Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 532/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     532/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ……………….  τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος του, Άννα Κοντοσέα (Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες).

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Εταιρίας με την επωνυμία με την επωνυμία «……….» (πρώην «………….»), η οποία εδρεύει στην ……….. Αττικής, και νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό (ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, ………, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  07-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./8-7-2020 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με αριθμό 2743/03-12-2021, απόφαση αντιμωλία των διαδίκων,  με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η ως άνω  αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων  με την από 03-05-2022 (αριθμ. κατάθ. ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο ………/03-05-2022 και στο αριθ. εκθ. καταθ. δικογρ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../04-05-2022) έφεσή του, όσο και η εναγόμενη εταιρία με την  από 14-10-2022 (αριθμ. εκθ. κατάθ. ενδίκου μέσου ενώπιον του ανωτέρω Πρωτοδικείου ………../14-10-2022 και αριθ. καταθ. δικογρ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/14-10-2022) έφεσή της,  οι οποίες προσδιορίστηκαν για  συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 03-05-2022, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………/03-05-2022 και με αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./04-05-2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 14-10-2022, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……../14-10-2022 και με αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./14-10-2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 2743/3.12.2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από  07-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/8-7-2020 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευσή της στις 3.12.2021 έως της καταθέσεως των ενδίκων εφέσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 03.05.2022 και 14.10.2022, αντίστοιχα, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την ένδικη αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων …………., ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε σε πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 20-6-2012 έως 15-2-2015, με την ειδικότητα του δοκίμου μηχανικού αρχικώς και ακολούθως με την ειδικότητα του Γ’ μηχανικού. Ότι την 16.5.2015, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, αυτός προσλήφθηκε από την εναγομένη, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου στην έδρα της και συγκεκριμένα ως βοηθός τεχνικού διευθυντή, με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας σαράντα (40) ωρών, έναντι συμφωνημένου μηνιαίου μισθού, αυτού που προβλέπονταν για τη ναυτική ειδικότητά του Γ Μηχανικού, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων. Ότι η σύμβαση αυτή εργασίας λειτούργησε έως την 5.9.2019, οπότε αυτός απεχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, μετέχοντας σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου αυτής, λαμβάνοντας αποζημίωση εκ ποσού ευρώ 15.000. Ότι η εναγομένη δε του κατέβαλε το σύνολο των συμφωνημένων αποδοχών του και συγκεκριμένα, καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης σχέσης εργασίας, δεν του κατέβαλε τα προβλεπόμενα με τις εν λόγω ΣΣΝΕ επιδόματα τροφοδοσίας και Γ’ Μηχανικού, επιπλέον δε δεν του κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.9.2019, τον συμφωνημένο και προβλεπόμενο από τις ισχύσασες κατά τα έτη 2018 και 2019 ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων βασικό μισθό και δη μισθό ενεργείας και επίδομα Κυριακών, καθώς επίσης και το προβλεπόμενο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και αδείας, με αποτέλεσμα να του οφείλει το ποσό των ευρώ 35.251,52. Επιπλέον, επικαλούμενος ότι, κατά τη χρονική περίοδο από 16-2-2015 έως 31-3-2019, εργαζόταν κατά τις καθημερινές ημέρες πλέον των οκτώ ωρών, επί δύο ώρες καθ’ εκάστη και κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ειδικότερα χρονικά διαστήματα, οπότε διενεργούντο στα πλοία της εναγομένης εργασίες επισκευής όλες τις ημέρες της εβδομάδας, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και των αναφερομένων σε αυτή αργιών, επί δεκατρείς (13) ημερησίως, εργασία για την οποία δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις αναγγελίας και καταγραφής της απασχόλησής του αυτής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν. 4144/2013, με την κύρια βάση της αγωγής του επικαλούμενος τις κανονιστικές διατάξεις των ανωτέρω ΣΣΝΕ, αξιώνει την καταβολή πρόσθετης αμοιβής, εκ ποσού ευρώ 53.180,69 για την πέραν του συμφωνημένου και νομίμου, κατά τις εν λόγω κανονιστικές διατάξεις των ανωτέρω ΣΣΝΕ, ωραρίου με τους όρους αμοιβής των εν λόγω ΣΣΝΕ, ως υπερωριακή εργασία. Τέλος, με την κύρια βάση της αγωγής, αξιώνει την καταβολή υπολοίπου οφειλής δώρων εορτών, υπολογιζομένων κατά τις κανονιστικές διατάξεις των ανωτέρω ΣΣΝΕ εκ ποσού ευρώ 19.356,53. Επικουρικώς, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας βάσης αυτής ως αναπόδεικτης ως προς τον αγωγικό του ισχυρισμό περί του ύψους της συμφωνημένης αμοιβής του, ισχυρίσθηκε ότι, η εναγομένη του οφείλει, για την ανωτέρω εργασία του, κατά τα έτη 2018 και 2019, το ποσό των 8.397,78 ευρώ, για διαφορές αποδοχών των ετών αυτών, που συνίστανται στη διαφορά μεταξύ των καταβαλλομένων υπό της εναγομένης σε αυτόν και των, σαφώς ανωτέρω προβλεπομένων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.9.2019, με τις εφαρμοστέες εν προκειμένω ΣΣΕ του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και επιχειρήσεων της χώρας, οι οποίες κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού. Επιπλέον, σε περίπτωση απόρριψης του κυρίου αιτήματος της ένδικης αγωγής όπως του επιδικασθεί πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και διαφορές δώρων εορτών του δυνάμει της ανωτέρω καταρτισθείσας την 16.2.2015 σύμβασης χερσαίας εργασίας, κατ’ εφαρμογή των κανονιστικών διατάξεων των ανωτέρω ΣΣΝΕ, να του επιδικασθεί το ποσό των ευρώ 12.499,50 ως αμοιβή του για την πέραν των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.3.2019, το ποσό των ευρώ 37.524,52 ως αμοιβή του για κατ’ εξαίρεση, παράνομη υπερωριακή απασχόληση κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το ποσό των ευρώ 11.696,36 ως αμοιβή του για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 10.703,92 για την απασχόλησή του κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες Κυριακής και αργιών, αμοιβή που συνίσταται στην ωφέλεια που απεκόμισε η εναγομένης εκ της εργασίας του αυτής συμπεριλαμβανομένης και της προσαυξήσεως 75%, το ποσό των ευρώ 4.917,85 το οποίο του οφείλει η εναγομένη ως αδικαιολογήτως πλουτήσασα σε βάρος του από τη μη χορήγηση στον ενάγοντα, λόγω της απασχόλησής του πέραν των πέντε ωρών κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες Κυριακής και αργιών, έτερης ημέρας αναπαύσεως, καθώς επίσης και ως διαφορές δώρων εορτών το ποσό των ευρώ 11.177,91. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, επικαλούμενος κυρίως την επίδικη σύμβαση εργασίας και επικουρικώς τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, λόγω της ένδικης συμβάσεως εργασίας, κυρίως το ποσό των 107.788,74 ευρώ, επικουρικώς δε το ποσό των 96.917,84 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από της λύσεως της επίδικης σύμβασης την 5-9-2019, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς και εφάρμοσε για την εκδίκαση αυτής την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών κατά την οποία είχε εισαχθεί η υπόθεση, έκρινε νόμιμη την ένδικη αγωγή, ως ερειδόμενη στις διατάξεις της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ’ αριθμ. 95/1949 διεθνούς σύμβασης εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου», των άρθρων 340, 345, 346, 648, 653, 655 ΑΚ, άρθ. 1§§1-5 του Ν.3385/2005, όπως αντικατ. από άρθρο 74 παρ. 10 του Ν.3863/2010 [για την υπερεργασία και την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση], 1 παρ.1 και 2 του Ν. 1082/1980 και 1 παρ.1 & 2, 2, 3 παρ.1 και 6 της 19.040/1981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας [για τα δώρα εορτών], 2 παρ.1, 5 παρ.5 του Α.Ν.539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 1346/1983, και 3 παρ. 16 Ν.4504/1966 [για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας], 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τις Κυριακές και εορτές», όπως ερμηνεύτηκε με την υπ αριθμ. 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, του άρθρου 2 του ν.δ. 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 435/1976, σε συνδυασμό προς τη διάταξη των άρθρων 4 παρ. 1 και παρ. 2, 5, 10 παρ. 1 και 7 παρ. 1 περ. θ β.δ. 748/1966 [προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και εορτές] και 176, 191§2, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’ και 910 αριθ. 4 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος της κύριας βάσης αυτής, περί εφαρμογής των διατάξεων των ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, εκ του χαρακτήρος της ένδικης σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως χερσαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και όχι ναυτικής τοιαύτης. Περαιτέρω, δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την ένδικη αγωγή, ερευνώντας ουσιαστικά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ 27.399,78, νομιμοτόκως με τις αναφερόμενες σε αυτήν διακρίσεις και δη (α) ποσό ευρώ 9.706,50 ως αμοιβή του για την πραγματοποιηθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.2018 έως 31.3.2019, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργαζόταν πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως επί πέντε ώρες, (β) ποσό ευρώ 2.910,60 ως αμοιβή του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία, αφού κατά το σκεπτικό της δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν δώδεκα ώρες ημερησίως, κατά το μαθηματικό υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης, δέκα ώρες ημερησίως τις καθημερινές ημέρες του χρονικού διαστήματος από 2.9.2018 έως 31.3.2018, (γ) ποσό ευρώ 8.741,52 για απασχόληση του ενάγοντος επί [81] ημέρες Κυριακής και αργιών εντός του χρονικού διαστήματος από 22.3.2015 έως 18.3.2018, οπότε κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργάσθηκε επί οκτώ (8) ώρες και με συνυπολογισμό της προσαύξησης ποσοστού 75% επί του ωρομισθίου, υπολογιζομένης επί των κατώτατων νομίμων αποδοχών που προβλέφθηκαν με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, (δ) ποσό ευρώ 4.770,09, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις ως αμοιβή του ενάγοντος λόγω μη χορήγησης σε αυτόν και συνεπεία της εργασίας του κατά τις ημέρες Κυριακής άλλης ημέρας αναπαύσεως και (ε) ποσό ευρώ 7.241,43 για διαφορά Δώρων εορτών του ενδίκου διαστήματος, απέρριψε δε αυτήν ως αβάσιμη στην ουσία της (α) όσον αφορά τις αιτούμενες διαφορές αποδοχών μεταξύ του καταβαλλόμενου και του προβλεπόμενου από τις επικουρικώς επικαλούμενες Κλαδικές ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» (i) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 2.9.2018, στα πλαίσια έρευνας της επικουρικής βάσης της αγωγής, διότι έκρινε ότι ο ενάγων δεν απέδειξε ότι προ της κηρύξεως ως γενικώς υποχρεωτικής της από 21.11.2017 ανωτέρω Κλαδικής ΣΣΕ, η οποία έλαβε χώρα την 3.9.2018, ο ίδιος και η εναγομένη ήταν μέλη των συμβληθέντων, κατά την κατάρτιση της εν λόγω ΣΣΕ, εργοδοτικών και εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και επομένως δεν εφαρμόζονταν στην επίδικη έννομη σχέση οι διατάξεις αυτής, επιπλέον δε, εκ του λόγου τούτου, οι καταβληθείσες από την εναγομένη για το ίδιο διάστημα αποδοχές του, κατά παραδοχή ως βάσιμης στην ουσία της σχετικής ένστασης καταβολής της εναγομένης, υπερέβαιναν τις νομίμως προβλεπόμενες για το ίδιο διάστημα από την ΕΓΣΣΕ, την οποία έκρινε ως εφαρμοστέα και (ii) για το χρονικό διάστημα από 3.9.2018 έως 30.4.2019, οπότε έκρινε ως εφαρμοστέα την επικαλούμενη Κλαδική ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» έτους 2018 και με βάση την οποία ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανήρχετο σε ευρώ 1.996,32 καθώς επίσης και για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 5.9.2019, οπότε έκρινε ως εφαρμοστέα την επικαλούμενη Κλαδική ΣΣΕ «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας» έτους 2019 και με βάση την οποία ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανήρχετο σε ευρώ 2.016,29, με αποτέλεσμα οι δικαιούμενες από τον ενάγοντα αποδοχές για τα ίδια χρονικά διαστήματα, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, να ανέρχονται σε ευρώ 4.990,80 και 8.401,20 αντίστοιχα, λόγω παραδοχής ως βάσιμης σχετικής ένστασης καταβολής της εναγομένης, (β) όσον αφορά στην αιτούμενη αμοιβή κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 2.9.2018, για υπερεργασία, η οποία κατά τις παραδοχές της ανήρχετο σε ευρώ 9.752,00, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργαζόταν πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως επί πέντε ώρες και για κατ’ εξαίρεση υπερωρία, η οποία δέχθηκε ότι ανήρχετο σε ευρώ 14.618,80 αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως, κατά το σκεπτικό της πέντε ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία ανά εβδομάδα (πέραν των πέντε ωρών υπερεργασίας), δεχόμενη ως βάσιμη στην ουσία της σχετική ένσταση της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής κατά τούτο, και (γ) όσον αφορά την αιτούμενη αμοιβή για εργασία του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργάσθηκε τις εν λόγω ημέρες Σαββάτου του χρονικού διαστήματος από 28.3.2015 έως 24.3.2018 επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως και όχι επί δεκατρείς (13) κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, διότι κατά τις εν λόγω ημερομηνίες δεν υπήρχε δέσμευση από ισχύουσα Κλαδική ΣΣΕ και επομένως ήταν έγκυρη η απασχόληση του ενάγοντος επί έξι ημέρες την εβδομάδα. Με την ίδια απόφαση, αυτή κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000), καταδικάσθηκε δε η εναγομένη, στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των ευρώ χίλια εκατό (1.100).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους, για λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στα εφετήρια και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

ΙΙΙ. Ο ενάγων, με την πρώτη κρινόμενη έφεσή του, με τον πρώτο κρινόμενο λόγο αυτής, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για κακή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 361 και 648 ΑΚ, καθώς επίσης και του άρθρου 7 παρ.2 του Ν. 1876/1990, διότι απέρριψε εξ ολοκλήρου την κύρια βάση της ένδικης αγωγής του με βάση την οποία εξέθετε ότι η αμοιβή του καθορίσθηκε συμβατικά ανάμεσα στους διαδίκους όπως ανέρχεται στις αποδοχές της ειδικότητας του Γ Μηχανικού όπως καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ ακτοπλοΐας, δεχόμενη εσφαλμένως ότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των εν λόγω ΣΣΝΕ, διότι ο ενάγων, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν είχε προσληφθεί ως μέλος πληρώματος πλοίου, παραλείποντας, κατά τον ίδιο πρώτο λόγο της πρώτης κρινόμενης έφεσης να εξετάσει τον κύριο αγωγικό του ισχυρισμό ότι, με συμφωνία των διαδίκων, η οποία είναι νόμιμη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, η αμοιβή του ενάγοντος καθορίσθηκε όπως ανέρχεται στις αποδοχές των προαναφερομένων ΣΣΝΕ, ενόψει μάλιστα του ότι, κατά τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 7 του Ν. 1876/1990, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας που αποκλίνουν από κανονιστικούς όρους ΣΣΕ είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Έσφαλε, επομένως, κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση απορρίπτοντας την κύρια βάση της αγωγής ως μη νόμιμης, τόσο καθό μέρος αφορά το αίτημα επιδίκασης των διαφορών αποδοχών μεταξύ των καταβληθέντων και πράγματι συμφωνηθέντων και δη ανερχομένων στις αποδοχές της ανωτέρω ειδικότητας που προβλέπονταν στις εκάστοτε ισχύουσες ανωτέρω ΣΣΝΕ, αλλά και όσον αφορά στην αιτούμενη αμοιβή για την πέραν του νομίμου ωραρίου εργασία του κατά τις καθημερινές ημέρες, αλλά και τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών, η οποία ήταν στο σύνολό της υπερωριακή κατά τις ανωτέρω ΣΣΝΕ και τέλος όσον αφορά την αξιούμενη με την αγωγή διαφορά επί των ποσών που κατεβλήθησαν στον ενάγοντα για δώρα εορτών της επίδικης χρονικής περιόδου και των δικαιουμένων με βάση τις εν λόγω ΣΣΝΕ. Ο υπό κρίση πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος,  καθόσον αφορά το κύριο αγωγικό αίτημα αυτής όπως του επιδικασθούν οι διαφορές αποδοχών που προκύπτουν από τη συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων αμοιβή του για την παρεχομένη από αυτόν αναφερομένη στην αγωγή εργασία, ανερχομένη στις προβλεπόμενες, με τις εκάστοτε ισχύουσες κατά την ένδικη περίοδο ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, αποδοχές της ειδικότητας του Γ Μηχανικού, τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, ενόψει του ότι κρίνεται ότι, σύμφωνα με την «αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων» (ΑΚ 361) οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη η μεταξύ εργοδότη και μισθωτού συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την παρεχόμενη εργασία του την αμοιβή που προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ, η οποία καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη ΣΣΕ, ή αν η ΣΣΕ θέτει προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και οι συλλογικές ρυθμίσεις προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΑΠ 98/2023, 1243/2020, 248/2020, 1243/2020, 692/2014 Ιστοσελίδα ΑΠ). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, εκ του γεγονότος ότι η παραπομπή γίνεται σε ΣΣΕ που αφορά ναυτική εργασία, ήτοι ρυθμίζεται η αμοιβή των μελών οργανωμένου πληρώματος. Τούτο διότι πράγματι, σε περίπτωση παροχής χερσαίας εργασίας, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι οι ειδικότερες διατάξεις του ναυτεργατικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλην όμως ο ενάγων καθό μέρος αφορά τις αιτούμενες διαφορές αποδοχών μεταξύ συμφωνηθέντων και καταβληθέντων, δεν αξιώνει με την ένδικη αγωγή του, ευθέως την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων του ναυτεργατικού δικαίου, αλλά αξιώνει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, όπως αυτή ορίσθηκε νόμιμα στα πλαίσια του άρθρου 361 ΑΚ δια παραπομπής στις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Η εν λόγω συμφωνία περί αμοιβής, έστω δια παραπομπής στους κανονιστικούς όρους ΣΣΕ εφαρμοζομένης σε ναυτική εργασία, εφόσον οι προβλεπόμενες αποδοχές δεν υπολείπονται των νομίμως προβλεπομένων αμοιβών για την ειδικότητα του ενάγοντος, δεν απαγορεύεται από το νόμο, ούτε είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη. Ενόψει, επομένως,  του ότι ο ενάγων σαφώς επικαλείται με την αγωγή του ότι για το ύψος της αμοιβής του για την παρεχομένη από αυτόν εργασία, στα πλαίσια της χερσαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων την 16.2.2015, τα μέρη παρέπεμψαν στις αποδοχές του Γ μηχανικού της ΣΣΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, εφόσον αναφέρει στη σελίδα 4 της αγωγής του «… Συμβατικές αποδοχές. Κατά την από 16.2.2015 πρόσληψή μου, συμφωνήθηκε… θα συνέχιζα να αμείβομαι ως ναυτικός και συγκεκριμένα να λαμβάνω τις αποδοχές του Γ μηχανικού της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων…», η αγωγή είναι νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και στις διατάξεις κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ’ αριθμ. 95/1949 διεθνούς σύμβασης εργασίας «περί προστασίας του ημερομισθίου». Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε το ανωτέρω κύριο αίτημα της ένδικης αγωγής περί επιδίκασης των διαφορών μεταξύ των συμφωνημένων μεταξύ των διαδίκων αποδοχών και των καταβληθέντων για την ένδικη περίοδο και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την ένδικη υπόθεση, να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Αντίθετα, ο ίδιος πρώτος λόγος έφεσης, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του και ως εκ τούτου απορριπτέος, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής κατά το κύριο αίτημά της περί επιδίκασης (α) αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, για την πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των οκτώ ωρών ημερησίως και κατά τις Κυριακές και του συμβατικού ωραρίου εβδομαδιαίως, καθώς επίσης για τις ημέρες εργασίες κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, σύμφωνα με τις διατάξεις των επικαλούμενων ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης (β) για επιδίκαση διαφορών δώρων εορτών, μεταξύ των καταβληθέντων και των προβλεπομένων με τις διατάξεις του άρθρου 14 των ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εργασία την οποία ο ενάγων ανέλαβε όπως παράσχει από 16.2.2015 και εφεξής στην ενάγουσα, η οποία τυγχάνει και επίδικη δεν ήταν ναυτική, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 37 επ. και 53 του Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ) και τις γενικές αρχές του ναυτεργατικού δικαίου, εφόσον κατά τις ανωτέρω αρχές και διατάξεις, ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, με την έννοια της συμμετοχής του κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την ένταξή στο πλήρωμα αυτού με οποιαδήποτε βαθμό και ειδικότητα αμέσως ή εμμέσως για τον πλου. Μάλιστα, ο ναυτικός στη σύμβαση ναυτολόγησης νοείται με τη στενή έννοια του όρου, είναι δηλαδή το πρόσωπο του πλοίου που παρέχει σ’ αυτό τις υπηρεσίες του και αντιμετωπίζει του ίδιους θαλασσίους κινδύνους που συνεπάγεται η εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής του. Επομένως, για τις εν λόγω απαιτήσεις του ενάγοντος (εργασία του πέραν του συμβατικού και νομίμου ωραρίου, κατά τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών και διαφορές δώρων εορτών), ενόψει του ότι η αναφερόμενη στην αγωγή συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων και παρασχεθείσα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπό του ενάγοντος κατά την επίδικη περίοδο εργασίας, δεν ήτο αυτή του ναυτικού με την ανωτέρω έννοια, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου και όχι αυτές των άρθρων 53 επ. έως 83 του ΚΙΝΔ που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του πληρώματος του πλοίου και των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1285/2006, 1643/2003, ΑΠ 1252/2002). Επομένως, κατά την κύρια βάση της, ήτοι καθό μέρος ο ενάγων αξιώνει (α) αμοιβή για την πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των οκτώ ωρών κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και του συμβατικού ωραρίου εβδομαδιαίως, καθώς επίσης και αμοιβή για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, σύμφωνα με τις διατάξεις των επικαλούμενων ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης (β) διαφορές δώρων εορτών, μεταξύ των καταβληθέντων και των προβλεπομένων με τις διατάξεις του άρθρου 14 των ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Επομένως, κατά τούτο, ορθώς απερρίφθη η κύρια βάση της ένδικης αγωγής υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως μη νόμιμη, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου κατά τούτο ως αβασίμου στην ουσία του του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος.

Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, κατά τον εν μέρει βάσιμο έκτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, τυγχάνει μη νόμιμη (α) καθό μέρος ζητείται επιδίκαση τόκων επί των ενδίκων απαιτήσεων για τον προ της επιδόσεως της ένδικης αγωγής χρόνο και δη από την 5.9.2019, όσον αφορά στις αιτούμενες αμοιβές για κατ’ (εξαίρεση) παράνομη υπερωριακή απασχόληση, καθώς επίσης και για ανεπίτρεπτη απασχόληση του ενάγοντος κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας και δη της αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες Σαββάτου αλλά και κατά τις ημέρες Κυριακής, μετά των προβλεπομένων προσαυξήσεων, καθώς και του αιτήματος απόδοσης της ωφέλειας από τη μη χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως, οι οποίες (απαιτήσεις) δεν εμπίπτουν στην έννοια του μισθού εν ευρεία εννοία και το οποίο (αίτημα επιδίκασης τόκων) ως προς τις εν λόγω απαιτήσεις, τυγχάνει νόμιμο από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής (ΑΠ 1412/2018 Ιστοσελίδα του ΑΠ), με την επισήμανση ότι ο ενάγων δεν επικαλέσθηκε με την ένδικη αγωγή του, αλλά ούτε με προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ούτε με τις προτάσεις που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 223 ΚΠολΔ, προηγούμενη όχληση της εναγομένης, ενόψει του ότι επικαλείται μεν με την αγωγή του ότι είχε εγείρει προηγούμενη αγωγή σε βάρος της εναγομένης, πλην όμως δεν επικαλείται στην αγωγή, αλλά ούτε επικαλέσθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 223 ΚΠολΔ κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής στην εναγομένη, παρά μόνον για πρώτη φορά, επικαλέσθηκε τούτο (επίδοση προπηγούμενης αγωγής στην εναγομένη) δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μετά τη συζήτηση αυτής και β) του αιτήματος επιδίκασης τόκων όσον αφορά στην καταβολή της αιτούμενης διαφοράς δώρου Χριστουγέννων 2019, από την 5.9.2019, ημερομηνία οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος από την ένδικη εργασία του, κατά την αγωγή, εφόσον για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου, αντιστοίχως), εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ.1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ του ΑΚ, με αποτέλεσμα το αίτημα αυτό να  τυγχάνει νόμιμο από την 1.1.2020, ως αίτημα που περιέχεται ως έλασσον στο αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την 5.9.2019, καθώς επίσης και κατά το επικουρικό αίτημα από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής που έπεται της 1.1.2020. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ως νόμιμο το αίτημα του ενάγοντος περί επιδίκασης τόκων, όσον αφορά στις αιτούμενες αμοιβές για κατ’ (εξαίρεση) παράνομη υπερωριακή απασχόληση, καθώς επίσης και για ανεπίτρεπτη απασχόληση κατά την έκτη ημέρα και δη τις αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες Σαββάτου, του αιτήματος απόδοσης της ωφέλειας από τη μη χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως και του αιτήματος καταβολής της διαφοράς αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019, από χρόνο προγενέστερο της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και δη από 5.9.2019 ότε ο ενάγων απεχώρησε, κατά την αγωγή, οικειοθελώς από την εργασία του, το οποίο ως ανωτέρω αναλύεται τυγχάνει νόμιμο από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, πλην της αιτούμενης διαφοράς αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019 το οποίο τυγχάνει νόμιμο από την 1.1.2020, αλλά και κατά το επικουρικό αίτημα από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την ένδικη υπόθεση, να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη κατά τα ανωτέρω αιτήματα περί τοκοδοσίας, με τις ανωτέρω διακρίσεις. Αντίθετα, ο ίδιος έκτος λόγος έφεσης της εναγομένης, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ότι εσφαλμένως έκρινε ως νόμιμο το αίτημα επιδίκασης τόκων από την 5.9.2019, οπότε ο ενάγων απεχώρησε από την εργασία του, ήτοι από προγενέστερο της οχλήσεως χρόνο, όσον αφορά στην αιτούμενη αμοιβή για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι αφενός μεν κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά, σε κάθε δε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη, αφ’ ετέρου δε, μισθός, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του, με αποτέλεσμα να αποτελούν, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό, ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του. Επομένως, και για την αμοιβή αυτή τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ.1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ του ΑΚ (ΑΠ 1412/2018 ο.π.). Ως εκ τούτου η ένδικη αγωγή κρίνεται νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653, 655, 340, 341, 345, 904 επ. Α.Κ. άρθρα  1 της 95 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, άρθρο 1 παρ.1 έως 5 του Ν. 3385/2005, άρθρα 1 παρ.1 και 2 του Ν. 1082/1980 και 1 παρ.1 και 2, 2, 3 παρ.1 και 6 της 19.040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας8900/1946 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, σε συνδυασμό με ΚΥΑ 25825/1951 των ιδίων Υπουργών, άρθρο 2 του ΝΔ 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 2 του Ν. 435/1976 σε συνδυασμό με τη διάταξη των άρθρων 4 παρ.1 και παρ.2, 10 παρ.1 και 7 παρ.1 περ. θ β.δ. 748/1966, 176 και 191 παρ.2, πλην (α) του κυρίου αιτήματος της ένδικης αγωγής περί επιδίκασης αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, για την πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των οκτώ ωρών ημερησίως και του συμβατικού ωραρίου εβδομαδιαίως, καθώς επίσης για τις ημέρες εργασίες κατά τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών, σύμφωνα με τις διατάξεις των επικαλούμενων ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, (β) του κυρίου αιτήματος της ένδικης αγωγής περί επιδίκασης διαφορών δώρων εορτών, μεταξύ των καταβληθέντων και των προβλεπομένων με τις διατάξεις του άρθρου 14 των ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, (γ) του αιτήματος επιδίκασης τόκων για τον προ της επιδόσεως της ένδικης αγωγής χρόνο και δη από την 5.9.2019, όσον αφορά στις αιτούμενες αμοιβές για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, για ανεπίτρεπτη απασχόληση κατά την έκτη ημέρα και δη της αναφερόμενες στην αγωγή ημέρες Σαββάτου αλλά και κατά τις ημέρες Κυριακής, καθώς και του αιτήματος απόδοσης της ωφέλειας από τη μη χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως και δ) του αιτήματος επιδίκασης τόκων, όσον αφορά στην καταβολή της αιτούμενης διαφοράς δώρου Χριστουγέννων 2019, από την 5.9.2019, το οποίο τυγχάνει νόμιμο από την 1.1.2020 ως αίτημα που περιέχεται ως έλασσον στο αίτημα επιδίκασης τόκων από την 5.9.2019. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της έφεσης του ενάγοντος, δεδομένου ότι, σε αυτή, περιέχονται όλα τα απαιτούμενα κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, εφόσον αναφέρει το χρονικό διάστημα εργασίας του για λογαριασμό της εναγομένης και τον συμφωνημένο μισθό, ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τις προκύπτουσες διαφορές μεταξύ των συμφωνημένων και καταβαλλόμενων μισθών καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της ένδικης σύμβασης, όσον αφορά στην επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, τον καταβαλλόμενο μισθό και τον προβλεπόμενο με τις οικείες Κλαδικές ΣΣΕ, με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή ότι αυτή δεσμεύει τους διαδίκους, καθώς επίσης και το χρονικό διάστημα που αφορούν οι διαφορές αποδοχών και περαιτέρω όσον αφορά στην αιτούμενη αμοιβή υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας την, καθ’ εκάστη ημέρα και εβδομάδα, διάρκεια της εργασίας του καθ’ όλο το αιτούμενο χρονικό διάστημα, καθώς και τη διάρκεια εργασίας του κατά τις Κυριακές και την έκτη ημέρα.

IV. Από την εκτίμηση των περιεχομένων στις, υπ’ αριθ. …/30.9.2020, …../30.9.2020 και …/30.9.2020 ένορκες βεβαιώσεις, μαρτυρικών καταθέσεων  των μαρτύρων …………., οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς, ……….. και η τέταρτη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. ………./25.9.2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….., της περιεχομένης  στην υπ’ αριθ.  …………../3.6.2021 ένορκη βεβαίωση, μαρτυρικής κατάθεσης του μάρτυρος ……….., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. ………/31.5.2021 έκθεση επιδόσεως της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, με τη σημείωση ότι παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη έστω και αν αυτή ελήφθη κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προς προσθήκη και αντίκρουση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μετά τη συζήτηση και πριν την έκδοση της προσβαλλομένης με τις ένδικες εφέσεις οριστικής απόφασης, είναι δε αδιάφορο εάν αυτή (ένορκη βεβαίωση), ως εκ του περιεχομένου της, μπορούσε παραδεκτώς να ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 1262/2021 ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, των περιεχομένων στις, υπ’ αριθ. …/31.05.2021, …/31.05.2021, …./31.05.2021, …/31.05.2021, …/31.05.2021 και …/25.04.2023 ένορκες βεβαιώσεις, ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……………., εκ των οποίων οι πέντε πρώτες ελήφθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., και η έκτη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, όπως αποδεικνύεται όσον αφορά τις πέντε πρώτες εξ αυτών από την υπ’ αριθ. …./26.05.21 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. και την έκτη εξ αυτών από την υπ’ αριθ. …/20.04.2023 έκθεση επίδοσης του ιδίου δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών οι οποίες άπασες, παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη και μετά την τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 422 ΚΠολΔ  δυνάμει  των  άρθρων 22 και 120 του  Ν.4842/2021 με την οποία τίθεται ποσοτικός περιορισμός στον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων που δύνανται να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι, αφενός μεν κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία παραδεκτώς είχαν προσκομισθεί, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πέραν των τριών ενόρκων βεβαιώσεων υπό των διαδίκων, ενόψει του ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ίσχυε η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ υπό την αρχική της μορφή ήτοι προ της τροποποιήσεως αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 120 του Ν.4842/2021, που επέτρεπε στους διαδίκους να προσκομίσουν έως πέντε ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 529 ΚΠολΔ κατά τις οποίες «1. Στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων. Εξέταση νέων μαρτύρων για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτόδικη δίκη επιτρέπεται, αν αυτό επιβάλλεται κατά την κρίση του δικαστηρίου.», απορριπτομένων ως αβασίμων των ισχυρισμών του ενάγοντος περί μη λήψεως υπόψη της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της εναγομένης ………., η οποία ελήφθη μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και περιέχεται στην προσκομιζόμενη με αριθμό …………/25.04.2023 ένορκη βεβαίωση, δεδομένου ότι αυτή ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως αυτού, δεν υπερβαίνει τον αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων που προβλέπεται με τις νέες διατάξεις του άρθρου 422 παρ.3 ΚΠολΔ, έξι συνολικά για κάθε διάδικο για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ενόψει μάλιστα ότι δεν κρίνεται, ότι δεν είχε προσκομίσει αυτή στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν και αυτά που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 ΚΠολΔ) προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει πτυχιούχος μηχανολόγος – μηχανικός, κάτοχος τίτλων bachelor’s και master’s των αγγλικών πανεπιστημίων Hull και Wolverhumpton, τα οποία έχουν αναγνωρισθεί από το Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Αλλοδαπής (ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.). Η εναγομένη εταιρεία, τυγχάνει πλοιοκτήτρια πλοίων, μέσω των οποίων δραστηριοποιείται στο χώρο της επιβατηγού ναυτιλίας και ειδικότερα της ακτοπλοΐας. Κατά τον επίδικο χρόνο, διατηρούσε στην έδρα της, τεχνικό τμήμα, αποτελούμενο από τον τεχνικό διευθυντή και  αρχιμηχανικούς, στα καθήκοντα του οποίου (τμήματος) ανήκε η εύρυθμη λειτουργία των πλοίων της, καθώς επίσης και των μηχανημάτων και εξαρτημάτων αυτών.  Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής  εργασίας που κατήρτισαν οι διάδικοι, ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από την 20.6.2012 έως και την 15.2.2015, ναυτολογήθηκε αρχικά ως δόκιμος μηχανικός και ακολούθως ως Γ μηχανικός, στα πλοία ΝΧ, ΝΜ, F1, F4, F5 και F6, πλοιοκτησίας της εναγομένης. Στα πλαίσια της εργασίας του αυτής, διεπιστώθησαν υπό του τεχνικού διευθυντή της εναγομένης, αλλά και των λοιπών εργαζομένων στο τεχνικό τμήμα αυτής, οι εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις αυτού (ενάγοντος) στο αντικείμενο των σπουδών του και για το λόγο αυτό, ενώ εργαζόταν ναυτολογημένος στα πλοία της εναγομένης, αυτή του ανέθεσε να κατασκευάσει το πρόγραμμα συντήρησης μηχανοστασίου (PMS) για τα πλοία ΝΧ και ΝΜ. Ακολούθως, ενόψει των τεχνικών του γνώσεων, του προτάθηκε ομοίως υπό του τεχνικού διευθυντή της εναγομένης, όπως προσληφθεί υπ’ αυτής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ιδιότητα του βοηθού τεχνικού διευθυντή, προκειμένου να ελέγχει και τηρεί το αρχείο των μηχανολογικών σχεδίων των πλοίων αυτής, να κατασκευάσει το πρόγραμμα συντήρησης μηχανοστασίου των πλοίων της (PMS), να ελέγχει τις χρεώσεις του νηογνώμονα και των τεχνικών συνεργείων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, να ελέγχει την τήρηση του τεχνικού κώδικα ISM, να παρακολουθεί τις χημικές αναλύσεις των καυσίμων και λιπαντικών των πλοίων της εναγομένης, καθώς επίσης και να βοηθά τον τεχνικό διευθυντή και τους αρχιμηχανικούς του τεχνικού τμήματός της, κατά την παρακολούθηση της κατάστασης των πλοίων της τελευταίας και της πορείας των επισκευαστικών εργασιών αυτών. Ο ενάγων πράγματι αποδέχθηκε την ανωτέρω πρόταση συνεργασίας του με την εναγομένη με την ιδιότητα του βοηθού τεχνικού διευθυντή, οι διάδικοι δε συμφώνησαν, ότι ο ενάγων θα εργάζεται επί πενθήμερο και επί σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως. Συμφωνήθηκε, ωστόσο, μεταξύ των διαδίκων ότι, ο ενάγων αν και θα παρείχε εργασία με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, ήτοι στην έδρα της εναγομένης ως μέλος του τεχνικού τμήματος αυτής, δηλαδή δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης χερσαίας εργασίας, τυπικά θα εμφανιζόταν ναυτολογημένος σε κάποιο από τα πλοία της εναγομένης και θα συνέχιζε να ασφαλίζεται στο ΝΑΤ. Ως προς τους όρους της αμοιβής του (για την εν λόγω εργασία), ο ενάγων ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή του ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι θα ελάμβανε τις πλήρεις αποδοχές του Γ Μηχανικού, όπως αυτές προεβλέποντο από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, συμπεριλαμβανομένων του επιδόματος τροφοδοσίας, αλλά και του επιδόματος Γ Μηχανικού. Μάλιστα, κατά τον ανωτέρω χρόνο των διαπραγματεύσεων της ενδίκου συμβάσεως, δεν ήταν σε ισχύ ΣΣΕ για τα Πληρώματα Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, καθώς η τελευταία ισχύσασα από 8.4.2014 και κυρωθείσα με την ΥΑ 3252.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24.6.2014) του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων είχε λήξει από την 31.12.2014, πλην όμως ο ενάγων, όντας έως την 15.2.2015 ναυτολογημένος σε πλοίο της εναγομένης, ελάμβανε την προβλεπόμενη με αυτή (από 8.4.2014) ΣΣΕ αμοιβή, για την ειδικότητα του Γ Μηχανικού η οποία, ως προς τις αποδοχές για την εν λόγω ειδικότητα (Γ Μηχανικού) προέβλεπε, μισθό ενεργείας εκ ποσού € 1.472,22, επίδομα Κυριακών (σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας) € 323,89 (άρθρο 1 σε συνδυασμό με άρθρο 6), επίδομα Γ μηχανικού εκ ποσού € 29,60 (άρθρο 8) και επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού € 35,22 (άρθρο 8). Επιπλέον, στο άρθρο 15 αυτής, προεβλέπετο για τους ναυτικούς που είχαν συμπληρώσει διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία ότι εδικαιούντο ετησίως εξήντα ημέρες άδεια, άλλως πέντε ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και σε περίπτωση μη χορήγησής της, αποζημίωση ανερχομένη, κατά τους ορισμούς της παρ.2 του εν λόγω άρθρου, σε € 504,26. Πλην των ανωτέρω, στο άρθρο 3 της εν λόγω ΣΣΕ προεβλέπετο ότι, το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών, επί ή εκτός του πλοίου, σε όσες περιπτώσεις δικαιούνται τούτο, καθορίζεται στο ποσό των € 19,21 ημερησίως, ήτοι € 576,30 μηνιαίως. Ως προς το ύψος των αμοιβών του Γ Μηχανικού, απεδείχθη ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ίσχυσαν η υπογραφείσα την 16-06-2016 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, διάρκειας από 1.1.2016 έως 31.12.2016 και η υπογραφείσα την 17.8.2017 Συλλογική Σύμβαση Εργασία Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, διάρκειας από 1.1.2017 έως 31.12.2017, οι οποίες αμφότερες προέβλεπαν τις ίδιες ως άνω, με την από 8.4.2014 ΣΣΕ οριζόμενες, αποδοχές. Ακολούθως, υπεγράφη η από 4.9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασία Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 39 της οποίας η ισχύς της εκτείνονταν από 1.1.2018 έως 31.12.2018 και η οποία κυρώθηκε δυνάμει της με αριθμό 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ Β’ 5084/14.11.2018) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά την οποία ο μισθός ενεργείας του Γ Μηχανικού, προβλέφθηκε ότι, θα ανέρχεται σε ευρώ 1.501,66, το επίδομα Κυριακών σε ευρώ 330,37, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε ευρώ 35,92, η αποζημίωση αδείας σε ευρώ 504,26, το αντίτιμο τροφής σε ευρώ 19,59 ημερησίως και το επίδομα  Γ μηχανικού σε ευρώ 30,19. Τέλος, υπεγράφη η από 8.7.2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασία Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019, κατά τις διατάξεις του άρθρου 39 της οποίας η ισχύς της εκτείνονταν από 1.1.2019 έως 31.12.2019, η οποία κυρώθηκε δυνάμει της με αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.08.2019) απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά την οποία ο μισθός ενεργείας του Γ Μηχανικού προβλέφθηκε ότι θα ανέρχεται σε ευρώ 1.531,69, το επίδομα Κυριακών σε ευρώ 336,97, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε ευρώ 36,64, η αποζημίωση αδείας σε ευρώ 514,32, το αντίτιμο τροφής σε ευρώ 19,98 και το επίδομα Γ μηχανικού σε ευρώ 30,79. Ως προς το κρίσιμο ζήτημα της συμφωνηθείσας αμοιβής του ενάγοντος, η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αναφέρει ότι «…Για την άνω εργασία του σε εφαρμογή των συμφωνηθέντων του καταβάλαμε, όπως ο ίδιος συνομολογεί και προκύπτει από τις εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, μηνιαίες αποδοχές περί τις 2.300,00 € μικτά, καθώς κάθε μήνα του καταβάλαμε το βασικό μισθό (μισθό ενεργείας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα αδείας και ακόμα επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, όπως προβλέπονταν από τις οικείες ΣΣΝΕ για την ειδικότητα του Γ’ Μηχανικού. Ουδέποτε, όμως, συμφωνήσαμε να του καταβάλλουμε τα πάσης φύσεως επιδόματα που προβλέπονται από τις ίδιες ΣΣΝΕ και ιδίως, ουδέποτε συμφωνήσαμε να του καταβάλουμε παροχές όπως το αντίτιμο τροφοδοσίας, που δίδεται σε όσους συμμετέχουν στους πλόες, αλλά και το επίδομα Γ’ Μηχανικού, το οποίο δίδεται στους Μηχανικούς που πραγματικά απασχολούνται στα πλοία…». Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα και αυτός εισέπραττε ήδη από τον πρώτο μήνα εργασίας του, τις αποδοχές της ειδικότητας του Γ Μηχανικού που προβλέπονταν από την πλέον πρόσφατη, κατά την πρόσληψή του και δη από την από 08-04-2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, πλην του επιδόματος Γ Μηχανικού και του αντιτίμου τροφής. Συγκεκριμένα ελάμβανε ποσό ευρώ 1.472,22 ως βασικό μισθό, ποσό ευρώ 35,22 ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και επιπλέον ποσό ευρώ 323,89 ως επίδομα Κυριακών και ποσό ευρώ 504,26 ως αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας για διάστημα εργασίας ενός μηνός και το ήμισυ αυτών, κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2015, οπότε εργάσθηκε από 16.2.2015 έως 28.2.2015. Την εν λόγω αμοιβή ο ενάγων συνέχισε να εισπράττει έως την 31.12.2018, έκτοτε δε ελάμβανε ως βασικό μισθό το ποσό των ευρώ 1.501,66, το ποσό των ευρώ 330,37 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 35,92 ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 514,32 ως αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, ήτοι τα προβλεπόμενα στην 4.9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασία Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Αποδείχθηκε δηλαδή ότι, καθόλο το διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων παρείχε την ανωτέρω εργασία του ως μέλος του τεχνικού τμήματος της εναγομένης στην έδρα της, η εναγομένη δεν του κατέβαλε το επίδομα τροφοδοσίας, καθώς επίσης και το επίδομα Γ Μηχανικού που προβλέπονταν από τις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Παράλληλα, κατά το ίδιο διάστημα, ο ενάγων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε στην εναγομένη για τη μη καταβολή των ανωτέρω επιδομάτων, αλλά εισέπραττε αδιαμαρτύρητα τις αποδοχές που του κατέβαλε η εναγομένη στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονταν τα ανωτέρω επιδόματα, επί πέντε έτη και δη έως της οικειοθελούς αποχώρησής του την 5.9.2019. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως των ανωτέρω αναφορών της εναγομένης στις έγγραφες προτάσεις της, αλλά και της συμπεριφοράς του ενάγοντος, όπως αυτή απεδείχθη, καθόλο το διάστημα της συνεργασία του με την εναγομένη, κρίνεται ότι, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, μεταξύ των διαδίκων, προκειμένου ο ενάγων να αποδεχθεί την πρόταση της εναγομένης για την πρόσληψή του ως μέλος του τεχνικού τμήματος αυτής, στην έδρα της, ως προς την αμοιβή του ενάγοντος για την εργασία αυτή, τα διάδικα μέρη έκαναν λόγο για προσδιορισμό αυτής με βάση τις αποδοχές της ειδικότητας του Γ Μηχανικού που προβλέπονταν από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων χωρίς, εν τούτοις, ειδικότερη αναφορά στα επιμέρους προβλεπόμενα με την εφαρμοστέα τότε ΣΣΝΕ επιδόματα, υπολαμβάνοντας ο μεν ενάγων ότι θα λαμβάνει και το αντίτιμο τροφής και το επίδομα Γ Μηχανικού, η δε εναγομένη ότι δεν θα καταβάλει αυτά, διότι όπως αναφέρει με τις προτάσεις της, έκρινε ότι, αυτά προσιδιάζουν μόνο σε ναυτολογημένους. Η συμφωνία για το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος για την εργασία του ως μέλος του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, εξειδικεύθηκε μεταξύ των διαδίκων και προσδιορίσθηκε το ακριβές ύψος αυτής, με την καταβολή στον ενάγοντα της μισθοδοσίας του που αφορούσε το διάστημα εργασίας του από 16.2.2015 έως 28.2.2015, ήτοι του πρώτου μισθού του για την εν λόγω εργασία, στην οποία δεν περιείχετο το προβλεπόμενο στο άρθρο 2 της ισχύουσας τότε ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων αντίτιμο τροφής, αλλά ούτε το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 της ίδιας ΣΣΝΕ μηνιαίο επίδομα Γ Μηχανικού, σε συνδυασμό με την αδιαμαρτύρητη είσπραξη της καταβληθείσας αυτής αμοιβής από τον ενάγοντα. Ο  τρόπος  αυτός αμοιβής του, που έγινε αποδεκτός από αυτόν και εφαρμόσθηκε καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της επίδικης σύμβασης εργασίας επί περίπου πενταετία, κρίνεται ότι απετέλεσε σιωπηρό όρο της ατομικής του συμβάσεως εργασίας. Σε διαφορετική κρίση το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί, όπως διατείνεται ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του, από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη από 7.6.2017 και 23.5.2018 έγγραφες συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο F3, πλοιοκτησίας της εναγομένης, κατά τις οποίες φέρεται ο ενάγων να ναυτολογείται στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός της, με την ειδικότητα του Γ Μηχανικού και με μηνιαίο μισθό τον οριζόμενο από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, στις οποίες πράγματι καμία εξαίρεση ως προς τα ανωτέρω επιδόματα δεν προβλέπεται. Εν τούτοις, απεδείχθη ότι, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων ο ενάγων, παρά την πρόσληψή του προκειμένου να εργασθεί στην έδρα της εναγομένης, συνέχιζε να εμφανίζεται ως ναυτολογημένος σε πλοία αυτής, κατά το ίδιο δε διάστημα να ασφαλίζεται στο ΝΑΤ, ενώ στην πραγματικότητα ουδέποτε ανέλαβε τοιούτου είδους υπηρεσία καθόλο το επίδικο διάστημα, αλλά εργαζόταν στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης στην έδρα της. Οι εν λόγω συμβάσεις ναυτικής εργασίας κρίνεται ότι συντάχθηκαν ενόψει της, κατά το φαινόμενο μόνον, ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, με αποτέλεσμα λογικό και αναμενόμενο να ήταν σε αυτό το έγγραφο ο ενάγων να εμφανίζεται ότι λαμβάνει τις αμοιβές που προβλέπονται στις οικείες ΣΣΝΕ. Η αληθής συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ως προς το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος, όπως αυτή οριστικοποιήθηκε ήδη με την καταβολή της μισθοδοσίας του ενάγοντος για την απασχόλησή του με την επίδικη (χερσαία) σύμβαση εργασίας για το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 28.2.2015, ήταν αυτή που απεδείχθη κατά τα άνω. Θα πρέπει να σημειωθεί, για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας, ότι η ανωτέρω συμφωνία περί καθορισμού του ύψους της αμοιβής του ενάγοντος για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού εργασία ως μέλος του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, ήτοι στα πλαίσια της επίδικης χερσαίας σύμβασης εξαρτημένη εργασίας, κρίνεται έγκυρη, αν και η παρασχεθείσα εργασία του ενάγοντος κατά το επίδικο διάστημα δεν ήταν ναυτική, δεδομένου ότι, όπως προελέχθη, σύμφωνα με την “αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων” (ΑΚ 361), σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη η μεταξύ εργοδότη και μισθωτού συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει, για την παρεχόμενη εργασία, την αμοιβή που προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ, η οποία μεταξύ άλλων θέτει προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός, εφόσον η εν λόγω δικαιοπραξία δεν απαγορεύεται από το νόμο και δεν αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007). Εν προκειμένω δε, κατά το χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος προκειμένου να εργασθεί στο ανωτέρω τεχνικό τμήμα της εναγομένης, δεν ήταν σε ισχύ ΣΣΕ για το προσωπικό των ναυτιλιακών εταιριών ή άλλη ΣΣΕ που προέβλεπε μάλιστα αμοιβή υψηλότερη της ανωτέρω συμφωνηθείσας. Ως εκ τούτου, οι συλλογικές ρυθμίσεις, με παραπομπή στις οποίες, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ρυθμίσθηκε το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος ενόψει της επίδικης σύμβασης χερσαίας εξαρτημένης εργασίας, απέκτησαν έναντι των συμβαλλομένων, συμβατική δύναμη (ΑΠ 692/2014). Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του, ο κύριος αγωγικός ισχυρισμός ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για την παρασχεθείσα από αυτόν εργασία (α) κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως και 31.12.2017, το ποσό των ευρώ 19,21 ημερησίως ως αντίτιμο τροφής, καθώς επίσης το ποσό των ευρώ 29,60 μηνιαίως ως επίδομα Γ Μηχανικού, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018, το ποσό των ευρώ 19,59 ημερησίως, ως αντίτιμο τροφής, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 30,19 μηνιαίως ως επίδομα Γ Μηχανικού και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 5.9.2019, το ποσό των ευρώ 19,98 ημερησίως ως αντίτιμο τροφής, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 30,79 μηνιαίως ως επίδομα Γ Μηχανικού. Πρέπει, επομένως, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται όπως καταβληθεί στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.012,81 ως επίδομα Γ Μηχανικού και το ποσό των ευρώ 20.170,50 ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017, καθώς επίσης το ποσό των ευρώ 362,28 ως επίδομα Γ Μηχανικού και το ποσό των ευρώ 7.169,94 ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018 και το ποσό των ευρώ 251,24 ως επίδομα Γ Μηχανικού και το ποσό των ευρώ 4.955,04 ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 5.9.2019, να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, διότι απεδείχθη ότι οι συμφωνημένες, μεταξύ των διαδίκων, μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος δεν περιελάμβαναν το προβλεπόμενο με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ αντίτιμο τροφής και το επίδομα Γ Μηχανικού. Περαιτέρω, κατόπιν ερμηνείας της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων, κρίνεται ότι, το σύνολο των αποδοχών που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα μηνιαίως, περιλαμβανομένου του επιδόματος Κυριακών και της αποζημιώσεως αδείας που προεβλέποντο στις ανωτέρω ΣΣΝΕ, αποτελούσε μέρος των συμφωνημένων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος για την παρεχομένη και συμφωνηθείσα πενθήμερη από ημέρα Δευτέρα έως Παρασκευή και επί οκτάωρο εργασία του, δίχως να αποδεικνύεται ότι το επίδομα Κυριακών καταβάλλονταν στο ενάγοντα για τυχόν εργασία του κατά τις ημέρες της Κυριακής και ότι η προβλεπομένη από τις ανωτέρω ΣΣΝΕ αποζημίωση αδείας είχε συνομολογηθεί ως επίδομα αδείας αυτού, όπως υποστηρίζει ο ενάγων. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο άγεται διότι, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται υπό της εναγομένης, η οποία μάλιστα αρνείται ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά τις ημέρες Κυριακής κατά την επίδικη περίοδο, ο ίδιος προσελήφθη όπως εργασθεί στην έδρα της εναγομένης επί πενθήμερο και δη κατά τις ημέρες Δευτέρας έως και Παρασκευής και για οκτώ ώρες ημερησίως. Ανεξάρτητα, επομένως, από το ότι εν τέλει εργάσθηκε ορισμένες ημέρες Κυριακής κατά το επίδικο διάστημα, για τις οποίες θα γίνει ειδικότερη αναφορά κατωτέρω, κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεν προβλέφθηκε ότι ο ενάγων θα εργαζόταν και τις ημέρες Κυριακής. Επομένως, και ανεξαρτήτως των προβλεπομένων από στο άρθρο 6 των ανωτέρω ΣΣΝΕ κατά το οποίο «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατό (22%) επί του μισθού ενεργείας που προβλέπεται με το άρθρο 1 παρ.1 της παρούσης Σύμβασης» καθώς επίσης και των διατάξεων του άρθρου 11 αυτών, κατά τις οποίες οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορούν οι εν λόγω ΣΣΝΕ ορίζονται σε σαράντα ώρες εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, για την περίπτωση παροχής εργασίας κατά τις ημέρες Κυριακής, οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν την αμοιβή του ναυτικού για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Κυριακής, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι, κατά την κατάρτιση της επίδικης χερσαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, το εν λόγω επίδομα προβλέφθηκε υπό των διαδίκων ως μέρος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος. Όμοια, σε συνάφεια με το επίδομα Κυριακών και η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 15 των ιδίων ως άνω ΣΣΝΕ αποζημίωση αδείας, για την περίπτωση μη χορήγησης των προβλεπομένων με το ίδιο άρθρο ημερών αδείας στον ναυτικό – μέλος οργανωμένου πληρώματος, που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται στον ενάγοντα, αποτελούσε μέρος των τακτικών αποδοχών του. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 15 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, υπό τον τίτλο «Άδειες», προβλέπεται ότι «1. Οι ναυτικοί δικαιούνται αδείας υπολογιζόμενης ως ακολούθως: α. Για τους έχοντας διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία εξήντα (60) ημέρες το χρόνο ή 5,00 για κάθε μήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν ημέρες αντίστοιχο κλάσμα του μηνός. β. Για τους έχοντας μέχρι (2) χρόνια θαλάσσια υπηρεσία πενήντα δύο (52) ημέρες το χρόνο ή 4,33 για κάθε μήνα υπηρεσίας, για δε τις τυχόν ημέρες αντίστοιχο κλάσμα του μηνός.. 2. Η αποζημίωση της άδειας υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 που καθορίζεται από τη Συλλογική Σύμβαση, πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής.3. Οι άδειες σε όλους τους Αξιωματικούς και το κατώτερο πλήρωμα θα δύνανται να χορηγούνται και κατά την διάρκεια των επισκευών του πλοίου ή της ετήσιας επιθεωρήσεώς του, κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου. Σε αντίθετη περίπτωση είτε αναβάλλεται η παροχή ταύτης για τον κατάλληλο χρόνο είτε θεωρείται ως παρασχεθείσα, καταβαλλόμενης στην περίπτωση αυτή στο ναυτικό της υπό της προηγούμενης παραγράφου καθοριζόμενης αποζημίωσης. 4 … Εν πάση περιπτώσει πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ν’ αποφεύγεται η μη παροχή της αδείας έναντι καταβολής χρηματικής αποζημίωσης». Εν τούτοις, αντίθετα, με τα ισχύοντα στα πλαίσια της ναυτικής εργασίας, στα πλαίσια της χερσαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, οι διατάξεις του Ν. 539/1945 που αφορούν στην ετήσια άδεια των εργαζομένων είναι υποχρεωτικής εφαρμογής, με συνέπεια να μην επιτρέπεται και να είναι άκυρη κάθε αντίθετη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, καθώς και η παραίτηση του εργαζόμενου από τις σχετικές αξιώσεις για την λήψη της ετήσιας άδειας του (άρθρο 5 του Ν. 539/1945), το δε επίδομα αδείας, ακολουθεί τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό, ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αποδοχές ενός 15νθημέρου για τους μισθωτούς και των 13 εργάσιμων ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο (άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966). Επιπλέον δε, ο ενάγων δεν αναφέρει, αλλά ούτε προέκυψε από τις αποδείξεις ότι το ποσό των ευρώ 504,26 μηνιαίως αρχικώς και ετησίως το ποσό των ευρώ 6.051,12 και από 1.1.2019 το ποσό των ευρώ 514,32 μηνιαίως και ετησίως το ποσό των ευρώ 6.171,84, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι αφορούσε το επίδομα αδείας που θα ελάμβανε ο ενάγων ενόψει της επίδικης έννομης σχέσης. Οι αιτιάσεις δε του ενάγοντος που περιέχονται στη σελίδα 11 της προσθήκης επί των προτάσεων που αυτός κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι δηλαδή η εναγομένη κατελόγισε τα εν λόγω ποσά, κατά την καταβολή τους, στο δικαιούμενο από αυτόν επίδομα αδείας, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο, διότι πέραν του γεγονότος ότι στις εν λόγω αποδείξεις καταβολής τα ανωτέρω ποσά έχουν καταχωρηθεί υπό του τίτλου «Αποδοχές αδείας» και του υπ’ αυτού ειδικότερου τίτλου «άδεια» στους μηνιαίους λογαριασμούς και όχι υπό του τίτλου «επίδομα αδείας» υπό του οποίου έχει καταχωρηθεί το ποσό «0,00», οι εν λόγω αποδείξεις έχουν συνταχθεί υπό της εναγομένης κατά τον τύπο των αποδείξεων πληρωμής των ναυτολογημένων εργαζομένων της, ενόψει μάλιστα του ότι, κατά το φαινόμενο, ο ενάγων εμφανιζόταν ως ναυτολογημένος σε πλοίο της εναγομένης καθόλο το επίδικο διάστημα αν και εργαζόταν στο τεχνικό τμήμα αυτής στην έδρα της και στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε μέλος οργανωμένου πληρώματος κανενός εκ των πλοίων της. Περαιτέρω, όπως προελέχθη, δυνάμει της από 4.9.2018 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, ορίσθηκε ότι, ο μισθός ενεργείας του Μηχανικού Γ θα ανέρχεται σε ευρώ 1.501,66 και το επίδομα Κυριακών σε ευρώ 330,37 (άρθρο 1), σε όλο το πλήρωμα θα χορηγείται επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού ευρώ 35,92 (άρθρο 8), καθώς επίσης η αποζημίωση της μη χορηγηθείσας και προβλεπομένης στο άρθρο 15 παρ.1 αδείας πέντε ημερών για κάθε μήνα, στους έχοντας συμπληρώσει διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία, θα υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας της παρ.1 του άρθρου 1 αυτής, πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής (άρθρο 15) και δη θα ανέρχεται σε ευρώ [(1.501,66 μισθός ενεργείας + 330,37 επίδομα Κυριακών =) 1.832,03 δια 22 ημέρες= 83,27 (κατόπιν στρογγυλοποίησης + ευρώ 19,59 αντίτιμο τροφής  επί 5=] 514,32 συμποσούμενα δε τα ανωτέρω ποσά, ανέρχονται σε ευρώ 2.382,27. Κατά το άρθρο 39 της εν λόγω ΣΣΝΕ, αυτή ( ΣΣΝΕ) θα ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018, κυρώθηκε δε, δυνάμει της με αριθμό 2242.5-1.5/80350/31.10.2018 Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 5083 την 14.11.2018 και τοιουτοτρόπως κατέστη υποχρεωτική και για τα μη μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν αυτή. Επιπλέον, δυνάμει της από 8.7.2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, ορίσθηκε ότι ο μισθός ενεργείας του Μηχανικού Γ θα ανέρχεται σε ευρώ 1.531,69 και το επίδομα Κυριακών σε ευρώ 336,97 (άρθρο 1), σε όλο το πλήρωμα θα χορηγείται επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού ευρώ 36,64 (άρθρο 8), καθώς επίσης η αποζημίωση της μη χορηγηθείσας και προβλεπομένης στο άρθρο 15 παρ.1 αδείας πέντε ημερών για κάθε μήνα στους έχοντας συμπληρώσει διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία θα υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας της παρ.1 του άρθρου 1 αυτής, πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής (άρθρο 15) και δη θα ανέρχεται σε ευρώ [(1.531,69 μισθός ενεργείας +  336,97 επίδομα Κυριακών =) 1.868,66 δια 22 ημέρες= 84,94 (κατόπιν στρογγυλοποίησης + ευρώ 19,98 αντίτιμο τροφής  επί 5=] 524,59, συμποσούμενα δε τα ανωτέρω ποσά ανέρχονται σε ευρώ 2.429,89. Κατά το άρθρο 39 αυτής, θα ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα από την 1.1.2019 έως την 31.12.2019, αυτή δε κυρώθηκε δυνάμει της με αριθμό 2242.5-1.5/56040/24.7.2019 Απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 3170 την 12.8.2019. Ενόψει του ότι με την ανωτέρω από 16.2.2015  καταρτισθείσα σύμβαση εργασίας, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι, ως προς τους όρους αμοιβής του ενάγοντος, θα εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων (δίχως την καταβολή αντιτίμου τροφής και επιδόματος Γ Μηχανικού), αυτές (ΣΣΝΕ) ως προς το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος ίσχυσαν μεταξύ των διαδίκων από την έναρξη ισχύος τους, ήτοι από την 1.1.2018 και από την 1.1.2019 αντίστοιχα, και όχι από του χρόνου που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, κατά τα άνω, με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού (όμοια ΑΠ 248/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, οι συνολικές συμφωνημένες μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, κατά το έτος 2018, αποδείχθηκε ότι ανήρχοντο σε ευρώ 2.382,27 και οι αντίστοιχες κατά το έτος 2019, σε ευρώ 2.429,89. Οι εν λόγω συμφωνηθείσες μικτές αποδοχές του ενάγοντος, τυγχάνουν σαφώς υπέρτερες και ως εκ τούτου επικρατούν ως ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο – ενάγοντα (άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990), των οριζομένων με τις από 21.11.2017 και 15.5.2019 Εθνικές Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, οι οποίες αφορούν τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού Προσωπικού των Ναυτιλιακών Πρακτορείων και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων όλης της Χώρας, οι οποίες κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, δυνάμει των με αριθμό 46306/2608/3.9.2018 (ΦΕΚ Β’ 3789/3.9.2018 και 26706/1589/ 12.6.2019 (ΦΕΚ Β’ 2392/ 19.6.2019, αντίστοιχα, αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δυνάμει του άρθρου 1 των οποίων, στις διατάξεις αυτών υπάγονται οι πάσης φύσεως εργαζόμενοι όλης της χώρας, με σύμβαση μισθώσεως εξαρτημένης εργασίας στις πάσης φύσεως Ναυτιλιακές – Ακτοπλοϊκές Επιχειρήσεις, Ναυτικά Πρακτορεία καθώς και γραφεία Ταξιδίων που εκδίδουν εισιτήρια ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και που είναι μέλη των παραπάνω εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, στο πεδίο ισχύος της οποίων, κατόπιν της κήρυξής τους ως υποχρεωτικές, ενέπιπτε και η εναγομένη, όπως αναφέρει ο ενάγων με την αγωγή του, εφόσον τούτο δεν αμφισβητείται ειδικώς υπ’ αυτής. Ειδικότερα, με το άρθρο 2 αυτών, προβλέπεται ότι, τα κατώτερα όρια των βασικών μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού του άρθρου 1, με την πρώτη εξ αυτών (Κλαδικών ΣΣΕ) για το υπαγόμενο στο κλιμάκιο 7 υπαλληλικό προσωπικό, στο οποίο (κλιμάκιο 7) υπάγονταν και ο ενάγων από 3.9.2018, οπότε άρχισε να ισχύει μεταξύ των διαδίκων η εν λόγω ΣΣΕ έως και την 18.6.2019 (προηγουμένη ημέρα της δημοσιεύσεως στο ΦΕΚ της δεύτερης των εν λόγω Κλαδικών ΣΣΕ), κατά τη μη αμφισβητούμενη από την εναγομένη, υπονοούμενη με την αγωγή, αναφορά, η οποία προκύπτει εκ του ποσού το οποίο ο ενάγων αναφέρει ότι εδικαιούτο ως βασικό μισθό δυνάμει της εν λόγω πρώτης κλαδικής ΣΣΕ, ανέρχονται σε ευρώ 1.386,34 και με την δεύτερη εξ αυτών, για το υπαγόμενο στο κλιμάκιο 8 υπαλληλικό προσωπικό, στο οποίο (κλιμάκιο 8) υπάγονταν και ο ενάγων από την 19.6.2019 (ημερομηνία δημοσιεύσεως της εν λόγω κλαδικής ΣΣΕ) έως και την 5.9.2019 (ημερομηνία οικειοθελούς αποχωρήσεως αυτού) κατά τη, μη αμφισβητούμενη υπό της εναγομένης, υπονοούμενη με την αγωγή, αναφορά, η οποία προκύπτει εκ του ποσού το οποίο ο ενάγων αναφέρει ότι εδικαιούτο, δυνάμει της εν λόγω (δεύτερης) κλαδικής ΣΣΕ, ανήρχοντο σε ευρώ 1.400,20. Επιπλέον, με το άρθρο 3 αυτών, προβλέπεται ότι, μηνιαίως χορηγείται και επίδομα γάμου ανερχόμενο σε ποσοστό 10%  επί του βασικού μισθού, επίδομα τέκνου ανερχόμενο σε ποσοστό 6% επί του βασικού μισθού και επίδομα επιστημονικό εκ ποσοστού 18% στους πτυχιούχους Ανωτάτης Σχολής, όπως ο ενάγων. Ενόψει των ανωτέρω ρυθμίσεων, με βάση την πρώτη των εν λόγω Κλαδικών ΣΣΕ ο μισθός του ενάγοντος, υπολογιζόμενος με βάση αυτή (Κλαδικής ΣΣΕ), ανήρχετο (α) για το χρονικό διάστημα από την 3.9.2018, οπότε η πρώτη εξ αυτών (Κλαδικών ΣΣΕ) κηρύχθηκε υποχρεωτική έως την 31.3.2019, οπότε συμπληρώθηκε τρίμηνο μετά τη λήξη της εν λόγω ΣΣΕ (πλασματική παράταση), σε ευρώ [β.μ. 1.386,34 + επίδομα γάμου (1.386,34 επί 10%=) 138,63 + επίδομα τέκνου (1.386,34 επί 6%=) 83,18  + επιστημονικό επίδομα (1.386,34 επί 18%=) 249,54 =] 1.857,69, (β) για το χρονικό διάστημα από την 1.4.2019 (ημερομηνία έναρξης μετενέργειας της πρώτης εξ αυτών) έως την 18.6.2019 (προηγουμένη της δημοσιεύσεως στο ΦΕΚ της ΥΑ με την οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική η δεύτερη εξ αυτών), σε ευρώ [β.μ. 1.386,34 + επίδομα τέκνου (1.386,34 επί 6%=) 83,18 + επιστημονικό επίδομα (1.386,34 επί 18%=) 249,54 =] 1.710,09, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της μετενέργειας των ΣΣΕ, ο ενάγων δεν εδικαιούτο το επίδομα γάμου (ΑΠ 1212/2022, 904/2020 Ιστοσελίδα ΑΠ) και (γ) για το χρονικό διάστημα από 19.6.2019, οπότε η δεύτερη εξ αυτών (Κλαδικών ΣΣΕ) κηρύχθηκε υποχρεωτική έως την 5.9.2019, οπότε έληξε η επίδικη έννομη σχέση, σε ευρώ [β.μ. 1.400,20 + επίδομα γάμου (1.400,20 επί 10%=) 140,02 + επίδομα τέκνου (1.400,20  επί 6%=) 84,01 + επιστημονικό επίδομα (1.400,20  επί 18%=) 252,04 =] 1.876,27. Ο ενάγων δεν εδικαιούτο το προβλεπόμενο με τις εν λόγω κλαδικές ΣΣΕ επίδομα πολυετίας, όπως διατείνεται με την αγωγή του, δεδομένου ότι, όπως βασίμως κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου υποστηρίζει η εναγομένη, ο γενικός κανόνας της ΠΥΣ 6/12 και του Ν. 4093/12, περί απαγορεύσεως υπολογισμού της υπηρεσίας – προϋπηρεσίας που έχει διανυθεί από 14.2.2012 και εφεξής, για την προσαύξηση του μισθού, ισχύει και για τις ΣΣΕ που συνομολογήθηκαν μετά την έκδοση της ανωτέρω ΠΥΣ 6/12, επιπλέον δε ο ενάγων έως την 14.2.2012 δεν απεδείχθη ότι είχε συμπληρώσει τριετία, εφόσον ο ίδιος στην αγωγή του (σελ. 14) αναφέρει ότι την πρώτη τριετία συμπλήρωσε την 1.1.2018. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν απεδείχθη ότι, προ της κηρύξεως υποχρεωτικών των εν λόγω Κλαδικών ΣΣΕ, αυτές δέσμευαν τους διαδίκους, καθόσον δεν απεδείχθη ότι αυτοί ήταν μέλη των μετεχόντων συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνομολόγησαν τις εν λόγω ΣΣΕ. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά τις οποίες, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2018 έως 18.6.2019, οπότε η δεύτερη των ανωτέρω Κλαδικών ΣΣΕ δεν είχε καταστεί υποχρεωτική, οι αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ 586,08 ανά μήνα το οποίο προεβλέπετο από την ΕΓΣΣΕ, τυγχάνουν αβάσιμες στην ουσία τους, ενόψει των ανωτέρω συμφωνηθέντων. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, εδικαιούτο για το έτος 2018 ως αποδοχές για την προσφερόμενη από αυτόν εργασία, ενόψει της ένδικης σύμβασης (χερσαίας) εξαρτημένης εργασία, μηνιαίως, το ποσό των ευρώ 2.382,27, έναντι του οποίου, όπως η εναγομένη ισχυρίσθηκε ήδη στα πλαίσια της πρωτοβαθμίου διαδικασίας, ισχυρισμό τον οποίο παραδεκτώς επαναφέρει, κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, προς απόρριψη της αγωγής κατόπιν της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιόν μας, κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του ιδίου έτους 1998, το ποσό των ευρώ 2.335,59 μηνιαίως και δη το ποσό των ευρώ 1.472,22 ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 323,89 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 35,22 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 504,22 ως επίδομα αδείας, ποσά τα οποία ο ενάγων δεν αμφισβήτησε ότι έλαβε, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να του οφείλει, για έκαστο των εν λόγω μηνών, το ποσό των ευρώ (2.382,27 μείον 2.335,59=) 46,68 και συνολικά και για τους έξι αυτούς μήνες, το ποσό των ευρώ (46,68 επί 6=) 280,08.  Περαιτέρω, απεδείχθη ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης, για το μήνα Μάιο 2018, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό του ενάγοντος, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.346,42 συνολικά και δη το ποσό των ευρώ 1.479,45 ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 325,99 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 35,21 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 506,27 ως επίδομα αδείας. Επομένως, για τον εν λόγω μήνα, για την εν λόγω αιτία, συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (2.382,27 μείον 2.346,42=) 35,85, απορριπτομένης της αγωγής για το επιπλέον ποσό των ευρώ (46,68 μείον 35,85=) 10,83, γενομένης αντίστοιχα δεκτής της ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης, κατά το ποσό αυτό. Κατά τον μήνα Ιούνιο 2018, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται, αποδεικνύεται και από τις αποδείξεις μισθοδοσίας που προσκομίζει, σε συνδυασμό με την απόδειξη κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.540,64 συνολικά και δη το ποσό των ευρώ 1.608,45 ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 354,15 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 35,22 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 542,40 ως επίδομα αδείας. Επομένως, για τον εν λόγω μήνα, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη ουδέν ποσό του οφείλει, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης καταβολής της εναγομένης για όλο το αιτούμενο με την ένδικη αγωγή ποσό για τον εν λόγω μήνα, ήτοι για το ποσό των ευρώ 46,68. Κατά τον μήνα Ιούλιο 2018, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος ότι αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.389,80 συνολικά και δη το ποσό των ευρώ 1.508,42 μηνιαίως ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 331,86 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 35,22 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 514,30 ως επίδομα αδείας. Επομένως, για τον εν λόγω μήνα, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη ουδέν ποσό του οφείλει, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης καταβολής της εναγομένης για όλο το αιτούμενο, με την ένδικη αγωγή ποσό, για την εν λόγω αιτία, για τον εν λόγω μήνα, ήτοι για το ποσό των ευρώ 46,68. Κατά τον μήνα Αύγουστο 2018, όπως η εναγομένη ισχυρίσθηκε και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.340,02 συνολικά και δη το ποσό των ευρώ 1.472,22 μηνιαίως ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 323,89 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 39,65 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 504,26 ως επίδομα αδείας. Επομένως, για τον εν λόγω μήνα, για την εν λόγω αιτία, συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (2.382,27 μείον 2.340,02 =) 42,25, απορριπτομένης της αγωγής για το επιπλέον ποσό των ευρώ (46,68 μείον 42,25=) 4,43, γενομένης αντίστοιχα δεκτής της ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης, κατά το ποσό αυτό. Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2018, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, η τελευταία κατέβαλε στον ενάγοντα, έναντι της εν λόγω απαίτησης, κατά τον εν λόγω μήνα, το ποσό των ευρώ 2.397,49 συνολικά και δη το ποσό των ευρώ 1.472,22 μηνιαίως ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 323,89 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 97,12 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 504,26 ως επίδομα αδείας. Επομένως, για τον εν λόγω μήνα, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη ουδέν ποσό του οφείλει, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης καταβολής της εναγομένης για όλο το αιτούμενο, με την ένδικη αγωγή ποσό, για την εν λόγω αιτία, για τον εν λόγω μήνα, ήτοι για το ποσό των ευρώ 46,68. Τέλος, κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2018, έναντι της ένδικης απαίτησης, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με την απόδειξη κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, το ποσό των ευρώ 2.381,96 συνολικά και δη το ποσό των ευρώ 1.501,66 μηνιαίως ως μισθό ενεργείας, το ποσό των ευρώ 330,37 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 35,92 ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 514,01 ως επίδομα αδείας. Επομένως, για τον εν λόγω μήνα, για την εν λόγω αιτία, συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ (2.382,27 μείον 2.381,96 =) 0,31 απορριπτομένης της αγωγής για το επιπλέον ποσό των ευρώ (46,68 μείον 0,31=) 46,37, γενομένης αντίστοιχα δεκτής της ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης κατά το εν λόγω ποσό των 46.37 ευρώ. Ως εκ τούτου, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για διαφορές αποδοχών έτους 2018, το ποσό των ευρώ (280,08 + 35,85 + 42,25 +  0,31=) 358,48. Περαιτέρω, όπως απεδείχθη, ο ενάγων για έκαστο των μηνών εργασίας του κατά το έτος 2019, εδικαιούτο μηνιαίως τον ανωτέρω συμφωνηθέντα μισθό του και δη το ποσό των ευρώ 2.429,89 καθ’ έκαστος των μηνών από Ιανουάριο 2019 έως και Αύγουστο 2019 και για το χρονικό διάστημα από 1.9.2019 έως 5.9.2019 το ποσό των ευρώ (2.429,89 επί 5/25=) 485,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και συνολικά, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως της οικειοθελούς αποχώρησής του από την επιχείρηση της εναγομένης, την 5.9.2019, το ποσό των ευρώ [(2.429,89 επί 8=) 19.439,12 + (2.429,89 επί 5/25=) 485,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 19.925,10, πλην όμως ο ενάγων ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή του ότι εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 19.827,98. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη και συνομολόγησε και ο ενάγων με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτή του κατέβαλε συνολικά το ποσό των ευρώ (12.338,11 ως μισθό ενέργειας + 2.714,34 ως επίδομα Κυριακών + 293,84 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 4.130,23 ως επίδομα αδείας =) 19.476,52 (και όχι το ποσό των ευρώ 19.477,16 το οποίο από προφανές σφάλμα στον μαθηματικό υπολογισμό και δη την άθροιση των επιμέρους ποσών αναφέρει η εναγομένη), με αποτέλεσμα αυτή να συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (19.827,98 μείον 19.476,52=) 351,46 και όχι το ποσό των ευρώ 769,55, όπως ισχυρίστηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, γενομένης δεκτής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της της ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης, κατά το ποσό των ευρώ (769,55 μείον 351,46=) 418,09. Κατόπιν των ανωτέρω, για διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.1.2018 έως 5.9.2019 από την παρασχεθείσα από τον ενάγοντα ένδικη εργασία, η εναγομένη οφείλει σε αυτόν (ενάγοντα), το ποσό των ευρώ (358,49 + 351,46=) 709,95. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων και δη του γεγονότος ότι, οι προβλεπόμενες με βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ενάγοντος, με τις ανωτέρω Κλαδικές ΣΣΕ ετών 2018 και 2019, αποδοχές, υπολείπονται των ανωτέρω συμφωνημένων μεταξύ των διαδίκων αποδοχών του, δεν συντρέχει περίπτωση εξέτασης της επικουρικής βάσης της αγωγής κατά το κονδύλιο των αιτουμένων διαφορών αποδοχών ετών 2018 και 2019, εφόσον κρίνεται ότι, δεν πληρώθηκε η ενδοδιαδικαστική αίρεση υπό της οποίας αυτή ασκήθηκε, ήτοι κρίση του Δικαστηρίου ότι, η συμφωνηθείσα, μεταξύ των διαδίκων, αμοιβή υπολείπεται των προβλεπομένων με τις εν λόγω Κλαδικές ΣΣΕ νομίμων αποδοχών των ετών 2018 και 2019. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος έφεσης της εναγομένης, περί εσφαλμένης του νόμου εφαρμογής, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, εκ του λόγου ότι στα πλαίσια διερεύνησης υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) της ένδικης αγωγής ως προς το εν λόγω κονδύλιο (διαφορές αποδοχών) κατά την επικουρική της βάση, ήτοι καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε διαφορές αποδοχών μεταξύ των καταβληθέντων μηνιαίως και των προβλεπομένων με τις ανωτέρω Κλαδικές ΣΣΕ, έγινε δεκτό υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) ότι (α) η δεύτερη των ανωτέρω Κλαδικών ΣΣΕ ίσχυε στην επίδικη έννομη σχέση και για το διάστημα από 01.05.2019 έως και 18.06.2019, αν και αυτή, κατά τον πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης, δεν είχε καταστεί υποχρεωτική και παράλληλα κανείς των διαδίκων δεν ήταν μέλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων που υπέγραψαν αυτή και (β) ο ενάγων εδικαιούτο επίδομα πολυετίας εκ ποσού ευρώ 138,63 για το χρονικό διάστημα από 3.9.2018 έως 30.4.2019 και το ποσό των ευρώ 252,04 για το χρονικό διάστημα από 19.6.2019 έως 5.9.2019, αν και εφαρμόζοντας σωστά το νόμο έπρεπε να δεχθεί ότι ο ενάγων δεν εδικαιούτο επίδομα πολυετίας, διότι, ως αναλύεται ανωτέρω το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την κύρια βάση της αγωγής, δίχως να προβεί σε περαιτέρω εξέταση της επικουρικής βάσης της αγωγής. Όμοια, οι περιεχόμενοι στον πρώτο λόγο έφεσης της εναγομένης ισχυρισμοί ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε δεκτό ότι, η ίδια κατέβαλε στον ενάγοντα, κατά το χρονικό διάστημα από 3.9.2018 έως 5.9.2019, ως τακτικές αποδοχές το ποσό των ευρώ 24.911,41, ενώ εάν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις θα εδέχετο ότι του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 28.927,79, εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίσθηκε κατά τον εν λόγω κονδύλιο, πρέπει να απορριφθούν, με την επισήμανση ότι οι καταβολές της εναγομένης προς τον ενάγοντα για την επίδικη απαίτηση, ήτοι για διαφορές αποδοχών και ιδίως του χρονικού διαστήματος από  2.9.2018 έως 5.9.2019 ελήφθησαν ως ισχυρισμός και δη ως ένσταση μερικής καταβολής υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, ως ανωτέρω αναλύεται. Περαιτέρω, όμοια, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά στις αιτούμενες με την ένδικη αγωγή διαφορές αποδοχών, τυγχάνουν απορριπτέοι οι περιεχόμενοι στον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος ισχυρισμοί, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων εκ του λόγου ότι στα πλαίσια διερεύνησης υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) της ένδικης αγωγής ως προς το εν λόγω κονδύλιο (διαφορές αποδοχών) κατά την επικουρική της βάση, ήτοι καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε διαφορές αποδοχών μεταξύ των καταβληθέντων μηνιαίως και των προβλεπομένων με τις ανωτέρω Κλαδικές ΣΣΕ, έγινε δεκτό υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) ότι (α) ο ενάγων εδικαιούτο για το χρονικό διάστημα από 3.9.2018 έως 30.4.2019 αποδοχές εκ ποσού ευρώ 1.996,32 μηνιαίως για διάστημα 2,5 μηνών και συνολικά ευρώ 4.990,80 και όχι για διάστημα επτά μηνών και είκοσι επτά ημερών, όπως έπρεπε κατόπιν ορθής εκτίμησης των αποδείξεων και ορθού υπολογισμού των ημερών εργασίας του ενάγοντος κατά το εν λόγω διάστημα, οπότε έπρεπε να δεχθεί ότι για διαφορές αποδοχών του εν λόγω χρονικού διαστήματος η εναγομένη του όφειλε το ποσό των ευρώ 15.770,93 και περαιτέρω συμποσούμενες και οι οφειλόμενες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 5.9.2019 που ανέρχονταν κατά την εκκαλουμένη απόφαση σε ευρώ 8.401,20, ότι εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 24.172,13 και περαιτέρω (β) ότι εσφαλμένως έγινε δεκτό ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 3.9.2018 έως 5.9.2019 του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 24.911,41 και ότι ουδέν ποσό του οφείλει, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του έπρεπε να κάνει δεκτό τον ισχυρισμό περί καταβολής της εναγομένης μόνον κατά το ποσό των ευρώ 18.158,28 που η εναγομένη του κατέβαλε για το εν λόγω διάστημα ως μισθό, εννοώντας μισθό ενεργείας και το ποσό των ευρώ 433,07 ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και συνολικά, συμποσούμενα τα εν λόγω κονδύλια το ποσό των ευρώ 18.591,35 χωρίς να συνυπολογίσει και το επίδομα Κυριακών και το επίδομα αδείας, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίσθηκε ως προς το εν λόγω κονδύλιο (διαφορές αποδοχών), επιπροσθέτως δε, ως αναλύεται ανωτέρω το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την κύρια βάση της αγωγής, δίχως να προβεί σε περαιτέρω εξέταση της επικουρικής βάσης αυτής, ήτοι καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε διαφορές αποδοχών μεταξύ των καταβληθέντων και των προβλεπομένων με τις ανωτέρω Κλαδικές ΣΣΕ, ως αναλύεται ανωτέρω. Περαιτέρω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, καθόλη την επίδικη περίοδο απασχολείτο καθημερινά στην επιχείρηση της εναγομένης ως βοηθός τεχνικού διευθυντή, εργαζόμενος, κατά τις καθημερινές ημέρες τουλάχιστον επί δέκα ώρες ημερησίως και ειδικώς κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.3.2015 έως 10.9.2015, από 10.11.2015 έως 29.7.2016, από 21.4.2017 έως 30.5.2017, από 9.11.2017 έως 5.1.2018 και από 26.2.2018 έως 29.3.2018, οπότε στα πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης, διενεργούντο εργασίες επισκευής, όλες τις ημέρες καθημερινές, Κυριακές, ημέρες Σαββάτου επί δεκατρείς ώρες ημερησίως, τις δε ημέρες αργίας 5.6.2017 και 28.5.2018 (εορτή Αγίου Πνεύματος ετών 2017 και 2018), επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη και τις ημέρες  αργίας 1.6.2015 και 20.6.2016 (εορτή Αγ. Πνεύματος ετών 2015 και 2016) επί δεκατρείς ώρες καθ’ εκάστη, χωρίς μάλιστα η εναγομένη να του χορηγήσει αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως, εργασία για την οποία εγείρει απαιτήσεις καταβολής αμοιβής για υπερεργασία, κατ΄ εξαίρεση υπερωρίες, εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, αμοιβή για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής και αργιών και απόδοσης της ωφέλειάς της για τη μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως, ενόψει της εργασίας του κατά τις ημέρες Κυριακής και αργιών. Η εναγομένη, με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά και με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της, αρνήθηκε την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων, καθόλο το επίδικο διάστημα, εργαζόταν μόνον τις καθημερινές ημέρες, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτάωρο, όπως οι υπόλοιποι υπάλληλοι του γραφείου αυτής, συμμετέχοντας στη διοικητική υποστήριξη της τεχνικής διεύθυνσής της, η οποία στελεχώνεται από τον επικεφαλής της διευθυντή, τέσσερις ή πέντε αρχιμηχανικούς, έτερους μηχανικούς και την γραμματειακή της υποστήριξη, δεν εκτελούσε χρέη βοηθού τεχνικού διευθυντή και «επιτελικά» καθήκοντα, όπως επίσης δεν επικοινωνούσε με τους μηχανικούς των πλοίων για την αντιμετώπιση μηχανολογικών ζητημάτων, όπως αναφέρει στην αγωγή του. Ο ενάγων, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, απασχολείτο σε βοηθητικές και δευτερεύουσες εργασίες της ανωτέρω διεύθυνσης και ειδικότερα τηρούσε τα μηχανολογικά σχεδία των πλοίων καθ’ υπόδειξη του τεχνικού διευθυντή, επικοινωνούσε με τα πλοία σχετικά με την προμήθεια ανταλλακτικών, ελάμβανε προσφορές για ανταλλακτικά, κατήρτιζε συγκριτικούς πίνακες αναφορικά με τις προσφορές που ελάμβανε, συνέτασσε επιστολές σχετικά με ζητήματα της διεύθυνσης και συνόδευε τεχνικούς του εξωτερικού από το αεροδρόμιο προς τα ξενοδοχεία διαμονής τους και τα πλοία της. Το ωράριό του ήταν από ώρας 09:00 έως ώρας 17:00, καθώς όμως ήταν ναυτολογημένος και δεν συμπεριλαμβανόταν στους πίνακες προσωπικού, υπήρχε ελαστικότητα ως προς την τήρησή του, υπό την έννοια ότι κατόπιν συνεννοήσεώς του με το διευθυντή του ανωτέρω τμήματος, ηδύνατο να μεταβαίνει στα γραφεία της εναγομένης αργότερα από το συμφωνημένο, κατά τα άνω, ωράριό του και δη, κατά τους ισχυρισμούς της μισή, μία ώρα ή και περισσότερο και αποχωρούσε αργότερα κατά τον ίδιο χρόνο. (σελ. 27 προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), σε κάθε δε περίπτωση, ποτέ δεν υπερέβη τις οκτώ ώρες απασχόλησης ημερησίως, όπως επίσης ουδέποτε εργάσθηκε τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής, καθώς τα γραφεία της ήταν κλειστά. Ειδικώς ως προς την απασχόλησή του στις επισκευές των πλοίων της, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν μετείχε σε αυτές, εφόσον υπεύθυνος για την εκτέλεση αυτών ήταν ο εκάστοτε Α’ Μηχανικός του πλοίου ο οποίος  εκτελούσε τις εν λόγω εργασίες με το πλήρωμά του και δη με τους κατώτερους μηχανικούς του πλοίου και εξωτερικά συνεργεία και μόνον όποτε ήταν αναγκαίο και δη εάν προέκυπτε κάποιο σημαντικό τεχνικό ζήτημα εζητείτο η συνδρομή του διευθυντή της τεχνικής διεύθυνσης και των αρχιμηχανικών της, οι οποίοι επενέβαιναν επί τούτου. Τα ίδια στελέχη επισκέπτονταν σποραδικά τα πλοία για να ελέγξουν την πρόοδο των εργασιών, η δε παρουσία του ενάγοντος στις επισκευές, περιοριζόταν στο να συνοδεύει τα άνω πρόσωπα ή κάποιον τεχνικό από το εξωτερικό, προκειμένου «να ακούσει, να δει και να μάθει» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ή να παραδώσει κάποιο ανταλλακτικό ή να προβεί σε επιμέτρηση των εργασιών εργολάβου για λογαριασμό του γραφείου, χωρίς να έχει καμία ουσιαστική εργασία και αρμοδιότητα. Η παρουσία του ενάγοντος στις εν λόγω εργασίες ήταν ελάχιστη και δη δύο έως τρεις φορές σε εργασία ενός μηνός, πάντοτε ολιγόωρη και πάντοτε εντός του ωραρίου του. Ειδικώς για το ταξίδι του ενάγοντος στο Γιβραλτάρ, η εναγομένη υποστήριξε ότι, η αποστολή του έγινε προκειμένου ο ενάγων να αποκομίσει εμπειρία. Οι μάρτυρες του ενάγοντος ……………, οι οποίοι εργάσθηκαν ο πρώτος εξ αυτών (……….) ηλεκτρολόγος – μηχανικός, τον μήνα Μάιο του έτους 2014 για είκοσι (20) περίπου ημέρες στο πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης  F3 και ακολούθως από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2017 έως τον μήνα Μάρτιο του έτους 2019, στα πλοία ΝΧ, στο ΕΠ, στο ΕΣ, στο ΝΜ και στα F3, 4, 5 και 6, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ο δεύτερος (……………), μηχανικός, ο οποίος υπηρέτησε από το έτος 2011 έως τα τέλη του έτους 2017 ως μηχανικός στα πλοία F5 και 6, ΝΧ, Α, ΝΡ και ΝΜ πλοιοκτησίας της εναγομένης, ο τρίτος εξ αυτών (………….) ο οποίος εργαζόταν στο τμήμα προμηθειών της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Απρίλιου του έτους 2011 έως τα τέλη μηνός Δεκεμβρίου 2018 και ο τέταρτος εξ αυτών (…………..), ο οποίος εργάζονταν ως Αρχιμηχανικός στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης από μηνός Απριλίου 2009 έως το τέλος του μηνός Δεκεμβρίου 2018, προσεπιβεβαίωσαν τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Αντίστοιχα, οι μάρτυρες της εναγομένης, ……………, οι οποίοι συνεχίζουν να εργάζονται για λογαριασμό της εναγομένης, προσεπιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς αυτής (εναγομένης). Ειδικότερα, ως προς το είδος και το χρόνο εργασίας του ενάγοντος, κατά την ένδικη περίοδο, ο πρώτος των ανωτέρω μαρτύρων του ενάγοντος …………., κατέθεσε ότι, ο ίδιος από τον μήνα Νοέμβριο 2017 ναυτολογείτο από την εναγομένη σε πλοία της, καθόν χρόνο αυτά διέκοπταν τους πλόες τους και διενεργούντο σε αυτά επισκευές, ενώ ναυτολογήθηκε ως μέλος οργανωμένου πληρώματος σε πλοία που εκτελούσαν πλόες, για λίγο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί αξιωματικοί του μηχανοστασίου αυτού, κατά την καθημερινή τους επαφή με το τεχνικό τμήμα της εναγομένης, προκειμένου να αναφέρουν την κατάσταση λειτουργίας των μηχανών, να λάβουν οδηγίες για τυχόν επισκευές και συντηρήσεις που γίνονταν από τα μέλη του πληρώματος και να παραγγείλουν διάφορα υλικά και ανταλλακτικά, συνήθως εξυπηρετούντο υπό του ενάγοντος, ο οποίος όταν δεν απασχολείτο με κάποια επισκευή, εργαζόταν στο γραφείο της εναγομένης από Δευτέρα έως Παρασκευή, από ώρας 09.00 τουλάχιστον έως ώρας 19.00, ο οποίος (ενάγων) μεσολαβούσε μεταξύ των εν λόγω αξιωματικών και του αρχιμηχανικού της εταιρείας. Επιπλέον, εάν προέκυπτε κάποιο έκτακτο ζήτημα και εκτός ωραρίου με τον ενάγοντα επικοινωνούσαν μέσω κινητού τηλεφώνου. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, με το ενάγοντα επικοινωνούσαν και για τα αναγκαία ανταλλακτικά και υλικά, αυτός δε προωθούσε τις παραγγελίες στο τμήμα προμηθειών της εναγομένης και εν τέλει προμήθευε το πλοίο με τα αναγκαία ανταλλακτικά. Επιπλέον, ο ενάγων κατέγραφε τα διαθέσιμα ανταλλακτικά που υπήρχαν στα πλοία, τηρούσε το αρχείο των μηχανολογικών σχεδίων όλων των πλοίων της εναγομένης, καθόν δε χρόνο τα πλοία ευρίσκοντο στον Πειραιά, ο ενάγων επισκέπτετο αυτά για τους αναγκαίους ελέγχους, αλλά και προκειμένου να λάβει γνώση των χώρων αυτού, του μηχανοστασίου και την μηχανημάτων του, ώστε να αντιλαμβάνεται καλύτερα τις πληροφορίες των ανωτέρω αξιωματικών για οιοδήποτε ζήτημα, όπως για τυχόν βλάβες όταν το πλοίο ταξίδευε. Κατά το χρόνο της ετήσιας επιθεωρήσεως του πλοίου, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων συμμετείχε σε αυτές, επικοινωνώντας με τους επιθεωρητές και τον νηογνώμονα, επιπλέον δε επισκέπτονταν το πλοίο και παρακολουθούσε τις εργασίες επισκευής, επικοινωνούσε με τους μηχανικούς που απασχολούνταν με την επισκευή, μετέφερε τις διάφορες πληροφορίες και οδηγίες στους προϊσταμένους του και φρόντιζε να επιλύονται τα τυχόν ζητήματα που προέκυπταν, σύμφωνα με τις οδηγίες αυτών (προϊσταμένων του), οι οποίοι ομοίως επισκέπτονταν και οι ίδιοι τα πλοία. Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των επισκευών των πλοίων, παρίστατο σε όλες τις εργασίες επισκευής που συνήθως διαρκούσαν πλέον των δεκατριών ωρών ημερησίως, όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε χαρακτηριστικά, σχετικά με τις εργασίες επισκευής που διενεργήθηκαν στο πλοίο της εναγομένης ΝΧ, κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2018 και Ιανουάριο 2019, ότι ο ίδιος για την εργασία του αυτή έλαβε αμοιβή για τέσσερις ώρες υπερωριακή εργασία την ημέρα και επιπλέον μπόνους από την εναγομένη, ενώ αντίθετα ο ενάγων δεν ελάμβανε αμοιβή για την υπερωριακή του εργασία. Ο δεύτερος εξετασθείς υπό του ενάγοντος μάρτυρας, ……., κατέθεσε ότι, ο ενάγων απασχολήθηκε στα γραφεία της εναγομένης κατά το επίδικο διάστημα ως βοηθός του τεχνικού διευθυντή του τεχνικού τμήματος αυτής, αλλά πρακτικά και ως βοηθός των Αρχιμηχανικών του ιδίου τμήματος. Ότι τόσο ο ίδιος, όσο και οι λοιποί αξιωματικοί μηχανής των ανωτέρω πλοίων στα οποία εργάσθηκε ο εν λόγω μάρτυρας, μέσω του ενάγοντος, επικοινωνούσαν με τον αρχιμηχανικό της εναγομένης για την αντιμετώπιση των τρεχόντων καθημερινών προβλημάτων, με εξαίρεση την περίπτωση αντιμετώπισης πολύ σοβαρού ζητήματος, οπότε επικοινωνούσαν απευθείας με τον αντίστοιχο αρχιμηχανικό της εναγομένης. Ο ενάγων τηρούσε το αρχείο με τα ναυπηγικά  και μηχανολογικά σχέδια των πλοίων, τα οποία μελετούσαν οι μηχανικοί της εναγομένης όποτε ανέκυπτε κάποιο ζήτημα, σε αυτόν οι εν λόγω αξιωματικοί παρέδιδαν τις λίστες των ανταλλακτικών που χρειάζονταν και αυτός τις ήλεγχε και τις προωθούσε στον τεχνικό διευθυντή και στο τμήμα προμηθειών της εταιρείας. Ο ενάγων τηρούσε αρχείο και παρακολουθούσε τα ανταλλακτικά που υπήρχαν στα πλοία, όταν δε τα πλοία ευρίσκοντο στο λιμάνι του Πειραιά, είτε μόνος του είτε ομού με κάποιον Αρχιμηχανικό, επισκέπτονταν το μηχανοστάσιο του πλοίου και συνομιλούσαν με τους αξιωματικούς. Καθόν χρόνο στα πλοία εγίνοντο επισκευές, οι οποίες ήταν πολύωρες και συνήθως πραγματοποιούντο ταυτόχρονα σε περισσότερα του ενός πλοία της εναγομένης και οι οποίες ελάμβαναν χώρα στην επισκευαστική ζώνη Περάματος ή στην Ελευσίνα ή στη Σύρο, τις εργασίες επισκευής παρακολουθούσαν και οι μηχανικοί του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, αλλά και ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος επιπλέον επικοινωνούσε με τους νηογνώμονες και συνόδευε στα πλοία τους επιθεωρητές αυτών. Στις περιόδους επισκευής των πλοίων της εναγομένης ο ενάγων εργαζόταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας, από ώρας 09.00  έως και μετά την 22.00, ορισμένες δε φορές αναγκάστηκε να εργασθεί και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τις περιόδους κατά τις οποίες δεν διενεργούντο επισκευές στα πλοία της εναγομένης, ο ενάγων εργαζόταν στα γραφεία αυτής και επισκεπτόταν τα πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Ο ίδιος εγνώριζε ότι  είχε τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον ενάγοντα τηλεφωνικώς στο γραφείο του από ώρας 09.00 έως ώρας 19.00 τουλάχιστον και επιπλέον οποιαδήποτε στιγμή στο κινητό του τηλέφωνο. Ο τρίτος μάρτυρας του ενάγοντος, ………, εργαζόμενος κατά το επίδικο διάστημα στο τμήμα προμηθειών της εναγομένης, κατέθεσε ότι, εκ της ιδιότητός του αυτής, είχε άμεση συνεργασία με τον τεχνικό τμήμα της εναγομένης. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων, ο οποίος εργαζόταν ως βοηθός του τεχνικού διευθυντή και των αρχιμηχανικών του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, επιμελείτο την προώθηση των αιτημάτων των αξιωματικών των πλοίων για ανταλλακτικά και υλικά, στο τμήμα προμηθειών. Λόγω της συνεργασίας των ανωτέρω δύο τμημάτων όπου εργάζονταν ο μάρτυρας και ο ενάγων, εγνώριζε και τον ενάγοντα και τον τρόπο εργασίας του. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε ότι, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά από ώρας 09.00 και δεν αποχωρούσε προ της 19.00’ μμ, καθημερινά επικοινωνούσε με τα πλοία, έκανε τις διάφορες συνεννοήσεις με τους αρχιμηχανικούς, εξυπηρετούσε τους αξιωματικούς των πλοίων για να επιλύονται τα διάφορα ζητήματα και επισκεπτόταν και τα ίδια τα πλοία, όταν βρίσκονταν στον Πειραιά, αλλά και εκτός των λιμένων Πειραιά και στο εξωτερικό, αναφέροντας σχετικά ότι ο ενάγων μετέβη στο Γιβραλτάρ το έτος 2016, οπότε διενεργούντο επισκευές στο πλοίο ΝΧ. Επιπλέον, ο ενάγων τηρούσε το αρχείο με τα μηχανολογικά και ναυπηγικά σχέδια των πλοίων, καθώς και το αρχείο με τα τεχνικά εγχειρίδια όλου του εξοπλισμού τους. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, καθόν χρόνο σε κάποιο πλοίο της εναγομένης διενεργούντο επισκευές, αναφέροντας ότι συνήθως επισκευές διενεργούντο ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα πλοία αυτής, είτε ενόψει της ετήσιας επιθεωρήσεώς του, είτε συνεπεία βλάβης, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά και κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακών, συνήθως έως ώρας 22.00, οπότε επισκέπτονταν τα πλοία, έκανε διάφορους ελέγχους και συνεννοείτο με τους μηχανικούς αυτών, τηρούσε την αλληλογραφία με τους νηογνώμονες και συνόδευε τους επιθεωρητές, κατά τις επιθεωρήσεις, ως βοηθός του τεχνικού διευθυντή και των αρχιμηχανικών, εκτελούσε δε διάφορες εργασίες που αποσκοπούσαν στον επιτελικό έλεγχο, την οργάνωση και την επίβλεψη των εργασιών και στην επίλυση προβλημάτων. Ο εν λόγω μάρτυρας, κάνει ειδική αναφορά στις επισκευές που διενεργήθηκαν το έτος 2015 στο πλοίο H5 της εναγομένης, οπότε είχε ξεσπάσει φωτιά με αποτέλεσμα να προκληθούν εκτεταμένες ζημίες σε αυτό, για την αποκατάσταση των οποίων πραγματοποιήθηκαν επισκευές και στο εξωτερικό και δη στην Τεργέστη, όπου μετέβη και ο ενάγων. Τέλος, ο τέταρτος μάρτυρας του ενάγοντος, …….., κατέθεσε, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης ότι διετέλεσε Αρχιμηχανικός στο τεχνικό τμήμα αυτής, από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2009 έως το τέλος του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2018, στα καθήκοντα του οποίου, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονταν η επίβλεψη των επισκευών και συντηρήσεων του μηχανολογικού εξοπλισμού των πλοίων της εναγομένης, ο προγραμματισμός των εργασιών συντήρησης, η επίβλεψη και η καθοδήγηση των μελών του προσωπικού μηχανοστασίου των πλοίων, η αντιμετώπιση αιφνίδιων βλαβών και γενικότερα η μέριμνα για την εύρυθμη λειτουργία των μηχανημάτων και εξαρτημάτων των πλοίων. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων, από το έτος 2012, εργάσθηκε αρχικά ως δόκιμος και ακολούθως ως Γ μηχανικός στα πλοία της εναγομένης ΝΧ, ΝΜ και στα ταχύπλοα F, τα οποία παρακολουθούσε ο ίδιος (μάρτυρας) ως Αρχιμηχανικός, εργασία από την οποία είχε άμεση και πλήρη αντίληψη των ικανοτήτων του ενάγοντος. Ότι ο ενάγων, στα μέσα Φεβρουάριου του έτους 2015, προσλήφθηκε στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης, στο οποίο εργαζόταν και ο εν λόγω μάρτυρας, ως βοηθός τεχνικού διευθυντή, πλην όμως στην πραγματικότητα είχε άμεση συνεργασία και με όλους τους αρχιμηχανικούς. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων διαθέτει ιδιαίτερη μόρφωση και ικανότητες και δεν εργάσθηκε ως απλός διοικητικός υπάλληλος, αλλά η εκτέλεση της εργασίας του απαιτούσε εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθεί και να αντιλαμβάνεται τί συνέβαινε στα πλοία, τί βλάβες και ανάγκες συντήρησης παρουσιάζονταν και ποιά ήταν η πορεία των επισκευαστικών εργασιών. Η εργασία του, κατά το επίδικο διάστημα, δεν ήταν χειρωνακτική, αλλά επιτελική – συντονιστική. Ειδικότερα κατέθεσε ότι, ο ενάγων έπρεπε να συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες από τους μηχανικούς των πλοίων, να τις μεταφέρει στο τεχνικό τμήμα και αντίστοιχα, να μεταφέρει τις οδηγίες των αρχιμηχανικών, προς τα πλοία. Σε κάποιες περιπτώσεις, κατά τον ίδιο μάρτυρα, οι μηχανικοί των πλοίων επικοινωνούσαν και απευθείας με τους Αρχιμηχανικούς, οι οποίοι είχαν την ευθύνη για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν και ο τεχνικός διευθυντής την ευθύνη για τον τελικό συντονισμό. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατόν να ασχολούνται με όλα τα ζητήματα οι ίδιοι, ακόμη και τα διαδικαστικά, απασχολούσαν τον ενάγοντα, ο οποίος φρόντιζε, κάτω από τις δικές τους εντολές και οδηγίες, να προβαίνει στις αναγκαίες συνεννοήσεις τόσο με τα πλοία, όσο και με τα τεχνικά συνεργεία, με το τμήμα παραγγελιών και τον νηογνώμονα. Επιπλέον, ο ενάγων είχε τον έλεγχο και την τήρηση του αρχείου των μηχανολογικών σχεδίων, έφτιαχνε το πρόγραμμα συντήρησης μηχανοστασίου (PMS) των πλοίων, ήλεγχε τις χρεώσεις του νηογνώμονα και των τεχνικών συνεργείων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, ήλεγχε την τήρηση του τεχνικού μέρους του κώδικα ISM και παρακολουθούσε τις χημικές αναλύσεις των καυσίμων και λιπαντικών των μηχανών των πλοίων. Μάλιστα, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων είχε δημιουργήσει ένα πρόγραμμα παρακολούθησης των πετρελεύσεων, το οποίο η εναγομένη εγκατέστησε σε όλα τα πλοία της και αυτός εκπαίδευσε τους Α’ μηχανικούς στη χρήση του. Το πρόγραμμα αυτό, είχε συμπεριληφθεί στον εσωτερικό κανονισμό της εναγομένης για τις διαδικασίας πετρέλευσης. Το ωράριο του ενάγοντος τυπικά ξεκινούσε ώρα 09.00 και είτε μετέβαινε κατ’ ευθείαν στο γραφείο, είτε σε κάποιο πλοίο, κατόπιν συνεννόησης με τους Αρχιμηχανικούς. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, όταν ένα πλοίο της εναγομένης διέκοπτε τα δρομολόγιά του προκειμένου σε αυτό να διενεργηθούν εργασίες επισκευής, σε αυτό μετέβαινε υποχρεωτικά αρχιμηχανικός κάθε μέρα για επίβλεψη, οπότε ήλεγχε τις εργασίες και έδιδε οδηγίες. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Αρχιμηχανικός μετέβαινε στα πλοία μαζί με τον ενάγοντα, προκειμένου να τον βοηθήσει. Η εργασία αυτή δεν ήταν ούτε σποραδική ούτε σύντομη, αλλά συνήθως απαιτείτο να παραμείνουν εκεί οι αρχιμηχανικοί και ο βοηθός για πολλές ώρες. Ο μάρτυρας, επιπλέον, κατέθεσε ότι, ο ενάγων μετέβη στο Γιβραλτάρ όχι για να αποκτήσει εμπειρία, όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη. Ειδικότερα κατέθεσε ότι, στην εν λόγω επισκευή που αφορούσε το πλοίο ΝΧ, τον μήνα Μάρτιο του 2016, μετέβη αρχικά ο ίδιος μόνος στο Γιβραλτάρ. Εν τούτοις, λίγες ημέρες ακολούθως ο ίδιος αξίωσε όπως μεταβεί εκεί και ο ενάγων και μάλιστα επειγόντως, προκειμένου να του παραδώσει από την Ελλάδα ένα εξάρτημα και ακολούθως, παρέμεινε εκεί και ο ενάγων περίπου μία εβδομάδα, κατ’ απαίτηση του μάρτυρος, διότι τον χρειάζονταν ως βοηθό. Τις εν λόγω δε ημέρες, ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, τόσο ο ίδιος όσο και ο ενάγων εργασθήκαν πάρα πολύ εντατικά. Περαιτέρω, ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, τις περιόδους κατά τις οποίες τα πλοία της εναγομένης πραγματοποιούσαν δρομολόγια, απαιτείτο πολλές φορές να πραγματοποιηθεί κάποιος επιτόπιος έλεγχος, είτε λόγω αναφερόμενης βλάβης, είτε προκειμένου να πραγματοποιηθεί εκ του σύνεγγυς κάποια συνεννόηση με τους αξιωματικούς του πλοίου, ή απαιτείτο όπως μεταβεί επιθεωρητής. Στις περιπτώσεις αυτές, το τεχνικό τμήμα της εναγομένης, απέστελνε τον ενάγοντα, είτε μόνο του, είτε μαζί με κάποιον αρχιμηχανικό. Εξ αυτού του λόγου, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων απουσίαζε από το γραφείο του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, δεν είναι αλήθεια ότι ο ενάγων τελείωνε την εργασία του ώρα 17.00 ή λίγο αργότερα, αλλά ότι στην πραγματικότητα εργαζόταν αρκετές ώρες παραπάνω, ακόμα και τις ημέρες που δεν υπήρχε πλοίο της εναγομένης σε επισκευή και δη εργαζόταν έως ώρας 19.00′ – 20.00 μμ. Συνήθως, οι γραμματείς και οι άλλοι απλοί υπάλληλοι εργαζόταν έως 16.30 μμ. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, ο λόγος για τον οποίο ο ενάγων εργαζόταν περισσότερες ώρες δεν ήταν μόνο ο όγκος των εργασιών που έπρεπε να φέρει εις πέρας, αλλά και το γεγονός ότι για ορισμένες από αυτές, απαιτείτο να επικοινωνήσει με πρόσωπα που βρίσκονταν στο εξωτερικό, αναφέροντας για παράδειγμα επιθεωρητές, προμηθευτές υλικών και ανταλλακτικών εξαρτημάτων, οπότε και μόνη η διαφορά της ώρας με τις άλλες χώρες, προκαλούσε καθυστέρηση. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, τα εξαρτήματα δεν τα έβρισκε ο ενάγων, αλλά το τμήμα παραγγελιών, πλην όμως ο ενάγων έπρεπε να συνεργαστεί άμεσα με το τμήμα αυτό, για να φτάσει το σωστό εξάρτημα στο πλοίο που το χρειαζόταν. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, εκτός από τον ενάγοντα, έως ώρας 19.00 – 20.00 εργάζονταν καθημερινά όλοι οι αρχιμηχανικοί, ο τεχνικός διευθυντής και ο υπεύθυνος για την προμήθεια ανταλλακτικών. Ο ίδιος κατέθεσε ότι, το κτίριο των γραφείων της εναγομένης είχε ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής εισόδου και εξόδου, προκειμένου δε κάποιος να εισέλθει ή εξέλθει αυτού, χρησιμοποιούσε την ηλεκτρονική του κάρτα – κλειδί, με αποτέλεσμα να τυγχάνει γνωστό στην εναγομένη η ώρα που αποχωρούσε έκαστος των εργαζομένων της. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, καθόν χρόνο διενεργούντο επισκευές στα πλοία της εναγομένης, όλοι εργάζονταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας και τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακών επί πολλές ώρες και μάλιστα κατά μέσο όρο η εργασία τους ξεπερνούσε τις δεκατρείς ώρες. Τις ημέρες αυτές, μετέβαινε στο πλοίο Αρχιμηχανικός από το τεχνικό τμήμα της εναγομένης προκειμένου να επιβλέπει τις εν λόγω εργασίες, παρέμενε δε στο πλοίο έως αργά του βράδυ, δεν ήταν δε λίγες οι φορές που χρειάστηκε να εργασθούν και χειρωνακτικά. Όταν ο εκάστοτε Αρχιμηχανικός της εναγομένης είχε υπό την επίβλεψή του περισσότερα του ενός πλοία και οι επισκευές εγίνοντο ταυτόχρονα και μάλιστα άλλες στον Πειραιά, άλλες στην Ελευσίνα και άλλες στο Πέραμα, τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι Αρχιμηχανικοί, μετέβαιναν σε όλα τα πλοία για να έχουν  εικόνα για όλες τις επισκευές, οπότε είτε έπαιρναν μαζί τους τον ενάγοντα, είτε τον έστελναν μόνο του σε κάποιο πλοίο. Τις ημέρες αυτές, μετέβαιναν στο γραφείο στη διάρκεια της ημέρας όποτε ηδύναντο, μετέβαιναν εν τούτοις οπωσδήποτε στο γραφείο στο τέλος της ημέρας, οπότε στο κτίριο ευρίσκοντο μόνον οι καθαρίστριες, διότι ο θυρωρός είχε αποχωρήσει. Ως προς το είδος και το χρόνο εργασίας του ενάγοντος, κατά την ένδικη περίοδο, η πρώτη των μαρτύρων της εναγομένης, ………….., κατέθεσε ότι εργάζεται για λογαριασμό της εναγομένης, ως γραμματέας στην τεχνική διεύθυνση αυτής, από το έτος 2006. Κατά την εν λόγω κατάθεση ο ενάγων, από την πρόσληψή του ως βοηθός στην εν λόγω διεύθυνση, η οποία αποτελείτο από τον διευθυντή, τους αρχιμηχανικούς, οι οποίοι είναι ναυτολογημένοι και υπηρετούν στα πλοία και τη γραμματειακή – διοικητική υποστήριξη, ήταν ιεραρχικά κατώτερος και επί της ουσίας ομοιόβαθμός της. Ο ρόλος του ήταν επιβοηθητικός, τα βασικά δε καθήκοντά του ήταν η τήρηση, με την υπόδειξη του διευθυντή, των μηχανολογικών σχεδίων των πλοίων, η επικοινωνία με τα πλοία για δευτερεύοντα ζητήματα, όπως συμπλήρωση αιτήσεων για ανταλλακτικά, σύνταξη επιστολών σχετικά με ζητήματα της διεύθυνσης, σύνταξη συγκριτικών πινάκων αναφορικά με τις προσφορές που ελάμβαναν, συνοδεία ξένων τεχνικών από το αεροδρόμιο προς τα ξενοδοχεία όπου διέμεναν και τα πλοία. Αντίθετα, ούτε βλάβες αντιμετώπιζε, ούτε τα ζητήματα τεχνικής φύσης, τα οποία ήταν αντικείμενο του διευθυντή και των αρχιμηχανικών, ενώ τις παραγγελίες των ανταλλακτικών τις έκανε η γραμματεία και όχι αυτός. Επιπλέον, κατέθεσε ότι, η ίδια εργαζόταν με ωράριο 08.30 έως 16.30, ενώ αυτός εργαζόταν κανονικά, με ωράριο από τις 09:00 έως τις 17:00, αλλά δεδομένου ότι ήταν υπό το καθεστώς ναυτολόγησης, είχε πιο ελεύθερο ωράριο και συχνά μετέβαινε στο γραφείο στις 09:30 ή στις 10:00 ή αργότερα, οπότε αντίστοιχα παρέμενε παραπάνω για να συμπληρώσει το οκτάωρό του. Στις επισκευές των πλοίων μετέβαινε, αλλά σπανιότερα, καθώς η εργασία του ήταν κυρίως στο γραφείο. Ο δεύτερος μάρτυρας, ……….., μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, κατά την κατάθεσή του εργάζεται για λογαριασμό της εναγομένης από το έτος 2007, ναυτολογημένος σε διάφορα πλοία της και από το έτος 2018 έχει την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού. Ο ίδιος κατέθεσε ότι καθόν χρόνο ήταν ναυτολογημένος στα πλοία της εναγομένης και ο ενάγων εργαζόταν στο τεχνικό τμήμα της, ουδέποτε επικοινώνησε μαζί του αναφορικά με τεχνικά ζητήματα ή βλάβες στα πλοία, αλλά για τα ζητήματα αυτά πάντοτε συνεργάζονταν με τον τεχνικό διευθυντή της εναγομένης και τους αρχιμηχανικούς. Ο ενάγων υπηρετούσε στην τεχνική διεύθυνση της εναγομένης ως επιβοηθητικός και δεν είχε αρμοδιότητα, αλλά ούτε γνώση για να αντιμετωπίσει τα μηχανολογικά ζητήματα των πλοίων. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, καθόν χρόνο ήταν ναυτολογημένος στα πλοία «ΑΡ» και «ΝΣ», πλοιοκτησίας της εναγομένης, θυμάται πράγματι τον ενάγοντα να μεταβαίνει στο πλοίο όταν γινόταν επισκευές. Αλλά τούτο έπραττε μερικές μέρες τον μήνα και δεν είχε κάποιο ουσιαστικό ρόλο. Αντίθετα, υπεύθυνος για τις εργασίες είναι πάντα ο Α’ Μηχανικός του πλοίου και απασχολούνται σε αυτές το προσωπικό μηχανής και εξωτερικά συνεργεία. Ο ενάγων δεν συμμετείχε στις εργασίες, αλλά συνήθως συνόδευε το διευθυντή της τεχνικής διεύθυνσης ή κάποιον αρχιμηχανικό ή κάποιον τεχνικό από το εξωτερικό  ή  μετέβαινε  μόνος  του  ως  εκπρόσωπος   του   γραφείου για να δει την πρόοδο των εργασιών. Η παρουσία του δεν διαρκούσε παρά μερικές ώρες και πάντως δεν εργαζόταν, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται με την αγωγή του, επί δεκατρείς ώρες την ημέρα επί μήνες, αλλά ούτε τα Σαββατοκύριακα, όσον αφορά στα πλοία στα οποία ο εν λόγω μάρτυρας ήταν ναυτολογημένος, δεδομένου ότι στις εν λόγω εργασίες επισκευής τα συνεργεία, αλλά και το προσωπικό μηχανής που εργάσθηκαν, εργάζονταν επί πενθήμερο τις καθημερινές, για οκτώ ώρες ημερησίως, χωρίς να εργάζονται τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακών. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, ακόμη και ο διευθυντής και οι αρχιμηχανικοί της τεχνικής διεύθυνσης της εναγομένης, δεν μετέβαιναν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των επισκευών, παρά μόνον όταν αντιμετώπιζαν κάποιο σημαντικό τεχνικό πρόβλημα και αναζητούσαν λύση ή όταν προσπαθούσαν να βρουν κάποιο ανταλλακτικό ή ακόμα για να δουν την πρόοδο των εργασιών και να αξιολογήσουν, αν έπρεπε να προσλάβουν και άλλους εργολάβους, τούτο δε κατά κανόνα μόνον τις καθημερινές ημέρες και κατ’ εξαίρεση τις ημέρες Σαββάτου, χωρίς να εργάζονται υπερωριακά. Ο τρίτος μάρτυρας της εναγομένης ………., κατέθεσε ότι, εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου στην εναγομένη  ήδη από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2015. Από την πρόσληψή του από την εναγομένη και καθόν χρόνο τα γραφεία της ευρίσκοντο στην οδό …….. στον Πειραιά, διάστημα που τυγχάνει επίδικο, εργάζονταν ως υπάλληλος υποδοχής στα γραφεία της εταιρείας, θέση στην οποία παρέμεινε έως και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2019, οπότε η έδρα της εναγομένης μεταφέρθηκε στην Καλλιθέα Αττικής. Το ωράριο εργασίας του ήταν είτε από τις 06:30 έως τις 14:30, είτε από τις 12:00  έως τις 20:00, στο οποίο εναλλασσόταν εκ περιτροπής με συνάδελφό του ανά εβδομάδα, εργάζονταν δε από Δευτέρα έως Παρασκευή. Εκ της εργασίας του αυτής γνωρίζει ότι το ωράριο του ενάγοντος ήταν 09:00 με 17:00, εν τούτοις, επειδή  ήταν ναυτολογημένος, δεν τηρούσε αυστηρό ωράριο υπό την έννοια, ότι ηδύνατο να προσέρχεται αργότερα έως μία και πλέον ώρα και αντίστοιχα αποχωρούσε αργότερα, ώστε να συμπληρώσει το νόμιμο ωράριο, σε συνεννόηση με τον διευθυντή του. Ο ίδιος βεβαιώνει ότι τον έβλεπε καθημερινά και δεν είχε διαπιστώσει να εργάζεται συνολικά πάνω από το οκτάωρό του, σε κάθε δε περίπτωση δεν εργαζόταν έως τις 19:00, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του, αλλά συνήθως αποχωρούσε στις 17:00, οπότε έληγε το ωράριο ή λίγο αργότερα, αν είχε καθυστερήσει να προσέλθει στην εργασία του το πρωί. Αργά το απόγευμα, παρέμεναν μόνον αυτός ή ο συνάδελφός του – υπάλληλοι υποδοχής, αφού δε αποχωρούσε το προσωπικό αναλάμβαναν υπηρεσία οι καθαρίστριες, οι οποίες εργάζονταν έως τις 20:00, έως ότου παρέμεναν και οι υπάλληλοι υποδοχής και «έκλειναν» το κτίριο. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, ορισμένες φορές ο ενάγων αποχωρούσε νωρίς το μεσημέρι, περί ώρας 12:00 – 13:00 και όπως του έλεγε, μετέβαινε στις επισκευές στα πλοία. Το ωράριο του ενάγοντος στις επισκευές, κατέθεσε ότι δεν το γνωρίζει, πλην όμως κατέθεσε ότι εκεί ο ενάγων μετέβαινε σπάνια και όχι για συνεχόμενες ημέρες, καθώς η εργασία του ήταν κατά κύριο λόγο στην έδρα της εναγομένης, όπου ο ενάγων μετέβαινε καθημερινά. Τέλος, ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, ποτέ δεν υπήρξε θέμα υπερωριών από αυτούς που απασχολήθηκαν στα γραφεία της εναγομένης και ιδίως στην Τεχνική Διεύθυνση όπου εργαζόταν ο ενάγων πλην των διευθυντών, τα δε γραφεία της εναγομένης τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες ήταν κλειστά. Ο τέταρτος μάρτυρας της εναγόμενης, …………….., κατέθεσε ότι, είναι ναυτολογημένος Μηχανικός σε διάφορα πλοία της εναγομένης από το έτος 2000 και από το έτος 2006 έχει την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, είναι δε εκ των παλαιοτέρων Α Μηχανικών της εναγομένης. Ο ίδιος κατέθεσε ότι, κατά τα έτη που εργάσθηκε ο ενάγων στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης, ουδέποτε αυτός (μάρτυρας) απασχόλησε τον ενάγοντα για τεχνικά και μηχανολογικά ζητήματα, για τα οποία αρμόδιοι ήταν οι ιεραρχικά ανώτεροί του στην τεχνική διεύθυνση και φυσικά ποτέ δεν τον αναζήτησε σε ώρες εκτός του ωραρίου εργασίας του γραφείου για οποιοδήποτε θέμα. Ο ίδιος είχε διατελέσει Α Μηχανικός στο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης H5 και μετείχε στις εργασίες επισκευής αυτού, θυμάται δε τον ενάγοντα να μεταβαίνει κάποιες φορές στον πλοίο, συνοδεύοντας τον τεχνικό διευθυντή ή κάποιον αρχιμηχανικό, προφανώς για να δει και να μάθει ως προσωπικό της τεχνικής διεύθυνσης, χωρίς όμως να συμμετάσχει στις εργασίες και φυσικά, χωρίς να χρειαστεί να εργαστεί υπερωριακά. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, την ευθύνη για τις εργασίες επισκευής έχει ο Α’ Μηχανικός και το προσωπικό της μηχανής του πλοίου, σε συνεργασία με τους εκάστοτε αρχιμηχανικούς, οι οποίοι τις πραγματοποιούν, με τη συνδρομή εξωτερικών συνεργείων και εργολάβων. Τέλος, κατέθεσε ότι, υπερωρίες μπορούν να πραγματοποιηθούν κατά τους πλόες, αλλά όταν τα πλοία είναι δεξαμενισμένα, κατά κανόνα τηρείται το ωράριό και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις γίνεται υπέρβαση αυτού, αν υπάρξει μια σοβαρή ζημιά ή στις τελικές δοκιμές. Η πέμπτη μάρτυρας της εναγομένης, ………, κατέθεσε ότι, εργάζεται ως γραμματέας στην Τεχνική Διεύθυνση της εναγομένης από την 1.10.2014. Το ωράριο της γραμματείας ήταν από ώρας 08:30 έως ώρας 16:30 και ο ενάγων ο οποίος απασχολήθηκε υπό ιδιαίτερο καθεστώς, διότι προηγούμενα ήταν ναυτολογημένος στα πλοία της εναγομένης, κατά το χρόνο απασχόλησής του στη διεύθυνση, τηρούσε το ωράριο των υπαλλήλων γραφείου, δηλαδή πενθήμερο από Δευτέρα έως Παρασκευή, οκτάωρο και δη εργαζόταν από ώρας 09:00 έως ώρας 17:00. Ορισμένες φορές εν τούτοις μετέβαινε στην εργασία του αργότερα, οπότε παρέμενε και αργότερα, προκειμένου να συμπληρώσει το νόμιμο ωράριό του. Ο ενάγων εκτελούσε βοηθητικές εργασίες και στην ιεραρχία ήταν στο ίδιο επίπεδο με τη μάρτυρα, κάτω από τους διευθυντές και τους αρχιμηχανικούς, πρακτικά δε παρείχε διοικητική υποστήριξη, αφού τηρούσε τα μηχανολογικά σχέδια των πλοίων, έπαιρνε προσφορές, μετέφερε τεχνικούς που έρχονταν από το εξωτερικό στα πλοία, επικοινωνούσε με τα πλοία σχετικά με την προμήθεια ανταλλακτικών και άλλες βοηθητικές εργασίες που του ανέθεταν οι διευθυντές. Δεν είχε τόσο μεγάλο όγκο εργασίας και ευθύνες σε σχέση με τους υπολοίπους υπαλλήλους, όπως την ίδια, που ολοκλήρωνε κανονικά τις εργασίες της στο ωράριό της. Ο ενάγων μετέβαινε στα πλοία κατά τη διάρκεια των επισκευών τους, συνοδεύοντας συνήθως τους αρχιμηχανικούς ή τους διευθυντές, η ίδια δεν γνωρίζει το ωράριό του στις επισκευές, πλην όμως κατέθεσε ότι η παρουσία του εκεί δεν ήταν καθημερινή, αλλά σε «σποραδικές περιπτώσεις», ενώ ουδέποτε τον άκουσε να αναφέρει ότι πραγματοποιούσε υπερωρίες. Τέλος, ο έκτος μάρτυρας της εναγομένης, …………….., Αρχιμηχανικός υπηρετών στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης και κατά το χρόνο δόσης της ανωτέρω ένορκης κατάθεσής του αλλά και κατά τον επίδικο χρόνο, κατέθεσε ότι, το τμήμα της τεχνικής διεύθυνσης αποτελείτο κατά τον επίδικο χρόνο από τον εκάστοτε διευθυντή της, καθώς και τέσσερις αρχιμηχανικούς, μεταξύ των οποίων και τον ίδιο. Η θέση του αρχιμηχανικού αποτελεί θέση με αυξημένες αρμοδιότητες και εποπτικά καθήκοντα, καθώς οι αρχιμηχανικοί ήταν υπεύθυνοι για την επίβλεψη των εργασιών επισκευής και συντήρησης στα πλοία και με αυτούς συνεργάζονταν οι μηχανικοί των πλοίων για όλα τα τεχνικά και μηχανολογικά προβλήματα τα οποία προέκυπταν. Κατά την ένορκη κατάθεσή του, ο ενάγων ο οποίος απασχολήθηκε στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης ως βοηθός στην τεχνική διεύθυνση, εργαζόμενος μάλιστα στο διπλανό από αυτόν γραφείο, επί της ουσίας ήταν υπάλληλος με διοικητικά καθήκοντα και στην ίδια θέση στην ιεραρχία με τους γραμματείς του εν λόγω τμήματος, δεν είχε επιτελικά καθήκοντα, ούτε είχε επικοινωνία με τους μηχανικούς των πλοίων και δεν μεριμνούσε για την επίλυση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να προκύψουν στα πλοία, διότι η εν λόγω αρμοδιότητα ανήκε στα καθήκοντα των Αρχιμηχανικών. Ο ενάγων, με βάση την εμπειρία και τα προσόντα του, δεν είχε τις γνώσεις για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα όσα περιγράφει στην αγωγή του ως καθήκοντά του, τα οποία ήταν ανάλογα των γραμματέων της τεχνικής διεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένων σε αυτά της τήρησης των μηχανολογικών σχεδίων των πλοίων, της λήψης προσφορών, της επικοινωνίας με την πλοία προς το σκοπό προμήθειας ανταλλακτικών και γενικά όλες τις επιβοηθητικές εργασίες, τις οποίες του ανέθετε ο επικεφαλής της τεχνικής διεύθυνσης. Η επικοινωνία με τους μηχανικούς των πλοίων γινόταν με τους αρχιμηχανικούς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την επίλυση τυχόν μηχανολογικών και τεχνικών προβλημάτων που προέκυπταν, καθώς είχαν και την ανάλογη εμπειρία, την οποία δεν είχε αποκτήσει εισέτι ο ενάγων λόγω της ελάχιστης προϋπηρεσίας που είχε στα πλοία με τον βαθμό Δοκίμου – Γ μηχανικού για περίπου 3 χρόνια. Όσον αφορά στις επισκευές των πλοίων, κατέθεσε ότι, ο ενάγων δεν συμμετείχε σε αυτές, αλλά για αυτές υπεύθυνοι είναι ο Α’ μηχανικός του πλοίου και το υπόλοιπο προσωπικό που εργάζεται στις μηχανές, σε συνεργασία με τους αρχιμηχανικούς, τις οποίες εκτελούν μαζί με εξωτερικά συνεργεία και εργολάβους. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, ο ενάγων είχε μεταβεί στα εν λόγω πλοία ορισμένες φορές κατά την περίοδο που εκτελούνταν εργασίες επισκευής, συνοδεύοντας είτε το διευθυντή, είτε κάποιον από τους αρχιμηχανικούς και συχνά και τον εξετασθέντα από τον ενάγοντα μάρτυρα ………., χωρίς όμως ο ρόλος του να ήταν ενεργός και χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά και χωρίς να εργαστεί στις επισκευές, όπως ισχυρίζεται. Κυρίως συνόδευε τον αρχιμηχανικό και μετέβαινε προκειμένου να διαμορφώσει εικόνα για την κατάσταση και την εξέλιξη των εργασιών και σίγουρα δεν εργαζόταν ούτε δέκα, ούτε δώδεκα, αλλά ούτε και δεκατρείς ώρες την ημέρα. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, όταν είχε αναθέσει στον ενάγοντα το έτος 2015, ως επικεφαλής του μηχανουργείου που διατηρεί η εναγομένη στο Πέραμα, στο οποίο διενεργούντο επισκευές και υπήρχαν ανταλλακτικά και εξαρτήματα, να κάνει απογραφή των ανταλλακτικών και λοιπών εξαρτημάτων που βρίσκονται εκεί, ο ενάγων μετέβη στο μηχανουργείο και εργάσθηκε μία ημέρα, ακολούθως δε εδήλωσε στον μάρτυρα ότι δεν επιθυμούσε να συνεχίσει με αυτή την εργασία και ότι θα προτιμούσε να απασχολείται στα γραφεία της εναγομένης με τα λοιπά διοικητικά του καθήκοντα, όπως και πράγματι έγινε, δεδομένου ότι καθόλο το διάστημα εργασίας αυτού  στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης από το έτος 2015 έως και το έτος 2019, εκτελούσε υποστηρικτικά καθήκοντα διοικητικής  φύσεως, χωρίς να έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσει βλάβες ή άλλα ζητήματα τεχνικής φύσεως ή να συνδράμει τους μηχανικούς των πλοίων, εργασίες τις οποίες άλλωστε δεν είχε ούτε την τεχνική κατάρτιση, αλλά κυρίως ούτε την απαιτούμενη εμπειρία για να τις εκτελέσει. Όσον αφορά στο ωράριο εργασίας του, ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι μετέβαινε στα γραφεία της εναγομένης περί ώρας 09:30 – 10:00, είχε δηλαδή μία μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την ώρα προέλευσης, διότι ήταν τυπικά ναυτολογημένος, όταν δε συμπλήρωνε το οκτάωρό του, αποχωρούσε από την εργασία του, οι δε αρχιμηχανικοί, λόγω των καθηκόντων τους και του εύρους των αρμοδιοτήτων τους, μπορεί να είχε χρειαστεί κάποιες φορές να εργαστούν έως ώρας 19:00 – 20:00, αλλά κατά κανόνα και αυτοί τηρούσαν το ωράριο τους. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων δεν εργαζόταν πέραν των οκτώ ωρών, διότι δεν υπήρχε ανάγκη να εργασθεί, ούτε αυτός αλλά ούτε και οι υπόλοιποι υπάλληλοι της τεχνικής διεύθυνσης, οι οποίοι και αυτοί, όπως και ο ενάγων, τηρούσαν το πενθήμερο και οκτάωρό τους, χωρίς να πραγματοποιούν υπερωρίες, και χωρίς να εργάζονται Σάββατα και Κυριακές, δεδομένου μάλιστα ότι και ανάγκη τεχνικής υποστήριξης των μηχανικών των πλοίων να προέκυπτε, ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να την προσφέρει, διότι δεν είχε την απαιτούμενη τεχνική κατάρτιση για αυτό, ούτε την εξειδίκευση και εμπειρία που απαιτούνταν. Τέλος, κατέθεσε ότι, τα γραφεία της εναγομένης, παρέμεναν κλειστά κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων δεν ήταν απλός διοικητικός υπάλληλος, εντασσόμενος στη γραμματειακή υποστήριξη του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, αλλά ενόψει των ειδικών τεχνικών του γνώσεων, για τις οποίες άλλωστε και είχε προσληφθεί στα γραφεία του τεχνικού τμήματος της εναγομένης, εκτελούσε χρέη βοηθού του τεχνικού διευθυντή και επιπλέον συνεργάζονταν άμεσα και με όλους τους αρχιμηχανικούς του τεχνικού τμήματος αυτής. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, ο ενάγων είχε τον έλεγχο και την τήρηση του αρχείου των μηχανολογικών σχεδίων που του είχε αναθέσει η τεχνική διεύθυνση, κατασκεύασε το πρόγραμμα συντήρησης μηχανοστασίου (PMS) των πλοίων, ήλεγχε τις χρεώσεις του νηογνώμονα και των τεχνικών συνεργείων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, ήλεγχε την τήρηση του τεχνικού μέρους του κώδικα ISM, παρακολουθούσε τις χημικές αναλύσεις των καυσίμων και λιπαντικών των μηχανών των πλοίων, κατασκεύασε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης των πετρελεύσεων, το οποίο εγκατέστησε σε όλα τα πλοία της εναγομένης και εκπαίδευε τους Α’ μηχανικούς στη χρήση του. Επιπλέον, τις περιόδους που τα πλοία έκαναν δρομολόγια, ο ενάγων μετέβαινε στα εν λόγω πλοία προς επιτόπιο έλεγχο σε περίπτωση βλάβης, είτε μόνος του, είτε συνοδεύοντας κάποιον αρχιμηχανικό, όπως επίσης μετέβαινε στο πλοίο για να επικοινωνήσει εκ του σύνεγγυς με τους αξιωματικούς του πλοίου και συνόδευε τους επιθεωρητές στα πλοία. Επιπλέον, αν και τις αποφάσεις για τα τεχνικής φύσεως και τα τυχόν μηχανολογικής φύσεως προβλήματα των πλοίων της εναγομένης, ελάμβαναν οι Αρχιμηχανικοί που υπηρετούσαν στο τεχνικό τμήμα αυτής μετά του τεχνικού διευθυντή του εν λόγω τμήματος, ο οποίος είχε και τον τελικό συντονισμό, ο ενάγων ήταν αυτός ο οποίος συνέλεγε τις αναγκαίες πληροφορίες από τους μηχανικούς των πλοίων, τις οποίες ακολούθως μετέφερε στο τεχνικό τμήμα και στη συνέχεια μετέφερε τις οδηγίες των αρχιμηχανικών, προς τα πλοία, υπό τις εντολές και οδηγίες των Αρχιμηχανικών. Επιπλέον, πραγματοποιούσε τις αναγκαίες συνεννοήσεις τόσο με τα πλοία, όσο και με τα τεχνικά συνεργεία, με το τμήμα παραγγελιών και το νηογνώμονα. Κατά το χρονικό διάστημα από της προσλήψεώς του έως την 31.3.2019, οπότε η έδρα της εναγομένης μεταφέρθηκε από τον Πειραιά στην Καλλιθέα, όταν δεν πραγματοποιούντο επισκευές στα πλοία της εναγομένης, εργάζονταν μόνον τις καθημερινές, παρέχοντας τις υπηρεσίες του, είτε στα γραφεία της εναγομένης, είτε μετέβαινε επί τόπου στα πλοία αυτής, εφόσον ευρίσκοντο στο λιμάνι του Πειραιά. Παράλληλα, απεδείχθη ότι καθόν χρόνο διενεργούντο εργασίες επισκευής σε πλοία της εναγομένης, την επίβλεψη των εργασιών αυτών είχαν κατ’ αρχήν οι Αρχιμηχανικοί του τεχνικού τμήματος αυτής, τους οποίους εν τούτοις συνόδευε στα πλοία και ο ενάγων, προκειμένου αφενός μεν να τους συνδράμει στο έργο της επίβλεψης, αφ’ ετέρου δε προκειμένου να αποκτήσει και αυτός προσωπική εικόνα των εργασιών, ούτως ώστε να μπορεί να εκτελεί τις υπόλοιπες εργασίες που του είχαν ανατεθεί και σχετίζονταν με τα εν λόγω πλοία, ο οποίος (ενάγων) παράλληλα, μόνος αυτός επέβλεπε τις εν λόγω εργασίες, στην περίπτωση κατά την οποία οι Αρχιμηχανικοί της εναγομένης έπρεπε ταυτόχρονα να επιβλέπουν τις επισκευές που πραγματοποιούντο σε περισσότερα του ενός πλοία της εναγομένης, όπως σαφώς κατέθεσε ο εξετασθείς υπ’ αυτού μάρτυρας…………, η κατάθεση του οποίου κρίνεται αξιόπιστη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα υπό της εναγομένης, διότι δεν εργάζεται πλέον για λογαριασμό αυτής, έχει ιδία αντίληψη για τις συνθήκες και τις ώρες εργασίας του ενάγοντος κατά τον επίδικο χρόνο διότι εργαζόταν στο ίδιο τμήμα με τον ενάγοντα ως Αρχιμηχανικός, κανένα συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει και επιπλέον δεν ευρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη. Η πικρία του εν λόγω μάρτυρος από τη λήξη της εργασιακής του σχέσης με πρωτοβουλία της εναγομένης, στην οποία, πιθανολογώντας η εναγομένη, αποδίδει την ανωτέρω κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρος ………., δεν απεδείχθη από κανένα αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, κρίνεται ότι, ο ενάγων, πλην των κατωτέρω αναφερομένων καθημερινών ημερών και ημερών αργίας, προς εκτέλεση όλων των ανατεθειμένων σε αυτόν ανωτέρω καθηκόντων, απασχολείτο πέραν του συμβατικού και νομίμου ωραρίου των οκτώ (8) ωρών ημερησίως και ειδικότερα απασχολείτο κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και συγκεκριμένα, όπως αναλύεται κατωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2016 έως 31.3.2019, απασχολήθηκε συνολικά επί 636 καθημερινές ημέρες επί δέκα (10) ώρες ημερησίως. Καθόν δε χρόνο διενεργούντο επισκευές σε πλοία της εναγομένης και δη κατά το έτος 2015 κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.3.2015 έως 10.9.2015 και από 10.11.2015 έως 31.12.2015, κατά το έτος 2016 από 1.1.2016 έως 29.7.2016, κατά το έτος 2017 από 21.4.2017 έως 30.5.2017 και από 9.11.2017 έως 31.12.2017 και κατά το έτος 2018 από 1.1.2018 έως 5.1.2018 και από 26.2.2018 έως 29.3.2018, δεδομένου ότι απεδείχθη ότι διενεργήθηκαν επισκευές κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.3.2015 έως 3.4.2015 στο πλοίο F4, από 25.3.2015 έως 10.9.2015 στο πλοίο H5, από 10.11.2015 έως 19.3.2016 στο πλοίο ΑΡ, από 11.12.2015 έως 24.4.2016 στο πλοίο HHS, από 5.1.2016 έως 11.2.2016 στο πλοίο ΕΣ, από 11.1.2016 έως 12.2.2016 στο πλοίο Α., από 2.2.2016 έως 29.7.2016 στο πλοίο ΝΣ, από 18.2.2016 έως 23.4.2016 στο πλοίο ΝΡ, από 10.3.2016 έως 31.3.2016 στο πλοίο ΝΜ, από 21.4.2017 έως 30.5.2017 στο πλοίο ΕΣ, από 9.11.2017 έως 8.12.2017 στο πλοίο ΑΡ, από 2.12.2017 έως 5.1.2018 στο πλοίο ΝΧ, από 26.2.2018 έως 29.3.2018 στο πλοίο Α, καθώς επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 2.3.2016 έως 9.3.2016, οπότε ο ενάγων μετέβη στο Γιβραλτάρ, όπου βρισκόταν το πλοίο της ΝΧ, προκειμένου να συμμετάσχει στις εκεί εκτελούμενες εργασίες δεξαμενισμού του, ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, κατά τη διάρκεια 393 καθημερινών ημερών, όπως κατωτέρω αναλύεται, επιπλέον δε και κατά τις κατωτέρω αναφερόμενες ημέρες Σαββάτου και Κυριακής, πλην αργιών, για τις οποίες θα γίνει αναφορά και κατωτέρω, εργαζόμενος στις εργασίες επίβλεψης των επισκευών. Και πράγματι απεδείχθη, όπως η εναγομένη αναφέρει στα πλαίσια του δευτέρου λόγου έφεσης και προσεπιβεβαιώνεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων της, ότι ο ενάγων καθόλο το διάστημα λειτουργίας της επίδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν αμφισβήτησε τις αποδοχές που μηνιαίως του κατέβαλε η εναγομένη, ούτε εξέφρασε παράπονα σε αυτήν για τη μη καταβολή αμοιβής για την ανωτέρω πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή του, ακόμη και κατά τη λύση της ένδικης εργασιακής σχέσης με την οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του, πλην όμως, η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων αγωγικών ισχυρισμών αυτού περί εργασίας του πέραν του νομίμου και συμφωνημένου ωραρίου, ενόψει του ότι, όπως απεδείχθη, ο ενάγων πράγματι απασχολήθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, αν και κατά τη συμφωνία των διαδίκων, όπως προς τούτο ομονοούν οι διάδικοι, ο ενάγων θα απασχολείτο με το σύστημα πενθήμερης απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, οπότε το πλήρες συμβατικό ωράριό του, ανήρχετο σε οκτώ (8) ώρες ημερησίως και σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως, ο ενάγων, εργαζόταν κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες κατωτέρω καθημερινές ημέρες, πέραν του συμβατικού ωραρίου των οκτώ (8) ωρών και εβδομαδιαίως πέραν των σαράντα ωρών, όπως ειδικότερα αναλύεται ομοίως κατωτέρω, εκ του λόγου δε τούτου, εδικαιούτο για την πέραν των 40 ωρών και έως τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως εργασία του (υπερεργασία), όπως λάβει, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 3385/2005, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, το συμφωνημένο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 παρ.1 και 2 της από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ..Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.133/1975, προς εξεύρεση του ωρομισθίου μισθωτού, στον κλάδο εργασίας του οποίου ισχύει πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία 40 ωρών, ο οποίος αμείβεται με μισθό, διαιρούνται τα 6/25 του συμφωνημένου ή νομίμου μισθού δια του αριθμού 40. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ο συντελεστής 6/25, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου είναι σταθερός και δεν μεταβάλλεται είτε η νόμιμη ή συμβατική εργασία είναι πενθήμερη ή εξαήμερη την εβδομάδα, είτε ο μισθωτός, υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, εργάζεται τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις εξαιρετέες ημέρες. Δηλαδή σε περίπτωση εργασίας όλες τις ημέρες του μήνα (30 ή 31), δεν μεταβάλλεται ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού του ωρομισθίου για την υπερωριακή εργασία και τα 6/25 των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών δεν μεταβάλλονται σε 6/30 ή 6/31 ή 6/37 [ΑΠ 62/2012 Ιστοσελίδα ΑΠ]. Επιπλέον, για την πέραν των εννέα ωρών αποδειχθείσα κατά τα άνω απασχόληση του ενάγοντος ημερησίως, κατά τις καθημερινές, ως κατωτέρω αναλύεται ειδικότερα, για την οποία (απασχόληση αυτού) δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 14 του Ν. 4225/2014 διαδικασίες και συγκεκριμένα ότι, η κατωτέρω αναλυόμενη υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος καταχωρήθηκε υπό της εναγομένης, πριν την έναρξη πραγματοποίησής της, στο Ειδικό Βιβλίο τροποποίησης ωραρίου εργασίας και υπερωριών που τηρείται υπ’ αυτής, καθώς επίσης ότι έλαβε χώρα γνωστοποίηση αυτής υπό της εναγομένης στο ΣΕΠΕ ηλεκτρονικά, στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αυτός (ενάγων), κατά τις διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, εδικαιούτο αποζημιώσεως [ΑΠ 1564/2018 Ιστοσελίδα ΑΠ] ίσης με το συμφωνημένο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%). Επιπλέον, αν και αποδείχθηκε ότι, ο συμφωνημένος μισθός στην ένδικη περίπτωση, ανήρχετο κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 σε ευρώ 2.335,59, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018 σε ευρώ 2.382,27 και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.3.2019 σε ευρώ 2.429,89, ο ενάγων με την επικουρική βάση της αγωγής του (δεδομένου ότι η κύρια βάση αυτής, ήτοι καθό μέρος ο ενάγων ζητούσε καταβολή αμοιβής για τις ίδιες ώρες, ως υπερωριακή απασχόληση αμειβόμενη κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ ακτοπλοϊκών – επιβατηγών, κρίθηκε μη νόμιμη) ζητά όπως υπολογισθεί επί μηνιαίου μισθού εκ ποσού ευρώ 1.507,44 κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017, εκ ποσού ευρώ 1.722,15 κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 19.6.2018 και επί ποσού ευρώ 1.996,32 κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2018 έως 31.3.2019, επί των οποίων (ποσών) και πρέπει να υπολογισθεί η δικαιούμενη από αυτόν αμοιβή και αποζημίωση, αντίστοιχα, για τις εν λόγω αιτίες. Ως εκ τούτου, απεδείχθη ότι, ο ενάγων (Ι) κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017: (ι) κατά το έτος 2015: (α) κατά τις εβδομάδες από 16.2. έως 22.2, από 2.3 έως 8.3, από 9.3 έως 15.3, από 21.9 έως 27.9, από 28.9 έως 4.10, από 5.10 έως 11.10, από 12.10 έως 18. 10, από 19.10 έως 25.10 και από 2.11 έως 8.11, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα ώρες (50) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω εννέα (9) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω εννέα εβδομάδες για (9 επί 5=) 45 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6 / 40 / 25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 45 ώρες=] 487,80. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω εννέα εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 9=) 45 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 45 ώρες=) 732,15, (β) κατά τις εβδομάδες από 16.3. έως 22.3, από 30.3 έως 5.4, από 20.4 έως 26.4, από 4.5 έως 10.5, από 11.5 έως 17.5, από 25.5 έως 31.5, από 8.6. έως 14.6, από 15,6 έως 21.6, από 22.6 έως 28.6, από 29.6 έως 5.7, από 6.7 έως 12.7, από 13.7 έως 19.7, από 20.7 έως 26.7, από 27.7 έως 2.8, από 3.8 έως 9.8, από 10.8 έως 16.8, από 17.8 έως 23.8, από 24.8 έως 30.8, από 31.8 έως 6.9, από 16.11 έως 22.11, από 23.11 έως 29.11, από 30.11 έως 6.12, από 7.12 έως 13.12 και από 14.12. έως 20.12 οπότε, απεδείχθη ότι, στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο και εξήντα ώρες (60) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω είκοσι τέσσερις (24) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω είκοσι τέσσερις (24) εβδομάδες για (24 επί 5=) 120 ώρες υπερεργασία το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 120 ώρες=] 1.300,80. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω είκοσι τέσσερις εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για δεκαπέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και δη για (24 επί 15=) 360 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 360 ώρες=) 5.857,20, (γ) κατά τις εβδομάδες από 23.2 έως 1.3., από 14.9 έως 20.9 και από 26.10 έως 1.11, εργάσθηκε τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 23.2, 14.9 και 28.10 ήτοι εκάστη των εν λόγω εβδομάδων εργάσθηκε 40 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπεργεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστης εβδομάδας εργάσθηκε επί δέκα ώρες, δικαιούται αποζημίωση για την αιτούμενη με την ένδικη αγωγή μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας ημερησίως και τέσσερις εβδομαδιαίως και δη για (4 επί 3=) 12 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 12 ώρες=) 195,24, (δ) κατά τις εβδομάδες από 23.3. έως 29.3, από 6.4 έως 12.4, από 13.4 έως 19.4, από 27.4 έως 2.5, από 18.5 έως 24.5, από 21.12 έως 27.12 και από 28.12.2015 έως 3.1.2016, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ενώ δεν εργάσθηκε την 25.3, 10.4, 13.4, 1.5, 25.12 και 1.1.2016, ήτοι εκάστη των εν λόγω επτά (7) εβδομάδων εργάσθηκε 48 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω επτά (7) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω επτά εβδομάδες για (7 επί 5=) 35 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6 / 40 / 25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 35 ώρες=] 379,40. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω επτά εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για (48 μείον 45=) 3 ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και δη για (7 επί 3=) 21 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 21 ώρες=) 341,67, (ε) κατά τις εβδομάδες από 7.9. έως 13.9 και από 9.11 έως 15.11, αποδείχθηκε ότι, όσον αφορά την πρώτη εβδομάδα εξ αυτών (από 7.9. έως 13.9) εργάσθηκε τέσσερις ημέρες εξ αυτών, ήτοι την 7.9, 8.9., 9.9. και 10.9., οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο και την 11.9 επί δέκα ώρες, τη δε δεύτερη εβδομάδα εξ αυτών (από 9.11 έως 15.11) εργάσθηκε τέσσερις ημέρες ήτοι την 10.11., 11.11., 12.11. και 13.11., οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο και την 9.11 επί δέκα ώρες. Επιπλέον, την εβδομάδα από 1.6 έως 7.6, ενόψει του ότι ο ενάγων αξιώνει αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα της 1.6.2015 ως ημέρα αργίας, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι δεν ζητείται γι’ αυτή αμοιβή για την ημερήσια καθ’ υπέρβαση του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησή του και επιπλέον, αυτή να μην συνυπολογίζεται στην εβδομαδιαία απασχόληση αυτού πέραν του νομίμου και συμβατικού ωραρίου, αποδεικνύεται ότι αυτός εργάσθηκε επί τέσσερις ημέρες και δη την 2.6, 3.6, 4.6 και 5.6, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός,  επί δώδεκα (12) ώρες. Ως εκ τούτου, εκάστη των δύο πρώτων εβδομάδων, ήτοι από 7.9. έως 13.9 και από 9.11 έως 15.11, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε [10 + (4 επί 12=) 48=] 58 ώρες, εκ των οποίων, οι ώρες από την 41η έως την 45η να αποτελούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 13 ώρες καθ’ εκάστη να αποτελούν παράνομη υπερωρία. Επιπλέον, όσον αφορά στην εβδομάδα από 1.6 έως 7.6, οπότε απεδείχθη ότι γι’ αυτήν ζητείται αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρία για τις καθημερινές ημέρες, πλην της 1.6, ο ενάγων τις τέσσερις ημέρες της εν λόγω εβδομάδας, 2.6, 3.6, 4.6 και 5.6, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάστηκε επί δώδεκα ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο και εβδομαδιαίως επί 48 ώρες, με αποτέλεσμα οι πρώτες πέντε ώρες να αποτελούν υπερεργασία και οι τρεις επιπλέον να αποτελούν παράνομη υπερωριακή απασχόληση. Ως εκ τούτου, για τις εν λόγω τρεις εβδομάδες, ο ενάγων να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασίας εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω τρεις εβδομάδες για (3 επί 5=) 15 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 15 ώρες=] 162,60. Επιπλέον για τις ίδιες ως άνω τρεις εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για (13 +13 + 3=) 29 ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 29 ώρες=) 471,83. Συνολικά για το έτος 2015, απεδείχθη ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ (487,80 + 1.300,80 + 379,40 + 162,60=) 2.330,60 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ (732,15 + 5.857,20 + 195,24 + 341,67 + 471,83=) 7.598,09 για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία. (ιι) Κατά το έτος 2016: (α) κατά τις εβδομάδες από 11.1. έως 17.1, από 18.1. έως 2.1, από 25.1. έως 29.1, από 1.2. έως 7.2, από 8.2. έως 14.2, από 15.2. έως 21.2, από 22.2. έως 28.2, από 29.2. έως 6.3, από 7.3. έως 13.3, από 28.3. έως 3.4, από 4.4 έως 10.4, από 11.4 έως 17.4, από 18.4 έως 24.4, από 9.5 έως 15.5, από 16.5 έως 22.5, από 23.5 έως 29.5, από 30.5 έως 5.5, από 6.6 έως 12.6, από 13.6 έως 19.6, από 27.6 έως 3.7, από 4.7. έως 10.7, από 11.7. έως 17.7, από 18.7. έως 24.7 και από 25.7. έως 29.7, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο και εξήντα (60) ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω είκοσι τέσσερις (24) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η, κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω είκοσι τέσσερις (24) εβδομάδες για (24 επί 5=) 120 ώρες υπερεργασία το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 120 ώρες=] 1.300,80. Επιπλέον για τις ίδιες ως άνω είκοσι τέσσερις εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για δεκαπέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και δη για (24 επί 15=) 360 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 360 ώρες=) 5.857,20, (β) κατά τις εβδομάδες από 4.1. έως 10.1, από 14.3 έως 20.3, από 21.3 έως 27.3, από 25.4 έως 1.5, από 2.5 έως 8.5, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ενώ δεν εργάσθηκε την 6.1, 14.3, 25.3, 29.4, 2.5, ήτοι εκάστη των εν λόγω πέντε (5) εβδομάδων εργάσθηκε 48 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω πέντε (5) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω πέντε εβδομάδες για (5 επί 5=) 25 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6 / 40 / 25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 25 ώρες=] 271,00. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω πέντε εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για (48 μείον 45=) 3ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και δη για (5 επί 3=) 15 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 15 ώρες=) 244,05, (γ) την εβδομάδα από 20.6 έως 26.6, ενόψει του ότι ο ενάγων αξιώνει αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα της 20.6.2016 ως ημέρα αργίας, με αποτέλεσμα κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής να μην ζητείται γι’ αυτή αμοιβή για την ημερήσια καθ’ υπέρβαση του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησή του και επιπλέον, αυτή να μην συνυπολογίζεται στην εβδομαδιαία απασχόληση αυτού πέραν του νομίμου και συμβατικού ωραρίου, αποδεικνύεται ότι αυτός εργάσθηκε επί τέσσερις ημέρες και δη την 21.6, 22.6, 23.6 και 24.6, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, ήτοι εργάσθηκε 48 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα για την εν λόγω μία εβδομάδα, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 5 ώρες=] 54,20. Επιπλέον, για την ίδια ως άνω εβδομάδα, δικαιούται αποζημιώσεως για (48 μείον 45=) 3 ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 3 ώρες=) 48,81, (δ) κατά τις εβδομάδες από 1.8. έως 7.8, από 8.8. έως 14.8, από 22.8. έως 28.8, από 29.8. έως 4.9, από 5.9. έως 11.9, από 19.9. έως 25.9, από 26.9. έως 2.10, από 3.10. έως 9.10, από 10.10. έως 16.10, από 17.10. έως 23.10, από 31.10. έως 6.11, από 7.11. έως 13.11, από 14.11. έως 20.11, από 21.11. έως 27.11, από 28.11 έως 4.12,  από 12.12. έως 18.12 και από 19.12. έως 25.12, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα ώρες (50) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω δεκαεπτά (17) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω δεκαεπτά (17) εβδομάδες για (17 επί 5=) 85 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 85 ώρες=] 921,40. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω δεκαεπτά (17) εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 17=) 85 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 85 ώρες=) 1.382,95 και (ε) κατά τις εβδομάδες από 15.8 έως 21.8., από 12.9 έως 18.9, από 24.10 έως 30.10, από 5.12 έως 11.12 και από 26.12 έως 1.1.2017, εργάσθηκε τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 15.8, 14.9, 28.10, 6.12 και 26.12, ήτοι εκάστη των εν λόγω εβδομάδων εργάσθηκε 40 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστης εβδομάδας εργάσθηκε επί δέκα ώρες, δικαιούται την αιτούμενη με την ένδικη αγωγή αμοιβή για μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας ημερησίως και τέσσερις εβδομαδιαίως και δη για (4 επί 5=) 20 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 20 ώρες=) 325,40. Συνολικά για το έτος 2016, απεδείχθη ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ (1.300,80 + 271,00 + 54,20 + 921,40=) 2.547,40 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ (5.857,20 + 244,05 + 48,81 + 1.382,95 + 325,40=) 7.858,41 για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία. (ιιι) κατά το έτος 2017: (α) κατά τις εβδομάδες από 9.1. έως 15.1, από 16.1. έως 22.1, από 23.1. έως 29.1, από 30.1. έως 5.2, από 6.2. έως 12.2, από 13.2. έως 19.2, από 20.2. έως 26.2, από 6.3. έως 12.3, από 13.3. έως 19.3, από 20.3. έως 26.3, από 27.3. έως 2.4, από 3.4 έως 9.4, από 12.6. έως 18.6, από 19.6. έως 25.6, από 26.6. έως 2.7,από 3.7. έως 9.7,  από 10.7. έως 16.7, από 17.7. έως 23.7, από 24.7. έως 30.7, από 31.7. έως 6.8, από 7.8. έως 13.8, από 21.8. έως 27.8, από 28.8. έως 3.9, από 4.9. έως 10.9, από 18.9. έως 24.9, από 25.9. έως 1.10, από 2.10. έως 8.10, από 9.10. έως 15.10, από 16.10. έως 22.10, από 23.10. έως 29.10. και από 30.10. έως 5.11, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα ώρες (50) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω τριάντα μία (31) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω τριάντα μία (31) εβδομάδες, για (31 επί 5=) 155 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 155 ώρες=] 1.680,20. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω τριάντα μία (31) εβδομάδες,, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 31=) 155 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 155 ώρες=) 2.521,85, (β) κατά τις εβδομάδες από 24.4. έως 30.4, από 8.5 έως 14.5, από 15.5 έως 21.5, από 22.5 έως 28.5, από 13.11 έως 19.11, από 20.11 έως 26.11, από 27.11 έως 3.12, από 11.12 έως 17.12 και από 18.12 έως 24.12, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο και εξήντα (60) ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω εννέα (9) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω εννέα (9)  εβδομάδες για (9 επί 5=) 45 ώρες υπερεργασία το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6 / 40 / 25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 45 ώρες=] 487,80. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω εννέα (9) εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για δεκαπέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και δη για (9 επί 15=) 135 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 135 ώρες=) 2.196,45, (γ) κατά τις εβδομάδες από 2.1 έως 8.1., από 27.2 έως 5.3, από 10.4 έως 16.4, από 14.8 έως 20.8 και από 11.9 έως 17.9, εργάσθηκε τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή, ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 6.1, 27.2, 14.4, 15.8 και 14.9, ήτοι εκάστη των εν λόγω εβδομάδων εργάσθηκε 40 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστης εβδομάδας εργάσθηκε επί δέκα ώρες, δικαιούται την αιτούμενη με την αγωγή αποζημίωση για μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας ημερησίως και τέσσερις εβδομαδιαίως και δη για (4 επί 5=) 20 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 20 ώρες=) 325,40, (δ) κατά τις εβδομάδες από 1.5. έως 7.5 και από 4.12 έως 10.12, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ενώ δεν εργάσθηκε την 1.5 και την 6.12, ήτοι εκάστη των εν λόγω δύο (2) εβδομάδων εργάσθηκε 48 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω δύο (2) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω επτά εβδομάδες για (2 επί 5=) 10 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 10 ώρες=] 108,40. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω δύο (2)εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για (48 μείον 45=) 3 ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και δη για (2 επί 3=) 6 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 6 ώρες=) 97,62, (ε) κατά την εβδομάδα από 25.12 έως 31.12, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε τρεις (3) καθημερινές ημέρες επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ενώ δεν εργάσθηκε την 25.12 και την 26.12, ήτοι εργάσθηκε 36 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τρεις καθημερινές ημέρες εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες, δικαιούται αποζημιώσεως για τρεις ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 3 ώρες=) 48,81, (στ) κατά τις εβδομάδες από 29.5. έως 4.6 και από 6.11 έως 12.11, όσον αφορά την πρώτη εξ αυτών (από 29.5. έως 4.6) εργάσθηκε δύο ημέρες εξ αυτών, ήτοι την 29.5 και 30.5., οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο και τις ημέρες 31.5, 1.6 και 2.6 επί δέκα ώρες, τη δε δεύτερη εξ αυτών (από 6.11 έως 12.11) εργάσθηκε δύο ημέρες ήτοι την 9.11. και 10.11., οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο και τις ημέρες 6.11, 7.11 και 8.11 επί δέκα ώρες. Επιπλέον, την εβδομάδα από 5.6 έως 11.6, ενόψει του ότι ο ενάγων αξιώνει αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα της 5.6.2017 ως ημέρα αργίας, με αποτέλεσμα να μην ζητείται γι’ αυτή αμοιβή για την ημερήσια καθ’ υπέρβαση του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησή του και επιπλέον, αυτή να μην συνυπολογίζεται στην εβδομαδιαία απασχόληση αυτού πέραν του νομίμου και συμβατικού ωραρίου, αποδεικνύεται ότι αυτός εργάσθηκε επί τέσσερις ημέρες και δη την 6.6, 7.6, 8.6 και 9.6, επί δέκα (10) ώρες. Τέλος κατά την εβδομάδα από 17.4. έως 23.4, ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 17.4 και επιπλέον τις ημέρες 18.4., 19.4 και 20.4 εργάσθηκε επί δέκα ημέρες, την δε 21.4. οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο. Ως εκ τούτου, την πρώτη εβδομάδα από 29.5. έως 4.6, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε επί πέντε ημέρες εκ των οποίων δύο ημέρες επί δώδεκα ώρες και τρεις ημέρες επί δέκα ώρες, ο ενάγων εργάσθηκε συνολικά [(2 επί 12=) 24 + (3 επί 10=) 30=] 54, εκ των οποίων οι πέντε πρώτες, μετά τις 40 εβδομαδιαίως, αποτελούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες εννέα ώρες υπερωριακή απασχόληση.  Τη δεύτερη εκ των ανωτέρω, εβδομάδα (από 6.11 έως 12.11)οπότε ο ενάγων εργάσθηκε επί πέντε ημέρες εκ των οποίων δύο ημέρες επί δώδεκα ώρες και τρεις ημέρες επί δέκα ώρες, ο ενάγων εργάσθηκε συνολικά [(2 επί 12=) 24 + (3 επί 10=) 30=] 54 ώρες εκ των οποίων οι πέντε πρώτες, μετά τις 40 εβδομαδιαίως αποτελούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες εννέα ώρες υπερωριακή απασχόληση.  Την τρίτη εκ των ανωτέρω, εβδομάδα (από 5.6 έως 11.6), οπότε ο ενάγων εργάσθηκε επί τέσσερις ημέρες επί δέκα ώρες εκάστη, ο ενάγων εργάσθηκε συνολικά (4 επί 10=) 40 ώρες, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιήσει υπερεργασία, αλλά η μία ώρα εκάστη ημέρα αποτελεί υπερωριακή απασχόληση και επομένως την εν λόγω εβδομάδα πραγματοποίησε τέσσερις ώρες παράνομη υπερωριακή απασχόληση. Τέλος, την τέταρτη εκ των ανωτέρω εβδομάδων (17.4. έως 23.4), οπότε ο ενάγων εργάσθηκε επί 4 ημέρες, εκ των οποίων 3 ημέρες  επί 10 ώρες και μία ημέρα επί δώδεκα ώρες, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά [(3 επί 10=) 30 + (1 επί 12=) 12=] 42, πραγματοποιώντας δύο ώρες υπερεργασία και τέσσερις ώρες υπερωρία. Ως εκ τούτου, για τις εν λόγω τέσσερις εβδομάδες, ο ενάγων δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για (5 + 5 + 2=) 12 ώρες υπερεργασίας συνολικά, το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 12 ώρες=] 130,08. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω τέσσερις εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για (9 + 9 + 4 + 4=) 26 ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.507,44 επί 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 80%=) 7,23 ήτοι ευρώ (9,04 + 7,23=) 16,27 επί 26 ώρες=) 423,02. Συνολικά για το έτος 2017, απεδείχθη ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ (1.680,20 + 487,80 + 108,40 + 130,08=) 2.406,48 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και εκ ποσού ευρώ (2.521,85 + 2.196,45 + 325,40 + 97,62 + 48,81 + 423,02=) 5.613,15 για αμοιβή για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία. Συνολικά για τα έτη 2015, 2016 και 2017 δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ (2.330,60 + 2.547,40 + 2.406,48=) 7.284,48 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ (7.598,09 + 7.858,41 + 5.613,15 =) 21.069,65 για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία). Επιπλέον, απεδείχθη ότι, ο ενάγων (Ι) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 30.12.2018: (ι) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 17.6.2018, [δεδομένου ότι, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του αξιώνει για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 19.6.2019 υπερεργασία για διάστημα 24 εβδομάδων, επιπλέον δε αξιώνει για το χρονικό διάστημα από 20.6.2018 έως 31.3.2019, υπερεργασία για διάστημα 40 εβδομάδων, αν και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.3.2019, οι εβδομάδες είναι 65, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι με την ένδικη αγωγή δεν αξιώνεται αμοιβή υπερεργασίας για την εβδομάδα 18.6.2018 έως 24.6.2018, παρά ταύτα για τις καθημερινές ημέρες της ίδιας εβδομάδας, αξιώνει αμοιβή για υπερωριακή εργασία επί μία ώρα ημερησίως]: (α) κατά τις εβδομάδες από 8.1. έως 14.1, από 15.1. έως 21.1, από 22.1. έως 28.1, από 29.1. έως 4.2, από 5.2. έως 11.2, από 12.2. έως 18.2, από 16.4. έως 22.4, από 23.4. έως 29.4, από 7.5. έως 13.5, από 14.5. έως 20.5, από 21.5. έως 27.5, από 4.6. έως 10.6 και από 11.6. έως 17.6 εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα ώρες (50) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω δεκατρείς (13) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω δεκατρείς (13) εβδομάδες για (13 επί 5=) 65 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.722,15 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 10,33 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 2,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=)  12,40 επί 65 ώρες=] 806,00. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω δεκατρείς (13) εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 13=) 65 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.722,15 επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 80%=) 8,26 ήτοι ευρώ (10,33 + 8,26=) 18,59 επί 65 ώρες=) 1.208,35, (β) κατά τις εβδομάδες από 26.2. έως 4.3, από 5.3. έως 11.3, από 12.3. έως 18.3. και από 19.3. έως 25.3,οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο και εξήντα ώρες (60) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα κατά τις εν λόγω τέσσερις (4) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω τέσσερις (4) εβδομάδες για (4 επί 5=) 20 ώρες υπερεργασία το ποσό των ευρώ [1.722,15 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 10,33 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 2,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 12,40 επί 20 ώρες= 248,00. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω τέσσερις (4)εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 4=) 20 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.722,15 επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 80%=) 8,26 ήτοι ευρώ (10,33 + 8,26=) 18,59 επί 20 ώρες=) 371,80, (γ) κατά τις εβδομάδες από 19.2 έως 25.2., από 2.4 έως 8.4, από 9.4 έως 15.4 και από 30.4 έως 6.5 εργάσθηκε τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 19.2, 6.4, 1.5 ήτοι εκάστη των εν λόγω εβδομάδων εργάσθηκε 40 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστης των ανωτέρω εβδομάδων εργάσθηκε επί δέκα ώρες, δικαιούται την αιτουμένη με την αγωγή αποζημίωση για μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας ημερησίως και τέσσερις εβδομαδιαίως και δη για (4 επί 3=) 12 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.722,15 επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 80%=) 8,26 ήτοι ευρώ (10,33 + 8,26=) 18,59 επί 12 ώρες=) 223,08, (δ) κατά την εβδομάδα από 1.1. έως 7.1, οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, εργάσθηκε τέσσερις καθημερινές ημέρες επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, ενώ δεν εργάσθηκε την 1.1, ήτοι την εν λόγω εβδομάδα εργάσθηκε 48 ώρες, με αποτέλεσμα να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, δηλαδή για πέντε (5) ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.722,15 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 10,33 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 2,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=) 12,40 επί 5 ώρες=] 62,00 Επιπλέον, για την ίδια εβδομάδα, δικαιούται αποζημιώσεως για τρεις ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.722,15 επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 80%=) 8,26, ήτοι ευρώ (10,33 + 8,26=) 18,59 επί 3 ώρες=) 55,77, (ε) κατά την εβδομάδα από 26.3 έως 1.4, αποδείχθηκε ότι, εργάσθηκε τέσσερις ημέρες εξ αυτών, ήτοι την 26.3, 27.3., 28.3. και 29.3., οπότε απεδείχθη ότι στα ανωτέρω πλοία της εναγομένης διενεργούντο επισκευές στην επίβλεψη των οποίων μετείχε και αυτός, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο και την 30.3 επί δέκα ώρες, Επιπλέον, την εβδομάδα από 28.5 έως 3.6, ενόψει του ότι ο ενάγων αξιώνει αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα της 28.5.2018 ως ημέρα αργίας, με αποτέλεσμα να μην ζητείται γι’ αυτή αμοιβή για την ημερήσια καθ’ υπέρβαση του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου απασχόλησή του και επιπλέον, αυτή να μην συνυπολογίζεται στην εβδομαδιαία απασχόλησή του πέραν του νομίμου και συμβατικού ωραρίου, αποδεικνύεται ότι αυτός εργάσθηκε επί τέσσερις ημέρες και δη την 29.5, 30.5, 31.5 και 1.6,  επί δέκα (10) ώρες. Ως εκ τούτου, για την πρώτη των ανωτέρω (από 26.3 έως 1.4) εβδομάδα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε [10 + (4 επί 12=) 48=] 58 ώρες, εκ των οποίων, οι ώρες από την 41η έως την 45η να αποτελούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 13 ώρες να αποτελούν παράνομη υπερωρία. Επιπλέον, όσον αφορά στην εβδομάδα από 28.5 έως 3.6, οπότε απεδείχθη ότι γι’ αυτήν ζητείται αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρία για τις καθημερινές ημέρες, πλην της 28.5, ο ενάγων τις τέσσερις ημέρες της εν λόγω εβδομάδας, 29.5, 30.5, 31.5 και 1.6, εργάστηκε επί δέκα ώρες ημερησίως και εβδομαδιαίως επί 40 ώρες, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι την εν λόγω εβδομάδα ο ενάγων πραγματοποίησε υπερεργασία, πλην όμως δικαιούται μία ώρα ημερησίως, όπως αιτείται με την ένδικη αγωγή, αποζημίωση για παράνομη υπερωρία και συνολικά για τέσσερις ώρες. Ενόψει των ανωτέρω, για την πρώτη των εν λόγω εβδομάδων (από 26.3 έως 1.4) ο ενάγων δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασίας, το ποσό των ευρώ [1.722,15 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 10,33 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 2,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=)  12,40 επί 5 ώρες=] 62,00. Επιπλέον, για τις εν λόγω δύο εβδομάδες δικαιούται αποζημιώσεως για δεκαεπτά ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.722,15 επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 80%=) 8,26 ήτοι ευρώ (10,33 + 8,26=) 18,59 επί 17 ώρες=) 316,03, (στ) Ειδικώς για την εβδομάδα από 18.6.2018 έως 24.6,2018, για την οποία, όπως εκτιμήθηκε το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, δεν αξιώνεται αμοιβή για υπερεργασία [διότι, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του αξιώνει για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 19.6.2019 υπερεργασία για διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) εβδομάδων, επιπλέον δε αξιώνει για το χρονικό διάστημα από 20.6.2018 έως 31.3.2019, υπερεργασία για διάστημα σαράντα (40) εβδομάδων] ενώ αξιώνεται αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση αυτού κατά τις πέντε καθημερινές ημέρες της εν λόγω εβδομάδας, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, με αποτέλεσμα, να δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας, ανερχομένης, για μία ώρα παράνομης υπερωρίας που αντιστοιχεί στις ημέρες 18.6 και 19.6 και συνολικά για δύο ώρες, στο ποσό των ευρώ [1.722,15 {κατά το αίτημα της αγωγής} επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 80%=) 8,26 ήτοι ευρώ (10,33 + 8,26=) 18,59 επί 2 ώρες=) 37,18, για δε τις υπόλοιπες τρεις ώρες παράνομης υπερωρίας που αντιστοιχεί μία στις ημέρες 20.6, 21.6 και 22.6 στο ποσό των ευρώ [1.996,32 επί 0,006= 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (11,98 επί 80%=) 9,58 ήτοι ευρώ (11,98 + 9,58=) 21,56 επί 3 ώρες=) 64,68 και συνολικά για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες της εν λόγω εβδομάδας ο ενάγων δικαιούται το ποσό ευρώ (37,18 + 64,68=) 101,86. Συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 24.6.2018, απεδείχθη ότι ο ενάγων  δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ (806,00 + 248,00 + 62,00 + 62,00 =) 1.178,00 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ (1.208,35 + 371,80 + 223,08 + 55,77 + 316,03 + 101,86 =) 2.276,89 για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία). (ιι) κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2018 έως 30.12.2018: (α) κατά τις εβδομάδες από 25.6. έως 1.7, από 2.7. έως 8.7, από 9.7. έως 15.7, από 16.7. έως 22.7, από 23.7. έως 29.7, από 30.7. έως 5.8, από 6.8. έως 12.8, από 20.8. έως 26.8, από 27.8. έως 2.9, από 3.9. έως 9.9, από 10.9. έως 16.9, από 17.9. έως 23.9, από 24.9. έως 30.9, από 1.10. έως 7.10, από 8.10. έως 14.10, από 15.10. έως 21.10, από 22.10. έως 28.10, από 29.10. έως 4.11, από 5.11. έως 11.11, από 12.11. έως 18.11, από 19.11. έως 25.11, από 26.11. έως 2.12, από 3.12. έως 9.12, από 10.12. έως 16.12 και από 17.12. έως 23.12, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα ώρες (50) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα για τις εν λόγω είκοσι πέντε (25) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, ήτοι για πέντε (5) ώρες υπερεργασία εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω είκοσι πέντε (25) εβδομάδες για (25 επί 5=) 125 ώρες υπερεργασία, το ποσό των ευρώ [1.996,32 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 2,40 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=)  14,38 πλην όμως ζητά με την αγωγή του ευρώ 14,37 επί 125 ώρες=] 1.796,25. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω είκοσι πέντε (25) εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 25=) 125 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.996,32 επί 0,006= 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (11,98 επί 80%=) 9,58 ήτοι ευρώ (11,98 + 9,58=) 21,56 επί 125 ώρες=) 2.695,00, (β) κατά την εβδομάδα από 13.8 έως 19.8 εργάσθηκε τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 15.8, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες της εν λόγω εβδομάδας εργάσθηκε επί δέκα ώρες, δικαιούται αποζημιώσεως για την αιτούμενη με την αγωγή μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας ημερησίως και τέσσερις εβδομαδιαίως και δη για (4 επί 1=) 4 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.996,32 επί 0,006 = 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (11,98 επί 80%=) 9,58 ήτοι ευρώ (11,98 + 9,58=) 21,56 επί 4 ώρες=) 86,24, (γ) την εβδομάδα από 24.12 έως 30.12, εργάσθηκε τρεις (3) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 25.12 και την 26.12, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τρεις καθημερινές ημέρες της εν λόγω εβδομάδας εργάσθηκε επί δέκα ώρες ημερησίως, δικαιούται την αιτούμενη με την αγωγή αποζημίωση για μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομη υπερωρία ημερησίως και τρεις εβδομαδιαίως, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.996,32 επί 0,006= 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (11,98 επί 80%=) 9,58 ήτοι ευρώ (11,98 + 9,58=) 21,56 επί 3 ώρες=) 64,68. Συνολικά για το χρονικό διάστημα από 25.6.2018 έως 30.12.2018, απεδείχθη ότι ο ενάγων  δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ  1.796,25 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ (2.695,00 + 86,24 + 64,68=) 2.845,92 για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία. Συνολικά, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 30.12.2018, απεδείχθη ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ  (1.178,00 + 1.796,25=) 2.974,25 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ (2.276,89 + 2.845,92=) 5.122,81 για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία). (ΙΙΙ) κατά το χρονικό διάστημα από 31.12.2018 έως 31.3.2019: (α) κατά τις εβδομάδες από 7.1. έως 13.1, από  14.1. έως 20.1, από 21.1. έως 27.1, από  28.1. έως 3.2, από  4.2. έως 10.2, από  11.2. έως 17.2, από 18.2. έως 24.2, από  25.2. έως 3.3, από  4.3. έως 10.3 και από  18.3. έως 24.3, οπότε απεδείχθη ότι, εργάσθηκε όλες της καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα ώρες (50) εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα για τις εν λόγω δέκα (10) εβδομάδες, να δικαιούται αμοιβής για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, ήτοι για τις ώρες από την 41η εβδομαδιαίως έως την 45η κατά τις οποίες εργάσθηκε, δηλαδή για πέντε (5) ώρες υπερεργασίας εβδομαδιαίως και συνολικά για τις εν λόγω δέκα (10) εβδομάδες για (10 επί 5=) 50 ώρες υπερεργασίας, το ποσό των ευρώ [1.996,32 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 2,40 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=)  14,38, πλην όμως ζητά με την αγωγή του 14,37 επί 50 ώρες =] 718,50. Επιπλέον, για τις ίδιες ως άνω δέκα (10) εβδομάδες, δικαιούται αποζημιώσεως για πέντε ώρες (κατ’ εξαίρεση) παράνομης υπερωρίας εβδομαδιαίως και συνολικά για (5 επί 10=) 50 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.996,32 επί 0,006= 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (11,98 επί 80%=) 9,58 ήτοι ευρώ (11,98 + 9,58=) 21,56 επί 50 ώρες=) 1.078,00. (β) κατά τις εβδομάδες από 31.12.2018 έως 6.1.2019, από 11.3.2019 έως 17.3.2019 και από 25.3.2019 έως 31.3.2019, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε τέσσερις (4) καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι κατά την ορθή εκτίμηση των εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή ο ενάγων δεν εργάσθηκε την 1.1, 11.3 και 25.3, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, πλην όμως ενόψει του ότι κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες των εν λόγω τριών εβδομάδων εργάσθηκε επί δέκα ώρες, δικαιούται την αιτούμενη με την ένδικη αγωγή αποζημίωση για μία ώρα (κατ’ εξαίρεση) παράνομη υπερωρία ημερησίως και τέσσερις εβδομαδιαίως και δη για (4 επί 3=) 12 ώρες, ανερχομένης στο ποσό των ευρώ [1.996,32 επί 0,006= 11,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ωρομίσθιο συν 80% προσαύξηση ήτοι ευρώ (11,98 επί 80%=) 9,58 ήτοι ευρώ (11,98 + 9,58=) 21,56 επί 12 ώρες=] 258,72. Συνολικά, για το χρονικό διάστημα από 31.12.2018 έως 31.3.2019, απεδείχθη ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής, εκ ποσού ευρώ 718,50 για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία και αποζημιώσεως, εκ ποσού ευρώ (1.078,00 + 258,72=) 1.336,72, για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία. Ως εκ τούτου, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων (α) καθό μέρος εδέχθη ότι, ο ενάγων πραγματοποίησε εργασία πέραν των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως επί διακόσιες ένδεκα (211) εβδομάδες, αν και κατά τα άνω ειδικώς αναφερόμενα, απεδείχθη ότι, ο ενάγων πραγματοποίησε υπερεργασία για την οποία δικαιούται αμοιβής επί εκατόν ογδόντα εννέα (189) εβδομάδες, οι οποίες ειδικώς αναφέρονται ανωτέρω, εκ των συνολικά διακοσίων δεκατεσσάρων (214) επιδίκων εβδομάδων, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου του δευτέρου και τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε εργασία πέραν των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως, απορριπτομένου του ιδίου λόγου για τις εκατόν ογδόντα εννέα (189) ανωτέρω ειδικώς αναφερόμενες εβδομάδες κατά τις οποίες απεδείχθη ότι ο ενάγων πράγματι εργάσθηκε πέραν των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως, απορριπτομένου του αντίστοιχου πέμπτου λόγου έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δεν έκανε δεκτή στο σύνολό της την ένδικη αγωγή. Μάλιστα, στα πλαίσια του υπό κρίση πέμπτου λόγου έφεσης, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι πέραν των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως εργάσθηκε επί διακόσιες δεκαπέντε εβδομάδες, αν και με την αγωγή του ισχυρίζονταν ότι εργάσθηκε πέραν των σαράντα ωρών επί διακόσιες δεκατέσσερις εβδομάδες, (β) καθό μέρος υπελόγισε την αμοιβή την οποία ο ενάγων εδικαιούτο για την ανωτέρω αποδειχθείσα υπερεργασία, κατά το χρονικό διάστημα  από 16.2.2015 έως 2.9.2018 σε ευρώ 10,60 για κάθε ώρα υπερεργασίας και κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.2018 έως 31.3.2019 σε ευρώ 14,38 για κάθε ώρα υπερεργασίας, αντί της ανωτέρω αποδειχθείσας και δη κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 σε ευρώ 10,84 και όχι ευρώ 10,85 όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 19.6.2018 σε ευρώ 12,40, και κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2019 έως 31.3.2019 σε ευρώ 14,37, γενομένου κατά τούτο εν μέρει δεκτού ως βασίμου στην ουσία του του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον προσδιορισμό της αμοιβής του ενάγοντος για κάθε ώρα υπερεργασίας, απορριπτομένου του αντίστοιχου τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένο προσδιορισμό του ύψους της ωριαίας αμοιβής του ενάγοντος για την υπ’ αυτού παρασχεθείσα υπερεργασία, εφόσον κατά τους εν λόγω ισχυρισμούς, αυτή έπρεπε να προσδιορισθεί στο ποσό των ευρώ 13,38, (γ) κατά τους εν μέρει βάσιμους, δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι εδέχθη ότι, κατά τη χρονική περίοδο από 16.2.2015 έως 2.9.2018, για την παρασχεθείσα υπερεργασία, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 9.752,00, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις, θα έκανε δεκτό όπως ανωτέρω απεδείχθη ότι, για την εν λόγω περίοδο, ο ενάγων εδικαιούτο, για την εν λόγω αιτία, τα ποσό των ευρώ [2.330,60 αμοιβή υπερεργασίας έτους 2015 + 2.547,40 αμοιβή υπερεργασίας έτους 2016 + 2.406,48 αμοιβή υπερεργασίας έτους 2017 + ευρώ 1.178 αμοιβή υπερεργασίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 17.6.2018 + (9 εβδομάδες κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2018 έως 2.9.2018 επί 5 ώρες υπερεργασίας επί 14,37 ωρομίσθιο συμπεριλαμβανομένης προσαύξησης 20%=) 646,65=] 9.109,13, όπως απεδείχθη κατά τα άνω, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος δεν εδέχθη το σύνολο του αγωγικού του ισχυρισμού, κατά τούτο, (δ) κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εδικαιούτο για το χρονικό διάστημα από 2.9.2019 έως 31.3.2019 αμοιβή για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, το ποσό των ευρώ 9.706,50, ενώ εάν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις και προέβαινε σε ορθό μαθηματικό υπολογισμό θα έκανε δεκτό ότι για το εν λόγω χρονικό διάστημα ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβή για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία όχι για είκοσι επτά εβδομάδες, αλλά για είκοσι έξι, ως ανωτέρω αναλύεται, επιπλέον δε η αναλογούσα κατά την αγωγή αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας ανήρχετο σε ευρώ 14,37 και όχι σε ευρώ 14,38 που επεδίκασε και εν τέλει η αμοιβή που ο ενάγων εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία, για το εν λόγω διάστημα, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (26 εβδομάδες επί 5 ώρες εκάστη επί 14,38=) 1.868,10. Οι αιτιάσεις του ενάγοντος, που περιέχονται στον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής του, ότι δηλαδή έπρεπε να γίνει δεκτό ότι για το ίδιο διάστημα δικαιούται αμοιβή για υπερεργασία για τριάντα εβδομάδες και όχι είκοσι επτά που έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, διότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται και ανωτέρω, ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως κατά τις εβδομάδες 24.12.2018 έως 30.12.2018, από 31.12.2018 έως 6.1.2019, από 11.3.2019 έως 17.3.2019 και από 25.3.2019 έως 31.3.2019. (ε) κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών ημερησίως, καθόλο το επίδικο διάστημα, για 1.055 ώρες, ενόψει του ότι όπως απεδείχθη ο ενάγων εργάσθηκε επί 1.611 ώρες πέραν του συμφωνημένου ωραρίου ημερησίως, ως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω, απορριπτομένων των αντίστοιχων (δευτέρου και τρίτου) λόγων εφέσεως του ενάγοντος και της ένδικης αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση για 2.213 ώρες παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, για τις πέραν των 1.611 ωρών που αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά, απορριπτομένων των δευτέρου και τρίτου των λόγων εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έκανε δεκτό τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο ενάγων εργάσθηκε, κατά τον επίδικο χρόνο, πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών κατά τις καθημερινές, (στ) κατά τον εν μέρει βάσιμο έκτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον προσδιορισμό της ωριαίας κατά νόμο αποζημιώσεως του ενάγοντος για την παράνομη υπερωριακή του απασχόληση, εφόσον προσδιόρισε αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 2.9.2018 σε ευρώ 15,89 και κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.2018 έως 31.3.2019  σε ευρώ 21,56, ενώ εάν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις έπρεπε να κάνει δεκτό, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε ότι αυτή ανήρχετο, κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 σε ευρώ 16,27 και όχι 16,28 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον έκτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 19.6.2018 σε ευρώ 18,59, σύμφωνα με τους αγωγικούς του ισχυρισμούς και κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2018 έως 31.3.2019 σε ευρώ 21,56, σύμφωνα με τους αγωγικούς του ισχυρισμούς και τον βάσιμο έκτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του αντίστοιχου τρίτου λόγου έφεσης της εναγομένης ως αβασίμου στην ουσία του, καθό μέρος ισχυρίζεται ότι η εν λόγω αμοιβή έπρεπε να προσδιορισθεί στο ποσό των ευρώ 20,07 ανά ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 2.9.2018 έως 31.3.2019, (ζ) κατά τον εν μέρει βάσιμο πέμπτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έγινε δεκτό ότι, κατά τη χρονική περίοδο από 16.2.2015 έως 2.9.2018, για την παρασχεθείσα υπερωρία ο ενάγων εδικαιούτο ως αποζημίωση, το ποσό των ευρώ 14.618,80, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις, θα έκανε δεκτό ότι, για την εν λόγω περίοδο ο ενάγων εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ [7.598,09 αποζημίωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης έτους 2015 + 7.858,41 αποζημίωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης έτους 2016 + 5.613,15 αποζημίωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης έτους 2017 + ευρώ 2.053,78 αποζημίωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης από 1.1.2018 έως 17.6.2018 + (9 εβδομάδες κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2018 έως επί 5 ώρες υπερωρίας επί 21,56 ωρομίσθιο συμπεριλαμβανομένης προσαύξησης 80%=) 970,20 + (1 εβδομάδα {13.5.2018 έως 19.5.2018} κατά το τελευταίο αυτό διάστημα επί 4 ημέρες επί 1 ώρα υπερωρίας επί 21,56=) 1.056,44=] 24.179,87, και (η) κατά τον εν μέρει βάσιμο πέμπτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έγινε δεκτό ότι, κατά τη χρονική περίοδο από 2.9.2018 έως 31.3.2019, για την παρασχθείσα υπ’ αυτού ανωτέρω αποδειχθείσα κατ’ εξαίρεση υπερωρία κατά τις καθημερινές, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2.910,60, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις, θα έκανε δεκτό ότι, για την χρονική περίοδο από 2.9.2018 έως 31.3.2019 ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [(26 εβδομάδες επί 5 ημέρες επί 1 ώρα καθ’ εκάστη επί 21,56=) 2.802,80 + (1 εβδομάδα επί 3 ημέρες επί 1 ώρα υπερωρία επί 21,56=) 64,68 + (3 εβδομάδες επί 4 ημέρες καθ’ εκάστη επί 1 ώρα υπερωρία ημερησίως επί 21,56=) 258,72 =] 3.126,20. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων ο οποίος είχε προσληφθεί προκειμένου να εργάζεται επί πενθήμερο, ήτοι κατά τις ημέρες Δευτέρα έως Παρασκευή στην έδρα της εναγομένης, καθόν χρόνο διενεργούντο επισκευές στα πλοία αυτής απεδείχθη ότι εργάσθηκε πέραν των πέντε καθημερινών ημερών εβδομαδιαίως και έκτη ημέρα και συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι, εργάσθηκε επί εβδομήντα δύο (72) ημέρες Σαββάτου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 16.3.2015 έως 10.9.2015, από 10.11.2015 έως 29.2016, από 21.4.2017 έως 30.5.2017 και από 9.11.2017 έως 31.12.2017 και τέσσερις (4) ημέρες Σαββάτου, κατά το χρονικό διάστημα από 26.2.2018 έως 29.3.2018, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο, απασχολούμενος με την επίβλεψη των εν λόγω εργασιών επισκευής, ως αναλύεται ανωτέρω, και όχι επί δεκατρείς ώρες κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και όχι επί οκτώ ώρες όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του εβδόμου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον προσδιορισμό του χρόνου απασχόλησης του ενάγοντος κατά τις εν λόγω ημέρες Σαββάτου, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος εδέχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν και τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου του επιδίκου χρονικού διαστήματος. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε τις ακόλουθες ημέρες Σαββάτου: κατά το έτος 2015, τις ημέρες Σαββάτου της 28/3, 4/4, 18/4, 25/4, 2/5, 9/5, 16/5, 30/5, 6/6, 13/6, 20/6, 27/6, 4/7, 11/7, 18/7, 25/7, 1/8, 8/8, 22/8/, 29/8, 5/9, 14/11, 21/11, 28/11, 5/12, 12/12, και 19/12, κατά το έτος 2016 τις ημέρες Σαββάτου 2/1, 9/1, 16/1, 23/1, 30/1, 6/2, 13/2, 20/2, 27/2, 5/3, 12/3, 19/3, 26/3, 2/4, 9/4, 16/4, 23/4, 7/5, 14/5, 21/5, 28/5, 4/6, 11/6, 18/6, 25/6, 2/7, 9/7, 16/7 και 23/7, κατά το έτος 2017  τις ημέρες Σαββάτου 22/4, 29/4, 6/5, 13/5, 20/5, 27/5, 11/11, 18/11, 25/11, 212, 9/12, 16/12, 23/12 και 30/12 και κατά το έτος 2018 τις ημέρες Σαββάτου 3/3, 10/3, 17/3 και 24/3. Σύμφωνα με τις διατάξεις του εδ.α του άρθρου 5 του ΠΔ 88/1999 ««Στους εργαζόμενους εξασφαλίζεται ανά εβδομάδα, ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ` αρχήν την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζόμενων διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και πρακτικές, στις οποίες προστίθενται οι δώδεκα (12) συνεχείς ώρες της ημερήσιας ανάπαυσης του άρθρου 3 του παρόντος.» Εξάλλου, όσον αφορά την εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδος, με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 3846/2010, υπό τον τίτλο «Εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος κατά παράβαση του πενθημέρου», προβλέπεται ότι « Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%.». Ως εκ τούτου, ο ενάγων για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου, κατά παράβαση του συστήματος της πενθήμερης εργασίας, δικαιούται το συμφωνημένο ωρομίσθιο, πλέον προσαυξήσεως 30% επ’ αυτού [άρθρο 8 Ν. 3846/2016 (ΑΠ 1076/2021 Ιστοσελίδα ΑΠ)]. Αν και κατά τα άνω, απεδείχθη ότι, ο συμφωνημένος μισθός του ενάγοντος ανήρχετο, κατά το επίδικο διάστημα, κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2016 έως 31.12.2017 σε ευρώ 2.335,59, από 1.1.2018 έως 31.12.2018 σε ευρώ 2.382,27 και από 1.1.2019 έως 31.3.2019 σε ευρώ 2.429,89, ο ενάγων για τον προσδιορισμό της ανά ώρα αμοιβής για την παρασχθείσα υπ’ αυτού εργασία κατά τις εν λόγω ημέρες Σαββάτου, με την ένδικη αγωγή του, ζητά όπως προσδιορισθεί με βάση συμφωνημένο μηνιαίο μισθό για το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 ποσού ευρώ 1.507,44 και  από 1.1.2018 έως 19.6.2018 ποσού ευρώ 1.722,15, με βάση τον οποίο και πρέπει να υπολογισθεί. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού εργασία κατά τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου, στην επιχείρηση της εναγομένης στην οποία εφαρμόζεται το σύστημα παροχής εργασίας πέντε ημερών την εβδομάδα, ήτοι σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω εξάντλησης του πενθημέρου, (α) για τα έτη 2015, 2016 και 2017 αμοιβή για 72 ημέρες Σαββάτου επί 12 ώρες καθ’ εκάστη και συνολικά για 864 ώρες εκ ποσού ευρώ ([1.507,44 επί 0,006= 9,04 ωρομίσθιο συν 30% προσαύξηση ήτοι ευρώ (9,04 επί 30%=) 2,71 ήτοι ευρώ (9,04 + 2,71=) 11,75 επί 864 ώρες=) 10.152 και (β) για το έτος 2018 αμοιβή για τέσσερις (4) ημέρες Σαββάτου επί 12 ώρες καθ’ εκάστη και συνολικά για 48 ώρες εκ ποσού ευρώ ([1.722,15 επί 0,006= 10,33 ωρομίσθιο συν 30% προσαύξηση ήτοι ευρώ (10,33 επί 30%=) 3,10 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ήτοι ευρώ (10,33 + 3,10=) 13,43 επί 48 ώρες=) 644,64. Συνολικά, για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου, ως έκτη ημέρα απασχόλησης, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή, εκ ποσού ευρώ (10.152,00 + 644,64=) 10.796,64 και όχι το ποσό των ευρώ 11.696,36 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Έσφαλε, επομένως η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το βάσιμο έβδομο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με την οποία αφ’ ενός μεν έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εργαζόταν ημερησίως κατά τις εν λόγω ημέρες μόνον οκτώ ώρες και όχι δώδεκα ως ανωτέρω αποδείχθηκε, αφ’ ετέρου δε απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του το εν λόγω κονδύλιο με τις σκέψεις ότι, επειδή κατά τις ως άνω ημερομηνίες, δεν υπήρχε δέσμευση από ισχύουσα Κλαδική ΣΣΕ, ήταν έγκυρη η θεσμοθέτηση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όσον αφορά την απασχόληση του ενάγοντος από την εναγομένη, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την φερόμενη ναυτολόγηση του, σύμφωνα με τις ναυτικές ΣΣΕ, στις οποίες δεν υφίσταται πενθήμερη εργασία, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται στον ενάγοντα αποζημίωση για παροχή εργασίας κατά την έκτη μέρα του Σαββάτου. Ειδικότερα, τέτοια συμφωνία εργασίας του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου, επιπλέον των πέντε καθημερινών ημερών εκάστης εβδομάδας δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε μεταξύ των διαδίκων, αφού αμφότερες οι διάδικες πλευρές δέχονται ότι ο ενάγων προσλήφθηκε προκειμένου να παρέχει την εργασία του επί πενθήμερο κατά τις ημέρες Δευτέρα έως Παρασκευή και μάλιστα συμφωνία περί απασχόλησης του ενάγοντος και την έκτη ημέρα Σαββάτου δεν επικαλέσθηκε η εναγομένη, η οποία αρνείται ότι ο ενάγων εργάσθηκε τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ενάγων – μισθωτός, υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, απασχολήθηκε τακτικά τις ανωτέρω ημέρες Σάββατου δηλαδή την έκτη ημέρα της εβδομάδας, δεν μετέβαλε το σύστημα της εργασίας του από πενθήμερη σε εξαήμερη [ΑΠ 62/ 2012 Ιστοσελίδα ΑΠ]. Ο ενάγων περαιτέρω, απεδείχθη ότι, καθόν χρόνο διενεργούντο επισκευές στα πλοία της εναγομένης, εργαζόταν και κατά τις ημέρες της Κυριακής, απασχολούμενος στην επίβλεψη των εν λόγω εργασιών. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι, εργάσθηκε επί 77 ημέρες Κυριακής των χρονικών διαστημάτων από 16.3.2015 έως 10.9.2015, από 10.11.2015 έως 29.7.2016, από 21.4.2017 έως 30.5.2017, από 9.11.2017 έως 31.12.2017 και από 26.2.2018 έως 29.3.2018 και δη εργάσθηκε, τις ημέρες Κυριακής εντός του έτους 2015: της 22/3, 29/3, 5/4, 19/4, 26/4, 3/5, 10/5, 17/5, 24/5, 31/5, 7/6, 14/6, 21/6, 28/6, 5/7, 12/7, 19/7, 26/7, 2/8, 9/8, 16/8, 23/8, 30/8, 6/9, 15/11, 22/11, 29/11, 6/12, 13/12, 20/12, 27/12, εντός  του έτους 2016: της 3/1, 10/1, 17/1, 24/1, 31/1, 7/2, 14/2, 21/2, 28/2, 6/3, 13/3, 20/3, 27/3, 3/4, 10/4, 17/4, 24/4, 8/5, 15/5, 22/5, 29/5, 5/6, 12/6, 19/6, 26/6, 3/7, 10/7, 17/7, 24/7, εντός του έτους 2017: της 23/4, 30/4, 7/5, 14/5, 21/5, 28/5, 12/11, 19/11, 26/11, 3/12, 10/12, 17/12, 24/12, 31/12 και κατά το έτος 2018 της 4/3, 11/3 και 18/3. Κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, ο ενάγων απασχολήθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο όρο, με την επίβλεψη των εν λόγω εργασιών επισκευής, ως αναλύεται ανωτέρω και όχι επί δεκατρείς ώρες κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και όχι επί οκτώ ώρες όπως δέχθηκε εν τέλει η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αν και στο σκεπτικό αυτής (σελ. 13) δέχθηκε κατ’ αρχήν ότι τις εν λόγω ημέρες ο ενάγων εργάσθηκε στους δεξαμενισμούς των πλοίων της εναγομένης επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, εν τέλει κατά τον υπολογισμό της αμοιβής για την εν λόγω εργασία του, κατά τις εν λόγω ημέρες Κυριακής (σελ. 17 εκκαλουμένης αποφάσεως) υπελόγισε την ωφέλεια της εναγομένης που δικαιούται να αξιώσει ο ενάγων από την απασχόληση αυτή επί τη βάσει απασχόλησης οκτώ ωρών καθ’ εκάστη ημέρα Κυριακής, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του ογδόου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον προσδιορισμό του χρόνου απασχόλησης του ενάγοντος κατά τις εν λόγω ημέρες Κυριακής, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου και τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος εδέχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν και τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής του επιδίκου χρονικού διαστήματος. Αντίθετα, δεν απεδείχθη ότι, για την εργασία του ενάγοντος κατά τις ημέρες 1.6.2015, 20.6.2016, 5.6.2017 και 28.5.2018, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, ο ενάγων δικαιούται την ωφέλεια που απεκόμισε η εναγομένη από την απασχόληση του αυτή, δεδομένου ότι οι εν λόγω ημέρες (Αγίου Πνεύματος) δεν ορίζονται ως ημέρες αργίας από το Νόμο (ΒΔ 748/1966), με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι η εναγομένη απεκόμισε όφελος από την εργασία αυτή του ενάγοντος, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο έφεσης αυτής με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή  εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Από τις ανωτέρω ημέρες, προβλέφθηκαν ως ημέρες αργίας με τις προαναφερόμενες Κλαδικές ΣΣΕ μόνον οι ημέρες 5.6.2017 και 28.5.2018, πλην όμως αυτές κηρύχθηκαν υποχρεωτικές ακολούθως, ήτοι μετά την παρέλευση της 5.6.2017 και 28.5.2018, με αποτέλεσμα να μην δεσμεύουν την εναγομένη, αναδρομικά. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, η εναγομένη δεν χορήγησε στον ενάγοντα ενόψει της εργασίας του τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής πέραν των πέντε ωρών, άλλη αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως. Για την εργασία του αυτή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. 435/1976, 1 και 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 ΑΚ, ο ενάγων εδικαιούτο πέραν του ωρομισθίου, υπολογιζομένου επί του συμφωνημένου μισθού και προσαύξηση 75% στο 1/25 επί του νόμιμου, εν τούτοις, μηνιαίου μισθού του, ήτοι επί των θεσπισμένων ελαχίστων ορίων των αποδοχών του, όπως βασίμως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου κατά τούτο του ογδόου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένο προσδιορισμό της εν λόγω προσαύξησης, εκ του γεγονότος ότι, δεν προσδιόρισε αυτό με βάση τον αναφερόμενο στην αγωγή, καταβαλλόμενο μισθό, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 με βάση το ποσό των ευρώ 1.507,44 και από 26.2.2018 έως 29.3.2018 με βάση το ποσό των ευρώ 1.722,15, ως αβασίμων στην ουσία τους, ενώ παράλληλα, έπρεπε να του χορηγηθεί και αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών, σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας. Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας αναπαύσεως, η οποία απαγορεύεται από τους ως άνω κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας, κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ωφέλεια από τη μη χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολούνταν με έγκυρη σύμβαση εργασίας, κατά τις παραπάνω ημέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες με τον ακύρως κατ’ αυτές εργασθέντα μισθωτό, χωρίς την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών. Στην αξίωση αυτή, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, περιλαμβάνονται και τα καταβαλλόμενα στο μισθωτό επιδόματα, μόνο εφόσον αυτά θα καταβάλλονταν και στο μισθωτό, τον οποίο θα προσελάμβανε ο εργοδότης, αφού διαφορετικά, ως προς αυτά, δεν υπάρχει πλουτισμός του εργοδότη [ΑΠ 517/2019, ΑΠ 32/2013 Ιστοσελίδα ΑΠ]. Ως εκ τούτου, ο ενάγων για την ανωτέρω απασχόλησή του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής δικαιούται (α) την ωφέλεια της εναγομένης για κάθε ώρα απασχόλησης αυτού κατά τις εν λόγω ημέρες Κυριακής, συνισταμένης σε κάθε τι που αυτή θα του κατέβαλε, αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, και δη κατά το αίτημα της αγωγής κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 επί ποσού ευρώ μηνιαίως 1.507,44 και από 26.2.2018 έως 29.3.2018 επί ποσού ευρώ 1.722,15 μηνιαίως, ήτοι ανά ώρα εργασίας το ποσό των (1.507,44 επί 0,006=) 9,04 ευρώ και (1.722,15 επί 0,006=) 10,33 ευρώ, αντίστοιχα και όχι το ποσό των ευρώ 10,60, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βασίμου στην ουσία του του τετάρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά τούτο, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εκ του λόγου ότι δεν υπελόγισε ορθά το ωρομίσθιο που ο ενάγων εδικαιούτο όπως λαμβάνει για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, απορριπτομένου εν τούτοις του ιδίου λόγου κατά το μέρος που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι αυτό (δικαιούμενο από τον ενάγοντα ωρομίσθιο) ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 8,83, ενόψει του ότι, όπως απεδείχθη με βάση τη συμφωνία των διαδίκων, κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2016 έως 31.12.2017 ο συμφωνημένος μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανήρχετο σε ευρώ 2.335,59, από 1.1.2018 έως 31.12.2018 ανήρχετο σε ευρώ 2.382,27 και από 1.1.2019 έως 31.3.2019 ανήρχετο σε ευρώ 2.429,89, τα δε ποσά των ευρώ 1.507,44 κατά το χρονικό διάστημα  από 16.2.2015 έως 31.12.2017 και 1.722,15 κατά το χρονικό διάστημα από 26.2.2018 έως 29.3.2018, επί των οποίων ζητεί ο ενάγων να υπολογισθεί το ωρομίσθιο για την εργασία του, κατά τις εν λόγω ημέρες Κυριακής, ήτοι τα ποσά των ευρώ 1.507,44 και 1.722,15, υπολείπονται των συμφωνημένων, (β) προσαύξηση 75% επί του νομίμου μισθού, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, και όχι όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του και με τον όγδοο λόγο έφεσής του, κατά το χρονικό διάστημα  από 16.2.2015 έως 31.12.2017 επί ποσού ευρώ 1.507,44 και από 26.2.2018 έως 29.3.2018 επί ποσού ευρώ 1.722,15, δεδομένου ότι αυτός δεν επικαλέσθηκε, αλλά ούτε απέδειξε ότι υπήρχε δεσμευτική για τους διαδίκους, κατά το επίδικο διάστημα Κλαδική ΣΣΕ που προέβλεπε τα ανωτέρω ποσά των ευρώ 1.507,44 και 1.722,15, αντίστοιχα, ως κατώτατη άρα νόμιμη αμοιβή του, επιπλέον δε ο ενάγων δεν επικαλείται ότι τα εν λόγω ποσά (των ευρώ 1.507,44 και 1.722,15) ήταν ειθισμένος μισθός. Επιπλέον (γ) ενόψει του ότι ο ενάγων απασχολήθηκε κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής πέραν των 5 ωρών καθ’ εκάστη και η εναγομένη δεν του χορήγησε αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε όλες τις εργάσιμες ημέρες που ακολούθησαν εκάστη των ανωτέρω ημερών Κυριακής, αποζημίωση, επίσης κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, για την παράνομη αυτή απασχόληση (κατά μία των ημερών Κυριακής που εργάσθηκε), συνισταμένης στο ποσό που θα κατέβαλλε η εναγομένη ως εργοδότρια σε άλλον μισθωτό, με τις ίδιες ικανότητες και για την ίδια εργασία και υπό έγκυρη σύμβαση, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη. Η ωφέλεια αυτή, πρέπει να υπολογισθεί με βάση το νόμιμο μισθό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες (προσωπικές) περιστάσεις του ενάγοντος και δη γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, καθόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν κατ` ανάγκην στο πρόσωπο του δυναμένου να προσληφθεί με έγκυρη σύμβαση και τα συναφή με αυτές επιδόματα (ΑΠ 1420/2015, 1317/2015, 175/2013, 32/2013) και όχι επί των καταβαλλομένου μισθού του ενάγοντος, ήτοι επί ποσού ευρώ 1.507,44 από 16.2.2015 έως 31.12.2017 και επί ποσού ευρώ 1.722,15 από 26.2.2018 έως 29.3.2018, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον αβάσιμο στην ουσία του ένατο λόγο έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι υπελόγισε την ωφέλεια την οποία απεκόμισε η εναγομένη και την οποία εδικαιούτο για τη μη χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως σε ευρώ 59,89 ημερησίως αντί, κατά τους ισχυρισμούς του, σε ευρώ 60,29 ανά ημέρα κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 31.12.2017 και σε ευρώ 68,88 ανά ημέρα κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 2.9.2018. Η ωφέλεια αυτή, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε δεσμευτική για τους διαδίκους Κλαδική ΣΣΕ, θα πρέπει να υπολογισθεί επί των προβλεπομένων με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012 κατώτερου μισθού, πλην όμως εν προκειμένω επί του ποσού ευρώ 644,00, το οποίο (ύψος κατώτερου προβλεπομένου με το Ν. 4093/2012) έγινε δεκτό ότι εδικαιούτο ο ενάγων, στα πλαίσια του εν λόγω κονδυλίου, με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται υπό της εναγομένης με τον τέταρτο λόγο έφεσής της. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται για την εργασία του αυτή (α) για αμοιβή του για την εν λόγω εργασία: (α) Για το χρονικό διάστημα από 16.3.2016 έως και 31.12.2017 ήτοι για 74 ημέρες Κυριακής ήτοι για (74 επί 12=) 888 ώρες απασχόλησης, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη, το ποσό των ευρώ [(1.507,44 επί 0,006=) 9,04 ωρομίσθιο + προσαύξηση (644,00 επί 0,006 επί 75%=) 2,89 = 11,93 επί 888=) 10.593,84 και (β) Κατά το χρονικό διάστημα από 26.2.2018 έως 29.3.2018, για 3 ημέρες Κυριακής ήτοι για (3 επί 12=) 36 ώρες απασχόλησης, οπότε απεδείχθη ότι εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως το ποσό των ευρώ [(1.722,15 επί 0,006=) 10,33 ωρομίσθιο + προσαύξηση (644,00 επί 0,006 επί 75%=) 2,89 = 13,22 επί 36 =) 475,92, και συνολικά το ποσό των ευρώ (10.593,84 + 475,92=) 11.069,76 και όχι το ποσό των ευρώ 8.741,52, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο όγδοο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έναντι του οποίου, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του,  εισέπραξε το ποσό των ευρώ (5.614,09 + 356,27=) 5.970,36 και το οποίο αφαιρεί με την ένδικη αγωγή του και ως εκ τούτου, εκ της εν λόγω αιτίας ο ενάγων δικαιούται το ποσό των ευρώ (11.069,76 μείον 5.970,36=) 5.099,40. Επιπλέον των ανωτέρω, ενόψει του ότι ο ενάγων απασχολήθηκε κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής πέραν των 5 ωρών καθ’ εκάστη και δεν του χορηγήθηκε αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως από τον εναγομένη, αλλά απασχολήθηκε όλες τις εργάσιμες ημέρες που ακολούθησαν εκάστη των ανωτέρω ημερών Κυριακής, αυτός δικαιούται την ωφέλεια την οποία η εναγομένη απεκόμισε, για την παράνομη αυτήν απασχόληση του ενάγοντος, συνισταμένης, όπως αναλύεται ανωτέρω, στο ποσό που θα κατέβαλλε αυτή (εναγομένη) ως εργοδότρια σε άλλον μισθωτό, με τις ίδιες ικανότητες και για την ίδια εργασία και υπό έγκυρη σύμβαση (κατά το οποίο καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερος), υπολογιζομένη, με βάση το νόμιμο μισθό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες (προσωπικές) περιστάσεις του και δη επί μηνιαίου μισθού 644,00 ευρώ, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβάλλεται κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφαση, ως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, ο ενάγων, για την αιτία αυτή, δικαιούται το ποσό των ευρώ (644,00 δια 25 επί 77=) 1.983,52 και όχι το ποσό των ευρώ 4.770,09, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου κατά τούτο εν μέρει δεκτού του τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά την επιδίκαση του ποσού των ευρώ 4.770,09 στον ενάγοντα ως ωφέλειά αυτής από τη μη χορήγηση στον ενάγοντα άλλης ημέρας αναπαύσεως ενόψει της απασχόλησης αυτού πέραν των πέντε ωρών κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής. Περαιτέρω, ο ενάγων, για την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 30.4.2015, εδικαιούτο αναλογία Δώρου Πάσχα 2016. Για τον υπολογισμό της εν λόγω αναλογίας Δώρου Πάσχα, ο ίδιος με την ένδικη αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, θέτει ως βάση υπολογισμού τον ανωτέρω αποδειχθέντα συμφωνημένο μηνιαίο μισθό του, ήτοι ευρώ (1.472,22 + 35,22 + 504,26 + 323,89=) 2.335,59, καθώς επίσης και ποσό ευρώ 246,00 ως μηνιαία αμοιβή υπερεργασίας. Κατά το επίδικο διάστημα (από 16.2.2015 έως 30.4.2015) ο ενάγων απεδείχθη ότι εργάσθηκε κατά τις εβδομάδες από 16.2. έως 22.2, από 2.3 έως 8.3 και από 9.3 έως 15.3 ήτοι 3 εβδομάδες επί 5 ημέρες, εκάστη επί 10 ώρες ημερησίως ήτοι 50 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει (3 επί 5 =) 15 ώρες υπερεργασίας, κατά τις εβδομάδες από 16.3. έως 22.3, από 30.3 έως 5.4 και από 20.4 έως 26.4, ήτοι 3 εβδομάδες επί 5 ημέρες εκάστη επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι επί 60 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει (3 επί 5 =) 15 ώρες υπερεργασίας, την εβδομάδα από 23.2 έως 1.3., επί 4 ημέρες επί 10 ώρες ήτοι 40 εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβή υπερεργασίας και κατά τις εβδομάδες από 23.3. έως 29.3, από 6.4 έως 12.4, και από 13.4 έως 19.4, επί 4 ημέρες εκάστη επί 12 ώρες ημερησίως ήτοι 48 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσει (3 επί 5 =) 15 ώρες υπερεργασίας. Συνολικά για το επίδικο διάστημα από 16.2.2015 έως 30.4.2015 πραγματοποίησε 45 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες εδικαιούτο αμοιβής επί τη βάσει των αποδοχών που ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, εκ ποσού ευρώ,  [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 45 ώρες=] 487,80. Ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος για την εν λόγω υπερεργασία του, κατά το ίδιο διάστημα, από 16.2.2015 έως 30.4.2015, ανήρχετο σε ευρώ [487,80 δια 74 ημέρες διάρκειας του εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 ημέρες =) 197,76 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 246,00 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι για αναλογία Δώρου Πάσχα 2015, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [(2.335,59 + 197,76=) 2.533,35 δια 2 επί 1/15 = 84,44 ανά οκτώ ημέρες εργασίας επί (74 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος δια 8=) 9,25=] 781,07 και όχι στο ποσό των ευρώ 828,26 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε στο ποσό των ευρώ 1.134,17 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου κατά τούτο δεκτού του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, καθό μέρος προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων ως προς τον υπολογισμό του εν λόγω Δώρου Πάσχα 2015, απορριπτομένου του ισχυρισμού της ιδίας (εναγομένης)  που περιέχεται στον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της ότι δεν έπρεπε να συνυπολογισθεί η αμοιβή για την παρασχεθείσα ανωτέρω υπερεργασία, ως αβασίμου στην ουσία του ενόψει του ότι, όπως απεδείχθη, αυτή (υπερεργασία) παρασχέθηκε τακτικά υπό του ενάγοντος κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα. Έναντι της ένδικης απαίτησης (Δώρο Πάσχα 2015), η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως η ίδια ισχυρίσθηκε με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό του ενάγοντος, το ποσό των ευρώ 814,77, Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει λάβει τη δικαιούμενη αναλογία Δώρου Πάσχα 2015 και ουδέν ποσό του οφείλεται. Ο ενάγων, απεδείχθη ότι εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 31.12.2015, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Χριστουγέννων 2015. Για τον υπολογισμό αυτού ο ενάγων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ζητά όπως υπολογισθεί επί ποσού ευρώ 3.788,78 μηνιαίως, ήτοι όπως συνυπολογισθούν οι συμφωνημένες αποδοχές του και επιπλέον η αναλογία σε μηνιαία βάση της αμοιβής του για υπερεργασία, η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου, αλλά και η κατά μέσο όρο μηνιαία αποζημίωσή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής. Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, θα πρέπει πράγματι να συνυπολογισθεί η αμοιβή για την τακτικώς, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, αποδειχθείσα παρασχεθείσα υπ’ αυτού (ενάγοντος), υπερεργασία, καθώς επίσης και η αναλογούσα σε μηνιαία βάση προσαύξηση του 75% για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής, όπως αυτή απεδείχθη ανωτέρω, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δέκατο λόγο έφεσής του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης που περιέχεται στον πέμπτο λόγο έφεσής της ότι δηλαδή δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η ανωτέρω υπερεργασία και η ανωτέρω προσαύξηση 75% για την εργασία του ενάγοντος κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής που εργάσθηκε. Αντίθετα, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η αμοιβή κατά τις ημέρες Σαββάτου και η ωφέλεια της εναγομένης από την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Κυριακής, ήτοι το συμφωνημένο ωρομίσθιο για εκάστη ώρα απασχόλησης (πλην της ανωτέρω προσαύξησης 75% για την εργασία αυτή, η οποία εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται στο αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των ευρώ 748,00 που αυτός αναφέρει ως μέσο όρο αμοιβής του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής στο οποίο εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται και το επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 323,89 ως μέρος του συμφωνημένου μηνιαίου μισθού του), απορριπτομένου κατά τούτο του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι δεν συμπεριέλαβε στον προσδιορισμό του εν λόγω Δώρου όλες τις τακτικές αποδοχές του. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά το επίδικο διάστημα (1.5.2015 έως 31.12.2015) οι μηνιαίες συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο σε ευρώ  (1.472,22 + 35,22 + 504,26 + 323,89=) 2.335,59, ο δε ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα, κατά τις εβδομάδες από 21.9 έως 27.9, από 28.9 έως 4.10, από 5.10 έως 11.10, από 12.10 έως 18.10, από 19.10 έως 25.10 και από 2.11 έως 8.11 ήτοι 6 εβδομάδες επί 5 ημέρες καθ’ εκάστη επί 10 ώρες ημερησίως ήτοι πενήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (6 επί 5=) 30 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 4.5 έως 10.5, από 11.5 έως 17.5, από 25.5 έως 31.5, από 8.6. έως 14.6, από 15,6 έως 21.6, από 22.6 έως 28.6, από 29.6 έως 5.7, από 6.7 έως 12.7, από 13.7 έως 19.7, από 20.7 έως 26.7, από 27.7 έως 2.8, από 3.8 έως 9.8, από 10.8 έως 16.8, από 17.8 έως 23.8, από 24.8 έως 30.8, από 31.8 έως 6.9, από 16.11 έως 22.11, από 23.11 έως 29.11, από 30.11 έως 6.12, από 7.12 έως 13.12 και από 14.12. έως 20.12, ήτοι 21 εβδομάδες επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως επί 12 ώρες ημερησίως ήτοι εξήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (21 επί 5=) 105 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 14.9 έως 20.9 και από 26.10 έως 1.11, εργάσθηκε τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα ώρες ημερησίως, ήτοι 40 ώρες εβδομαδιαίως με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιήσει υπερεργασία, κατά τις εβδομάδες από 18.5 έως 24.5, από 21.12 έως 27.12, από 28.12.2015 έως 3.1.2016 και από 1.6 έως 7.6 (ως προς αυτή αναλύεται ανωτέρω ότι ο ενάγων την 1.6.2015 αναφέρει ως ημέρα αργίας), ήτοι 4 εβδομάδες επί 4  ημέρες εβδομαδιαίως επί 12 ώρες ημερησίως ήτοι (12 επί 4) 48 ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (4 επί 5=) 20 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 7.9. έως 13.9 και από 9.11 έως 15.11, εργάσθηκε πέντε ημέρες καθ’ εκάστη, εκ των οποίων μία ημέρα επί 10 ώρες και τις υπόλοιπες τέσσερις επί 12 ώρες ήτοι εβδομαδιαίως 58 ώρες καθ’ εκάστη, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (2 επί 5=) 10 ωρών. Ως εκ τούτου, κατά το επίδικο διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά (30 + 105 + 20 + 10=) 165 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες εδικαιούτο, με βάση τις τακτικές αποδοχές της αγωγής κατά τον υπολογισμό του εν λόγω κονδυλίου (υπερεργασία), το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 165 ώρες=] 1.788,60. Επομένως, ο μέσος όρος υπερεργασίας μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 31.12.2015 ανέρχεται σε ευρώ (1.788,60 δια 245 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 219,01 και όχι στο ποσό των ευρώ 246,00 όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του. Επιπλέον, ο ενάγων αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε κατά τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος της 3/5, 10/5, 17/5, 24/5, 31/5, 7/6, 14/6, 21/6, 28/6, 5/7, 12/7, 19/7, 26/7, 2/8, 9/8, 16/8, 23/8, 30/8, 6/9, 15/11, 22/11, 29/11, 6/12, 13/12, 20/12, 27/12, ήτοι επί 25 ημέρες Κυριακής, επί δώδεκα ώρες, ήτοι εργάσθηκε (25 ημέρες Κυριακής επί 12 ώρες =) 300 ώρες, επί των οποίων η προσαύξηση επί του συμφωνημένου ωρομισθίου των 75%, υπολογιζομένη επί των νομίμων και όχι των συμφωνημένων αποδοχών, όπως αναλύεται ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ενόψει δε μη υπάρχουσας εν ισχύ ΣΣΕ η οποία να δεσμεύει τους διαδίκους, υπολογιζομένη επί των προβλεπομένων από το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ.10 υποπαράγραφος 3 του Ν. 4093/2012, νομίμων κατώτατων αποδοχών (χωρίς επιδόματα προϋπηρεσίας και γάμου ως αναλύεται ανωτέρω) και δη επί του ποσού των ευρώ 586,08 μηνιαίως, με αποτέλεσμα η προσαύξηση 75% επί του ωρομισθίου του ανωτέρω κατώτατου μισθού να ανέρχεται για κάθε ώρα σε ευρώ (586,08 επί 0,006 επί 75%=) 2,64. Ως εκ τούτου η, αναλογούσα στις ανωτέρω 25 ημέρες Κυριακής κατά τις οποίες απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά την επίδικη περίοδο, προσαύξηση του 75% για την εν λόγω εργασία του, ανήρχετο σε ευρώ (25 επί 12 επί 2,64=) 792 ευρώ, με αποτέλεσμα, ο μηνιαίος μέσος όρος της εν λόγω προσαύξησης, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 31.12.2015, να ανέρχεται σε ευρώ (792 δια 245 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 96,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί συνυπολογισμού κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών ποσού ευρώ 748,00, τυγχάνει αβάσιμος κατά το πέραν του ποσού των ευρώ 323,89 ποσό, ήτοι επίδομα Κυριακών ως μέρος του συμφωνημένου μηνιαίου μισθού, καθώς και του ανωτέρω μέσου όρου του 75% της προσαύξησης για την εργασία του τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής ποσού ευρώ 96,98, ποσό και συνολικά για το πέραν του ποσού των ευρώ 420,87. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων εδικαιούτο για Δώρο Χριστουγέννων έτους 2015 το ποσό των ευρώ [(2.335,59 συμφωνημένος μισθός + 219,01 μέσος όρος μηνιαίως υπερεργασίας + 96,98 μηνιαία αναλογία της προσαύξησης 75% επί του ωρομισθίου για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής =) 2.651,58, και όχι το ποσό των ευρώ 3.146,08 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 2.268,35 το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος για εσφαλμένο, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, προσδιορισμό του Δώρου Χριστουγέννων 2015 στο ανωτέρω ποσό των ευρώ 2.268,35, διότι απεδείχθη ότι ο ενάγων για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2.651,58, απορριπτομένου του ιδίου λόγου έφεσης, κατά το επιπλέον αυτού ποσό, ως αβασίμου στην ουσία του. Αντίθετα, ο  πέμπτος λόγος έφεσης της εναγομένης, κατά τον οποίο κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι το αναλογούν για το έτος 2015 Δώρο Χριστουγέννων, ανέρχεται σε ευρώ 2.268,35, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Εκ του ανωτέρω δικαιούμενου ποσού ευρώ 2.651,58, όπως αποδεικνύονται από τις προσκομιζόμενες από αμφότερες τις διάδικες πλευρές αποδείξεις, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ευρώ 1.831,34 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 1.830,10 το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου κατά τούτο δεκτού του πέμπτου λόγου εφέσεως της εναγομένης, με τον οποίο επαναφέρει την ανωτέρω ένσταση μερικής καταβολής. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2015 το ποσό των ευρώ (2.651,58 μείον 1.831,34=) 820,24. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.4.2016, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Πάσχα 2016. Για τον υπολογισμό αυτού ο ενάγων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ζητά όπως υπολογισθεί επί ποσού ευρώ 2.665,90 μηνιαίως, ήτοι όπως συνυπολογισθούν οι συμφωνημένες αποδοχές του και επιπλέον η αναλογία σε μηνιαία βάση της αμοιβής του για υπερεργασία, η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου, αλλά και η κατά μέσο όρο μηνιαία αποζημίωσή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής. Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, θα πρέπει πράγματι να συνυπολογισθεί η αμοιβή για την τακτικώς, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, αποδειχθείσα παρασχεθείσα υπ’ αυτού (ενάγοντος), υπερεργασία, καθώς και η αναλογούσα σε μηνιαία βάση προσαύξηση του 75% για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής όπως αυτή απεδείχθη ανωτέρω, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δέκατο λόγο έφεσής του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, περιεχομένου στον πέμπτο λόγο έφεσης, ισχυρισμού της εναγομένης. Αντίθετα, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η αμοιβή κατά τις ημέρες Σαββάτου και η ωφέλεια της εναγομένης από την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Κυριακής, ήτοι το συμφωνημένο ωρομίσθιο για εκάστη ώρα απασχόλησης (πλην της ανωτέρω προσαύξησης 75% για την εργασία αυτή, η οποία εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται στο αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των ευρώ 869,68 που αναφέρει ο ενάγων ως μέσο όρο αμοιβής του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής στο οποίο εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται και το συμφωνημένο ως μέρος των τακτικών αποδοχών επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 323,89), απορριπτομένου κατά τούτο του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι δεν συμπεριέλαβε στον προσδιορισμό του εν λόγω Δώρου, όλες τις τακτικές αποδοχές του. Περαιτέρω, κατά το επίδικο διάστημα απεδείχθη ότι οι μηνιαίες συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο σε ευρώ  (1.472,22 + 35,22 + 504,26 + 323,89=) 2.335,59. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, κατά την επίδικη περίοδο, ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα, ο ενάγων, απασχολήθηκε κατά τις εβδομάδες από 11.1. έως 17.1, από 18.1. έως 2.1, από 25.1. έως 29.1, από 1.2. έως 7.2, από 8.2. έως 14.2, από 15.2. έως 21.2, από 22.2. έως 28.2, από 29.2. έως 6.3, από 7.3. έως 13.3, από 28.3. έως 3.4, από 4.4 έως 10.4, από 11.4 έως 17.4, από 18.4 έως 24.4 ήτοι επί 13 εβδομάδες επί 5 ημέρες, επί 12 ώρες ημερησίως ήτοι εξήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (13 επί 5=) 65 ωρών και κατά τις εβδομάδες από 4.1. έως 10.1, από 14.3 έως 20.3, από 21.3 έως 27.3 και  από 25.4 έως 1.5 ήτοι 4 εβδομάδες επί 4 ημέρες επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι σαράντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (4 επί 5=) 20 ωρών, Ως εκ τούτου, κατά το επίδικο διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά (65 + 20 =) 85 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες εδικαιούτο, με βάση τις, στην αγωγή αναφερόμενες κατά τον προσδιορισμό της υπερεργασίας του, αποδοχές το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 85 ώρες=] 921,40. Επομένως, ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.4.2016, ανέρχεται σε ευρώ (921,40 δια 121 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 228,45 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)  και όχι στο ποσό των ευρώ 246,00 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Επιπλέον, ο ενάγων αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε κατά τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος της  3/1, 10/1, 17/1, 24/1, 31/1, 7/2, 14/2, 21/2, 28/2, 6/3, 13/3, 20/3, 27/3, 3/4, 10/4, 17/4 και  24/4, ήτοι επί 17 ημέρες Κυριακής, επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη κατά μέσο ότι, ήτοι εργάσθηκε επί (17 ημέρες Κυριακής επί 12 ώρες =) 204 ώρες, επί των οποίων η προσαύξηση 75% επί του συμφωνημένου ωρομισθίου υπολογιζομένη επί των νομίμων και όχι των συμφωνημένων αποδοχών, όπως αναλύεται ανωτέρω, ενόψει δε μη υπάρχουσας εν ισχύ ΣΣΕ που να δεσμεύει τους διαδίκους υπολογιζόμενων επί των προβλεπομένων από το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ.10 υποπαράγραφος 3 του Ν. 4093/2012, νομίμων κατώτατων αποδοχών (χωρίς επιδόματα προϋπηρεσίας και γάμου ως αναλύεται ανωτέρω) και δη επί του ποσού των ευρώ 586,08 μηνιαίως να ανέρχεται για κάθε ώρα εργασίας σε ευρώ (586,08 επί 0,006 επί 75%=) 2,64. Ως εκ τούτου, η αναλογούσα, στις ανωτέρω 17 ημέρες Κυριακής, κατά τις οποίες απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά την επίδικη περίοδο, προσαύξηση του 75% για την εν λόγω εργασία του ανήρχετο σε ευρώ (17 επί 12 επί 2,64=) 538,56 ευρώ, με αποτέλεσμα, ο μηνιαίος μέσος όρος της εν λόγω προσαύξησης, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.4.2016, να ανέρχεται σε ευρώ (538,56  δια 204 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 ημέρες =) 79,20. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί συνυπολογισμού κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών ποσού ευρώ 869,68, τυγχάνει αβάσιμος κατά το πέραν του ποσού των ευρώ 323,89 ποσό συμφωνημένο ως μέρος των τακτικών αποδοχών επίδομα Κυριακών, καθώς και του ανωτέρω ποσού ευρώ 79,20, ήτοι συνολικά για το επιπλέον των ευρώ 403,09 ποσό. Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται ότι για Δώρο Πάσχα 2016, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [(2.335,59 συμφωνημένος μισθός + 228,45 μέσος όρος αμοιβής υπερεργασίας επιδίκου χρονικού διαστήματος + 79,20 μηνιαίος μέσος όρος προσαύξησης 75% για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ανωτέρω Κόπως που αναφέρει ο ενάγων με την αγωγή του, ούτε το ποσό των ευρώ 1.167,79 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου κατά τούτο του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, έναντι του οποίου έλαβε, όπως αμφότεροι οι διάδικοι αποδέχονται και όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, το ποσό των ευρώ 915,66 και ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.321,62 μείον 915,66=) 405,96. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 31.12.2016, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Χριστουγέννων 2016. Για τον υπολογισμό αυτού ο ενάγων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ζητά όπως υπολογισθεί επί ποσού ευρώ 3.180,19 μηνιαίως, ήτοι όπως συνυπολογισθούν οι συμφωνημένες αποδοχές του και επιπλέον η αναλογία σε μηνιαία βάση της αμοιβής του για υπερεργασία, η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου, αλλά και η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής. Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, θα πρέπει πράγματι να συνυπολογισθεί η αμοιβή για την τακτικώς, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, αποδειχθείσα παρασχεθείσα υπ’ αυτού (ενάγοντος), υπερεργασία, καθώς και η αναλογούσα σε μηνιαία βάση προσαύξηση του 75% για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής όπως αυτή απεδείχθη ανωτέρω, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δέκατο λόγο έφεσής του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, περιεχομένου στον πέμπτο λόγο έφεσης, ισχυρισμού της εναγομένης ότι δηλαδή δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η ανωτέρω υπερεργασία και η ανωτέρω προσαύξηση 75% για την εργασία του ενάγοντος κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε. Αντίθετα, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η αμοιβή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και η ωφέλεια της εναγομένης από την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Κυριακής, ήτοι το συμφωνημένο ωρομίσθιο για εκάστη ώρα απασχόλησης (πλην της ανωτέρω προσαύξησης 75% για την εργασία αυτή, η οποία εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται στο αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των ευρώ 620,14 που αναφέρει ως μέσο όρο αμοιβής του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής στο οποίο εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται και το συμφωνημένο ως μέρος των τακτικών αποδοχών του επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 323,89), απορριπτομένου κατά τούτο του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι δεν συμπεριέλαβε στον προσδιορισμό του εν λόγω Δώρου όλες τις τακτικές αποδοχές του. Κατά το επίδικο διάστημα απεδείχθη ότι οι μηνιαίες συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο σε ευρώ  (1.472,22 + 35,22 + 504,26 + 323,89=) 2.335,59. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, κατά την επίδικη περίοδο, ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα, κατά τις εβδομάδες από 9.5 έως 15.5, από 16.5 έως 22.5, από 23.5 έως 29.5, από 30.5 έως 5.5, από 6.6 έως 12.6, από 13.6 έως 19.6, από 27.6 έως 3.7, από 4.7. έως 10.7, από 11.7. έως 17.7, από 18.7. έως 24.7 και 25.7. έως 29.7, ήτοι επί 11 εβδομάδες επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι εξήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (11 επί 5=) 55 ωρών, τις  εβδομάδες από 2.5 έως 8.5 και από 20.6 έως 26.6, εργάσθηκε επί 4  ημέρες επί 12 ώρες, ημερησίως ήτοι σαράντα οκτώ ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία συνολικά (2 ημέρες επί 5=) 10 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 1.8. έως 7.8, από 8.8. έως 14.8, από 22.8. έως 28.8, από 29.8. έως 4.9, από 5.9. έως 11.9, από 19.9. έως 25.9, από 26.9. έως 2.10, από 3.10. έως 9.10, από 10.10. έως 16.10, από 17.10. έως 23.10, από 31.10. έως 6.11, από 7.11. έως 13.11, από 14.11. έως 20.11, από 21.11. έως 27.11, από 28.11 έως 4.12, και από 12.12. έως 18.12 και από 19.12. έως 25.12, ήτοι επί 17 εβδομάδες εργάσθηκε επί 5 ημέρες επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι πενήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία συνολικά (17 ημέρες επί 5=) 85 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 15.8 έως 21.8., από 12.9 έως 18.9, από 24.10 έως 30.10, από 5.12 έως 11.12 και από 26.12 έως 1.1.2017 ήτοι επί 5 εβδομάδες εργάσθηκε επί 4 ημέρες καθ’ εκάστη επί 10 ώρες, ήτοι συνολικά 40 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω. Ως εκ τούτου, κατά το επίδικο διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά (55 + 10 + 85=) 150 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες, με βάση τις αποδοχές που αναφέρει ο ίδιος στην αγωγή του κατά τον προσδιορισμό της αμοιβής της υπερεργασίας, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 150 ώρες=] 1.626,00. Επομένως, ο μέσος όρος υπερεργασίας μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 31.12.2016 ανέρχεται σε ευρώ (1.626,00 δια 245 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 199,10 και όχι στο ποσό των ευρώ 246,00 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Επιπλέον, ο ενάγων αποδείχθηκε ότι, εργάσθηκε κατά τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος της 8/5, 15/5, 22/5, 29/5, 5/6, 12/6, 19/6, 26/6, 3/7, 10/7, 17/7, 24/7, ήτοι επί 12 ημέρες Κυριακής, επί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο καθ’ εκάστη, ήτοι εργάσθηκε επί (12 ημέρες Κυριακής επί 12 ώρες =) 144 ώρες, επί των οποίων η προσαύξηση 75% επί του συμφωνημένου ωρομισθίου, υπολογιζομένη επί των νομίμων και όχι των συμφωνημένων αποδοχών, όπως αναλύεται ανωτέρω, ενόψει δε μη υπάρχουσας εν ισχύ ΣΣΕ που να δεσμεύει τους διαδίκους υπολογιζομένων επί των προβλεπομένων από το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ.10 υποπαράγραφος 3 του Ν. 4093/2012, νομίμων κατώτατων αποδοχών (χωρίς επιδόματα προϋπηρεσίας και γάμου ως αναλύεται ανωτέρω) και δη επί του ποσού των ευρώ 586,08 μηνιαίως, ανέρχεται για κάθε ώρα σε ευρώ (586,08 επί 0,006 επί 75%=) 2,64. Ως εκ τούτου, η αναλογούσα στις ανωτέρω 12 ημέρες Κυριακής κατά τις οποίες απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε, κατά την επίδικη περίοδο, προσαύξηση του 75% για την εν λόγω εργασία του ανήρχετο σε ευρώ (12 επί 12 επί 2,64=) 380,16, ο δε μηνιαίος μέσος όρος αυτής σε ευρώ (380,16 δια 245 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 46,55. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί συνυπολογισμού κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών ποσού ευρώ 620,14, τυγχάνει αβάσιμος κατά το πέραν του ποσού των ευρώ 323,89 ποσό που αποτελούσε το συμφωνημένο ως μέρος των τακτικών αποδοχών επίδομα Κυριακής, καθώς και του ανωτέρω ποσού των ευρώ 46,55, ποσό και συνολικά για το πέραν του ποσού των ευρώ 370,87 ποσό. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων  εδικαιούτο για Δώρο Χριστουγέννων έτους 2016 το ποσό των ευρώ [(2.335,59 συμφωνημένος μισθός + 199,10 μέσος όρος μηνιαίως υπερεργασίας + 46,55 μηνιαία αναλογία της προσαύξησης 75% επί του ωρομισθίου για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής =) 2.581,24, και όχι το ποσό των ευρώ 3.180,19 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 2.335,59 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου κατά τούτο δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του δεκάτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη ότι εσφαλμένως προσδιόρισε το εν λόγω δώρο κατά το ανωτέρω ποσό, ήτοι στο ποσό των ευρώ 2.335,59, απορριπτομένου του ιδίου λόγου εφέσεως κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ 2.581,24 που αποδείχθηκε κατά τα άνω ότι δικαιούται, απορριπτομένου του αντίστοιχου πέμπτου λόγου έφεσης της εναγομένης, κατά τον οποίο, για Δώρο Χριστουγέννων του έτους 2016 ο ενάγων δεν εδικαιούτο ποσό πέραν του ποσού των 1.791,32 ευρώ που του κατέβαλε. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, έναντι του ανωτέρω ποσού των ευρώ  2.581,24 το οποίο ο ενάγων εδικαιούτο, έλαβε από την εναγομένη, όπως αμφότεροι οι διάδικοι υποστηρίζουν και όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση το ποσό των ευρώ 1.791,32 και επομένως, η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ (2.581,24 μείον 1.791,32=) 789,92. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 30.4.2017, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Πάσχα 2017. Για τον υπολογισμό αυτού ο ενάγων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ζητά όπως υπολογισθεί επί ποσού ευρώ 2.610,53 μηνιαίως, ήτοι όπως συνυπολογισθούν οι συμφωνημένες αποδοχές του και επιπλέον η αναλογία σε μηνιαία βάση της αμοιβής του για υπερεργασία, η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου, αλλά και η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής. Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, θα πρέπει πράγματι να συνυπολογισθεί η αμοιβή για την τακτικώς, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, αποδειχθείσα παρασχεθείσα υπ’ αυτού (ενάγοντος), υπερεργασία, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δέκατο λόγο έφεσής του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, περιεχομένου στον πέμπτο λόγο έφεσης, ισχυρισμού της εναγομένης ότι δηλαδή δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η ανωτέρω υπερεργασία. Αντίθετα, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και η ωφέλεια της εναγομένης από την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Κυριακής, ήτοι το συμφωνημένο ωρομίσθιο για εκάστη ώρα απασχόλησης, όπως επίσης και η αναλογούσα προσαύξηση 75% για την εργασία αυτή, κατά τον βάσιμο πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, διότι κατά το επίδικο διάστημα, απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε μόνον τις ημέρες Κυριακής της  23/4 και 30/4 του επιδίκου χρονικού διαστήματος, με αποτέλεσμα η εν λόγω εργασία να μην κρίνεται τακτική και, ως εκ τούτου, να μην δικαιούται όπως συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές του κατά τον υπολογισμό του εν λόγω Δώρου, η μηνιαία αναλογία της προσαυξήσεως του 75% για την εν λόγω εργασία. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί συνυπολογισμού κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών ποσού ευρώ 353,09, τυγχάνει αβάσιμος κατά το πέραν του ποσού των ευρώ 323,89 ποσό που αποτελούσε το, συμφωνημένο  ως μέρος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, επίδομα Κυριακών, απορριπτομένου κατά τούτο του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι δεν συμπεριέλαβε στον προσδιορισμό του εν λόγω Δώρου όλες τις τακτικές αποδοχές του. Περαιτέρω, κατά το επίδικο διάστημα απεδείχθη ότι οι μηνιαίες συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο σε ευρώ  (1.472,22 + 35,22 + 504,26 + 323,89=) 2.335,59. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, κατά την επίδικη περίοδο ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα, ο ενάγων, απασχολήθηκε κατά τις εβδομάδες από 9.1. έως 15.1, από 16.1. έως 22.1, από 23.1. έως 29.1, από 30.1. έως 5.2, από 6.2. έως 12.2, από 13.2. έως 19.2, από 20.2. έως 26.2, από 6.3. έως 12.3, από 13.3. έως 19.3, από 20.3. έως 26.3, από 27.3. έως 2.4, από 3.4 έως 9.4 δηλαδή επί 12 εβδομάδες επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι επί πενήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (12 επί 5=) 60 ωρών, Την εβδομάδα από 24.4. έως 30.4, εργάσθηκε επί 5 ημέρες επί δώδεκα ώρες ήτοι επί 60 ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία 5 ωρών τις εβδομάδες από 2.1 έως 8.1., από 27.2 έως 5.3 και από 10.4 έως 16.4, εργάσθηκε επί 4 ημέρες επί 10 ώρες ημερησίως και εβδομαδιαίως επί 40 ώρες με αποτέλεσμα να μη δικαιούται υπερεργασίας Κατά την εβδομάδα 17.4. έως 23.4, εργάσθηκε 4 ημέρες εκ των οποίων 3 ημέρες εργάσθηκε επί 10 ώρες και 1 ημέρα εργάσθηκε επί 12 ώρες, ήτοι εργάσθηκε επί 42 ώρες, πραγματοποιώντας υπερεργασία 2 ωρών Ως εκ τούτου, κατά το επίδικο διάστημα ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά (60 + 5 + 2 =) 67 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες, με βάση τις αποδοχές δυνάμει των οποίων ο ενάγων ζήτησε με την αγωγή του να υπολογισθεί η αμοιβή του, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6 / 40 / 25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 67 ώρες=] 726,28. Επομένως, ο μέσος όρος της αμοιβής του λόγω υπερεργασίας μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 30.4.2017, ανέρχεται σε ευρώ (726,28 δια 121 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 180,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 246,00 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι για Δώρο Πάσχα 2017, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [(2.335,59 συμφωνημένος μισθός + 180,07 μέσος όρος αμοιβής υπερεργασίας επιδίκου χρονικού διαστήματος =) 2.515,66 δια 2=] 1.257,83 και όχι το ποσό των ευρώ 1.332,95 όπως αναφέρει ο ενάγων με την αγωγή του, ούτε το ποσό των ευρώ 1.167,79 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου κατά τούτο του δεκάτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένο υπολογισμό του δικαιούμενου υπ’ αυτού εν λόγω δώρο, απορριπτομένου του αντίστοιχου πέμπτου λόγου έφεσης της εναγομένης, κατά τον οποίο, για Δώρο Πάσχα του έτους 2017 ο ενάγων εδικαιούτο μόνον το ποσό των 732,54 ευρώ το οποίου του κατέβαλε. Περαιτέρω, έναντι του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.257,83, η εναγομένη του κατέβαλε, όπως αποδεικνύεται από την σχετική απόδειξη μισθοδοσίας το ποσό των ευρώ 732,54, και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 611,27 το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ (1.257,83 μείον 732,54=) 525,29. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων, εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.5.2017 έως 31.12.2017, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Χριστουγέννων 2017. Για τον υπολογισμό αυτού ο ενάγων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ζητά όπως υπολογισθεί επί ποσού ευρώ 3.157,24 μηνιαίως, ήτοι όπως συνυπολογισθούν οι συμφωνημένες αποδοχές του και επιπλέον η αναλογία σε μηνιαία βάση της αμοιβής του για υπερεργασία, η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου, αλλά και η κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής. Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, θα πρέπει πράγματι να συνυπολογισθεί η αμοιβή του για την τακτικώς, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, αποδειχθείσα παρασχεθείσα υπ’ αυτού (ενάγοντος), υπερεργασία, καθώς και η αναλογούσα σε μηνιαία βάση προσαύξηση του 75% για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής, όπως αυτή απεδείχθη ανωτέρω, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δέκατο λόγο έφεσής του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, περιεχομένου στον πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης ισχυρισμού αυτής ότι δηλαδή δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η ανωτέρω υπερεργασία και η ανωτέρω προσαύξηση 75% για την εργασία του ενάγοντος κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής. Αντίθετα, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί η αμοιβή αυτού για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου, καθώς επίσης και η ωφέλεια της εναγομένης από την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Κυριακής, ήτοι το συμφωνημένο ωρομίσθιο για εκάστη ώρα απασχόλησης (πλην της ανωτέρω προσαύξησης 75% για την εργασία αυτή, η οποία εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται στο αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των ευρώ 675,48 που αναφέρει στην αγωγή του ως μέσο όρο αμοιβής του για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής στο οποίο εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται και το συμφωνημένο ως μέρος των τακτικών αποδοχών του επίδομα Κυριακών, εκ ποσού ευρώ 323,89), απορριπτομένου κατά τούτο του δεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι δεν συμπεριέλαβε στον προσδιορισμό του εν λόγω Δώρου όλες τις τακτικές αποδοχές του. Επιπλέον, κατά το επίδικο διάστημα, απεδείχθη ότι, οι μηνιαίες συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, ανήρχοντο σε ευρώ  (1.472,22 + 35,22 + 504,26 + 323,89=) 2.335,59. Επίσης, απεδείχθη ότι, κατά την επίδικη περίοδο, ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα, κατά τις εβδομάδες από 12.6. έως 18.6, από 19.6. έως 25.6, από 26.6. έως 2.7, από 3.7. έως 9.7, από 10.7. έως 16.7, από 17.7. έως 23.7, από 24.7. έως 30.7, από 31.7. έως 6.8, από 7.8. έως 13.8, από 21.8. έως 27.8, από 28.8. έως 3.9, από 4.9. έως 10.9, από 18.9. έως 24.9, από 25.9. έως 1.10, από 2.10. έως 8.10, από 9.10. έως 15.10, από 16.10. έως 22.10, από 23.10. έως 29.10. και από 30.10. έως 5.11, δηλαδή για 19 εβδομάδες, οπότε ο ενάγων απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 5 ημέρες επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι πενήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (19 επί 5=) 95 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 8.5 έως 14.5, από 15.5 έως 21.5, από 22.5 έως 28.5, από 13.11 έως 19.11, από 20.11 έως 26.11, από 27.11 έως 3.12, από 11.12 έως 17.12 και από 18.12 έως 24.12 δηλαδή για 8 εβδομάδες, οπότε ο ενάγων απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 5 ημέρες επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι εξήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (8 επί 5=) 40 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 5,6 έως 11.6, 14.8 έως 20.8 και από 11.9 έως 17.9, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε τέσσερις καθημερινές ημέρες εκάστη εβδομάδα επί δέκα ώρες ημερησίως, ήτοι σαράντα ώρες εβδομαδιαίως με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβή υπερεργασίας, κατά τις εβδομάδες από 1.5. έως 7.5 και από 4.12 έως 10.12, οπότε ο ενάγων απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 4 ημέρες επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι 48 ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (2 επί 5=) 10 ωρών, κατά την εβδομάδα από 25.12 έως 31.12, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε 3 καθημερινές ημέρες επί δώδεκα ώρες ημερησίως, ήτοι 38 ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής υπερεργασίας, κατά τις εβδομάδες από 29.5. έως 4.6 και 6.11 έως 12.11, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί 5 ημέρες καθ’ εκάστη, εκ των οποίων 2 ημέρες επί 12 ώρες και 3 ημέρες επί 10 ώρες ήτοι εβδομαδιαίως εργάσθηκε επί 52 ώρες, πραγματοποιώντας υπερεργασία 5 ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά 10 ωρών. Ως εκ τούτου, κατά το επίδικο διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά (95 + 40 + 10 +10=) 155 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες, με βάση τις αναφερόμενες στην αγωγή, κατά τον υπολογισμό της εν λόγω αμοιβής, αποδοχές, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [1.507,44 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 9,04 ωρομίσθιο πλέον προσαύξησης 20% ήτοι ευρώ 1,80=) 10,84 επί 155 ώρες=] 1.680,20. Επομένως, ο μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος λόγω υπερεργασίας μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1.5.2017 έως 31.12.2017, ανέρχεται σε ευρώ (1.680,20 δια 245 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 205,74 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι στο ποσό των ευρώ 246,00, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Επιπλέον, ο ενάγων αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε κατά τις ημέρες Κυριακής του επίδικου χρονικού διαστήματος της 7/5, 14/5, 21/5, 28/5, 12/11, 19/11, 26/11, 3/12, 10/12, 17/12, 24/12, 31/12, ήτοι επί 12 ημέρες Κυριακής, επί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο, ήτοι εργάσθηκε επί (12 ημέρες Κυριακής επί 12 ώρες =) 144 ώρες, επί των οποίων η προσαύξηση 75% επί του συμφωνημένου ωρομισθίου, όπως αναλύεται ανωτέρω στην οικεία νομική θέση της παρούσας. υπολογιζομένη επί των νομίμων και όχι των συμφωνημένων αποδοχών, όπως αναλύεται ανωτέρω, ενόψει δε μη υπάρχουσας εν ισχύ ΣΣΕ που να δεσμεύει τους διαδίκους υπολογιζομένων επί των προβλεπομένων από το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ.10 υποπαράγραφος 3 του Ν. 4093/2012, νομίμων κατώτατων αποδοχών (χωρίς επιδόματα προϋπηρεσίας και γάμου ως αναλύεται ανωτέρω) και δη επί του ποσού των ευρώ 586,08  μηνιαίως, με αποτέλεσμα η προσαύξηση 75% επί του ωρομισθίου του ανωτέρω κατώτατου μισθού να ανέρχεται για κάθε ώρα απασχόλησης σε ευρώ (586,08 επί 0,006 επί 75%=) 2,64. Ως εκ τούτου, η αναλογούσα στις ανωτέρω 12 ημέρες Κυριακής, κατά τις οποίες απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά την επίδικη περίοδο, προσαύξηση του 75% για την εν λόγω εργασία του, ανήρχετο σε ευρώ (12 επί 12 επί 2,64=) 380,16 ευρώ και ο μηνιαίος μέσος όρος αυτής σε ευρώ (380,16 δια 245 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 =) 46,55. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί συνυπολογισμού κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών ποσού ευρώ 675,48, τυγχάνει αβάσιμος κατά το πέραν του ποσού των ευρώ 323,89 ποσό του επιδόματος Κυριακών που αποτελούσε μέρος του συμφωνηθέντος μισθού, καθώς και του ανωτέρω ποσού των ευρώ 46,55, ποσό και συνολικά για το πέραν του ποσού των ευρώ 370,87. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων εδικαιούτο για Δώρο Χριστουγέννων έτους 2017, το ποσό των ευρώ [(2.335,59 συμφωνημένος μισθός + 205,74 μέσος όρος μηνιαίως υπερεργασίας + 46,55 μηνιαία αναλογία της προσαύξησης 75% επί του ωρομισθίου για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής =) 2.587,88, και όχι το ποσό των ευρώ 3.157,24 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 2.335,59 το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου κατά τούτο του δεκάτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένο υπολογισμό του δικαιούμενου υπ’ αυτού εν λόγω δώρου, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε, όπως αμφότεροι οι διάδικοι υποστηρίζουν και όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση το ποσό των ευρώ 1.879,52 και επομένως, η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (2.587,88 μείον 1.879,52 =) 708,36. Ο ενάγων, απεδείχθη ότι, εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 30.4.2018, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Πάσχα 2018. Για τον υπολογισμό του εν λόγω δώρου, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του ζητά όπως αυτό προσδιορισθεί επί τη βάσει τακτικών αποδοχών εκ ποσού ευρώ 3.162,45, στον οποίο περιλαμβάνει ποσό ευρώ 1.722,15 (ήτοι βασικό μισθό, πλέον επιδόματος γάμου, πλέον επιδόματος πολυετίας, πλέον επιστημονικού επιδόματος), που αποτελεί το σύνολο των προβλεπόμενων με την ανωτέρω πρώτη αναφερομένη Κλαδική ΣΣΕ για το υπαλληλικό προσωπικό των ναυτιλιακών εταιρειών, πλέον συμφωνηθέντος και τακτικώς καταβαλλομένου εκ ποσού 504,26 επιδόματος αδείας, πλέον μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών εκ ποσού ευρώ 460,33, στην οποία εκτιμάται ότι περιλαμβάνει το συμφωνημένο ως μέρος των τακτικών αποδοχών για το έτος 2018 επίδομα Κυριακών, εκ ποσού ευρώ 330,37 (ενόψει του ότι για το δώρο Χριστουγέννων του ιδίου έτους αυτό το ποσό αναφέρει ως κατ’ αποκοπή αμοιβή εργασίας Κυριακών) πλέον μηνιαίας αναλογίας αμοιβής του για εργασία κατά την Κυριακή, πλέον προσαυξήσεως 75% επ’ αυτής, καθώς επίσης και ποσό ευρώ 271,77 για μέσο όρο μηνιαίας αμοιβής του για την εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου του εν λόγω διαστήματος. Εν τούτοις, κατά τα άνω αποδειχθέντα, τόσο το καταβαλλόμενο από την εναγομένη επίδομα αδείας, όσο και το καταβαλλόμενο επίδομα Κυριακών, αποτελούσε μέρος του συμφωνημένου μισθού με αποτέλεσμα ο συμφωνημένος, για το έτος 2018, μισθός του ενάγοντος να ανέρχεται, ως ανωτέρω αποδείχθηκε στο ποσό των ευρώ [1.501,66 μισθός ενεργείας +  330,37 επίδομα Κυριακών + 35,92  επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  514,32 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =} 2.382,27. Ουσιαστικά, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ζητά να υπολογισθεί το εν λόγω δώρο, με βάση μέρος των συμφωνηθέντων αποδοχών (το συμφωνηθέν κατά έτη 2015 έως 2017 και καταβαλλόμενο μηνιαίως επίδομα αδείας, εφόσον ζητά να συνυπολογισθεί το ποσό των ευρώ 504,26 ως επίδομα αδείας, καθώς και το συμφωνηθέν επίδομα Κυριακών, αφού στο ποσό των ευρώ 460,33 για μέσο όρο μηνιαίας αμοιβής Κυριακών εκτιμάται ότι περιλαμβάνει και το συμφωνηθέν ως μέρος του μισθού, για το έτος 2018, επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 330,37) και το σύνολο των προβλεπομένων αποδοχών με την ανωτέρω Κλαδική ΣΣΕ. Εν τούτοις, τέτοιος συνυπολογισμός δεν δύναται να λάβει χώρα, διότι τακτικές αποδοχές για την παρεχομένη εργασία, αποτελούν ή οι συμφωνηθείσες ή οι τυχόν υπέρτερες αυτών νόμιμες, ενόψει του ότι και κατά την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, κατά τη συσχέτιση ΣΣΕ και ατομικής σύμβασης εργασίας, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο αρθρ. 10 παρ. 1 ν. 1876/1990) [ΑΠ 164/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεν δύναται να συνυπολογισθεί η αμοιβή για την παρασχεθείσα από τον ενάγοντα, κατά το επίδικο διάστημα, εργασία κατά την έκτη ημέρα, ούτε και η αναλογούσα μηνιαίως αμοιβή για την εργασία του κατά τις ημέρες Κυριακής, αλλά ούτε η προσαύξηση 75 % για τις ημέρες Κυριακής κατά τις οποίες ο ενάγων εργάσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 30.4.2018, διότι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε κατά τις Κυριακές της 4/3, 11/3 και 18/3, με αποτέλεσμα η εν λόγω εργασία να μην κρίνεται τακτική και ως εκ τούτου να μην συνυπολογίζεται η μηνιαία αναλογία της προσαυξήσεως του 75% για την εν λόγω εργασία, κατά το βάσιμο πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Όπως προελέχθη, κατά το επίδικο διάστημα, απεδείχθη ότι, οι μηνιαίες συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, για το έτος 2018  ανήρχοντο σε ευρώ [1.501,66 μισθός ενεργείας +  330,37 επίδομα Κυριακών + 35,92  επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  514,32 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =] 2.382,27, πλην όμως ο ενάγων για συμφωνηθέν επίδομα αδείας ζητά με την ένδικη αγωγή του, όπως υπολογισθεί μόνο το ποσό των ευρώ 504,26, το οποίο και πρέπει να υπολογισθεί. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός του εν λόγω δώρου θα πρέπει να γίνει επί συμφωνημένου μισθού ευρώ (1.501,66 μισθός ενεργείας +  330,37 επίδομα Κυριακών + 35,92  επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  504,26 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =) 2.372,21. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, κατά την επίδικη περίοδο, ο ενάγων εργάσθηκε πέραν του συμφωνημένου ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα, ο ενάγων απασχολήθηκε κατά τις εβδομάδες από 8.1. έως 14.1, από 15.1. έως 21.1, από 22.1. έως 28.1, από 29.1. έως 4.2, από 5.2. έως 11.2, από 12.2. έως 18.2, από 16.4. έως 22.4, από 23.4. έως 29.4, δηλαδή επί 8 εβδομάδες επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι επί πενήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (8 επί 5=) 40 ωρών, κατά τις εβδομάδες από 26.2. έως 4.3,από 5.3. έως 11.3, από 12.3. έως 18.3. και από 19.3. έως 25.3, δηλαδή επί 4 εβδομάδες επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι επί εξήντα ώρες εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία πέντε ωρών εβδομαδιαίως και συνολικά (4 επί 5=) 20 ωρών, κατά τις εβδομάδες 19.2 έως 25.2., από 2.4 έως 8.4, από 9.4 έως 15.4 και από 30.4 έως 6.5, δηλαδή επί 4 εβδομάδες επί 4 ημέρες εβδομαδιαίως επί 10 ώρες ημερησίως, ήτοι επί σαράντα ώρες εβδομαδιαίως, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, την εβδομάδα από 1.1. έως 7.1 , εργάσθηκε  4 ημέρες επί 12 ώρες και συνολικά εβδομαδιαίως επί 48 ώρες, πραγματοποιώντας υπερεργασία 5 ωρών, κατά την εβδομάδα από 26.3 έως 1.4, εργάσθηκε επί 5 ημέρες εκ των οποίων 4 ημέρες επί 12 ώρες και μία ημέρα επί 10 ώρες και ως εκ τούτου εβδομαδιαίως εργάσθηκε επί 58 ώρες πραγματοποιώντας υπερεργασία 5 ωρών. Επομένως, κατά το επίδικο διάστημα ο ενάγων πραγματοποίησε συνολικά (40 + 20 + 5 + 5 =) 70 ώρες υπερεργασίας για τις οποίες, κατά τις αποδοχές επί των οποίων ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του υπολογίζει την εν λόγω αμοιβή, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [1.722,15 επί (6/40/25 ήτοι) 0,006 = 10,33 ωρομίσθιο πλέον προσαύξηση 20% ήτοι ευρώ 2,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=)  12,40 επί 70 ώρες=] 868,00. Ο μηνιαίος μέσος όρος της αμοιβής του για την υπερεργασία που πραγματοποίησε,  κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 30.4.2018, ανέρχεται σε ευρώ (868,00 δια 121 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30 ημέρες =) 215,21 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), πλην όμως ο ενάγων αξιώνει με την αγωγή του όπως υπολογισθεί προς προσδιορισμό του εν λόγω δώρου, το ποσό των ευρώ 203,94, για την εν λόγω αιτία, το οποίο και πρέπει να υπολογισθεί. Επιπλέον, κατά τα ανωτέρω, δεν πρέπει να συνυπολογισθεί μηνιαία αναλογία της προσαυξήσεως του 75% για την εργασία του ενάγοντος κατά τις ανωτέρω τρεις ημέρες Κυριακής. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός περί συνυπολογισμού κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής εργασίας Κυριακών ποσού ευρώ 460,33, τυγχάνει αβάσιμος κατά το πέραν του ποσού των ευρώ 330,37 ποσό, που αποτελούσε συμφωνημένο μέρος του μισθού επίδομα Κυριακών, ήτοι μέρος των τακτικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι για Δώρο Πάσχα 2018, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [(2.372,21 συμφωνημένος μισθός + 203,94 μέσος όρος αμοιβής υπερεργασίας επιδίκου χρονικού διαστήματος =) 2.576,15 δια 2=] 1.288,07 και όχι το ποσό των ευρώ 1.581,22 που ισχυρίζεται με την αγωγή του, ούτε το ποσό των ευρώ 1.167,79 το οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου, κατά τούτο, του δεκάτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένο υπολογισμό του εν λόγω δώρου, απορριπτομένου του αντίστοιχου πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης κατά τον οποίο εσφαλμένως και δη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εδικαιούτο για δώρο Πάσχα 2018 επιπλέον ποσό από το ποσό των ευρώ 915,66 που του κατέβαλε. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ισχυρίζεται και η εναγομένη και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 915,66. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.288,07 μείον 915,66=) 372,41. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων, εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.5.2018 έως 31.12.2018, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Χριστουγέννων 2018. Για τον υπολογισμό του εν λόγω δώρου, ο ενάγων ζητά όπως αυτό προσδιορισθεί επί τη βάσει τακτικών αποδοχών εκ ποσού ευρώ 2.830,95, στον οποίο περιλαμβάνει ποσό ευρώ 1.996,32 (ήτοι βασικό μισθό, πλέον επιδόματος γάμου, πλέον επιδόματος πολυετίας, πλέον επιστημονικού επιδόματος, πλέον επιδόματος τέκνου), που αποτελεί το σύνολο των προβλεπόμενων με την ανωτέρω δεύτερη αναφερομένη Κλαδική ΣΣΕ για το υπαλληλικό προσωπικό των ναυτιλιακών εταιρειών, πλέον συμφωνηθέντος και τακτικώς καταβαλλομένου, εκ ποσού ευρώ 504,26, επιδόματος αδείας, πλέον ως μέρος του συμφωνημένου μισθού επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 330,37. Εν τούτοις, κατά τα άνω αποδειχθέντα, τόσο το καταβαλλόμενο από την εναγομένη επίδομα αδείας όσο και το καταβαλλόμενο επίδομα Κυριακών, αποτελούσε μέρος του συμφωνημένου μισθού, με αποτέλεσμα ο συμφωνημένος, για το έτος 2018, μισθός του ενάγοντος να ανέρχεται, ως ανωτέρω αποδείχθηκε, στο ποσό των ευρώ [1.501,66 μισθός ενεργείας +  330,37 επίδομα Κυριακών + 35,92  επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  514,32 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =] 2.382,27. Ουσιαστικά, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ζητά να υπολογισθεί το εν λόγω δώρο, με βάση μέρος των συμφωνηθέντων αποδοχών (το συμφωνηθέν και καταβαλλόμενο μηνιαίως επίδομα αδείας, εφόσον ζητά να συνυπολογισθεί το ποσό των ευρώ 504,26 ως επίδομα αδείας, καθώς και το συμφωνηθέν επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 330,37) και το σύνολο των προβλεπομένων αποδοχών με την ανωτέρω Κλαδική ΣΣΕ. Εν τούτοις, τέτοιος συνυπολογισμός δεν δύναται να λάβει χώρα, όπως ειδικότερα αναλύεται και ανωτέρω, διότι τακτικές αποδοχές για την παρεχομένη εργασία αποτελούν ή οι συμφωνηθείσες ή οι τυχόν υπέρτερες αυτών νόμιμες. Εξάλλου, αν και ο συμφωνημένος μισθός του ενάγοντος κατά το έτος 2018, όπως αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκε, ανήρχετο σε ευρώ 2.382,27, ήτοι ευρώ 1.501,66 μισθός ενεργείας, πλέον ευρώ 330,37 επιδόματος Κυριακών πλέον ευρώ 35,92  επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, πλέον ευρώ 514,32 ως αποζημίωση αδείας, ο ενάγων για συμφωνηθέν επίδομα αδείας, με την ένδικη αγωγή του, ζητά όπως υπολογισθεί μόνο το ποσό των ευρώ 504,26, το οποίο και πρέπει να υπολογισθεί. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός του εν λόγω δώρου θα πρέπει να γίνει επί συμφωνημένου μισθού ευρώ (1.501,66 μισθός ενεργείας +  330,37 επίδομα Κυριακών + 35,92  επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  504,26 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =) 2.372,21. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων  εδικαιούτο για Δώρο Χριστουγέννων έτους 2018 το ποσό των ευρώ 2.372,21, και όχι το ποσό των ευρώ 2.830,95 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 2.564,51, όπως  έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά τον εν μέρει βάσιμο κατ’ ουσίαν πέμπτο λόγο εφέσεως της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά το εν λόγω κονδύλιο, απορριπτομένου κατά τούτο ως αβασίμου του αντιστοίχου δεκάτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων του επεδίκασε το ανωτέρω ποσό ως δώρο Χριστουγέννων 2018 και όχι το αιτούμενο με την αγωγή. Περαιτέρω, έναντι της εν λόγω απαίτησης, όπως αμφότεροι οι διάδικοι δέχονται, η εναγομένη κατέβαλε στο ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.165,38, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. Κατόπιν των ανωτέρω, η εναγομένη, για την εν λόγω αιτία, συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (2.372,21 μείον 1.165,38=) 1.206,83. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 30.4.2019, με αποτέλεσμα να δικαιούται ολόκληρο το Δώρο Πάσχα 2019. Για τον υπολογισμό του εν λόγω δώρου, ο ενάγων ζητά όπως αυτό προσδιορισθεί επί τη βάσει τακτικών αποδοχών εκ ποσού ευρώ 2.837,55, στον οποίο περιλαμβάνει ποσό ευρώ 1.996,32 (ήτοι βασικό μισθό, πλέον επιδόματος γάμου, πλέον επιδόματος πολυετίας, πλέον επιστημονικού επιδόματος, πλέον επιδόματος τέκνου), που αποτελεί το σύνολο των προβλεπόμενων με την ανωτέρω δεύτερη αναφερομένη Κλαδική ΣΣΕ για το υπαλληλικό προσωπικό των ναυτιλιακών εταιρειών, πλέον συμφωνηθέν και τακτικώς καταβαλλόμενο εκ ποσού ευρώ 504,26 επίδομα αδείας, πλέον κατ’ αποκοπή αμοιβή εργασίας Κυριακών εκ ποσού ευρώ 336,97. Εν τούτοις, κατά τα άνω αποδειχθέντα, τόσο το καταβαλλόμενο από την εναγομένη επίδομα αδείας όσο και το καταβαλλόμενο επίδομα Κυριακών, αποτελούσε μέρος του συμφωνημένου μισθού με αποτέλεσμα ο συμφωνημένος, για το έτος 2019, μισθός του ενάγοντος να ανέρχεται, ως ανωτέρω αποδείχθηκε, στο ποσό των ευρώ [1.531,69 μισθός ενεργείας + 336,97 επίδομα Κυριακών + 36,64 επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  524,59 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =] 2.429,89. Ουσιαστικά, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ζητά να υπολογισθεί το εν λόγω δώρο, με βάση μέρος των συμφωνηθέντων αποδοχών (το συμφωνηθέν κατά έτη 2015 έως 2017 και καταβαλλόμενο μηνιαίως επίδομα αδείας, εφόσον ζητά να συνυπολογισθεί το ποσό των ευρώ 504,26 ως επίδομα αδείας, καθώς και το συμφωνηθέν επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 336,97) και το σύνολο των προβλεπομένων αποδοχών με την ανωτέρω Κλαδική ΣΣΕ. Εν τούτοις, τέτοιος συνυπολογισμός δεν δύναται να λάβει χώρα, όπως αναλύεται ανωτέρω, διότι τακτικές αποδοχές για την παρεχομένη εργασία, αποτελούν ή οι συμφωνηθείσες ή οι τυχόν υπέρτερες αυτών νόμιμες. Εξάλλου, αν και ο συμφωνημένος μισθός του ενάγοντος κατά το έτος 2019, όπως αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκε, ανήρχετο σε ευρώ 2.429,89 ήτοι ευρώ 1.531,69 μισθός ενεργείας, πλέον ευρώ 336,97 ως επίδομα Κυριακών, πλέον ευρώ 36,64 ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, πλέον ευρώ  524,59 ως αποζημίωση για μη λήψη αδείας, ο ενάγων για συμφωνηθέν επίδομα αδείας ζητά όπως υπολογισθεί στις εν λόγω τακτικές αποδοχές μόνον το ποσό των ευρώ 504,26, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός του εν λόγω δώρου θα πρέπει να γίνει επί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού ευρώ (1.531,69 μισθός ενεργείας +  336,97 επίδομα Κυριακών + 36,64 επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  504,26 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =) 2.409,56. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων  εδικαιούτο για Δώρο Πάσχα 2019 το ποσό των ευρώ (2.409,56 δια 2=) 1.204,78, και όχι το ποσό των ευρώ 1.418,77 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό κατόπιν ορθής άθροισης των επιμέρους κονδυλίων, ούτε το ποσό των ευρώ 1.307,88, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο κατ’ ουσίαν πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά τον υπολογισμό του εν λόγω κονδυλίου, απορριπτομένου κατά τούτο ως αβασίμου του αντιστοίχου δεκάτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων του επεδίκασε το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.307,88, αντί του αιτουμένου με την αγωγή. Έναντι της εν λόγω απαιτήσεως, απεδείχθη ότι η εναγομένη, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 701,10, όπως παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ ισχυρίζεται με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της και όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος των αντίστοιχων ποσών που αναφέρονται στις αποδείξεις μισθοδοσίας, τα τελευταία εκ των οποίων αποτελούν έγγραφα, σε συνδυασμό από τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του έτους 2019, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, πέραν των τακτικών αποδοχών του και ποσό ευρώ συνολικά 1.832,67 για δώρα εορτών. Επομένως, αποδεικνύεται ως βάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός αυτής ότι, έναντι του Δώρου Πάσχα 2019 κατέβαλε στον ενάγοντα ποσό ευρώ 701,10 και έναντι του Δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους, του κατέβαλε ποσό ευρώ 1.116,46, δεδομένου ότι άθροισμα των εν λόγω κονδυλίων ανέρχεται σε ευρώ (701,10 + 1.116,46=) 1.817,56. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, κατόπιν αποδοχής ως βάσιμης στην ουσία της της ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη για την εν λόγω αιτία συνεχίζει να οφείλει τον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.204,78 μείον 701,10=) 503,68. Τέλος, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 5.9.2019, οπότε απεχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς. Ως εκ τούτου, του οφείλεται αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 για το χρονικό διάστημα για το οποίο εργάσθηκε. Για τον υπολογισμό του εν λόγω δώρου, ο ενάγων ζητά όπως αυτό προσδιορισθεί επί τη βάσει τακτικών αποδοχών εκ ποσού ευρώ 2.857,52, στο οποίο (ποσό) περιλαμβάνει ποσό ευρώ 2.016,29 (ήτοι βασικός μισθός, πλέον επιδόματος γάμου, πλέον επιδόματος πολυετίας, πλέον επιστημονικού επιδόματος, πλέον επιδόματος τέκνου), που αποτελεί το σύνολο των προβλεπόμενων με την ανωτέρω δεύτερη αναφερομένη Κλαδική ΣΣΕ για το υπαλληλικό προσωπικό των ναυτιλιακών εταιρειών, πλέον συμφωνηθέντος και τακτικώς καταβαλλομένου, εκ ποσού ευρώ 504,26, επιδόματος αδείας, πλέον κατ’ αποκοπή αμοιβής εργασίας Κυριακών εκ ποσού ευρώ 336,97. Εν τούτοις, κατά τα άνω αποδειχθέντα, τόσο το καταβαλλόμενο από την εναγομένη επίδομα αδείας όσο και το καταβαλλόμενο επίδομα Κυριακών, αποτελούσε μέρος του συμφωνημένου μισθού, με αποτέλεσμα ο συμφωνημένος, για το έτος 2019, μισθός του ενάγοντος να ανέρχεται, ως ανωτέρω αποδείχθηκε, στο ποσό των ευρώ [1.531,69 μισθός ενεργείας + 336,97 επίδομα Κυριακών + 36,64 επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  524,59 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =] 2.429,89. Ουσιαστικά, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ζητά να υπολογισθεί το εν λόγω δώρο, με βάση μέρος των συμφωνηθέντων αποδοχών (το συμφωνηθέν κατά έτη 2015 έως 2017 και καταβαλλόμενο μηνιαίως επίδομα αδείας, εφόσον ζητά να συνυπολογισθεί το ποσό των ευρώ 504,26 ως επίδομα αδείας, καθώς και το συμφωνηθέν επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 330,37) και το σύνολο των προβλεπομένων αποδοχών με την ανωτέρω Κλαδική ΣΣΕ. Εν τούτοις, τέτοιος συνυπολογισμός δεν δύναται να λάβει χώρα, διότι τακτικές αποδοχές για την παρεχομένη εργασία αποτελούν ή οι συμφωνηθείσες ή οι τυχόν υπέρτερες αυτών νόμιμες, ως αναλύεται ανωτέρω. Εξάλλου, αν και ο συμφωνημένος μισθός του ενάγοντος κατά το έτος 2019, όπως αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκε, σε ευρώ 2.429,89, ήτοι 1.531,69 μισθός ενεργείας, πλέον ευρώ 336,97 επίδομα Κυριακών, πλέον 36,64 επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, πλέον ευρώ 524,59 αποζημίωση για μη λήψη αδείας, ο ενάγων ζητά, όπως συνυπολογισθεί για επίδομα αδείας μόνο το ποσό των ευρώ 504,26, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός του εν λόγω δώρου θα πρέπει να γίνει επί συμφωνημένου μισθού ευρώ (1.531,69 μισθός ενεργείας + 336,97 επίδομα Κυριακών + 36,64 επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας +  504,26 αποζημίωση για μη λήψη αδείας =} 2.409,56. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [2.409,56 επί 2/25 επί (128 ημέρες χρονικού διαστήματος από 1.5.2019 έως 5.9.2019 δια 19=) 6,7368=] 1.298,62 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.540,77 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 1.410,42 όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο κατ’ ουσίαν πέμπτο λόγω έφεσης της εναγομένης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά τον υπολογισμό του εν λόγω κονδυλίου, απορριπτομένου κατά τούτο ως αβασίμου του αντιστοίχου δεκάτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη, εκ του λόγου ότι, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι η δικαιούμενη υπό του ενάγοντος αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 1.410,42, αντί του αιτουμένου με την αγωγή του. Έναντι της εν λόγω απαίτησης, απεδείχθη ότι η εναγομένη, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.116,46, όπως παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ ισχυρίζεται με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της και όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά κατάθεσης στον τραπεζικό του ενάγοντος των αντίστοιχων ποσών που αναφέρονται στις αποδείξεις μισθοδοσίας, τα τελευταία εκ των οποίων αποτελούν έγγραφα, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του έτους 2019, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, πέραν των τακτικών αποδοχών του και ποσό ευρώ συνολικά 1.832,67 για δώρα εορτών. Επομένως, αποδεικνύεται ως βάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός αυτής ότι, έναντι του Δώρου Πάσχα 2019 κατέβαλε ποσό ευρώ 701,10 και έναντι του Δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους κατέβαλε ποσό ευρώ 1.116,46, δεδομένου ότι το άθροισμα των εν λόγω κονδυλίων ανέρχεται σε ευρώ (701,10 + 1.116,46=) 1.817,56. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, κατόπιν αποδοχής ως βάσιμης στην ουσία της της ένστασης μερικής καταβολής της εναγομένης, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη οφείλει τον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.298,62 μείον 1.116,46=) 182,16. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 709,95 για διαφορές αποδοχών, το ποσό των ευρώ (7.284,48 + 2.974,25 + 718,50 =) 10.977,23 για αμοιβή υπερεργασίας, το ποσό των ευρώ (21.069,65 + 5.122,81 + 1.336,72=) 27.529,18 για αποζημίωση κατ’ εξαίρεσης (παράνομης) υπερωρίας, το ποσό των ευρώ 10.796,64 για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 5.099,40 το οποίο αποτελεί την ωφέλεια της εναγομένης αλλά και τη νόμιμη προσαύξηση 75% για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.983,52 που αποτελεί την ωφέλεια της εναγομένης από τη μη παροχή στον ενάγοντα άλλης ημέρας αναπαύσεως ενόψει της εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 820,24 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2015, το ποσό των ευρώ 405,96 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2016, το ποσό των ευρώ 789,92 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2016, το ποσό των ευρώ 525,29 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2017, το ποσό των ευρώ 708,36 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2017, το ποσό των ευρώ 372,41 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των ευρώ 1.206,83 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2018, το ποσό των ευρώ 503,68 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2019 και το ποσό των ευρώ 182,16 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019 και συνολικά το ποσό των ευρώ 62.610,77. Οι αιτιάσεις της εναγομένης περί παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων του ενάγοντος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 289 εδ. 1 του ΚΙΝΔ, οι οποίες περιέχονται στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εκ του λόγου ότι παρήλθε διάστημα ανώτερο του ενός έτους από το τέλος του έτους εντός του οποίου αυτές γεννήθηκαν, τυγχάνουν αβάσιμες, δεδομένου ότι οι ένδικες αξιώσεις ως πηγάζουσες από χερσαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, υπόκεινται στην παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ, εν προκειμένω δε όπως η ίδια η εναγομένη αναφέρει στα πλαίσια του ιδίου, περί παραγραφής ισχυρισμού της (σελ. 8 προτάσεων αυτής επί της εφέσεως του ενάγοντος), η ένδικη αγωγή επεδόθη σε αυτήν την 17.7.2020, με αποτέλεσμα και δεδομένου ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 253 του ιδίου Κώδικα «Η Παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη  της  Παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα.», οι ένδικες αξιώσεις να μην έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, το οποίο έχει έντονο χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Η διάταξη αυτή, αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και ανηθικότητας στις συναλλαγές και έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξεως έτσι, δεν αποκλείεται να εφαρμοσθεί και επί δικαιωμάτων, που πηγάζουν, επίσης, από διάταξη δημοσίας τάξεως, όπως είναι (και) το δικαίωμα, που πηγάζει από την παροχή παράνομης υπερωρίας, εάν η συμπεριφορά του δικαιούχου εμφανίζεται να υπερακοντίζει, καταδήλως, τα πιο πάνω όρια της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών, του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1115/2020 Ιστοσελίδα ΑΠ). Επομένως, και παρά το γεγονός ότι η συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου, κατά την οποία η αποζημίωση ή αμοιβή, που οφείλεται για εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου, όπως και η προσαύξηση στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο καλύπτονται, με την πληρωμή μισθού μεγαλύτερου από το νόμιμο, είναι άκυρη [άρθρο 8 παρ.4 ν.δ. 4020/1959], παρά ταύτα, η επί σειρά ετών αποδοχή, ως οικονομικώς συμφέρουσας από τον εργαζόμενο, συμφωνίας του με τον εργοδότη του ως προς την υπερωριακή του εργασία, ότι αυτή θα καλύπτεται από τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές, σε συνδυασμό με τη μη διαμαρτυρία του για μη καταβολή επιπλέον αμοιβής για την εν λόγω εργασία και η, εκ της μη διαμαρτυρίας του, δημιουργία στον εργοδότη, της εύλογης πεποίθησης ότι η συμφωνία αυτή ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του εργαζομένου, καλύπτει το πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1115/2020 ο.π.). Περαιτέρω, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων σε συνδυασμό με την αδράνεια του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Ειδικότερα καταχρηστική, κατά την ανωτέρω διάταξη, άσκηση του δικαιώματος του δικαιούχου συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του τελευταίου, ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οφέλους (ΑΠ 1316/2021 Ιστοσελίδα ΑΠ). Περαιτέρω, επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο –εργοδότη, δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι, αυτός (εργαζόμενος) δεν προτίθεται ν’ ασκήσει τις αξιώσεις αυτές (ΑΠ 909/2017 Ιστοσελίδα ΑΠ). Εξάλλου, η μη διαμαρτυρία του ενάγοντος εργαζομένου προς τον εναγόμενο – εργοδότη, έστω κι αν συνοδεύεται από αδράνεια του δικαιούχου προς άσκηση των δικαιωμάτων του και αδιαμαρτύρητη είσπραξη αποδοχών κατώτερων των δικαιουμένων, καθώς επίσης και η ανατροπή της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, από την εκ των υστέρων άσκηση των δικαιωμάτων από τον δικαιούχο εργαζόμενο, δεν πληρούν το πραγματικό του 281 ΑΚ, αλλά προκειμένου η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, απαιτείται επιπλέον η συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου ενάγοντος όσο και του υποχρέου, η τελευταία των οποίων να συνδέεται αιτιωδώς με την όμοια του δικαιούχου (ΑΠ 909/2017 ο.π.). Εξάλλου, όπως προελέχθη, η συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου, κατά την οποία η αποζημίωση ή αμοιβή, που οφείλεται για εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου, όπως και η προσαύξηση στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο καλύπτονται, με την πληρωμή μισθού μεγαλύτερου από το νόμιμο, είναι άκυρη [άρθρο 8 παρ.4 ν.δ. 4020/1959]. Έγκυρη εν τούτοις είναι η συμφωνία [άρθρο 361 ΑΚ] περί καταλογισμού από τον εργοδότη της προσαυξήσεως – αμοιβής για την υπερεργασία, που θα παρασχεθεί στο μέλλον στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές του εργαζομένου. Επίσης, έγκυρη είναι η συμφωνία [άρθρο 361 AK) περί προκαταβολής της αποζημιώσεως για συγκεκριμένη παράνομη υπερωριακή εργασία, που πρόκειται να παρασχεθεί στο μέλλον και του καταλογισμού της στην αξίωση για την πράγματι παρασχεθείσα (AΠ 1520/2003). Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι, τα περιστατικά αυτά, καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 472Λ983 ΑΠ 1215/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από δε τη διάταξη του άρθρου 527 αριθμ. 6 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, στην κατ` έφεση δίκη είναι κατ` εξαίρεση παραδεκτή η προβολή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη ή προτάθηκαν απαραδέκτως, και όταν οι ισχυρισμοί αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει, ότι, για να θεωρηθεί ως παραδεκτώς προτεινόμενη στο Εφετείο ένσταση, που δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει να αποδεικνύεται παραχρήμα, ήτοι εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, ολόκληρος ο ισχυρισμός που συνιστά την ένσταση, ήτοι καθόλα τα επί μέρους πραγματικά αυτού στοιχεία. Στην πιο πάνω εξαίρεση υπάγονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την, από το άρθρο 281 ΑΚ, ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος [ΑΠ 1215/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εν τούτοις, ο εναγόμενος ως εφεσίβλητος μπορεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ να προτείνει στην κατ` έφεση δίκη νέους πραγματικούς ισχυρισμούς ως υπεράσπιση κατά της εφέσεως και επικύρωση της πρωτόδικης αποφάσεως, τέτοιος δε νέος ισχυρισμός είναι και η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από τον εκκαλούντα – ενάγοντα (ΑΠ 352/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκε επικουρικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι κριθούν βάσιμοι οι αγωγικοί ισχυρισμοί, ότι η ένδικη αγωγή, πρέπει να απορριφθεί, διότι οι ένδικες απαιτήσεις ασκούνται υπό του ενάγοντος καταχρηστικά, ενόψει του ότι (α) επί μακρό χρόνο και δη καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της ένδικης σύμβασης εργασίας, αλλά και  κατά την αποχώρησή του από την εργασία του, οπότε έλαβε μάλιστα και αποζημίωση 15.000 ευρώ, ο ενάγων ουδέποτε ήγειρε ζήτημα υπερωριακής του εργασίας, εργασίας του κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής, αργίας ή άλλων οφειλόμενων αμοιβών. Τούτο δε έπραξε για πρώτη φορά, μετά την αποχώρησή του, εγείροντας αρχικώς, κατόπιν παρόδου χρονικού διαστήματος πέντε μηνών από την αποχώρησή του μιας αγωγής από την οποία παραιτήθηκε και ακολούθως, μετά από ένα έτος από την αποχώρησή του, εγείροντας την ένδικη αγωγή, (β) επί μακρό χρόνο και δη καθόλη τη διάρκεια της επίδικης εργασιακής σχέση υπήρξε αδρανής και δη ουδέποτε προέβαλε παράπονο για τις αποδοχές του, επιπλέον δε ουδέποτε όχλησε την εναγομένη περί δήθεν εργασίας του επί δεκατρείς (13) ώρες επί μήνες και τα Σαββατοκύριακα, παράλληλα δε η ίδια διατηρούσε την εύλογη πεποίθηση, ότι οι αποδοχές που του κατέβαλε, ήταν στο προσήκον ύψος. Επιπροσθέτως, (γ) στο τέλος κάθε μήνα απασχόλησής του, με την ανεπιφύλακτη είσπραξη των, καταβαλλόμενων στον τραπεζικό λογαριασμό του, αποδοχών του, την ακρίβεια και ορθότητα των οποίων ήλεγχε και ουδέποτε αμφισβήτησε, διαβεβαίωνε ουσιαστικά τα αρμόδια όργανα της εναγομένης, ότι δεν έχει πρόσθετες απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στη μισθοδοσία του, (δ) η συνολική συμπεριφορά του ενάγοντος συνιστά θετική δήλωση αυτού προς αυτήν (εναγομένη), περί μη ύπαρξης των ενδίκων απαιτήσεων, η οποία (συμπεριφορά) δικαιολογεί την εύλογη πεποίθηση της ιδίας ότι οι ένδικες απαιτήσεις, δεν υφίστανται και δεν θα προβληθούν και (ε) η καταβολή των ενδίκων απαιτήσεων, το ύψος των οποίων είναι ιδιαίτερα υψηλό, θα της προκαλέσει σημαντική ζημία, με δυσβάσταχτες έως καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτήν και τους εργαζομένους της και μάλιστα, στη σημερινή πασίδηλη δυσχερή οικονομική συγκυρία. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο εν λόγω ισχυρισμός, έγινε δεκτός ως νόμιμος και ορισμένος και ακολούθως δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστημα από 2.9.2018 έως 31.3.2019, απορρίφθηκε δε σιωπηρά στην ουσία του, κατά τα λοιπά. Ειδικότερα, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η επιδίωξη των ανωτέρω αξιώσεων υπό του ενάγοντος, κρίθηκε ότι αποτελεί καταχρηστική υπ’ αυτού άσκηση δικαιώματος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη,  ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εκ του λόγου ότι, όπως δέχθηκε,  ο ενάγων, καθόλο το κρίσιμο διάστημα από 16.2.2015, οπότε καταρτίσθηκε η επίδικη σύμβαση εργασίας έως την 2.9.2018, οπότε κηρύχθηκε υποχρεωτική Κλαδική ΣΣΕ και κατά συνέπεια εφαρμοστέα εν προκειμένω, αν και επρόκειτο για περίοδο οικονομικής κρίσης, ελάμβανε ως τακτικές αποδοχές πενταπλάσιες από τις νομίμως προβλεπόμενες, ενώ παράλληλα η υπερωριακή του εργασία ήταν σταθερή και δη δύο ώρες ημερησίως, οι αποδοχές του ήταν επαρκέστατες για την ειδικότητά του ως υπαλλήλου γραφείου, παράλληλα δε επί σειρά ετών δεν διατύπωσε καμία διαφωνία για τις μηνιαίες του αποδοχές, ούτε διαμαρτυρήθηκε, ούτε έθεσε θέμα υπερωριακής του απασχόλησης στην εναγομένη, αποδεχόμενος τον τρόπο αυτό αμοιβής του, δια κλειστού μισθού, ως πλέον συμφέρων, από την καταβολή σε αυτόν των τακτικών αμοιβών που θα ελάμβανε εάν ελάμβανε την αμοιβή για την υπερωριακή του εργασία ξεχωριστά, χωρίς ενσωμάτωση στο μισθό, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι είναι πλήρως ικανοποιημένος και δεν διατηρεί αξίωση για αμοιβή για την ανωτέρω υπερωρία και υπερεργασία του, η οποία (εναγομένη) επιπλέον, εάν είχε την υπόνοια ότι ο ενάγων δεν ήταν ικανοποιημένος από τον ανωτέρω τρόπο πληρωμής, δεν θα του κατέβαλε τις ανωτέρω αποδοχές. Επιπλέον, η εναγομένη δεν θα του κατέβαλε ούτε το ποσό των ευρώ 15.000 ως αποζημίωσή του, κατόπιν της οικειοθελούς του αποχώρησης, εάν υποψιάζονταν ότι ο ενάγων θα εγείρει απαιτήσεις όχι μόνον για τις δύο επιπλέον ώρες εργασίες του καθημερινά, αλλά επιπροσθέτως θα ελάμβανε ως βάση υπολογισμού αυτών (υπερεργασίας και υπερωρίας) τις υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του. Επιπροσθέτως, είχε γίνει αποδεκτό από τον ενάγοντα ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, που ελάμβανε μηνιαίως, αποτελούσαν το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του, που περιελάμβανε και τις αποδοχές για τις προαναφερόμενες αιτίες, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση μέχρι την άσκηση της αγωγής, ουδέποτε ασκήθηκαν υπ’ αυτού οικονομικές διεκδικήσεις, ο οποίος μάλιστα επεδίωξε την φαινομένη ναυτολόγησή του προκειμένου να συνεχίζει να ασφαλίζεται στο ΝΑΤ, δημιουργώντας την εδραία πεποίθηση στην εναγομένη ότι θα έθετε υπ’ όψη της (εναγομένης), οιαδήποτε αντίρρησή του, ως προς τον τρόπο καταβολής και το ύψος της αμοιβής του και, συνεπώς ότι δεν έχει σχετικό δικαίωμα. Κατά την εκκαλουμένη απόφαση, η επί μακρό χρόνο καταβολή εκ μέρους της εναγομένης στον ενάγοντα πολλαπλάσιων των νομίμων αποδοχών, προφανώς, τελεί σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του ενάγοντος, που επιθυμούσε την απολαβή των ανωτέρω αμοιβών, με την άσκηση δε του δικαιώματος της ενάγοντος, επιχειρείται η ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε, στο πλαίσιο της ομαλής εργασιακής σχέσης και η πρόκληση στην εναγομένη, αντίστοιχου με την αμοιβή της υπερεργασίας και υπερωριακής εργασίας ποσού, επαχθών συνεπειών, που είναι η επιβολή σε αυτήν πρόσθετης υποχρέωσης για καταβολή αμοιβής για εργασία, που ήδη έχει ικανοποιηθεί και με το παραπάνω, εμφανίζουσα επιπλέον αυτή ως οφειλέτρια, μολονότι ανταποκρινόταν στις οικονομικές της υποχρεώσεις έναντι αυτού, προξενώντας δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική της ζωή και πλήττοντας τη φήμη της δια της δημιουργίας της εντύπωσης ότι δεν καταβάλει σε εργαζόμενους της τα νόμιμα. Ήδη ο ενάγων, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής του, πλήττει τις ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης αποφάσεως διότι, κατά κακή και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, με ελλιπή αιτιολογία και κάνοντας δεκτά πραγματικά περιστατικά που δεν προτάθηκαν από τους διαδίκους, απέρριψε τις ανωτέρω απαιτήσεις του, ενώ εάν ορθά εφάρμοζε και ερμήνευε την ανωτέρω διάταξη και ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις, έπρεπε να απορρίψει την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης ως αόριστη, άλλως ως αβάσιμη. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως εφεσίβλητος παραδεκτώς (ΑΠ 352/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συμπληρώνοντας το πραγματικό του ανωτέρω ισχυρισμού της, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος, αναφέρει επιπλέον των ανωτέρω ότι, οι ένδικες αξιώσεις ασκούνται υπό του ενάγοντος καταχρηστικώς και εκ του λόγου ότι: (α) η απασχόλησή του, υπό ιδιότυπο καθεστώς, ήτοι τυπικώς ναυτολογημένος και ασφαλισμένος στο ΝΑΤ, καίτοι παρείχε αμιγώς χερσαία εργασία, είχε γίνει κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών και προς εξυπηρέτηση του ίδιου, ο οποίος επιθυμούσε να παραμείνει ασφαλισμένος στο ΝΑΤ, καίτοι εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου. Επιπλέον, επιθυμία του ίδιου ήταν να αναλάβει τη θέση αυτή εργασίας, περιοριζόμενος αμιγώς σε διοικητικά καθήκοντα, έχοντας απασχοληθεί για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε πλοία ως δόκιμος και μηχανικός Γ, η ίδια δε καλόπιστα και στο πλαίσιο συνεργασίας των μερών, είχε επιλέξει να διευκολύνει τον ενάγοντα, αποδεχόμενη το καθεστώς αυτό της ιδιότυπης απασχόλησής του, ώστε να τον αμείβει και να τον ασφαλίζει σύμφωνα με τα όσα είχαν συμφωνήσει τα μέρη. Ο ενάγων δε αποδεχόμενος τη συμφωνία αυτή και λαμβάνοντας επί σειρά ετών τις συμφωνημένες αποδοχές του, όπως αυτές καταχωρούνταν στις εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας που του χορηγούνταν τακτικά και μηνιαίως, είχε πλήρη εικόνα του τι του καταβάλλεται και για ποια αιτία. Οι αποδοχές δε αυτές ήταν επαρκέστατες για έναν υπάλληλο γραφείου, ο οποίος εκτελούσε αμιγώς διοικητικές εργασίες επιβοηθητικού χαρακτήρα, μην έχοντας ιδιαίτερο φόρτο εργασίας, αλλά τηρώντας το οκτάωρο και πενθήμερο της απασχόλησής του, χωρίς να υφίσταται λόγος να εργάζεται καθ’ υπέρβαση αυτού, (β) είχε γίνει αποδεκτό και από τον ίδιο τον ενάγοντα ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές που ελάμβανε (με δεδομένο ότι δεν υφίστατο κλαδική ΣΣΕ που να δεσμεύει τα μέρη, ώστε οι καταβλητέες αποδοχές να συμπίπτουν με τις κατώτατες νόμιμες) κάθε μήνα, αποτελούσαν το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών που περιελάμβανε τις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε αιτία, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση μέχρι την άσκηση της αγωγής του, ούτε ακόμη και κατά τη λύση της εργασιακής του σχέσης με την οικειοθελή του αποχώρηση, (γ) ακόμη και η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λύθηκε κατά προνομιακό γι’ αυτόν τρόπο, καθώς έλαβε το ποσό των 15.000 ευρώ ως αποζημίωση, καίτοι επρόκειτο περί οικειοθελούς αποχώρησης του ίδιου στο πλαίσιο άτυπου προγράμματος εθελούσιας εξόδου, το οποίο εκπόνησε η ίδια (εναγομένη), ώστε να μην υφίστατο νομικά υποχρέωση της για την καταβολή αποζημίωσης για τη λύση της εργασιακής σχέσης. Αν ο ενάγων πράγματι είχε απασχοληθεί κατά τις ημέρες και ώρες που επικαλείται με την αγωγή του και υφίσταντο συναφείς αξιώσεις που θα μπορούσε να προβάλει εναντίον της, αυτή θα είχε τουλάχιστον μεριμνήσει στο πλαίσιο της ως άνω αποχώρησης του ενάγοντος να προβεί σε μία ειδικότερη συμφωνία με αυτόν, ώστε το ανωτέρω ποσό των 15.000 ευρώ που του κατέβαλε  να δύναται να καλύψει και τις συναφείς αξιώσεις ή εν γένει τις οποιοδήποτε αξιώσεις τις οποίες μπορεί να διατηρούσε εκ της απασχόλησής του στην εναγομένη. Τούτο βέβαια δεν συνέβη, καθώς από την επί μακρόν απασχόλησή του στα πλαίσια της ένδικης σύμβασης εργασίας, χωρίς να προβάλει οποιοδήποτε παράπονο ή διαμαρτυρία για οποιαδήποτε αιτία, ούτε ακόμη και κατά το χρονικό στάδιο της αποχώρησής του από την εναγομένη και από τη συστηματική λήψη των μηνιαίων αποδείξεων μισθοδοσίας του, χωρίς επίσης να προβάλει το παραμικρό, της είχε δημιουργήσει την εδραία πεποίθηση ότι οι αποδοχές που του καταβάλλονταν ήταν οι προσήκουσες και ανταποκρίνονταν στις αληθείς συνθήκες απασχόλησής του, (δ) από τις πραγματικές συνθήκες απασχόλησης αυτού (ενάγοντος), η αξίωση από μέρους του για καταβολή επιπρόσθετων αποδοχών για φερόμενη εργασία καθ’ υπέρβαση του οκταώρου της απασχόλησης του, επάγεται γι’ αυτήν (εναγομένη) ιδιαιτέρως επαχθείς επιπτώσεις που συνίστανται στην καταβολή επιπλέον αποδοχών των συμφωνηθεισών και ήδη καταβληθεισών. Τελεί δε σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος, ο οποίος απασχολούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί για τυχόν οφειλές προς το πρόσωπό του από οποιαδήποτε αιτία, παρά τους όψιμους ισχυρισμούς του περί τούτου και ενώ λάμβανε πολλαπλάσιες των νομίμων αποδοχές, δημιουργώντας ούτως την ακλόνητη πεποίθηση σε αυτήν ότι, θα έθετε υπόψη της οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς τον τρόπο καταβολής και το ύψος της αμοιβής του αν υφίστατο και συνεπώς ότι δεν έχει σχετικό δικαίωμα. Με την άσκηση επομένως του δικαιώματος αυτού του ενάγοντος, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, επιχειρείται η ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της ομαλής εργασιακής σχέσης και η πρόκληση σε αυτήν αντίστοιχων, με τις αιτούμενες και γενόμενες δεκτές αμοιβές για τις επίδικες αιτίες επαχθών συνεπειών, που είναι η επιβολή σε αυτήν πρόσθετης υποχρέωσης για καταβολή αμοιβής για εργασία που ήδη έχει ικανοποιηθεί, εμφανίζουσα πλέον αυτήν ως οφειλέτρια, μολονότι ανταποκρινόταν στις οικονομικές της υποχρεώσεις απέναντι στον αντίδικό της και προξενώντας τοιουτοτρόπως δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική της ζωή, πλήττοντας τη φήμη της δια της δημιουργίας της εντυπώσεως ότι δεν καταβάλλει σε εργαζόμενους της τα νόμιμα. Τέλος, (ε) κατ’ αποτέλεσμα, στην αδόκητη περίπτωση που γίνει δεκτό ότι ο ενάγων παρείχε οποιαδήποτε εργασία καθ’ υπέρβαση του πενθημέρου και οκταώρου συστήματος εργασίας, γεγονός που αρνείται, θα πρέπει τουλάχιστον να απορριφθούν οι συναφείς αξιώσεις του ενάγοντος ως καταχρηστικώς ασκηθείσες, γενόμενης δεκτής της υπό κρίση ένστασης εκ του άρθρου 281 ΑΚ και απορριπτόμενου του τετάρτου λόγου έφεσής του. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης, περί καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος των ενδίκων αξιώσεών του, όπως αυτός παραδεκτώς πλέον συμπληρώθηκε από την ίδια (εναγομένη), με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και κατόπιν της δέουσας εκτιμήσεως αυτού και ιδίως της αναφοράς υπό της εναγομένης, κατ’ ακριβή διατύπωση ότι «… είχε γίνει αποδεκτό και από τον ενάγοντα ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές που λάμβανε (με δεδομένο ότι δεν υφίστατο κλαδική ΣΣΕ που να δεσμεύει τα μέρη ώστε οι καταβλητέες αποδοχές να συμπίπτουν με τις κατώτατες νόμιμες) κάθε μήνα αποτελούσαν το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών που περιλάμβανε τις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε αιτία, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση μέχρι την άσκηση της αγωγής του, ούτε ακόμη και κατά τη λύση της εργασιακής του σχέσης με την οικειοθελή του αποχώρηση…», ότι αυτή επικαλείται συμφωνία των διαδίκων ότι, οι καταβαλλόμενες, κατά τη λειτουργία της επίδικης σύμβασης υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα εκάλυπταν και οποιαδήποτε άλλη απαίτηση του ενάγοντος για τυχόν εργασία του πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ημερησίως και εβδομαδιαίως χρόνου εργασίας του, για εργασία του κατά την έκτη ημέρα αναπαύσεως, κατά τις ημέρες Κυριακής, καθώς επίσης και τις απαιτήσεις του για μη χορήγηση έτερης ημέρας αναπαύσεως και για διαφορές δώρων εορτών, τυγχάνει νόμιμος και ορισμένος. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, απεδείχθη ότι, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης εργασίας, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο ενάγων θα εργάζεται κατά τις καθημερινές ημέρες ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή επί οκτώ ώρες ημερησίως και θα λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέπονται για την ειδικότητα του Γ Μηχανικού από τις αντίστοιχες ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων, πλην του επιδόματος τροφοδοσίας και του επιδόματος Γ Μηχανικού. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι οι ανωτέρω αποδοχές θα καλύπτουν και τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για εργασία του χρονικά, πέραν της ανωτέρω συμφωνηθείσας. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο άγεται εκ του γεγονότος ότι η εναγομένη, τέτοιο ισχυρισμό δεν προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επιπλέον η ίδια αρνείται ότι ο ενάγων εργάσθηκε πέραν των καθημερινών από Δευτέρα έως Παρασκευή και πλέον των οκτώ ωρών ημερησίως. Εξάλλου, τέτοια συμφωνία, την οποία ο ενάγων αρνείται, δεν αποδείχθηκε ούτε από τα προσκομισθέντα υπό των διαδίκων αποδεικτικά μέσα. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά τη λειτουργία της επίδικης σύμβασης εργασίας, ο ενάγων κατά τις ανωτέρω αναφερόμενες καθημερινές ημέρες και ουσιαστικά καθημερινά, εργαζόταν επί δέκα ώρες ημερησίως και κατά τα χρονικά διαστήματα που διενεργούντο επισκευές στα πλοία της εναγομένης, όπως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω, εργαζόταν επί δώδεκα ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, καθώς επίσης και τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακών που αποδείχθηκαν ανωτέρω, επί δώδεκα ώρες κατά μέσο καθ’ εκάστη, χωρίς η εναγομένη να του καταβάλει αμοιβή, πέραν των αρχικώς συμφωνηθέντων αποδοχών του. Παράλληλα, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για το γεγονός ότι η εναγομένη δεν του κατέβαλε πρόσθετη αμοιβή για την ανωτέρω εργασία του, ούτε ότι της έθεσε ποτέ ζήτημα αμοιβής του για την εργασία του αυτή. Εν τούτοις, αν και κατ’ αρχήν η αρχική σύμβαση μπορεί με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 185, 191 και 193 ΑΚ, προκύπτει ότι για την εν λόγω τροποποίηση απαιτείται πρόταση και αποδοχή. Και η εναγομένη, επικαλείται μεν για τον ενάγοντα ότι είχε «… γίνει αποδεκτό και από τον ενάγοντα ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές που λάμβανε (με δεδομένο ότι δεν υφίστατο κλαδική ΣΣΕ που να δεσμεύει τα μέρη ώστε οι καταβλητέες αποδοχές να συμπίπτουν με τις κατώτατες νόμιμες) κάθε μήνα αποτελούσαν το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών που περιλάμβανε τις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε αιτία, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση μέχρι την άσκηση της αγωγής του, ούτε ακόμη και κατά τη λύση της εργασιακής του σχέσης με την οικειοθελή του αποχώρηση …» πλην όμως η ίδια, δεν επικαλείται, αλλά κυρίως δεν αποδεικνύει ότι προηγήθηκε της αποδοχής του ενάγοντος, μια ιδική της πλήρης πρόταση με το ανωτέρω περιεχόμενο, ότι δηλαδή οι συμφωνηθείσες κατά την πρόσληψη αποδοχές του θα περιελάμβαναν και τυχόν εργασία του πέραν των χρονικών ορίων μηνιαίως και εβδομαδιαίως που αρχικώς είχαν συμφωνήσει. Επομένως, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι έστω δια της σιωπηρής υπό του ενάγοντος αποδοχής προηγούμενης προτάσεως της εναγομένης τροποποιήθηκε η περί αμοιβής συμφωνία. Μάλιστα, η εναγομένη κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσεκομίσε από το οποίο να προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εν λόγω εργασιακής σχέσης, τροποποιήθηκε η αρχική σύμβαση εργασίας ως προς το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος, ούτε οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν με επιμέλειά της έκαναν λόγο για τροποποίηση της αρχικής σύμβασης στο εν λόγω σημείο, αντίθετα, άπαντες (μάρτυρες εναγομένης) κατέθεσαν ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν πέραν των οκτώ ωρών κατά τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή. Επομένως, δεν προέκυψε συμφωνία των διαδίκων με την οποία οι ανωτέρω συμφωνηθείσες αμοιβές του ενάγοντος θα εκάλυπταν εργασία πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως και πέραν των πέντε ημερών και δη από Δευτέρα έως Παρασκευή, εβδομαδιαίως. Εξάλλου, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι δια της ανωτέρω φράσεως η εναγομένη, ισχυρίζεται ότι, ο ενάγων παραιτήθηκε από τις εν λόγω αξιώσεις του, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς οι απαιτήσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται, αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, απεδείχθη ότι, στα πλαίσια προγράμματος εθελουσίας αποχώρησης που εκπόνησε η εναγομένη, ο ενάγων απεχώρησε από την ανωτέρω εργασία του οικειοθελώς και, εκ του λόγου τούτου, έλαβε υπό της εναγομένης ως αποζημίωση το ποσό των 15.000 ευρώ. Εν τούτοις, η εναγομένη δεν ισχυρίσθηκε, αλλά ούτε απέδειξε ότι είχε συμφωνήσει με τον ενάγοντα ότι θα κατέβαλε το ποσό αυτό, κατόπιν διαβεβαίωσης του ενάγοντος ότι δεν θα ασκήσει τις νόμιμες απαιτήσεις του από την ανωτέρω εργασία. Και πράγματι ο ενάγων, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται, καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της ένδικης σύμβασης εργασίας, αλλά και κατά την αποχώρησή του από την εργασία του, ουδέποτε ήγειρε ζήτημα για τη μη καταβολή των αμοιβής που εδικαιούτο από την εργασία του πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου ημερησίως και εβδομαδιαίως, ουδέποτε προέβαλε παράπονο για τις αποδοχές του, ουδέποτε όχλησε την εναγομένη προκειμένου να του καταβάλει την αμοιβή του για την ανωτέρω πέραν του συμφωνημένου ωραρίου εργασία του. Εν τούτοις, η συμπεριφορά του αυτή δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση στην εναγομένη ότι αυτός δεν θα ασκήσει τα ένδικα δικαιώματά του. Εξάλλου, η ανωτέρω συμπεριφορά του ενάγοντος, σε συνδυασμό με την ανεπιφύλακτη υπ’ αυτού είσπραξη της συμφωνηθείσας, έστω και κατά πολύ ανώτερης των κατώτατων προβλεπομένων νομίμως αποδοχών, εφόσον δεν απεδείχθη η συνδρομή έτερων ειδικών περιστάσεων, όπως αναλύεται και στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν δύναται να καταστήσει καταχρηστική την αξίωση αυτού των ανωτέρω απαιτήσεών του, οι οποίες απεδείχθησαν βάσιμες στην ουσία τους. Θα πρέπει ειδικώς να αναφερθεί ότι το γεγονός ότι ο ενάγων, για την παρασχεθείσα ανωτέρω εργασία του είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως αποδοχές σαφώς ανώτερες των κατώτατων νομίμως προβλεπομένων, δεν ηδύνατο να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός δεν θα αξιώσει αμοιβή για την εργασία του πέραν του συμφωνημένου και νομίμου ωραρίου του, εφόσον η ίδια εγνώριζε ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή αφορούσε μόνον την εργασία του ενάγοντος από Δευτέρα έως και Παρασκευή επί οκτάωρο, όπως επίσης εγνώριζε ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν του χρόνου αυτού. Εξάλλου, ειδικές περιστάσεις δεν αποτελούν το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν ασφαλισμένος στο ΝΑΤ κατά την επίδικη περίοδο, ούτε ότι η εναγομένη τον εμφάνιζε ναυτολογημένο στα πλοία της αν και εργαζόταν στο τεχνικό τμήμα στην έδρα της, έστω κι αν γίνει δεκτό ότι οι διάδικοι κατέληξαν σε αυτή τη συμφωνία κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, ούτε το γεγονός ότι οι συμφωνηθείσες αποδοχές του ήταν επαρκέστατες για τις εργασίες που παρείχε αυτός, εφόσον ο μηνιαίος μισθός του για εργασία επί πενθήμερο και οκτάωρο, ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας των διαδίκων. Τέλος, οι επικαλούμενες από την εναγομένη επαχθείς συνέπειες που θα της προκαλέσει η καταβολή των οφειλομένων στον ενάγοντα ανωτέρω απαιτήσεών του, όπως αυτές ανωτέρω απεδείχθησαν, σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του, δεν καθιστούν μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη την υπό του ενάγοντος αξίωση των ενδίκων και αποδειχθέντων απαιτήσεών του. Ενόψει των ανωτέρω, τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της η περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ανωτέρω ένσταση της εναγομένης. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον βάσιμο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, η οποία δέχθηκε ότι η αξίωση του ενάγοντος προς είσπραξη των οφειλομένων σε αυτόν αμοιβών για την υπ’ αυτού παρασχεθείσα υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωρία, κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2015 έως 2.9.2018, τυγχάνει καταχρηστική, δεχόμενη στην ουσία της ως βάσιμη την ένταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος και απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή ως προς τις ανωτέρω απαιτήσεις και πρέπει, κατά τούτο να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την ένδικη υπόθεση, να απορρίψει την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ως αβάσιμη στην ουσία της. Ο ενάγων, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι η εναγομένη κατ΄ επανάληψη στην έφεσή της αναφέρει ότι αυτός, προς απόδειξη των αγωγικών του ισχυρισμών δεν προσεκόμισε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) ή γραπτά μηνύματα ή την κατάσταση κλήσεων του κινητού του τηλεφώνου, ήτοι έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι παρείχε την εργασία που ανωτέρω αποδείχθηκε ότι παρείχε, αναφέροντας ότι πέραν των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ο ίδιος κατέχει και προσεκόμισε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν έχει στην κατοχή του έτερα ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία ελάμβανε ή απέστελνε κατά τη διάρκεια της επίδικης συνεργασίας που αφορούσαν την εν λόγω εργασιακή σχέση, επιπλέον δε, δεν έχει πρόσβαση σε αυτά μετά την αποχώρησή του από την εργασία του, όπως επίσης δεν έχει πρόσβαση και στις καταστάσεις κλήσεων και τα μηνύματα του κινητού του τηλεφώνου, διότι η μεν ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων εγίνετο μέσω συστήματος που διατηρούσε η εναγομένη, το δε κινητό τηλέφωνο που αυτός χρησιμοποιούσε κατά την επίδικη περίοδο του το είχε παραχωρήσει η εναγομένη. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, η απασχόλησή του εκτός του συμφωνημένου ωραρίου δύναται να αποδειχθεί από τα εν λόγω στοιχεία τα οποία ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είτε ευρίσκονται εις χείρας της εναγομένης, είτε μπορεί να τα αποκτήσει μόνον αυτή και ζήτησε όπως η εναγομένη προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα. Παράλληλα, ζήτησε όπως αυτή προσκομίσει και το αρχείο του ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής εισόδου – εξόδου της εσωτερικής θύρας του κτιρίου, όπου στεγάζονταν τα γραφεία της, καθώς επίσης και το βιβλίο αδειών του Ν. 4254/2014 το οποίο η ίδια τηρεί. Επί του αιτήματος του ενάγοντος περί επίδειξης των ανωτέρω εγγράφων, η εναγομένη, δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απήντησε ειδικώς για την ηλεκτρονική αλληλογραφία και το αρχείο ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής εισόδου και εξόδου της εσωτερικής θύρας του κτιρίου όπου στεγάζονταν, αναφέροντας αφενός μεν ότι  το αίτημα αυτό τυγχάνει αόριστο, διότι ο ενάγων δεν προσδιορίζει το έγγραφο και το περιεχόμενο του οποίου η επίδειξη ζητείται, αλλά ούτε ποίο χρονικό διάστημα αφορά, αφ’ ετέρου δε ότι ο ίδιος (ενάγων) δεν απέδειξε ότι αυτά ευρίσκονται στην κατοχή της, ενόψει και του χρόνου που τα έγγραφα αυτά αφορούν και του όγκου τους. Δεδομένου ότι, ο ενάγων, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης της κατοχής των εν λόγω εγγράφων υπό της εναγομένης, η οποία εκτιμάται ότι αρνείται την κατοχή τους, κατόπιν της ανωτέρω απάντησής της επί του εν λόγω αιτήματος του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί, εκ του λόγου τούτου, το αίτημα επίδειξης των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της κίνησης των κλήσεων του κινητού τηλεφώνου που ο ενάγων χρησιμοποιούσε κατά τη διάρκεια της επίδικης σχέσης εργασίας, καθώς και του αρχείου του ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής εισόδου – εξόδου της εσωτερικής θύρας του κτιρίου όπου στεγάζονταν τα γραφεία της εναγομένης. Ειδικώς όσον αφορά στο βιβλίων αδειών το οποίο κατά το νόμο διατηρεί η εναγομένη, ως προς το οποίο η τελευταία καμία αναφορά δεν έκανε στην προσθήκη επί των προτάσεων, ενόψει του ότι πρόκειται για βιβλίο το οποίο η εναγομένη οφείλει να τηρεί κατά το νόμο, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη κατέχει τούτο αφού δεν αρνήθηκε ειδικώς την κατοχή του, πλην όμως το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι, δεν συντρέχει περίπτωση όπως γίνει δεκτό το αίτημα επίδειξης του εν λόγω βιβλίου, το οποίο (αίτημα) είναι ορισμένο έστω κι αν δεν αναφέρει τις ειδικότερες σελίδες αυτού, των οποίων η επίδειξη ζητείται, διότι ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του δεν εγείρει απαιτήσεις για μη χορήγηση άδειας αναψυχής. Εξάλλου, ούτε εμμέσως μπορεί να χρησιμεύσει η προσκόμιση αντιγράφων του εν λόγω βιβλίου προς απόδειξη της ένδικης αγωγής, διότι η μη χορήγηση αδείας αναψυχής, δεν δύναται έστω και εμμέσως να συμβάλει στο αμφισβητούμενο θέμα μεταξύ των διαδίκων περί των ωρών και ημερών απασχόλησης του ενάγοντος κατά την επίδικη περίοδο.               Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 709,95 για διαφορές αποδοχών, το ποσό των ευρώ (7.284,48 + 2.974,25 + 718,50 =) 10.977,23 για αμοιβή υπερεργασίας, το ποσό των ευρώ (21.069,65 + 5.122,81 + 1.336,72=) 27.529,18 για αποζημίωση κατ’ εξαίρεσης (παράνομης) υπερωρίας, το ποσό των ευρώ 10.796,64 για την εργασία του τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 5.099,40 το οποίο αποτελεί την ωφέλεια της εναγομένης αλλά και τη νόμιμη προσαύξηση 75% για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.983,52 που αποτελεί την ωφέλεια της εναγομένης από τη μη παροχή στον ενάγοντα άλλης ημέρας αναπαύσεως ενόψει της εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 820,24 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2015, το ποσό των ευρώ 405,96 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2016, το ποσό των ευρώ 789,92 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2016, το ποσό των ευρώ 525,29 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2017, το ποσό των ευρώ 708,36 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2017, το ποσό των ευρώ 372,41 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των ευρώ 1.206,83 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2018, το ποσό των ευρώ 503,68 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2019 και το ποσό των ευρώ 182,16 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019 και συνολικά το ποσό των ευρώ 62.610,77, εκ του οποίου, (Ι) ποσό ευρώ 45.408,74 και δη το ποσό των ευρώ (21.069,65 + 5.122,81 + 1.336,72=) 27.529,18 για αποζημίωση κατ’ εξαίρεσης (παράνομης) υπερωρίας, το ποσό των ευρώ 10.796,64 για την εργασία του τις ανωτέρω ημέρες Σαββάτου, το ποσό των ευρώ 5.099,40 το οποίο αποτελεί την ωφέλεια της εναγομένης αλλά και τη νόμιμη προσαύξηση 75% για την εργασία του κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 1.983,52 που αποτελεί την ωφέλεια της εναγομένης από τη μη παροχή στον ενάγοντα άλλης ημέρας αναπαύσεως ενόψει της εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες Κυριακής, από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. (ΙΙ) Εκ του υπολοίπου ποσού των ευρώ 17.202,03 η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα (α) το ποσό των ευρώ 17.019,87 και δη το ποσό των ευρώ 709,95 για διαφορές αποδοχών, το ποσό των ευρώ (7.284,48 + 2.974,25 + 718,50 =) 10.977,23 για αμοιβή υπερεργασίας, το ποσό των ευρώ 820,24 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2015, το ποσό των ευρώ 405,96 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2016, το ποσό των ευρώ 789,92 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2016, το ποσό των ευρώ 525,29 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2017, το ποσό των ευρώ 708,36 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2017, το ποσό των ευρώ 372,41 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των ευρώ 1.206,83 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2018 και το ποσό των ευρώ 503,68 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2019, από της λύσεως της επίδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ήτοι την 5.9.2019 και (β) το ποσό των ευρώ 182,16 που αφορά υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019, από την 1.1.2020. Η εναγομένη, με τον έκτο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσής της, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως επεδικάσθηκαν τόκοι από της λύσεως της επίδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ενώ έπρεπε να επιδικασθούν από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 342 ΑΚ, εκ του λόγου ότι,  η καθυστέρηση στην καταβολή των απαιτήσεων του ενάγοντος, οφείλεται σε γεγονός για το οποίο αυτή δεν υπέχει ευθύνη και συγκεκριμένα (α) στο γεγονός ότι ο ενάγων ουδέποτε την όχλησε, έστω και εξωδίκως, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης προς καταβολή των ανωτέρω ποσών, παρά για πρώτη φορά με την ένδικη αγωγή του, επιπλέον δε (β) λόγω του ανεκκαθάριστου των ενδίκων απαιτήσεων και των ευλόγων αμφιβολιών της περί της υπάρξεως ή της εκτάσεως αυτών, με αποτέλεσμα, το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης τόκων επί των ενδίκων απαιτήσεων από χρόνο προ της επιδόσεως της αγωγής, να τυγχάνει απορριπτέο. Ο ισχυρισμός αυτός και ο συναφής έκτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης κατά τούτο, ο οποίος αφορά στις αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ απαιτήσεις και συνολικού ποσού ευρώ 17.019,87 και δη το ποσό των ευρώ 709,95 για διαφορές αποδοχών, το ποσό των ευρώ (7.284,48 + 2.974,25 + 718,50 =) 10.977,23 για αμοιβή υπερεργασίας, το ποσό των ευρώ 820,24 ως υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2015, το ποσό των ευρώ 405,96 για υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2016, το ποσό των ευρώ 789,92 για υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2016, το ποσό των ευρώ 525,29 για υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2017, το ποσό των ευρώ 708,36 για υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2017, το ποσό των ευρώ 372,41 για υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2018, το ποσό των ευρώ 1.206,83 για υπόλοιπο Δώρου Χριστουγέννων 2018 και το ποσό των ευρώ 503,68 για υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2019, το οποίο (ποσό) η εναγομένη οφείλει να καταβάλει νομιμοτόκως από της λύσεως της επίδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ήτοι την 5.9.2019, όπως ζητείται και (β) το ποσό των ευρώ 182,16 που αφορά υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019, από την 1.1.2020, ενόψει του ότι τις υπόλοιπες ανωτέρω υπό στοιχείο (Ι) απαιτήσεις  η εναγομένη οφείλει τόκους από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Τούτο διότι, για τις ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενες απαιτήσεις (διαφορές αποδοχών μεταξύ καταβληθέντων και συμφωνημένων και αμοιβή υπερεργασίας αυτού, ήτοι μισθοί εν ευρεία εννοία και δώρα εορτών), δεν απαιτείτο όχληση της εναγομένης υπό του ενάγοντος, εφόσον, όπως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, για την καταβολή των εν λόγω απαιτήσεων ορίζεται από το νόμο δήλη ημέρα καταβολής τους. Εξάλλου, δεν απεδείχθη ότι συνέτρεξε λόγος άρσης της υπερημερίας της εναγομένης και δη το ανεκκαθάριστο των εν λόγω απαιτήσεων, όπως αβασίμως η ίδια υποστηρίζει, εκ του λόγου ότι όσον αφορά τις οφειλόμενες υπ’ αυτής ανωτέρω αποδειχθείσες διαφορές αποδοχών, η εναγομένη εγνώριζε το ύψος του συμφωνημένου μισθού και του χρόνου καταβολής του, όσον αφορά δε στις ανωτέρω αποδειχθείσες απαιτήσεις του ενάγοντος για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερεργασία, διότι απεδείχθη ότι, η εναγομένη, ως εργοδότρια αυτού, εγνώριζε την ανωτέρω αποδειχθείσα παρασχεθείσα υπό του ενάγοντος, πέραν του νομίμου ωραρίου, σε εβδομαδιαία βάση, εργασία του και των αποδοχών επί των οποίων αυτά υπολογίζονται, όσον δε αφορά τέλος τις διαφορές των δώρων εορτών, αφενός μεν εγνώριζε τις αποδοχές επί των οποίων αυτά υπολογίζονται και το χρόνο καταβολής τους.

Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, γενομένων δεκτών των ανωτέρω ειδικώς αναφερομένων λόγων αμφότερων των ενδίκων εφέσεων και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ.) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμω βάσιμη, ως ανωτέρω στην οικεία θέση της παρούσας αναφέρεται και επαρκώς ορισμένη, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 62.610,77, νομιμοτόκως, το ποσό των ευρώ 45.408,74, από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, το ποσό των ευρώ 17.019,87, από της λύσεως της επίδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ήτοι από την 5.9.2019 και το ποσό των ευρώ 182,16, από την 1.1.2020. Όσον αφορά το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου, ενώ όσον αφορά το αίτημα της εκκαλούσας – εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τέλος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος υπ’ αυτού, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 03-05-2022, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………/03-05-2022 και με αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……../04-05-2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος και την από 14-10-2022, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./14-10-2022 και με αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./14-10-2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 2743/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή, κατά τα λοιπά.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων δέκα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (ευρώ 62.610,77), νομιμοτόκως (α) το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων οκτώ ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (ευρώ 45.408,74) από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, (β) το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων δεκαεννέα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (ευρώ 17.019,87) από την 5.9.2019 και (γ) το ποσό εκατόν ογδόντα δύο ευρώ και δεκαέξι λεπτών (ευρώ 182,16) από την 1.1.2020.

Απορρίπτει το αίτημα εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν σαράντα (3.140,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 14.9.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ