τα υπό στοιχεία Δ. και Ε. πραγματικά περιστατικά, αλλά αφορούν στις λοιπές υπό στοιχεία Α., Β. και Γ. υποθέσεις ως προς τις οποίες είναι απορριπτέα η αγωγή λόγω παραγραφής, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου. Άλλα περιστατικά, προσβλητικά της προσωπικότητας της εφεσίβλητης, εκ των εκτιθεμένων στην αγωγή δεν αποδείχθηκαν, ενώ ως προς τα συμβάντα που σχετίζονται με την παράνομη επέμβαση στην περιοχή «……….» και το ατύχημα στην περιοχή «………….» της …………., δεν αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη έλαβε γνώση αυτών σε χρόνο μεγαλύτερο της πενταετίας πριν την άσκηση της αγωγής, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εκκαλούντων περί παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης που απορρέει από αυτά ως ουσιαστικά αβάσιμου. Συνεπώς, εκ των προπεριγραφομένων υπό στοιχεία Δ. και Ε. παράνομων και υπαίτιων πράξεων των εκκαλούντων, όπως ανωτέρω για τον καθένα εκτίθενται, η εφεσίβλητη υπέστη ηθική βλάβη, για την απάμβλυνση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 3.000 ευρώ από κάθε εκκαλούντα, που κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΑΠ 491/2015, 531/2014, ΕφΛαμ 8/2018), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, της υπαιτιότητας της εναγόμενης, του είδους και της φύσης της βλάβης της ενάγοντος, της ιδιότητάς της κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας και της ψυχικής ταλαιπωρίας της, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς τις προαναφερόμενες υπό στοιχεία Δ. και Ε. μόνο συμπεριφορές των εκκαλούντων, που συνιστούν το αδίκημα της απλής δυσφήμισης ως προς την πρώτη και της συκοφαντικής δυσφήμισης, ψευδούς καταμήνυσης και ψευδορκίας μάρτυρα ως προς τη δεύτερη και κατά το ανωτέρω ποσό, να απορριφθεί δε ως προς τις υπό στοιχεία Α., Β. και Γ. ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της ένστασης παραγραφής που προέβαλαν οι εκκαλούντες. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη έκρινε βάσιμη την αγωγή ως προς το σύνολο της επικαλούμενης με την αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, απορρίπτοντας στο σύνολό της την ένσταση παραγραφής, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και ειδικότερα το άρθρο 74§1 Ν 4690/2020 κατά τα προαναφερόμενα και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κρίνοντας ότι και οι υπό στοιχείο Δ. αιτιάσεις των εκκαλούντων κατά της εφεσίβλητης συνιστούν το αδίκημα της συκοφαντικής και όχι της απλής δυσφήμισης, με αποτέλεσμα να αναγνωρίσει ότι δικαιούται η ενάγουσα για το σύνολο της συμπεριφοράς τους το ποσό των 15.000 ευρώ από τον καθένα. Πρέπει επομένως, κατά μερική παραδοχή, κατά τα προαναφερθέντα, των σχετικών λόγων έφεσης και της έφεσης ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της και στη συνέχεια το δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση (ΚΠολΔ 535§1), να δικάσει την αγωγή στην ουσία της και εν τέλει να κάνει εν μέρει δεκτή αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται έκαστος των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο της έκτασης της νίκης της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων (ΚΠολΔ 178§1, 183, 191§2), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει, κατ’ άρθρο 495§3 εδ. τελ. ΚΠολΔ, να επιστραφεί στους εκκαλούντες το με κωδικό ……….. e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη και με αριθμ. 2928/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 18-03-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ.  ΓΑΚ………../ΕΑΚ……/2020) αγωγής.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση εκάστου των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες – εναγομένους μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης – ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.-

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του με κωδικό ……… e-παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 11 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ