Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 463/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      463/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ,  Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: αλλοδαπής, εδρεύουσας στις …………….και νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρίας με την επωνυμία «………..», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Οικονομίδης,

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: α] εδρεύουσας στη … της Κύπρου, επί της οδού ……. και νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και β] εδρεύουσας στο …… Αττικής, επί της ………. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», οι οποίες αμφότερες στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κεχαγιόπουλο και

ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: αλλοδαπής, εδρεύουσας στις ……….. και νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρίας με την επωνυμία «………….», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Τασιόπουλος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α] η εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση την από 22.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./22.10.2018 αγωγή της [Α΄ αγωγή] κατά των εφεσιβλήτων – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και β) η πρώτη εφεσίβλητη – καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση την από 10.5.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../13.5.2019 αγωγή της [Β΄ αγωγή], την οποία έστρεψε κατά της εκκαλούσας – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 850/16.4.2021 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η Β΄ αγωγή και απορρίφθηκε στο σύνολό της η Α΄ αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα με την από 1.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/3.9.2021 έφεση, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Υπέρ της εκκαλούσας, της οποίας φέρεται ως ειδική διάδοχος,  άσκησε  πρόσθετη παρέμβαση η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία με το από 28.3.2022 δικόγραφό της (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./31.3.2022), που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την ίδια, αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά της εγγραφής τους στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των κύριων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Προεδρεύουσα, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς συνεκδικάστηκαν κατά την τακτική διαδικασία και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α] η από 22.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../22.10.2018 αγωγή [Α΄ αγωγή] και β] η από 10.5.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./13.5.2019 αγωγή [Β΄ αγωγή], με τις οποίες ασκήθηκαν εκατέρωθεν περιουσιακής φύσεως αξιώσεις από την ανώμαλη εξέλιξη σύμβασης, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα της Α΄ αγωγής είχε αναθέσει στις αντιδίκους της, εργολάβο και υπεργολάβο αντίστοιχα, της δεύτερης ευθυνόμενης παράλληλα και με την ιδιότητα της συμβατικής εγγυήτριας της πρώτης, την εκτέλεση του έργου της μετασκευής μιας [1] θαλαμηγού, που ανήκε στην πλοιοκτησία της εργοδότριας, η οποία εν τέλει υπαναχώρησε από τη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη με αριθμό 850/16.4.2021 οριστική απόφασή του το μεν απέρριψε την Α΄ αγωγή στο σύνολό της, το δε, δέχθηκε εν μέρει την Β΄ αγωγή, αναγνωρίζοντας, αφενός την ακυρότητα της δήλωσης υπαναχώρησης και, αφετέρου, την υποχρέωση της εργοδότριας να καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής της στην εργολάβο το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι ευρώ (157.516 €), ως ποινική ρήτρα που κατέπεσε. Η απόφαση αυτή πλήττεται ήδη με την από 1.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/3.9.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./3.9.2021 ένδικη έφεση, η οποία, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 1.9.2021 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….»), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 εδαφ. α, στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2, 520 και 524 § 1 ΚΠολΔ), πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης, που επακολούθησε στις 21.10.2021 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……. και ………….. δύο [2] εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ….., που πιστοποιούν την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις εναγόμενες της Β΄ αγωγής με παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας της Α΄ αγωγής και ήδη εκκαλούσας) και εντός της νόμιμης προθεσμίας από τη δημοσίευσή της. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ. Υπέρ της εκκαλούσας παραδεκτώς παρεμβαίνει το πρώτον στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………………» και ισχυριζόμενη ότι κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας κατέστη ειδική διάδοχός της, αφού τυγχάνει νέα κυρία της ως άνω θαλαμηγού αλλά και συμβατική, αφενός, εκδοχέας των απαιτήσεων της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας της Α΄ αγωγής – εργοδότριας από την επίδικη σύμβαση έργου και, αφετέρου, ανάδοχος των υποχρεώσεών της εξ αυτής, ζητεί με την επίκληση εννόμου συμφέροντός της, να αποβεί η έκκλητη δίκη υπέρ της εκκαλούσας δικαιοπαρόχου της δια της παραδοχής της εφέσεώς της, της εξαφανίσεως της εκκαλουμένης και της, μετ’ αναδίκαση της υποθέσεως, καθ’ ολοκληρία παραδοχής της Α΄ αγωγής και συνολικής απορρίψεως της Β΄ αγωγής. Η παρέμβαση αυτή, που ασκήθηκε με το από 28.3.2022 αυτοτελές δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου λαβόν αριθμό σχετικής εκθέσεως  …../31.3.2022 και επιδόθηκε στην εκκαλούσα και στις εφεσίβλητες – καθ’ ων αυτή στρέφεται (άρθρα 80 και 81 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …/4.4.2022, …/4.4.2022 και …/4.4.2022 τρεις [3[ αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …….., έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης (άρθρο 83 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, υπό τα εκτιθέμενα, το δεδικασμένο που θα παραχθεί θα δεσμεύει και την παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 225 § 2 και 325 αρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1078/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017, ΕΕμπΔ 2018/549, ΑΠ 1731/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1191/2003, ΧρΙΔ 2004/36 = Δνη 2005/427, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, 27 ΙΙ, αρ. 1, σελ. 513 και 28 ΙΙ, αρ. 1, σελ. 539), τουλάχιστον ως προς τις αξιώσεις της που ασκήθηκαν με την Α΄ αγωγή, για τη διαδοχή στις οποίες εκτίθεται νόμιμος λόγος (σύμβαση εκχώρησης καταρτισθείσα μεταξύ της εργοδότριας και της εκδοχέως της), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεταξύ της εκκαλούσας και της παρεμβαίνουσας σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας (ΑΠ 1102/2022, ΝοΒ 2022/1964 = Ε& 2022/1434, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 428 επομ.) και πρέπει να συνεκδικαστεί με την έφεση, όχι μόνον διότι έτσι επιτυγχάνεται η διευκόλυνση και η επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ) αλλά και επειδή η πρόσθετη παρέμβαση (είτε απλή είτε αυτοτελής) δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης αλλά εξαρτάται από την έκβαση της κύριας δευτεροβάθμιας δίκης, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί και η περάτωση της οποίας επιφέρει και την περάτωση της δίκης που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση (ΑΠ 1426/2013, ΧρΙΔ 2014/215). Να σημειωθεί εδώ ότι οι ισχυρισμοί των καθ’ ων η παρέμβαση, οι οποίες αμφισβητούν την ειδική διαδοχή στις επίδικες αξιώσεις και υποχρεώσεις της εκκαλούσας, υποστηρίζοντας ότι οι συμβάσεις μεταβίβασης της κυριότητας της ως άνω θαλαμηγού και εκχωρήσεως των απαιτήσεών της/αναδοχής των χρεών της από την παρεμβαίνουσα είναι εικονικές άλλως καταδολιευτικές, θα ερευνηθούν, όπως επιβάλλει η δικονομική τάξη, μετά την ενδεχόμενη παραδοχή της έφεσης, αφού συνάπτονται με την ουσιαστική βασιμότητα των φερόμενων ως εκχωρηθεισών απαιτήσεων της εκκαλούσας, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση τελεσίδικης αποδικάσεώς τους να παρέλκει η διερεύνηση του αληθούς φορέα τους.

ΙΙ. Με τις ασκηθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αντίθετες αγωγές τους οι κύριες διάδικοι της κατ’ έφεση δίκης αναφέρθηκαν σε σύμβαση διεπόμενη από τους όρους του από 2.4.2018 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού και των τριών [3] παραρτημάτων του, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα της Α΄ αγωγής και πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Βερμούδων σκάφους αναψυχής GO ανέθεσε στην πρώτη των εκεί εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων την εκτέλεση εξωτερικών εργασιών μετασκευής της εν λόγω θαλαμηγού και την παράδοση της μετασκευασμένης στις 20.7.2018, αντί αμοιβής συνολικού ύψους τριών εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι χιλιάδων ευρώ (3.820.000 €), καθώς και στους λοιπούς όρους της συμβάσεως αυτής, με τους οποίους συνομολογήθηκε ότι το σύνολο ή μέρος των εργασιών θα μπορούσαν να ανατεθούν από την πρώτη των εναγομένων – εργολάβο στη δεύτερη από αυτούς – υπεργολάβο, η οποία, επιπλέον, εγγυήθηκε υπέρ της εργολάβου την ορθή και πιστή εκτέλεση της συμφωνίας και ότι η εργολαβική αμοιβή θα ήταν καταβλητέα σε δόσεις, σύμφωνα με το πρόγραμμα πληρωμών του δεύτερου παραρτήματος της σύμβασης, που δεν θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες προτού η εργολάβος παράσχει στην εργοδότρια επαρκείς αποδείξεις των πληρωμών της προς τους υπεργολάβους και προμηθευτές της. Περαιτέρω, με την Α΄ αγωγή της η εργοδότρια υποστήριξε προσθέτως ότι αντικείμενο του έργου ήταν η μετασκευή της πρύμνης του σκάφους σύμφωνα με τα κατασκευαστικά σχέδια που είχε εκπονήσει ο κατονομαζόμενος αλλοδαπός σχεδιαστής και αποτυπώνονταν σε ηλεκτρονικό αρχείο τρισδιάστατης μορφής, ότι η ομοίως κατονομαζόμενη περαιτέρω υπεργολάβος (τρίτη – μη διάδικος εταιρία) όφειλε να προβεί στον επανασχεδιασμό και στην αποτύπωση της νέας μορφής της πρύμνης ακριβώς όπως παρουσιαζόταν στο μοντέλο του σχεδιαστή, όπως και σε όσες ναυπηγικές (τεχνικές) προσαρμογές ήταν αναγκαίες, οι οποίες θα έπρεπε να τύχουν της έγκρισης της εργοδότριας, χωρίς πάντως να ακυρώνεται το συγκεκριμένο κατασκευαστικό σχέδιο, καθώς και ότι η ίδια κατά το χρονικό διάστημα από 11 έως 13.4.2018, πριν τον δεξαμενισμό του σκάφους και προτού πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε εργασία σε αυτό, προκατέβαλε τη συμφωνηθείσα δόση για την πρώτη κατηγορία εργασιών, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφηκαν στην αγωγή της, ύψους ενός εκατομμυρίου εκατόν τριάντα οκτώ χιλιάδων ευρώ (1.138.000 €), χωρίς όμως να της παραδοθούν μέχρι τις 30.6.2018 οι αντίστοιχες αποδείξεις της εργολάβου. Εν συνεχεία, υποστήριξε ότι, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε ήδη πριν την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης λάβει πλήρη γνώση των μελετών και σχεδίων που είχαν εκπονηθεί για τη μετασκευή του σκάφους GO, το οποίο είχε επιπλέον επιθεωρήσει, εντούτοις μετά την υπογραφή της συμφωνίας άρχισε να αμφισβητεί το εύρος του συμβατικού αντικειμένου, ισχυριζόμενη ότι η μετασκευή του πρυμναίου τμήματος της γάστρας του απαιτούσε εργασίες που δεν είχαν συμφωνηθεί και να αξιώνει τροποποίηση της σύμβασης και αύξηση της εργολαβικής αμοιβής της, μολονότι από τις 24.4.2018, κατά την πρώτη συνάντηση των εκπροσώπων των συμβαλλομένων, οπότε έλαβε χώρα η παρουσίαση ενός τρισδιάστατου γεωμετρικού σχεδίου, που είχε εκπονηθεί από  υπεργολάβο της πρώτης εναγομένης, η εργοδότρια αρνήθηκε ότι αυτό συνιστούσε συμμόρφωση με τα κατασκευαστικά σχέδια που είχαν παραδοθεί στην εργολάβο και το απέρριψε. Για τους λόγους αυτούς και επικαλούμενη περαιτέρω παραβίαση εκ μέρους της πρώτης αντιδίκου της τόσον της νόμιμης υποχρέωσής της να μην επιβραδύνει την εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών όσον και της συμβατικής της υποχρέωσης να της παραδίδει τα νόμιμα παραστατικά των δαπανών της, η εργοδότρια (εξέθεσε στην αγωγή της ότι) στις 25.9.2018 υπαναχώρησε από την ένδικη σύμβαση με δήλωσή της που επιδόθηκε στις αντιδίκους της στις 27.9.2018 «εξαιτίας της εκ μέρους [τους] πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που ανέλαβαν βάσει της σύμβασης και της αντισυμβατικής καθυστέρησης των συμφωνηθεισών εργασιών» (σελ. 19 της Α΄ αγωγής). Με βάση τα περιστατικά αυτά και με τον πρόσθετο ισχυρισμό, που παρατέθηκε σε επικουρική βάση, ότι η επίδικη σύμβαση έργου είτε δεν καταρτίστηκε επειδή τα μέρη δεν συμφώνησαν ως προς την έκταση των εργασιών μετασκευής της γάστρας του σκάφους της είτε ότι χωρίς τον όρο αυτό η ίδια δε θα συναινούσε στη σύναψη της σύμβασης, ζήτησε ακολούθως η εργοδότρια να αναγνωριστεί, κυρίως μεν, η εγκυρότητα της δήλωσής της περί υπαναχωρήσεώς της από την επίμαχη σύμβαση έργου και, επικουρικώς, η ακυρότητα άλλως το ανυπόστατο της ιδίας συμβάσεως, εξαιτίας φανερής ή λανθάνουσας ασυμφωνίας των μερών και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων στην εις ολόκληρον καταβολή πεντακοσίων εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (574.000 €), που παριστά τη διαφορά της αξίας των εργασιών που πράγματι εκτελέστηκαν μέχρι τις 25.9.2018 από την προκαταβληθείσα εργολαβική αμοιβή, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που εφαρμόζονται μετά την εξ υπαρχής ανατροπή της σύμβασης λόγω της υπαναχώρησης κατ’ άρθρο 686 εδαφ. α΄ ΑΚ ή της ακυρότητας/ανυποστάτου της επίδικης σύμβασης κατ’ άρθρα 195 και 196 ΑΚ, νομιμοτόκως κατά τις στην αγωγή διακρίσεις, ενώ στο πρώτο αίτημα της κύριας αγωγικής της βάσης η ενάγουσα της Α΄ αγωγής σώρευσε και παρεπόμενα (αναγνωριστικά) αιτήματα περί επιδικάσεως υπέρ αυτής του συνολικού χρηματικού ποσού των εξακοσίων τριάντα έξι χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (636.600 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης στις εναγόμενες της δήλωσης υπαναχωρήσεως της ενάγουσας από τη σύμβαση άλλως από την επίδοση της αγωγής της, εκ των οποίων ογδόντα έξι χιλιάδες εκατό ευρώ (86.100 €) αντιστοιχούσαν σε συμβατικής φύσης αποζημίωση, υπολογιζόμενη σε ποσοστό του καταβληθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος, εξαιτίας της παράλειψης παράδοσης στην εργοδότρια των αποδείξεων για τις δαπάνες της εργολάβου προς προμηθευτές και υπεργολάβους της, τριακόσιες δέκα χιλιάδες ευρώ (310.000 €) αφορούσαν σε ποινική ρήτρα που είχε προβλεφθεί συμβατικά για την περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησης της παράδοσης του έργου και οι υπόλοιπες διακόσιες σαράντα χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (240.500 €) οφείλονταν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η εργοδότρια εξαιτίας της καθυστέρησης των εργασιών και, συγκεκριμένα, για την εξόφληση αμοιβών για δικαιώματα ελλιμενισμού του υπό μετασκευή σκάφους, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στο δικόγραφο της Α΄ αγωγής.

Με τη δική της [Β΄] αγωγή η εργολάβος υποστήριξε ότι το έργο που ανέλαβε δυνάμει της επίδικης σύμβασης να εκτελέσει συνίστατο στη μετασκευή του πρυμναίου τμήματος του εν λόγω πλοίου, ώστε «να προσεγγίσει κατά το δυνατόν» την «επιθυμητή γενική όψη» του, όπως αυτή είχε αποτυπωθεί σε φωτογραφικές απεικονίσεις – τρισδιάστατα αρχιτεκτονικά σχέδια που είχε επιμεληθεί ο κατονομαζόμενος αλλοδαπός σχεδιαστής και περιλαμβάνονταν στο Παράρτημα 3 της σύμβασης, ότι η αντιδικία ανέκυψε όταν η εργοδότρια στις 24.4.2018 αρνήθηκε αδικαιολόγητα να εγκρίνει τις ναυπηγικές μελέτες και τα σχέδια τα οποία η ομοίως κατονομαζόμενη υπεργολάβος της είχε εκπονήσει σύμφωνα με τη σχεδιαστική ιδέα και της σχετικές οδηγίες της εναγομένης, επικαλούμενη, κατά παρέκκλιση των συμφωνηθέντων, ότι αυτά έπρεπε να ταυτίζονται απολύτως με το ενσωματωμένο στη σύμβαση αρχιτεκτονικό σχέδιο, με αποτέλεσμα να απαιτείται ανακατασκευή ολόκληρης της γάστρας του σκάφους, καθώς και ότι, κατόπιν συνάντησης των εμπλεκόμενων μερών στις 2.7.2018 με αντικείμενο την τροποποίηση της σύμβασης, η εναγόμενη – εργοδότρια ζήτησε γραπτή προσφορά για τις απαιτούμενες επιπρόσθετες εργασίες, το κόστος τους και το χρόνο εκτέλεσής τους, για να ακολουθήσει η από 9.7.2018 πρόταση – προσφορά της ενάγουσας – εργολάβος, την οποία η αντίδικός της, ενώ αρχικώς αποδέχθηκε ζητώντας μάλιστα στις 8.8.2018 έκπτωση επί του κοστολογηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος για τις επιπρόσθετες εργασίες, ύψους ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων ογδόντα χιλιάδων ευρώ (1.580.000 €), αίτημα το οποίο η ενάγουσα ικανοποίησε με την από 9.8.2018 προσφορά της, προσφέροντας έκπτωση κατά ποσοστό 10%, εντούτοις στη συνέχεια απέκρουσε, εμμένοντας με έγγραφη δήλωσή της στις 13.8.2018 στην άποψη ότι οι επιπρόσθετες εργασίες περιλαμβάνονταν στο αρχικό συμβατικό αντικείμενο, για να καταλήξει τελικά στη δήλωση υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση, στην οποία αναφέρθηκε και η ενάγουσα της Α΄ αγωγής, έχοντας ενδιαμέσως αρνηθεί την προβλεπόμενη στη σύμβαση προσφυγή στη διαδικασία του τεχνικού πραγματογνώμονα. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη προσθέτως, πρώτον, ότι η εργοδότρια προκατέβαλε μέρος μόνον του οφειλόμενου μέχρι τότε εργολαβικού ανταλλάγματος (ύψους ενός εκατομμυρίου εκατόν τριάντα οκτώ χιλιάδων ευρώ [1.138.000 €]), από το οποίο η ίδια (εργολάβος) είχε ήδη διαθέσει μέρος του (ύψους ενός εκατομμυρίου εκατόν δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα ευρώ [1.114.860 €]) για την προμήθεια υλικών και την αμοιβή υπεργολάβων, δεύτερον, ότι είχε επιπλέον απαίτηση για συνολικό ποσό εννιακοσίων πέντε χιλιάδων επτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (905.735,14 €) που αντιστοιχούσε σε προμήθειες υλικών και αμοιβές εργασιών που είχαν ήδη κατά το χρόνο της υπαναχωρήσεως εκτελεστεί  και, τρίτον, ότι λόγω της υπερημερίας της εναγόμενης στην καταβολή της πρώτης δόσης (προκαταβολής) και του προαναφερθέντος οφειλόμενου ποσού, κατέπεσαν συμβατικές ποινικές ρήτρες συνολικού ύψους διακοσίων ενενήντα έξι χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (296.724,27 €), υπέβαλε η ενάγουσα – εργολάβος τα ακόλουθα αιτήματα, τα οποία διάρθρωσε σε επικουρική βάση: κυρίως, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της δήλωσης υπαναχώρησης της αντιδίκου της και να υποχρεωθεί αυτή, που είχε την αποκλειστική υπαιτιότητα για την καθυστέρηση εκτελέσεως του έργου κατά τα προαναφερθέντα, στην καταβολή συνολικού χρηματικού ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (905.735,14 € + 296.724,27 € = 1.202.459,41 €) νομιμοτόκως από τότε που κάθε αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επικουρικώς, και για την περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η από 25.9.2018 δήλωση υπαναχώρησης ίσχυε κατά μετατροπή ως καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ, να της επιδικαστεί το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής της, ύψους δύο εκατομμυρίων εξακοσίων ογδόντα δύο χιλιάδων ευρώ (2.682.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης σε αυτήν της δήλωσης υπαναχώρησης άλλως από την επίδοση της αγωγής και, επικουρικότερα, να αναγνωρισθεί ότι δεν συντρέχει υποχρέωσή της ν’ αποδώσει μέρος ή όλη την προκαταβολή που έλαβε και περαιτέρω, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ως άνω ποσό των εννιακοσίων πέντε χιλιάδων επτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (905.735,14 €), νομιμοτόκως από τα ίδια αφετήρια χρονικά σημεία, σε κάθε δε περίπτωση πρότεινε το ποσό αυτό σε συμψηφισμό έναντι οποιασδήποτε τυχόν αξίωσης ήθελε γίνει δεκτό ότι διατηρούσε η εναγόμενη συνεπεία της υπαναχώρησής της από τη σύμβαση έργου.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις αγωγές έκρινε τη μεν Α΄ από αυτές ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 195, 196, 297, 298, 340, 341 § 1, 343 § 2, 345, 346, 361, 382, 383, 385, 387 § 2, 389 – 396, 405 – 407, 481, 681, 686, 847 επομ. και 904 επομ. ΑΚ, με τη σημείωση ότι νομίμως μετά την υπαναχώρηση αξιώθηκε πλήρης αποζημίωση και καταπεσούσα ποινική ρήτρα, δεδομένου ότι, παρά την αναδρομική ανατροπή της συμβάσεως, τα δικαιώματα αυτά είχαν υπό τα εκτιθέμενα συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, τη δε Β΄ αγωγή ορισμένη, πλην όμως εν μέρει μόνο νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 342, 345, 346, 361, 404 – 407, 440, 444, 681 επομ., 700 και 904 επομ. ΑΚ και, συγκεκριμένα, εκτός α] του κονδυλίου των εννιακοσίων πέντε χιλιάδων επτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (905.735,14 €), β] του κονδυλίου της ποινικής ρήτρας κατά το μέρος της που εκτέθηκε ότι είχε καταπέσει λόγω υπερημερίας της εργοδότριας ως προς την καταβολή του ως άνω ποσού και γ] του αιτήματος τοκοφορίας του εναπομείναντος μέρους του ιδίου κονδυλίου από χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής, για τους λόγους που αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση και δεν προσβάλλονται με έφεση από την εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα της Β΄ αγωγής. Ακολούθως, αφού απέρριψε την ένσταση των εναγομένων της Α΄ αγωγής, περί καταχρηστικής ασκήσεώς της ως νομικά αβάσιμη και τον ισχυρισμό της εναγόμενης της Β΄ αγωγής ότι η δήλωσή της περί υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση έργου θα έπρεπε, αν ήθελε θεωρηθεί ως άκυρη, να ισχύσει ως καταγγελία της, ως αόριστο, για το λόγο ότι δεν έγινε επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι η ενιστάμενη, αν γνώριζε την ακυρότητα της δηλώσεώς της, θα επιθυμούσε τον δια καταγγελίας τερματισμό της συμβατικής της δέσμευσης, με τα επακόλουθά της, προχώρησε σε αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση των συμφωνημένων με την επίδικη σύμβαση εργασιών οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εργοδότριας, η οποία αντισυμβατικά και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εγκρίνει τα ναυπηγικά σχέδια που της παρουσιάστηκαν στις 24.4.2018 απαιτώντας χωρίς δικαίωμα την ακριβή ταύτισή τους με τις φωτοαπεικονίσεις που είχαν επισυναφθεί στο τρίτο παράρτημα της σύμβασης, μολονότι είχε συμφωνηθεί η «κατά το δυνατόν προσέγγιση της επιθυμητής γενικής όψης της πρύμνης του σκάφους» και η οποία καθυστέρησε στην καταβολή της πρώτης δόσης του εργολαβικού ανταλλάγματος, το οποίο, επιπλέον, κατέβαλε ελαττωμένο. Για τους λόγους αυτούς και με την πρόσθετη παραδοχή ότι κατά το χρόνο καταρτίσεως της ένδικης σύμβασης δεν υπήρξε ούτε φανερή ούτε λανθάνουσα ασυμφωνία των μερών ως προς το εύρος του συμβατικού αντικειμένου, καθώς αυτή ανέκυψε το πρώτον μεταγενέστερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την Α΄ αγωγή κατ’ αμφότερες τις βάσεις της και δέχθηκε το κύριο αίτημα της Β΄ αγωγής, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της από 25.9.2018 δήλωσης της εργοδότριας περί υπαναχωρήσεώς της από τη σύμβαση, λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητάς της για την καθυστέρηση της εκτέλεσης των συμφωνημένων εργασιών, κατά παραδοχή τόσο της κύριας βάσης της Β΄ αγωγής, όσον και της βασιμότητας του αντίστοιχου ισχυρισμού που είχε προβληθεί ως άμυνα κατά του κύριου αιτήματος της Α΄ αγωγής, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ένσταση. Περαιτέρω, δέχθηκε κατά τα λοιπά την ίδια [Β΄] αγωγή κατά το μέρος της που είχε κριθεί νόμιμη και επιδίκασε αναγνωριστικώς στην εργολάβο, που είχε τρέψει νομότυπα με τις πρωτόδικες προτάσεις της το σχετικό κονδύλιο από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι ευρώ (157.516 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ως ποινική ρήτρα που κατέπεσε εξαιτίας της καθυστέρησης της εργοδότριας στην πληρωμή της πρώτης δόσης της συμβατικής προκαταβολής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και επικαλούμενη κατά βάση εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί την κατά παραδοχή της εφέσεώς της εξαφάνισή της και την αναδίκαση των αγωγών προς το σκοπό της συνολικής παραδοχής της Α΄ και της καθ’ ολοκληρίαν απόρριψης της Β΄ από αυτές.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 182, 686 και 700 ΑΚ συνάγεται ότι, όταν η δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου, στην οποία προβαίνει ο εργοδότης είναι άκυρη, επειδή δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, όταν δηλαδή δεν υφίσταται αντισυμβατική καθυστέρηση στην έναρξη ή στην πρόοδο της εκτέλεσης του έργου ή δεν καθίσταται αδύνατη η έγκαιρη αποπεράτωσή του ή η καθυστέρηση οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, είναι δυνατόν η άκυρη δήλωση υπαναχώρησης να ισχύσει κατά μετατροπή ως καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ και να επιφέρει τις έννομες συνέπειες αυτής, εφόσον ο υπαναχωρών εργοδότης αγνοούσε την ακυρότητα της υπαναχώρησης (ως μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας) κατά τον χρόνο της σχετικής δηλώσεώς του και εφόσον συνάγεται από συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία ότι αυτός, αν γνώριζε την ακυρότητα της υπαναχώρησης, θα ήθελε η δήλωσή του να ισχύσει ως καταγγελία της σύμβασης. Η υποθετική αυτή βούληση του εργοδότη θεωρείται ότι υπάρχει όταν με την καταγγελία πραγματώνεται ο οικονομικός ή όποιος άλλος πρακτικός σκοπός που επιδιώχθηκε με την υπαναχώρηση. Αντιθέτως, τέτοια βούληση δεν θεωρείται ότι υπάρχει, όταν συνάγεται ότι ο εργοδότης, αν γνώριζε την ακυρότητα της υπαναχώρησης, δεν θα προέβαινε σε καμία από τις δύο (μονομερείς και ληψιδεείς) δικαιοπρακτικές δηλώσεις, δηλαδή ούτε σε δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου ούτε σε καταγγελία της. Σε κάθε περίπτωση, η μετατροπή προϋποθέτει αποδεικτική συναγωγή και τεκμηρίωση της υποθετικής βούλησης του εργοδότη, με αποτέλεσμα, για την ευδοκίμηση του περί μετατροπής ισχυρισμού να απαιτείται επίκληση και απόδειξη, από τον επικαλούμενο αυτήν, πραγματικών περιστατικών ικανών να τεκμηριώσουν πραγματική πρόθεση του υπαναχωρούντος να ισχύσει η σχετική δήλωσή του ως καταγγελία της σύμβασης έργου, ώστε να επέλθει σε κάθε περίπτωση ο τερματισμός της συμβατικής δέσμευσής του. Η δε έλλειψη σχετικής επίκλησης και απόδειξης της πρόθεσης αυτής δεν μπορεί να υποκατασταθεί με αντίστοιχη αντικειμενική εκτίμηση του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 1227/2018, ΑΠ 121/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Καρδαράς, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 700, αρ. 3, σελ. 675). Τέτοια περιστατικά, υποδηλωτικά της πρόθεσης του υπαναχωρούντος να απαλλαγεί από τη συμβατική του δέσμευση, είναι το επαχθές γι’ αυτόν της εξακολούθησης ισχύος της σύμβασης και η επιθυμία για απεγκλωβισμό του με κάθε τρόπο από αυτήν στο εξής, έστω και επί ζημία του, δηλαδή η πρόθεση αποδοχής όσων από τις συνέπειες της καταγγελίας είναι δυσμενείς για τον καταγγέλλοντα εργοδότη (Ρ. Παντελίδου, Η καταγγελία της συμβάσεως έργου [άρθρο 700 ΑΚ], 1991, σελ. 131), όπως η γέννηση της υποχρέωσής του να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή (ΑΠ 256/2021, ΑΠ 1110/2021, ΑΠ 1051/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφαιρουμένων, φυσικά, της δαπάνης που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης και των ωφελειών που είτε επήλθαν για τον εργολάβο είτε με δόλο δεν προσπορίστηκε. Και ναι μεν για το ουσιαστικό κύρος της δήλωσης καταγγελίας, που αποτελεί ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, δεν απαιτείται η από μέρους του καταγγέλλοντος εργοδότη προσφορά στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής του (ΑΠ 957/2019, ΧρΙΔ 2019/737), αφού η υποχρέωσή του γεννάται ex lege, όμως, για τη δυνατότητα μετατροπής της άκυρης δήλωσης υπαναχώρησης σε καταγγελία είναι αναγκαία η επίκληση και, επί αμφισβητήσεώς της, η απόδειξη της βούλησης του εργοδότη να εξοφλήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του από τη σύμβαση της οποίας επιθυμεί την κατάργηση για το μέλλον και τούτο δεν είναι δυνατό χωρίς την καταβολή της συμφωνημένης εργολαβικής αμοιβής, αφού μόνον όταν δηλώνεται (και αποδεικνύεται) τέτοια εργοδοτική ετοιμότητα μπορεί να διαγνωστεί ότι υφίσταται βούληση υλοποίησης του οικονομικού σκοπού της υπαναχώρησης, έστω και με εγκατάλειψη αυτού του επιλεγέντος νομικού μέσου, προκειμένου να επιτευχθεί με κάθε τρόπο το επιδιωκόμενο (οικονομικό και νομικό) αποτέλεσμα (βλ. σχετ. Μ. Αυγουστιανάκη, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 182, αρ. 8, σελ. 703, πρβλ Α. Βαλτούδη, Η σύμβαση έργου κατά τον ΑΚ, 2010, § 6, αρ. 28, σελ. 85, τον ίδιο, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρα 686 – 687, αρ. 27, σελ. 1279 επομ., Π. Κορνηλάκη, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 2020, § 95, αρ. 18, σελ. 362).

Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι από το σύνολο των πρωτοδίκως προβληθέντων ισχυρισμών της προέκυπτε αναμφίβολα ότι η επίδικη σύμβαση είχε, εξαιτίας της καθυστέρησης στην εκτέλεση των εργασιών από την πλευρά των αντιδίκων της και της αντισυμβατικής τους συμπεριφοράς, καταστεί πλήρως ασύμφορη, αναποτελεσματική και ζημιογόνος για την ίδια και με αυτά τα δεδομένα μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή απέρριψε ως αόριστο τον ισχυρισμό που προέβαλε αμυνόμενη κατά της Β΄ αγωγής ζητώντας την κατά μετατροπή, αν ήθελε αυτή κριθεί άκυρη για οποιονδήποτε λόγο, ισχύ της δήλωσής της περί υπαναχωρήσεως σε έγκυρη καταγγελία, αιτιώμενη, ειδικότερα, ότι εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 182 και 700 ΑΚ, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και ότι εσφαλμένα κατά νόμο δεν ελήφθη υπόψη ο οικονομικός και ο πρακτικός σκοπός της δήλωσης υπαναχώρησης, που συνίστατο στη λύση της επίδικης σύμβασης και «στην εκκαθάριση των εκατέρωθεν εκκρεμοτήτων».

Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον περί μετατροπής ισχυρισμό της εργοδότριας, ο οποίος αν είχε προβληθεί παραδεκτά θα συνιστούσε καταλυτική ένσταση (ΑΠ 456/2018, ΑΠ 161/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 247/2004, ΝοΒ 2005/258 = ΑρχΝ 2005/789 = ΕΔΠ 2005/197 = Δνη 2005/103), επειδή έκρινε ότι δεν αρκούσε η γενική αναφορά της στο ότι η άκυρη υπαναχώρηση ισχύει σε κάθε περίπτωση ως καταγγελία και ότι η ίδια, ως εναγόμενη στη Β΄ αγωγή, δεν είχε επικαλεστεί συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να καθίσταται εφικτή η συναγωγή βούλησής της να απαλλαγεί από τις συμβατικές της δεσμεύσεις με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και με καταγγελία, αν ήθελε υποτεθεί ότι αγνοούσε την ακυρότητα της περί υπαναχωρήσεως δηλώσεώς της. Πράγματι, η εκκαλούσα επικαλέστηκε όντως το επαχθές των συμβατικών δεσμεύσεών της ενόσω καθυστερούσε αντισυμβατικά η εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών, επέμεινε όμως στο κύρος της δήλωσης υπαναχώρησής της, επικαλούμενη την αντίθεση της συμπεριφοράς των αντιδίκων της στο νόμο και στους όρους της μεταξύ τους συμβάσεως, ενώ παράλληλα παρέλειψε να καταστήσει σαφές ότι επιθυμούσε τη λύση του συμβατικού δεσμού έστω και με τρόπο επιζήμιο γι’ αυτήν, δηλαδή με καταβολή της συμφωνημένης εργολαβικής αμοιβής. Και τούτο διότι στις ίδιες πρωτόδικες προτάσεις της, με τις οποίες πρότεινε τον περί μετατροπής ισχυρισμό, περιέλαβε και ρητή άρνηση καταβολής του (υπολοίπου, πέραν της προκαταβολής) εργολαβικού ανταλλάγματος στο σύνολό του, η πληρωμή του οποίου επιδιώχθηκε με την πρώτη επικουρική βάση της Β΄ αγωγής, υποστηρίζοντας (βλ. αρ. 147, σελ. 58 των από 21.10.2019 προτάσεών της) ότι «…το αγωγικό κονδύλι των 2.682.000 ευρώ είναι απορριπτέο στο σύνολό του, καθώς όχι μόνο η εταιρία μας είχε εξοφλήσει πλήρως το ποσό των δαπανών και καθαρού κέρδους της αντιδίκου κατά το χρόνο λύσης της σύμβασης, αλλά η αντίδικος οφείλει να της επιστρέψει και τα υπερβάλλοντα ποσά που καταβλήθηκαν σε αυτήν και δεν αναλώθηκαν ποτέ σε εργασίες οι οποίες να ενσωματώθηκαν επί του σκάφους της εταιρίας μας…». Από το περιεχόμενο της αρνήσεως αυτής συνάγεται αναμφίβολα ότι η εργοδότρια, μετά την πληρωμή της προκαταβολής της πρώτης δόσης, θεωρούσε πλήρως εξοφλημένη την αντίδικό της και ότι αμφισβητούσε το δικαίωμά της στη συμφωνημένη αμοιβή, που θα έπρεπε να της καταβάλει, αν ήθελε υποτεθεί ότι η άκυρη δήλωση υπαναχώρησης είχε ισχύ ως δήλωση καταγγελίας. Ενόψει όμως τέτοιων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να συναγάγει συννόμως οποιαδήποτε πρόθεση της εργοδότριας να απαλλαγεί από τις συμβατικές της δεσμεύσεις με οποιοδήποτε κόστος. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας θα επισημανθεί εδώ και το απαράδεκτο του ερευνώμενου λόγου έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται σφάλμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επειδή δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 182 και 700 ΑΚ, μολονότι, κατά την εκκαλούσα, ήταν εφαρμοστέες και ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι στην  πραγματικότητα η εκκαλουμένη δεν αρνήθηκε να εφαρμόσει τις επίμαχες διατάξεις αλλά έκρινε ότι δεν είχαν εκτεθεί με πληρότητα οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Θα επισημανθεί ομοίως και το γεγονός ότι η ευδοκίμηση του λόγου αυτού, σε συνδυασμό προς το γεγονός της απορρίψεως πρωτοδίκως ως νομικά αβάσιμης της ενστάσεως της εργοδότριας περί αφαιρέσεως από τη συμφωνημένη αμοιβή της εκ της καταγγελίας ωφέλειας που αποκόμισε η εργολάβος, συνολικού ύψους επτακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (764.000 €), που αντιστοιχεί στη ληφθείσα από αυτήν προκαταβολή και στο καθαρό εργολαβικό της κέρδος, θα συνεπαγόταν κατά νομική αναγκαιότητα και την πλήρη παραδοχή της Β΄ αγωγής κατά την πρώτη επικουρική βάση της, ενδεχόμενο το οποίο αντιφάσκει προς το αίτημα της ένδικης έφεσης που συνίσταται στην, μετά την παραδοχή της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθολική απόρριψη της Β΄ αγωγής.

IV. Κατά το άρθρο 424 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 3 του Ν. 4335/2015, δε λαμβάνονται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκαν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων οι ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 421 – 423 του ιδίου Κώδικα, που προστέθηκαν και αυτές με το Ν. 4335/2015, όταν δηλαδή οι βεβαιώσεις δεν δόθηκαν ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα ή μετά από κλήση του αντιδίκου εκείνου που επεδίωξε τη λήψη τους πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες ή όταν στην κλήση αυτή δεν αναφέρθηκαν η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορούσε η βεβαίωση, ο τόπος, η ημερομηνία και η ώρα που θα διδόταν, καθώς και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του μάρτυρα. Μάλιστα, η απαγγελία του κατ’ άρθρο 424 απαραδέκτου χωρεί αυτεπαγγέλτως και ανεξαρτήτως της συνδρομής του στοιχείου της βλάβης (ΑΠ 835/2021, ΑΠ 667/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος – Χ. Τριανταφυλλίδης, Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ στο πεδίο του Δικαίου της αποδείξεως, σε Δνη 2016/655 επομ. [684]). Ενόψει της αυστηρής κύρωσης που απειλείται για την περίπτωση παρατυπιών κατά τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων γίνεται ορθώς δεκτό ότι το έννομο αποτέλεσμα του απαραδέκτου παράγεται μόνον όταν οι νόμιμοι όροι και προϋποθέσεις, που παραβιάστηκαν, ανάγονται στο υποστατό του αποδεικτικού μέσου, όπως συμβαίνει όταν ο βεβαιών δεν είναι τρίτος έναντι των διαδίκων (Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, 2005, σελ. 227 επομ., πρβλ ΑΠ 666/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν η ένορκη βεβαίωση δίδεται ενώπιον τοπικά αναρμοδίου οργάνου (ΑΠ 581/2010, ΕΕμπΔ 2011/142, ΜονΕφΘεσ. 1484/2017, ΕπισκΕΔ 2018/644, ΕφΠειρ. 92/1997, ΕΝαυτΔ 1997/50) ή όταν δεν κλητεύεται καθόλου (ΑΠ 580/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή κλητεύεται εκπρόθεσμα (ΑΠ 17/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ο αντίδικος του επισπεύδοντος τη λήψη της και όχι όταν οι παρατυπίες αφορούν σε άλλα στοιχεία (Γ. Λαζαρίδης, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη, 2019, σελ. 613). Ως προς το κύρος της κλήσης προς παράσταση σε ένορκη βεβαίωση που πρόκειται να ληφθεί σε περισσότερους τόπους και χρόνους, καθοριζόμενους κατά τρόπο συμπλεκτικό ή διαζευκτικό, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης, επειδή η κλήση με τέτοιο περιεχόμενο καταλύει κάθε βεβαιότητα ως προς τον τόπο και το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1321/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 275/2013, ΕΠολΔ 2014/712, με παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου, ΤριμΕφΑθ. 608/2022, ΜονΕφΠειρ. 60/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 1302/2020, ΝοΒ 2020/1641). Αντίθετα, σε περίπτωση κλήτευσης προς λήψη ένορκης βεβαίωσης σε διαφορετικές ώρες της ίδιας ημέρας και, ταυτόχρονα, σε διαφορετικούς τόπους και ενώπιον διαφορετικών οργάνων, το κύρος της κλήσης δεν θίγεται δεδομένου ότι ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 110 § 2, 111 § 1, 112, 115 § 1, 118 αρ. 4 του ΚΠολΔ, ούτε από κάποια άλλη και ιδίως αυτή του άρθρου 116 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης ή εκείνη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, θεσπίζεται ακυρότητα (κατ’ άρθρο 159 ΚΠολΔ), καθώς, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 771/2010, ΧρΙΔ 2011/111 = ΔΕΕ 2011/1070, ΑΠ 36/2006, ΤριμΕφΠατρ. 71/2016, ΜονΕφΠειρ. 366/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά τον ν. 4842/2021, σε ΕΠολΔ 2021/521 επομ. [529]), ο αντίδικος εκείνου, με επιμέλεια του οποίου επισπεύδεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης, μπορεί να ορίσει πληρεξουσίους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις και είναι άλλο ζήτημα το αν η ενέργεια του επισπεύδοντος μπορεί να επισύρει αστικές συνέπειες ως καταχρηστική δικονομική συμπεριφορά, αντικείμενη στην αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης (ΑΠ 2260/2014, ΧρΙΔ 2015/440). Εξάλλου, κατά το άρθρο 422 § 2 ΚΠολΔ οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να παρίστανται κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης είτε αυτοπροσώπως είτε δια πληρεξουσίου δικηγόρου και κατά το άρθρο 423 § 2 του ιδίου Κώδικα τη δυνατότητα να ζητούν την καταχώρηση στο προοίμιό της ενστάσεων και αιτήσεων εξαίρεσης εκείνου που δίνει τη βεβαίωση (Κ. Ρήγας, Ζητήματα του δικαίου της απόδειξης κατά τον ΚΠολΔ [μετά τον ν. 4335/2015], σε ΕΠολΔ 2017/234 επομ. [241]). Πάντως, από την παράλειψη καταχώρησης της ένστασης ή της ως άνω αίτησης του αντιδίκου του επισπεύδοντος είτε επειδή αυτός δεν παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης είτε επειδή παρασταθείς δεν την πρότεινε, δεν επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμά του να προβάλει το μη προταθέντα ισχυρισμό του για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση, αφού ρητώς στο νόμο ορίζεται ότι κάθε αιτίαση κρίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 423 § 2 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα ο διάδικος να δύναται να αποκρούσει επιτρεπτώς την ένορκη βεβαίωση (που προσκόμισε ο αντίδικός του) με την προσθήκη στις προτάσεις του αμέσως μετά την προσκομιδή της στον πρώτο βαθμό. Εφόσον, επομένως, ουδέν δικονομικό δικαίωμα στερείται ο αντίδικος του διαδίκου που επισπεύδει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης από τη μη προβολή των όποιων ισχυρισμών του ενώπιον του οργάνου που τη λαμβάνει, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης επειδή ο προτιθέμενος να προβάλει ισχυρισμούς εμποδίστηκε για οποιαδήποτε αιτία να παρασταθεί κατά τη λήψη της (Κ. Μακρίδου/Χ. Απαλαγάκη/Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2018, σελ. 62).

Επομένως, ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ και παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη για το σχηματισμό της κρίσης της έλαβε υπόψη της και αξιολόγησε τις με αριθμούς ../18.3.2019, …/18.3.2019, …/18.10.2019, …../18.10.2019 και …/4.11.2019 πέντε [5] ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις των ……… η πρώτη και η τέταρτη, ………… η δεύτερη και η τρίτη και …….. η πέμπτη, οι οποίες δόθηκαν με την επιμέλεια των αντιδίκων της για την ανταπόδειξη της Α΄ αγωγής οι δύο [2] πρώτες και για την απόδειξη της Β΄ αγωγής οι λοιπές, μετά από τις από 13.3.2019 για τις δύο [2] πρώτες, 15.10.2019, για τις δύο [2] επόμενες και 30.10.2019 για την τελευταία κλήσεις τους, μολονότι οι κλήσεις αυτές ήταν άκυρες, επειδή την καλούσαν να παραστεί ενώπιον του ιδίου πάντοτε οργάνου και κατά την ίδια εκάστοτε ημέρα αλλά σε τρία [3] κάθε φορά πλησιόχρονα μεν πλην διαφορετικά χρονικά σημεία (10:00 π.μ, 11:00 π.μ., 12:00 μ.μ. της 18ης.3.2019 και της 18ης.10.2019 για τον ……….., 09:30 π.μ., 10:30 π.μ. και 11:30 π.μ. της 18ης.3.2019 και της 18ης.10.2019 για την ……….. και 10:00 π.μ., 10:30 π.μ. και 11:00 π.μ. της 4ης.11.2019 για τον …………), με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η παρουσία της εκκαλούσας κατά τη λήψη αυτών, είναι νομικά αβάσιμος, αφού υπό τα επικαλούμενα δε στοιχειοθετείται ακυρότητα εκάστης από τις παραπάνω κλήσεως ούτε και ανυπόστατο των προαναφερόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες ορθώς και συννόμως ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει ο ίδιος λόγος έφεσης και κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η μη τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 422 § 1 ΚΠολΔ είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί του δικαιώματος της να προτείνει τυχόν ενστάσεις της σύμφωνα με το άρθρο 423 ΚΠολΔ, αφού από τη μη παράστασή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ουδέν δικονομικό δικαίωμα απώλεσε ούτε και θα μπορούσε κατά νόμο να απωλέσει.

V. Το Δικαστήριο επανεκτιμά το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικες εταιρίες επικαλούνται και νομότυπα επαναπροσκομίζουν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις πέντε [5] ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες έγινε λόγος αμέσως παραπάνω, καθώς και τις υπ’ αριθμ. …./28.2.2019, και …../28.2019 δύο [2] ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… βεβαιώσεις, αντιστοίχως, των μαρτύρων για την απόδειξη της Α΄ αγωγής ……… και ………., οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εκκαλούσας μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αριθμ. ,,,/25.2.2019 και ,,,/25.2.2019 επιδοτήριες εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………., σε συνδυασμό προς την από 25.2.2019 ένορκη δήλωση του ιδιώτη δικαστικού επιμελητή στη …. της Κύπρου …….., όπως και τις υπ’ αριθμ. ,,,,,,,,,/18.10.2019, ,,,,,,,,,,/18.10.2019 και ,,,,,/4.11.2019 τρεις [3] ένορκες ενώπιον της ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς βεβαιώσεις, αντιστοίχως, των μαρτύρων για την ανταπόδειξη της Β΄ αγωγής ………………., οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εκκαλούσας μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. τις υπ’ αριθμ. ,,,,/15.10.2019 και ,,,,,/30.10.2019 επιδοτήριες εκθέσεις της αυτής ως άνω δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνεται, όπως και πρωτοδίκως, υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η με αριθμό ,,,,/28.2.2019 ένορκη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση του μάρτυρα για την ανταπόδειξη της Α΄ αγωγής ,,,,,,,, που λήφθηκε με την επιμέλεια των εφεσίβλητων, διότι, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ,,,,/25.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ,,,,,,,,,,,,,, στην από 22.2.2019 κλήση για εξέταση μαρτύρων που επιδόθηκε στην εκκαλούσα δεν προσδιοριζόταν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο (αλλά διαζευκτικά) ο τόπος και ο χρόνος στον οποίο θα γινόταν η εξέταση, ώστε να παρέχεται σ’ αυτήν η δυνατότητα να παρασταθεί κατ’ αυτήν, ενόψει του ότι προσκλήθηκε να παρασταθεί συγχρόνως ενώπιον είτε του Ειρηνοδίκη Πειραιώς είτε της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… και κατά τις ώρες 10.00 π.μ., 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ. της 28ης.2.2019, κατά παράβαση των άρθρων 421 επομ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη ανωτέρω αναφερθεί. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄ και 352 § 1 ΚΠολΔ και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 2.4.2018 έγγραφης σύμβασης έργου (στο πρωτότυπο: «Private Agreement for the Refitting of M/Y GO»), που υπογράφηκε μεταξύ: α) της εδρεύουσας στις ………….. εταιρίας με την επωνυμία «…………», που για την υπογραφή της εκπροσωπήθηκε από την ……………….., β) της εδρεύουσας στη ……….. της Κύπρου εταιρίας με την επωνυμία «………….», που κατά την κατάρτισή της εκπροσωπήθηκε από τον ………. και γ) της εδρεύουσας στο Ικόνιο του Πειραιώς ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», νομίμως εκπροσωπηθείσας από τον ………., η πρώτη από αυτές (εργοδότρια – πελάτης), πλοιοκτήτρια της υπό σημαία Βρετανικών Παρθένων Νήσων θαλαμηγού GO – προσωρινά ευρισκόμενης στο ναυπηγείο «…..» στο Πέραμα – με αριθμό ΙΜΟ … και επίσημο αριθμό ….., ανέθεσε στη δεύτερη των ανωτέρω (εργολήπτρια), την σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στη σύμβαση όρους και προϋποθέσεις εκτέλεση των εξωτερικών εργασιών μετασκευής («exterior refit works») επί του ως άνω σκάφους, που προσδιορίστηκαν με λεπτομέρεια στο Παράρτημα Ι («Προδιαγραφές»), που προσαρτήθηκε στη σύμβαση, για να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της. Η ως άνω θαλαμηγός αποτελούσε, σύμφωνα με το από 6.6.2017 πιστοποιητικό του βρετανικού μητρώου, ένα μηχανοκίνητο πλοίο μήκους εβδομήντα τριών μέτρων και σαράντα πέντε εκατοστών (73,45 μ.), πλάτους δώδεκα μέτρων και ογδόντα εκατοστών (12,80 μ.), με κοίλο πέντε μέτρων και ογδόντα εκατοστών (5,80 μ.) και μέσο βύθισμα τεσσάρων μέτρων και τριάντα πέντε εκατοστών (4,35 μ.), του οποίου η γάστρα ήταν κατασκευασμένη από χάλυβα (ατσάλι), μικτής χωρητικότητας χιλίων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων (1.864) και καθαρής πεντακοσίων πενήντα εννέα (559) κόρων. Τη διαχείριση του σκάφους είχε αναλάβει, δυνάμει της από 1.1.2017 σύμβασης διαχείρισης, η εταιρία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………….». Ως ημερομηνία παράδοσης του έργου συμφωνήθηκε αυστηρά η 20η Ιουλίου 2018, λόγω της χρήσης του σκάφους ως επαγγελματικού και της πρόθεσης ναύλωσής του αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συμφωνηθεισών εργασιών. Της σύναψης της εν λόγω σύμβασης είχε προηγηθεί επιθεώρηση της κατάστασης του σκάφους, την οποία διεξήγαγε η ως άνω εργολάβος από τις 22 μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 2018, ενώ ακολούθησε η από 5.3.2018 προσφορά μετασκευής της υπεργολάβου τρίτης ως άνω εταιρίας, όπου περιγράφονταν αναλυτικά οι συμφωνημένες εργασίες και τα υλικά που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν κατά την εκτέλεση των εργασιών στο ναυπηγείο της υπεργολάβου στη Ζώνη Επισκευής πλοίων του Περάματος και συγκεκριμένα στην πλωτή Δεξαμενή «………» της ………….. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω υπεργολάβος συμβλήθηκε και ως εγγυήτρια, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον όρο 39 της σύμβασης, αφού εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτρια αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα την εμπρόθεσμη και ακριβή εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων της εργολάβου οποιασδήποτε φύσεως βάσει της ή σε σχέση με τη Σύμβαση, ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εργολάβο και παραιτούμενη των δικαιωμάτων και ενστάσεων που απορρέουν από τα άρθρα 855 και 862 έως 868 του Αστικού Κώδικα. Εξάλλου, συμφωνήθηκε η αλληλοσυμπλήρωση της σύμβασης με όλα ανεξαιρέτως τα Παραρτήματά της, σε περίπτωση δε ασυμφωνίας ή αντίθεσης μεταξύ της σύμβασης και οποιουδήποτε εκ των Παραρτημάτων συμφωνήθηκε ότι θα υπερισχύει η σύμβαση, πλην όμως: α) σε σχέση με τη φύση και την έκταση των συμφωνημένων εργασιών, θα υπερισχύουν τα αντίστοιχα Παραρτήματα και β) σε σχέση με την περιγραφή των υποχρεώσεων της εργολάβου αναφορικά με τη διάρκεια και την έγκαιρη εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών, θα υπερισχύουν οι κατάλογοι 1 και 2 (όρος 1.3). Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα ανάθεσης εν όλω ή εν μέρει των συμφωνημένων εργασιών στον συμβληθέντα στη σύμβαση Υπεργολάβο ή/και σε οποιονδήποτε άλλον, με την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του εργοδότη, παραμένοντος, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, του εργολάβου απολύτως υπεύθυνου για την προσήκουσα εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών στο σύνολό τους. Σε σχέση με την εργασία κατασκευής, περιελήφθη στη σύμβαση όρος (3.2), σύμφωνα με τον οποίο «ο Πελάτης έχει παραδώσει στην Εργολάβο όλα τα σχέδια μετασκευής, τις προδιαγραφές, τα σχέδια, τα πρότυπα, τα σχεδιαστικά αρχεία και τις διαστασιολογήσεις που είναι αρμόζοντα και κατάλληλα για τη μετασκευή, έτσι ώστε να είναι σε θέση η Εργολάβος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την παρούσα Σύμβαση, η δε Εργολάβος τελεί σε πλήρη γνώση αυτών και συγκεκριμένα: α) την από Απριλίου 2017 Έκθεση του Ινστιτούτου .. …… με αριθμό ……………, β) τρισδιάστατα αρχεία (3D αρχεία) για το Σκάφος. Η επιθυμητή γενική όψη («desirable general view») του Σκάφους που θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού («possibly to be followed») επισυνάπτεται στην παρούσα ως Παράρτημα 3». Εξάλλου, η Εργολάβος ανέλαβε έναντι του πελάτη την υποχρέωση να εκτελέσει τις συμφωνημένες εργασίες α) προσηκόντως και εγκαίρως, β) σε πλήρη συμμόρφωση με τους όρους της σύμβασης, τις προδιαγραφές και την προσφορά της εργολάβου, γ) αυστηρώς συμμορφούμενη με τους κανόνες και τις οδηγίες της νομοθεσίας που ισχύει κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτέλεσης των συμφωνημένων εργασιών, στο κράτος σημαίας, καθώς επίσης και με τους κανόνες και κανονισμούς της κλάσης που αντιστοιχεί στο σκάφος και δ) σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα στην εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών, ενεργώντας συγχρόνως πάντοτε καλόπιστα, καταβάλλοντας το μέγιστο των προσπαθειών της, της τεχνογνωσίας της και των διαχειριστικών της δεξιοτήτων (όρος 4.1). Το συνολικό εργολαβικό αντάλλαγμα συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπή στο χρηματικό ποσόν των τριών εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι χιλιάδων ευρώ (3.820.000 €), το οποίο κατά τα οριζόμενα στον όρο 5.1 συνιστά πλήρη πληρωμή για τις υπηρεσίες της εργολάβου, συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι περιοριστικώς αναφερομένων, i) του φόρου εισοδήματος της Εργολάβου, καθώς και κάθε άλλου φόρου ή επιβάρυνσης που επιβάλλεται σ’ αυτήν σχετικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία ανά περιόδους, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), ii) μισθών και αμοιβών κάθε φύσης σχετικά με το προσωπικό, τους τεχνικούς, τους εργάτες της Εργολάβου, iii) κάθε επιχειρηματικού, συμβατικού ή άλλου οποιουδήποτε κέρδους της Εργολάβου, iv) της λήψης πιστοποιητικών και αδειών σχετικά με τον εξοπλισμό και το προσωπικό, τους τεχνικούς και εργάτες που είναι απαραίτητοι για να φέρουν εις πέρας τις συμφωνηθείσες εργασίες, που να επιβεβαιώνουν τη συμμόρφωση με τις νομοθετικές απαιτήσεις, v) κάθε κόστους κοινωνικής ασφάλισης και κάθε άλλης ασφάλισης οποιασδήποτε φύσης, vi) του κόστους όλων των υλικών που συμπεριλαμβάνονται στην προσφορά της εργολάβου, συμπεριλαμβανομένων των αναλώσιμων, του κόστους χρήσης των εργαλείων και του εξοπλισμού, όπως απαιτείται, vii) των δαπανών κάθε φύσης του (-ων) υπεργολάβου (-ων) και viii) κάθε κόστους και δαπάνης σχετικά με την προσήκουσα και έγκαιρη εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών, εκτός αν ρητά αποκλείονται από τη σύμβαση. Το εργολαβικό αντάλλαγμα συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δόσεις, κατά τα ποσά και τους χρόνους («ζώνες») που καθορίστηκαν στο Πλάνο Πληρωμών, το οποίο επισυνάφθηκε στη σύμβαση ως Παράρτημα 2 αυτής. Στους ειδικότερους όρους πληρωμής περιελήφθησαν και τα ακόλουθα: «6.2. Η Εργολάβος θα παραδώσει στον Πελάτη αποδεικτικά καθεμίας και όλων ανεξαιρέτως των πληρωμών που θα πραγματοποιούνται κάθε φορά σε Εγκεκριμένους Υπεργολάβους και Προμηθευτές που συμμετέχουν στις Συμφωνημένες Εργασίες (ήτοι αποδεικτικό του εμβάσματος προς τον τραπεζικό λογαριασμό της Υπεργολάβου ή απόδειξη είσπραξης πληρωμής υπογεγραμμένη από την τελευταία) για την αμέσως προηγούμενη Ζώνη, προκειμένου ο Πελάτης να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών και να προβαίνει στις αντίστοιχες πληρωμές για την επόμενη Ζώνη, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Κάθε πληρωμή για την επόμενη Ζώνη θα πραγματοποιείται μετά την επιβεβαίωση εκ μέρους του Πελάτη ότι οι εργασίες που περιλαμβάνονται σε κάθε προηγούμενη Ζώνη έχουν εκτελεστεί σε συμμόρφωση με τη Σύμβαση και ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Εγκεκριμένοι Υπεργολάβοι και Προμηθευτές της προηγούμενης Ζώνης έχουν εξοφληθεί εγκαίρως και ολοσχερώς. Καμία πληρωμή για την επόμενη Ζώνη δεν θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη προτού η Εργολάβος να παρέχει στον Πελάτη επαρκείς αποδείξεις των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς Εγκεκριμένους Εργολάβους και Προμηθευτές της αμέσως προηγούμενης Ζώνης, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα. Η πρώτη δόση, συγκεκριμένα, θα είναι καταβλητέα εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υπογραφή της παρούσας Σύμβασης. Όλες ανεξαιρέτως οι πληρωμές θα γίνονται αποκλειστικά επί τη βάσει προσηκόντως εκδοθέντος τιμολογίου της Εργολάβου. 6.3. Σε περίπτωση που η Εργολάβος δεν παράσχει τις προαναφερθείσες αποδείξεις των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς τους Εγκεκριμένους Υπεργολάβους και Προμηθευτές της προηγούμενης Ζώνης για περισσότερες από δέκα (10) ημερολογιακές ημέρες μετά την αποπληρωμή κάθε Ζώνης εκ μέρους του Πελάτη, ο τελευταίος μπορεί να καταγγείλει την / υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 29 (Υπερημερία Εργολάβου). […]». Σχετικά με τις καθυστερήσεις στον χρόνο παράδοσης του έργου, προβλέφθηκε ως μη επιτρεπόμενη καθυστέρηση η προκληθείσα από ή η οφειλόμενη σε υπαιτιότητα της εργολάβου, των υπαλλήλων της, του προσωπικού της, των τεχνικών, εργατών ή αντιπροσώπων του ή υπεργολάβων της ή των δικών τους υπαλλήλων, εργατών, τεχνικών ή αντιπροσώπων ή των προμηθευτών της εργολάβου ή των υπαλλήλων τους, του προσωπικού τους, των τεχνικών, εργατών ή αντιπροσώπων τους (όρος 22.1). Σε περίπτωση παράτασης της ημέρας παράδοσης του έργου λόγω μη επιτρεπόμενης καθυστέρησης, τα έξοδα που θα ανακύψουν για κάθε ημέρα καθυστέρησης στο χώρο εκτέλεσης των συμφωνημένων εργασιών θα βαρύνουν την Εργολάβο (όρος 22.2). Για την περίπτωση της υπερημερίας του εργολάβου, στον όρο 29 της συμβάσεως προβλέφθηκαν ειδικότερα τα εξής: «Ο πελάτης δικαιούται να καταγγείλει/υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση: α) σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαίωμα αυτό παρέχεται ή απορρέει από τη σύμβαση, εφόσον ρητά προκύπτει πως επιτρέπεται στον πελάτη να το κάνει και/ή β) σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαίωμα αυτό παρέχεται ή απορρέει από το νόμο και/ή γ) σε περίπτωση αφερεγγυότητας της εργολάβου ή του υπεργολάβου ή σε περίπτωση διορισμού συνδίκου, εκκαθαριστή ή διαχειριστή για την κήρυξη πτώχευσης σε όλα ή σε σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων του εργολάβου ή του υπεργολάβου ή σε περίπτωση που η εργολάβος ή υπεργολάβος αποφασίζει το συμβιβασμό με τους πιστωτές ή σε περίπτωση εκκαθάρισης από τον εργολάβο ή υπεργολάβο κατόπιν εντολής ή έγκρισης. Εφόσον η Εργολάβος δεν ανταποκρίνεται στις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά της έγκαιρης και προσήκουσας ολοκλήρωσης και παράδοσης των Συμφωνημένων Εργασιών στις συμφωνημένες κατηγορίες εργασιών και στα χρονικά όρια που προβλέπονται κατά τον Όρο 6 και σε πλήρη αντιστοιχία με τους όρους αυτούς, ο Πελάτης, αφού γνωστοποιήσει αυτό στην Εργολάβο, δικαιούται να ασκήσει κάθε δικαίωμά του συμπεριλαμβανομένου χωρίς κανένα περιορισμό του δικαιώματός του να καταγγείλει και/ή να υπαναχωρήσει από την παρούσα Σύμβαση. Η καταγγελία και/ή υπαναχώρηση από τη Σύμβαση από μέρους του Πελάτη δεν εμποδίζει σε καμία περίπτωση τον πελάτη από το δικαίωμά του να ζητήσει εφάπαξ αποζημίωση από τον εργολάβο και μετά την ημερομηνία της καταγγελίας/υπαναχώρησης όπως ορίζεται στις παραγράφους 6.3 (περ. γ), 22 και 25.1 εφόσον πρόκειται για περίπτωση αποδεδειγμένων απωλειών και ζημιών που προκλήθηκαν λόγω της καταγγελίας/υπαναχώρησης από τη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των εξόδων ρυμούλκησης και πρόσδεσης και τυχόν άλλων εξόδων που ανέκυψαν ώστε να ολοκληρωθούν οι εργασίες από τρίτα μέρη κ.λπ.». Σύμφωνα δε με τον όρο 30, «σε περίπτωση που ο Πελάτης ασκήσει το δικαίωμά του να καταγγείλει/υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση, τότε πρέπει να ειδοποιήσει γραπτώς την Εργολάβο μέσω δικαστικού επιμελητή και η καταγγελία/υπαναχώρηση θα είναι ισχυρή από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης στην Εργολάβο». Τέλος, συμφωνήθηκε ότι μέσα σε πέντε (5) ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα που θα λάβει χώρα αυτή η ειδοποίηση, η Εργολάβος θα πρέπει είτε να την αποδεχτεί είτε να δηλώσει την πρόθεσή της να επιλυθεί η διαφωνία σύμφωνα με τον όρο 37 της σύμβασης (όρος 31.1). Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε πέντε (5) ημερολογιακές ημέρες από την παραλαβή της ειδοποίησης για την καταγγελία/υπαναχώρηση από τη Σύμβαση, η Εργολάβος θα κρατήσει τα χρηματικά ποσά που έχει ήδη λάβει και ανταποκρίνονται στην αξία των συμφωνηθεισών εργασιών που έχουν εκτελεστεί μέχρι την ημέρα της καταγγελίας και θα επιστρέψει το υπόλοιπο, εφόσον υπάρχει, στον Πελάτη, όπως και κάθε ζημία μέχρι την ημέρα της καταγγελίας/υπαναχώρησης, σύμφωνα με τους όρους 6.3 γ, 22 και 25. Η Εργολάβος και ο Πελάτης πρέπει να διευκρινίσουν σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι συμφωνηθείσες εργασίες αλλά και τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι την ημέρα της καταγγελίας/υπαναχώρησης (όρος 31.2). Σε εκτέλεση των ανωτέρω και σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 (Schedule 1) της σύμβασης, με τίτλο «Λίστα και ακολουθία εργασιών για τη μετασκευή του Μ/Υ “GO”», μετά την υπογραφή της σύμβασης η εργολήπτρια εταιρία με τις υπεργολάβους της ξεκίνησαν άμεσα τις απαιτούμενες εργασίες για την εκτέλεση της μετασκευής, τόσον επί του πλοίου [προβαίνοντας, ενδεικτικά, σε αποξηλώσεις τμημάτων του σκάφους, τοποθέτηση ικριωμάτων (σκαλωσιών), προετοιμασία βαφής, μεταφορά ξυλουργικών υλικών, επιπεδοποιήσεις, αεραγωγούς], όσον και στο εργοστάσιό της (κατασκευή τομέων καταστρωμάτων). Την παρακολούθηση των εργασιών μετασκευής για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ανέλαβαν η τεχνική της σύμβουλος, δηλαδή η εταιρία με την επωνυμία «…………». Στις 24.4.2018 παρουσιάστηκαν στην εργοδότρια εταιρία τα στο μεταξύ εκπονηθέντα από την υπεργολάβο εταιρία «……..» ναυπηγικά κατασκευαστικά σχέδια. Σε σχέση με αυτήν, στο Παράρτημα 1 είχε περιληφθεί επί λέξει (χωρίς συντακτικές και ορθογραφικές διορθώσεις) το ακόλουθο χωρίο: (H εν λόγω υπεργολάβος) «…θα είναι υπεύθυνη για (αλλά όχι περιοριστικά): a) Ανασχεδιασμό και εκτύπωση σε ορθό ναυπηγικό σχέδιο ΑΚΡΙΒΩΣ (“exact”) την παρουσιασμένη (επιθυμητή [“wishful”] από εσάς) νέα μορφή πρύμνης (συμπεριλαμβανομένων και όχι περιοριστικά των: νέας πισίνας πρύμνης/γκαράζ των βοηθητικών λέμβων κλπ.), b) Αναθεώρηση και εξέταση των υπαρχόντων σχεδίων και μελετών, c) Έναρξη δημιουργίας προοδευτικά κατασκευαστικών σχεδίων και αρχείων κοπής για το ναυπηγείο μας (ώστε να ξεκινήσει η παραγωγή μας – στόχος για εμάς να ξεκινήσει το αργότερο στις 9 Απριλίου η προκατασκευή μας της Πρύμνης), d) (Ταυτόχρονα με το ανωτέρω “c”) υποβολή των νέων τροποποιημένων σχεδίων στη …. Κλάση για την απόκτηση των εγκρίσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν επί του σκάφους σχέδια ούτε σχέδιο ναυπηγικών γραμμών από την προηγούμενη μετατροπή (πλειοψηφία των οποίων πρέπει να αναδημιουργήσουμε), εκτός από των γενικών (όπως το Σχέδιο Γενικής Διάταξης) (*) Ολόκληρη η περιγραφή υπηρεσιών της ………. εστάλη στις 5 Μαρτίου 2018, παραγρ. «Ε6», απόσπασμα της οποίας … υποβάλλουμε παρακάτω: Σχεδιασμός και ναυπηγικές μελέτες – συμπεριλαμβανομένων: ▪Υπολογισμός βυθίσματος στην παρούσα (παραδομένη) κατάσταση, ▪Επιθεώρηση και εξέταση των υπαρχόντων σχεδίων και μελετών, ▪Μετά από τη λήψη των τελικών (αποδεκτών και εγκεκριμένων από τον ιδιοκτήτη φωτορεαλιστικών απεικονίσεων και σχεδίων) δημιουργία του νέου υδροδυναμικού μοντέλου, ▪Υποβολή τους στον …. νηογνώμονα για απόκτηση εγκρίσεων, ▪Νέες μελέτες ευστάθειας και ευστάθειας κατάκλισης. Υδροστατικοί πίνακες και νέοι υπολογισμοί βαρών, ▪Νέα/αναβαθμισμένα κυβερνητικά σχέδια και μελέτες, ▪Κατασκευαστικά σχέδια και σχέδια εξοπλισμού για τις τροποποιημένες περιοχές του σκάφους, ▪Δημιουργία κατασκευαστικών σχεδίων και αρχείων κοπής για τη νέα μετατροπή της πρύμνης, ▪Υπολογισμοί αντοχής, βάρους, πεπερασμένων στοιχείων και κραδασμών των δύο πρυμναίων επεκτάσεων των καταστρωμάτων Sun deck και ελικοδρομίου, ▪Δημιουργία νέων «όπως κατασκευάστηκαν» τελικών σχεδίων, ▪Δημιουργία τελικού εγχειριδίου διαγωγής και ευστάθειας, ▪Μετά τον αποδεξαμενισμό εκτέλεση νέου υπολογισμού βυθίσματος». Σε συμμόρφωση με τα ανωτέρω, τα εκπονηθέντα ναυπηγικά σχέδια αποτελούσαν τη ναυπηγική αποτύπωση των τρισδιάστατων εικόνων του Ιταλού σχεδιαστή ……………., στον οποίο η εκκαλούσα, σε χρόνο προγενέστερο της συμβάσεως, είχε αναθέσει την εκπόνηση των σχεδίων της νέας επιθυμητής μορφής του σκάφους της και περιείχαν τη βασική ιδέα του, που συνίστατο στην πρόσδοση τετραγωνισμένης μορφής στην πρύμνη, στη μεταφορά της πισίνας στο επιθυμητό σημείο, στην πλήρη απόκρυψη των βοηθητικών σκαφών, στην κατασκευή δύο [2] κλιμάκων (σκάλες) καθόδου στην πλατφόρμα κολύμβησης, στην πλήρη διάταξη του πρυμναίου συστήματος πρόσδεσης, καθώς και στον σχεδιασμό του τμήματος της γάστρας που έπρεπε να αποκοπεί για τους σκοπούς της μετασκευής, με επιμήκυνση αυτής στο πρυμναίο τμήμα, πίσω από τους ελικοφόρους άξονες, τις έλικες και τα πηδάλια. Ωστόσο, η εργοδότρια και πλοιοκτήτρια εταιρία αρνήθηκε να εγκρίνει τα σχέδια αυτά, δηλώνοντας ότι επιθυμούσε νέο σχεδιασμό «απολύτως ίδιο» με το τρισδιάστατο σχέδιο που είχε περιληφθεί στη σύμβαση, ήτοι την πλήρη ταύτιση με το αρχιτεκτονικό σχέδιο του άνω Ιταλού σχεδιαστή, γεγονός, ωστόσο, που συνεπαγόταν τη μετασκευή της γάστρας του πλοίου σε μεγαλύτερη έκταση, προκειμένου να επιτευχθεί και διαπλάτυνσή της, η οποία ήταν απαραίτητη για την «επακριβώς» υλοποίηση της φωτογραφικής απεικόνισης του Ιταλού σχεδιαστή, όπως, άλλωστε, αναφέρει στην υπ’ αριθ. ………./2019 ένορκη βεβαίωσή του ο επικεφαλής της υπεργολάβου ……….,………… Υπό τα δεδομένα αυτά προκύπτει ότι η εργοδότρια αξίωσε να ενταχθεί στην επίδικη σύμβαση επιπλέον αντικείμενο, συνιστάμενο στην ευρύτερη τροποποίηση της γάστρας (δηλαδή και πρώραθεν των πηδαλίων και των ελικοφόρων αξόνων) με τους ίδιους όρους, τιμές και χρόνους παράδοσης. Η εργοδότρια ισχυρίζεται σχετικά ότι εξαρχής είχε συμφωνηθεί η απόλυτη ταύτιση των ναυπηγικών σχεδίων που θα κατήρτιζε η ως άνω υπεργολάβος εταιρία με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Ιταλού σχεδιαστή, επομένως και η ανακατασκευή της γάστρας στον απαιτούμενο βαθμό, προς τούτο δε είχε περιληφθεί στο προαναφερθέν Παράρτημα 1 της σύμβασης η λέξη “exact” (ακριβής) και δη με κεφαλαία γράμματα, προκειμένου να τονιστεί η σημασία της ακριβούς αποτύπωσης. Ωστόσο, η περιγραφή του συνόλου των συμφωνηθεισών εργασιών, όπως περιελήφθησαν στο οικείο Παράρτημα, σε συνδυασμό με το κείμενο της σύμβασης και δη τον όρο 3.2 αυτής, όπου γίνεται λόγος για «επιθυμητή γενική όψη («desirable general view») του σκάφους, που θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού («possibly to be followed»)» δεν αφήνουν περιθώριο υιοθετήσεως αυτής της εκδοχής. Ειδικότερα, στο Παράρτημα 1 δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα ύφαλα του σκάφους, παρά μόνο στην κατασκευή νέου υδροδυναμικού μοντέλου, που θα είχε ως επακόλουθο την ανακατασκευή βέβαια της πρύμνης, με εργασίες όμως σε σημεία υπερκείμενα της ισάλου γραμμής, όπως (κατά την ενδεικτική αναφορά) στη νέα πισίνα και τα γκαράζ των βοηθητικών λέμβων. Οι εργασίες που συμφωνήθηκε να εκτελεστούν είναι επί λέξει οι ακόλουθες:  « – Εβδομάδα 14: Μετακίνηση, εάν καταστεί δυνατό, του σκάφους δίπλα στο συνεργείο της εργολήπτριας στη δυτική αποβάθρα επισκευής πλοίων, – Εβδομάδα 15: Έναρξη (και ολοκλήρωση μια βδομάδα μετά) με τη μετατροπή της πλώρης, ώστε να επιτραπεί στους βαφείς να προχωρήσουν με τις εργασίες τους που εκτείνονται από την πλώρη στην πρύμνη, -Αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης: Έναρξη προετοιμασίας των εργασιών βαψίματος, όπως προετοιμασία καλύμματος, αφαίρεση πλευρικών οροφών κλπ., – Περίπου μία εβδομάδα μετά την υπογραφή της σύμβασης: Επιπεδοποίηση ελικοδρομίου έτσι ώστε αυτό να καλυφθεί με κατάστρωμα teak, – Αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης: Εντολή στον υπεργολάβο της εργολήπτριας να ξεκινήσει την κατασκευή της πασαρέλα πρύμνης, – 10 Απριλίου (?): Μετακίνηση του σκάφους στην πλωτή δεξαμενή «………» – μπροστά από το συνεργείο προκατασκευής της εργολήπτριας, – 3 Απριλίου – 12 Απριλίου: Λήψη ακριβών διαστάσεων υφάλων και πλευρικών τοιχωμάτων στη δεξαμενή και αποτύπωσή τους στο νέο σχέδιο πρύμνης έτσι ώστε να κοπεί το απολύτως απαραίτητο και να εφαρμόσει η γραμμή κοπής τέλεια στο νέο/υπό κατασκευή τμήμα της πρύμνης, – Το αργότερο μέχρι τις 10 Απριλίου: Αγορά των οριακά απαιτούμενων ποσοτήτων χάλυβα και αλουμινίου για την πρύμνη, τις πίσω πλαϊνές πόρτες και την επέκταση του καταστρώματος, – 27 Απριλίου: Ημέρα στόχος για την ολοκλήρωση του απαιτούμενου κοψίματος πρύμνης από το σκάφος, – 9 Απριλίου – 12 Απριλίου: Προτάσεις και αποφάσεις για την τελική ανακατασκευή της παλιάς πισίνας, – 9 Απριλίου – 11 Μαΐου: Περίοδος προκατασκευής της νέας πρύμνης στο στεγασμένο συνεργείο της εργολήπτριας, πιθανότατα σε 3 τμήματα, κάτι που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω σε συνεργασία με τη «………», – 20 Απριλίου – 10 Μαΐου: Προκατασκευή των καταστρωμάτων αλουμινίου στο εργοστάσιο της εργολήπτριας, – 15 Μαΐου (το αργότερο): Απόκτηση των πρώτων σχολίων της Κλάσης για τη χαλύβδινη κατασκευή και εφαρμογή τους στην κατασκευασμένη πρύμνη, – 2 Μαΐου – 10 Ιουνίου: Ανέγερση και των 3 τμημάτων στην πρύμνη του σκάφους, προσφέροντας την περιοχή στους βαφείς και τα τικ δάπεδα, – 10 Μαΐου – 25 Μαΐου: Ανέγερση επί του σκάφους και των δύο πρυμναίων προεκτάσεων του καταστρώματος, – 16 Απριλίου – 23 Μαΐου: Τελική μελέτη και σχεδιασμός του μηχανισμού εγκλεισμού των δύο πρυμναίων βοηθητικών λέμβων, – 24 Απριλίου – 20 Μαΐου: Κατασκευή δύο αλουμινένιων πλαϊνών πορτών για τον εγκλεισμό των δύο βοηθητικών λέμβων, – Μετά τις 20 Μαΐου: Εγκατάσταση/ανέγερση των δύο αλουμινένιων πλαϊνών πορτών επί του σκάφους και σύνδεσή τους με το νέο εγκατεστημένο υδραυλικό σύστημα, – Δάπεδα Τικ: Καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, όπου υπάρχουν διαθέσιμες περιοχές ο υπεργολάβος θα προχωρεί με την τοποθέτηση του τικ δαπέδου, – Βαφή: Ο υπεργολάβος θα ξεκινήσει από την πλώρη, ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά την ανάληψη του έργου, και θα συνεχίσει καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσής του, με τις απαιτούμενες μετατροπές, ώστε να ακολουθήσει το βάψιμο, σύμφωνα με το επιλεχθέν από την πλοιοκτήτρια σύστημα … και ………, – Επιθεωρήσεις κυβερνητικών εγγράφων: Κατά τη διάρκεια του έργου η εργολήπτρια θα προσφέρει χωρίς χρέωση συμβουλευτικές υπηρεσίες για την επιθεώρηση της Κλάσης, σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή της LR, ώστε να διεξάγει και να ανανεώσει την Κλάση του σκάφους, – Επιπεδοποίηση καταστρώματος: Θα λάβει χώρα με τη συνεργασία βαφέων και ξυλουργών, 10 Ιουνίου – 5 Ιουλίου: Ανοξείδωτα, Υαλοπίνακες/Κιγκλιδώματα/Τικ και εργασίες βαφών, εργασίες μετατροπής παλιάς πισίνας στην πρύμνη, – 5 Ιουλίου – 10 Ιουλίου: Αποδεξαμενισμός/Πείραμα ευστάθειας αν απαιτηθεί, νέα επιθεώρηση βυθίσματος, δημιουργία καινούργιου βιβλίου διαγωγής και ευστάθειας, διεξαγωγή δοκιμών στον μόλο και, αν απαιτηθεί από τους ιδιοκτήτες, δοκιμές στην ανοιχτή θάλασσα». Τέλος, στο Παράρτημα τέθηκε ρητή επισημείωση ότι κατά τη διάρκεια του δεξαμενισμού η εργολήπτρια θα διεξαγάγει τις επιθεωρήσεις ανανέωσης των κυβερνητικών εγγράφων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κλάσης, της οποίας την κατάσταση δεν είχε κατά τον χρόνο εκείνο παρατηρήσει. Οι προβλεπόμενες ακριβείς μετρήσεις στη γάστρα και τα πλευρικά τοιχώματα του σκάφους, ώστε να κοπεί αυτή όσο απαιτείτο προκειμένου να εφαρμόσει τέλεια το νέο/υπό κατασκευή τμήμα της πρύμνης αφορούσε σε συγκεκριμένες περιορισμένης εκτάσεως εργασίες, και δη, όπως προέκυψε από τη ναυπηγική μελέτη, από τον νομέα με αριθμό 4 και μέχρι το πρυμναίο άκρο. Εάν ήθελε γίνει δεκτή η εκδοχή της εργοδότριας εταιρίας για την απόλυτη ταύτιση του ναυπηγικού με το αρχιτεκτονικό σχέδιο, η μετατροπή της γάστρας του σκάφους θα έπρεπε να ξεκινήσει από δώδεκα [12] περίπου μέτρα πιο πλώρα και να συμπεριλάβει άξονες, προπέλες και πηδάλια. Όμως, καμία τέτοια αναφορά δεν γίνεται ούτε στη σύμβαση ούτε στο Παράρτημα 1. Άλλωστε, στο τρισδιάστατο σχέδιο του ως άνω Ιταλού σχεδιαστή, που είχε αποσταλεί ηλεκτρονικά από τη διαχειρίστρια του πλοίου στην εργολήπτρια, λίγες ημέρες πριν την υπογραφή της σύμβασης (24.3.2018), δεν υπήρχε οποιαδήποτε απεικόνιση των υφάλων του σκάφους και καμία «διαστασιολογική» μέτρηση δεν ήταν δυνατό να γίνει επ’ αυτού, το σχέδιο δε αυτό απεστάλη εκ νέου στην εργολήπτρια με τη γάστρα, υπό τη μορφή των φωτοαπεικονίσεων Rhino («Rhino Renders»), μετά την υπογραφή της σύμβασης, στις 3.4.2018. Το γεγονός και μόνο ότι παράλληλα χορηγήθηκε στην εργολήπτρια η με αριθμό ……………… από μηνός Απριλίου 2017 έκθεση του ολλανδικού ινστιτούτου ναυπηγικών μελετών «…………» («……….») για την επίδραση της επιμήκυνσης του πρυμναίου τμήματος του σκάφους GOD (προηγούμενη επωνυμία της θαλαμηγού GO) στην υδροδυναμική του συμπεριφορά, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση, καθόσον η μελέτη αυτή αφορούσε εν γένει στη βελτιστοποίηση του σκάφους (βλ. τον τίτλο της σχετικής αναφοράς «Hull Optimization») και συντάχθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ναυπηγική μελέτη βαρών ή προκαταρκτική μελέτη ευστάθειας για το έργο που η εκκαλούσα διατείνεται ότι συμφωνήθηκε. Όπως επισημαίνει και ο πραγματογνώμονας του ΤΕΕ, διπλωματούχος ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός ………… στην από 19.11.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, πρόκειται για μία «θεωρητική μελέτη της υδροδυναμικής συμπεριφοράς της γάστρας του πλοίου σε περίπτωση τροποποίησης του πρυμναίου τμήματός της», που «δεν αποτελούσε κατασκευαστική μελέτη και σχέδιο, ενώ δεν είχε λάβει υπόψη της την επιθυμητή από την πλοιοκτήτρια μετασκευή ούτε τη νέα κατάσταση του πλοίου (εκτόπισμα – πρωραίο και πρυμναίο βύθισμα) μετά τη μετασκευή και ειδικότερα το γεγονός ότι επρόκειτο είτε να τοποθετηθούν σημαντικά νέα βάρη στην πρύμνη είτε να μεταφερθούν σημαντικά στοιχεία, όπως η κολυμβητική δεξαμενή, προς την πρύμνη». Ο ως άνω πραγματογνώμονας διαπιστώνει άλλωστε ότι δεν δόθηκε στην εργολήπτρια εταιρία το σχέδιο που είχε εκπονήσει το ως άνω ολλανδικό Ινστιτούτο για τη βέλτιστη λύση που αναφέρεται στην Έκθεσή της. Βέβαια, η πραγματογνωμοσύνη αυτή διενεργήθηκε κατόπιν της υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου του ΤΕΕ ………./25.9.2018 αίτησης της εργολήπτριας εταιρίας με βάση την υπ’ αριθμ. Α33/Σ16/2017 απόφαση της Δ.Ε. του ΤΕΕ και, επομένως, δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη ούτε οριστική, αφού η εργοδότρια δεν συμφώνησε για την παραπομπή στη διαιτησία της υπό κρίση διαφοράς, θεωρώντας ότι δεν αφορά στις προβλεπόμενες στο άρθρο 37.2 (β) της Σύμβασης περιπτώσεις παραπομπής, ενώ παράλληλα αρνήθηκε να συμμετάσχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαιτητική διαδικασία (βλ. σχετ. την από 29.10.2018 εξώδικη απάντηση – δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στο ΤΕΕ και τον ως άνω πραγματογνώμονα στις 30.10.2018, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τις υπ’ αριθμ. ……. και ……../30.10.2018 δύο [2] εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………….). Όμως, παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο, όπως και πρωτοδίκως συνέβη και εκτιμάται σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες απόδειξης και, συγκεκριμένα, ως ιδιωτική γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 390 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εκκαλούσας, που διατυπώνονται στο τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της. Εξάλλου, τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 8.11.2018 τεχνική έκθεση του ………., εκτιμητή της εταιρίας «…………», που συντάχθηκε με παραγγελία της εργοδότριας και εκτιμάται με τον ίδιο τρόπο (ελεύθερα), σύμφωνα με την οποία, με βάση τη σχεδιαστική απαίτηση, η τροποποίηση της πρύμνης έπρεπε να ξεκινήσει από το νομέα με αριθμό 15. Ειδικότερα, στην εν λόγω τεχνική έκθεση αναφέρεται, αφενός, ότι η συμμόρφωση με τη σχεδιαστική απαίτηση καθιστούσε απαραίτητη την αλλαγή της μορφής της γάστρας στο πρυμναίο τμήμα της, ώστε να καταλήγει με ομαλό και κατά το δυνατό βέλτιστο υδροδυναμικά τρόπο στην ίσαλο επιφάνεια, η οποία προέκυπτε από τη γεωμετρία της σχεδιαστικής απαίτησης και, αφετέρου, ότι σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου MARIΝ, ως βέλτιστη υδροδυναμικά σχεδίαση προέκυπτε αυτή με κωδικό αριθμό ……, η οποία είχε προκύψει από επιφάνεια οριζόντιας τομής στην περιοχή της ισάλου του σκάφους και προσέγγιζε σχεδόν σε απόλυτο βαθμό τη γεωμετρία της σχεδιαστικής απαίτησης της πλοιοκτήτριας εταιρίας, για δε τη μετασκευή της έπρεπε να γίνουν εργασίες στο πρυμναίο τμήμα της γάστρας ξεκινώντας περίπου από τον νομέα με αριθμό 15 του σκάφους. Ωστόσο, οι παραδοχές αυτές της εν λόγω τεχνικής έκθεσης αντικρούονται επαρκώς από την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ΤΕΕ και συμφωνούν με το αντικείμενο και την έκταση των συμφωνηθεισών με τη σύμβαση εργασιών, όπως αυτές περιγράφονται στο Παράρτημα 1 αυτής και μνημονεύθηκαν επί λέξει ανωτέρω. Άλλωστε, το γεγονός ότι η εργοδότρια κατά την κατάρτιση της σύμβασης δεν επιθυμούσε την εκτεταμένη τροποποίηση της γάστρας του σκάφους, αλλά μόνο στον βαθμό που εξυπηρετούσε τη μετασκευή του πρυμναίου τμήματος με την επιμήκυνση και τον κατά το δυνατόν «τετραγωνισμό» της, την απόκρυψη της πισίνας και των βοηθητικών λέμβων κλπ., προκύπτει τόσο από το ύψος συνολικά του εργολαβικού ανταλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη και αντιπαραβάλλοντας και προγενέστερες προσφορές μετασκευής της θαλαμηγού, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εργολήπτρια, όσο και από τον συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης του έργου, που ήταν εξαιρετικά σύντομος. Η πλήρης μετασκευή της γάστρας του σκάφους απαιτούσε πολύ μεγαλύτερο χρόνο, τον οποίο ο πραγματογνώμονας ,……. εκτίμησε σε δύο [2] περίπου επιπλέον μήνες. Περαιτέρω, ακριβώς επειδή τα παραδοθέντα στην εργολήπτρια εταιρία σχέδια ήταν εποπτικά και έπρεπε να διασταυρωθούν με συγκεκριμένα ναυπηγικά σχέδια, ώστε να διαπιστωθεί η επίδρασή τους στο πλοίο και η δυνατότητα εφαρμογής τους, συμφωνήθηκε ρητά στη σύμβαση να ακολουθηθούν «κατά το μέτρο του δυνατού». Επομένως, είτε από το ίδιο το γράμμα της σύμβασης είτε καθ’ ερμηνεία των όρων της, όπως προβλέφθηκε να αλληλοσυμπληρώνεται με τα Παραρτήματά της, στον βαθμό που προκύπτει αμφιβολία για την ακριβή έκταση των συμφωνηθεισών εργασιών επί της γάστρας του σκάφους, απορρέουσα από τις φράσεις «κατά το μέτρο του δυνατού», στον όρο 3.2 της σύμβασης [“The desirable general view of the Yacht possibly to be followed is attached hereto as Schedule 3”], και «ακριβής», στο Παράρτημα 1 αυτής [“Redesigning and plotting in correct Ship design form EXACT the presented (by you wishful) new aft form (including but not limited to: new aft pool / enclosing of tenders etc.)”], με βάση τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή χωρίς προσήλωση στις λέξεις, αλλά με βάση την αληθή βούληση των μερών, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι δεν υπήρχε υποχρέωση της εργολήπτριας για εκτεταμένη μετασκευή της γάστρας του σκάφους, παρά μόνο στο μέτρο που απαιτείτο, προκειμένου η νέα μορφή της πρύμνης να περιλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα που απεικονίζονταν στις φωτογραφικές απεικονίσεις του Παραρτήματος 3. Άλλωστε, η άρνησή της ως εργοδότριας να εγκρίνει τα εκπονηθέντα ναυπηγικά σχέδια είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των εργασιών μετασκευής από το πρυμναίο τμήμα του σκάφους στη γάστρα του, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και του εν γένει σκοπού της σύμβασης. Συνεπώς, βάσιμα η εργολήπτρια ισχυρίστηκε, μετά την άρνηση της πλοιοκτήτριας να εγκρίνει τα σχέδια που της παρουσιάστηκαν στις 24.4.2018 και τα οποία είχε εκπονήσει η ως άνω υπεργολάβος της, ότι απαιτείτο τροποποίηση της σύμβασης και συμφωνία, αφενός, για την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών, προκειμένου να ικανοποιήσει τις αναφανείσες στο μεταξύ πρόσθετες απαιτήσεις της ενάγουσας ως προς τις εργασίες μετασκευής, και δη στα ύφαλα του σκάφους, ώστε να επιτευχθεί το ακριβές σχήμα και φορτίο του κατασκευαστικού σχεδίου του και, αφετέρου, για την εργολαβική αμοιβή αυτών των επιπρόσθετων εργασιών. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της, καθ’ άπαντα τα (τρία [3]) υποσκέλη του, είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η εργοδότρια κατέβαλε στην εργολήπτρια την πρώτη δόση του εργολαβικού ανταλλάγματος αρκετές ημέρες μετά από την παρέλευση της προβλεπόμενης στη σύμβαση σχετικής προθεσμίας των δύο [2] ημερών από την υπογραφή της (4.4.2018) και μάλιστα με τμηματικές καταβολές στις 11.4.2018 και στις 13.4.2018, συνολικού ύψους ενός εκατομμυρίου εκατόν τριάντα οκτώ χιλιάδων ευρώ (1.138.000 €). Το ποσόν αυτό αντιστοιχούσε, κατά την εργοδότρια, σε ποσοστό 30% επί του συμβατικού εργολαβικού ανταλλάγματος και, επομένως, εξοφλούσε, κατά τους υπολογισμούς της, το συμφωνημένο ποσό της προκαταβολής (βλ. σχετ. το από 13.4.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αποστολέα τον οικονομικό διευθυντή της ως άνω διαχειρίστριας της θαλαμηγού εταιρίας …………, με συνημμένη την επιβεβαίωση εμβάσματος). Τους υπολογισμούς αυτούς, ωστόσο, δεν αποδέχθηκε η εργολάβος, η οποία ήδη με το από 24.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμά της επεσήμαινε ότι, κατ’ αυτήν, η πρώτη δόση (της προκαταβολής) έπρεπε να ισούται προς ένα εκατομμύριο πεντακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ευρώ (1.553.440 €), αθροίζοντας προς τούτο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Παράρτημα 2 της σύμβασης, α] τα επιμέρους κονδύλια που έπρεπε να της καταβληθούν «με την υπογραφή» της, β] την προκαταβολή «για ηλεκτρολόγους», που ήταν καταβλητέα μία [1] εβδομάδα μετά την υπογραφή και γ] τις οφειλές δεξαμενισμού του υπό μετασκευή σκάφους, που συμφωνήθηκαν καταβλητέες το αργότερο 28 ή 29.3.2018, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ. Ο ισχυρισμός της εργοδότριας ότι εκ παραδρομής αναγράφηκε η ημερομηνία αυτή, που ήταν άλλωστε προγενέστερη της υπογραφής της συμβάσεως, αντί της ορθής 28 ή 29.5.2018, δεν είναι βάσιμος, δεδομένου του ότι το «πλάνο πληρωμών», που περιελήφθη στο Παράρτημα 2 της σύμβασης, διαμορφώθηκε κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης από τα συμβαλλόμενα μέρη, η δε σχετική πληρωμή έχει τοποθετηθεί μεταξύ των αρχικών και όχι των μεταγενέστερων πληρωμών, των ποσών δηλαδή που θα έπρεπε να καταβληθούν προοδευτικά μετά την υπογραφή της συμβάσεως και κατά την εξέλιξη των εργασιών. Άλλωστε, στο από 6.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του ………., εξουσιοδοτηθέντος από την εργοδότρια στη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την επίδικη σύμβαση έργου, που απευθύνθηκε προς την γενική διευθύντρια και εκπρόσωπο της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ………………., διατυπώνεται η απορία του για το μειωμένο ποσό που εμβάστηκε προς την εργολήπτρια, καθώς, κατά τους δικούς του υπολογισμούς, το συνολικό ποσό της προκαταβολής έπρεπε να ανέρχεται σε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες πενήντα έξι χιλιάδες ευρώ (1.456.000 €), το οποίο με συνυπολογισμό του αναλογούντος στις δαπάνες δεξαμενισμού του πλοίου ΦΠΑ, που εκείνος αφαιρούσε, ταυτίζεται με το επικαλούμενο από την εργολάβο χρηματικό ποσό (1.553.000 €). Κατά συνέπεια, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, που προβάλλεται με το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της, ότι η εργολάβος είχε αποδεχθεί το ποσόν του ενός εκατομμυρίου εκατόν τριάντα οκτώ χιλιάδων ευρώ (1.138.000 €) ως ανταποκρινόμενο στη συμφωνηθείσα προκαταβολή που οφειλόταν βάσει του πλάνου πληρωμών που συνόδευε τη σύμβαση. Οι δε λοιποί, προβαλλόμενοι στο παραπάνω σημείο της έφεσης, ισχυρισμοί της περί του ότι η αξία των εργασιών που πράγματι εκτελέστηκαν μέχρι τις 25.9.2018 δεν υπερέβαινε τις πεντακόσιες εξήντα τέσσερις χιλιάδες ευρώ (564.000 €), είναι νομικώς αδιάφοροι, αφού δεν δικαιολογούν την εκ μέρους της καθυστέρηση της αποπληρωμής της προκαταβολής, δεδομένου ότι, όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί, το ύψος της δεν είχε εξαρτηθεί με την αξία των εργασιών που θα είχαν πραγματοποιηθεί κατά το ληξιπρόθεσμό της. Εξάλλου, σύμφωνα με τον περιλαμβανόμενο στο προεκτεθέν Παράρτημα Ι της σύμβασης χρονικό προγραμματισμό των συμφωνημένων εργασιών, η μετακίνηση της ένδικης θαλαμηγού στην πλωτή δεξαμενή «…….» της ………….. είχε προσδιοριστεί να πραγματοποιηθεί περίπου στις 10.4.2018, ωστόσο, μετά από σχετικό αίτημα της εργοδότριας, προηγήθηκε ο δεξαμενισμός εκεί έτερης θαλαμηγού της πλοιοκτησίας της και συγκεκριμένα του Μ/Υ ΟM, με συνέπεια ο δεξαμενισμός του M/Y GO να καθυστερήσει και να λάβει τελικά χώρα στις 15.5.2018. Η μεταβολή του χρονοδιαγράμματος, που οφειλόταν αποκλειστικά σε σχετική επιθυμία της εργοδότριας, είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση έναρξης των εργασιών και τη διατύπωση έντονης ανησυχίας από το σύνολο των υπεργολάβων σε σχέση με τους χρόνους ολοκλήρωσης των επιμέρους εργασιών και παράδοσης του έργου, η οποία κρίνεται εύλογη, δεδομένου του ότι με τον τρόπο αυτόν ανατρεπόταν ο προγραμματισμός τους ως προς την πρόοδο άλλων έργων, την εκτέλεση των οποίων είχαν ήδη αναλάβει και όφειλαν να αποπερατώσουν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Η εργοδότρια αποδίδει, βέβαια, την αναβολή του δεξαμενισμού του σκάφους της στην καθυστέρηση ολοκλήρωσης των ναυπηγικών μελετών και σχεδίων από την πλευρά της εργολάβου, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον τα ναυπηγικά σχέδια, όπως προεκτέθηκε, ήταν έτοιμα στις 24.4.2018, ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι δεν έγιναν δεκτά και, δεύτερον, του ότι η εργοδότρια δεν είχε παραδώσει εξαρχής στην εργολήπτρια τα σχέδια προγενέστερης μετασκευής του ενδίκου σκάφους, που είχε πραγματοποιηθεί το έτος 1994, τα οποία η εργολάβος αναζήτησε με δική της πρωτοβουλία και εν τέλει ανηύρε επί του GO, στην καμπίνα του πρώτου μηχανικού. Να σημειωθεί εδώ ότι τα σχέδια αυτά δεν είχαν παραδοθεί ούτε στο ως άνω ολλανδικό Ινστιτούτο ναυπηγικών μελετών, προκειμένου να συνεκτιμηθούν από αυτό κατά την εκπόνηση της προαναφερθείσας μελέτης του, η οποία στηρίχθηκε στη μορφή που είχε λάβει το πρυμναίο τμήμα του σκάφους κατά την κατασκευή του το έτος 1988. Άλλωστε, το αβάσιμο του ερευνώμενου ισχυρισμού της επιβεβαιώνεται από την παραδοχή της στην Α΄ αγωγή ότι το τριακονταπενθήμερο χρονικό διάστημα της καθυστέρησης του δεξαμενισμού του GO στην εν λόγω πλωτή δεξαμενή θεωρήθηκε επιτρεπόμενη καθυστέρηση, δηλαδή μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα της εργολάβου και ότι για το λόγο αυτό ο συμφωνημένος χρόνος αποπερατώσεως του έργου παρατάθηκε κατ’ ίσο διάστημα, ενώ στις ίδιες παραδοχές προβαίνει η εκκαλούσα και με την ένδικη έφεσή της (πέμπτο σκέλος του πέμπτου λόγου). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει επιπλέον ότι, αν και κατά τις επόμενες εβδομάδες η εργολήπτρια επανειλημμένα απέστελλε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την εργοδότρια αναφέροντας την πρόοδο των εργασιών και επισημαίνοντας την ανάγκη τροποποίησης της σύμβασης, η τελευταία επέδειξε ολιγωρία ως προς τη συνεργασία της με αυτήν, καθόσον, συγκεκριμένα, καθυστερούσε διαρκώς να παράσχει απαντήσεις και διευκρινίσεις επί των θεμάτων που της ετίθεντο από την αντισυμβαλλόμενή της, η οποία, μάλιστα, αφενός, είχε έρθει δια της ως άνω υπεργολάβου της σε επικοινωνία με το αρχιτεκτονικό γραφείο του ………………, προκειμένου να εκπονηθούν νέα ναυπηγικά σχέδια, απολύτως σύμφωνα με την αρχιτεκτονική ιδέα ως προς την άνωθεν της ίσαλου γραμμής περιοχή και κατ’ επέκταση να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί ένας [1] εξ ολοκλήρου καινούργιος πυθμένας, ικανός να αντέξει τη νέα φόρμα της υπερκατασκευής και, αφετέρου, προχωρούσε στις σχετικές εργασίες παρά το νεφελώδες πεδίο που είχε διαμορφωθεί με υπαιτιότητα της εργοδότριας, η οποία σιωπηρά δημιουργούσε την εντύπωση ότι αποδεχόταν τις πρόσθετες εργασίες, μολονότι δεν τις είχε ακόμα συμφωνήσει ρητώς. Όσον αφορά ειδικά στη γενομένη στις 12.6.2018 από την υπεργολάβο κοπή και αφαίρεση του πρυμναίου τμήματος της γάστρας του σκάφους, ξεκινώντας από τον νομέα με αριθμό 4 και μέχρι και το πρυμναίο άκρο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή αποτελούσε ενέργεια, για την οποία είχε ενημερωθεί προηγουμένως η εργοδότρια και οι αντιπρόσωποί της και δεν αποσκοπούσε να την περιαγάγει «προ τετελεσμένου», όπως η ίδια αβασίμως ισχυρίζεται, καθώς, αντιθέτως, εντασσόταν στις συμφωνηθείσες εργασίες, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που είχε συμφωνηθεί, όπως αυτός με λεπτομέρεια έχει ανωτέρω παρατεθεί. Άλλωστε, αν η εργοδότρια αντιδρούσε πράγματι στην κοπή της πρύμνης του σκάφους της χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της, δεν θα εξέφραζε τις αντιρρήσεις της προφορικά, σε τηλεφωνική επικοινωνία της εκπροσώπου της …………. με τον οικονομικό διευθυντή της …….., …………., περί της οποίας μαρτυρεί η ………. (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/2019 ένορκη βεβαίωσή της) αλλά, ενόψει της βαρύτητας των συνεπειών μιας τέτοιας ενέργειας, θα προέβαινε είτε σε άμεση δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση είτε σε επίδοση εξώδικης άρνησης είτε, το απλούστερο και αποδεικτικά προσφορότερα, σε αποστολή αρνητικού μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όπως όμως δεν αποδεικνύεται ότι συνέβη. Αντιθέτως, προκύπτει ότι επακολούθησε νέα συνάντηση των εκπροσώπων των μερών, που πραγματοποιήθηκε στις 2.7.2018, κατά την οποία η εργολήπτρια παρουσίασε στην εργοδότρια το νέο σχέδιο μετασκευής της θαλαμηγού, το οποίο περιελάμβανε εκτενή τροποποίηση και της γάστρας του σκάφους με διαπλάτυνση αυτής σε βαθμό τέτοιο, ώστε να εφαρμόζεται απολύτως η αρχιτεκτονική ιδέα του ……………, ενώ, στη συνέχεια, κατόπιν συζητήσεως που έλαβε χώρα στις 9.7.2018, η εργολήπτρια απέστειλε ηλεκτρονικά στην εργοδότρια την οικονομική προσφορά της για τις επιπλέον εργασίες που θ’ απαιτούνταν, με τίτλο «τροποποίηση του πρυμναίου τμήματος της γάστρας και των πίσω πλευρών/διεύρυνση των πρυμναίων καταστρωμάτων/περίβλημα των βοηθητικών πλοίων (enclosing of tenders)», συνολικού προϋπολογισμού δαπάνης ύψους ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων ογδόντα χιλιάδων ευρώ (1.580.000 €). Στην προσφορά αυτή ως χρόνος παράδοσης του έργου αναφερόταν το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Νοεμβρίου του ιδίου έτους (2018), υπό την προϋπόθεση ότι το τελικό σχέδιο θα εγκρινόταν έγκαιρα από την πλοιοκτήτρια, προκειμένου στη συνέχεια να υποβληθεί στον Νηογνώμονα …… Όμως, και πάλι η εργοδότρια παρέλειψε να απαντήσει με σαφήνεια αν αποδέχεται την εν λόγω προσφορά και μόλις στις 8.8.2018, σε νέα συνάντηση των εκπροσώπων της εργολήπτριας με την ως άνω εκπρόσωπο της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας ………, η τελευταία, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της εργοδότριας, ζήτησε έκπτωση επί του προϋπολογισμένου κόστους των πρόσθετων εργασιών, όπως βεβαιώνει η ……………………, υπάλληλος γραφείου της υπεργολάβου εταιρίας «……….» στην υπ’ αριθμ. …./2019 ένορκη βεβαίωσή της. Σημειώνεται ότι η ως άνω ………, στην υπ’ αριθμ. …./4.11.2019 δική της ένορκη βεβαίωσή της, δεν αρνείται ότι μετέβη πράγματι στα γραφεία της εν λόγω υπεργολάβου εταιρίας στις 8.8.2018, υποστηρίζει όμως ότι τούτο συνέβη με σκοπό να επαναλάβει για άλλη μία φορά ότι δεν απαιτείτο τροποποίηση της σύμβασης. Παραδέχεται, ωστόσο, στην ίδια βεβαίωσή της, ότι όντως τέθηκε ζήτημα έκπτωσης της αξίας των επιπρόσθετων εργασιών, που περιελήφθησαν στην από 9.7.2018 προσφορά της εργολάβου, όμως επ’ αυτού δεν τοποθετήθηκε με σαφήνεια, επαφιέμενη στη διακριτική ευχέρεια της εργολήπτριας, ενώ κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θα έπρεπε να αποκρούσει πάραυτα το ενδεχόμενο αποδοχής της έκπτωσης, αφού αυτή θα επέφερε αύξηση του εργολαβικού ανταλλάγματος έναντι εκείνου που είχε συμφωνηθεί στις 2.4.2018. Μετά ταύτα, με το από 9.8.2018 ηλεκτρονικό της μήνυμα η εργολήπτρια προσέφερε έκπτωση για τις επιπρόσθετες εργασίες σε ποσοστό 10% επί του πρόσθετου εργολαβικού ανταλλάγματος (των 1.580.000 €), σε απάντηση, όμως, αυτού έλαβε το από 13.8.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα της ως άνω …………….., με το οποίο η τελευταία, ενεργώντας για λογαριασμό της διαχειρίστριας του πλοίου, αρνήθηκε ότι είχε ζητηθεί τροποποίηση της σύμβασης και ενέμεινε στην άποψη ότι η τροποποίηση της γάστρας του σκάφους σε βαθμό τέτοιο, που να είναι ικανή να στηρίξει την υπερκατασκευή του σχεδίου του  …….., περιλαμβανόταν στις εξαρχής συμφωνηθείσες εργασίες. Κατόπιν ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων και στη συνέχεια, από τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους (2018), εξωδίκων, με την από 25.9.2018 δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε σε αμφότερες τις αντισυμβαλλόμενές της (εργολήπτρια και υπεργολάβο) εταιρίες στις 27.9.2018 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. ……/27.9.2018 και …./27.9.2018 αντίστοιχες εκθέσεις επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο  Αθηνών ………………..), η εργοδότρια δήλωσε ότι υπαναχωρεί από την ένδικη σύμβαση έργου, για λόγους αναγόμενους σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εργολάβου. Κατά τα αναφερόμενα στην εν λόγω δήλωση, η αντισυμβατική συμπεριφορά της τελευταίας συνίστατο, αφενός, στην καθυστέρηση εκτέλεσης των εργασιών και έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, που αιτία είχε την προσπάθειά της να μεταβάλει το αντικείμενο της σύμβασης, δηλαδή τις συμφωνηθείσες εργασίες μετασκευής επί του σκάφους, όπως αυτές αποτυπώνονταν στους όρους της σύμβασης και τα επισυναπτόμενα σε αυτήν Παραρτήματα, ενώ η ίδια [εξωδίκως δηλούσα – υπαναχωρούσα] ουδέποτε είχε αιτηθεί την εκτέλεση εργασιών πέραν των αρχικώς συμφωνηθεισών ούτε είχε συμφωνήσει σε τροποποίηση της σύμβασης και, αφετέρου, στην καθυστέρηση παράδοσης των αποδείξεων πληρωμής των υπεργολάβων της εργολήπτριας, που πραγματοποιήθηκε στις 30.6.2018, δηλαδή μετά την αποπληρωμή της προκαταβολής. Το δικαίωμά της υπαναχωρήσεως, συνεπώς, η εκκαλούσα θεμελίωσε,  αφενός, στη νόμιμη, αφετέρου, σε συμβατική πρόβλεψη. Ωστόσο, από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι στην πραγματικότητα υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων υπήρξε η εργοδότρια και τούτο προεχόντως διότι αρνήθηκε να εγκρίνει τα ναυπηγικά σχέδια που της παρουσιάστηκαν στις 24.4.2018, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων για την «κατά το δυνατόν» προσέγγιση της «επιθυμητής γενικής όψης» του πρυμναίου τμήματος του σκάφους, όπως είχε αποτυπωθεί στο Παράρτημα 3 της σύμβασης, αξιώνοντας αντιθέτως την απολύτως ακριβή ταύτισή τους με τις ως άνω φωτοαπεικονίσεις. Επιπλέον, η ίδια ευθύνεται α] για την αποσιώπηση της προηγούμενης (από το έτος 1994) μετασκευής της θαλαμηγού και τη μη παράδοση των σχετικών σχεδίων, τα οποία η εργολήπτρια αναζήτησε και ανηύρε τελικά με δική της πρωτοβουλία, β] για την καθυστέρηση του δεξαμενισμού του σκάφους στην πλωτή δεξαμενή «………..» της ……………., που είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η παράδοση του έργου στην αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία (20.7.2018) και γ] για την καθυστέρηση της καταβολής της πρώτης δόσης, η οποία μάλιστα καταβλήθηκε μειωμένη, όπως ήδη εκτέθηκε. Σημειώνεται ότι για την καταβολή του εν λόγω ποσού της πρώτης δόσης (προκαταβολής) δεν απαιτείτο η προηγούμενη αποστολή στην εργοδότρια των εκδοθέντων παραστατικών, καθόσον, σύμφωνα με το Παράρτημα 2, αυτή έπρεπε να καταβληθεί σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης οποιωνδήποτε εργασιών, ούτε η έγκριση των υπεργολάβων που θα χρησιμοποιούνταν. Η μεταγενέστερη δε απροθυμία της εργοδότριας να συναινέσει για τα πρόσωπα των υπεργολάβων και προμηθευτών και να αποδεχθεί τις εργασίες, όπως προέκυπταν από τα στο μεταξύ εκδοθέντα και αποσταλέντα σ’ αυτήν παραστατικά, καταβάλλοντας το αντίστοιχο αντάλλαγμα, σύμφωνα με τις ορισθείσες «ζώνες» πληρωμής, δεν αιτιολογείται πειστικά με βάση τα επικαλούμενα στα δικόγραφά της. Σημειώνεται ακόμα ότι η αδικαιολόγητη άρνηση της εκκαλούσας να εγκρίνει τα ναυπηγικά σχέδια που της υποβλήθηκαν στις 24.4.2018 είχε ως αποτέλεσμα να μην υποβληθούν αυτά στο Νηογνώμονα LR (Lloyd’s Registry), αφού η προηγούμενη έγκρισή τους από την πλοιοκτήτρια ήταν προαπαιτούμενο της υποβολής τους στο Νηογνώμονα. Σε κάθε περίπτωση, οι εργασίες, στις οποίες προέβη η εργολήπτρια διά των υπεργολάβων της, δεν είχαν ως προαπαιτούμενο την έγκριση των σχεδίων από τον Νηογνώμονα και ούτε ήταν δυνατό τα συνεργεία των υπεργολάβων να παραμένουν άπρακτα στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Οι παραδοχές αυτές, περί υπαιτιότητας της εργοδότριας για την ανώμαλη εξέλιξη της επίδικης σύμβασης έργου αποκλείουν ταυτόχρονη υπαιτιότητα της εργολάβου για καθυστέρηση στην εκτέλεσή του. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι η τελευταία επανειλημμένα απευθύνθηκε στην εργοδότρια καθ’ όλη τη διάρκεια εξέλιξης των εργασιών, ενημερώνοντάς την για την πρόοδό τους και καλώντας την να λάβει σαφή θέση επί των εργασιών μετασκευής, προέβη δε και σε επικοινωνία με τον Ιταλό σχεδιαστή ………., σε συνεργασία με το γραφείο του οποίου εκπόνησε περαιτέρω σχέδια, μετά την κατά τα ανωτέρω άρνηση της εργοδότριας να εγκρίνει τα αρχικώς εκπονηθέντα. Οι ενέργειές της αυτές φανερώνουν επιμέλεια, επαγγελματισμό και πρόθεση συνεννοήσεως με τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας σε πνεύμα συνεργασίας. Το ίδιο υποδηλώνουν, πρώτον, η χορήγηση έκπτωσης στην αξία των επιπρόσθετων εργασιών που έπρεπε να εκτελεστούν για την ικανοποίηση της αντισυμβατικής αξίωσης της εργοδότριας τα ταυτιστεί απόλυτα το ναυπηγικό σχέδιο μετασκευής του σκάφους του με το αντίστοιχο αρχιτεκτονικό, παρά το γεγονός ότι με τη σύμβαση συνομολογήθηκε η κατά το δυνατόν ακριβής υλοποίησή του και, δεύτερον, η από 21.9.2018 εξώδικη πρόσκληση της εργολήπτριας εταιρίας, πριν τη δήλωση υπαναχώρησης της εργοδότριας, να προσφύγουν τα αντίδικα μέρη σε ειδικό τεχνικό εμπειρογνώμονα (expert) κατά τις προβλέψεις του άρθρου 37.2 (b) και 14.2 της σύμβασης, η οποία καταδεικνύει ότι επιθυμούσε πραγματικά να επιλυθεί το πρόβλημα που είχε ανακύψει σχετικά με την έκταση των συμφωνηθεισών εργασιών, χωρίς να υπαναχωρεί από την αρχική θέση της ότι οι εργοδοτικές απαιτήσεις, όπως εκφράστηκαν στις 24.4.2018, δεν είχαν έρεισμα στο συμβατικό πλαίσιο. Τέτοια διάθεση συνεννοήσεως, όμως, δεν διαπιστώνεται στην πλευρά της εργοδότριας, η οποία εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενη, καθώς αρχικά αρνείται να εγκρίνει τα ναυπηγικά σχέδια της ………., στη συνέχεια δεν αντιδρά αποτελεσματικά στην πρόοδο των εργασιών βάσει του αρχικού χρονοδιαγράμματος, ακολούθως αποδέχεται τη συνεργασία των εφεσίβλητων με τον ………….., κατόπιν δεν αρνείται κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να χορηγηθεί έκπτωση στην αμοιβή των επιπρόσθετων εργασιών που ευλόγως αξιώνει η εργολάβος και, εν τέλει, επανέρχεται στην αρχική θέση της περί του εύρους του συμβατικού αντικειμένου και μη αποδεχόμενη τη διαμεσολάβηση του ΤΕΕ υπαναχωρεί από τη σύμβαση, αποδεχόμενη περιουσιακή της ζημία ίση με το ποσό της αξίας των εργασιών που είχαν μέχρι τότε εκτελεστεί. Η συνολική στάση της καταδεικνύει αδυναμία λήψης αποφάσεων και έλλειψη καλής διάθεσης και πνεύματος συνεργασίας. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με σαφείς και αιτιολογημένες παραδοχές. Ορθώς, επομένως, τις αποδείξεις εκτίμησε και ο πέμπτος λόγος της ένδικης έφεσης, κατά τα σκέλη του με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος κρίνεται και ο πρώτος λόγος έφεσης, κατά το (πρώτο) σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη για κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων παραδοχή της δικής της υπαιτιότητας, χωρίς αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών δόλου ή βαριάς αμέλειάς της ως προς την καθυστέρηση εκτέλεσης των συμβατικών εργασιών, περί του οποίου (πρώτου στο εφετήριο λόγου) θα γίνει αναφορά και πιο κάτω. Από όσα ήδη εκτέθηκαν συνάγεται ότι η δήλωση υπαναχώρησης στην οποία προέβη η εργοδότρια στις 25.9.2018, ήταν άκυρη και δεν ανέπτυξε τις νόμιμες συνέπειες της έγκυρης τοιαύτης, που συνίστανται στην αναδρομική ανατροπή της επίδικης σύμβασης έργου και στην αναδρομική απόσβεση όλων των υποχρεώσεων των συμβληθέντων, ενεχομένων προς αμοιβαία απόδοση όλων των παροχών, που δυνάμει της ανατραπείσας συμβάσεως έλαβαν, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ και, συγκεκριμένα για αιτία που έληξε. Η ακυρότητα οφείλεται στο γεγονός ότι υπαίτια για την ανώμαλη εξέλιξη της επίδικης σύμβασης έργου κρίνεται η εργοδότρια, χωρίς ταυτόχρονα να διαπιστώνεται υπερημερία της εργολάβου ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων. Η παραδοχή αυτή αρκεί α] για την αποδοχή της κύριας βάσης της Β΄ αγωγής και β] για την απόρριψη της κύριας βάσης της Α΄ αγωγής, κατ’ αποδοχή του αντίστοιχου ισχυρισμού που είχε προβληθεί ως άμυνα κατά του κύριου αιτήματος της Α΄ αγωγής, ο οποίος ορθά (ΑΠ 791/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) χαρακτηρίστηκε ως ένσταση, διακωλυτική πάντως της γενέσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος ΙΙ, 2007, § 11, αρ. 30 και 33, σελ. 278 – 279, Α. Βαλτούδης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρα 686 – 687, αρ. 13, σελ. 1277, Α. Καρδαράς, ο.π., άρθρο 686, αρ. 12, σελ. 629), αφού η έλλειψη υπαιτιότητας του εργοδότη είναι στοιχείο του πραγματικού της διατάξεως του άρθρου 686 ΑΚ και όχι καταλυτική αυτού (ΑΠ 113/2014, Ε7 2014/1572, ΑΠ 533/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εκκαλούσας που περιλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσής της. Ο ίδιος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος α] κατά τα σκέλη του με τα οποία αιτιάται την εκκαλουμένη για διττό ερμηνευτικό και εφαρμοστικό του άρθρου 686 εδαφ. α΄ ΑΚ σφάλμα, συνιστάμενο, αφενός, στο ότι δεν δέχθηκε περιστατικά δόλου ή βαριάς αμέλειάς της, μολονότι αυτό ήταν απαραίτητο για να αποκλειστεί η εφαρμογή του και, αφετέρου, στο ότι δέχθηκε έλλειψη υπαιτιότητας της εργολάβου, μολονότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο για την εφαρμογή του, ως απαράδεκτος και, συγκεκριμένα, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Η εκκαλούσα πράγματι με την αγωγή της είχε επικαλεστεί τη διάταξη του άρθρου 686 εδαφ. α΄ ΑΚ, όμως, κατά την εξειδίκευση των ισχυρισμών της είχε υποστηρίξει ότι η αντισυμβατική καθυστέρηση εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης οφειλόταν σε υπαιτιότητα της εργολάβου, η οποία αμφισβήτησε προσχηματικά το εύρος του συμβατικού αντικειμένου και επιχείρησε να λάβει πρόσθετη αμοιβή για εργασίες που περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση. Στους ίδιους, σημειωτέον, ισχυρισμούς εμμένει και με την έφεσή της (βλ. σελ. 56 και 80 – 81 του εφετήριου). Η προβολή των περιστατικών αυτών συνιστούν αναμφίβολα επίκληση πταίσματος της εργολάβου (άρθρο 330 ΑΚ), διότι ανάγονται στη δική της συμπεριφορά και στη δική της σφαίρα ευθύνης. Η δε εκκαλουμένη, που τους απέκρουσε κατ’ ουσίαν με την αναφορά αντίθετων περιστατικών, που ανάγονται στη συμπεριφορά της εκκαλούσας και υπερβαίνουν το μέτρο της ελαφράς αμέλειάς της δεν έσφαλε. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης δεν υπήρξε ασυμφωνία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών ως προς ουσιώδη ή επουσιώδη στοιχεία της, ώστε να προκύπτει το άκυρο (άλλως ανυπόστατο) αυτής. Αντίθετα, με βάση τα προεκτεθέντα όσον αφορά την έννοια συγκεκριμένων όρων της σύμβασης που προσδιόριζαν το εύρος των συμφωνηθεισών εργασιών, συνάγεται ότι αντικείμενο της ένδικης σύμβασης έργου υπήρξε η μετασκευή του πρυμναίου τμήματος της θαλαμηγού GO, κατά το δυνατόν σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του …………….., των οποίων ακριβής αποτύπωση επισυνάφθηκε με τη μορφή φωτογραφικών απεικονίσεων στη σύμβαση ως Παράρτημα 3 αυτής. Επομένως, ούτε για λανθάνουσα ασυμφωνία μπορεί να γίνει εν προκειμένω λόγος, αφού οι δηλώσεις βουλήσεως όλων των αντισυμβαλλομένων μερών ταυτίζονταν κατά το χρόνο κατάρτισης αυτής. Άλλωστε, η όποια διαφωνία σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και ειδικότερα ως προς την έκταση της μετασκευής της γάστρας του σκάφους της εργοδότριας ανέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο και οφειλόταν στην προβληματική αντιπροσώπευση της πλοιοκτήτριας και τη διάσταση απόψεων που υπήρξε μεταξύ των εκπροσώπων της, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή αλλαγή στάσης έναντι της εργολήπτριας εταιρίας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, δυνάμει της από 25.9.2018 εξώδικης δήλωσης και ανάκλησης πληρεξουσιότητας της πλοιοκτήτριας εταιρίας, η τελευταία ανακάλεσε το πληρεξούσιο που είχε χορηγήσει σε σχέση με την ένδικη σύμβαση έργου στον ……….. και στην …………….., χωρίς να ορίσει άλλον αντιπρόσωπο. Τούτο προκύπτει και από την αντιφατική συμπεριφορά που η εργοδότρια επέδειξε κατά το θέρος του έτους 2018, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως αβάσιμη την επικουρική βάση της Α΄ αγωγής, ορθώς έκρινε και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με αυτές τις παραδοχές η εκκαλουμένη οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη σύμβαση έργου δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο λυθεί και για το λόγο αυτό επιδίκασε στην εργολάβο, κατά μερική παραδοχή της Β΄ αγωγής, το συνολικό χρηματικό ποσόν των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι ευρώ (157.516 €), ως καταπεσούσα ποινική ρήτρα κατ’ εφαρμογή του όρου 32.1.1 της σύμβασης, που προέβλεπε τη σχετική υποχρέωση της εργοδότριας στην περίπτωση της εκ μέρους της καθυστέρησης εξόφλησης της προκαταβολής, χωρίς η ορθότητα των αριθμητικών υπολογισμών της να πλήττεται με λόγο έφεσης.

VI. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας πρέπει να σημειωθεί και ότι με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής της η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη για, όπως εκτιμάται, εσφαλμένη μη λήψη υπόψη της δικαστικής ομολογίας της εργολάβου, που φέρεται ότι έλαβε χώρα σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων που ανοίχθηκε με την από 25.10.2018 αίτησή της (εργολάβου) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και προηγήθηκε της παρούσας αντιδικίας και η οποία συνίστατο στην εκ μέρους της παραδοχή του ότι η ομαλή εκπλήρωση της συμβάσεως είχε εξαρτηθεί από την πλήρωση συγκεκριμένης εξουσιαστικής αιρέσεως και, ειδικότερα, της εγκρίσεως εκ μέρους της των ναυπηγικών σχεδίων που είχε αναλάβει να εκπονήσει η εργολάβος δια της ως άνω υπεργολάβου της. Ο ισχυρισμός αυτός πάσχει πολλαπλώς. Καταρχάς, η αναφερόμενη ομολογία δεν είναι δικαστική κατά την έννοια του άρθρου 352 § 1 ΚΠολΔ αλλά εξώδικη κατά την έννοια της § 2 αυτού, αφού δικαστική ομολογία του διαδίκου είναι μόνον εκείνη που γίνεται προφορικά ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση, προς το οποίο και θα πρέπει να γίνεται η επίκλησή της ως αποδεικτικού μέσου και όχι άλλου δικαστηρίου, όπως το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων που επελήφθη της ίδιας έστω υπόθεσης σε προηγούμενο στάδιο από εκείνο της εκδίκασης της αγωγής (ΑΠ 1291/2022, ΝοΒ 2022/271, ΑΠ 677/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο), τόμος Β, 1994, άρθρο 352, αρ. 55, σελ. 693), με συνέπεια η ομολογία αυτή να εκτιμάται ελεύθερα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και να μην έχει τη δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της δικαστικής (ΑΠ 271/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δεύτερον, δεν συνιστά καν ομολογία, δεδομένου του ότι ως τέτοια νοείται κάθε παραδοχή του διαδίκου που αντιδικεί με τον έχοντα το βάρος αποδείξεως, η οποία αφορά σε ένα κρίσιμο γεγονός, επιβλαβές για τον ομολογούντα και εντασσόμενο στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 535/2022, ΝοΒ 2022/1286, ΑΠ 76/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως δεν συμβαίνει στην επανακρινόμενη υπόθεση στα πλαίσια της οποίας η εργολάβος δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα της αντιδίκου της να εγκρίνει ή να απορρίψει τα επίμαχα ναυπηγικά σχέδια αλλά υποστήριξε ότι η άρνηση της εγκρίσεώς τους υπήρξε αδικαιολόγητη και αντισυμβατική. Από την άποψη αυτή, τρίτον, ο ερευνώμενος ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι η παραδοχή της βασιμότητάς του δεν είναι ικανή να βελτιώσει τη θέση της εκκαλούσας (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007 § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.), αφού δεν ανατρέπεται παράλληλα η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το αδικαιολόγητο της ως άνω αρνήσεως. Ταυτόχρονα ο ίδιος ισχυρισμός κρίνεται, τέταρτον, ως απαράδεκτος (εξαιτίας της αόριστης εκφοράς του) και για το λόγο ότι η εκκαλούσα δεν προσδιορίζει την επίδραση που το επικαλούμενο σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου άσκησε στο διατακτικό της εκκαλουμένης (ΑΠ 155/1996, Δνη 1996/1346, ΤριμΕφΠατρ. 148/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 188, σελ. 121, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1623]).

VII. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους ή για το ύψος τους είτε για το ότι τα έξοδα καταλογίστηκαν μεν υπέρ αυτού αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 2193/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν η αγωγή του απορρίπτεται στο σύνολό της, καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του Ν. 2915/2001, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΤριμΕφΠειρ. 381/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 496/2011, ΕΕμπΔ 2011/355). Δυσχέρεια στην ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ανακύπτει όταν κυμαίνεται ή μεταστρέφεται η σχετική νομολογία, όταν το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού, όταν πρόκειται για νεαρή νομοθετική διάταξη που δεν έχει ακόμη τύχει ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια ή για διάταξη που επιδέχεται περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ή όταν υφίσταται πλοκή των νομικών θεμάτων που συνάπτονται με την υπόθεση (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤριμΕφΠειρ. 216/2014, ΤριμΕφΑθ. 4924/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 461/2010, ΕΠολΔ 2011/205, ΕφΑθ. 833/2009, Δνη 2010/1046, ΕφΑθ. 5540/2006, Δνη 2008/239), όχι δε και όταν παρίσταται δυσχερής η εκτίμηση του πραγματικού μέρους της υποθέσεως ή όταν αντιμετωπίζονται περίπλοκα και χρονικώς εκτεταμένα πραγματικά περιστατικά ή όταν η δυσχέρεια οφείλεται στην ιδιάζουσα φύση της διαφοράς που αφορά στην ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1034/2012, ΧρΙΔ 2013/46 = ΕφΑΔ 2013/256, ΤριμΕφΑθ. 1115/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα, για τα οποία επικαλείται ότι εσφαλμένα καθορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δέκα επτά χιλιάδων ευρώ (17.000 €) συνολικά, ενώ θα έπρεπε να συμψηφιστούν στο σύνολό τους κατόπιν υπαγωγής του πραγματικού και νομικού υλικού της δίκης στη νομική έννοια του ιδιαιτέρως δυσχερούς εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου.

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως και κρίνεται αυτοτελώς, ανεξαρτήτως δηλαδή του ότι απορρίφθηκαν οι λόγοι που αφορούσαν την ουσία της υποθέσεως (πρβλ ΕφΑθ. 1289/2002, Δνη 2002/1714). Όμως, για όσους λόγους ήδη αναφέρθηκαν κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του ως αβάσιμος, νομικά μεν κατά το πρώτο και ουσιαστικά κατά το δεύτερο από τα σκέλη του, δεδομένου ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθόσον, αφενός, η περιπλοκή των πραγματικών περιστατικών που υποβλήθηκαν στη δικαστική κρίση δε δικαιολογεί κατά νόμο το συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων και, αφετέρου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν για την απόρριψη ως Α΄ αγωγής και τη μερική παραδοχή της Β΄ αγωγής (δηλαδή των άρθρων 195, 196, 404 επομ. 686 και 700 ΑΚ) ήταν ευχερής, αφού ούτε η ερμηνευτική τους προσπέλαση απαιτούσε ιδιάζουσα προσπάθεια ούτε η νομολογιακή τους εφαρμογή εμφανίζει ταλάντευση ή διακύμανση, η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως προαναφέρθηκε.

ΙΧ. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Επιπλέον, πρέπει να διαταχθεί η  εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ. Η απόρριψη της έφεσης συμπαρασύρει και την πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση. Όμως, δικαστικά έξοδα σε βάρος της δεν θα επιβληθούν, δεδομένου ότι λόγω της συνεκδικάσεως οι εφεσίβλητες δεν υποβλήθηκαν σε χωριστές δαπάνες για την υπεράσπισή τους και έναντι της παρεμβαίνουσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 1.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./3.9.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 850/2021 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την από 28.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./31.3.2022 πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δεκαεπτά χιλιάδες ευρώ (17.000 €).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5 Σεπτεμβρίου 2022.

H  ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                             Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής λόγω προαγωγής και

μεταθέσεώς της η Πρόεδρος Εφετών,

Θεώνη Μπούρη

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 31 Αυγούστου 2023 με άλλη σύνθεση, λόγω της προαγωγής και μεταθέσεως της Προεδρεύουσας Εφέτη Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες και τη Γραμματέα Τ.Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                                      Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.