ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 459/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (με Α.Φ.Μ. …) και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Φ.Μ. ….), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα εν προκειμένω από τους Προϊστάμενους της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά αντίστοιχα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Σπυριδούλα Φωτοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
Της εφεσίβλητης: Επισπεύδουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….., με Α.Φ.Μ. …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχος και ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….” (………..), με έδρα το ………. Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, τη διαχείριση των απαιτήσεων της οποίας (τελευταίας αυτής αλλοδαπής εταιρείας) έχει αναλάβει η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………….», που εδρεύει στη ……. Αττικής, με Α.Φ.Μ. ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ιωάννα Πατριαρχέα (ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ).
Το νυν εκκαλούν άσκησε κατά της εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 14.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) ανακοπή περί μεταρρύθμισης του υπ’ αριθ. …./15.6.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης με την από 15.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή του e-ΕΦΚΑ κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, αντιμωλία των διαδίκων της ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου, η 1483/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που εν μέρει δέχθηκε την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και μεταρρύθμισε τον πίνακα κατάταξης.
Το ανακόπτον προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 31-5-2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 31.5.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …/2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …../2022, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η δικαστική αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. ως πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 31.5.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως Ελληνικού Δημοσίου κατά της επισπεύδουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «………..», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου, ειδικής πληρεξούσιας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….”, τη διαχείριση των απαιτήσεων της οποίας έχει ήδη αναλάβει δυνάμει της από 18.6.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων η εταιρεία “…………..» προς εξαφάνιση της 1483/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), κατά το μέρος που εκκαλείται. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα στις 31.5.2022, καθώς η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 10.5.2022, χωρίς να έχει επιδοθεί μέχρι την άσκηση της έφεσης από τον ένα διάδικο στον άλλο και χωρίς από τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την άσκηση του παραπάνω ένδικου μέσου να έχει παρέλθει διετία. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.α’ ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού για να δικασθεί ως και πρωτοδίκως με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr). Επίσης σημειώνεται ότι νομίμως παρίσταται, όπως άλλωστε είχε γίνει δεκτό και πρωτοδίκως, στη θέση της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» η εταιρεία με την επωνυμία “…………», η οποία έχει αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει της υπ’ αριθ. 207/1/29.11.2016 Απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 και της υπ’ αριθ. …./19.05.2017 Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος και η οποία δυνάμει της από 18.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της εδρεύουσας στο … Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού “………..” και καταχωρίσθηκε νόμιμα με αριθμό πρωτ. …/22.6.2021 στον τόμο …. με αριθμό …. των βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών έχει αναλάβει τη διαχείριση μεταξύ άλλων, των ένδικων απαιτήσεων της παραπάνω αλλοδαπής εταιρείας, η οποία είναι δικαιούχος των απαιτήσεων αυτών, λόγω ειδικής διαδοχής, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «………» και καταχωρίσθηκε νόμιμα με αριθ. πρωτ. …./30.04.2020 στον τόμο …, με αριθμό .. των Βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.
Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρ. 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ` αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), αλλά και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντος δανειστή, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ` ου η εκτέλεση, αφού μ` αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. (ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 300/2013, ΑΠ 280/2004). Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρ. 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής. Αντίθετα όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που φέρονται ότι έγιναν από τα ίδια πρόσωπα ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα αντίστοιχα έξοδα εκτέλεσης δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από το νόμο ή τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στρέφεται αποκλειστικά κατά του οργάνου της εκτέλεσης, τα προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ του οποίου αμφισβητούνται (ΑΠ 1415/2019, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 626/2018, ΑΠ 2255/2014, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 142/2004, ΑΠ 280/2004, ΑΠ 1783/1998). Ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1074/2015, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 840/2008, ΑΠ 419/1998), δηλαδή, ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή), στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 2055/2022, ΑΠ 60/2001, ΑΠ 1359/1998 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η αφαίρεση των εξόδων γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (Mπρίνιας υπ` άρθρο 975, εκδ. Β` παρ. 406, σελ. 1072). Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη. Η εκκαθάριση πρέπει να θεωρηθεί επαρκώς αιτιολογημένη και όταν γίνεται δια παραπομπής σε συνημμένες στην πράξη ή στον πίνακα απλές καταστάσεις που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι, όπου εξειδικεύονται λεπτομερώς τα κονδύλια (βλ. Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, Άρθρα 904-1054, έκδοση 2021, σελ. 495, παρ.1 με παραπομπή στην ΕφΘεσσαλ 749/2011, αδημ.). Καθώς κατά τα προαναφερόμενα, η αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος όπως και η κατάταξη των δανειστών και συνεπώς προσβάλλεται μόνο με ανακοπή του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ.(ΑΠ 627/1994, 1578/1995, 632/1996), στην περίπτωση άσκησης ανακοπής, η άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ή του μεγέθους της, που αφορά τα προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής, στον καθ’ ου δε εναπόκειται να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί. Αν ο καθ’ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 658/2014 στην areiospagos.gr που παραπέμπει στις ΑΠ 1717/1999, ΑΠ 1722/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 14.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή, στρεφόμενη κατά της ήδη εφεσίβλητης- καθ’ης η ανακοπή επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση εταιρείας και κατά του υπ’ αριθ. ……../15.6.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., με την οποία ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας αυτός, κατά το μέρος που αφορά τη διανομή του πλειστηριάσματος, συνολικού ποσού 77.002 ευρώ, που επιτεύχθηκε από τον πλειστηριασμό με ηλεκτρονικά μέσα, της ακίνητης περιουσίας του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, …… …… και στον οποίο (πλειστηριασμό) το Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. ……./20-10-2020 αναγγελία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και με την υπ’ αριθ. πρωτ. …../…./20-10-2020 αναγγελία του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά για τις βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του καθ’ου η εκτέλεση προς αυτό, συνολικού ποσού 257.947,44 ευρώ και 4.585,10 ευρώ αντίστοιχα. Επειδή οι ως άνω αναγγελθείσες απαιτήσεις του Δημοσίου δεν ικανοποιήθηκαν καθ’ ολοκληρίαν από τον παραπάνω πίνακα, το Ελληνικό Δημόσιο με την παραπάνω ανακοπή του ζήτησε τη μεταρρύθμιση του ως άνω πίνακα, προκειμένου αυτό να καταταγεί, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και Ε’ Πειραιά, επιπλέον των ποσών για τα οποία κατετάγη από την υπάλληλο του πλειστηριασμού στον ανακοπτόμενο πίνακα, προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα: α) στο ποσό των 4.722,56 ευρώ, το οποίο εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από την υπάλληλο του πλειστηριασμού ως έξοδα εκτέλεσης, κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου της ανακοπής του και β) στο ποσό των 41.255 ευρώ επικουρικά, με την προσθήκη των αναλογούντων τόκων σε περίπτωση που ματαιωθεί ο όρος της τυχαίας κατάταξης της καθ’ης η ανακοπή, ήτοι η πλήρωση της τελεσιδικίας της καταταχθείσας απαίτησης αυτής, κατ’ αποδοχή του δεύτερου λόγου της ανακοπής του. Επί της ανακοπής αυτής, η οποία συνεκδικάσθηκε λόγω συνάφειας με την από 15.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) αντίστοιχη ανακοπή του ΝΠΔΔ «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ)» κατά του ίδιου πίνακα, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων ως προς την ένδικη ανακοπή με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η νυν εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία κατά το μέρος που ενδιαφέρει το Ελληνικό Δημόσιο, έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή αυτού και μεταρρυθμίστηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης. Ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε καθ’ ολοκληρίαν τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου περί επικουρικής κατάταξής του στον σχετικό πίνακα και δέχθηκε εν μέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ακολούθως δε αποδέσμευσε από τα προαναφερθέντα έξοδα εκτέλεσης το ποσό των 121,08 ευρώ, στο οποίο κατέταξε οριστικά και προνομιακά το Ελληνικό Δημόσιο δια των Προϊσταμένων της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και Ε’ Πειραιά. Ήδη με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν-ανακόπτον παραπονείται για την εν μέρει απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής του περί αοριστίας και έλλειψης αιτιολογίας της εκκαθάρισης των εξόδων εκτέλεσης και ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το ανωτέρω εκκαλούμενο κεφάλαιό της, με σκοπό να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της υπ’ αριθ. …………/2021 ανακοπής του κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος αυτού, να μεταρρυθμιστεί ο προαναφερόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, ώστε το Ελληνικό Δημόσιο, να καταταγεί προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά και Ε’ Πειραιά, επιπλέον του ποσού των 121,08 ευρώ, για το οποίο έχει ήδη καταταγεί με την εκκαλούμενη απόφαση, και για το αποδεσμευόμενο ποσό των 4.367,30 ευρώ, με ισόποσο περιορισμό των προαφαιρεθέντων εξόδων εκτέλεσης, καταδικαζομένης της εφεσίβλητης στη δικαστική δαπάνη του για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα με την έφεσή του το εκκαλούν αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, με πλημμελή και ελλιπή αιτιολογία και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε ως αβάσιμο το πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης ανακοπής, με τον οποίο εκείνο είχε προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η εκκαθάριση των εξόδων εκτέλεσης στον προσβαλλόμενο πίνακα, που αφορά στα έξοδα και τα δικαιώματα της δικαστικής επιμελήτριας ποσού 5.185,67 ευρώ και στα έξοδα του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας και ήδη εφεσίβλητης ποσού 372,80 ευρώ είναι αόριστη και αναιτιολόγητη. Ως προς τα ποσά αυτά στον σχετικό λόγο ανακοπής, το ανακόπτον υποστήριξε ότι δεν αναφέρεται στον πίνακα κατάταξης κατά τρόπο αναλυτικό και εξειδικευμένο σε ποια επιμέρους έξοδα αφορά έκαστο των ως άνω ποσών. Ότι ειδικότερα στο φύλλο 11ο/σελίδα 1η του ανακοπτόμενου πίνακα αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Α) Τα ανήκοντα στην επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία για τα έξοδα της επί της εκτελέσεως Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, τα οποία αναφέρονται στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των ανωτέρω οφειλετών και γενικά στη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τα οποία περιέχονται στον αναλυτικό λογαριασμό που μου κατέθεσε νόμιμα η πιο πάνω δικαστική επιμελήτρια και ο οποίος (πίνακας) αποτελεί με τον παρόντα πίνακα κατάταξης ενιαίο σύνολο. Τα έξοδα αυτά, έλεγξα αναλυτικά και αποδέχθηκα τον ως άνω λογαριασμό, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.185,67 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α.». Ότι εντούτοις, η προαφαίρεση του ποσού αυτού κατά τον παραπάνω τρόπο, χωρίς δηλαδή λεπτομερή προσδιορισμό και αναλυτική αιτιολογία των επιμέρους ποσών που το απαρτίζουν όπως θα έπρεπε, είναι αόριστη και αναιτιολόγητη. Ότι ειδικότερα, ουδόλως εξειδικεύονται επακριβώς τα επιμέρους έξοδα που αφορούν την κατάσχεση και γενικά τη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ενώ επίσης δεν αναφέρονται ούτε και τα ειδικότερα στοιχεία (σελίδα, συγκεκριμένο χωρίο) του λογαριασμού που υπέβαλε η δικαστική επιμελήτρια στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι δανειστές να ανατρέξουν εκεί, ενώ τέλος, μολονότι αναφέρεται ότι ο πίνακας αυτός αποτελεί με τον πίνακα κατάταξης ενιαίο σύνολο, δεν επισυνάφθηκε ο πίνακας- λογαριασμός της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τελευταίου. Ότι το ίδιο σφάλμα παρατηρείται και αναφορικά με το ποσό τω 372,80 ευρώ, το οποίο προαφαιρέθηκε για λογαριασμό του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας και το οποίο, ως αναγράφεται στον προσβαλλόμενο πίνακα (φύλλο 11ο/σελ. 1η-2η), πρόκειται για «έξοδα απογράφου, αντιγράφων, σύνταξη και επίδοση επιταγής της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής δυνάμει της οποίας επισπεύθηκε ο πλειστηριασμός τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 372,80 ευρώ όπως τούτα προκύπτουν από τις επιδοθείσες προς τον παραπάνω οφειλέτη- καθ’ου ο πλειστηριασμός επιταγές προς πληρωμή». Ότι όμως η παραπάνω αναφορά του ποσού αυτού συλλήβδην για τις επιμέρους εργασίες που έλαβαν χώρα, χωρίς κάποια περαιτέρω εξειδίκευση του ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε μία πράξη χωριστά δεν πληροί τους όρους της αιτιολόγησης, την οποία θα πρέπει να περιέχει ο πίνακας κατάταξης. Ότι ενόψει της αοριστίας αυτής δεν καθίσταται εφικτός ο έλεγχος περί του εάν πράγματι τα ποσά των 5.185,67 ευρώ και 372,80 ευρώ υπάγονται στα έξοδα εκτέλεσης και εάν πρέπει να αφαιρεθούν από το πλειστηρίασμα, με αποτέλεσμα η αφαίρεσή τους εκ μέρους της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου να είναι άκυρη. Ότι τον λόγο αυτό ανακοπής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με τις εξής παραδοχές: «Εξάλλου, με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η εκκαθάριση των εξόδων εκτέλεσης στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης για τα έξοδα και τα δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή πάσχει από αοριστία και είναι αναιτιολόγητη. Ότι, ειδικότερα, στην πρώτη σελίδα του ενδέκατου φύλλου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Α) Τα ανήκοντα στην επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία για τα έξοδα της επί της εκτελέσεως Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., τα οποία αναφέρονται στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των ανωτέρω οφειλετών και γενικά στη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τα οποία περιέχονται στον αναλυτικό λογαριασμό που μου κατέθεσε νόμιμα η πιο πάνω δικαστική επιμελήτρια και ο οποίος (πίνακας) αποτελεί με τον παρόντα πίνακα κατάταξης ενιαίο σύνολο. Τα έξοδα αυτά έλεγξα αναλυτικά και αποδέχθηκα τον ως άνω λογαριασμό, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.185,67 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α.». Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου το ανακόπτον προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η εκκαθάριση των εξόδων εκτέλεσης στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης για τα έξοδα και τα δικαιώματα του πληρεξούσιου δικηγόρου της πάσχει από αοριστία και είναι αναιτιολόγητη, διότι γίνεται μόνο αναφορά του συνολικού ποσού 372,80 ευρώ, χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση των κονδυλίων που αντιστοιχούν σε κάθε πράξη. (…). Με τέτοιο περιεχόμενο, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ως προς το πρώτο σκέλος του. Ειδικότερα, η προβαλλόμενη αιτίαση ότι είναι αόριστη και αναιτιολόγητη η εκκαθάριση των εξόδων εκτέλεσης για τα έξοδα και τα δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή είναι αβάσιμη και απορριπτέα, διότι, με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφο, στον προσβαλλόμενο πίνακα γίνεται ρητή αναφορά ότι ο πίνακας (αναλυτικός λογαριασμός) που κατέθεσε η Δικαστική Επιμελήτρια αποτελεί ενιαίο σύνολο με τον πίνακα κατάταξης, έχει, επομένως, επισυναφθεί σε αυτόν. Άρα, η προαφαίρεση του ποσού των 5.185,67 ευρώ για τα έξοδα και την αμοιβή της άνω Δικαστικής Επιμελήτριας είναι επαρκώς αιτιολογημένη [πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη Ε.), Ερμηνεία ΚΠολΔ2, 2η έκδοση 2021, άρθρο 975, αριθ.1, ό.π.] και καθιστά ευχερέστατο τον έλεγχο από τους αναγγελθέντες δανειστές- μεταξύ των οποίων το ανακόπτον-, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετα υποστηριζόμενων από το τελευταίο…Κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς το δεύτερο και το τρίτο από τα σκέλη του, ο λόγος της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα…Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:…Περαιτέρω, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου πίνακα προκύπτει ότι για τα έξοδα και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας η υπάλληλος του πλειστηριασμού προαφαίρεσε το συνολικό ποσό των 372,80 ευρώ. Ειδικότερα, στην πρώτη και τη δεύτερη σελίδα του ενδέκατου φύλλου του προσβαλλόμενου πίνακα σε σχέση με την παραπάνω προαφαίρεση αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «για έξοδα απογράφου, αντιγράφων, σύνταξη και επίδοση επιταγής της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός, τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 372,80 ευρώ, όπως τούτα προκύπτουν από τις επιδοθείσες προς τον παραπάνω οφειλέτη- καθ’ου ο πλειστηριασμός επιταγές προς πληρωμή». Εν προκειμένω η μη εξειδίκευση των επιμέρους ποσών δεν καθιστά αόριστη την εν λόγω προαφαίρεση, αφού από το περιεχόμενο του πίνακα που αναφέρθηκε παραπάνω, σε συνδυασμό με όσα αναγράφονται στην 1η σελίδα του 2ου φύλλου και στις δύο σελίδες του 3ου φύλλου προκύπτει ότι αυτή έγινε με βάση τα προσδιοριζόμενα για κάθε αιτία επιμέρους ποσά, τα οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν οι καθ’ ων η εκτέλεση με τις από 10.10.2013 και 09.09.2019 επιταγές προς πληρωμή, αντίγραφα των οποίων κατατέθηκαν από την επισπεύδουσα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Β’ ανακοπής, ως προς το δεύτερο σκέλος του…». Με τον σχετικό λόγο έφεσης το εκκαλούν διαλαμβάνει ότι η αοριστία των παραπάνω εξόδων δεν αποσαφηνίστηκε από την καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα και ήδη εφεσίβλητη, η οποία όφειλε και μπορούσε να το πράξει παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ότι ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των από 14.1.2022 πρωτόδικων προτάσεων της αντιδίκου (βλ. ειδικά προτελευταία σελίδα των προτάσεών της, όπου αναφέρονται τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα εκ μέρους της έγγραφα), η τελευταία δεν θεράπευσε επιγενομένως την κατά τα ανωτέρω αοριστία των προαφαιρεθέντων εξόδων εκτέλεσης, με την προσκόμιση του επίμαχου πίνακα εξόδων- αναλυτικού λογαριασμού της δικαστικής επιμελήτριας και των συναφών αποδείξεων και εγγράφων των χρεωθέντων ποσών για τα έξοδα τόσο της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, όσο και του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας-εφεσίβλητης. Ότι εξάλλου, ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι σχετικοί λογαριασμοί και τα παραστατικά των προσβαλλόμενων με την ανακοπή ως άνω κονδυλίων βρίσκονται στον φάκελο του πλειστηριασμού, ο οποίος τηρείται από τη Συμβολαιογράφο, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, ενόψει του ότι για να είναι εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος πρέπει να προβεί σε εξειδίκευση, με αναγραφή επί του πίνακα κατάταξης των επιμέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Ότι παρορώντας όμως τα ανωτέρω και τα αντίθετα κρίνασα η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε, το δε ποσό των προαφαιρεθέντων αορίστως και αναιτιολογήτως εξόδων του δικαστικού επιμελητή και του πληρεξούσιου δικηγόρου που αντιστοιχούν στην αξία της ψιλής κυριότητας του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου (Α-1 διαμέρισμα με ΚΑΕΚ ……………) και που πρέπει να αποδεσμευτούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ανέρχονται στο ποσό των 4.367,30 ευρώ [=5.558,47 E x 77.002 E/98.004 E]. Ο λόγος αυτός έφεσης κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας τυγχάνει νόμιμος και ερευνητέος στην ουσία του, καθώς ναι μεν όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η εκκαθάριση των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού μπορεί να γίνει και δια παραπομπής σε συνημμένες στην συνταχθείσα χωριστά για την αφαίρεσή τους πράξη ή στον πίνακα κατάταξης καταστάσεις που υποβλήθηκαν από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και στις οποίες εξειδικεύονται λεπτομερώς τα κονδύλια, πλην όμως όταν κάποιος αναγγελθείς δανειστής ή ο καθ’ου η εκτέλεση προβάλλει με λόγο ανακοπής ότι η αφαίρεση των εξόδων αυτών έχει γίνει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού αορίστως και αναιτιολογήτως, την αοριστία αυτή και το αναιτιολόγητο του πίνακα, οφείλει να αποσαφηνίσει ο καθ’ου η ανακοπή επισπεύσας την εκτέλεση δανειστής, ο οποίος φέρει το βάρος αποδείξεως, με την επίκληση στις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο του ποσού που αφορά στα έξοδα του δικαστικού επιμελητή (έξοδα κατασχέσεως, έκδοση και κοινοποίηση επιταγής, έκδοση και κοινοποίηση προγραμμάτων, επιδόσεις εγγράφων κλπ) και του πληρεξούσιου δικηγόρου, προσκομίζοντας παράλληλα προς απόδειξη του είδους, του μεγέθους και της δαπάνης των εξόδων αυτών, τα αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δεν μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχείο για την νομική βασιμότητα του σχετικού λόγου της ανακοπής, λόγω της αοριστίας και του αναιτιολόγητου του πίνακα ή της ειδικής πράξης που επικαλείται ο ανακόπτων (βλ. ΑΠ 2255/2014 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Περαιτέρω, απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….»- καθ’ης η ανακοπή ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου της εδρεύουσας στο … Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………”, σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατόπιν κατάσχεσης δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/31.10.2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …………., εκπλειστηριάσθηκαν με ηλεκτρονικά μέσα στις 16.10.2020, οι με αριθμούς Κ.Α.Ε.Κ. ………….. οριζόντιες ιδιοκτησίες που βρίσκονται στη … Αττικής, με υπερθεματίστρια την μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………….», αντί πλειστηριάσματος αντίστοιχα για κάθε οριζόντια ιδιοκτησία, 77.002 ευρώ, 14.001 ευρώ και 7.001 ευρώ, οπότε συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο Αθηνών …….., με την ιδιότητα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η υπ’ αριθ. ………../16.10.2020 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού. Μεταξύ άλλων αναγγελθέντων δανειστών, τις απαιτήσεις τους στην υπάλληλο του πλειστηριασμού ανήγγειλαν νόμιμα κι εμπρόθεσμα η επισπεύδουσα και το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο σε βάρος του καθ’ου η εκτέλεση ……….., ψιλού κυρίου σε ποσοστό 100% της με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. …………. οριζόντιας ιδιοκτησίας, για την οποία επιτεύχθηκε πλειστηρίασμα 77.002 ευρώ (για πλήρη κυριότητα). Συγκεκριμένα το Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε: α) δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. ….. και αρ. ειδ. βιβλ. …/2020 αναγγελίας του, για απαιτήσεις του κατά του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, ……, συνολικού ποσού 257.947,44 ευρώ και β) δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, δυνάμει της με αριθ. πρωτ. … και με αρ. ειδ. βιβλ. …/2020 αναγγελίας του, κατά του ίδιου καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, συνολικού ποσού 4.585,10 ευρώ και ζήτησε την οριστική και προνομιακή του κατάταξη. Λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, στον οποίο από το επιτευχθέν συνολικό πλειστηρίασμα, προαφαίρεσε για τα έξοδα εκτέλεσης το συνολικό ποσό των 8.248,19 ευρώ, το οποίο επιμέρισε για κάθε επιμέρους πλειστηρίασμα ως εξής: α) για το πλειστηρίασμα ποσού 77.002 ευρώ στο ποσό των 6.480,62 ευρώ, β) για το πλειστηρίασμα ποσού 14.001 ευρώ στο ποσό των 1.178,35 ευρώ και γ) για το πλειστηρίασμα ποσού 7.001 ευρώ στο ποσό τω 589,21 ευρώ. Στη συνέχεια, το προς διανομή πλειστηρίασμα των (77.002- 6.480,62=) 70.521,38 ευρώ, για την με αριθμό ΚΑΕΚ ………. οριζόντια ιδιοκτησία, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, το χώρισε σε ποσά 63.469,24 ευρώ και 7.052,13 ευρώ, που αντιστοιχούσαν στην αξία των δικαιωμάτων της ψιλής κυριότητας και της επικαρπίας, αντίστοιχα. Ακολούθως, η υπάλληλος του πλειστηριασμού διαίρεσε το ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία της ψιλής κυριότητας του ως άνω καθ’ου η εκτέλεση …………, σε ποσοστά 25%, 65% και 10% και σε αυτά κατέταξε τους αναγγελθέντες δανειστές, για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεών τους. Ειδικότερα, στο 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, ποσού 15.867,31 ευρώ, κατέταξε οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα αφενός τον e-ΕΦΚΑ για το ποσό των (1.403,45 + 2.602,59 + 909,36=) 4.915,40 ευρώ, αφετέρου το Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των (10.847,58 + 104,31=) 10.951,89 ευρώ, για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεών του που ήταν εξοπλισμένες με γενικό προνόμιο της τρίτης τάξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ. Στο 65%, ποσού 41.255 ευρώ, κατέταξε προνομιακά και τυχαία την επισπεύδουσα, υπό τον όρο τελεσιδικίας της υπ’ αριθ. ……/2013 διαταγής πληρωμής. Στο 10% του πλειστηριάσματος ποσού 6.346,92 ευρώ κατατάχθηκε μεταξύ άλλων και το Ελληνικό Δημόσιο για το ποσό των (25,47 + 963,64=) 989,41 ευρώ για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεών του, οι οποίες ήταν εξοπλισμένες με γενικό προνόμιο της πέμπτης τάξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ, σύμμετρα με τους εγχειρόγραφους δανειστές που αναγγέλθηκαν. Περαιτέρω, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου πίνακα προκύπτει ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού προαφαίρεσε από το συνολικό πλειστηρίασμα τω 98.004 ευρώ «Α) Τα ανήκοντα στην επισπεύδουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία για τα έξοδα της επί της εκτελέσεως Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, τα οποία αναφέρονται στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των ανωτέρω οφειλετών και γενικά στη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τα οποία περιέχονται στον αναλυτικό λογαριασμό που μου κατέθεσε νόμιμα η πιο πάνω δικαστική επιμελήτρια και ο οποίος (πίνακας) αποτελεί με τον παρόντα πίνακα κατάταξης ενιαίο σύνολο. Τα έξοδα αυτά, έλεγξα αναλυτικά και αποδέχθηκα τον ως άνω λογαριασμό, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.185,67 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α. β) Τα ανήκοντα στην ίδια ως άνω επισπεύδουσα για τον πληρεξούσιο αυτής δικηγόρο για έξοδα απογράφου, αντιγράφων, σύνταξη και επίδοση επιταγής της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής δυνάμει της οποίας επισπεύθηκε ο πλειστηριασμός τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 372,80 ευρώ όπως τούτα προκύπτουν από τις επιδοθείσες προς τον παραπάνω οφειλέτη- καθου ο πλειστηριασμός επιταγές προς πληρωμή» (βλ. την πρώτη και δεύτερη σελίδα του ενδέκατου φύλλου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης). Όπως έχει η παραπάνω διατύπωση προαφαίρεσης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού των εξόδων δικαστικού επιμελητή και πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, το Δικαστήριο δεν δύναται να σχηματίσει κρίση σχετικά με το ποιο ακριβώς ποσό αφαιρέθηκε, ως ανήκον στα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης, για κάθε συγκεκριμένη επιμέρους πράξη του δικαστικού επιμελητή και του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ης η ανακοπή, με εξαίρεση ποσό 80 ευρώ που αναφέρεται στην πρώτη σελίδα του 2ου φύλλου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης «για τη σύνταξη της από 09-09-2019 διαταγής πληρωμής» και αποτελεί μέρος του ποσού των 372,80 ευρώ που αφαιρέθηκαν στον πίνακα ως αμοιβή και έξοδα του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας. Την αοριστία αυτή και το αναιτιολόγητο του πίνακα, όφειλε η καθ’ης η ανακοπή να αποσαφηνίσει, καθώς έφερε το βάρος αποδείξεως, να επικαλεσθεί στις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στη δίκη της ανακοπής κατά του πίνακα, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε επιμέρους πράξη του δικαστικού επιμελητή και τις επιμέρους αμοιβές του πληρεξούσιου δικηγόρου, προσκομίζοντας και τα έγγραφα τα οποία αναφέρει η υπάλληλος του πλειστηριασμού ότι εκείνη (η επισπεύδουσα την εκτέλεση) της κατέθεσε και τα οποία η συμβολαιογράφος δέχθηκε ως ενιαίο σύνολο με τον πίνακα κατάταξης. Στο βάρος, ωστόσο, αυτό δεν ανταποκρίθηκε η καθ’ης- ήδη εφεσίβλητη, καθώς δεν προσδιόρισε με τις προτάσεις της ούτε πρωτοδίκως, ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το κάθε επιμέρους ποσό, με την προσκομιδή του επίμαχου πίνακα εξόδων-αναλυτικού λογαριασμού της δικαστικής επιμελήτριας και των συναφών αποδείξεων και εγγράφων των χρεωθέντων ποσών για τα έξοδα τόσο της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, όσο και του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας-εφεσίβλητης (με εξαίρεση κατά τα ανωτέρω του ποσού των 80 ευρώ για τη σύνταξη της από 9.9.2019 επιταγής προς πληρωμή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο), με αποτέλεσμα η αφαίρεση των παραπάνω εξόδων εκτέλεσης να καθίσταται αόριστη και αναιτιολόγητη, χωρίς να αρκεί η βεβαίωση της υπαλλήλου του πλειστηριασμού στον πίνακα κατάταξης ότι έλεγξε τον αναλυτικό λογαριασμό που της κατέθεσε η επισπεύδουσα για τον δικαστικό επιμελητή και ότι δέχθηκε τον λογαριασμό αυτό ως ενιαίο σύνολο με τον πίνακα κατάταξης, ούτε η παραπομπή ως προς τις αμοιβές του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας στις επιταγές που επιδόθηκαν στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη. Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση που απέρριψε ως αβάσιμο κατά το πρώτο σκέλος του τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής του Ελληνικού Δημοσίου ως προς την αιτίαση ότι είναι αόριστη και αναιτιολόγητη η εκκαθάριση των εξόδων εκτέλεσης για τα έξοδα και τα δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή εσφαλμένα έκρινε ότι για το ορισμένο του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης αρκεί η απλή αναφορά σε άλλο έγγραφο ως ενιαίο σύνολο με τον πίνακα κατάταξης, χωρίς να γίνεται εξειδίκευση των επιμέρους εξόδων του δικαστικού επιμελητή που κρίθηκαν από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ως αναγκαία έξοδα της εκτέλεσης και τα οποία οφείλει να προσδιορίσει ενώπιον του δικαστηρίου της ανακοπής ο επισπεύδων την εκτέλεση- καθ’ου η ανακοπή. Ομοίως εσφαλμένως εν μέρει απέρριψε ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου ανακοπής ως προς την αοριστία και το αναιτιολόγητο της αφαίρεσης του συνολικού ποσού των 372,80 ευρώ για λογαριασμό του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας για έξοδα απογράφου, αντιγράφου, σύνταξη και επίδοση επιταγής δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός, με την αιτιολογία ότι η μη εξειδίκευση των επιμέρους ποσών δεν καθιστά αόριστη την εν λόγω προαφαίρεση, αφού από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου πίνακα, σε συνδυασμό με όσα αναγράφονται στην 1η σελίδα του 2ου φύλλου και στις δύο σελίδες του 3ου φύλλου προκύπτει ότι αυτή έγινε με βάση τα προσδιοριζόμενα για κάθε αιτία επιμέρους ποσά, τα οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν οι καθ’ ων η εκτέλεση με τις από 10.10.2013 και από 9.9.2019 επιταγές προς πληρωμή, αντίγραφα των οποίων κατατέθηκαν από την επισπεύδουσα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού. Μόνο το ποσό των 80 ευρώ εξειδικεύεται στην πρώτη σελίδα του δεύτερου φύλλου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης ότι αφορά αμοιβή για τη σύνταξη της από 9.9.2019 επιταγής προς πληρωμή, οπότε ως προς αυτό το ποσό ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται κάποια αοριστία στον πίνακα κατάταξης, ενώ αντίθετα ως προς τις υπόλοιπες γενόμενες για τη διαδικασία της εκτέλεσης πράξεις του πληρεξούσιου δικηγόρου της επισπεύδουσας δεν προκύπτει σε ποια ποσά αφορούν, ούτε η τελευταία προσδιόρισε αυτά με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η ως άνω απόφαση και αφού κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο για να δικαστεί η από 14.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή κατά του ως άνω πίνακα κατάταξης ως προς τα πληττόμενα πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αυτής, πρέπει να γίνει ως προς τον λόγο αυτό εν μέρει δεκτή και να μεταρρυθμισθεί περαιτέρω ο προσβαλλόμενος πίνακας υπέρ του ανακόπτοντος Δημοσίου, πέραν του ποσού των 121,08 ευρώ που αποδεσμεύθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση υπέρ αυτού. Ειδικότερα, από το ποσό των [5.185,67 ευρώ + (372,80 ευρώ -80 ευρώ)=] 5.478,47 ευρώ, το οποίο είναι αόριστο και εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από το συνολικό πλειστηρίασμα των (77.002 ευρώ + 14.001 ευρώ + 7.001 ευρώ=) 98.004 ευρώ, στην αξία της ψιλής κυριότητας του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου (Α-1 διαμέρισμα με ΚΑΕΚ …………), που ανήκε στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, ……….., αντιστοιχεί το ποσό των 3.874 ευρώ [=5.478,47 ευρώ x 69.301,8 ευρώ η αξία της ψιλής κυριότητας στο Α-1 διαμέρισμα, ήτοι 9/10 του ποσού των 77.002 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία της πλήρους κυριότητας του διαμερίσματος που εκπλειστηριάσθηκε κατά πλήρη κυριότητα/98.004 ευρώ το συνολικό πλειστηρίασμα και για τις τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες], το οποίο πρέπει να αποδεσμευτεί προς όφελος του επικαλεσθέντος την αοριστία και το αναιτιολόγητο του ποσού αυτού Ελληνικού Δημοσίου, που θα καταταγεί οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και Ε’ Πειραιά στο εν λόγω αποδεσμευόμενο ποσό, με ισόποσο περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης. Δεδομένου ότι η ως άνω ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου έγινε εν μέρει δεκτή, ορθά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων συμψηφίσθηκαν μεταξύ τους για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 22 παρ.2 στοιχ.β’ του ν. 3693/1957, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους, ενώ για τον ίδιο λόγο, βάσει της ίδιας διατάξεως, θα συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 31.5.2022 έφεση κατά της 1483/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) κατά το μέρος που η απόφαση εκκαλείται, ήτοι ως προς το απορριφθέν πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη ως προς το παραπάνω εκκληθέν κεφάλαιο αυτής.
Κρατεί και δικάζει την από 14.7.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) ανακοπή κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αυτής.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Μεταρρυθμίζει τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. …./15.6.2021 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, πλέον της μεταρρύθμισης που επήλθε σε αυτόν με την εκκαλούμενη απόφαση.
Αποδεσμεύει, το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (3.874), το οποίο προαφαιρέθηκε για έξοδα εκτέλεσης από την υπάλληλο του πλειστηριασμού και στο ποσό αυτό κατατάσσει το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, δια των Προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και Ε’ Πειραιά, επιπλέον του ποσού των εκατόν είκοσι ενός ευρώ και οκτώ λεπτών (121,08) για το οποίο το ανακόπτον κατετάγη με την εκκαλούμενη απόφαση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 28.8.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ