Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 474/2023

Αριθμός     474/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Σιβίλια (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αριστείδη Τσαβδαρίδη.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 3.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2009/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  15.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020-…………./2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε       αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2009/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ από την δημοσίευσή της την 27.5.2020 μέχρι την κατάθεση της έφεσης στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 2.6.2021 δεν παρήλθε διετία. Η έφεση αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το υπ΄αριθμ. ………….. παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 και 615 – 620 ΚπολΔ

Με την από 3.6.2019 αγωγή του, που ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει της από 9.2.2015 μισθωτικής συμβάσεως εκμίσθωσε στην εναγομένη για χρονικό διάστημα έξι ετών ένα κατάστημα ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται επί της οδού ……….. στον Κορυδαλλό Αττικής έναντι μισθώματος 400 ευρώ το μήνα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει η τελευταία ως κατάστημα πωλήσεως άρτου και λοιπών αρτοσκευασμάτων. Ότι με νεώτερη μεταξύ τους συμφωνία το μίσθωμα αναπροσαρμόσθηκε από 1.9.2018 στο ποσό των 650 ευρώ το μήνα. Ότι η εναγομένη, μολονότι παρέλαβε το μίσθιο ακίνητο και έκανε ανενόχλητα χρήση αυτού σύμφωνα με τις ανάγκες της εμπορίας της, από δυστροπία δεν του κατέβαλε και αρνείται μέχρι σήμερα να του καταβάλει τα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2017 μέχρι και την 15.1.2019, συνολικού ποσού 10.525 ευρώ. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το παραπάνω ποσό νομιμότοκα από τότε που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επιμέρους ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή και εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της, επιδικάζοντας στον ενάγοντα το ποσό των 350 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του και τους διαλαμβανόμενους σ’αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της κατά το μέρος που βλάπτεται και την καθ΄ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής του.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά,  τις ληφθείσες με την επιμέλεια της εναγομένης υπ΄αριθμ. …/20.9.2019, …./2019 και  …/2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …….., που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η μεν πρώτη ύστερα από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντα, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. …../20.9.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …………., οι δε λοιπές ύστερα από νόμιμη κλήτευσή του, που έγινε με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ) και από όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την από 9.2.2015 μισθωτική σύμβαση ο ενάγων εκμίσθωσε στην εναγομένη ένα κατάστημα ιδιοκτησίας του, επιφάνειας 35 τ.μ., το οποίο βρίσκεται επί της οδού ……… στον Κορυδαλλό Αττικής, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει η τελευταία για την εγκατάσταση σ’ αυτό επιχείρησης πωλήσεως άρτου και λοιπών αρτοσκευασμάτων. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε σε έξι έτη, το δε μίσθωμα καθορίσθηκε, σύμφωνα με την υπ΄αριθμ. …../18.2.2015 δήλωση στο σύστημα πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης της ΑΑΔΕ, στο ποσό των 400 ευρώ κατά μήνα, το οποίο έπρεπε να προκαταβάλλεται μέσα στις τρεις πρώτες ημέρες εκάστου μηνός, και στην πραγματικότητα συμφωνήθηκε για το πρώτο έτος (από 9.2.2015 μέχρι και 9.2.2016) στο ποσό των 800 ευρώ το μήνα και για το χρονικό διάστημα από 9.3.2016 έως και 9.8.2018 στο ποσό των 600 ευρώ κατά μήνα, το οποίο αναπροσαρμόσθηκε από 1.9.2018 και εφεξής στο ποσό των 650 ευρώ τον μήνα, το οποίο και δηλώθηκε κανονικά και στο σύστημα  πληροφοριακών στοιχείων της ΑΑΔΕ με την υπ΄αριθμ. ….. δήλωση. Από την έναρξη της μισθωτικής σχέσης η εναγομένη παρέλαβε το μίσθιο ακίνητο και έκανε χρήση αυτού ανενόχλητα μέχρι και τον Ιανουάριο του 2019. Κατά τον τελευταίο αυτό μήνα ο ενάγων μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα το μίσθιο κατάστημα στον ……. δυνάμει του υπ΄αριθμ. ………./14.1.2019 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Νίκαιας ………., με το οποίο εκχωρήθηκαν στον αγοραστή και όλα τα εκ της μισθώσεως δικαιώματα, ο οποίος υπεισήλθε έκτοτε στη θέση του αρχικού εκμισθωτή. Μετά την παραπάνω εξέλιξη ο ενάγων, με την από 6.5.2019 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση και δήλωση, που επιδόθηκε αυθημερόν στην εναγομένη (βλ. την υπ΄αριθμ. ………/6.5.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή …….), ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά, ότι η εναγομένη του οφείλει το σύνολο των μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2017 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2019, συνολικού ποσού 10.850 ευρώ., το οποίο την καλούσε να του το καταβάλει άμεσα σε δύο δόσεις και δη ποσό 5.425 ευρώ εντός δέκα ημερών από την επίδοση της εξωδίκου και κατά το υπόλοιπο ποσό εντός είκοσι ημερών από την λήξη της προηγούμενης προθεσμίας. Η εναγομένη με την από 14.5.2019 εξώδικη απάντησή της, η οποία  επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 16.5.2019 (βλ. την υπ΄αριθμ……/16.5.2019 έκθεση επιδόσεως του δικ. Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………..), αρνήθηκε ότι οφείλει το παραπάνω ποσό, αλλά μόνο υπόλοιπο μισθώματος εκ 350 ευρώ για τον μήνα Ιανουάριο του 2019, το οποίο και προσφέρθηκε να   καταβάλει. Μετά ταύτα ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή του, με την οποία ζητεί να του επιδικαστεί το μικρότερο ποσό των 10.525 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ίδιο, όπως στο εξώδικό του χρονικό διάστημα. Με βάση τους όρους του μισθωτηρίου συμφωνητικού η καταβολή των μισθωμάτων θα έπρεπε να αποδεικνύεται αποκλειστικά με έγγραφη απόδειξη του εκμισθωτή. Η δικονομική αυτή συμφωνία είναι κατ΄αρχήν έγκυρη (άρθρα  361 ΑΚ, ΑΠ 580/2019 ΑΠ 1778/2014,1746/2013), πλην όμως καταργήθηκε στην συνέχεια ατύπως, καθώς ο ενάγων εισέπραττε πάντοτε το μίσθωμα σε μετρητά, χωρίς να εκδίδει και τις αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις, γεγονός που αποδέχθηκε και η εναγομένη, λόγω της εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους από την  μακρόχρονη, (επί 20ετία), γνωριμία και την συνεργασία τους και πριν ακόμα υπογραφεί η ένδικη σύμβαση. Ο ενάγων βέβαια υποστηρίζει, ότι εξέδιδε κανονικά τις αποδείξεις εξόφλησης για κάθε μίσθωμα που του καταβαλλόταν και προς απόδειξη του γεγονότος αυτού προσκομίζει ως σχετ. 15 ένα μπλοκ αποδείξεων με αριθμούς 1 – 47, που αντιστοιχούν σε κάθε μήνα από την αρχή της μισθώσεως και μέχρι την λήξη της. Οι αποδείξεις αυτές είναι όλες συμπληρωμένες με το ίδιο ποσό των 400 ευρώ, αν και το μίσθωμα που δηλώνονταν στο σύστημα  πληροφοριακών στοιχείων της ΑΑΔΕ για το χρονικό διάστημα από 1.9.2018 και εφεξής ανέρχονταν στο ποσό των 650 ευρώ τον μήνα. Ο ίδιος δικαιολογεί την αντίφαση αυτή, υποστηρίζοντας, ότι οι αποδείξεις είχαν προσυμπληρωθεί και, εφόσον δεν παραδόθηκαν στην εναγομένη και υπάρχουν τα πρωτότυπά τους εις χείρας του για το ένδικο χρονικό διάστημα (2017 – 2019), παρέπεται ότι η εναγομένη δεν εξόφλησε τα μισθώματα του χρονικού αυτού διαστήματος. Στο παραπάνω μπλοκ οι αποδείξεις που αναφέρονται στα έτη 2015-2016 υπάρχουν μόνο στο αντίγραφό τους, καθώς ο ενάγων διατείνεται, ότι το πρωτότυπό τους έχει παραδοθεί στην εναγομένη κατά την καταβολή των αντίστοιχων μισθωμάτων, γεγονός που αρνείται η τελευταία. Αντίθετα, για τις αποδείξεις που αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα των ετών 2017 – 2019 υπάρχει τόσο το αντίγραφο όσο και το πρωτότυπό τους. Ωστόσο, με εξαίρεση τις με αριθμούς 2, 3 και 4 αποδείξεις, που αντιστοιχούν στους μήνες Απρίλιο, Μάϊο και Ιούνιο του 2015 και  φέρουν υπογραφή στην θέση της πληρώτριας, οι λοιπές, είτε αφορούν το χρονικό διάστημα των ετών 2015-2016 που συνομολογείται από τον ενάγοντα ότι εξοφλήθηκαν τα μισθώματα, είτε αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα των ετών 2017-2019 δεν, φέρουν καμία υπογραφή και, επομένως, δεν είναι πρόσφορες προς απόδειξη είτε της καταβολής είτε της μη καταβολής των μισθωμάτων στα οποία αναφέρονται. Εξ άλλου, η εναγομένη επικαλείται και προσκομίζει πρόχειρο σημείωμα, το οποίο φέρει την μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντα, από το οποίο προκύπτει ότι αυτός έλαβε την 21.12.2018 το ποσό των 2.000 ευρώ και στις 5.1.2019, 17.1.2019 και 21.1.2019 τα ποσά των 200, 100 και 100 ευρώ αντίστοιχα. Τα ποσά αυτά σύμφωνα με την εναγομένη αντιστοιχούν στα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2018 (1950 ευρώ) και σε μέρος του μισθώματος του μηνός Ιανουαρίου 2019, γεγονός που δεν αμφισβητεί ειδικά ο ενάγων, ούτε καταλογίζει τα ποσά αυτά σε τυχόν προγενέστερες άλλες οφειλές, και, επομένως, συνομολογείται (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ), ότι έλαβε τα αντίστοιχα μισθώματα, χωρίς μάλιστα να χορηγήσει τις σχετικές αποδείξεις στην εναγομένη. Η μη χορήγηση αποδείξεων επιβεβαιώνεται πειστικά και από τις σαφείς περί αυτού καταθέσεις όλων των μαρτύρων της εναγομένης. Ειδικότερα, η μάρτυρας ………., που κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αναφέρει ότι, ως υπάλληλος τότε της εναγομένης, είχε καταβάλει η ίδια στον ενάγοντα τα ποσά των 800 ευρώ κάθε φορά για τα μισθώματα των μηνών Μαΐου και Απριλίου 2015 και το ποσό των 600 ευρώ για τον μήνα Σεπτέμβριο του 2015, χωρίς ο ενάγων να της παραδώσει τις αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις. Η μάρτυρας ……., υπάλληλος της εναγομένης κατά τα έτη 2017 – 2019, με την υπ΄αριθμ. ………./20.9.2019 ένορκη βεβαίωσή της καταθέτει ότι παρέδωσε η ίδια στον ενάγοντα τα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου 2017 και Ιουνίου 2018, αλλά και παραβρέθηκε σε άλλες δέκα τουλάχιστον περιπτώσεις καταβολής μισθωμάτων, χωρίς ο ενάγων να  εκδώσει αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής. Ο μάρτυρας … …. στην υπ΄αριθμ. …/22.10.2019 ένορκη βεβαίωση καταθέτει, ότι ο ίδιος παρέδωσε στον ενάγοντα το μίσθωμα του μηνός Μαΐου του 2018 και μάλιστα μετέβη προς τούτο στο Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας, όπου νοσηλευόταν η σύζυγός του (του ενάγοντα), χωρίς να λάβει απόδειξη, γεγονός που δεν αποκρούει ο ενάγων. Τέλος, και ο μάρτυρας ………., πατέρας του αγοραστή και ήδη εκμισθωτή του μισθίου καταστήματος, με την υπ΄αριθμ. …../22.10.2019 ένορκη βεβαίωση κατέθεσε, ότι σε σχετική ερώτησή του τον Σεπτέμβριο του 2018, ο ενάγων του απάντησε ότι η εναγομένη του καταβάλει κανονικά τα μισθώματα. Ο ίδιος μάρτυρας βεβαιώνει ότι η εναγομένη είναι συνεπής στην καταβολή των μισθωμάτων και προς τον νέο ιδιοκτήτη του μισθίου.  Αντιθέτως, ο μάρτυρας του ενάγοντα, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ουδέν συγκεκριμένο γεγονός περί της καταβολής του μισθώματος κατέθεσε, καθώς καθ΄ ομολογία του, δεν παρευρίσκονταν σε καμία συναφή συναλλαγή και η όποια πληροφόρησή του προερχόταν αποκλειστικά από τον ενάγοντα. Τέλος, ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τα έτη 2015-2018, καθώς και τις δηλώσεις του – αναλυτικές καταστάσεις μισθωμάτων ακίνητης περιουσίας προς την ΑΑΔΕ, από τα οποία προκύπτει, ότι δήλωσε ως εισπραχθέντα όλα τα μισθώματα  του έτους 2017, γεγονός που δεν δικαιολογείται υπό την εκδοχή της μη εισπράξεώς τους. Αλλά και για το έτος 2018, που δήλωσε ανείσπραχτα μισθώματα ποσού 5.550 ευρώ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχετικές δηλώσεις του δεν έγιναν σε ανύποπτο χρόνο, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, αλλά την 25.7.2019, δηλαδή επτά περίπου μήνες μετά την λήξη της ένδικης μισθωτικής συμβάσεως, ενώ κατά την διάρκεια αυτής ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για καθυστερούμενα μισθώματα. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται, ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα όλα τα μισθώματα που αφορούν το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2017 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018 και η σχετική περί εξοφλήσεως νόμιμη κατ΄άρθρο 416 ΑΚ ένστασή της είναι βάσιμη. Αντιθέτως, δεν αποδεικνύεται ότι  αυτή κατέβαλε και, επομένως,, οφείλει στον ενάγοντα μέρος του μισθώματος του μηνός Ιανουαρίου του 2019, ποσού 350 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και δη μόνον για το παραπάνω ποσό, απορρίπτοντας αυτή κατά τα λοιπά, δεν υπέπεσε σε σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων και οι λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους, καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, ο οποίος ηττήθηκε στην δίκη αυτή (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚπολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει  να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2009/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος το ποσό της οποίας καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ΄αριθμ.  35987910951 0126 0026 παραβόλου στο Δημόσιο ταμείο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ