Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 462/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός     462/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:          Υπό εκκαθάριση ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………… που εδρεύει στη …….. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Κομνηνάκη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο ….. Αττικής, λεωφόρος …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Πλέγκα.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ναυτικό τμήμα – τακτική διαδικασία) την από 30-12-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../30-12-2019 αγωγή κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 758/2001 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα με την από 15-12-2021 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/15-12-2021 έφεσή της, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 17-11-2022 και κατόπιν νόμιμου αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (25-5-2023), κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 15-12-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/15-12-2021 έφεση κατά της με αριθ. 758/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 30-12-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ../30-12-2019 αγωγή, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εκκαλούσα – ενάγουσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο της άνω έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-12-2021, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετήριου δικογράφου με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./15-12-2021 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι, για το παραδεκτό της άνω έφεσης κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016).

Με την από 30-12-2019 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ … αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, υπό εκκαθάριση ναυτιλιακή εταιρία «…………..» ισχυρίζεται ότι ήταν κυρία του υπό ελληνική σημαία εμπορικού – επαγγελματικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «R», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό ….., το οποίο είναι κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό, έχει ολικό μήκος 17,78 μέτρων, φέρει δύο πετρελαιομηχανές, με ιπποδύναμη 1150 ίππων και ναυπηγήθηκε το έτος 1990 στη Νάπολη Ιταλίας. Ότι, δυνάμει ασφαλιστικής σύμβασης που κατάρτισε με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στις 23-7-2014, ασφάλισε το ανωτέρω σκάφος και τον αναφερόμενο πρόσθετο εξοπλισμό του για θαλάσσιους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένης της πυρκαγιάς, αντί του ποσού των 150.000,00 ευρώ και ότι εκδόθηκε σχετικά το υπ’ αριθ. ……../23-7-2014 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με διάρκεια κάλυψης από 23-7-2014 έως 23-7-2015. Ότι, περαιτέρω, ενώ το άνω σκάφος την 30-5-2015 έπλεε στη θαλάσσια περιοχή Μαγγαναρίου της νήσου Ίου, ξέσπασε σ’ αυτό πυρκαγιά, που είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή και βύθισή του. Ότι μετά την πραγματική ολική απώλεια του σκάφους γνωστοποίησε την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στην εναγόμενη και ζήτησε να την αποζημιώσει, πλην όμως η τελευταία αρνείται να της καταβάλει την προβλεπόμενη από την ασφαλιστική σύμβαση ασφαλιστική αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως ασφαλιστική αποζημίωση, συνεπεία της πραγματικής ολικής απώλειας του σκάφους της, το ποσό των 150.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις του εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου, ως συμβατικά καθορισθέντος, όπως αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν, και ειδικότερα του αγγλικού νόμου «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906», γνωστού ως Marine Insurance Act 1906 (MIA 1906), ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί δέχθηκε ότι υπήρξαν παραβάσεις της ενάγουσας που αποτελούν ελλείψεις νομιμότητας του πλου και ως εκ τούτου θεμελιώνουν μη συμμόρφωσή της σε εγγυήσεις που καταχωρήθηκαν στο ένδικο ασφαλιστήριο (δηλ. ότι το σκάφος θα πρέπει να φέρει σε ισχύ όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο πιστοποιητικά χωρίς εκκρεμούσες παρατηρήσεις και ότι δεν θα ταξιδεύει σε αναξιόπλουν κατάσταση) και στην εξυπακουόμενη από το άρθρο 41 του αγγλικού νόμου ΜΙΑ 1906 εγγύηση για τη νομιμότητα του ταξιδιού, παραβιάσεις που ελευθερώνουν την ασφαλίστρια εναγόμενη κατά το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο, ανεξαρτήτως της αιτιώδους συνάφειας προς την επέλευση της ζημίας ή την επίταση του κινδύνου. Ήδη, κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται, με την υπό κρίση έφεσή της, η εκκαλούσα – ενάγουσα, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους ειδικότερα εκτιθέμενους παραδεκτούς λόγους και ζητεί την παραδοχή της, ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της, με καταδίκη της εφεσίβλητης στα δικαστικά της έξοδα.

Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη Θαλάσσια Ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (Case law) και τους άλλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (Authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, που ψηφίστηκε και έλαβε τη βασιλική κύρωση (Royal Assent) στις 12.2.2015 και τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινό δίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο Μ.Ι.Α. 1906, ο οποίος πάντως εξακολουθεί να ισχύει [Clarke Malcolm / Soyer Baris, «The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, «Ship safety policy terms and the Insurance Act 2015» σε Θαλάσσια Ασφάλεια, «Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα», σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση Δ.Σ.Π. 2016, σ. 139 επομ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σ. 260 – 264]. Οι διατάξεις του ΜΙΑ 1906 έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, παράλληλη δε ισχύ, όπως τροποποιήθηκε, και μετά απ’ αυτήν, σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί δε διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, εκτός από τις διατάξεις του ως άνω νόμου, και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, εκπονημένους κατά κανόνα από το συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, δηλαδή το Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) που εδρεύει στο Λονδίνο. Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου για τη ναυτική ασφάλιση, το κοινό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε έντυπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Προϋπόθεση πάντως για την εφαρμογή του Μ.Ι.Α. 1906 επί συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης είναι ότι το ασφαλισμένο σκάφος εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, προϋποτίθεται δηλαδή η ύπαρξη θαλάσσιου κινδύνου, προς αντιμετώπιση του οποίου συνομολογείται η ασφαλιστική κάλυψη. Κύριος σκοπός της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης είναι η παροχή αποζημίωσης εκ μέρους του ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο για ζημίες που προήλθαν από θαλάσσιους κινδύνους, δηλαδή των απωλειών που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση, εναντίον των οποίων έχει γίνει η ασφάλιση, κατά τον τρόπο και την έκταση που έχει συμφωνηθεί. Το περιεχόμενο δε κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματά του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 21 του Νόμου Μ.Ι.Α. 1906, σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι η σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και κατά την έκταση που συμφωνείται σ’ αυτήν εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή κινδύνων που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση. Το συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται συνομολογηθέν όταν η πρόταση του ασφαλιζόμενου έγινε αποδεκτή από τον ασφαλιστή, είτε το ασφαλιστήριο εκδόθηκε τη στιγμή εκείνη, είτε όχι. Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής, είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων, που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφάλισης και διακρίνονται ειδικότερα: 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (to avoid the contract) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) των κανόνων περί «warranties» των άρθρων 33 επ. Μ.Ι.Α, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 20 Μ.Ι.Α. 1906, η αθέτηση όρων της σύμβασης ασφάλισης σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να τη θεωρήσει εξαρχής άκυρη. Και τούτο, διότι ο Μ.Ι.Α. 1906 με ρητή διάταξη (παρ. 17) καθόρισε ότι η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη (uberrima fides / utmost good faith) και, αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί (may be avoided) από το άλλο μέρος (Εφ.Πειρ 604/2019, Εφ.Πειρ. 9/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (Εφ.Πειρ. 604/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 619/2008 ΕΝΔ 2009.137). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005, Εφ.Πειρ. 604/2019, Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 1141/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 επ. Μ.Ι.Α. 1906, η χρησιμοποιούμενη στις ασφαλιστικές συμβάσεις λέξη «εγγύηση» (warranty) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος, είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος, είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων [παρ. 33 (1)]. Η «εγγύηση», όπως παραπάνω ορίσθηκε, δύναται να είναι ρητή (express warranty) ή εξυπακουομένη (implied warranty). Η ρητή εγγύηση αποτελεί  προϋπόθεση (condition) ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ασφαλισμένος είτε αυτή είναι ουσιώδες στοιχείο του κινδύνου, είτε όχι. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με τον όρο αυτό και εφόσον δεν υπάρχει α) αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επίκλησης της μη συμμόρφωσης, ο ασφαλιστής, από της ημερομηνίας της παραβάσεως της εγγυήσεως, απαλλάσσεται της ευθύνης προς αποζημίωση [Χρ. Στυλιανέα «Αι δηλώσεις εγγυήσεως (warranty) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν»,  Ε.Ν.Δ. 4, 55, The Good Luck (1991) 2 Lloyd’s Rep, 191, (HL), όπου αναγνωρίζεται ότι η παραβίαση ρητής εγγύησης οδηγεί στην αυτόματη απαλλαγή του ασφαλιστή από την ευθύνη του, χαρακτηριστικό το οποίο διακρίνει τις ασφαλιστικές υποσχετικές δηλώσεις από τους λοιπούς συμβατικούς όρους, Α.Π. 1584/2011, Εφ.Πειρ. 350/2018, Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 671/2010, Εφ.Πειρ. 85/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας στο αγγλικό ασφαλιστικό δίκαιο δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι καμία αιτία, οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο, οσονδήποτε αγαθό και καμία ανάγκη, οσονδήποτε αναπόφευκτη, δεν δικαιολογεί μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση  [Arnould’s, Law of Marine Insurance and Average, Stevens & Sons, 11th edn, p. 834, Soyer B, Beginning of a new era for insurance warranties? LMCLQ, Issue 3, 2013, par. 5.12, Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικόν Δίκαιον (Μετάφραση – επεξεργασία, Ιάσων Κρεμεζής), Αθήνα, 1978, σ. 292, Dawsons Ltd v Bonnin (1922) 2 AC 413, Hibbert v Pigou, (1783) 3 Doug KB 213, όπου το ασφαλισμένο πλοίο χάθηκε σε καταιγίδα, αλλά ο ασφαλιστής απέφυγε την κατάγνωση της ευθύνης του επικαλούμενος την παραβίαση ενός warranty σύμφωνα με το οποίο το πλοίο έπρεπε να έχει συνοδεία (convoy warranty), Dawsons Ltd v Bonnin, [1922] 2 AC 413 (δεν αφορά θαλάσσια ασφάλιση), όπου υπήρχε warranty το ασφαλισμένο φορτηγό να σταθμεύσει σε μία διεύθυνση, ενώ στην πραγματικότητα στάθμευσε σε άλλη και αν και η παραβίασή του δεν αύξησε τον κίνδυνο που είχε αναλάβει ο ασφαλιστής (μάλλον τον μείωσε), το Ανώτατο δικαστήριο (House of Lords) έκρινε ότι ο ασφαλιστής απαλλάχθηκε από την ευθύνη του, Forsikringsaktielselskapet Vesta v Butcher [1989], AC 852, par. 893, όπου η έλλειψη της απαίτησης αιτιώδους συνδέσμου όσον αφορά τα warranties χαρακτηρίζεται ως «ένα από τα λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου»]. Ακόμη και μία μικρή αθέτηση, ασήμαντου για τον κίνδυνο warranty, κρίθηκε ότι αρκεί για να απαλλάξει τον ασφαλιστή από την ευθύνη του [Bond v Nutt (1777) 2 Cowp 601]. Δεν ενδιαφέρει μάλιστα ούτε το πταίσμα, ούτε η γνώση, ούτε καν ο έλεγχος του ασφαλισμένου επί των θεμάτων που έχει αναληφθεί η υποχρέωση, κάτι που περιγράφεται ως «απόλυτος χαρακτήρας» των warranties (Ιωάννη Αγαθάγγελου, Η δευτερογενής περιγραφή του κινδύνου στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης, με έμφαση στο θεσμό των warranties, 2020, σ. 30, διπλωματική εργασία δημοσιευμένη στο διαδίκτυο]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 Μ.Ι.Α. 1906, «Υφίσταται σιωπηρή υπόσχεση ότι η ασφαλισμένη περιπέτεια είναι νόμιμη, και ότι, στο βαθμό που ο ασφαλισμένος μπορεί να ελέγξει το ζήτημα, η περιπέτεια θα διεξάγεται με νόμιμο τρόπο». Η σιωπηρή υπόσχεση νομιμότητας παραβιάζεται και επί νόμιμης αποστολής, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της οποίας ο ασφαλισμένος παραβιάζει έναν νόμο ή κανονισμό ασφαλείας, ενώ μπορούσε να αποτρέψει την παρανομία που προέκυψε κατά την εκτέλεση της αποστολής λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα [Shipping Corp v Joseph Rank Ltd, (1957) 1 QB 267]. Τέτοια παραβίαση συνιστά και ο απόπλους πλοίου άνευ της απαιτουμένης επί παντός πλου αδείας της λιμενικής αρχής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 234 παρ. 1 Κ.Δ.Ν.Δ, κατά την οποία «πλοίαρχος ημεδαπού ή υπό ξένην σημαίαν πλοίου, ενεργών απόπλουν του υπό την διοίκησίν του πλοίου άνευ προηγουμένου ελέγχου των ναυτιλιακών εγγράφων και αδείας της οικείας Λιμενικής Αρχής, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο μηνών» (Εφ.Πειρ. 182/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση και ιδίως από τις με αριθ. …./22-7-2020 και …../22-7-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και ………… ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………………, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. ……/17-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ….. και την από 17-7-2020 κλήση της ενάγουσας προς την εναγόμενη για παράσταση κατά τη λήψη των άνω ενόρκων βεβαιώσεων) και τις με αριθ. …/24-7-2020 και …./24-7-2020  ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και … … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκαν, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπ’ αριθ. …/21-7-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….. και την από 21-7-2020 κλήση της εναγόμενης προς την ενάγουσα για παράσταση κατά τη λήψη των άνω ενόρκων βεβαιώσεων), τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπου ειδικά αναφέρεται παρακάτω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο ήταν κυρία του υπό ελληνική σημαία εμπορικού – επαγγελματικού  σκάφους αναψυχής με το όνομα «R», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., μήκους 17,78 μ, πλάτους 5,90 μ, βάθους 2,65 μ, υλικού κατασκευής ενισχυμένου πλαστικού GRP, με δυο προωστήριους πετρελαιοκινητήρες εσωτερικής καύσης (ντηζελομηχανές), εργοστασίου κατασκευής MTU 12V183TE95. Με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, που καταρτίσθηκε στις 23-7-2014 μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, ήδη εφεσίβλητης, η τελευταία ασφάλισε εκτός άλλων και για ίδιες ζημιές, δυνάμει του υπ’ αριθ. ../….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το ως άνω σκάφος με τις κύριες μηχανές και το λοιπό εξοπλισμό, όργανα και άλλα αντικείμενα αυτού, για το χρονικό διάστημα από 23-7-2014 έως 23-7-2015, σύμφωνα με τους τυποποιημένους όρους ασφάλισης σκαφών αναψυχής των ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985  (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), οι οποίοι ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο (εξαιρουμένων των όρων 3.2, 5.1, 10.1, 10.2, 10.6, 10.10, 11.6.3, 11.6.4, 19.3, 21 και 22). Το ασφάλιστρο συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.200,01 ευρώ και η ασφαλιζόμενη αξία στο ποσό των 150.000,00 ευρώ, η οποία περιλάμβανε το σώμα (hull) του σκάφους και τις κύριες μηχανές του (machinery). Περιοχή πλεύσης του σκάφους ορίσθηκαν τα ελληνικά χωρικά ύδατα και τα δυτικά τουρκικά παράλια, ενώ τόπος ελλιμενισμού αυτού η μαρίνα Αλίμου. Μεταξύ των ασφαλισθέντων θαλασσίων κινδύνων, που περιγράφονταν στην υπ’ αριθ. 328 ρήτρα του άνω Ινστιτούτου Ασφαλιστών, περιλαμβάνονταν η πυρκαγιά ολοκλήρου του σκάφους, ενώ ρητά ορίσθηκε ότι η ασφαλιστική σύμβαση θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική  (English Practice). Περαιτέρω, στο κεφάλαιο του ασφαλιστηρίου που έφερε τον τίτλο «ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ», μεταξύ άλλων αναφέρονταν ειδικότερα τα εξής: «Εγγύηση, τα πιστοποιητικά που απαιτούνται από το νηογνώμονα ή / και τις δημόσιες αρχές είτε της σημαίας του σκάφους είτε του τόπου πλεύσης να βρίσκονται πάντα σε ισχύ και χωρίς εκκρεμείς παρατηρήσεις. Εγγύηση, το σκάφος δεν θα ταξιδεύει σε αναξιόπλουν κατάσταση εν γνώσει του Ασφαλισμένου ή του / των Διαχειριστή (ών) του».  Οι αναφορές αυτές αποτελούν ρητές εγγυήσεις (express warranties), οι παραβάσεις των οποίων, είτε είναι ουσιώδεις είτε όχι, συνεπάγονται ακυρότητα της σύμβασης ασφάλισης και απαλλαγή εφεξής του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του απέναντι στον ασφαλιζόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 της Μ.Ι.Α. 1906. Το άνω ασφαλιστήριο, μαζί με έντυπα άσκησης του δικαιώματος εναντίωσης ή υπαναχώρησης του άρθρου 2 παρ. 5 και 6 του ν. 2496/1997, το παρέλαβε η ενάγουσα – λήπτρια της ασφάλισης από την εναγόμενη, χωρίς να παραπονεθεί ή εναντιωθεί εντός μηνός από την παραλαβή τους για τυχόν παρεκκλίσεις του ασφαλιστηρίου από την υποβληθείσα εκ μέρους της αίτηση ασφάλισης, κατέβαλε δε τα οφειλόμενα ασφάλιστρα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, διαρκούσης της ασφαλιστικής περιόδου και συγκεκριμένα την 30η Μαΐου 2015, το ως άνω επαγγελματικό μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής ναυλώθηκε από Ρουμάνο υπήκοο ονόματι ……. για την εκτέλεση ταξιδιού από Βλυχάδα Σαντορίνης προς Μύκονο, καταβλήθηκε δε ναύλος από το ναυλωτή, ποσού 2.000,00 ευρώ, καθώς και 2.500,00 ευρώ περίπου για καύσιμα (από έτερο επιβάτη). Το σκάφος απέπλευσε από τη Βλυχάδα Σαντορίνης περί ώρα 22:30 της 30-5-2015 με κατεύθυνση προς Μύκονο, κατά τη διάρκεια όμως του ταξιδιού και περί ώρα 23:30, ενώ αυτό έπλεε στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή όρμου Μυλοπότα / Μαγγαναρίου της νήσου Ίου Κυκλάδων, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο μηχανοστάσιό του, οπότε οι έντεκα επιβαίνοντες (δυο άτομα πλήρωμα και εννέα επιβάτες) το εγκατέλειψαν και στη συνέχεια αυτό τυλίχθηκε στις φλόγες και εκ του λόγου αυτού ως εγγύτερης αιτίας (proximate cause – άρθρο 55 παρ. 2 ΜΙΑ 1906) βυθίστηκε. Για το συγκεκριμένο ταξίδι δεν υπογράφτηκε ναυλοσύμφωνο και δεν ελήφθη άδεια απόπλου από την αρμόδια λιμενική αρχή της Σαντορίνης, καίτοι αυτό απαιτείτο για τη νομιμότητα του πλου. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ότι δεν απαιτούνταν τέτοιες διατυπώσεις διότι ο συγκεκριμένος πλους έγινε στα πλαίσια ιδιοχρησιμοποίησης του σκάφους από το νόμιμο εκπρόσωπό της, σε εξυπηρέτηση των άνω επιβατών, στους οποίους παρείχε φιλικά και άνευ ναύλωσης θαλάσσια μεταφορά από Σαντορίνη προς Μύκονο, δεν αποδείχθηκε (βλ. ένορκες προανακριτικές καταθέσεις επιβατών του σκάφους). Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε στενή φιλική σχέση του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας με τους επιβάτες που να δικαιολογεί τέτοια εξυπηρέτηση, ούτε ότι το σκάφος ήταν προσωπικής αναψυχής του, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν επαγγελματικής χρήσης, όπως και η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό της ενάγουσας με παρόμοια αιτιολογία ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο ανωτέρω σκάφος είχε χορηγηθεί από τον Ελληνικό Νηογνώμονα το με αριθ. πρωτ. ….. / 7-8-2014 Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης Μικρού Ε/Γ πλοίου, η ισχύς του οποίου έληγε την 17-7-2016. Όμως, στον πίνακα του ανωτέρω Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης με τίτλο «Παρατηρήσεις που πρέπει να αποκατασταθούν μέχρι την καθοριζόμενη ημερομηνία», αναφέρεται μεταξύ άλλων: «1. […] 2. Μέχρι την 31.8.2014 να διενεργηθεί καταμέτρηση σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση ΙΤC’ 69, όπως προβλέπεται στο νόμο 4256/2014 ΦΕΚ Α92, Άρθρο 42, Παράγραφος 4». Η συγκεκριμένη παρατήρηση, που αφορούσε καταμέτρηση και πιστοποίηση του μεγέθους της ολικής χωρητικότητας του σκάφους σε GT έως την 31-8-2014, σύμφωνα με την άνω διεθνή σύμβαση, δεν είχε αποκατασταθεί μέχρι την ημερομηνία του συμβάντος της πυρκαγιάς την 30-5-2015, όπως επιβεβαιώνεται από την επιστολή του Ελληνικού Νηογνώμονα με ημερομηνία 14.7.2015, που νομότυπα επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη. Λόγω δε της εκκρεμότητας αυτής επιβλήθηκε στην πλοιοκτήτρια εταιρία από το Λιμεναρχείο Ίου διοικητικό πρόστιμο και δη διότι δεν μερίμνησε για τον εφοδιασμό του άνω πλοίου με τα κεκανονισμένα ναυτιλιακά έγγραφα και συγκεκριμένα με το Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης (στο εξής Π.Γ.Ε.), με αποκατάσταση της καταχωρηθείσας με α/α 2 παρατήρησης εντός της ως άνω ταχθείσας προθεσμίας από τον Ελληνικό Νηογνώμονα. Το διοικητικό αυτό πρόστιμο ουδέποτε το πρόσβαλε η ενάγουσα, ούτε ζήτησε από τον Ελληνικό Νηογνώμονα παράταση της άνω προθεσμίας έως τη βύθιση του σκάφους της. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η ενάγουσα χαρακτηρίζει την άνω προθεσμία ως αυθαίρετη και τεθείσα κατά παρέκκλιση όσων ορίζει το άρθρο 42 παρ. 4α’ του ν. 4256/2014, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι η προθεσμία αυτή δεν ήταν δεσμευτική γι’ αυτήν και ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε εκκρεμής παρατήρηση στο ΠΓΕ, επειδή η άνω διάταξη της παρείχε απώτατο χρονικό περιθώριο για καταχώρηση της άνω καταμέτρησης στο ΠΓΕ μέχρι την επόμενη ετήσια επιθεώρηση του σκάφους της μετά τις 17-7-2014. Ωστόσο, από την αδιάστικτη διατύπωση της άνω παρατήρησης του ΠΓΕ «Μέχρι την 31-8-2014 να διενεργηθεί καταμέτρηση….», σε συνδυασμό με τον ορισμό από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, στα πλαίσια της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας, της άνω προθεσμίας πριν την απώτατη επιτρεπόμενη προθεσμία εκ του άρθρου 4Αα του ν. 4150/2013, καθώς και με τη δυνατότητα που είχε η ενάγουσα να εξαλείψει έγκαιρα (πριν την εκτέλεση της άνω θαλάσσιας αποστολής) την άνω παρατήρηση, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα, καταδεικνύεται το αβάσιμο κατ’ ουσία του άνω ισχυρισμού της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση επίσης απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία τον άνω ισχυρισμό της ενάγουσας, έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Λιμεναρχείου Ίου, κατά τη διάρκεια του άνω νυχτερινού ταξιδιού από Σαντορίνη προς Μύκονο, επέβαιναν συνολικά επί του άνω σκάφους έντεκα επιβάτες, κατά παράβαση του Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης, το οποίο είχε χορηγηθεί για συνολικό αριθμό επιβαινόντων οκτώ άτομα επί νυχτερινών τοπικών πλόων, παράβαση για την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο στον κυβερνήτη του σκάφους, σύμφωνα με το …../17.3.2016 έγγραφο του Λιμεναρχείου Ίου, που νομότυπα επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ότι ο επιτρεπόμενος αριθμός των επιβαινόντων στο σκάφος στο άνω ταξίδι έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τον ημερήσιο πλου, που σύμφωνα με το ΠΓΕ ανέρχονταν σε έντεκα άτομα, επειδή το ταξίδι από Σαντορίνη προς Μύκονο θα ήταν σύντομο (δίωρο) και οι έντεκα επιβάτες δεν θα διανυκτέρευαν εντός του σκάφους ώστε να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν τις κλίνες του και υπήρχαν διαθέσιμα γι’ αυτούς έντεκα σωσίβια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι επρόκειτο για νυχτερινό ταξίδι (του οποίου ο σχετικός χαρακτήρας δεν εξαρτιόταν από τη διάρκειά του, ούτε από το εάν οι επιβάτες θα έκαναν χρήση των κλινών του, ούτε από το εάν διατίθεντο γι’ αυτούς επαρκή σωσίβια) με υπεράριθμους επιβάτες μη κεκανονισμένους κατά θέσεις σύμφωνα με το ΠΓΕ (βλ. το ίδιο άνω έγγραφο του Λιμεναρχείου Ίου). Ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε σε κάθε περίπτωση, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, λόγω των άνω ελλείψεων νομιμότητας του πλου του σκάφους της (έλλειψη ναυλοσυμφώνου και άδειας απόπλου, υπέρβαση κεκανονισμένου αριθμού επιβαινόντων), τον ισχυρισμό της περί μη παραβίασης εκ μέρους της της άνω ρήτρας συμβατικής εγγύησης, δηλαδή ότι το πλοίο θα φέρει σε ισχύ όλα τα πιστοποιητικά χωρίς εκκρεμούσες παρατηρήσεις (όπως την προαναφερθείσα με αριθμό 2 επί του ΠΓΕ), διότι οι ελλείψεις αυτές νομιμότητας του πλου αναιρούνται από τα προσκομιζόμενα απ’ αυτήν α) απόσπασμα της μη καθαρογραμμένης με αριθ. 65/2021 αθωωτικής (λόγω αμφιβολιών) απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, με την οποία  κρίθηκε τελεσίδικα ότι το σκάφος της δεν είχε ελλείψεις νομιμότητας του επίμαχου πλου και β) με αριθ. 26/2018 απόφαση του Α’ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων, με την οποία κρίθηκε ότι η πρόκληση πυρκαγιάς και η εν συνεχεία βύθιση του άνω σκάφους της αποτελούν ναυτικό ατύχημα για το οποίο δεν μπορούν να αποδοθούν ευθύνες σε κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Και τούτο διότι από το περιεχόμενο του αποσπάσματος της άνω ποινικής απόφασης (με κατηγορούμενους το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και τον κυβερνήτη του άνω σκάφους) δεν προκύπτει να κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν ελλείψεις νομιμότητας του επίμαχου πλου του σκάφους (και δη αναφορικά με τη μη σύναψη και θεώρηση ναυλοσυμφώνου, την επιβίβαση υπεράριθμων επιβατών και τον απόπλου του από τη Σαντορίνη χωρίς θεώρηση προ του απόπλου του των εγγράφων του από τις λιμενικές αρχές), ούτε να απαγγέλθηκε κατηγορία σε βάρος των άνω κατηγορουμένων για τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις, αλλά για τις πράξεις α) του εμπρησμού από αμέλεια από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο κατά παραυτουργία (άρθρα 28, 266 παρ. 1 – 264 παρ. 1 264 περ. β’ Π.Κ.) (όσον αφορά το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας) και β) της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια, από το οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο κατά παραυτουργία (άρθρα 28, 278 – 277 περ. β Π.Κ.) (όσον αφορά αμφότερους τους κατηγορούμενους). Επίσης, από την προσκομιζόμενη άνω απόφαση του ΑΣΝΑ δεν προκύπτει απαλλακτικό σκεπτικό σχετικά με την επιβίβαση υπεράριθμων επιβατών κατά τον επίμαχο νυχτερινό πλου του ναυλωμένου σκάφους ή για τον απόπλου του χωρίς προηγούμενη θεώρηση των εγγράφων του από τις λιμενικές αρχές. Ανεξαρτήτως πάντως από την έλλειψη συνάφειάς τους με τις ελλείψεις νομιμότητας του πλου που διέγνωσε η εκκαλουμένη απόφαση, η άνω ποινική απόφαση και η άνω απόφαση του ΑΣΝΑ συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια (Α.Π. 1094/2022, Α.Π. 1577/2022, areiospagos.gr, Εφ.Πειρ. 586/2021, efeteio-peir.gr.).

Ακολούθως, με βάση τα παραπάνω γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, κρίνεται ότι οι προαναφερθείσες παραβάσεις της ενάγουσας αποτελούν ελλείψεις νομιμότητας του πλου (άρθρα 234 παρ. 1 ΚΔΝΔ, 3 παρ. 2, 7 παρ. 1 και 13 Ν. 4256/2014, 40 παρ. 1δ’ και 45 ΝΔ 187/1973) που θεμελιώνουν μη συμμόρφωσή της στη ρητή εγγύηση που καταχωρήθηκε στο ένδικο ασφαλιστήριο (δηλ. ότι το σκάφος θα πρέπει να φέρει σε ισχύ όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο πιστοποιητικά χωρίς εκκρεμούσες παρατηρήσεις και ότι δεν θα ταξιδεύει σε αναξιόπλουν κατάσταση), καθώς και στην εξυπακουόμενη από το άρθρο 41 του αγγλικού νόμου ΜΙΑ 1906 εγγύηση για τη νομιμότητα του πλου. Λόγω της μη συμμόρφωσής της στις εγγυήσεις αυτές, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προαναφερθείσα νομική σκέψη, η ενάγουσα δεν δικαιούται να αξιώσει την καταβολή της συμφωνηθείσης με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλιστικής αποζημίωσης και η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία δεν είναι υπόχρεη στην καταβολή αυτής, ανεξαρτήτως αιτιώδους συνάφειας προς την επέλευση της ζημίας ή την επίταση του κινδύνου. Συνακόλουθα, κατά παραδοχή της προβληθείσας από την εναγόμενη και κατά την πρωτοβάθμια δίκη νόμιμης σχετικής ένστασης, που θεμελιώνεται στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 33 και 41 του αγγλικού νόμου ΜΙΑ 1906, ως βάσιμης κατ’ ουσία, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση, και απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας ως αβάσιμη κατ’ ουσία, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η τελευταία με τους σχετικούς λόγους της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού  απέρριψε την αγωγή της στο σύνολό της, την υποχρέωσε στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, την οποία όρισε, κατόπιν σχετικού γενικού αιτήματος της τελευταίας, στο υπέρογκο ποσό των 3.000,00 ευρώ, αντί του ποσού των 1.000,00 ευρώ που θα ήταν εύλογο, δίκαιο και ανταποκρινόμενο στα πραγματικά έξοδά της. Ο λόγος αυτός, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του Κ.Πολ.Δ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης και είναι νομικά βάσιμος, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Τούτο διότι, κατά την επιβολή των εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος ενάγοντος (άρθρο 176 ΚπολΔ), κατά την οποία το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του, τα οριζόμενα στο Ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο τούτων (Α.Π. 99/2019, Εφ.Αθ. 396/2022, Εφ.Πειρ. 81/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση πάντως, το αιτούμενο με την απορριφθείσα αγωγή ποσό των 150.000,00 ευρώ δικαιολογεί τον προσδιορισμό στο ποσό των 3.000,00 ευρώ των επιβληθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εναγόμενης που νίκησε σε βάρος της ενάγουσας, η οποία πρωτοδίκως είχε υποβάλλει σχετικό αίτημα περί επιδικάσεως σε αυτήν των δικαστικών της εξόδων, ενόψει του ότι η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανερχόταν στο ποσό των 3.000,00 ευρώ (150.000,00 ευρώ X 2%). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης σε βάρος της ηττηθείσας ενάγουσας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 176 Κ.Πολ.Δ, όρισε αυτά στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την ενάγουσα με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η έφεσή της στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την εκκαλούσα, όπως προκύπτει από το με κωδικό ……………… e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 758/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.            Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ