Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 476/2023

Αριθμός  476/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

A) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1)      …………….,  2) …………., 3) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο, Γεώργιο Καλτσά (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤHΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», με Α.Φ.Μ. ……… που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Ανέστη Παπαδόπουλο [ΚΕΡΑΜΕΥΣ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

B) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία εδρεύει στο … Αττικής, με ΑΦΜ ….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (…………), που εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία (ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού) κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την «…………..» και το διακριτικό τίτλο «….» που εδρεύει στην Αθήνα με ΑΦΜ ……, νόμιμα εκπροσωπούμενη, καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (ΑΦΜ ………), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δράστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης (………) τραπεζικής εταιρείας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Ανέστη Παπαδόπουλο [ΚΕΡΑΜΕΥΣ, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», και το διακριτικό τίτλο «…..» που εδρεύει στην Αθήνα με ΑΦΜ ….., νόμιμα εκπροσωπούμενη, καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ’ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1)       …………….  2) …………. 3) …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο, Γεώργιο Καλτσά (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση  άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1919/2021  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε κατά πλειοψηφία την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες-Β καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση  με την με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021- ……../2021 έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η υπό στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από  1.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2022) πρόσθετη παρέμβαση,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : α) η από 06.12.2021 έφεση (με γενικό αριθμό …/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2021 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου και με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και ειδικό  αριθμό κατάθεσης …/2021 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς), β) η ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 1.9.2022  αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2002 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2022 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς) της Ανώνυμης εταιρείας με την  επωνυμία <<………..>>  υπέρ της εκκαλούσας  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>> οι οποίες πρέπει  να  συνεκδικαστούν  καθώς τελούν μεταξύ  τους σε σχέση κύριου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).

Η κρινόμενη από 06.12.2021 έφεση (με γενικό αριθμό ……/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2021 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου και με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2021 και ειδικό  αριθμό κατάθεσης …../2021 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς)  κατά της υπ΄ αριθμόν 1919/2021 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  που εκδόθηκε κατά την  τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της  από  09.06.2020  (με γενικό αριθμό καταθ. …./2020 και με ειδικό αριθμό καταθ. …../2020) αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους ενάγοντες που ηττήθηκαν πρωτοδίκως και ήδη εκκαλούντες   (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ) με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 06.12.2021, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση  της εκκαλουμένης απόφασης στις 13.09.2021, δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής, (αρ. 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ), ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου. Αρμοδίως δε φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.),  δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου  495 § 3Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ. παράβολο Δημοσίου (με κωδικό ………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο).  Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  με την 09.06.2020 (με γενικό αριθμό καταθ. ……/2020 και με ειδικό αριθμό καταθ. …./2020) αγωγή εκθέτουν ότι, προκειμένου να καλύψουν στεγαστικές τους ανάγκες, σύναψαν στις 29-10-2007 και 25-5-2009 αντίστοιχα, σε υποκατάστημα της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας στον Πειραιά, συμβάσεις τοκοχρεολυτικών στεγαστικών δανείων, ύψους 168.620 και 209.277 ελβετικών φράγκων (συνολικά 377.897 CHF), που αντιστοιχούσαν σε 100.000 και  138.000 ευρώ αντίστοιχα (συνολικά 238.000 ευρώ), οι οποίες είχαν προδιατυπωμένους όρους, η δε χορήγηση των δανείων σε ελβετικά φράγκα συμφωνήθηκε για 35 και 30 έτη αντίστοιχα, με κυμαινόμενο επιτόκιο Libor (CHF) μηνιαίας διάρκειας, πλέον συμφωνημένου περιθωρίου και εισφοράς του νόμου 128/75, υπό τις ειδικότερες συνθήκες και όρους που περιγράφονται σ αυτή (αγωγή). Ότι, μολονότι οι δανειολήπτες είχαν αληθινή ανάγκη χρηματοδότησης σε ευρώ και όχι σε ξένο νόμισμα, οι ανωτέρω συμβάσεις συμφωνήθηκαν σε ελβετικό φράγκο, επειδή έτσι εξασφάλιζαν για το δανειολήπτη σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο (Libor ) από ότι αντίστοιχες συμβάσεις που συνάπτονταν σε ευρώ. Ειδικότερα, ότι σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 7α της υπ’ αριθμ. ……./29.10.2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου, προβλέπονταν ότι «…εφ’ όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής», με τον όρο υπ’ αριθμ. 9 της ίδιας δανειακής σύμβασης, προβλέπονταν ότι : «Σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το αμέσως προηγούμενο άρθρο, η Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή Euro  με βάση την τιμή πώλησης, που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας», ενώ, σύμφωνα με τον όρο υπ’  αριθμ. 3.1 του Β’ Μέρους της υπ’ αριθμ. ……../25.05.2009 δανειακής συμβάσεως, προβλέπονταν ότι; «…Σε περίπτωση που το Δάνειο έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο Οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα επιλέγοντας να καταβάλλει είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ΕΥΡΩ. Όταν ο λογαριασμός Εξυπηρέτησης τηρείται σε ευρώ, ο οφειλέτης δίδει με την παρούσα την ανέκκλητη εξουσιοδότηση, αφού αφορά στο συμφέρον όλων των συμβαλλόμενων, στην Τράπεζα να μετατρέπει σε ευρώ το ποσό της δόσης με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της εκάστοτε καταβολής, που η Τράπεζα ανακοινώνει στο δίκτυο των καταστημάτων της», τέλος δε με τον όρο υπ’ αριθμ. 3.2 του Β’ Μέρους της ίδιας ως άνω σύμβασης (υπ’ αριθμ. ………/25.05.2009), προβλέπονταν ότι: «Σε περίπτωση καταγγελίας, της παρούσας σύμβασης και κήρυξης του Δανείου ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, σύμφωνα με το οριζόμενα στο άρθρο 9 πιο κάτω, η Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει τη συναλλαγματική οφειλή του Δανείου κατά το ανεξόφλητο κεφάλαιο, τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας), εισφορά Ν. 128/75, όπως εκάστοτε ισχύει και λοιπά έξοδα, σε ισότιμη οφειλή ΕΥΡΩ με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης που ανακοινώνει η Τράπεζα και ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας. Από την ως άνω μετατροπή το συμβατικό ετήσιο επιτόκιο θα είναι το EURIBOR διάρκειας ίσης με την περίοδο μεταβολής του επιτοκίου του Δανείου πλέον του  περιθωρίου που αναφέρεται στο άρθρο 4 του Μέρους  της παρούσας». Ότι οι εν λόγω συμβάσεις, ενόψει των ανωτέρω προσυμφωνημένων όρων τους, δεν ήταν τυπικές συμβάσεις δανείου, αλλά εμπεριείχαν και επί μέρους συμφωνίες, που συγκροτούσαν ένα σύνθετο πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων. Ειδικότερα, ότι στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των ανωτέρω συμβάσεων, και προκείμενου να εκταμιεύσουν οι ενάγοντες το δανειακό προϊόν σε ευρώ και όχι σε ελβετικά φράγκα, η εναγόμενη, κατά το χρόνο εκταμίευσης, αγόρασε λογιστικά ελβετικά φράγκα από τους ενάγοντες (που τους είχε ήδη καταβάλλει λογιστικά ως προϊόν του δανείου) και τους πώλησε λογιστικά ευρώ στην τιμή που ή ίδια καθόρισε, εξασφαλίζοντας κέρδος κατά τη μετατροπή από το ένα νόμισμα στο άλλο. Ότι ακολούθως, επίσης στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των ανωτέρω συμβάσεων, και προκείμενου να καταβάλλουν οι ενάγοντες τη μηνιαία δόση αποπληρωμής των τόκων και του κεφαλαίου σε ευρώ και όχι σε ελβετικά φράγκα, αλλά ταυτόχρονα να εξοφλείται η δόση που όφειλαν σε ελβετικά φράγκα, η εναγόμενη, κατά το χρόνο καταβολής, κάθε μήνα, αγόραζε λογιστικά ευρώ από τους ενάγοντες και τους πωλούσε λογιστικά ελβετικά φράγκα στην τιμή που ή ίδια καθόριζε, εξασφαλίζοντας κέρδος κατά τη μετατροπή από το ένα νόμισμα στο άλλο, τα οποία ελβετικά φράγκα εν συνεχεία υπολόγιζε προς εξόφληση των δανειακών οφειλών των εναγόντων. Ότι κατά την εκταμίευση των ποσών των δανείων, μεταβιβάστηκαν σ΄ αυτούς κατά κυριότητα τα ανωτέρω ποσά των 100.000 και 138.000 ευρώ, ήτοι συνολικά 238.000 ευρώ και όχι τα άνω ποσά ελβετικών φράγκων συνολικού ύψους 377.897 ΟΗΡ, τα οποία μεταβιβάστηκαν σ΄ αυτούς μόνο εικονικά και λογιστικά. Ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) αποφάσισαν και συνήψαν τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις μετά από παρότρυνση των υπαλλήλων της εναγόμενης, οι οποίοι, ενώ τους ενημέρωσαν ότι πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα επιλογή, λόγω του χαμηλού κυμαινόμενου επιτοκίου libor GHF που προσέφερε η σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο, εξαιτίας της ισχύουσας τότε ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, ενώ παράλληλα τους διαβεβαίωσαν για τη σε μεγάλο βαθμό σταθερότητα της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου, όπως αυτή εμφανιζόταν επί πολλά χρόνια, δεν φρόντισαν πριν την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, ως εκ του νόμου όφειλαν, αφενός μεν, να επισημάνουν στους δανειολήπτες με σαφήνεια τους κινδύνους από την εξάρτηση των ανειλημμένων από αυτούς συμβατικών υποχρεώσεων τους, σε μηνιαία βάση και σε βάθος τουλάχιστον 30 ετών, από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δύο νομισμάτων, καθώς τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος, στο ύψος τόσο των εξοφλητικών δόσεων, όσο και του κεφαλαίου των ανωτέρω δανείων, αφετέρου δε, να παρουσιάσουν σε αυτούς ταυτόχρονα με τις επίδικες συμβάσεις, ένα προϊόν ή πρόγραμμα κατάλληλο για την αποτελεσματική αντιστάθμιση του εξαιρετικά υψηλού συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν με τους προσυμφωνημένους όρους των επιδίκων συμβάσεων, όπως ειδικότερα αναλύεται στο δικόγραφο. Επιπροσθέτως, δε, ότι, ενώ η εναγόμενη, ενεργούσα δια των προστηθέντων της, διαφήμιζε και προωθούσε, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο ως πλέον συμφέρουσα επιλογή σε σύγκριση με τα αντίστοιχα σε ευρώ, εξαπάτησε του ενάγοντες παρασιωπώντας ότι επίκειται υποτίμηση του ευρώ και ανατίμηση του ελβετικού φράγκου, μολονότι το εγνώριζε. Ότι αντιθέτως, μετά την υπογραφή των επιδίκων συμβάσεων, οι υπάλληλοι της εναγόμενης επέδειξαν στους ενάγοντες ένα συνοπτικό τυπικό κείμενο, το οποίο συνιστούσε και τη μοναδική έγγραφη ενημέρωση που έλαβαν από την εναγόμενη, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ήδη πλέον καταρτισμένων συμβάσεων και τα δεδομένα από τα οποία αυτές θα επηρεάζονταν μέχρι τη λήξη τους, δίχως ωστόσο και με αυτό το κείμενο να εκπληρώνονται οι ως άνω εκ του νόμου επιβαλλόμενες υποχρεώσεις της εναγόμενης για την προσήκουσα με σαφήνεια ενημέρωση των δανειοληπτών σχετικά, αφενός με τις επίδικες συμβάσεις, αφετέρου με τη δυνατότητα προστασίας τους από τους κινδύνους στους οποίους εκτίθονταν με την κατάρτιση των επιδίκων συμβάσεων. Ότι υπό τις ανωτέρω συνθήκες, οι εναγόμενοι πείστηκαν να καταρτίσουν τις επίδικες συμβάσεις, αποβλέποντας αποκλειστικά στο προνόμιο του χαμηλού επιτοκίου και έτσι της χαμηλής μηνιαίας δόσης αποπληρωμής του δανείου σε σύγκριση με ό,τι θα ίσχυε σε αντίστοιχη δανειακή σύμβαση σε ευρώ, δεδομένου ότι κατά τα άλλα δεν είχαν λόγο να συμβληθούν σ΄ αυτό το νόμισμα, αφού δεν διέθεταν εισοδήματα σε ελβετικά φράγκα, γεγονός που γνώριζε η εναγόμενη. Ότι εν συνεχεία σημειώθηκε ραγδαία αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που προοδευτικά άγγιξε ποσοστιαία το 57%. Ειδικότερα, ότι η ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου ανερχόταν σε 1 ευρώ = 1,686 CHF  την 1-11-2007 (που ήταν η ημερομηνία εκταμίευσης του πρώτου δανείου), και σε 1 ευρώ = 1,516 CHF την 2-6-2009 (που ήταν η ημερομηνία εκταμίευσης του δεύτερου δανείου), ενώ τα σχετικά μεγέθη σταδιακά μειώθηκαν, μέχρι που την 29-4-2020, καθώς και την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής (9-6-2020) η ισοτιμία κατέληξε να διαμορφωθεί σε 1 ευρώ = 1,036 CHF. Ότι λόγω της μεταβολής αυτής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων, μειώθηκε αντίστοιχα η αποτιμώμενη σε 3 φράγκα αξία των καταβολών σε ευρώ, στις οποίες οι ίδιοι είχαν προβεί μέχρι την 29-4-2020 εκπληρώνοντας τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και συγκεκριμένα, των γενομένων καταβολών συνολικού ποσού 38.082,68 ευρώ για κεφάλαιο και τόκους ως προς την 1η δανειακή σύμβαση και των γενομένων καταβολών συνολικού ποσού 58.053,54 ευρώ για κεφάλαιο και τόκους ως προς την 2η δανειακή σύμβαση, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που εκτίθενται στο δικόγραφο, ήτοι συνολικά και για τις δύο συμβάσεις 96.136,22 ευρώ κατά τρόπο ώστε, αντί της αρχικής συνολικής οφειλής κεφαλαίου ύψους 377.897 ελβετικών φράγκων ή συνολικά 238.000 ευρώ με βάση την ισοτιμία των άνω νομισμάτων κατά τους  χρόνους εκταμίευσης των δανείων, οι ίδιοι την 29-4-2020, καθώς και την ημερομηνία σύνταξης της αγωγής (9-6-2020) να οφείλουν, με ισοτιμία 1 ευρώ = 1,036 CHP, ως προς την πρώτη δανειακή σύμβαση ποσό 137.872,86 ελβετικών φράγκων ή 133.081,88 ευρώ, ενώ ως  προς τη δεύτερη δανειακή σύμβαση ποσό 184.674,98 ελβετικών φράγκων ή 178.257,70 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 322.547,84 ελβετικών φράγκων ή 311.339,58 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο. Ότι αντίστοιχα το ποσό των μηνιαίων δόσεων, ενώ ανερχόταν αρχικώς για την πρώτη σύμβαση, με μικρές αποκλίσεις στο ποσό των 350,00 Ευρώ, ενώ για την δεύτερη σύμβαση στο ποσό των 400,00 ευρώ, εν συνεχεία, λόγω της μεταβολής της ισοτιμίας ανάμεσα στα δύο νομίσματα, το μηνιαίο τοκοχρεολύσιο έβαινε συνεχώς αυξανόμενο, και συγκεκριμένα η συνολική μηνιαία δόση αυξήθηκε στο ποσό των 900,00 Ευρώ περίπου, ενώ συνέχισε να αυξάνεται, με αποτέλεσμα λίγους μήνες αργότερα να ανέλθει στο ποσό των 1.000,00 Ευρώ περίπου. Ότι, ως απόρροια της ανωτέρω αυξητικής τάσης της συνολικής οφειλόμενης μηνιαίας δόσης, περιήλθαν σε πλήρη αδυναμία να ανταπεξέλθουν στις μηνιαίες δόσεις καθόσον το ποσό των δόσεων αυξήθηκε ποσοστιαία κατά 57% (ισοτιμία τρέχουσα 1,036). Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν, όπως εκτιμάται το δικόγραφο : Α) κατά την κύρια βάση της αγωγής τους, να αναγνωριστεί ότι οι μεταξύ εκείνων και της εναγόμενης άνω συμβάσεις στεγαστικών δανείων είναι ανύπαρκτες και  ανενεργείς, καθώς ουδέποτε έλαβε χώρα, κατά τη συναλλακτική τους σχέση, μεταβίβαση της κυριότητας και παράδοση του δανεισθέντος ποσού των ελβετικών φράγκων, όπως απαιτείται με βάση τον παραδοτικό (re καταρτιζόμενο) χαρακτήρα των δανειακών συμβάσεων, αφού κάθε οφειλή τους σε ελβετικό φράγκο προέκυψε μόνο εικονικά και λογιστικά και όχι από πραγματική μεταβίβαση του ποσού αυτού, με συνέπεια να μη θεμελιώνεται καμιά νόμιμη αξίωση της εναγόμενης σε βάρος τους για επιστροφή του συνολικού ποσού των 322.547,84 ελβετικών φράγκων. Β) Επικουρικά: 1) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες οι ίδιες συμβάσεις : ι) ως αντίθετες σε ισχύουσες απαγορευτικές διατάξεις νόμου κατά το άρθρο 174 ΑΚ και συγκεκριμένα στο αρ. 4 παρ. 1 Ν. 2842/2000, ένεκα της παράνομης επίρριψης στους ενάγοντες του συναλλαγματικού κινδύνου και ιι) κατά το άρθρο 372 ΑΚ, ενόψει του ότι, με βάση τους ως άνω όρους των συμβάσεων, είχε ανατεθεί στην απόλυτη κρίση της εναγόμενης ο προσδιορισμός του ποσού που όφειλαν κάθε φορά οι ενάγοντες από τη διαφορά ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων, με βάση την τιμή, που η ίδια όριζε μονομερώς ως τιμή αγοράς/πώλησης συναλλάγματος, με αποτέλεσμα παρά το ότι οι ενάγοντες έλαβαν ένα συγκεκριμένο ποσό δανείου, να υποχρεώνονται να επιστρέφουν στην καθ’ ης για την απόσβεση της οφειλής τους συνολικό ποσό, το ύψους του οποίου θα επηρεάζεται από στην απόλυτη κρίση της εναγόμενης, 2) άλλως, να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες οι ίδιες συμβάσεις λόγω ακυρότητας των όρων υπ’ αριθμ. 7α και 9 της υπ’ αριθμ, …../29.10.2007 σύμβασης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου και των όρων υπ’ αριθμ. 3.1 και 3.2 του Β 1 Μέρους της υπ΄ αριθμ…………../25.05.2009 συμβάσεως στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο δικόγραφο, διότι τυγχάνουν αόριστοι, ασαφείς και  ακατάληπτοι, άκυροι και καταχρηστικοί, εξαιτίας της ελλιπούς ενημέρωσης εκ μέρους της εναγόμενης η οποία παραβίασε εξ υπαιτιότητάς της τις επιβαλλόμενες από την ΠΔΤΕ 2501/2002 υποχρεώσεις της όπως λεπτομερώς αναλύονται στο δικόγραφο, και της σημαντικής διατάραξης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εναγόντων ως συμβαλλόμενων στην παραπάνω σύμβαση μερών σε βάρος τους, που οι όροι αυτοί επιφέρουν, κατά την παρ. 7 και 6 του αρ.2 του νόμου 2251/1994, η ακυρότητα τους δε επιφέρει την ακυρότητα αμφότερων των ανωτέρω συμβάσεων κατά την 181ΑΚ σε συνδυασμό με τις ειδικότερες συνθήκες της σύναψης τους, 3) επικουρικώς : ι) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των όρων υπ’ αριθμ. 7α και 9 της υπ’ αριθμ. ……../29.10.2007συμβάσης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου και των όρων υπ 1 αριθμ. 3.1 και 3.2 του Β’ Μέρους της υπ’ αριθμ…………/25.05.2009 συμβάσεως στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου διότι τυγχάνουν αόριστοι, ασαφείς και ακατάληπτοι per se άκυροι και καταχρηστικοί αυτοτελώς, εξαιτίας της ελλιπούς ενημέρωσης εκ μέρους της εναγόμενης η οποία παραβίασε εξ υπαιτιότητάς της τις επιβαλλόμενες από την ΠΔΤΕ 2501/2002 υποχρεώσεις της όπως λεπτομερώς αναλύονται στο δικόγραφο, και της σημαντικής  διατάραξης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εναγόντων ως συμβαλλόμενων στην παραπάνω σύμβαση μερών σε βάρος τους, που οι όροι αυτοί επιφέρουν, κατά την παρ. 7 και 6 του αρ. 2 του νόμου 2251/1994, το δε κενό που δημιουργείται από την ακυρότητα των όρων 7α και 9, καθώς και 3.1 και 3.2 Β’ Μέρους, θα πρέπει να  πληρωθεί κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως αυτοί ειδικότερα αναλύονται στο δικόγραφο, ιι) Να υποχρεωθεί η εναγομένη, κατόπιν της διάγνωσης της ακυρότητας των ανωτέρω όρων, να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, ήτοι τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους των εναγόντων, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής δυνάμει της ισοτιμίας Ευρώ Ελβετικού Φράγκου, με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης (1 ευρώ – 1,686 ελβετικά φράγκα) του δανείου, (υπ΄ 1 αριθμ. …../29.10.2007) και ισοτιμία εκταμίευσης (1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα) του δανείου, (υπ΄ αριθμ. ……../25.05.2009) άλλως με βάση το ποσό των Ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο, 4) επικουρικώς, ότι, επειδή η εναγόμενη με την ανωτέρω συμπεριφορά της δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ενήργησε αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, εξαπάτησε τους ενάγοντες, και παραβίασε τις επιταγές που πηγάζουν από την ΠΔΤΕ 2501/2002 κεφ. Β\ παρ. 2 ΠΕΡ. x&xi, την υποχρέωση ενημέρωσης και διαφώτισης εκ μέρους της δυνάμει των ΑΚ 288, 281 και την υποχρέωση πληροφόρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3606/2007 (ΟΔΗΓΙΑ 2004/39 – MiFID II), δεδομένου ότι η παρερχομένη χρηματοπιστωτική υπηρεσία εκ μέρους της εναγόμενης ήταν ελαττωματική και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του δανειολήπτη, τόσο λόγω των περιστάσεων σύναψης της συμβάσεως μετατροπής των δανείων (παράλειψη ενημέρωσης, αθέμιτη εμπορική πρακτική, και παραπλάνηση – παραβίαση αρχής υπεύθυνου δανεισμού) όσο και λόγω της εν γένει ελαττωματικότητας της υπηρεσίας ή/και του χρηματοπιστωτικού προϊόντος (προϊόν δομημένο για να παράγει συναλλαγματικό κίνδυνο), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, ζημίωσε παράνομα και υπαίτια τους ενάγοντες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 914, ΑΚ 919, άρθρ. 8 Ν. 2251/1994, ΑΚ 922 συνδ. με ΑΚ 297 εδ. β, και οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία τους και μάλιστα στο πλαίσιο της  αποκατάστασης της ζημίας με τη μορφή της ανενέργειας των συμβατικών όρων και των επιπτώσεων αυτών στο πλαίσιο της, ήτοι να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να καθοριστούν οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις επί τη βάσει της ισοτιμίας  ευρώ-Ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημεροχρονολογία εκταμίευσης των επίδικων δανείων ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα και 1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα αντίστοιχα, 5) επικουρικώς, να αναγνωριστεί η ανενέργεια των συμβατικών όρων και των επιπτώσεων αυτών, ως μορφή άρσης και παράλειψης της  προσβολής των εναγόντων από την εναγόμενη, ήτοι να  αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να καθοριστούν οι τοκοχρεωλυτικές  δόσεις επί τη βάσει της ισοτιμίας ευρώ – Ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημεροχρονολογία εκταμίευσης των επίδικων δανείων  ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα (υπ’ αριθμ,  …/29.10.2007) και 1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα (υπ’  αριθμ. ……./25.05.2009), σύμφωνα με τα άρθρα 288 ΑΚ, 914, 919, 922 ΑΚ, 8 Ν. 2251/1994 και 297 ΑΚ σε συνδ. με τη  γενικότερη αρχή από το πλέγμα των διατάξεων 57 § 1, 58 εδ. 1, 60  εδ. 1 (απόλυτα δικαιώματα της προσωπικότητας, ονόματος και  προϊόντων διανοίας), 989 εδ. 1 (νομή), 1108 § 1 και 1112 § 2  (κυριότητα), 1132 και 1133 (πραγματικές δουλείες), 1173 (επικαρπία), 1187 (οίκηση), 1191 (περιορισμένες προσωπικές  δουλείες), 1236 (ενέχυρο), 1284 εδ. 1 και 1299 εδ. 1 ΑΚ (υποθήκη)  καθώς και 10 § 9 περ. α’ ν. 2251/94 (για την προστασία του  καταναλωτή) και 26 § 1 ν. 2239/1994 (περί σημάτων), 6)  επικουρικώς, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να άρει και να παραλείπει  στο μέλλον την αθέμιτη συμπεριφορά της δια της ανενέργειας των  συμβατικών όρων και των επιπτώσεων αυτών, ως μορφή άρσης και  παράλειψης της προσβολής των εναγόντων από την εναγομένη, ήτοι  α καθοριστούν οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις επί τη βάσει της  ισοτιμίας ευρώ-Ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την  ημεροχρονολογία εκταμίευσης των επίδικων δανείων, ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα (υπ’ αριθμ. …./29.10.2007) και 1   ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα (υπ’ αριθμ.  ……./25.05.2009) κατ΄ αρ. 9 θ΄ παρ. 1 του Ν. 2251/1994, η  οποία προβλέπει την υποχρέωση άρσης και παράλειψης της  προσβολής λόγω υιοθέτησης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, κατά  τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, 7) Άλλως, να γίνει  προσδιορισμός από το Δικαστήριό της παροχής των εναγόντων  κατά Δίκαιο τρόπο, ήτοι να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των  χρεώσεων, ήτοι τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους τους,  που έχουν γίνει δυνάμει της ισοτιμίας Ευρώ Ελβετικού Φράγκου, με  βάση την ισοτιμία εκταμίευσης (1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα)  του υπ’ αριθμ. …../29.10.2007 δανείου και ισοτιμία  εκταμίευσης (1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα) του υπ’ αριθμ.  ……../25.05.2009, άλλως με βάση το ποσό των Ευρώ που  εκταμιεύτηκε και το αντίστοιχο συμβατικό επιτόκιο, 8) επικουρικώς,  ενόψει του ότι με τέτοια μεταβολή της ισοτιμίας, εν προκειμένω,  επήλθε μεταγενεστέρως μεταβολή των περιστατικών, στα οποία,  ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη  στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, που οφείλεται σε λόγους που είναι έκτακτοι και δεν μπορούσαν να  προβλεφθούν (όπως ειδικότερα αναλύεται στο δικόγραφο), ενώ από  τη μεταβολή αυτή, η παροχή των εναγόντων, ενόψει και της  αντιπαροχής,  κατέστη υπέρμετρα επαχθής, να υποχρεωθεί η  εναγόμενη δυνάμει της διάταξης του αρ. 388 ΑΚ, να υπολογίσει τις απορρέουσες υποχρεώσεις των εναγόντων εκ των ένδικων  συμβάσεων σε ευρώ, από το χρόνο εκταμίευσης και μεταβίβασης σε  αυτούς των ποσών των δανείων, έως και το τέλος της συμβατικής  διάρκειας αυτών, κατά μετατροπή από το νόμισμα υπολογισμού  (ελβετικό φράγκο), με σταθερή ισοτιμία, την ισοτιμία εκταμίευσης  των ποσών, ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα  (…../29.10.2007) και 1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα  (……./25.05.2009), με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού  δανείου σε ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο, κατά τα ειδικότερα  αναφερόμενα στο δικόγραφο, 9) άλλως, επειδή από τη ανωτέρω  μεταβολή των συνθηκών, η παροχή των εναγόντων, ενόψει και της  αντιπαροχής, κατέστη υπέρμετρα επαχθής, σε βαθμό που δεν  μπορεί να γίνει ανεκτός με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των  συναλλακτικών ηθών, να υποχρεωθεί η εναγόμενη δυνάμει της  διάταξης του αρ. 288 ΑΚ, να υπολογίσει τις απορρέουσες  υποχρεώσεις των εναγόντων εκ των ένδικων συμβάσεων σε ευρώ,  από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής έως και το τέλος της  συμβατικής διάρκειας αυτών, κατά μετατροπή από το νόμισμα  υπολογισμού (ελβετικό φράγκο), με σταθερή ισοτιμία, την ισοτιμία  εκταμίευσης των ποσών, ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα   (…./29.10.2007) και 1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα  (……../25.05.2009), με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού   δανείου σε ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο κατά τα ειδικότερα  αναφερόμενα στο δικόγραφο και 10) να καταδικαστεί η καθ’ ής στα   δικαστικά τους έξοδα. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, ως προς τον τρίτο ενάγοντα ως προς την πρώτη επίδικη σύμβαση στην οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν συμβαλλόμενος, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης. Κατά τα λοιπά, την απέρριψε κατά πλειοψηφία, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, όσον αφορά τις νομικές βάσεις των άρθρων 388 και 288 Α.Κ, για το μεταγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό διάστημα. Περαιτέρω  την απέρριψε ως μη νόμιμη, όσον αφορά τη νομική βάση του  άρθρου  288 Α.Κ, για το προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό διάστημα, απέρριψε δε ως μη νόμιμη κατ΄ επάλληλη αιτιολογία την  ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ βάση της για το προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό διάστημα.  Κατά τα λοιπά απέρριψε ως μη νόμιμες τις λοιπές βάσεις και αιτήματα,  πλην της  υπ’ αριθμ. B4 βάσης που έκρινε ότι θεμελιώνεται στη βάση στις διατάξεις του άρθρου 149 εβ.β΄ Α.Κ. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλουν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  παραπονούμενοι   για εσφαλμένη ερμηνεία  και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης και την καθ΄ ολοκληριαν αποδοχή της αγωγής τους.

Από τη διάταξη του άρθρου 80ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και  συνεπώς  για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Εξάλλου, ως προς τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017).2.  Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”.

Στην προκειμένη περίπτωση η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………….” , με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 1.9.2022  ( αρ. εκ. κατ. …………/2022) άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…….>>, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “……..”, ειδικής διαδόχου της προαναφερθείσης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………> – καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας  με την επωνυμία <<…………>>, λόγω  διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας κατ ΄άρθρο 16β ν. 2521/1997 και άρθρο 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019 – καταχώρηση στο ΓΕΜΗ υπ΄ αριθμόν …. και …../2-.3.2020 – κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, η τελευταία ως ειδική διάδοχος της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (αρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την αυτήν, η οποία, στο πλαίσιο όμως τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 13.07.2020  συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχουν νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο ….. με αυξ. Αριθμό … με αριθμό Πρωτοκόλλου …/14.07.2020 (άρθρο 10 παρ.8 του ν. 3156/2003), ως προς το παράρτημα και το σημείο 3ω αυτής, που αφορά το νόμισμα και την ορθότητα αυτών, επαναλήφθηκε με την με αριθμό …./21,7.2020 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 ν. 3156./2008 η οποία καταχωρήθηκε  στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν.2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο …. με αυξ. Αριθμό …….)  έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………”, ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, με έδρα το … Ιρλανδίας και αριθμό μητρώου 671742, και μεταξύ αυτών (απαιτήσεων) και την απαίτηση που απορρέει από την με αριθμό …. /25.5.2009 σύμβαση έντοκου τοκοχρεωλητικού δανείου μετά των πρόσθετων πράξεων και τροποποιήσεων αυτής. Ακολούθως, η διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ανατέθηκε στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 και 15 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 13.07.2020  σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……/14.7.2020. Με την ως άνω  αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί η ανωτέρω  έφεση και να καταδικαστούν οι αντίδικοι της στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης . Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία. Όπως προκύπτει από την υπ΄ αρ. …../18.10.2022  έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών . …… που επικαλείται και προσκομίζει η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσεως με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή  της παρούσας   επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση  ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “……………..” με επιμέλεια της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. (άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολδ ).

Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Η μεταβολή των συνθηκών πρέπει να αφορά περιστατικά στα οποία τα μέρη με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη στήριξαν κυρίως τη σύναψη της σύμβασης. Θα πρόκειται για πραγματικά ή νομικά γεγονότα που αποτέλεσαν κοινό θεμέλιο της σύμβασης. Συνεπώς, πρέπει και τα δύο μέρη – και όχι μόνο το ένα από αυτά- να το έθεσαν σιωπηρά (και όχι με τη μορφή αίρεσης) ως όρο ισχύος της μεταξύ τους σύμβασης, υπό την έννοια ότι δε θα προέβαιναν στην κατάρτισή της εάν γνώριζαν τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει. Όσα περιστατικά αποτέλεσαν θεμέλιο για το ένα μέρος αποτελούν απλά γεγονότα που ώθησαν το μέρος αυτό στη σύναψη της σύμβασης, ήτοι παραγωγικά αίτια της βουλήσεώς του και άρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα. Άλλωστε, τα παραγωγικά αίτια της βούλησης θεωρούνται κατά κανόνα επουσιώδη (ΑΚ 143) και δεν συνδέονται κατ’ αρχήν με έννομες συνέπειες, εκτός αν ειδικά σε διάταξη νόμου ορίζεται διαφορετικά. Αντίθετα, καθαρά προσωπικές επιδιώξεις, με την προοπτική των οποίων τα μέρη συνήψαν τη σύμβαση, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως περιστατικά στα οποία βασίσθηκε η σύμβαση. Επομένως, τα περιστατικά που λαμβάνουν υπόψη τα μέρη για τη σύναψη της σύμβασης κάθε αυτά δεν είναι κρίσιμα (ΑΚ 143). Από αυτά τα περιστατικά η ΑΚ 388 αποχωρίζει ορισμένα που μπορεί να αποκτήσουν σημασία: Εκείνα στα οποία κυρίως στηρίχθηκαν οι συμβαλλόμενοι, τα οποία αποτέλεσαν δηλαδή κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο για αυτούς. Το κριτήριο αυτό αντικειμενικοποιείται κατά το ότι η στήριξη στο περιστατικό πρέπει να είναι κοινή και για τα δύο μέρη. Επιθυμίες   ή παραστάσεις του ενός συμβαλλομένου που δεν έγιναν ή δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από τον αντισυμβαλλόμενό του οσοδήποτε και αν είναι ουσιώδεις για τον πρώτο δεν αποτελούν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο. Η γραμματική διατύπωση της διατάξεως («εστήριξαν») φαίνεται μάλιστα ακόμα στενότερη. Φαίνεται δηλαδή ότι απαιτεί να έγιναν και όχι απλώς να μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε ο ένας από τον άλλο. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, έχει ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης, γιατί απέβλεψαν σε αυτά και αποτέλεσαν το βάθρο της. Στη συνέχεια, όμως, απαιτείται τα περιστατικά αυτά σε μεταγενέστερο χρόνο να μεταβλήθηκαν, τα δε γεγονότα, που προκάλεσαν τη μεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο μη δυνάμενα να προβλεφθούν. Σε. περίπτωση που ελλείπει, από τις ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη”. Η διάταξη αυτή είναι εφαρμοστέα επί της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, των απορρεουσών από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία. Η ως άνω αρχή λειτουργεί τόσον ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, κατά τις περιπτώσεις εκείνες, που, ένεκα συνδρομής ειδικών συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως των παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο, είτε αυτές ρυθμίζονται στη σύμβαση είτε στο νόμο. Το τελευταίο είναι δυνατό, διότι η ΑΚ 288 αποτυπώνει γενικότερη αρχή, που έχει προσδιοριστική, άρα και περιοριστική αποστολή για το περιεχόμενο κάθε ενοχικής σχέσεως. Παρέχει δε η εν λόγω αρχή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 696/2021, ΑΠ 1231/2020, ΑΠ 1487/2005). Ο προσδιορισμός της εκπληρωτέας παροχής, κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και στηρίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, σε αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντιλήψεις, δοθέντος ότι η αρχή της καλής πίστεως αφενός μεν απαιτεί την τήρηση των συμφωνημένων, όπως αυτά συμπληρώνονται από ειδικές διατάξεις νόμου, αφετέρου δε ότι έχει (αρχή της καλής πίστεως) αμφιμερή ενέργεια, με την έννοια ότι κάθε δικαίωμα πρέπει να ασκείται από το φορέα του εντός των κοινωνικοηθικών ορίων, αλλά και αντιστρόφως κάθε υποχρέωση πρέπει να εκπληρώνεται λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου. Έτσι, με βάση την αρχή της καλής πίστεως, σε περίπτωση παροχής που έχει γίνει επαχθής για τον ένα συμβαλλόμενο, επιβάλλεται η εκπλήρωση αυτής και αποκλείεται η παρέκκλιση από τη σύμβαση, εάν η επαχθής παροχή ανήκει στο πλαίσιο του κινδύνου που ανέλαβε ο υπόχρεος με τη σύμβαση (ΑΠ 433/1971) ή που πρέπει κατά το νόμο να του καταλογισθεί (ΑΠ 1231/2020, ΑΠ 398/2008, ΑΠ 63/2000). Περαιτέρω, η διορθωτική επέμβαση του δικαστηρίου με βάση την ΑΚ 288 συνίσταται στην αναπροσαρμογή της παροχής σε επίπεδο που να αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη, στοιχεία, όμως που δεν μπορούν να προσδιοριστούν γενικά και αφηρημένα αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα εκατέρωθεν συγκριτικά στοιχεία, έτσι ώστε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης να λάβει χώρα μία ισόρροπη κατανομή της ζημίας πάντοτε σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε ατομικής περίπτωσης. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής με τη διάταξη του άρθρου 288 (ή του 388) του ΑΚ είναι διαπλαστικό και, κατά συνέπεια, τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν, λοιπόν, πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, η συμφωνία καταλύεται εφεξής και ισχύει για το μέλλον. Με την αναπροσαρμογή της παροχής από το δικαστήριο και τη συνακόλουθη κατάργηση της συμφωνίας, επιτυγχάνεται η σε βάθος χρόνου ομαλοποίηση της συμβατικής σχέσης που έχει διαταραχθεί και ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μελλοντικών δικαστικών διενέξεων από την ίδια συμβατική σχέση και για την ίδια αιτία (ΑΠ Ολομ. 3/2014, ΑΠ 207/2017). Ειδικά, σε περίπτωση σύμβασης δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, με την οποία υποχρεώνεται ο οφειλέτης να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του ξένου νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, εκτός από τα θεμιτά συμφέροντα του δανειολήπτη, πρέπει να προστατευθούν, επί μεταβολής της ισοτιμίας, τα επίσης θεμιτά συμφέροντα της τράπεζας, η οποία υφίσταται και η ίδια τον συναλλακτικό κίνδυνο. Επομένως, σε περίπτωση σύμβασης δανείου σε ελβετικό φράγκο, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ δεν πρέπει δογματικά να αναχθεί σε λύση διάσπασης της συμβατικής σταθερότητας και δεσμευτικότητας, αλλά η εφαρμογή του να καταφάσκει ως ultimum remendium διόρθωσης της σύμβασης και αναπροσαρμογής των υποχρεώσεων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που πρέπει να κρίνονται in concreto και δη όταν είναι όλως έντονη η απειλή οικονομικής καταστροφής για τον δανειολήπτη, στις οποίες και πάλι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός ανακούφισης μέσω της επιλογής από το δικαστήριο μίας διόρθωσης της σύμβασης π.χ. δια της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής ή της αναστολής για ένα χρονικό διάστημα της υποχρέωσης καταβολής δόσεων, και πάντως όχι υποχρεώνοντας την τράπεζα να δεχθεί την εξόφληση των οφειλόμενων δόσεων με την ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης του δανείου. Τέτοια επιλογή αναμόρφωσης της σύμβασης με καθιέρωση για την αποπληρωμή των δόσεων της ισοτιμίας του χρόνου εκταμίευσης, ικανοποιεί μεν στο ακέραιο τα θεμιτά συμφέροντα του δανειολήπτη, αλλά παραβλέπει τελείως τα επίσης θεμιτά συμφέροντα της αντισυμβαλλόμενης τράπεζας, η οποία έχει δανεισθεί τα ελβετικά φράγκα για να τα δανείσει στον δανειολήπτη και καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης με κάθε δανειολήπτη, έχει ανοικτή οφειλή σε ελβετικά φράγκα στη διατραπεζική αγορά, υφιστάμενη και η ίδια το συναλλακτικό κίνδυνο και τη ζημία από τον κίνδυνο μεταβολής των τιμών συναλλάγματος και την ανατίμηση του ελβετικού φράγκου. Οδηγεί δε σε μία μονόπλευρη επιβολή των συμφερόντων των δανειοληπτών σε βάρος της τράπεζας με τη μετακύλιση αποκλειστικά στην τελευταία του κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, επιβαρυνόμενης επιπλέον με το χαμηλό επιτόκιο Libor και συνακόλουθα μειωμένο επιτόκιο κέρδους (spread), ενώ αντίθετα οι αντισυμβαλλόμενοί της απολαμβάνουν τα οφέλη χαμηλού επιτοκίου και χαμηλής τοκοχρεωλυτικής δόσης. Συνεπώς, η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ εφαρμόζεται και μάλιστα πολύ περισσότερο και όταν, από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνον του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτελέσεως της συμβάσεως, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη προβλέψεως επισύρει την εφαρμογή του άρθρ. 388 ΑΚ, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που το άρθρο αυτό απαιτεί. Δηλαδή το άρθρο 288 ΑΚ εφαρμόζεται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1088/2017 ό.π., ΑΠ 1739/2014, ΑΠ 1271/2012 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα δικαιώματα εκ των άρθρων 388 και 288 ΑΚ είναι διαπλαστικά και κατά συνέπεια τόσο οι σχετικές αγωγές όσο και οι αποφάσεις είναι διαπλαστικές, η δε διάπλαση μπορεί να ανάγεται από το χρόνο επιδόσεως της αγωγής και εντεύθεν (βλ. για ΑΚ 388 ΑΠ 928/2020 , 463/2017, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 998/2014 και για ΑΚ 288 ΟλΑΠ 3/2014, ΑΠ 2022/2014, ΑΠ 998/2014 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνοντας ότι οι βάσεις της αγωγής τους για αναπροσαρμογή της δανειακής συμβάσεως, κατά το άρθρο 388 Α.Κ και επικουρικά κατά το άρθρο 288 Α.Κ τυγχάνουν απορριπτέες ως απαράδεκτες, λόγω αοριστίας  έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων  του άρθρου 388 ΑΚ αλλά και του άρθρου 288 ΑΚ, ενώ αν ορθά είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει το νόμο θα είχε δεχθεί την κύρια βάση του άρθρου 388 Α.Κ άλλως τη βάση του 288 Α.Κ ως νόμιμη και βάσιμη κατ΄ουσίαν . Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής :  Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου οι εκκαλούντες – ενάγοντες, ζητώντας την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ άλλως του 288 Α.Κ, ισχυρίζονταν ότι αμφότερα τα μέρη, για τη σύναψη της δανειακής συμβάσεως σε αλλοδαπό νόμισμα, στηρίχθηκαν στη σχετική σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων, που είχε υπάρξει επί μακρό χρονικό διάστημα πολλών ετών και συνακόλουθα στην προοπτική συναλλαγματικών διακυμάνσεων μεταξύ των δύο αυτών νομισμάτων, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, σε συνήθη επίπεδα. Ότι, παρά τις προσδοκίες αυτές των μερών, από λόγους έκτακτους και απρόβλεπτους, υπήρξε ραγδαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, που έφθασε το 57%, με αποτέλεσμα να ανατραπεί πλήρως η συμβατική ισορροπία μεταξύ των δύο μερών και να καταστεί υπέρμετρα επαχθής η δική τους παροχή, καθόσον αυξήθηκαν κατά πολύ οι μηνιαίες δόσεις σε ευρώ, που πρέπει να καταβάλουν για την αποπληρωμή των οφειλόμενων ποσών του δανείου σε ελβετικά φράγκα. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες, με την αγωγή τους ισχυρίσθηκαν ότι ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 388 του ΑΚ, δεδομένου ότι εξαιτίας των ανωτέρω περιστατικών υπήρξε η προαναφερόμενη ουσιώδης αύξηση της οφειλής τους, που την κατέστησε ιδιαιτέρως επαχθή, επιβάλλεται με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών η αναπροσαρμογή της στο προσήκον μέτρο κατά το άρθρο 288 του ΑΚ. Ακολούθως, αυτοί ζητούσαν Α) να υποχρεωθεί η  εναγόμενη δυνάμει της διάταξης του αρ. 388 ΑΚ, να υπολογίσει τις  απορρέουσες υποχρεώσεις τους εκ των ένδικων  συμβάσεων σε ευρώ, από το χρόνο εκταμίευσης και μεταβίβασης σε αυτούς των ποσών των δανείων, έως και το τέλος της συμβατικής διάρκειας αυτών, κατά μετατροπή από το νόμισμα υπολογισμού (ελβετικό φράγκο), με σταθερή ισοτιμία, την ισοτιμία εκταμίευσης  των ποσών, ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα  (…./29.10.2007) και 1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα  (……./25.05.2009), με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού  δανείου σε ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο, άλλως Β) να υποχρεωθεί η  εναγόμενη δυνάμει της διάταξης του αρ. 288 ΑΚ, να υπολογίσει τις  απορρέουσες υποχρεώσεις τους εκ των ένδικων  συμβάσεων σε ευρώ, από το χρόνο επίδοσης της αγωγής έως και το τέλος της συμβατικής  διάρκειας αυτών, με σταθερή ισοτιμία, την ισοτιμία εκταμίευσης  των ποσών, ήτοι 1 ευρώ = 1,686 ελβετικά φράγκα  (…./29.10.2007) και 1 ευρώ = 1,516 ελβετικά φράγκα  (……../25.05.2009), με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού  δανείου σε ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο, το αίτημα αυτό, που επιχειρείται να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, για αναπροσαρμογή της οφειλής των εκκαλούντων και αναγωγής της αντιπαροχής της επίδικης σύμβασης στο μέτρο που αρμόζει και δη με τη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης και με το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι, τα εκτιθέμενα στην αγωγή γεγονότα δεν συνιστούν απρόοπτη μεταβολή του κοινού δικαιοπρακτικού θεμελίου στο οποίο αυτή στηρίχθηκε. Ειδικότερα, η επικαλούμενη γενική οικονομική κρίση που επήλθε στην ελληνική οικονομία  καθώς και  η πίστη των εναγόντων ότι η οικονομία θα συνέχιζε να είναι ανθεκτική δεν αποτελούν  περιστατικά στα οποία στηρίχθηκαν οι ενάγοντες  αλλά στοιχείο της βούλησής τους και η διάψευσή του δεν αποτελεί έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός, ιδίως διότι στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι συνήθεις και συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας (ΑΠ 928/2020, 800/2020 δημ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, δεν αποτέλεσε κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο των μερών η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ ελβετικού φράγκου, όσον αφορά τις επίδικες συμβάσεις μετατροπής των ληφθέντων δανείων σε ξένο νόμισμα, που εξ ορισμού υπόκειται σε συναλλαγματικό κίνδυνο. Άλλωστε,  σε αυτή τη μεταβολή προσέβλεπαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, προσδοκώντας κέρδη σε περίπτωση ενίσχυσης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, αλλά και απολαμβάνοντας αμέσως, κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας των συμβάσεων, την υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ ελβετικού φράγκου, η οποία τους εξασφάλιζε χαμηλή μηνιαία επιβάρυνση κατά την αποπληρωμή των δόσεων. Μόνη δε η επικαλούμενη  διαβεβαίωση των υπαλλήλων της εναγομένης για ευνοϊκότερους όρους λήψης των δανείων, κατά τη σταδιακή αποπληρωμή τους, και αληθές υποτιθέμενο ως γεγονός, δεν αρκεί για να το αναγάγει σε δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης και έτσι δεν δικαιολογείται η ύπαρξη αξίωσης των εναγόντων για αναπροσαρμογή της οφειλής τους με βάση τη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ.  Περαιτέρω το επικουρικό το αίτημα της αγωγής  για την αναπροσαρμογή της παροχής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων , με βάση την διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ, που απορρέει από τις καταρτισθείσες με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη  δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο,  τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον,  υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, αφενός δεν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος, ούτε συντρέχει εξαιρετική περίπτωση, δεδομένου ότι ο επικαλούμενος λόγος περί δραματικής μεταβολής της ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου υπέρ του τελευταίου, ανήκει στο πλαίσιο κινδύνου που ανέλαβαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με τις δανειακές συμβάσεις και με βάση την αρχή της καλής πίστης, σε περίπτωση παροχής που έχει γίνει επαχθής για τον ένα συμβαλλόμενο, επιβάλλεται η εκπλήρωση αυτής και αποκλείεται η παρέκκλιση, αφετέρου δε η αιτούμενη δια της αγωγής διορθωτική επέμβαση του δικαστηρίου, με βάση την ΑΚ 288, δια του υπολογισμού του υπολοίπου της οφειλής με βάση την ισοτιμία που υπήρχε κατά την εκταμίευση εκάστου ποσού δανείου, η οποία να ισχύει για όλη τη διάρκεια εξυπηρέτησης του δανείου, λαμβάνει υπόψη μονομερώς μόνο τα θεμιτά, σε κάθε περίπτωση, συμφέροντα των εκκαλούντων, αποκλείοντας όμως τα επίσης θεμιτά συμφέροντα της εφεσίβλητης τράπεζας, κατ’ αντίθεση με την αρχή της καλής πίστης, η οποία αφενός απαιτεί την τήρηση των συμφωνηθέντων, αφετέρου έχει αμφιμερή ενέργεια με την έννοια ότι κάθε δικαίωμα πρέπει να ασκείται από το φορέα του εντός των κοινωνικοηθικών ορίων, αλλά και αντιστρόφως κάθε υποχρέωση πρέπει να εκπληρώνεται λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου. Ειδικότερα, η επιβάρυνση και ο επαχθής χαρακτήρας της οφειλής τους που προέκυψε μεταγενέστερα κατά την εξέλιξη των δανειακών συμβάσεων, λόγω της μεταβολής της ισοτιμίας ευρώ προς ελβετικό φράγκο υπέρ του τελευταίου, που κατά τα ανωτέρω ανήκε στο πλαίσιο κινδύνου που αυτοί συμβατικά ανέλαβαν, δεν μπορεί να οδηγήσει, άνευ ετέρου, στην υποχρέωση της αντισυμβαλλόμενης τράπεζας να δεχτεί την εξόφληση των οφειλόμενων δόσεων με την ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης των ποσών των δανείων, ήτοι στην πλήρη απαλλαγή τους από τον συναλλακτικό κίνδυνο, αφού έτσι θα κατέληγε σε λύση ότι κρίσιμη είναι η ισοτιμία του χρόνου της εκταμίευσης, χωρίς προηγούμενη στάθμιση των συμφερόντων αμφότερων των μερών, όπως απαιτεί η καλή πίστη, δεδομένου ότι έτσι παραβλέπονται τελείως και τα θεμιτά συμφέροντα της αντισυμβαλλόμενης τράπεζας, η οποία έχει δανειστεί τα ελβετικά φράγκα για να δανείσει τους ενάγοντες και καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης έχει ανοικτή οφειλή σε ελβετικά φράγκα στη διατραπεζική αγορά, υφιστάμενη και η ίδια το συναλλακτικό κίνδυνο και τη ζημία από τον κίνδυνο της μεταβολής της ισοτιμίας, με αποτέλεσμα την μετακύλιση αποκλειστικά στην εφεσίβλητη του κινδύνου μεταβολής της ισοτιμίας, επιβαρυνόμενης της τελευταίας με το χαμηλό επιτόκιο Libor κι συνακόλουθα μειωμένο επιτοκιακό περιθώριο κέρδους (spread), ενώ οι ενάγοντες θα απολαμβάνουν τα οφέλη του χαμηλού επιτοκίου και της χαμηλής τοκοχρεωλυτικής δόσης. (βλ. Α.Π 1461/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΦ.ΠΕΙΡ. 227/2021, Νομολογία Εφετείου Πειραιά). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τις ανωτέρω βάσεις πρωτίστως ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, ενώ  έπρεπε να απορριφθούν ως μη νόμιμες, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, πλην όμως, ενόψει του ότι η απόρριψη των άνω βάσεων ως μη νόμιμων από το Δικαστήριο τούτο αντί ως απαράδεκτων λόγω αοριστίας, όπως  απορρίφθη­καν πρωτοδίκως, καθιστά επιβλαβέστερη τη θέση των εκκαλούντων-εναγόντων  και σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να ασκείται έφεση εκ μέρους του εφεσίβλητου (πρβλ. ΑΠ 1117/2007, ΕφΛαρ 224/2015, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΘεσ 428/2008,   ΕφΘεσ1264/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 1137, περ. ε΄ και Β. Βαθρακοκοίλη: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, στο άρθρο 536, αρ. 2 σελ. 388). Συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον το Δικαστήριο τούτο δεν δύναται ούτε να εξαφανίσει την απόφαση ως προς τα κεφάλαια αυτά, διότι θα καθιστούσε ανεπίτρεπτα χειρότερη τη θέση των  εκκαλούντων, ούτε και να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες με τις ορθές, λόγω της διαφορετικής εκτάσεως του δεδικασμένου. (ΕΦ. ΠΕΙΡ. 641/2020, ΝΜΛ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ).

Περαιτέρω, το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, που συνάπτονται με καταναλωτές, ορίζει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου”, που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπροσθέτως, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας αναφέρεται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες, που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου”, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/13/ΕΚ, συμβατικοί όροι, οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας-μέλους, εξ ορισμού, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Τούτο δε δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις, εξ ορισμού, δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική, δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Άλλωστε, η ένταξη μιας Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία δεν απαιτεί την αυτούσια (κατά λέξη) ενσωμάτωση των άρθρων της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία αλλά με διατάξεις του εθνικού δικαίου να επέρχεται το αυτό αποτέλεσμα που επιδιώκει και η Οδηγία. Θεωρείται, δηλαδή, μια διάταξη Οδηγίας ενσωματωμένη όταν, χωρίς να υπάρχει ρητή απόκλιση, από αυτή, επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα, με την εφαρμογή ανάλογης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, έστω και άν αυτή έχει διαφορετική διατύπωση. Περαιτέρω, η αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων, που χωρίς διαπραγμάτευση εντάσσονται στη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη και προκύπτει από τα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδάφ α’ της Οδηγίας 93/13. Στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στο άρθρο 2 παρ. 2 εδάφ. α’ και 2 παρ 7 περ. ε και ια’ ν. 2251/1994. Η αρχή αυτή αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης, που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του Δ.Ε.Ε. έχει ως αποδέκτη το μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (απόφαση ΔΕΕ της 30ης Απριλίου 2014 στην υπόθεση … κ.λ.π. κατά …, 26/13, σκέψη 74). Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενη η επιβολή συγκεκριμένων συμβατικών όρων μέσω μίας επέμβασης προκαλούμενης από την υπαγωγή της υπόθεσης σε δικαστική διάγνωση αποκλείεται να αποτελεί τον κανόνα, αφού αυτή εμφανίζει επικουρικό χαρακτήρα για την κάλυψη των περιπτώσεων όπου ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ή λειτουργεί πλημμελώς εξαιτίας της εμφάνισης κάποιου πληροφοριακού ελλείμματος. Η Οδηγία 93/13, καταλείποντας τη σχετική ευχέρεια επιλογής στον εσωτερικό νομοθέτη, δεν περιέχει ρυθμίσεις που προβλέπουν τον έλεγχο, υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας της ένταξης των όρων στη σύμβαση, ενώ οι προαναφερόμενοι κανόνες του ν. 2251/1994 επιβάλλουν να ερευνάται εάν επιτρέπεται η ένταξη του αδιαφανούς όρου στο συμβατικό περιεχόμενο της σχέσης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, καθώς και εάν προκαλείται ακυρότητα της σχετικής ρήτρας λόγω του ασαφούς περιεχομένου της. Με δεδομένο όμως ότι κατά κανόνα το περιεχόμενο του ελεγχόμενου όρου είναι απλό και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική και γλωσσική άποψη, ώστε ο έλεγχος ένταξης κατά το άρθρο 2 παρ. 2 εδάφ. α’ Ν. 2251/1994 να μην αποβαίνει αρνητικός αναγκαίως, η έρευνα να επιχειρείται κυρίως σε σχέση με περιεχόμενο, το οποίο επιβάλλεται να διαμορφώνεται, κατά τρόπο ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης. Ειδικότερα, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας σύμφωνα με τη 19η αιτιολογική σκέψη και τον κανόνα του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, καθώς και κατά το άρθρο 2 παρ 6 εδάφ. α’ ν. 2251/1994, ερμηνευόμενο με τη μέθοδο της τελολογικής συστολής του κανονιστικού του περιεχομένου. Όμως, το ίδιο το άρθρο 4 παρ. 2 συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του άρθρου 5 εδάφ. α’ της Οδηγίας ορίζει ότι: “Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.”. Επιβάλλει, δηλαδή, οι σχετικοί όροι, που ανάγονται στα ουσιώδη μέρη της συμβάσεως (essentialia negotii) να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 561/2014, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 430/2005), σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή με τη χρήση αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση, προκαλώντας κίνδυνο ο τελευταίος είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής. Ο αποκλεισμός του ελέγχου καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων που περιγράφουν τη σχέση αναλογίας μεταξύ παροχής και τιμήματος προκαλείται εξαιτίας της αδυναμίας αναγωγής της δικαιοδοτικής κρίσης σε κάποιο υφιστάμενο αντικειμενικό πρότυπο επιμέτρησης. Κυρίως, όμως, αποδίδεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των σχετικών ρητρών, αφού μέσω αυτών διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό περιεχόμενο της συμβάσεως, σε σχέση με το οποίο είναι και παραμένει επικεντρωμένο το ενδιαφέρον αυτοπροστασίας του καταναλωτή και εκδηλώνεται επιμέλεια, εκ μέρους του, για τη συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών. Υπό το πρίσμα και της ως άνω συμπεριφοράς, που είναι αναμενόμενο να εκδηλώνεται από τον καταναλωτή, οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι υποβάλλονται σε έλεγχο, ώστε να διαγνωστεί εάν είναι σύμφωνοι με την αρχή της διαφάνειας, η οποία αναλύεται ειδικότερα στην αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της χρήσεως των όρων, που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων, με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους, με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές, που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας, μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μιας διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχόμενου. Ήδη σημειώθηκε, ότι κατά τη 13η αιτιολογική σκέψη του Προοιμίου της Οδηγίας 93/13, οι κανόνες ενδοτικού και κατά μείζονα λόγο αναγκαστικού δικαίου των εθνικών δικαίων θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες. Επίσης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 εδάφ. α’ και β’ της Οδηγίας, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της, οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και οι κανόνες, που εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, αν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως (κανόνες ενδοτικού δικαίου). Η ρύθμιση αυτή αποκλείει τον έλεγχο των χαρακτηριζόμενων ως δηλωτικών όρων, διότι αυτοί αποδίδουν κανόνες οι οποίοι και χωρίς τη σχετική συμβατική παραπομπή σε αυτούς θα ήταν εφαρμοστέοι. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων και, συνακόλουθα, καταχρηστικότητα. Έτσι, ένας τέτοιος όρος, που δεν ελέγχεται για καταχρηστικότητα, δεν ελέγχεται και για το αν αυτός είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 2 της ανωτέρω Οδηγίας (93/13), διότι δεν νοείται όρος (ρήτρα), μη καταχρηστικός, ο οποίος απηχεί κανόνα εσωτερικού (αναγκαστικού ή ενδοτικού) δικαίου, που ελλείψει του σχετικού όρου θα εφαρμοζόταν ούτως ή άλλως, να είναι, συνάμα, ασαφής και ακατανόητος, δηλαδή αδιαφανής. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος (δηλωτικός), εξ ορισμού, αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Δηλαδή, διαφεύγει κάθε ελέγχου καταχρηστικότητας, άρα και του ελέγχου διαφάνειας, που προβλέπεται από το άρθρο 2 του ν. 2251/1994, (και εξειδικεύεται στην παρ. 7 του ιδίου άρθρου), σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/2013. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της ίδιας Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, όταν στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος ΓΟΣ, που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ως τρέχουσα αξία, σημειωτέον, νοείται εκείνη, που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης, που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος, κατά την ανωτέρω έννοια αυτής, στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα ή αδιαφάνεια του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρον αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 01-01-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019). Εξάλλου,  μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ανωτέρω ειδικές περιπτώσεις (άρθρ. 2 § 7 N.2251/1994) είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά την λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017, ΝΟΜΟΣ). Η αρχή της διαφάνειας των ΓΟΣ διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ.2 και 5 εδ.α’ της Οδηγίας αυτής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα, οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εν τούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Στο εσωτερικό δίκαιο, η αρχή της διαφάνειας περιέχεται στο άρθρο 2 παρ.2α’ και 7 ε’, ια’ του Ν.2251/1994. Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30/4/2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Η αρχή της διαφάνειας ανάγεται σε δείκτη που καθοδηγεί στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ.6 εδ.α ν.2251/1994 και συγκεκριμένα συνιστά κριτήριο εξειδίκευσης της «σημαντικής διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας, καθόσον οι αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω των άρθρων 2 παρ.1-3 και 5 του Ν.2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ.ε,ζ,η,ι,ια του ιδίου νόμου. Η αρχή της διαφάνειας συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων που πρέπει να διακρίνει τους ΓΟΣ. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη πτυχή αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή η προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Ένας ΓΟΣ, ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος (ΟλΑΠ 12/2017, ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α.Π 53/2021, ΕΦ, Πειρ. 42/2021, ΕφΑθ 699/2020, ΝΟΜΟΣ).

Με τον δεύτερο  λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται  επειδή κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης νόμου η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι οι όροι 7α και  9 των επίδικων δανειακών συμβάσεων  οι οποίοι καθόριζαν ο μεν πρώτος ότι «…εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα  φράγκα ο  οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε  Ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της καταβολής ….», ο δε δεύτερος ότι «… σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, η Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή ΕΥΡΩ με βάση την τιμή πώλησης, που ισχύει την ημέρα της καταγγελίας>>, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, κατ’ άρθρα 1§2 της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ, θεωρώντας ότι απηχούν κατά περιεχόμενο τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, παραβιάζοντας ευθέως τα άρθρα 3§1, 4§2, 5 και 6 της Οδηγίας και 2§§6,7 Ν 2251/1994, παρότι δεν ταυτίζονται κατά το περιεχόμενό τους, αφού οι ρήτρες αυτές δεν παρέχουν στους εκκαλούντες τη δυνατότητα καταβολής σε αυτούσιο συνάλλαγμα. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε πως οι προσβαλλόμενοι όροι της σύμβασης δανείου επαναλαμβάνουν η διάταξη του άρθρου 291 Α.Κ., αφού η τελευταία καθιερώνει απλή ενοχή με διαζευκτική ευχέρεια, ενώ ο πρώτος διαζευκτική ενοχή με διαζευκτική ευχέρεια και εν τέλει απέρριψε χωρίς αιτιολογία το αιτήμα τους για την αναγνώριση της ακυρότητας των ανωτέρω όρων της σύμβασης, αφού χωρίς αιτιολογία για το αν εμπίπτουν στα essentialia negotii, naturalia negotii ή accidentalia negotti της δικαιοπραξίας, υπήγαγε αυτούς στη δεύτερη κατηγορία και στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 1§2 της Οδηγίας 93/13, παρότι υπάγονται στην πρώτη κατηγορία, αφού αφορούν στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης και υπόκεινται σε έλεγχο διαφάνειας, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόσει, ενώ έπρεπε, αυτές των άρθρων 3§1, 4§2, 5, 6 και 8 αυτής και 2§§6,7 Ν 2251/1994. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων  κρίνεται νομικά αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ο όρος 7 της σύμβασης δανείου, που συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων και ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης, κατά την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, με την έννοια των άρθρων 305 επ. του Α.Κ., παρά τη χρήση της λέξης υποχρεούται. Και τούτο, διότι δεν οφείλονται δύο, αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα και απλώς, παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1.1.2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. του Α.Κ. περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως, το περιεχόμενο του άρθρου 291 του Α.Κ Εξάλλου, και αν ακόμα οι ανωτέρω ρήτρες αφορούν, εν ευρεία έννοια, στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης, ήτοι αυτό της υποχρέωσης απόδοσης του δανείου, η ρύθμιση του τρόπου απόδοσης, σε αλλοδαπό νόμισμα ή σε εγχώριο [και όχι αυτή καθεαυτή η υποχρέωση απόδοσης που καθορίζει τη μορφή της ένδικης σύμβασης ως δάνειο και αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της σύμβασης (essentiale)], αποτελεί κατά τα προεκτεθέντα όρο που θα μπορούσε να μείνει αρρύθμιστος, χωρίς να επηρεαστεί το υποστατό της σύμβασης του δανείου, ρυθμιζομένου του τρόπου απόδοσης εκ του νόμου, ως προς το επίδικο ζήτημα, με την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, την οποία πραγματικά απηχεί η συμβατική ρύθμιση εν προκειμένω. Εμπίπτουν επομένως οι ένδικοι συμβατικοί όροι στα naturalia negotii της σύμβασης, εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 1§2 της Οδηγίας, που έχει μεταφερθεί δια της ρυθμίσεως του άρθρου 6§2 του Ν 2251/1994, βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του, στο εσωτερικό δίκαιο. Περαιτέρω,  οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε πως οι ίδιοι ως άνω όροι της σύμβασης δανείου επαναλαμβάνουν εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή, που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πλαίσιο, που προϋπέθεσε ο εθνικός νομοθέτης, όταν θέσπισε τη διάταξη του άρθρου 291 του Α.Κ., με αποτέλεσμα να ελέγχεται δικαστικά ο Γ.Ο.Σ. και το περιεχόμενό του. Ότι προϋπόθεση για την εξαίρεση από τον έλεγχο του κύρους των Γ.Ο.Σ., σύμφωνα με το άρθρο 1 §2 της οδηγίας 93/13/Ε.Ο.Κ., είναι η συμβατική ρήτρα να απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη και αφετέρου αυτή να είναι διάταξη αναγκαστικού και όχι ενδοτικού δικαίου, ενώ ο συγκεκριμένοι Γ.Ο.Σ. δεν είναι δηλωτικοί αφού δεν ανταποκρίνονται  πλήρως στο ρυθμισμένο από το νόμο συμβατικό πρότυπο, αλλά επαναλαμβάνουν εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή, που υποδεικνύουν  τον τρόπο εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη, όταν αυτή συνίσταται σε χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα και αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο που προϋπέθεσε ο εθνικός νομοθέτης, όταν θέσπιζε τη ρύθμιση του άρθρου 291 Α.Κ., αφού τότε δεν επιτρεπόταν η ρήτρα σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα στις εσωτερικές συναλλαγές. Ωστόσο, κατά την ως άνω Οδηγία 93/13, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας – μέλους, εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι κι αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί” (naturalia negotii), μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις, όχι μόνο αναγκαστικού, αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 §2 της Οδηγίας 93/13 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι’ αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Σημειωτέον ότι μετά το ν. 2842/2000, ο οποίος αντικατέστησε το έως τότε νόμισμα της χώρας, τη δραχμή, με το ευρώ, που εισήχθη ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα στα κράτη της Ε.Ε., που αποτέλεσαν την Ο.Ν.Ε. και η ομαλοποίηση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, οδήγησε στην κατάργηση της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας για την προστασία του νομίσματος, καθώς και των διατάξεων που απαγόρευαν τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα, σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα. Οι όροι  αυτοί, που έχουν τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανείς, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπησή του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου δεύτερος  λόγος της έφεσης.

Περαιτέρω, στα δάνεια σε ξένο νόμισμα η υποχρέωση ενημέρωσης καθιερώνεται και από διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου). Μεταξύ αυτών των διατάξεων του ελληνικού δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού, ιδιαίτερη θέση κατέχει η ΠΔ/ΤΕ  2501/2002, η οποία ανάγεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή ελέγχεται αναιρετικά (ΕφΑθ 3607/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Με την τελευταία αυτή πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 § 5 του ν. 2076/1992, κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α΄ αυτής, με τίτλο «Γενικές Αρχές»,  τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί, να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων και να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. Επίσης, στην παράγραφο Β΄ αυτής, καθορίζεται η ελάχιστη ενημέρωση αναφορικά με συγκεκριμένες τραπεζικές εργασίες, όπως καταθέσεις, χορηγήσεις, λοιπές εργασίες, καθώς και σε σχέση με πιστωτικές κάρτες και παράγωγα προϊόντα, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. Ειδικώς, αναφορικά με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος δάνεια, η ελάχιστη ενημέρωση των δανειοληπτών περιλαμβάνει ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β, αρ. 2 περ. x), και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β, αρ. 2 περ. ix). Εξάλλου, στην ίδια πράξη προβλέπεται, σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, ότι η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε : α) αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της επένδυσης, β)σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων σε εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κ.λ.π.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (παρ. Β, αρ. 2 περ. στ). (ΒΛ. ΕΦ ΠΕΙΡ 329/2021 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ).

Με τον τρίτο  λόγο της υπό κρίση  έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται  ότι  η εκκαλουμένη, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί παραβίασης της ΠΔΤΕ 2501/2002 από την πλευρά της εφεσίβλητης, που επιβάλλει την ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση των δανειοληπτών από τα πιστωτικά ιδρύματα, αναφορικά με τους ένδικους ΓΟΣ, τον εξ αυτών συναλλαγματικό κίνδυνο και τις τεχνικές κάλυψής του. Πλην όμως με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός  είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι μόνο στα πλαίσια του δικαστικού ελέγχου περί καταχρηστικότητας, από την άποψη της διαφάνειας, θα μπορούσε να ελεγχθεί αν υπήρξε επαρκής ενημέρωση των δανειοληπτών, κατά την επικαλούμενη ΠΔΤΕ 2501/2002, που επιβάλλει την ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τους συναλλασσομένους τους αναφορικά με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος δάνεια, έλεγχος ωστόσο που δεν είναι νόμιμος εν προκειμένω, αφού οι επίμαχοι ΓΟΣ είναι δηλωτικοί διάταξης νόμου και εκφεύγουν κάθε ελέγχου καταχρηστικότητας, άρα και του ελέγχου διαφάνειας, που προβλέπεται από το άρθρο 2§7 του Ν 2251/1994, σε συνδυασμό με το άρθρο 4§2 της Οδηγίας 13/93 (ΕΑ 2544/2022 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου τρίτος  λόγος της έφεσης.

Περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο έφεσης παραπονούνται οι εκκαλούντες για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ και όχι της μεταγενέστερης διάταξης του άρθρου 4§1 του Ν 2842/2020, που έπρεπε να εφαρμόσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η οποία ορίζει ότι <<Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν πράξεις σε συνάλλαγμα, διενεργούν ελεύθερα για ίδιο λογαριασμό και με δικό τους κίνδυνο πάσης φύσεως πράξεις σε συνάλλαγμα και ξένα τραπεζικά γραμμάτια, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις>>  προς αναπλήρωση του κενού που προκύπτει από την ακύρωση ων προσβαλλόμενων ΓΟΣ. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον δεν μπορεί να γίνει έλεγχος καταχρηστικότητας των όρων αυτών, ούτε λόγω παραβίασης της αρχής της διαφάνειας κατά τα προεκτεθέντα, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ απηχεί  το περιεχόμενο των επίμαχων όρων της σύμβασης,  ενώ αντίθετα  οι όροι αυτοί δεν απηχούν τη διάταξη του άρθρου 4§1 του Ν 2842/2000. Περαιτέρω εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται ακυρότητα των όρων της σύμβασης τυγχάνει απορριπτέος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί του ότι  η  διάταξη  του άρθρου 4§1 του Ν 2842/2000, ως διάταξη ενδοτικού δικαίου,  θα μπορούσε, να εφαρμοστεί σε περίπτωση ακυρότητας των ανωτέρω όρων, προς συμπλήρωση του κενού που θα δημιουργούνταν. Σε κάθε δε περίπτωση είναι νομικά αβάσιμος και επειδή η τελευταία αυτή διάταξη αφορά τις πράξεις συναλλάγματος, που διενεργούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για δικό τους λογαριασμό και όχι μεταξύ των τελευταίων και των πελατών τους, όπως στην ένδικη περίπτωση (βλ. και ΑΠ 948/2021). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου τέταρτος  δεύτερος  λόγος της έφεσης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 γ παρ. 1 ν. 2251/1994 απαγορεύονται, εν γένει, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ο ορισμός των οποίων δίνεται στο άρθρο 9α του ίδιου νόμου. Ως αθέμιτη ορίζεται η πρακτική, που αντίκειται στους κανόνες της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή (9γ παρ. 2), και ιδίως, εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές (9γ παρ. 4). Κατά δε το άρθρο 9 δ παρ.1 του νόμου αυτού, (με τίτλο παραπλανητικές πράξεις): “Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής ή, όταν με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε”, ενώ κατά το άρθρο 9 ε: “παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο προμηθευτής αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο”. Στην περίπτωση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών προβλέπονται, στο άρθρο 98 παρ. 1, 3 του ιδίου νόμου οι εξής κυρώσεις: “1…Κάθε καταναλωτής ή και ένωση καταναλωτών έχουν το δικαίωμα, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 9γ έως και 9η, να ζητούν τη δικαστική παύση κάθε αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωση για τη ζημία που υφίστανται εξαιτίας της πρακτικής αυτής. 3. Ο Προμηθευτής στον οποίο αποδίδεται παράβαση των διατάξεων του παρόντος μέρους υποχρεούται να προσκομίζει στο Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αφορούν εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο από το Δικαστήριο, εν όψει των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανομένων υπόψη των έννομων συμφερόντων όλων των διαδίκων. Αν δεν προσκομισθούν τα στοιχεία αυτά ή κριθούν ανεπαρκή, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ή των εναγόντων καταναλωτών τεκμαίρονται αληθείς”. Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992, (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του, με το άρθρο 92 παρ. 1 του Ν. 3601/2007) εκδόθηκε η Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 (ΦΕΚ Α’ 277/2002), η οποία, ως εκ τούτου, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 1727/2008) και εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αυτή ίσχυε πριν τροποποιηθεί μεταγενέστερα, καθόσον οι επίμαχες δανειακές συμβάσεις συνήφθησαν κατά την τριετία 2006 – 2008. Με την εν λόγω Πράξη, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, οι οποίες αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους, που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα δε με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α’ της ίδιας ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις, που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους, κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων, για τον τρόπο εφαρμογής των όρων, που έχουν συμφωνηθεί, να ανταποκρίνονται, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, σε αίτημα των συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινήσεων, σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων, καθώς και να μεριμνούν, για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών, προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Ειδικότερα, για τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης: α) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β’, αριθμ. 2, περίπτωση x) και β) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ Β. αριθμ. 2, περίπτωση xi). Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται, περαιτέρω, στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο, στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά πρέπει να οδηγεί το δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γι’ αυτόν.

Περαιτέρω με τον πέμπτο  λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο  δεν εφάρμοσε τις διατάξεις 9γ-9 ε του νόμου 2251/1994 που αναφέρονται σε <<απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών>> που επιβάλλουν στην τράπεζα την ορθή και κατάλληλη πληροφόρηση του καταναλωτή και εν προκειμένω των δανειοληπτών που  έμμεσα προκύπτει (υποχρέωση)  και από τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 4α του νόμου αυτού και θεσπίζουν κύρωση συνιστάμενη σε αποζημίωση του καταναλωτή. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι  η εφεσίβλητη τράπεζα παρώθησε τους ενάγοντες να λάβουν τα επίδικα δάνεια υπερτιμώντας τα οφέλη , αποκρύπτοντας την αληθή φύσει αυτών και τον τρόπο λειτουργίας του  και υποτιμώντας τους παραγόμενους εξ΄ αυτού κινδύνους ήτοι το συναλλαγματικό κίνδυνο και τον κίνδυνο του επιτοκίου. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος , εφόσον  σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα,  οι επίμαχοι όροι 7° κα 9 είναι έγκυροι και η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να παρέχει ενημέρωση ειδική ενημέρωση για τις επίδικες συμβάσεις  από πιστοποιημένους υπαλλήλους της τράπεζας παροχής επενδυτικών συμβουλών, εφόσον τα επίδικα δάνεια σε συνάλλαγμα, που δεν ήταν εκ προοιμίου μη ασφαλή, αφού καταρχήν παρείχαν σημαντικό όφελος στους εκκαλούντες δανειολήπτες από το χαμηλό επιτόκιο libor σε σχέση με το υψηλό επιτόκιο euribor των δανείων σε ευρώ, α κίνδυνος δε που ενείχαν ήταν συμβατός με τη φύση τους και δεν εξαρτάτο από την εφεσίβλητη, και τα οποία  δεν έχουν επενδυτικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται ως εκ τούτου ειδική ενημέρωση για αυτά από πιστοποιημένους υπαλλήλους της τράπεζας παροχής επενδυτικών συμβουλών, σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν απαιτούνται ειδικές οικονομικές γνώσεις για να αντιληφθεί ο μέσος καταναλωτής – δανειολήπτης, όπως οι εκκαλούντες, ότι οι συναλλαγματικές μεταβολές επηρεάζουν προφανώς την αξία ενός νομίσματος σε σχέση με άλλα. Εξάλλου,  η παράνομη συμπεριφορά που επικαλούνται οι εναγάντες,  γεννά δικαίωμα αποζημίωσης που συνίσταται σε αρνητικό διαφέρον,  στην περιέλευση τους στην περιουσιακή κατάσταση που θα ευρίσκοντο εάν δεν είχε μεσολαβήσει η ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, των προστεθέντων της εναγόμενης. Πλέον συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ιστορική βάση της αγωγής, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η επικαλούμενη ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, των προστεθέντων της εναγόμενης, οι ενάγοντες θα αντιλαμβάνονταν την πλήρη έκταση του συναλλαγματικού κινδύνου που ελλοχεύει στον επίδικο τύπο δανείου και ενόψει του ότι, σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής, δεν υφίστατο η δυνατότητα διαπραγμάτευσης των επίμαχων όρων των επιδίκων συμβάσεων, οι ενάγοντες δεν θα προέβαιναν στην κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων. Συνεπώς, ενώ μπορούσε να ζητηθεί από τους ενάγοντες, ως αποζημίωση, είτε σε χρήμα, είτε in naturat, η περιέλευση τους στην οικονομική κατάσταση στην οποία θα ευρίσκοντο εάν είχαν καταρτίσει, αντί για τις επίδικες, δύο άλλες συμβάσεις δανείου, σε ευρώ, με επιτόκιο EURIBOR, για την κάλυψη των επικαλούμενων στο δικόγραφο στεγαστικών τους αναγκών, δεν μπορεί όμως, να ζητηθεί από τους ενάγοντες, με την ανωτέρω νομική βάση, να περιέλθουν στην κατάσταση που θα ευρίσκοντο εάν η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – ελβετικού φράκου ήταν αυτή που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκταμίευσης, ενώ παραμένουν σε ισχύ οι λοιποί όροι των επιδίκων συμβάσεων, αφού κάτι τέτοιο δεν συνιστά αρνητικό διαφέρον σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις (βλ κατ’ αρ. ΕρμΑΚ Γεωργιαδη – Σταθόπουλου τόμοι 2ος και 4ος, αρ. 297-298, 914 και Γ. Καράκωστα «Προστασία του καταναλωτή» εκδ. Αντ. Σάκκουλα 1997, σελ. 113 επ. και 136), αλλά μορφή θετικού διαφέροντος το οποίο μπορεί να αναζητηθεί μόνο στην περίπτωση της απάτης, στην οποία ο απατηθείς επιλέγει να εμμείνει στην ακυρώσιμη σύμβαση, και αξιώνει, κατ 1 αρ. 149 εδ. β 1 ΑΚ, να περιαχθεί στην περιουσιακή κατάσταση στην οποία θα ευρίσκετο εάν η σύμβαση εκπληρωνόταν και ταυτόχρονα τα όσα απατηλώς παραστάθηκαν σε αυτόν ήσαν αληθή (βλ κατ’ αρ. ΕρμΑΚ Γεωργιαδη – Σταθόπουλου, τόμος 1ος, αρ. 149). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου  τέταρτος  λόγος της έφεσης. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, μη προτεινομένου άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, ούτε και ως προς τις λοιπές αγωγικές βάσεις, που απορρίφθηκαν ως νομικά αβάσιμες από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ως προς τις οποίες δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο στερείται της εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους (άρθρα 522, 535 και 536§2 ΚΠολΔ – ΑΠ 194/2021 ΝΟΜΟΣ, με παραπομπές σε ΑΠ 782/2019, ΑΠ 226/2016, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 279/2010, ΕΑ 855/2021 αδημ.), πρέπει η εν λόγω έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Περαιτέρω αφού απορρίπτεται η έφεση πρέπει  να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (150,00 ευρώ) που οι εκκαλούντες κατέθεσαν  κατά την άσκηση της έφεσής τους και  όπως ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω,  πρέπει να γίνει δεκτή η  ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 1.9.2022  αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση (με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2002 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2022 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς) της Ανώνυμης εταιρείας με την  επωνυμία <<…………….>>  υπέρ της εκκαλούσας  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………… Τέλος πρέπει  να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 179, 183).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των διαδίκων την  από : α) 06.12.2021 έφεση (με γενικό αριθμός κατ. …./2021 και ειδικό αριθμός κατάθεσης …/2021 στη γραμματεία του πρωτοδικείου και με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2021 και ειδικό  αριθμό κατάθεσης …/2021 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς) κατά της υπ’ αριθ. 1919/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και την β) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 1.9.2022  αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2002 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2022 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς) της Ανώνυμης εταιρείας με την  επωνυμία <<………………>>  υπέρ της εκκαλούσας  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> .

ΔΕΧΕΤΑΙ την ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 1.9.2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2002 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2022 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς) της Ανώνυμης εταιρείας με την  επωνυμία <<…………>>  υπέρ της εκκαλούσας  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν  την από 06.12.2021 έφεση (γενικός αριθμός κατ. …/2021 και ειδικός αριθμός κατάθεσης …/2021 στη γραμματεία του πρωτοδικείου και γενικός αριθμός κατάθεσης …/2021 και ειδικός  αριθμός κατάθεσης …../2021 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς) κατά της υπ’ αριθ. 1919/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία , αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού 150,000 το οποίο κατέθεσαν οι  εκκαλούντες  κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Συμψηφίζει στο σύνολο τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Ιουλίου 2023  και δημοσιεύθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    O   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ