Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 475/2023

Αριθμός     475/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Πανόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία τελεί υπό οριστική  ασφαλιστική εκκαθάριση,  εδρεύει στο ….. του Ηνωμένου Βασιλείου και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της κ. ……….., έχει αντίκλητό της στην Ελλάδα τον κ. …………, δικηγόρο, κάτοικο Αθηνών, εκπροσωπήθηκε δε  από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Πορφύρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  19.6.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 918/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανάβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης αναφορικά με όσα αναφέρονται σε αυτήν  και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης με σκοπό τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ. 1741/2020 απόφαση αυτού, που διέταξε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  2.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021- …………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ΄αριθμ. …./6.7.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……., που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 2.6.2021 εφέσεως, κατά των υπ΄αριθμ. …/2018 και …../2020 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των εφεσιβλήτων, η οποία  δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με την σειρά της στο πινάκιο. Επομένως, εφόσον η εφεσίβλητη αυτή δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε και κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνησή της, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚπολΔ).

Ι) Από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1β΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το ένδικο μέσο της εφέσεως συγχωρείται μόνο κατά οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 218 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι, σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση, που περατώνει τη δίκη ως προς μία αίτηση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή με το ως άνω ένδικο μέσο, ιδίως όταν οι υποβληθείσες αξιώσεις τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξαρτήσεως, δηλαδή η μία είναι παρεπομένη της άλλης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση της άλλης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος). Η απογόρευση δηλαδή αυτή ισχύει υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης συνάφειας ανάμεσα στην οριστικώς κριθείσα αίτηση και σε εκείνη που ακόμα είναι εκκρεμής, κατά τρόπο, ώστε, από την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως ή της αναιρέσεως να πηγάζει κίνδυνος εκδόσεως, ενδεχομένως, αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 14/2022, Α.Π. 66/2012, Α.Π. 409/2009, Α.Π. 295/2007, Α.Π. 1060/2004, Α.Π. 1565/2001). Εξ άλλου, από το συνδυασμό της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 513 παρ. 1β΄ ΚΠολΔ με αυτές των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, η οποία υπάρχει και όταν ενάγονται περισσότεροι του ενός ως εις ολόκληρον ευθυνόμενοι για αποζημίωση εξ αδικοπραξίας, ή εκ του νόμου, όπως είναι και η περίπτωση των ενεχομένων εξ αυτοκινητικού ατυχήματος ασφαλισμένου και ασφαλιστή, κατά των οποίων σωρεύονται στην ίδια αγωγή αξιώσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως (ΑΠ 31/2014, ΑΠ 747/2014, ΕφΠειρ. 517/2019 και  ΕφΠειρ. 292/2019 Νόμος), η οριστική απόφαση που εκδίδεται, καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου ομοδίκου και συνεπώς υπόκειται σε έφεση ως προς εκείνον από τους ομοδίκους που έγινε τελεσίδικη, έστω και αν δεν έγινε τελεσίδικη ως προς όλους τους ομοδίκους (ΑΠ 965/2017, ΑΠ 367/2014, ΑΠ 658/2012). Όπως δε συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ΚΠολΔ, οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α’ ΚΠολΔ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και μόνο στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας για την παραδοχή ή απόρριψη του εξεταζόμενου αιτήματος ή δικαιώματος. Συνεπώς, δεν είναι οριστική και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως, έστω και εσφαλμένα, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται γι’ αυτήν (υπόθεση) με οριστική παραδοχή ή απόρριψη του αντίστοιχου αιτήματος και δεν απεκδύεται από κάθε σχετική με την υπόθεση εξουσία του. Αν ασκηθεί έφεση κατά τέτοιας αποφάσεως αυτή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη κατ΄άρθρο 532 ΚπολΔ (ΑΠ 7/2003 ΕλλΔνη 44, 482, ΕφΔωδ 201/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 337/2010 ΕΠολΔ 2010, 851, ΕφΘεσ ΑΡΜ 2012, 86, ΕφΑθ 1380/2008 ΝΟΜΟΣ). Δεν έχει, δε, σημασία, αν νόμιμα ή όχι κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, καθόσον, αν δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου, η απόφαση, ως μη οριστική, υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο το δικαστήριο (ΑΠ 300/2010, ΑΠ 358/2011, ΕφΑθ 2866/2016, Νόμος, ΕφΑθ 6264/2007 ΕλλΔνη 49, 561).               ΙΙ) Σύμφωνα με το άρθρο 235 του ν. 4364/2016: “1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση… 2… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. Παράβαση των διατάξεων αυτών επιφέρει τις ίδιες κυρώσεις και πρόστιμα στο πρόσωπο του ασφαλιστικού εκκαθαριστή όπως στην περίπτωση του Διοικητικού Συμβουλίου.” Η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι μία συλλογική διαδικασία που ανοίγει με πράξη της εποπτικής αρχής και όχι των πιστωτών, και αποβλέπει στη σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων από ασφάλιση από το προϊόν της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων από τον εκκαθαριστή (άρθρο 242 § 4 Ν. 4364/2016). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ. 3 του ίδιου νόμου: “Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης”. Σύμφωνα με τις αμέσως παραπάνω διατάξεις κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση, α) σε βάρος της επιχείρησης και β) σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση (εννοείται για τις αξιώσεις των ζημιωθέντων τρίτων), έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. Τόσο οι ζημιωθέντες τρίτοι όσο και οι ασφαλισμένοι υπαίτιοι συνήθως του ατυχήματος δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ούτε αναγνωριστική ούτε καταψηφιστική αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. Κι αν έχει αρχίσει, η διαδικασία ή είναι εκκρεμής αυτή αναστέλλεται αυτοδίκαια (άρθρ. 239 § 3 Ν. 4364/16). Επί της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ομοιάζει πολύ και κυρίως ως προς τις δεσμεύσεις με την πτωχευτική διαδικασία, εφαρμόζονται συμπληρωματικά, με ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή εκείνες οι διατάξεις του ΠτΚ, οι οποίες δεν αντίκεινται στο σκοπό που επιδιώκεται με την εκκαθάριση (άρθρ. 235 § 3 Ν. 4364/2016), τέτοια, δε, είναι η διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3788/2007) για την αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών, με την οποία ορίζεται: “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης (με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής), ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση, αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφισταμένων απαιτήσεών τους. Επί της εκκαθαρίσεως αυτής είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρμογή εκείνων των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με την ως άνω εκκαθάριση σκοπό. Μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, απαγορεύει από την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων, την άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει -αναφορικά με τα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα- να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες: Η συζήτηση κάθε είδους, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού χαρακτήρα, αγωγών που ασκήθηκαν από πιστωτές της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης, απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή τους, κατ’ άρθρο 239 παρ. 3ε. τελ. του ν. 4364/2016 (ΑΠ 1942/2017). Η αναστολή ειδικώς των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης περιλαμβάνει τόσον αυτές, που στρέφονται κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, όσο και αυτές, που στρέφονται σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης τους μέχρι το ποσό, για το οποίο ευθύνεται η ασφαλιστική επιχείρηση, ενδεχομένως εις ολόκληρον με τους ασφαλισμένους της (όπως συμβαίνει επί τροχαίων αυτοκινητικών ατυχημάτων), οι οποίες επισπεύδονται προς ικανοποίηση αξιώσεων ζημιωθέντων τρίτων, έτσι ώστε να προστατεύονται αμφότεροι από την εκτέλεση, που επισπεύδουν οι τελευταίοι (πρβλ ΑΠ 672/2019). Επειδή δε η διατύπωση του εδαφίου β’ του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ. 400/1970 διαφοροποιείται από τη διατύπωση, που ακολουθήθηκε στο εδάφιο β’ του άρθρου 239 παρ. 5 του ν. ν. 4364/2016, είχε γίνει δεκτό, υπό το καθεστώς της ισχύος του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, ότι η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων ειδικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία περιλαμβάνονταν η άσκηση αγωγών και ένδικων μέσων κατ’αυτής, η έκδοση εις βάρος της διαταγής πληρωμής κ.λπ. αναφερόταν μόνο στους δικαιούχους του ασφαλίσματος και όχι στους ζημιωθέντες τρίτους, που διατηρούν αξίωση αποζημίωσης απευθείας κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης επί τροχαίων αυτοκινητικών ατυχημάτων, για τα οποία ευθύνεται ο ασφαλισμένος τους. Ο ν. 4364/2016 προβλέπει όμως πλέον αναστολή των ατομικών διώξεων όλων των δικαιούχων αποζημίωσης ειδικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, μεταξύ των οποίων και εκείνων που διατηρούν κατ’ αυτής απαιτήσεις, επειδή αυτή ασφάλιζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα για την προς τρίτους αστική του ευθύνη (ΑΠ 672/2019). Η διαφοροποίηση αυτή, όπως συνάγεται από τη σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, αφορά μόνο στα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά της οποίας δεν είναι επιτρεπτό βάσει του ν. 4364/2016 να εγερθούν αγωγές για τις ανωτέρω απαιτήσεις ή να ασκηθούν ένδικα μέσα κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ακόμη και για απαιτήσεις δικαιούχων αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα, ενώ βάσει του ν.δ. 400/1970 γινόταν δεκτό πως ήταν επιτρεπτή η άσκησή τους για τέτοια ατυχήματα και μπορούσαν να προχωρήσουν οι σχετικές δίκες. Αυτή η διαφοροποίηση δεν υφίστατο ούτε υφίσταται ως προς τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και των ασφαλισμένων της, οι οποίες αναστέλλονταν και αναστέλλονται αδιακρίτως. Η αναστολή δε κάθε πράξεως αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης και των ασφαλισμένων της (άρθρ. 239 παρ. 3 εδ. α’ και 12° παρ. 5 εδ. α’ ν.δ. 400/1970 εδ. α’) καθώς και των ατομικών διώξεων ειδικώς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης (εδ. β’ των αμέσως παραπάνω διατάξεων) κατά το χρονικό διάστημα, που αυτή βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, υπηρετεί τον πρωταρχικό σκοπό και τη βασική αρχή που διέπει το σύνολο των διατάξεων και των δύο ανωτέρω νομοθετημάτων, την προστασία δηλαδή των ασφαλισμένων και την εξασφάλιση της προνομιακής τους ικανοποίησης έναντι των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 962/2017). Σύμφωνα με αυτά, και την άποψη που υιοθετεί το δικαστήριο αυτό, η εκτέλεση αναστέλλεται, ακόμη και αν στραφεί κατά των ενεχόμενων εις ολόκληρον με την ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλισμένων της βάσει εκτελεστού τίτλου, ο οποίος αποκτήθηκε εις βάρος των τελευταίων, κατά των οποίων οι ατομικές διώξεις, υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή πλην της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν αναστέλλονται, με συνέπεια την πρόοδο των κατ’ αυτών σχετικών δικών (ΑΠ 1142/2020 δημ. στον ιστότοπο του ΑΠ)  Και τούτο, διότι, αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την  γραμματική διατύπωση του άρθρου 239 παρ. 3 του άνω νόμου, το οποίο αναφέρεται περιοριστικά σε αναστολή των ατομικών διώξεων μόνο σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρισης, ούτε από την εφαρμοζόμενη συμπληρωματικά διάταξη του άρθρου 25 του ΠτΚ,  διότι και η προβλεπόμενη από το τελευταίο αυτό άρθρο αναστολή αφορά μόνον τις ατομικές διώξεις κατά του πτωχού και  της πτωχευτικής περιουσίας και όχι και εκείνες κατά των συνυπόχρεων τρίτων, (άρθρο 27 του ΠτΚ – βλ όμως και αντίθετες ΑΠ 672/2019, ΑΠ 1254/2019, ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 1336/2019 ΤΝΠΝόμος, οι οποίες δέχονται ότι η αναστολή των ατομικών διώξεων από πιστωτές της εκκαθάρισης αφορά τόσο αυτές που στρέφονται κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, όσο και αυτές που στρέφονται σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση, έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση έφεση ο εκκαλών – ενάγων συμπροσβάλλει τις υπ΄αριθμ. 918/2018 και 1741/2020 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν επί της από 27.6.2017 αγωγής του, με αντικείμενο την αναγνώριση ποσού αποζημίωσης για θετικές ζημίες, για αποζημίωση του άρθρου 941 ΑΚ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία του τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα από αυτοκίνητο που οδηγούσε η πρώτη των εφεσιβλήτων ………… και  ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην δεύτερη των εφεσιβλήτων υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………..”, που εδρεύει στο …………. του Ηνωμένου Βασιλείου. Με την πρώτη από τις εκκαλούμενες αποφάσεις του (918/2018) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή και εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της επιδίκασε σαυτόν τα αναφερόμενα σαυτήν ποσά για τα υπό στοιχεία α΄ και β΄ κονδύλιά της, που αφορούν πλασματική δαπάνη για την πρόσληψη νοσοκόμου και δαπάνη για βελτιωμένη διατροφή. Κατά τα λοιπά, και δη ως προς τα υπό  στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ κονδύλια της αγωγής, που αφορούσαν μελλοντική ζημία για χειρουργική επέμβαση, ιδιαίτερη αποζημίωση λόγω αναπηρίας του άρθρου 931 ΑΚ, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αντίστοιχα, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, διατάσσοντας την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, την οποία και διέταξε. Διεξαχθείσης της πραγματογνωμοσύνης, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του οικείου δικαστηρίου την 21.5.2019, εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η υπ΄αριθμ. 1741/2020 δεύτερη απόφασή του, με την οποία ανακλήθηκε η μη οριστική διάταξη περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης της προηγούμενης (υπ΄αριθμ. 918/2018) αποφάσεώς του και, κρίνοντας το παραδεκτό της αγωγής κατά το μέρος που εισήχθη ενώπιόν του,  (ως προς τα υπό στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ κονδύλιά της) κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την δεύτερη εναγομένη υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία, λόγω αναστολής των κατ΄αυτής ατομικών διώξων.  Ακολούθως, κρίνοντας παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη προχώρησε στην κατ΄ουσίαν εξέτασή της και απέρριψε την αγωγή ως προς αυτήν, (μόνον κατά τα παραπάνω τρία κονδύλιά της που εισήχθησαν  σαυτό), ως ουσία αβάσιμη. Από το περιεχόμενο της πρώτης από τις εκκαλούμενες αποφάσεις (918/2018) προκύπτει ότι αυτή είναι οριστική για αμφότερες τις διαδίκους ως προς δύο από τις αντικειμενικά σωρρευόμενες περισσότερες αξιώσεις του ενάγοντος, ήτοι ως προς τα α΄ και β΄ κεφάλαιά της (πλασματική δαπάνη για την πρόσληψη νοσοκόμου και δαπάνη για βελτιωμένη διατροφή) και μη οριστική ως προς τα γ΄, δ΄ και ε΄ κεφάλαιά της (μελλοντική ζημία για χειρουργική επέμβαση, ιδιαίτερη αποζημίωση λόγω αναπηρίας του άρθρου 931 ΑΚ, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Από δε το περιεχόμενο της δεύτερης από τις άνω αποφάσεις (1741/2020), προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την πρώτη εναγομένη αυτή είναι οριστική, ενώ, καθόσον αφορά την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία είναι μη οριστική, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς την διάδικο αυτή. Κατά συνέπειαν, η έφεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και προσβάλλεται με αυτήν η υπ΄αριθμ. 1741/2020 μη οριστική ως προς την διάδικο αυτή απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είναι απαράδεκτη, διότι εφεσιβάλλεται μη εκκλητή απόφαση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπ΄αριθμ. (Ι) νομική σκέψη. Επομένως, πρέπει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 513 εδ. β και 532 του Κ.Πολ.Δικ. και μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…………….”  και προσβάλλει την υπ΄αριθμ. 1741/2020 μη οριστική απόφαση. Αντιθέτως, κατά το μέρος που η έφεση στρέφεται κατά της ίδιας εφεσιβλήτου (ασφαλιστικής εταιρείας) και προσβάλλει  τις οριστικές διατάξεις της υπ΄αριθμ. 918/2018 αποφάσεως, εφόσον μεταξύ των οριστικώς κριθέντων αιτήσεων της αγωγής (πλασματικής δαπάνης για την πρόσληψη νοσοκόμου και δαπάνης για βελτιωμένη διατροφή) και εκείνων που εκκρεμούσαν λόγω αναβολής προς επανάληψη της συζητήσεως (αποζημίωση για μελλοντική ζημία, ιδιαίτερη αποζημίωση λόγω αναπηρίας του άρθρου 931 ΑΚ, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) δεν υπάρχει συνάφεια, ώστε, από την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως να πηγάζει κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, είναι κατ΄αρχήν παραδεκτή, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκκλητή ως προς τις οριστικές διατάξεις της, αφού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην με αριθμό (Ι) νομική σκέψη, δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ των άνω κεφαλαίων της που κρίθηκαν οριστικά και αυτών που είναι ακόμα εκκρεμή. Ωστόσο, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι με την από 26.10.2016 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του …..  τέθηκε υπό καθεστώς οριστικής εκκαθάρισης η δεύτερη των εφεσιβλήτων ασφαλιστική επιχείρηση με την επωνυμία “………….”, που εδρεύει στο ……., το οποίο αντιπροσωπευόταν κατά τον επίμαχο χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το Ηνωμένο Βασίλειο, και με την ίδια απόφαση διορίσθηκε προσωρινός εκκαθαριστής ο ….. υπό την εποπτεία της ….. Η αρμόδια Επιτροπή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών του Γιβλαρτάρ ενημέρωσε  αυθημερόν για την απόφαση αυτή  την Τράπεζα της Ελλάδος ως Εποπτική Αρχή, η οποία δημοσίευσε την απόφαση στον ιστότοπό της κατ΄ άρθρο 236 παρ. 2 του ν. 4364/2016 (βλ. το από …..2016 δελτίο τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος ανηρτημένο στον επίσημο ιστότοπό της). Η απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου περί θέσεως της δευτέρας των εφεσιβλήτων σε ασφαλιστική εκκαθάριση και ο διορισμός εκκαθαριστή αναγνωρίζεται χωρίς άλλες διατυπώσεις και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της σε όλα τα Κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επομένως, και στην Ελληνική Επικράτεια. Επομένως, σύμφωνα με τις προηγηθείσες υπό στοιχείο (ΙΙ) νομικές σκέψεις και με βάση τις προεκτεθείσες εκεί διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται κατ΄ άρθρο 2 παρ.1 του ν. 4364/2016 και στις ασφαλιστικές εταιρείες με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της οριστικής διάταξης της υπ΄αριθμ. 918/2018 απόφασης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς την δεύτερη των εφεσιβλήτων ασφαλιστική εταιρεία, λόγω της αναστολής ασκήσεως ενδικων μέσων κατ’αυτής, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα της ίδιας και ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι το ζήτημα αυτό ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

Κατά τα λοιπά, και δη κατά το μέρος που η έφεση στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων ………….., οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, του οποίου την αστική ευθύνη έναντι των ζημιούμενων τρίτων κάλυπτε η ως άνω υπό εκκαθάριση τελούσα ασφαλιστική εταιρεία, με την οποία συνδέεται  με απλή ομοδικία και, επομένως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχεία (Ι) νομική σκέψη, οι εκκαλούμενες αποφάσεις κατέστησαν αυτοτελώς οριστικές ως προς αυτή, και, δεδομένου ότι κατά την άποψη που υιοθετεί το δικαστήριο αυτό, η οποία αναλύεται στην με στοιχεία (ΙΙ) νομική σκέψη, δεν καταλαμβάνεται από την προβλεπόμενη αναστολή των ατομικών διώξεων εναντίον της του άρθρου 239 παρ. 3 του ν. 4364/2016, η συζήτηση της εφέσεως πρέπει να προχωρήσει κανονικά και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εμποδίζεται η εκτέλεση της εκδοθεισομένης αποφάσεως από την ίδια ως άνω διάταξη. Επομένως, ως προς την διάδικο αυτή (………) η από 2.6.2021 έφεση (αριθ. εκθ. Καταθ.  ……../2.6.2021) κατά της υπ΄αριθμ. 1741/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης υπ΄αριθμ.  918/2018 εν μέρει οριστικής απόφασης του ιδίου δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν επί της από 27.6.2017  αγωγής του εκκαλούντος κατά την διαδικασία των περιουσιακών – αυτοκινητικών διαφορών (άρθρο 614 παρ.1 ΚπολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι πριν την επίδοση της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως (1741/2020), εφόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση αυτής,  ενώ από την δημοσίευσή της την 6.5.2020 μέχρι την κατάθεση της εφέσεως την 2.6.2021 στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β`, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 Κπολ.Δ.). Εξ άλλου, η έφεση  αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί και το υπ΄αριθμ. ………. νόμιμο παράβολο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.,  όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 35 παρ. 2 ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22-12-2016).  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚπολΔ.).

Με την ως άνω αγωγή του που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίσθηκε ότι την 10.3.2015, διασχίζοντας πεζός την οδό Τσαμαδού στον Πειραιά, η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη των εφεσιβλήτων, η οποία οδηγούσε το υπ΄αριθμ. ……….. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική της ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη, ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων, υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………..”, που εδρεύει στο ……… του Ηνωμένου Βασιλείου, τον παρέσυρε από αμέλειά της και του προκάλεσε σοβαρό τραυματισμό και σωματική αναπηρία υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή του. Ζητούσε δε, μετά τον νόμιμο περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός του, να αναγνωρισθεί, ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 79.600 ευρώ, αναλυόμενο ως εξής α) 7.200 ευρώ για την απασχόληση νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, β) 300 ευρώ για την λήψη βελτιωμένης διατροφής, γ) 7.100 ευρώ για την απαιτούμενη μελλοντικά χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης  της υγείας του, δ) 15.000 ευρώ ως αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω της μόνιμης αναπηρίας του και ε) 50.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αριθμ. 918/2018 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή και ως προς τις δύο εφεσίβλητες και έκρινε επί της ουσίας συνυπαίτιο τον εκκαλούντα για τον τραυματισμό του σε ποσοστό 30%, επιδίκασε στον τελευταίο το συνολικό ποσό των 3.360 ευρώ, για τα υπό στοιχεία α΄ και β΄ κονδύλια (της δαπάνης για την απασχόληση νοσοκόμου-οικιακής βοηθού και βελτιωμένης διατροφής), τα οποία και μόνον έκρινε στην ουσία τους. Κατά τα λοιπά, και δη ως προς τα υπό στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ κονδύλια (της αποζημίωσης για μελλοντική χειρουργική επέμβαση, της ιδιαίτερης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ, και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης), ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, την οποία και διέταξε. Διεξαχθείσης της πραγματογνωμοσύνης, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του οικείου δικαστηρίου την 21.5.2019, εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η υπ΄αριθμ.  1741/2020 απόφασή του, με την οποία ανακλήθηκε η μη οριστική διάταξη (περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης) της αρχικής υπ΄αριθμ. 918/2018 αποφάσεώς του και, κρίνοντας το παραδεκτό της αγωγής κατά το μέρος που εισήχθη ενώπιόν του,  (ως προς τα υπό στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ κονδύλιά της που αφορούν) κήρυξε απαράδεκτη τη αυζήτηση της αγωγής ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία, λόγω αναστολής των κατ΄αυτής ατομικών διώξων.  Ακολούθως, κρίνοντας παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή ως προς την πρώτη εεφεσίβλητη προχώρησε στην κατ΄ουσίαν εξέτασή της, και, αφού ερεύνησε και το κριθέν ήδη με την πρηγούμενη αποφασή του ζήτημα της υπαιτιότητας, έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος τον  εκκαλούντα και απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εφεσίβλητη κατά το μέρος που εισήχθη  σαυτό (ως προς τα κονδύλια της αποζημίωσης για μελλοντική χειρουργική επέμβαση, της ιδιαίτερης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ, και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης), ως ουσία αβάσιμη.

Κατά των αποφάσεων αυτών παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του και τους διαλαμβανόμενους σαυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή τους, ώστε να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του.

Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και ορίζεται ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων προτάσεων. Οι προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει ως συνέπεια, πλην άλλων και ότι α) όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζήτησης και β) κατά τη συζήτηση αυτή κάθε διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και προσκομίσει αποδεικτικά μέσα που δεν είχε προσκομίσει και επικαλεστεί κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία το δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης (ΟλΑΠ 30/1997, 1336/2002, ΑΠ 836/2018 Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Tο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την 918/2018 εν μέρει οριστική απόφασή του, δικάζοντας την από 27.6.2017 αγωγή του εκκαλούντα διέταξε την επανάληψη της συζήτησης που είχε κηρυχθεί περατωμένη προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη περί της πρόκλησης ή μη μόνιμης αναπηρίας του ενάγοντα συνεπεία του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος.  Κατά τη συζήτηση της 5.12.2019, που επακολούθησε, η πρώτη εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, χωρίς να υποχρεούται, κατέθεσε νέες τυπικές προτάσεις, με τις οποίες αναφέρεται στο περιεχόμενο και τις ενστάσεις των κατατεθεισών στην προηγούμενη συζήτηση προτάσεών της (ένσταση συντρέχοντος πταίσματος και λοιπούς ισχυρισμούς προς απόκρουση της αγωγής), τις οποίες θεωρεί ως ενιαίο σύνολο με τις νέες προτάσεις της, επικυρωμένο αντίγραφο των οποίων και προσκόμισε στο δικαστήριο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, με την ήδη προσβαλλόμενη 1741/2020 απόφασή του, έλαβε υπόψη και συναξιολόγησε όλους τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις  που η εφεσίβλητη επικαλέσθηκε με τις προτάσεις της που είχε καταθέσει στην αρχική δικάσιμο, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εν μέρει οριστική απόφαση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερόμενη διάταξη, καθώς δεν απαιτείται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση για το παραδεκτό της προβολής των ενστάσεων και ισχυρισμών να διαλαμβάνεται στις νέες προτάσεις παραπομπή στην αντίστοιχη σελίδα και το σημείο των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης επί της οποίας είχε εκδοθεί η προαναφερθείσα 918/2018 απόφαση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΚΠολΔ 240. Τούτο, διότι η επακολουθήσασα συζήτηση θεωρείται, κατά τα ως άνω, ότι ήταν συνέχεια της προηγούμενης και αμφότερες, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη, συνθέτουν μια συζήτηση. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση η εφεσίβλητη μπορούσε να επικαλεστεί και να προσκομίσει και νέα αποδεικτικά μέσα, αλλά και να προβάλει νέους ισχυρισμούς και ενστάσεις και αν ακόμη δεν τα είχε επικαλεστεί κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που διέταξε την επανάληψη. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο διατυπώνεται παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απαραδέκτως έλαβε υπόψη του, τις ενστάσεις και τους ισχυρισμούς της εφεσιβλήτου, που περιέχονταν στις προτάσεις της που κατέθεσε κατά την αρχική συζήτηση της αγωγής, επειδή (δήθεν) δεν επαναφέρθηκαν νόμιμα κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 49/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 270/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 δημ. Νόμος, ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 840/2017 Δημ. Νόμος). Δεν αποκλείεται καταρχάς η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 270/2019 ό.π., ΑΠ 49/2019 ό.π., ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, με την παραπάνω έννοια, δεν αποκλείεται για το λόγο ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συντέλεσε και ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση, στην οποία βρισκόταν το βλαπτόμενο πρόσωπο εξ αιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 129/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ό.π., ΕφΔωδ 71/2004 ΤΝΠΔΣΑθ). Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 49/2019 ό.π., ΑΠ 270/2019 ό.π., ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 845/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 100/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2266/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1613/2012 ό.π., ΑΠ 1455/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 530/2012 ό.π., ΑΠ 228/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων, που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 49/2019 ό.π., ΑΠ 270/2019 ό.π., ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔικ 2003.420, ΑΠ 1070/2001 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τα άρθρα 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες, προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, ορίζεται ότι «1. Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα …. Οι Οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών…». Κατά το άρθρ. 19 παρ 1, «ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς», κατά δε την παράγραφο 3 ορίζεται ότι, «Ιδιαίτερα ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές…, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων,…, Την αυτή επίσης υποχρέωση έχει…κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, αν πεζοί, που βρίσκονται στην τροχιά του, καθυστερούν να απομακρυνθούν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας» (ΑΠ 49/2019 ό.π., ΑΠ 270/2019 ό.π., ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2004 ΕλλΔικ 2005.78).  Εξάλλου, κατά το άρθο 6 παρ. 1α. …. O oδηγός υπoχρεoύται, και αν ακόμη o φωτεινός σηματoδότης δείχνει πράσινo φως, κινoύμενoς κατευθείαν μπρoστά, να παραχωρεί πρoτεραιότητα σε άλλo όχημα ή πεζό πoυ κινείται ακόμη από πρoηγoύμενη σηματoδότηση, στρίβoντας δε να παραχωρεί πρoτεραιότητα στoυς πεζoύς, oι oπoίoι κινoύνται στην oδό στην oπoία πρόκειται να εισέλθει, και κατά το άρθρο 39 παρ. 1 του ΚΟΚ 1. Όλοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς. Tηρoυμένων των διατάξεων των άρθρων 12 παράγραφος 1, 17 παράγραφος 3 περίπτωση στ΄ και 19 παράγραφος 1 τoυ παρόντoς Kώδικα, όπoυ σε oδoστρώματα υπάρχoυν διαβάσεις πεζών, oι oπoίες έχoυν σημανθεί με πινακίδες ή διαγραμμίσεις και η κυκλoφoρία των oχημάτων ρυθμίζεται με φωτεινή σηματoδότηση ή τρoχoνόμoυς, oι oδηγoί oχημάτων υπoχρεoύνται:…, β) Aυτoί πoυ πρoτίθενται να στρίψoυν σε άλλη oδό, στην είσoδo της oπoίας υπάρχει διάβαση πεζών, να κινoύνται αργά και να παραχωρoύν πρoτεραιότητα στoυς πεζoύς πoυ ήδη χρησιμoπoιoύν ή εισέρχoνται στη διάβαση, κατά τα oριζόμενα στo άρθρo 38 τoυ παρόντoς Kώδικα και σε περίπτωση ανάγκης να διακόπτoυν την πoρεία τoυ oχήματός τoυς.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντα και την ανωμοτί εξέταση της πρώτης των εναγομένων – εφεσιβλήτου, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ΄αριθμ. 918/2018 πρακτικά του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίζονται με επίκληση από τον ενάγοντα, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008, ΑΠ 1201/2007 Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980), τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚπολΔ), την υπ΄αριθμ. …/21.5.2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του χειρούργου – ορθοπεδικού ……… και την από 18.7.2016 ιατροδικαστική έκθεση του ιατρού – ιατροδικαστή . ……. που προσκομίζει ο ενάγων που εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρα 340 και 390 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 11/2005, ΑΠ 1294/2018, ΑΠ 363/2018 Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Την 10.3.2015, περί ώρα 10.00 π.μ., ήτοι υπό συνθήκες φυσικού φωτισμού, η πρώτη εναγομένη, εκινείτο με το  υπ΄αριθμ. …….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική της ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη υπό εκκαθάριση εταιρεία με την επωνυμία “…………”, επί της οδού Γούναρη στον Πειραιά με κατεύθυνση από Πλατεία Ιπποδαμείας προς το Λιμάνι του Πειραιά. Η οδός αυτή είναι μονής κατευθύνσεως με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και στην συμβολή της με την οδό Τσαμαδού η κυκλοφορία ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες. Η οδός Τσαμαδού είναι επίσης μονόδρομος με μία λωρίδα κυκλοφορίας και στην είσοδό της (στην συμβολή της με την οδό Γούναρη) αυξάνεται σημαντικά το πλάτος της (περίπου 9.00 – 10.00 μέτρα) και, εκτός από φωτεινούς σηματοδότες που ρυθμίζουν την κυκλοφορία των πεζών, υπάρχει και διάβαση πεζών, η οποία σημαίνεται στο οδόστρωμα με παράλληλες διαγραμμίσεις. Όταν η εναγομένη έφθασε στην συμβολή των οδών Γούναρη και Τσαμαδού, έχοντας πρόθεση να πραγματοποιήσει αριστερή ως προς την πορεία της στροφή για να εισέλεθει στην οδό Τσαμαδού, ακινητοποίησε το όχημά της έμπροσθεν του φωτεινού σηματοδότη, ο οποίος έδειχνε ερυθρό φως. Την ίδια ώρα ο ενάγων εκινείτο πεζός επί του πεζοδρομίου  της οδού Γούναρη με αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από το Λιμάνι του Πειραιά προς την Πλατεία Ιπποδαμείας. Όταν ο ενάγων έφθασε στο ύψος της διασταυρώσεως με την οδό Τσαμαδού, όπου οι φωτεινοί σηματοδότες έδειχναν πράσινο φως για τους πεζούς, εισήλθε  εντός του οδοστρώματος της οδού Τσαμαδού και επιχείρησε να διασχίσει κάθετα την οδό αυτή μέσα από την σημαινόμενη διάβαση. Αμέσως όμως με την είσοδό του στο οδόστρωμα η ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη άλλαξε σε ερυθρό φως, χωρίς ο ενάγων να επιταχύνει την κίνησή του για να απομακρυνθεί από το οδόστρωμα. Αντίστοιχα, και η εναγομένη, η οποία, όπως προεκτέθηκε, είχε ακινητοποιήσει το όχημά της έμπροσθεν του ερυθρού σηματοδότη της οδού Γούναρη, αμέσως μόλις ο σηματοδότης έδειξε ως προς την πορεία της πράσινο φως, επιχείρησε αριστερή στροφή για να εισέλθει στην οδό Τσαμαδού. Ωστόσο, από έλλειψη της προσοχής της δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τον ενάγοντα, ο οποίος κινούνταν ήδη εντός του οδοστρώματος της οδού Τσαμαδού με κατεύθυνση από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του οχήματός της, με αποτέλεσμα να τον αντιληφθεί καθυστερημένα και, παρά την πέδηση που πραγματοποίησε, να επιπέσει με την εμπρόσθια αριστερή πλευρά του οχήματός της επί του πεζού, την στιγμή που αυτός είχε ήδη διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος της διαβάσεως. Συνεπεία της βίαιης ώθησης ο ενάγων έπεσε στο έδαφος και τραυματίσθηκε κυρίως στην αριστερή πλευρά του σώματός του, η οποία ήλθε σε επαφή με το όχημα της εναγομένης. Το ότι ο ενάγων δεν παραβίασε τον σηματοδότη και εισήλθε στην διασταύρωση με πράσινο φως, προκύπτει από το σημείο του ατυχήματος που ήταν πλησίον του πεζοδρομίου προς το οποίο κατευθύνονταν σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αμέσως προηγουμένως η εναγομένη είχε ερυθρό σηματοδότη στην πορεία της, και, επομένως, την ίδια ώρα οι πεζοί είχαν πράσινο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψιν, ότι η οδός Τσαμαδού έχει μεγάλο πλάτος στο σημείο αυτό (9.00 – 10.00 μέτρα), ο δε ενάγων ήταν ήδη ηλικίας 76 ετών, και κατά την κοινή πείρα και λογική, δεν κινήθηκε γρήγορα εντός της διαβάσεως. Το σημείο του αυτοκινήτου της εναγομένης που προσέκρουσε στον πεζό ενάγοντα προκύπτει από το από 10.3.2015 δελτίο τροχαίου ατυχήματος, (η τροχαία δεν συνέταξε σχεδιάγραμμα). Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι το δελτίο αυτό συντάχθηκε επί τόπου μόλις είκοσι λεπτά μετά το ατύχημα και με την εκεί παρουσία της εναγομένης και του οχήματός της και, επομένως, συντάχθηκε με βάση τα ευρήματα, αλλά και τους τότε ισχυρισμούς της τελευταίας. Κατά συνέπειαν, παρίσταται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι “ακούμπησε” τον ενάγοντα με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου της, αλλά εκείνος έπεσε στο αριστερό μέρος. Το σημείο, εξ άλλου, της οδού στο οποίο έγινε το ατύχημα, προκύπτει από  την ανώμοτη κατάθεση της ίδιας  της εναγομένης, σε συνδυασμό με τις φωτογραφίες της διαβάσεως, που προσκομίζει ο ενάγων. Στις εν λόγω φωτογραφίες, όπως προκύπτει από την ανώμοτη εξέτασή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εμπεριέχεται στα υπ΄αριθμ. 918/2018 πρακτικά, σημείωσε η ίδια η εναγομένη το σημείο του ατυχήματος, το οποίο βρίσκεται εντός της διαβάσεως των πεζών της οδού Τσαμαδού και πολύ κοντά στο απέναντι πεζοδρόμιο προς το οποίο κατευθυνόταν ο ενάγων. Σε κάθε όμως περίπτωση, η εναγομένη προσδιόρισε και ρητά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την ίδια ανώμοτη εξέτασή της, ότι το ατύχημα έγινε στο σημείο που υπάρχει το περίπτερο, η θέση του οποίου προκύπτει από τις ίδιες φωτογραφίες ότι βρίσκεται στο ύψος της διάβασης των πεζών, ή τουλάχιστον βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο ύψος της διαβάσεως, και, επομένως, δεν μπορεί να έλαβε χώρα το ατύχημα 4.00 μέτρα μετά το περίπτερο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με τις προτάσεις της η ίδια. Η ανώμοτη εξ άλλου εξέτασή της επιβεβαιώνεται έμμεσα και με τις από 13.11.2017 προτάσεις της (βλ. στο τέλος της πρώτης παραγράφου της σελ. 2), όπου αναφέρεται σε σταθμευμένη μοτοσυκλέτα έμπροσθεν του περιπτέρου αυτού, αναφορά που δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει, αν δεν είχε λάβει χώρα το ατύχημα στο σημείο αυτό, καθώς μάλιστα μετά το περίπτερο η οδός Τσαμαδού στενεύει τόσο πολύ, που δεν υπάρχει περιθώριο για τα κινούμενα οχήματα ελιγμού δεξιά ή αριστερά, ώστε να απαιτείται να γίνει αναφορά σε τυχόν εμπόδια που περιόριζαν τους ελιγμούς της. Το σημείο της σύγκρουσης άλλωστε συνάγεται και από την μη αμφισβητούμενη πορεία του ενάγοντα, ο οποίος εκινείτο επί της οδού Γούναρη προς  την πλατεία Ιπποδαμείας, στην οποία και οδηγεί η οδός Γούναρη και, επομένως, δεν υπήρχε, εμφανής  τουλάχιστον, λόγος να αλλάξει πορεία και να κινηθεί δεξιά επί της οδού Τσαμαδού, ώστε να την διασχίσει στο σημείο που υποστηρίζει με τα δικόγραφά της η εναγομένη. Εξ άλλου, στο δεξιό ως προς την πορεία της εναγομένης τμήμα της οδού Τσαμαδού, από το οποίο και κατήλθε ο ενάγων στο οδόστρωμα, δεν υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα, ώστε να παρεμποδίζεται η ορατότητα της εναγομένης, και τούτο, διότι, όπως απεικονίζεται στις προαναφερόμενες φωτογραφίες, στο σημείο της διάβασης, απέναντι δηλαδή από το περίπτερο και σε απόσταση 5.00 περίπου μέτρων μετά από αυτό, έχουν τοποθετηθεί μόνιμοι πάσσαλοι που δεν επιτρέπουν την στάθμευση, η οποία άλλωστε στάση και στάθμευση απαγορεύεται εκατέρωθεν των διαβάσεων πεζών και σε απόσταση 5.00 μέτρων εξ αυτών (άρθρο 34 παρ.2α ΚΟΚ). Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και υπό την εκδοχή της εναγομένης, η οποία υποστηρίζει με τις προτάσεις της ότι ο ενάγων κατήλθε στο οδόστρωμα μέσα από σταθμευμένα οχήματα, είχε η εναγομένη το χρόνο και μπορούσε να αντιληφθεί την κίνησή του, ώστε να ακινητοποιήσει έγκαιρα το όχημά της και να του παραχωρήσει προτεραιότητα, αφού στο σημείο αυτό αυξάνεται σημαντικά το πλάτος της οδού Τσαμαδού (9.00 – 10.00 μέτρα) και μεσολάβησε ικανός χρόνος μέχρι ο ενάγων να διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος, ενώ και η ίδια δεν είχε αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη των 20 χιλιομέτρων την ώρα, καθώς είχε μόλις εκκινήσει από την υποχρεωτική διακοπή της πορείας της έμπροσθεν του φωτεινού σηματοδότη, ο οποίος απέχει από το σημείο περί τα 20.00  περίπου μέτρα. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ότι, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες του τόπου του ατυχήματος, η εναγομένη είχε ορατότητα στην διάβαση των πεζών ακόμα και από το σημείο που ακινητοποίησε το όχημά της έμπροσθεν του φωτεινού σηματοδότη, και, σε κάθε περίπτωση, είχε αυτή την δυνατότητα αμέσως με την εκκίνησή της και πριν ακόμη εισέλθει στην στροφή και αναπτύξει ταχύτητα. Με βάση τις παραπάνω συνθήκες, αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος κρίνεται η εναγομένη, η οποία, οδηγώντας το προαναφερόμενο όχημά της υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτισμού, από αμέλειά της, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, και, μολονότι προτίθετο να πραγματοποιήσει αριστερή στροφή για να εισέλθει σε άλλη οδό, στην είσoδo της oπoίας υπήρχε διάβαση πεζών, δεν ήλεγξε και δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως την κίνηση του πεζού εντός της διαβάσεως, αν και είχε ορατότητα και μπορούσε να τον αντιληφθεί από ικανή απόσταση 20 μέτρων περίπου, και δεν ελαχιστοποίησε την ταχύτητά της και στην ανάγκη να διακόψει την πορεία της, ώστε να παραχωρήσει πρoτεραιότητα στoν πεζό ενάγοντα πoυ ήδη χρησιμoπoιoύσε την διάβαση, με αποτέλεσμα να επιπέσει επί του πεζού με την εμπρόσθια αριστερή πλευρά του οχήματός της  τη στιγμή που ο τελευταίος πλησίαζε στην έξοδό του από το οδόστρωμα, κατά παράβαση των άρθρων 6 παρ. 1, 12,19 παρ. 1, 3 και 39 παρ. 1β  του ΚΟΚ.. Η ένσταση συνυπαιτότητας του ενάγοντα, που προέβαλε πρωτοβαθμίως η εναγομένη κατ΄άρθρο 300 ΑΚ,, με την οποία υποστηρίζει ότι τον βαρύνει πταίσμα, διότι δεν χρησιμοποίησε την υπάρχουσα στο σημείο αυτό διάβαση πεζών, πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αποδεικνύεται βάσιμη, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα. Κατ΄ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με τις συνεκκαλούμενες αποφάσεις του δέχθηκε με την μεν υπ΄αριμ 918/2018 απόφασή του συνυπαιτιότητα του ενάγοντα στην πρόκληση του ατυχήματος σε ποσοστό  30% και της εναγομένης σε ποσοστό 70%, με την δε υπ΄αριθμ. 1741/2020 απόφασή του αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων και πρέπει κατά παραδοχή των συναφών λόγων της εφέσεως  ως βασίμων και στην ουσία τους, (τρίτου, πέμπτου, έκτου, έβδομου, όγδοου, και ένατου), με τους οποίους κατ΄εκτίμηση του δικογράφου του, ο εκκαλών παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις κατά το μέρος που αφορούν την πρώτη εναγομένη, και, αφού κρατηθεί κατά τούτο η υπόθεση να δικαστεί η αγωγή στην ουσία της.

Από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται, ότι συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος, ο ενάγων τραυματίστηκε σοβαρά. Αμέσως μετά το ατύχημα, διεκομίσθη με το όχημα της εναγομένης στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «Ασκληπιείο Βούλας», όπου μετά από ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε κάκωση οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης με κάταγμα Ο1 σπονδύλου, καθώς και κάταγμα έξω κνημιαίου κονδύλου της αριστερής κατά γόνυ άρθρωσης, (βλ. την από 16.4.2015 ιατρική γνωμάτευση  του Γ.Ν. Χίου, την από 16.6.2016 γνωμάτευση του ιατρού του ιδίου νοσοκομείου Γεωργίου Νομικού, τις ιατρικές γνωματεύσεις  του …………. από 7.9.2015 και 19.5.2016, τα αποτελέσματα αξονικής τομογραφίας από 31.5.2016 και ηλεκτρομυογραφήματος από 31.5.2016), τα οποία αντιμετωπίσθηκαν συντηρητικά με κλινοστατισμό επί τρίμηνο, τοποθέτηση γύψου αριστερού γόνατος, ειδικής ζώνης οσφύος και ειδική αγωγή, αντιπηκτική αγωγή και παυσίπονη θεραπεία, ενώ συστήθηκε και τακτική επανεξέταση. Παράλληλα συστήθηκε διατροφή πλούσια σε ασβέστιο για την υποβοήθηση της πόρωσης, φυσικοθεραπεία και ειδικές ασκήσεις Στα πλαίσια επανεξέτασης στο  Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «Ασκληπιείο Βούλας» στις 13.3.2015 και 16.3.2015 και στο Γ.Ν. Χίου στις 2.4.2015, 7.5.2015 και 28.5.2015 διαπιστώθηκε σφηνοειδής παραμόρφωση Ο1 σπονδύλου, λόγω του κατάγματος σε έδαφος εκφυλιστικών αλλοιώσεων Ο.Μ.Σ.Σ.  και ως προς το κάταγμα του γόνατος αρθρίτιδα και γοναλγία. Σύμφωνα με την από 18.6.2016 ιατροδικαστική έκθεση  κλινικής εξέτασης του ιατρού Δημόσιας Υγείας και Ιατροδικαστή …………, κατά το διάστημα της αποθεραπείας ήταν μερικά ανάπηρος για τρεις μήνες και έχρηζε βοήθειας από έτερο άτομο, ενώ και για δύο επιπλέον μήνες, που συνεστήθη προοδευτική φόρτιση του σκέλους και βάδισμα με βακτηρίες και έχρηζε υποβοήθησης σε δραστηριότητες. Ο ίδιος ιατρός διαπίστωσε, ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία, αν και η διαδικασία επούλωσης των καταγμάτων είχε ολοκληρωθεί, ο ασθενής εμφάνισε δυσκαμψία αριστερού γόνατος και μετατραυματική αρθρίτιδα, καθώς και παραμόρφωση Ο1 σπονδύλου λόγω του κατάγματος με συχνά επώδυνα κρούσματα οσφυαλγίας, εκ των οποίων υπέστη μόνιμη αναπηρία σε ποσοστό 15% για το πρώτο κάταγμα και 20% για το δεύτερο. Ο πραγματογνώμονας που διορίσθηκε με την υπ΄αριθμ. 918/2018 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Χειρούργος Ορθοπεδικός ………….., με την από 18.5.2019 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης επιβεβαίωσε την παραπάνω γνωμάτευση, καθώς διαπίστωσε, ότι συνεπεία του ατυχήματος, ο ενάγων υπέστη συμπιεστικό κάταγμα του Ο1 σπονδύλου που προκάλεσε σφηνοειδή παραμόρφωση του εν λόγω σπονδύλου και κάταγμα έξω κνημιαίου πλατώ με εμβύθιση της αρθρικής επιφάνειας. Το προηγούμενο κάταγμα του αριστερού μηριαίου δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην έκταση των σωματικών βλαβών, ούτε και στην εξέλιξή τους. Το κάταγμα αυτό θεραπευθέν πλήρως από αρκετών δεκαετιών ήδη δεν επέδρασε στην μορφολογία του αριστερού μηριαίου και δεν αφορά στην αρθρική επιφάνεια του γόνατος. Συνεπώς δεν μπορεί να συμβάλει ως αίτιο στην εμφάνιση και ανάπτυξη μετατραυματικής αρθρίτιδας, για την οποία αποκλειστική αιτία είναι το – ενδοαρθρικό – κάταγμα του κνημιαίου πλατώ. Επί του παρόντος τουλάχιστον δεν απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση των καταγμάτων του και της μετατραυματικής αρθροπάθειας του γόνατος. Σημειώνεται όμως, ότι η μετατραυματική αρθροπάθεια του αριστερού γόνατος είναι πάθηση εξελισσόμενη. Επομένως, είναι πιθανό το ενδεχόμενο ανάγκης για χειρουργική θεραπεία και συγκεκριμένα αρθροπλαστική του αριστερού γόνατος στο μέλλον, εφ΄όσον επιδεινωθεί η κατάστασή του. Επίσης, το κάταγμα του Ο1 λειτουργεί ως παράγων κινδύνου για νέα σπονδυλικά κατάγματα, διότι διαταράσσει την αντοχή των παρακείμενων σπονδύλων σε καταπονήσεις. Τέλος, καταλήγει ο πραγματογνώμονας, ότι οι παραπάνω τραυματικές βλάβες κατέλειπαν στον ενάγοντα μόνιμη μερική αναπηρία, που αντιστοιχεί σε 20% για το κάταγμα και την παραμόρφωση του Ο1 σπονδύλου και 15% για το κάταγμα και την μετατραυματική αρθροπάθεια του αριστερού γόνατος. Συμψηφιστικά προσδιόρισε την αναπηρία σε 32%, χωρίς δυνατότητα βελτίωσης, και ότι ακόμα και αν χρειαστεί χειρουργική θεραπεία αυτή θα αφορά στην αντιμετώπιση ενδεχόμενης επιδείνωσης της σημερινής κατάστασης. Το παλαιό κάταγμα του μηριαίου, πλήρως και επιτυχώς αντιμετωπισθέν από πολλών ετών, δεν κατέλειπε βαθμό μόνιμης μερικής αναπηρίας ούτε επιδρά στην σημερινή αναπηρία του παθόντος. Οι εκ του ενδίκου τραυματισμού βλάβες του εξεταζόμενου, προφανώς επηρεάζουν καθημερινές δραστηριότητες, όπως η οδοιπορία και η άνοδος και κάθοδος σκάλας. Ακόμη η παρατεταμένη ορθοστασία και περισσότερο η άρση και μεταφορά φορτίων, όπως τα ψώνια λαϊκής. Επηρεάζονται ακόμα δυσμενώς κοινωνικές δραστηριότητες, όπως συμμετοχή σε εκδρομές των ΚΑΠΗ ή σε εκδηλώσεις χορών ηλικιωμένων. Οι ανωτέρω περιγραφόμενες σοβαρές σωματικές βλάβες του ενάγοντα και η συνεπεία αυτών μόνιμη μερική αναπηρία του συνδέονται αιτιωδώς με τον τραυματισμό του, συνεπεία του ένδικου ατυχήματος, καθώς η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το πιο πάνω αποτέλεσμα, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την τελευταία, και δη οι αιτιάσεις της ότι το ως άνω αποτέλεσμα του τραυματισμού του ενάγοντα δεν συνδέεται με το ένδικο ατύχημα, αλλά με το χειρουργηθέν το 1968 κάταγμα του μηριαίου αριστερά, οι οποίες εμπεριέχονται στις πρωτοδίκως κατατεθείσες από 13.11.2017 προτάσεις της, κρίνονται αβάσιμα στην ουσία τους. Κατά συνέπειαν, εφόσον ο κατά τα άνω τραυματισμός και η μερική αναπηρία του ενάγοντα  συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, προκληθέν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, ευθύνεται η τελευταία για την αποκατάσταση των ζημιών που εξ αιτίας αυτού υπέστη ο ενάγων, καθώς και για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.

Από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Και τούτο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα στενά συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα.  Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό στους παραπάνω οικείους του, οι οποίοι, με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 833/2005 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, απεδείχθη ότι από την επομένη ημέρα του τραυματισμού του και για χρονικό διάστημα τριών (τριών) μηνών, ήτοι από 11.3.2015 έως 10.6.2015, κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον νοσηλείας του, εξαιτίας του κλινοστατισμού, του γύψινου νάρθηκα και της ειδικής ζώνης οσφύος, και του είδους του τραυματισμού του, ο παθών είχε την ανάγκη από υπηρεσίες τρίτου προσώπου για 12 ώρες ημερησίως. Τις υπηρεσίες δε αυτές προσέφερε η σύζυγός του, με εντατικοποίηση των προσπαθειών της και σε βάρος των λοιπών απασχολήσεών της. Για την αιτία αυτή δικαιούται να αξιώσει την καταβολή ποσού ίσου µε αυτό που θα κατέβαλε ως αποδοχές αν προσλάµβανε για την περιποίησή του τρίτο πρόσωπο ως βοηθό, υπολογιζοµένου του ποσού αυτού για τους µη οικόσιτους βοηθούς στο ειθισµένο, το οποίο ανέρχεται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, στο ποσό των 50 ευρώ ημηρεσίως και συνεπώς δικαιούται κατ` άρθρο 930 παρ. 3 Α.Κ να αναζητήσει για τους τρεις μήνες το ποσό των 4.500 ευρώ και τα όσα υποστήριξε η εναγομένη με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο περί υπερεκτίμησης του  κονδυλίου αυτού είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Σημειωτέον δε ότι το παραπάνω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις ώρες απασχόλησης και τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται, για ανάλογες υπηρεσίες, σε οικιακές βοηθούς.

Περαιτέρω απεδείχθη, ότι κατόπιν συστάσεως των θεραπόντων ιατρών του (βλ. από 16.6.2016 ιατρική βεβαίωση του Γ.Ν. Χίου), ο ενάγων, για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής πλούσιας σε ασβέστιο προς ταχύτερη πόρωση των δύο καταγμάτων,  δαπάνησε, επιπλέον του ποσού που θα διέθετε για τη συνήθη διατροφή του, το συνολικό ποσό των 300 ευρώ (60 ημέρες Χ 5 ευρώ ημερησίως) Η ως άνω δαπάνη με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει του είδους του τραυματισμού του, της ηλικίας του ενάγοντα και  του χρόνου που απαιτήθηκε για την πόρωση των δύο καταγμάτων, κρίνεται δικαιολογημένη και ως προς την αναγκαιότητά της και ως προς το ανωτέρω ημερήσιο ύψος της.

Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί το κονδύλιο της αγωγής με το οποίο ζητείται η επιδίκαση ποσού 7.100 ευρώ, το οποίο υποστηρίζει ο ενάγων, ότι μετά πιθανότητας θα δαπανήσει στο μέλλον για χειρουργική επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής του αριστερού γόνατος, ως προώρως ασκηθέν, διότι, σύμφωνα με τον ως άνω πραγματογνώμονα δεν απαιτείται επί του παρόντος χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση του κατάγματος και της μετατραυματικής αρθροπάθειας του αριστερού γόνατος. Επειδή όμως η μετατραυματική αρθροπάθεια είναι πάθηση εξελισσόμενη, θεωρεί πιθανόν να απαιτηθεί στο μέλλον η χειρουργική αυτή επέμβαση,  αλλά μόνον εφ΄όσον επιδεινωθεί η κατάστασή του.  Προς το παρόν δε ο ενάγων δεν προσκόμισε νεώτερα στοιχεία επιδείνωσης της υγείας του και αναγκαιότητας της αρθροπλαστικής, ενώ δεν είναι βέβαιο, εν όψει και της ηλικίας του ενάγοντος (ήδη 83 ετών), ότι η επιδείνωση της υγείας του  θα καταλήξει σε τέτοιο βαθμό, που να απαιτείται, αλλά και να είναι εφικτή η επέμβαση αυτή. Επίσης, δεν είναι βέβαιο ούτε και πως θα διαμορφωθεί στο μέλλον το κόστος μιας τέτοιας επέμβασης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά και τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (Ολ. ΑΠ 18/2008). Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στο άρθρο 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία η παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα και περιουσιακής ζημίας. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξή του, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (ΑΠ 213/2017, 1051/2017, 1335/2017, 586/2015, 150/2014 ΤΝΠΔΣΑ). Το ποσό του επιδικαζόμενου ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο ότι η κατά το άρθρο 931 ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά το άρθρο 929 ΑΚ αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1216/2008, ΑΠ 1848/2008, ΑΠ 381/2007, ΑΠ 625/2007 Εφ Πειρ (Μ)122/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την από 18.5.2019 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ο υπογράφων  αυτή Χειρούργος Ορθοπεδικός …………, γνωμοδότησε, όπως προεκτέθηκε, ότι συνεπεία του ατυχήματος, ο ενάγων υπέστη συμπιεστικό κάταγμα του Ο1 σπονδύλου που προκάλεσε σφηνοειδή παραμόρφωση του εν λόγω σπονδύλου και κάταγμα έξω κνημιαίου πλατώ με εμβύθιση της αρθρικής επιφάνειας. Περαιτέρω συνέπεια ήταν η ανάπτυξη μετατραυματικής αρθρίτιδας με περιορισμό των κινήσεων, με επώδυνη έκταση και αδυναμία πλήρους κάμψης, με έλλειμμα 20 μοιρών περίπου, και άλγος τελικών θέσεων (δυσκαμψία γόνατος), για την οποία αποκλειστική αιτία είναι το προκληθέν από το ένδικο ατύχημα – ενδοαρθρικό – κάταγμα του κνημιαίου πλατώ. Και, μολονότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση των καταγμάτων του και της μετατραυματικής αρθροπάθειας του γόνατος, επιβεβαιώνεται από τον πραγματογνώμονα ότι η μετατραυματική αρθροπάθεια είναι πάθηση εξελισσόμενη. Επομένως, είναι πιθανό το ενδεχόμενο ανάγκης και χειρουργικής θεραπείας και συγκεκριμένα αρθροπλαστικής του αριστερού γόνατος στο μέλλον, εφ΄όσον επιδεινωθεί η κατάστασή του. Επίσης, το κάταγμα του Ο1 σπονδύλου λειτουργεί ως παράγων κινδύνου για νέα σπονδυλικά κατάγματα, διότι διαταράσσει την αντοχή των παρακείμενων σπονδύλων σε καταπονήσεις. Τέλος, καταλήγει ο πραγματογνώμονας, ότι οι παραπάνω τραυματικές βλάβες κατέλειπαν στον ενάγοντα μόνιμη (εφ όρου ζωής) μερική αναπηρία, που αντιστοιχεί σε 20% για το κάταγμα και την παραμόρφωση του Ο1 σπονδύλου και 15% για το κάταγμα και την μετατραυματική αρθροπάθεια και δυκαμψία του αριστερού γόνατος. Συμψηφιστικά προσδιόρισε την μόνιμη μερική αναπηρία σε 32%, χωρίς δυνατότητα βελτίωσης, διότι κι αν ακόμα χρειαστεί χειρουργική θεραπεία αυτή θα αφορά στην αντιμετώπιση ενδεχόμενης επιδείνωσης της σημερινής κατάστασης. Το παλαιό κάταγμα του μηριαίου, πλήρως και επιτυχώς αντιμετωπισθέν από πολλών ετών (1968), δεν κατέλειπε βαθμό μόνιμης μερικής αναπηρίας ούτε επιδρά στην σημερινή αναπηρία του παθόντος. Οι εκ του ενδίκου τραυματισμού βλάβες του ενάγοντα, προφανώς επηρεάζουν κατά τον πραγματογνώμονα τις καθημερινές του δραστηριότητες, όπως την οδοιπορία και την άνοδο και κάθοδο σκάλας, την παρατεταμένη ορθοστασία και περισσότερο την άρση και μεταφορά φορτίων, όπως τα ψώνια της λαϊκής. Επηρεάζονται ακόμα δυσμενώς οι κοινωνικές δραστηριότητες του ενάγοντα, όπως η συμμετοχή σε εκδρομές των ΚΑΠΗ ή σε εκδηλώσεις χορών ηλικιωμένων. Από την γνωμάτευση αυτή αποδεικνύεται ότι εξ αιτίας του ατυχήματος έχουν απομείνει στον παθόντα ανεξίτηλες οι συνέπειες του τραυματισμού του Από τα παραπάνω πατέπαιται ότι, αν και ο ενάγων δεν είναι άτοµο της παραγωγικής ηλικίας, ούτως ώστε να επηρεάζεται η οικονομική – επαγγελματική του ζωή. Ωστόσο, όντας  αρτιμελής και υγιής μέχρι το ένδικο συμβάν, από τη στιγµή του ατυχήµατος υπέφερε για µεγάλο χρονικό διάστηµα με συχνές και επώδυνες οσφυαλγίες και με απαραίτητη την χρήση βακτηρίας (βλ. την από 19.5.2016 γνωμάτευση του ιατρού . …) και πρόγραμμα εκγύμνασης (βλ. την από 18.7.2016 ιατροδικαστική έκθεση του ιατρού δημόσιας υγείας – ιατροδικαστή …………), ενώ δεν είναι ελεύθερος συµπτωµάτων ούτε και σήµερα και συνεχίζει να υποφέρει από συχνές και επώδυνες οσφυαλγίες, όπως βεβαιώνει ο άνω πραγματογνώμονας. Επίσης, από όλες τις προαναφερόμενες γνωματεύσεις και την πραγματογνωμοσύνη προκύπτει ότι ο τραυματισμός του από το προαναφερόμενο ατύχημα επηρέασε και θα επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητά του, και, ιδίως, τις επίπονες δραστηριότητες, όπως η ορθοστασία, η άνοδος και η κάθοδος κλίμακας, η μεταφορά βαρών, ακόμη και μικρών, όπως τα ψώνια της λαϊκής και περιορίζει άλλες κοινωνικές δραστηριότητές του, όπως τις εκδρομές, τον χορό κλπ. Επιπλέον, και τα δύο κατάγματα έχουν το μεν πρώτο (του γόνατος) εξελισσόμενη μετατραυματική αρθροπάθεια με χρόνια (συχνή) επώδυνη οσφυαλγία (βλ., εκτός από την ως άνω πραγματογνωμοσύνη και την από 16.6.2016 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του Γ. Ν. Χίου), το δε δεύτερο (Ο1 σπονδύλου) λειτουργεί ως παράγων κινδύνου για νέα σπονδυλικά κατάγματα, εξελίξεις που κατά την κοινή πείρα και λογική και με δεδομένη  την ηλικία του παθόντα (76 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος)  είναι σφόδρα πιθανό ότι θα επηρεάσουν περαιτέρω την καθημερινή και κοινωνική του δραστηριότητα, και πάντως, κατά την κατηγορηματική άποψη του πραγματογνώμονα, αποκλείεται η βελτίωση. Σύμφωνα με τα παραπάνω και δεδομένου, ότι, όπως προεκτέθηκε, η μόνιμη μερική αναπηρία του ενάγοντα προσδιορίζεται από τον πραγματογνώμονα σε 32%, κρίνεται ότι δικαιούται ο ενάγων ιδιαίτερη αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, η οποία, λαμβανομένων υπόψιν των συνθηκών και συνεπειών του ατυχήματος, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, της ηλικίας του ενάγοντα και της οικογενειακής κατάστασής του, ανέρχεται στο ποσό των 7.000 ευρώ.

Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ως τέτοια δε δεν νοείται μόνο αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και κάθε περίπτωση που θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση διατάξεις ειδικών νόμων, όπως και ο ΓΠΝ/1911, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τούτο δε ισχύει ιδίως για εκείνον που υπέστη προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, ενώ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Ως προς την καθιερούμενη με την άνω διάταξη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση πρέπει να σημειωθούν τα εξής: 1. Η ηθική βλάβη είναι μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία, που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (άρθρο 299 ΑΚ), 2. Για τον καθορισμό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τις συνθήκες της τραυματισμού  του παθόντος, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και του ενδεχομένως συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (με βάση το οποίο το δικαστήριο, ύστερα από σχετική ένσταση του υπόχρεου, άρθρ. 300 ΑΚ, μπορεί, ανάλογα με τη βαρύτητα που αποδίδει σ’ αυτό, να επιδικάσει ή μη χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό αυτής), την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, τις λοιπές προσωπικές σχέσεις και ιδιότητές τους (ηλικία, φύλο, ευαισθησία) και άλλες ενδεχομένως συντρέχουσες περιστάσεις, εκτιμώντας τα στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τον ορθό λόγο, που υπαγορεύουν την ύπαρξη κάποιας αναλογίας μεταξύ των στοιχείων αυτών και του μεγέθους της χρηματικής ικανοποίησης, δεδομένου ότι το εύλογο της χρηματικής ικανοποίησης δεν αποσυνδέεται από το ανάλογο αυτής προς τα άνω στοιχεία προσδιορισμού του μεγέθους της (ΑΠ 1760/2001, ΕλλΔ/νη 43.1350, ΑΠ 1431/2000, ΕλλΔ/νη 42.67). Έτσι, λαμβάνοντας υπόψιν τις εν γένει συνθήκες του ατυχήματος, τον βαθμό του πταίσματος της υπαιτίου οδηγού (αποκλειστική υπαιτιότητα), το είδος και την έκταση των σωματικών βλαβών του ενάγοντα (κατάγματα γόνατος και σπονδυλικής στήλης), την εξ αυτών μόνιμη μερική αναπηρία του σε ποσοστό 32%, συνεκτιμωμένης και της ηλικίας του κατά το χρόνο του ατυχήματος (76 ετών), την ταλαιπωρία που δοκίμασε και θα δοκιμάζει στο μέλλον εξ αιτίας των τραυματισμών του και, ιδίως, της χρόνιας οσφυαλγίας με συχνά και επώδυνα επεισόδια, την έλλειψη συντρέχοντος πταίσματος εκ μέρους του και εν γένει την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, κρίνεται ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί, ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο. Επομένως, η συνολική απαίτηση του εκκαλούντα ενάγοντα για όλες τις παραπάνω αιτίες ανέρχεται στο ποσό των (4.500 + 300 + 7.000 + 12.000 =) 23.800 ευρώ.

Κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι μετά την εξαφάνιση των εκκαλούμενων αποφάσεων παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της εφέσεως (δευτέρου και δεκάτου, με τους οποίους ο εκκαλών υποστηρίζει, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανακάλεσε με την υπ΄αριθμ. 1741/2020 απόφασή του την μη οριστική διάταξη της υπ΄αριθμ. 918/2018 αποφάσεως και συμψήφισε την μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη,  πρέπει: α) να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία κατά το μέρος που προσβάλλεται με αυτήν η οριστική διάταξη της υπ΄αριθμ. 918/2018 αποφάσεως (ως προς τα κονδύλια της πλασματικής δαπάνης για την απασχόληση νοσοκόμου και της βελτιωμένης διατροφής),  χωρίς να επιβληθούν δικαστικά έξοδα, διότι η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική εφόσον δεν τέμνει ολοκληρωτικά την ένδικη  διαφορά (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ Ολ. 4/2013). και β) να απορριφθεί η έφεση ως προς την ίδια εφεσίβλητη ως απαράδεκτη κατά το μέρος που προσβάλλεται με αυτήν η μη οριστική ως προς την διάδικο αυτή υπ΄αριθμ. 1741/2020 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου. Τα δικαστικά έξοδα για το μέρος αυτό πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντα ενάγοντα, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚπολΔ) και γ) να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, ως προς την πρώτη των εφεσιβλήτων, να εξαφανισθούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί στην ουσία της από το δικαστήριο αυτό, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.800 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, κατά το βάσιμο αίτημα της εναγομένης, η οποία, λόγω της φύσης των επιμέρους κονδυλίων (ηθική βλάβη, ιδιαίτερη αποζημίωση), ευλόγως αντιδικεί ((βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012 ΑΠ 609/2020 Νόμος) Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 183 και 191 παρ 2 του ΚπολΔ). Τέλος, λόγω της εν μέρει παραδοχής της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που προκαταβλήθηκε (άρθρο 495 παρ. 3 ΚπολΔ) και να οριστεί παρόβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της μη παρισταμένης εφεσιβλήτου (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290,00) ευρώ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “………………”, κατά το μέρος που προσβάλλεται με αυτήν η οριστική διάταξη της υπ΄αριθμ. 918/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ως προς τα κονδύλια της πλασματικής δαπάνης για την απασχόληση νοσοκόμου και της βελτιωμένης διατροφής),

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση κατά της ίδιας εφεσιβλήτου κατά το μέρος που προσβάλλονται με αυτήν η μη οριστική ως προς την εφεσίβλητη αυτή, υπ΄αριθμ 1741/2020 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου.

Επιβάλλει την δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου αυτής για την αμέσως παραπάνω διάταξη σε βάρος του εκκαλούντα, το ποσό των οποίων καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη -εναγομένη  ………. κατά της υπ΄αριθμ 1741/2020 οριστικής αποφάσεως  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλόμενης υπ΄αριθμ. 918/2018 εν μέρει αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου

Εξαφανίζει τις άνω αποφάσεις ως προς την πρώτη εναγομένη

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς αυτήν

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων οκτακοσίων (23.800) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα ενάγοντα

Επιβάλλει εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης, το ποσό των οποίων καθορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 31 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ