Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 458/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   458/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων εναγομένων: 1) Της κατά το καταστατικό της εδρεύουσας στον … και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (…………..), 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Καρδαρά.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «………..» (…………), που εδρεύει στη …… της Κύπρου (οδός ………..), όπως μετονομάσθηκε η αρχική διάδικος από «………» (……….), που έδρευε στον … (στη διεύθυνση ………….), έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (……………), σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/67, όπως ισχύει, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νικολίτσα Τσαφούλια.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.11.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/28.11.2018) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η συζήτηση της οποίας κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο της 11ης.6.2019  ματαιώθηκε.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 2.8.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./2.8.2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ.1321/2020 οριστικής απόφασης, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, το σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενο χρηματικό ποσό, πλέον τόκων, κηρύχθηκε η απόφαση κατά την προηγούμενη διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας τεσσάρων (4) μηνών και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας.

Οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 28.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/27.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 17ης.2.2022, όταν και η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, όταν αυτή εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, η δε πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρείας δήλωσε τη μετατροπή της νομικής μορφής της από S.A. σε L.T.D., την αλλαγή της επωνυμίας της και τη μεταφορά της έδρας της από τον …. στη … της Κύπρου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 28.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/27.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσης ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 23.11.2018 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ…………/28.11.2018) αγωγής της εφεσίβλητης εταιρείας, διώκουσας την καταδίκη των εκκαλούντων, εκάστου εξ αυτών ενεχομένου εις ολόκληρον, στην καταβολή στην αντίδικό τους, αφενός μεν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, αφετέρου δε χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας, ειδικότερα συνισταμένης στην έκδοση, σε διαταγήν της, από το δεύτερο εξ αυτών, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης – εταιρείας, ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, της οποίας (η ενάγουσα) τυγχάνει νόμιμη κομίστρια, εν γνώσει του περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας στην πληρώτρια τράπεζα, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης, όσο και κατ’αυτόν της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, κατά της υπ’αριθμ.1321/2020 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της εν λόγω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωσή της, το ποσό της επιταγής των 64.193,71 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού, απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας τεσσάρων (4) μηνών και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού 2.600 ευρώ, απορριφθέντος του αιτήματος περί καταβολής στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, έχει ασκηθεί ως προς αμφότερους τους εκκαλούντες εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 1η.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ…………./1.9.2020), ήτοι εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης (στις 15.4.2020), καθώς, όσον αφορά μεν στην πρώτη εκκαλούσα, από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση σ’αυτήν της εκκαλουμένης απόφασης, όσον αφορά δε στο δεύτερο εκκαλούντα, προ της επίδοσης στον τελευταίο της εν λόγω απόφασης, που συντελέσθηκε στις 27.7.2020, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…../27.7.2020 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή .. ……., ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3, στοιχ.Α΄, περ. β΄ του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100 ευρώ και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Με την από 23.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./28.11.2018) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα, εταιρεία υπό την τότε νομική μορφή και επωνυμία «……….» (…………..), εδρεύουσα κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής στον ……, πλην όμως νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, διατηρώντας γραφεία στη ….. Αττικής και δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας και διακίνησης πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων σε πλοία, ισχυρίσθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στον …, αλλά στην πραγματικότητα στον Πειραιά, όπου ασκείται η διοίκησή της και διαχειρίστριας του υπό σημαία ….. φορτηγού πλοίου με την ονομασία «CM»,  εξέδωσε, υπό την ιδιότητά του αυτή, στις 30.10.2017 στον Πειραιά, σε διαταγήν της (της ενάγουσας), την υπ’αριθμ………. (μεταχρονολογημένη) επιταγή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 16η.12.2017, ποσού 74.760 δολαρίων Η.Π.Α., πληρωτέα από τον τηρούμενο στην ανωτέρω τράπεζα λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, χάριν εξόφλησης του εισέτι οφειλομένου από την τελευταία ισόποσου μέρους του τιμήματος, κατόπιν καταβολής του υπολοίπου από το νόμιμο εκπρόσωπό της, καταρτισθείσης μεταξύ τους κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 σύμβασης πώλησης ποσότητας υγρών καυσίμων, συνολικής αξίας 120.457,62 δολαρίων Η.Π.Α., η οποία προοριζόταν για τον ανεφοδιασμό του προαναφερομένου πλοίου και πράγματι παραδόθηκε προσηκόντως και παραλήφθηκε, ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Σουέζ, εκδοθέντος από την ίδια (την ενάγουσα), ως πωλήτρια των εμπορευμάτων, του σχετικού παραστατικού, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι ως νόμιμη κομίστρια της ως άνω επιταγής εμφάνισε εμπρόθεσμα αυτήν προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 13.11.2017, πλην όμως δεν πληρώθηκε κατά την εμφάνισή της, λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, γεγονός που βεβαιώθηκε νομότυπα επί του σώματος του αξιογράφου από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στην έκδοση της ανωτέρω επιταγής εν γνώσει ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό της απ’αυτόν εκπροσωπηθείσης εταιρείας/πρώτης εναγομένης, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο της πληρωμής του αξιογράφου, σύμφωνα με όσα αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με αποτέλεσμα λόγω της προεκτεθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, να υποστεί η ίδια περιουσιακή ζημία, ισόποση του ποσού της επιταγής και αιτιωδώς συνδεόμενη με την από πλευράς του τελεσθείσα σε βάρος της ως άνω αδικοπραξία, καθώς και ηθική βλάβη, διότι στερήθηκε του σημαντικού αυτού χρηματικού ποσού, που χρειαζόταν για την αποπληρωμή δικών της οφειλών προς τρίτους, τις οποίες δεν κατέστη δυνατό να εξοφλήσει, γεγονός, που προκάλεσε τη δυσφήμησή της στους κύκλους των εμπορικών της συναλλαγών και την απώλεια πελατείας. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως εκδότρια της ακάλυπτης επιταγής, υπέχουσα ως νομικό πρόσωπο ευθύνη για την ανωτέρω πράξη του νομίμου εκπροσώπου της/δεύτερου εναγομένου, που έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση, ο δε δεύτερος, εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, ως το αδικοπραγήσαν καταστατικό του όργανο, το σε ευρώ ισόποσο του ποσού της ακάλυπτης επιταγής των 74.740 δολαρίων Η.Π.Α. με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της επέλευσης της ζημίας της, ήτοι της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της και δη το ποσό των 64.193,71 ευρώ, άλλως το σε ευρώ ισόποσο του ανωτέρω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής ή αυτόν της καταψήφισης, άλλως με την ισοτιμία του χρόνου της συζήτησης της αγωγής, πλέον τόκων από την επομένη της σφράγισης της επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 20.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης λόγω της τέλεσης της αδικοπραξίας και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, η συζήτηση της οποίας κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο της 11ης.6.2019  ματαιώθηκε για να επανεισαχθεί στη συνέχεια ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 2.8.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………/2.8.2019) κλήση της ενάγουσας, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1321/2020 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωσή της, το ποσό της ακάλυπτης επιταγής των 64.193,71 ευρώ, στο οποίο κρίθηκε ότι ανήλθε η προκληθείσα περιουσιακή ζημία της, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού, απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας τεσσάρων (4) μηνών και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 2.600 ευρώ. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας η αιτία της έκδοσης της επιταγής ήταν η εξόφληση οφειλομένου υπολοίπου τιμήματος της πώλησης στην πρώτη εναγόμενη ναυτιλιακών ναυσίμων) να επιληφθεί της υπόθεσης και ότι είχε και διεθνή δικαιοδοσία ως εκ της κατοικίας του δεύτερου εναγομένου και της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης στην ημεδαπή, όπερ κρίθηκε ότι δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, καθώς και ότι στην κρινόμενη περίπτωση, που εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά, πηγάζουσα από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω της καταστατικής έδρας της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης στην αλλοδαπή, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελλληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αφού η επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου φέρεται ότι έλαβε χώρα στον Πειραιά Αττικής, ακολούθως με βάση το δίκαιο αυτό έγινε δεκτό ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, του ΚΠολΔ και του ν.5960/1933, ενώ α) το αγωγικό αίτημα περί καταβολής στην ενάγουσα του σε ευρώ ισόποσου του ποσού της επιταγής των 74.760 δολαρίων Η.Π.Α., κρίθηκε νόμιμο μόνον καθ’ό μέρος υπολογίσθηκε αυτό από την ενάγουσα με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επέλευσης της ζημίας της, ήτοι της εμφάνισης της επιταγής στην πληρώτρια τράπεζα και της μη πληρωμής της, ως ανερχόμενο στο ποσό των 64.193,71 ευρώ, όπως κυρίως ζητήθηκε και απορρίφθηκε αυτό ως μη νόμιμο όσον αφορά τους επικουρικά προβαλλόμενους χρόνους υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας και β) το παρεπόμενο αίτημα των τόκων επί του αιτούμενου ποσού της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας, ανερχομένης στο ποσό της ακάλυπτης επιταγής, κρίθηκε νόμιμο από την επίδοση της αγωγής, όπως επικουρικώς ζητήθηκε και απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα περί τοκοφορίας της επίδικης απαίτησης από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, που προβλήθηκε επικουρικά. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση, αφού κρίθηκε νόμιμη η προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση συυνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, διότι, όπως ισχυρίσθηκαν, η τελευταία έλαβε την επιταγή γνωρίζοντας την έλλειψη αντικρύσματος, λόγω της επίσης γνωστής σ’αυτήν κακής οικονομικής κατάστασης της εκδότριας, καθόσον η επίδικη επιταγή εκδόθηκε το έτος 2017 για την εξόφληση οφειλομένου υπολοίπου τιμήματος πώλησης στην πρώτη εναγόμενη ναυτιλιακών καυσίμων, που καταρτίσθηκε το έτος 2010, σε αντικατάσταση άλλων επιταγών, οι οποίες επίσης εκδόθηκαν στο μεσοδιάστημα από την ανωτέρω για την αυτή αιτία και δεν πληρώθηκαν ελλείψει επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό της, αποδεχθείσα η ενάγουσα τοιουτοτρόπως με τη συμπεριφορά της τον κίνδυνο της μη πληρωμής του αξιογράφου, τελώντας μάλιστα σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του, με αποτέλεσμα να συντελέσει με δικό της πταίσμα στην πρόκληση της ζημίας της, ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, κατόπιν εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Τέλος, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, εταιρείας συσταθείσας κατά το δίκαιο του Παναμά και εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στον …., αλλά στην πραγματικότητα στον .. Αττικής, εξέδωσε την επίδικη μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, σε διαταγήν της ενάγουσας, εν γνώσει της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, τόσο κατά το χρόνο της πραγματικής έκδοσης, όσο και αυτόν της πληρωμής της, ότι η ενάγουσα, ως νόμιμη κομίστρια της επιταγής, εμφάνισε αυτήν προς πληρωμή στην τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντικρύσματος, όπερ βεβαιώθηκε νομότυπα αρμοδίως, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου κατά το ποσό της επιταγής, το οποίο και υποχρεούνται να της καταβάλουν οι εναγόμενοι, η πρώτη εξ αυτών ως εκδότρια του αξογράφου και ο δεύτερος εις ολόκληρον με την πρώτη, ως το υπαίτιο καταστατικό της όργανο, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, ενώ απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα, τόσο η ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, όσο και το αγωγικό αίτημα περί καταβολής στην τελευταία χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και επιπροσθέτως έγινε δεκτό ότι πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του βάρος του αδικοπραγήσαντος δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της αξίωσης της ενάγουσας, η διάρκεια της οποίας καθορίσθηκε σε τέσσερις (4) μήνες, που κρίθηκε εύλογη και σύμφωνη  με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και ότι πρέπει να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με την ένδικη έφεσή τους, ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά στις κρίσεις του επί της πραγματικής έδρας της πρώτης εξ αυτών στην ημεδαπή, επί της κήρυξης της απόφασής του προσωρινά εκτελεστής και μάλιστα για ολόκληρο το επιδικασθέν ποσό και επί της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής τους και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, προβάλλοντας επιπροσθέτως το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής τους ένσταση παραγραφής της αγωγικής αξίωσης, με την επισήμανση ότι η απορριπτική κρίση της πρωτόδικης απόφασης επί της ένστασης των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της δεν πλήττεται ειδικά από τους εκκαλούντες με την έφεσή τους.

Κατά το άρθρο 520 παρ.1 του ΚΠολΔ οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, άλλως, ο λόγος έφεσης, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, είναι αλυσιτελής και επομένως απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 28/2020, ΑΠ 122/2014, ΕφΘεσ(Μον) 897/2021, ΕφΑιγαίου(Μον) 37/2021, ΕφΠειρ 311/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ  Νόμος, ΕφΑθ 2760/2014 Αρμ. 2015.66, ΕφΑθ 1396/2012 ΕλλΔνη 53.1076, ΕφΘεσ 435/2010 Αρμ. 2011.472, ΕφΙωαν 172/2006 Αρμ. 2007.419, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδοση 2015, αριθμ. 1077, σελ. 286, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2003, § 542, σελ. 221). Εξάλλου κατά τα άρθρα 907 και 908 του ΚΠολΔ την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης διατάζει το δικαστήριο αν το ζητήσει ο διάδικος που νίκησε και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ή η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία. Ο λόγος, όμως, της έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά με την περί προσωρινής εκτέλεσης διάταξή της είναι αλυσιτελής, αφού με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η εκκαλούμενη απόφαση γίνεται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (ΕφΔωδ 109/2015 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1147/2012 ΕλλΔνη 2013.1092, ΕφΔωδ 263/2003 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 10813/1996 ΕλλΔνη 38.1653, ΕφΠειρ 706/1994 ΕλλΔνη 36.1306, Σ.Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε΄, σελ. 222). Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την κήρυξη της πρωτόδικης απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το σύνολο του επιδικασθέντος στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ως αποζημίωσή της χρηματικού ποσού, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε το σχετικό αγωγικό αίτημα, ενώ θα έπρεπε να το απορρίψει, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αλυσιτελής και, συνεπώς, ως απαράδεκτος.

Η διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87) και ισχύει εν προκειμένω, καθώς η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ήτοι προ της τροποποίησης της διάταξης δυνάμει των άρθρων 29 και 120 του Ν.4842/2021 (ΦΕΚ΄Α 190), που εφαρμόζεται για ένδικα μέσα, τα οποία έχουν ασκηθεί μετά την 1η.1.2022, σύμφωνα με την παρ.2α του άρθρου 116 του ανωτέρω νόμου, προβλέπει ότι: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως». Στην κατ’έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος (βλ. και ΑΠ 536/2017, ΑΠ 105/2017, ΑΠ 9/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (βλ. και ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015, 9/2014, 259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως θα αναφερθεί εκτενώς κατωτέρω, ο εκδίδων επιταγή σε διαταγή, η οποία δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της, ζημιώνει τον κομιστή  και τον εξ αναγωγής υπόχρεο πλέον από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της, παρά τον νόμο, ήτοι εναντίον της διάταξης του άρθρου 79 ν.5960/33, που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη και ποινικό αδίκημα, με αποτέλεσμα να υποχρεούται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σε αποζημίωση του κομιστή (και του εξ αναγωγής υποχρέου), διότι η διάταξη του άρθρου 79 ν.5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής (ΕφΛαρ 42/2002 Δικογραφία 2003.17, ΕφΠειρ 459/1991 ΕλλΔνη 33.1503). Η ανωτέρω αξίωση συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), διότι, όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, που τείνουν στον ίδιο σκοπό, την ικανοποίηση, δηλαδή, της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση  της μίας επιφέρει την απόσβεση και της άλλης (ΕφΑθ 6999/1990 ΕλλΔνη 31.1519). Περαιτέρω, η παραγραφή της μίας αξίωσης δεν επηρεάζει την ύπαρξη της άλλης, αλλά μόνο η απόσβεση της μίας αποσβένει και την  άλλη κατά το μέρος που την καλύπτει (ΕφΑθ 3605/1990 ΕλλΔνη 31.1539 και ΕφΛαρ 42/2002, οπ.π). Εξάλλου, κατά το άρθρο 937 παρ.1 του ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι (20) ετών από την πράξη (ΕφΘεσ 1254/2014 Αρμ.2015.41, ΕφΑθ 4521/2010 ΔΕΕ 2012.953, ΕφΑθ 3348/2006 ΕλλΔνη 2007.281). Συνεπώς, η παραγραφή της απαίτησης από αδικοπραξία λόγω της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι και αυτή πέντε (5) ετών (ΜονΕφΑθ 4251/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην κρινόμενη περίπτωση οι εναγόμενοι με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους προβάλλουν το πρώτον ένσταση παραγραφής της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι από την πετρέλευση του πλοίου, που έλαβε χώρα το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010, όταν γεννήθηκε η ένδικη οφειλή, έως την άσκηση της αγωγής το έτος 2018, παρήλθε χρονικό διάστημα οκτώ (8) ετών. Η ένσταση αυτή, ανεξαρτήτως του παραδεκτού ή μη της προβολής της το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη, καθώς οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται, ως θα έδει, τη συνδρομή εν προκειμένω μίας εκ των εξαιρετικών περιπτώσεων, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ και δικαιολογούν την για πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη προβολή πραγματικών ισχυρισμών, μη προταθέντων στην πρωτόδικη δίκη, απορριπτέα τυγχάνει σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμη, διότι με την αγωγή, με βάση τα αναφερόμενα στο δικόγραφο αυτής πραγματικά περιστατικά για την κατά νόμο θεμελίωση του αιτήματός της, η ενάγουσα, ως νόμιμη κομίστρια ακάλυπτης επιταγής, ασκεί απαίτησή της σε βάρος της εκδότριας του αξιογράφου εταιρείας και του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας, που φέρεται ευθυνόμενος εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, ως το υπαίτιο καταστατικό του όργανο, για την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, ισόποσης του ποσού της επιταγής και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 79 ν.5960/33, που, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ,  η οποία εκκινεί αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία του και τον υπόχρεο σε αποζημίωσή του και στην κρινόμενη περίπτωση άρχισε με την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή στην τράπεζα και τη μη πληρωμή της, όπερ συνέβη στις 13.11.2017, όπως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, ενώ η αγωγή ασκήθηκε με την επίδοση σ’αυτούς του δικογράφου της στις 28.11.2018 (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. …/28.11.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………….), όταν και διακόπηκε η αρξάμενη παραγραφή της επίδικης απαίτησης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επ’αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 του ΑΚ, δηλαδή προ της παρέλευσης πενταετίας από την έναρξη της παραγραφής και δεν κατάγεται προς κρίση απαίτηση για την καταβολή του οφειλομένου τιμήματος της πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων για τον ανεφοδιασμό πλοίου, η οποία υπόκειται στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 αριθμ.3 του προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ., όπως προφανώς υπονοούν οι εκκαλούντες στο εφετήριο.

Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος, αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 με το άρθρου 1 του ΝΔ 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής, όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν θα έχει κατά την έκδοση ή την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του, κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρ. 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ σε ισόποση κατ’αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της. Δεν αποκλείεται δε η αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής από το γεγονός ότι την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας, αφού στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 του ΑΚ του εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, μη συναρτώμενη προς τη συνδρομή ευθύνης του νομικού προσώπου (ΑΠ 1460/2022 ΝοΒ 2023.375 και ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 και 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης  (ΑΠ 1398/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, το άρθρο 1 του ν.791/1978, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 παρ.3 του ν.4646/2019 (ΦΕΚ Α΄ 201/12.12.2019), που ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προβλέπει ότι: «1. Ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους αλλοδαπών κρατών, εφόσον είναι ή ήταν κατά το παρελθόν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων ή ναυλομεσιτικές ή ναυλώτριες γυμνών πλοίων (bareboat charterers) ή μισθώτριες πλοίων υπό χρηματοδοτική μίσθωση (ship lessees), υπό ελληνική ή ξένη σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο του κράτους της καταστατικής τους έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν, συνολικώς ή μερικώς οι υποθέσεις τους. Οι ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου (holding companies) των παραπάνω εταιρειών». 2. Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν έχουν εφαρμογήν προκειμένου περί εταιρειών, αι οποίαι είναι πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι αποκλειστικώς και μόνον σκαφών αναψυχής».

Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθμ……./09.12.2019 ένορκης βεβαίωσης του  μάρτυρα …………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της σύμφωνα με το άρθρο 422 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …. γ/5.12.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις παραδοχές και τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, εταιρεία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής με τη νομική μορφή και την επωνυμία «……..» (……………) και έδρα κατά τον ίδιο χρόνο τον ….., συσταθείσα κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, με την υπό στοιχεία ΙΕ/14188/ 2642/50041/8.6.2006 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, διατηρώντας γραφεία στη …. Αττικής (επί της …………) και δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας και διακίνησης (πώληση, προμήθευση, εφοδιασμό, διανομή) πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία για τον ανεφοδιασμό τους σε οιοδήποτε λιμένα ανά τον κόσμο προσεγγίζουν. Επισημαίνεται ότι κατόπιν μετατροπής της νομικής της μορφής από S.A. (ΕΣ.ΕΪ.) σε «L.T.D.» (ΕΛ.ΤΙ.ΝΤΙ.) και συνακόλουθα της αλλαγής της επωνυμίας της σε «………» (………..), με την οποία και παραστάθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπηθείσα από πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς και μεταφοράς της έδρας της από τον … στη …. της Κύπρου, τροποποιήθηκε η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση, με την οποία της χορηγήθηκε άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα, με την υπ’αριθμ.97176/7.9.2021 Απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ., τεύχος Β΄, υπ’αριθμ. 4472/29.9.2021). Η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει εταιρεία με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας τη διαχείριση πλοίων, συσταθείσα ομοίως κατά το δίκαιο του …, με καταστατική μεν έδρα τον ….,  πραγματική όμως έδρα τον … Αττικής (επί της οδού … στον αριθμό … αυτής) και με αποκλειστικό νόμιμο εκπρόσωπο, διευθυντή και κυρίαρχο μέτοχο το δεύτερο εναγόμενο, κάτοικο ομοίως (ιδιότητα την οποία οι εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν), η οποία είχε επίσης εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 (και των Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994 και Ν. 3752/2009) δυνάμει της υπ’αριθμ.3122.1/4229/24606/3.9.2008 Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθμ. 1881/12.9.2008 ΦΕΚ, τεύχος Β΄, του οποίου νόμιμος εκπρόσωπος ήταν επίσης ο δεύτερος εναγόμενος και\ή ο …………… [βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα, αφενός μεν με αριθμ.πρωτ…………./14.11.2017 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας, Κλάδος Β΄(Ναυτιλίας) του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, αφετέρου δε την από 22.7.2008 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1988 προς το τότε Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας του δεύτερου εναγομένου, με την οποία ο τελευταίος δηλώνει ότι αποδέχεται το διορισμό του ως νομίμου εκπροσώπου και Διευθυντού του γραφείου, που η πρώτη εναγόμενη επρόκειτο να εγκαταστήσει στην Ελλάδα] με  αντικείμενο τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων, πλοίων με ελληνική ή με ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία, που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών ως και επιχειρήσεων, που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες (βλ. σχετ. το ανωτέρω ΦΕΚ δημοσίευσης της Κ.Υ.Α. περί της εγκατάστασης στην Ελλάδα του γραφείου της δεύτερης εναγομένης). Αποδείχθηκε επίσης ότι στη συνέχεια η ως άνω Υπουργική Απόφαση ανακλήθηκε με την υπ’αριθμ. 3122.1/4229/5/24606/23.4.2013 Απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία επίσης δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ, τεύχος δεύτερο, υπ’αριθμ.1093/2.5.2013, βλ. σχετ. περί τούτου τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα προαναφερόμενη Υπουργική απόφαση, το ΦΕΚ, καθώς και την με αριθμ.πρωτ. …………/27.3.2018 βεβαίωση του ανωτέρω Τμήματος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) και εκδόθηκε κατόπιν της από 3.4.2013 αίτησης της πρώτης εναγομένης, προηγηθείσης στις 30.12.2011 σχετικής απόφασης του Διοικητικού της Συμβουλίου, που συνεδρίασε κατά την ανωτέρω ημερομηνία στα γραφεία της στον Πειραιά επί της οδού ………, με παρόντα μέλη το δεύτερο εναγόμενο ως Πρόεδρο του Δ.Σ., το ………. ως Ταμία και το …….. ως Γραμματέα. Σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα πρακτικά της ανωτέρω συνεδρίασης ο δεύτερος εναγόμενος με την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ.  της πρώτης εναγομένης ανέφερε ότι μετά την πώληση του φορτηγού πλοίου Μ/V «CM» (πρόκειται για πλοίο υπό σημαία ….., ολικής χωρητικότητας 9999 κόρων, με αριθμό ΙΜΟ ….., έτους κατασκευής 1995, πλοιοκτησίας της εταιρείας … με την επωνυμία «………….», το οποίο διαχειριζόταν η δεύτερη εναγόμενη και διαλύθηκε για σίδερο και ανταλλακτικά στις 21.4.2011, βλ. σχετ. περί τούτων τα επίσης προσκομιζόμενα από την ενάγουσα προαναφερθείσα βεβαίωση του ανωτέρω Τμήματος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στην οποία το πλοίο αναφέρεται ως σημαίας Κομορών και με αριθμ.σχετ.5 εκτύπωση σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα από την ιστοσελίδα του Διεθνούς Διαδικτυακού Ναυτικού Οδηγού με την ονομασία «E», στην οποία το πλοίο αναφέρεται ως διαλυμένο από 21.4.2011 και ως έδρα της δεύτερης εναγομένης, διαχειρίστριας του πλοίου, ο Πειραιάς, οδός ………..) η εταιρεία δεν έχει αναλάβει τη διαχείριση άλλου πλοίου, ούτε πρόκειται να αναλάβει άλλο στο προσεχές μέλλον, συνεπώς έχει ολοκληρώσει το επιχειρηματικό της σχέδιο εγκατάστασης στην Ελλάδα γραφείου, το οποίο πρέπει «να κλείσει και να καταργηθεί» καθώς και ότι «ο τηρούμενος για το σκοπό αυτό τραπεζικός λογαριασμός της εταιρείας στην τράπεζα …… έχει καταστεί ανενεργός για την πιο πάνω αιτία».  Κατόπιν τούτου το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγομένης ομόφωνα αποφάσισε «το κλείσιμο και την κατάργηση του εγκατεστημένου γραφείου της εταιρείας στην Ελλάδα…» και εξουσιοδότησε τους νόμιμους εκπροσώπους του ανωτέρω γραφείου δεύτερο εναγόμενο και ………. να προβούν, από κοινού ή έκαστος ξεχωριστά, σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την υλοποίηση της απόφασης αυτής. Εκ των προεκτεθέντων σαφώς συνάγεται ότι η πρώτη εναγόμενη, εταιρεία συσταθείσα κατά το δίκαιο του …, εδρεύει μεν κατά το καταστατικό της στον …., αλλά η πραγματική της έδρα, υπό την  έννοια του τόπου, όπου  ήταν εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούσαν τον οργανισμό του ανωτέρω νομικού προσώπου, δηλαδή του τόπου, στον οποίο συντελούνταν οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του,  όπου ασκείτο πραγματικά η κεντρική του διοίκηση, λαμβάνονταν οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφωνόταν η επιχειρηματική του πολιτική, εξαρχής και ανέκαθεν βρισκόταν στον Πειραιά Αττικής, όπου κατοικεί και ο νόμιμος εκπρόσωπός της/δεύτερος εναγόμενος και ήταν εγκατεστημένο το γραφείο της, που ουσιαστικά διαχειριζόταν τα πλοία, όπερ ουδόλως αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι στον πρώτο βαθμό, ει μη μόνον το πρώτον με το εφετήριο και συγκεκριμένα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, ενώ οιασδήποτε μορφής δραστηριοποίηση αυτής στον ……, που εκ των πραγμάτων να παραπέμπει σε πραγματική διεύθυνση των εταιρικών της υποθέσεων στη χώρα αυτή ουδόλως αποδείχθηκε. Επισημαίνεται ότι η υπαγωγή της πρώτης εναγομένης στη διάταξη του άρθρου 1 του ν.791/1978, ως αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, διαχειρίστριας πλοίων υπό ξένη σημαία, της οποίας τα πλοία διαχειρίσθηκαν γραφεία ή υποκαταστήματα αυτής, νομίμως εγκατεστημένα στην ημεδαπή, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, δεν αναιρεί την ευθύνη της ως νομικού προσώπου, λόγω της έκδοσης από το νόμιμο εκπρόσωπό της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ακάλυπτης επιταγής, διά της υπογραφής του επί της εταιρικής επωνυμίας στο σώμα του τίτλου, που θα κριθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ και στις διατάξεις περί αδικοπραξιών του οποίου στηρίζει την ένδικη απαίτησή της η ενάγουσα ως ζημιωθείσα νόμιμη κομίστρια του αξιογράφου, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να αμφισβητείται ειδικά από τους εναγομένους με την έφεσή τους, διότι στην περίπτωση αυτή, ακόμη και εάν τούτο ήθελε υποτεθεί αληθές, ως τέτοια εταιρεία διέπεται μεν από το δίκαιο της χώρας της καταστατικής της έδρας, ανεξάρτητα από τον τόπο, από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν στο παρελθόν, συνολικώς ή μερικώς οι υποθέσεις της, πλην όμως μόνον όσον αφορά τα ζητήματα της σύστασης, της νομικής της προσωπικότητας και της ικανότητας δικαίου και όχι όσον αφορά το επίδικο ζήτημα της ευθύνης της για την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, που φέρονται προκληθείσες από την επικαλούμενη αδικοπραξία του καταστατικού της (της πρώτης εναγομένης) οργάνου, το οποίο κρίνεται με βάση το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας, όπου έλαβε χώρα η εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του δεύτερου εναγομένου, όπως έχει ήδη αναφερθεί και ως προς το οποίο ο τόπος της πραγματικής της έδρας ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 (συγκεκριμένα την 10η.11.2010) η ενάγουσα, υπό την τότε επωνυμία και νομική μορφή, στα πλαίσια της προαναφερθείσας εμπορικής της δραστηριότητας, πώλησε στην πρώτη εναγόμενη, που συμβλήθηκε διά του δεύτερου εναγομένου, ενεργήσαντος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της, ποσότητα υγρών καυσίμων και δη 120,0780 μετρικούς τόνους καυσίμου τύπου IFO 180 CST, καθώς και 59,9910 μετρικούς τόνους καυσίμων τύπου MGO, συνολικής αξίας 120.457,62 δολαρίων Η.Π.Α., προς ανεφοδιασμό του ανωτέρω φορτηγού πλοίου, το οποίο κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης ναυλοχούσε στον λιμένα του Σουέζ, όπου και παραδόθηκαν προσηκόντως και παραλήφθηκαν οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων και διαχειρίστρια του οποίου ήταν η αγοράστρια εταιρεία, όπως έχει ήδη  εκτεθεί. Ακολούθως η ενάγουσα εξέδωσε στο όνομα της πρώτης εναγομένης, καθώς και της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας, το υπ’αριθμ. ……/1.11.2010 τιμολόγιό της, που αφορούσε στο συνολικό ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος της ως άνω σύμβασης πώλησης, ο δε δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, κατέβαλε στη συνέχεια στην πωλήτρια, για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας, ένα μέρος της οφειλής της τελευταίας, με αποτέλεσμα το ανεξόφλητο υπόλοιπο να ανέλθει στο ποσό των 74.760 δολαρίων Η.Π.Α. Στο μεταξύ και ενώ το ποσό αυτό εξακολουθούσε να οφείλεται ανακλήθηκε στις 2.5.2013 η άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας του γραφείου της πρώτης εναγομένης στην Ελλάδα, κατόπιν δικού της αιτήματος και ενώ το αντικείμενο της δραστηριότητάς του είχε εκλείψει ήδη από το έτος 2011 μετά την πώληση του ανωτέρω φορτηγού πλοίου, που αυτό διαχειριζόταν, χωρίς προοπτική διαχείρισης άλλου, όπως προεκτέθηκε, με την επισήμανση ότι η ανωτέρω εταιρεία ουδεμία επιχειρηματική δραστηριότητα είχε αναπτύξει στο μεσοδιάστημα αλλά και ουδέποτε στο παρελθόν στον ….., κατά το δίκαιο του οποίου συστάθηκε και όπου βρισκόταν μόνον η καταστατική της έδρα, ούτε έκτοτε άλλα έσοδα απέκτησε, ούτε βέβαια διέθετε περιουσιακά στοιχεία. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά την πάροδο επτά ετών από την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης πώλησης ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της αγοράστριας/πρώτης εναγομένης, εξέδωσε, χάριν καταβολής του ανωτέρω οφειλομένου ποσού του τιμήματος αυτής, την υπ’αριθμ. 00000050-7 (μεταχρονολογημένη) τραπεζική επιταγή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», θέτοντας την υπογραφή του επί της σφραγίδας με την εταιρική επωνυμία στο σώμα του αξιογράφου, σε διαταγήν της ενάγουσας υπό την τότε επωνυμία και νομική μορφή της, με ημερομηνία έκδοσης την 16η.12.2017, ποσού 74.760 δολαρίων Η.Π.Α. (όσο δηλ. και το ανεξόφλητο υπόλοιπο), πληρωτέα από τον υπ’αριθμ. ……….. τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε στην ως άνω τράπεζα η πρώτη εναγόμενη. Η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από την ενάγουσα ως νόμιμη κομίστρια αυτής στην πληρώτρια τράπεζα την 13η.11.2017, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, γεγονός που βεβαιώθηκε αυθημερόν από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας διά σφραγίδας στην οπίσθια όψη του σώματος της ένδικης επιταγής. Ο δεύτερος  των εναγομένων εξέδωσε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εξ αυτών, ενεργήσας παρανόμως και υπαιτίως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, την ανωτέρω επιταγή, θέτοντας την υπογραφή του και τη σφραγίδα της εταιρείας στην οικεία θέση του αξιογράφου, παρότι γνώριζε την έλλειψη αντίστοιχου αντικρύσματος στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, τόσο κατά τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης της επιταγής, όσο και κατά τον χρόνο της εμφάνισής της προς πληρωμή, λόγω των οικονομικών δυσχερειών, που αντιμετώπιζε η ως άνω εταιρεία, την οποία εκπροσωπούσε και η οποία ήδη από το έτος 2011 στερείτο παντελώς αντικειμένου επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, όπου στην πραγματικότητα και μόνον δραστηριοποιείτο, με αποτελέσμα την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης και  λειτουργίας του ενταύθα γραφείου της δύο χρόνια μετά και συνακόλουθα εσόδων από οιαδήποτε πηγή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, όπερ δεν αμφισβητήθηκε, αλλά ουσιαστικά συνομολογήθηκε από τους εναγομένους στον πρώτο βαθμό. Αποτέλεσμα της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας πράξης του δεύτερου εναγομένου ήταν η πρόκληση στην ενάγουσα περιουσιακής ζημίας, ίσης με το ποσό της επιταγής των 74.760 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχεί σε 64.193,71 ευρώ, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο που επήλθε η ζημία της (δηλαδή αυτόν της εμφάνισης της ένδικης επιταγής), για την αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται, τόσο η πρώτη εναγόμενη ως εκδότρια τη επιταγής, που ως νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, τελεσθείσες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, που τυγχάνει εις ολόκληρον συνεπεύθυνος προς καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού, ως ο αδικοπραγήσας νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, όπως, άλλωστε, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων. Οι ανωτέρω παραδοχές, που συνιστούν ουσιαστικά και παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης, δεν πλήττονται ειδικά από τους εναγομένους με την έφεσή τους, πλην όμως επαναλαμβάνονται και στην παρούσα απόφαση για λόγους πληρότητας της αιτιολογίας της.

Κατά το άρθρο 1047 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση «μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες». Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997 και κατά το οποίο: «Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης (ΑΠ 1353/2011, ΑΠ 1160/2004, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (πρβλ. ΟλΑΠ 1/2009, ΑΠ 29/2020 σε ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, σε περίπτωση αδικοπραξίας σύμφωνα με το προμνημονευθέν άρθρο (1047 παρ.1 του ΚΠολΔ) παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της απ’ αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του ως άνω άρθρου, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, τη φερεγγυότητα αυτού, την τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και τις λοιπές εν γένει περιστάσεις. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1049 του ΚΠολΔ αν αποδείχθηκε αδικοπραξία, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εναπόκειται να διατάξει ή όχι προσωπική κράτηση (ΑΠ 1460/2022 ό.π., ΑΠ 81/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1048 περ. γ΄ του ΚΠολΔ προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1052 περ.1δ΄ του ίδιου κώδικα, ο κρατούμενος απολύεται αν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η προσωπική κράτηση προσώπου που έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της συνδρομής του λόγου αυτού αποκλεισμού της προσωποκράτησης, ο οποίος μπορεί να προβληθεί και ενώπιον του εφετείου, είναι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης περί προσωπικής κράτησης και όχι εκείνος κατά τον οποίο δημιουργήθηκε το χρέος, ενώ η μεταγενέστερη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας αποτελεί λόγο αποφυλάκισης (ΟλΑΠ 680/1977 ΝοΒ 26, 632, ΑΠ 204/2014 ΕΠΟΛΔ 2014/542, ΑΠ 538/2012, ΕφΔωδ 6/2020 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 1048, αρ. 5, X.Απαλαγάκη ερμ. ΚΠολΔ, υπ’ άρθρ. 1048, Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, τόμος 5ος, 1982, άρθρο 1048 αρ. 766, σελ. 2492, Σταυρόπουλο, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 1048 Ιβ΄ και 3 δ΄, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκ. Εκτέλεση, εκδ. 2001, σελ. 1085). Από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 216 στοιχ. α΄ και 338 του ΚΠολΔ, που ορίζουν αντίστοιχα, ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ότι κάθε διάδικος βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων που δικαιολογούν, κατά νόμο την αξιούμενη από αυτόν δικαστική προστασία, συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η προσωπική κράτηση για απαίτηση από αδικοπραξία δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της η ηλικία του εναγομένου, αλλά απόκειται στον τελευταίο να ισχυρισθεί (κατ’ ένσταση) και να αποδείξει ότι έχει συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του και δεν μπορεί να απαγγελθεί εις βάρος του προσωπική κράτηση (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 538/2012 και ΑΠ 33/2011, ΜονΕφΠειρ 123/2022, ΕφΔωδ 6/2020, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος εναγόμενος το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στην κατ’έφεση δίκη με την κρινόμενη έφεσή του και δη με το τελευταίο σκέλος του πρώτου λόγου αυτής ισχυρίζεται ότι όντας γεννηθείς στις 14.1.1954 έχει ήδη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και, επομένως, δε μπορεί να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση, συνακόλουθα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση όσον αφορά την περί προσωπικής του κράτησης διάταξή της ως μέσο ικανοποίησης της από αδικοπραξία απαίτησης της ενάγουσας και να απορριφθεί  στη συνέχεια το σχετικό αγωγικό αίτημα. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ο οποίος συνιστά ένσταση, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, προβάλλεται παραδεκτά το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθμ.6, εφόσον αποδεικνύεται εγγράφως κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 1048 περ.γ΄ του ΚΠολΔ και περαιτέρω ερευνητέος τυγχάνει κατ’ουσίαν. Από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του διαβατηρίου του δεύτερου εναγομένου αποδεικνύεται ότι αυτός γεννήθηκε στις 14.1.1954 και επομένως κατά το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (2023) διανύει το 69ο έτος της ηλικίας του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προσωποκρατηθεί. Επισημαίνεται ότι κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό (στις 10.3.2020), μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, ο εναγόμενος είχε ήδη υπερβεί το 65° έτος της ηλικίας του και δεν ήταν επιτρεπτή η εναντίον του απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πλην όμως σχετική ένσταση δεν προβλήθηκε από τον ανωτέρω, στον οποίο απόκειτο να την επικαλεσθεί και να την αποδείξει. Επομένως, κατά παραδοχήν του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος της πρέπει  να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της με την οποία απαγγέλθηκε σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, που συνιστά διαφορετικό κεφάλαιο (ΕφΠειρ 108/2014 ΔΕΕ 2014.374, ΕφΑθ 201/2004 ΕλλΔνη 2004.864). Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή μόνον όμως προς το ανωτέρω αίτημά της, ως προς το οποίο και πρέπει να απορριφθεί, κατά παραδοχήν της εν λόγω ένστασης του δεύτερου εναγομένου.

Το Eφετείο που εξαφανίζει είτε ολικά, είτε μερικά την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικά επί της υπόθεσης εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου. Δεν εξαφανίζεται όμως η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης στην περίπτωση που η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αφορά μόνον παρεπόμενα αιτήματα, όπως είναι και το αίτημα περί  απαγγελίας προσωπικής κράτησης, διότι στην περίπτωση αυτή η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη συνέχεται αναγκαίως με το γενόμενο δεκτό κύριο αίτημα της αγωγής, ως προς το οποίο όμως η εκκαλουμένη δεν εξαφανίζεται (ΜονΕφΠειρ 333/2016, ΜονΕφΠειρ 713/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ. 113/2005  ΕΕμπΔ. 2006.439). Επομένως δεν πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, στην κρινόμενη υπόθεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης, διότι η διάταξη αυτή δεν αφορά στο παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, αλλά συνέχεται αναγκαία με το κύριο αίτημα της αγωγής, ως προς το οποίο ουδόλως εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση. Κατόπιν αυτών, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας/εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για τα οποία υποβλήθηκε από την ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων/εκκαλούντων (άρθρα 176, 191 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ), λόγω της ήττας τους επί της έφεσής τους όσον αφορά το κύριο αίτημα της σε βάρος τους ασκηθείσας αγωγής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες/εναγομένους του κατατεθέντος κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, λόγω της εν μέρει νίκης τους (άρθρο 403 παρ.3 Α περ.β΄και Γ εδαφ. στ΄του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 28.8.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./27.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1321/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση μόνον όσον αφορά το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί απαγγελίας σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπικής κράτησης και απορρίπτει αυτήν κατά τα λοιπά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες/εναγομένους του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση μόνον όσον αφορά το κεφάλαιο αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και εκδικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 23.11.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/28.11.2018) αγωγής ως προς το ανωτέρω αίτημα.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το αίτημα αυτό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28.8.2023.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ