Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 684/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός απόφασης    684/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση οι α)  από 10-1-2017  με ειδ. αριθ. κατάθ. …… και β) από 12-1-2017 με ειδ. αριθ. κατάθ. …… εφέσεις κατά της με αρ.  2340/2016 εν μέρει οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  και  πρέπει  να συνεκδικαστούν,  καθόσον προσβάλλουν την ίδια απόφαση και είναι συναφείς μεταξύ τους, ενώ με τη συνεκδίκασή τους επέρχεται μείωση των εξόδων και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 524 § 1, 246 ΚΠολΔ).            Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 β΄  ΚΠολΔ, το ένδικο μέσο της έφεσης συγχωρείται μόνο κατά ορι­στικών αποφάσεων, που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγω­γή ή την ανταγωγή,  αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφε­ση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321 και 539 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, οριστική απόφαση είτε του πρωτοβάθμιου είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, που απεκδύει το δικαστή της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς. Σε έφεση υπόκεινται μόνο οι «εν όλω» οριστικές αποφάσεις. Οι εν μέρει οριστικές δεν υπόκεινται σε έφεση ούτε ως προς τις οριστικές τους διατάξεις (ΑΠ 7/2003 ΕλλΔνη 44.482, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. ε’,  παράγρ. 207 και 223 επ.). Εν μέρει οριστική είναι μεταξύ άλλων και η απόφαση, με την οποία περατώνεται η δίκη σε ορισμένο κεφάλαιο μόνο αυτής, ενώ για τα υπόλοιπα εξακολουθεί να είναι εκκρεμής, και εκείνη που δέχεται την αγωγή ως προς ορισμένα κονδύλια, ενώ ως προς άλλα αναστέλλει την πρόοδο της δίκης. Σκοπός της απαγορεύσεως είναι η αποφυγή κατατμήσεως της διαφοράς. Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 513 ΚΠολΔ σε συνδυα­σμό και με εκείνη του άρθρου 218 § 1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι, σε πε­ρίπτωση αντικειμενικής σώρευσης αι­τήσεων παροχής έννομης προστασίας του ίδιου ενάγοντος κατά του ιδίου ενα­γομένου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση που περατώνει τη δίκη ως προς μία αίτη­ση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προ­σβολή με τα πιο πάνω ένδικα μέσα, ιδί­ως όταν οι αξιώσεις που υποβλήθηκαν τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξάρτησης, δηλαδή η μία είναι παρεπόμενη της άλ­λης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτά­ται από την επίλυση της άλλης. Έτσι, επί αντικειμενικής σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων αγω­γών και αιτήσεων δεν επιτρέπεται αυτο­τελώς έφεση προτού περατωθεί οριστι­κώς η δίκη ως προς όλες τις αγωγές και αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγρα­φο (ΑΠ 409/2009, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1060/2004, ΑΠ 708/2003, ΕΠατρ 322/2011, ΕΠατρ 982/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1961/2008 ΕλΔνη 2009.1101, ΕΑ 1265/2007 ΝΟΜΟΣ). Ο προαναφερόμενος κανόνας του άρθρου 513 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ κάμπτε­ται, όταν δικάζεται αγωγή και ανταγωγή και εκδίδεται οριστική απόφαση για τη μία από αυτές και μη οριστική για την άλλη και στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς ένα ή μερικούς ομοδί­κους, μη οριστική δε ως προς τους λοι­πούς (ΑΠ 1736/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 337/2010 ΕΠΟΛΔ 2010.851, ΕΑ 479/2008 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, στις οποίες περιλαμβάνεται το εκκλητό της εκκαλούμενης απόφασης, τότε το Δικαστήριο απορρίπτει την έφεση αυτή ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 532 ΚΠολΔ (ΑΠ 7/2003 ΕλΔνη 44.482, ΕΔωδ 56/2014, ΕΑ 1265/2007 ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 14-12-2014 αγωγή του ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι  με το από 1-1-1984 ιδιωτικό συμφωνητικό, νομίμως δημοσιευθέν στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πρώτη εναγομένη και ο θείος του ……… συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», αόριστης διάρκειας, με σκοπό την παρασκευή και πώληση τυροπιτών  και συναφών εδεσμάτων, της οποίας διαχειρίστρια ορίστηκε η πρώτη εναγομένη με ποσοστό συμμετοχής 90%. Ότι με το από Φεβρουαρίου 1996 ιδιωτικό συμφωνητικό, που κατάρτισε με με την πρώτη εναγομένη, η τελευταία του πώλησε το 33% της εταιρικής της συμμετοχής στην παραπάνω εταιρεία αντί τιμήματος 20.000.000 δραχμών και με τους όρους που αναφέρονταν σε αυτό, χωρίς ωστόσο να ακολουθήσει η δημοσίευση του. Ότι έκτοτε απασχολείτο στην άνω επιχείρηση με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εισπράττοντας παράλληλα και τα αναλογούντα στη συμμετοχή του κέρδη. Ότι η άτυπη συμμετοχή του στην εταιρεία διήρκεσε, με τη συναίνεση όλων των εταίρων, μέχρι το Νοέμβριο του 2001, οπότε η πρώτη εναγομένη τον κάλεσε να συμπράξει στην τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας με όρους διαφορετικούς από εκείνους που είχαν συμπεριλάβει στο προαναφερόμενο από Φεβρουάριο 1996 συμφωνητικό καθώς και να της μεταβιβάσει την εταιρική του μερίδα χωρίς αντάλλαγμα μετά την πάροδο δεκαετίας από τη δημοσίευση του τροποποιηθέντος καταστατικού, πράγμα που ο ίδιος αρνήθηκε. Ότι, στη συνέχεια, η πρώτη εναγομένη με την από 30-11-2001 εξώδικη δήλωσή της, που του επιδόθηκε στις 3-12-2001, κατήγγειλε μετά την παρέλευση τριών ημερών από την άρνησή του να συμπράξει στην τροποποίηση του καταστατικού, τη μεταξύ τους σύμβαση εταιρείας, ενώ με την από 7-12-2001 εξώδικη δήλωσή της κατήγγειλε και τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, που τον συνέδεε με την επιχείρηση. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι με την υπ’ αρ. 747/2006 αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κρίθηκε ότι  (ο ενάγων) είχε καταστεί εν τοις πράγμασι ομόρρυθμος εταίρος  της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας. Ότι μετά την προσφυγή του στα δικαστήρια, η πρώτη εναγομένη, τον Απρίλιο του 2006, μεταβίβασε  την ασκούμενη από αυτήν επιχείρηση στην εταιρεία «……» και κατέστη ετερρόρυθμη εταίρος της τελευταίας με ποσοστό 5%. Ότι, ακολούθως, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-2-2008 αγωγή του, εναντίον της ομόρρυθμης εταιρείας και της πρώτης εναγομένης, με την οποία ζητούσε α)να αναγνωριστεί ότι η από 7-12-2001 καταγγελία είναι άκυρη και καταχρηστική και ότι εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου σε αυτήν, και β) να υποχρεωθούν οι αντίδικοι του να του καταβάλλουν το ποσό των 180.000 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος του για το διάστημα από την καταγγελία μέχρι το 2007. Ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 1475/2010, ήδη τελεσίδικη, απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο το αίτημά  του περί αναγνώρισης της ιδιότητας του ομόρρυθμου εταίρου και ως αόριστο το καταψηφιστικό αίτημα για διαφυγόντα κέρδη. Ότι, όμως, στο σκεπτικό της ίδιας απόφασης το δικαστήριο δέχτηκε ότι η εν λόγω καταγγελία ήταν καταχρηστική ως αντίθετη στα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, διότι έγινε χωρίς υπαιτιότητά του και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος και ενώ επί μακρό χρονικό διάστημα του είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι έχει καταστεί ομόρρυθμος εταίρος,  αλλά με σκοπό να αποβληθεί από την εταιρεία, η οποία μάλιστα δεν τέθηκε σε εκκαθάριση. Ότι η ανωτέρω απόφαση παράγει δεδικασμένο τόσο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα, που κρίθηκε, δηλαδή την καταχρηστικότητα της καταγγελίας της εταιρικής του συμμετοχής, όσο και ως προς το δικαίωμά του για διαφυγόντα κέρδη λόγω άκαιρης – καταχρηστικής καταγγελίας. Ότι, για το χρονικό διάστημα από την άκαιρη καταγγελία  (ήτοι την 10-1-2001), άλλως από τη συζήτηση της από 1-2-2004 αγωγής του, μέχρι το έτος 2011, απώλεσε κατά πιθανότητα και με βάση τη συνήθη πορεία των πραγμάτων τα κέρδη που θα αποκόμιζε από τη συμμετοχή του στην ομόρρυθμη εταιρεία, τα οποία ανέρχονται, με βάση τις γενικά κρατούσες μεθόδους αποτίμησης μελλοντικής κερδοφορίας,  σε 1.046.142,32  ευρώ, άλλως, υπολογιζόμενα σύμφωνα με τα καθαρά ετήσια έσοδα αφαιρουμένων  των ετήσιων δαπανών, σε 801.868,02 ευρώ, άλλως, με βάση τα δηλωθέντα από την πρώτη εναγομένη ακαθάριστα έσοδα, τα πραγματικά κέρδη και τις δαπάνες, σε 662.285,90 ευρώ, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η πρώτη εναγομένη με την καταχρηστική και άκαιρη καταγγελία της εταιρικής του συμμετοχής τον απέκλεισε παράνομα και υπαίτια από την εταιρεία, επωφελούμενη  η ίδια  το ποσό της εισφοράς του και προκαλώντας του ισόποση ζημία, ήτοι κατά το ποσό των 20.000.000 δραχμών ή 58.694,05 ευρώ, που κατέβαλε ο ίδιος ως τίμημα για την αγορά του 33% του εταιρικού μεριδίου. Ότι με τα υπ’ αρ. ……. συμβόλαια, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, η πρώτη εναγομένη  μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη, κόρη της, λόγω γονικής παροχής, τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που περιγράφει, αξίας 106.065,35 ευρώ, με σκοπό βλάβης του, ήτοι με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση των  παραπάνω απαιτήσεων του, καθόσον η υπόλοιπη περιουσία της δεν επαρκεί. Περαιτέρω, εξέθετε, ότι η πρώτη εναγομένη, ως διαχειρίστρια της ομόρρυθμης εταιρείας, καθ’ όλο το διάστημα, που υπήρξε εταίρος, όσο και μετά την αποβολή του από την εταιρεία, οπότε προέβη και σε μεταβίβαση του μεγαλύτερου τμήματος του εταιρικού της μεριδίου στη διάδοχο εταιρεία «……..», δεν απέδωσε  λογαριασμό  για τα κέρδη,  που του αναλογούν και αρνείται να τον ενημερώσει για τη διαχείριση αυτή. Με βάση τα παραπάνω ζητούσε, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού αιτήματός του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, 1α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλλει 369.411,37 ευρώ, άλλως 282.259,90 ευρώ, άλλως 232.460,19 ευρώ, ως διαφυγόντα κέρδη του διαστήματος των ετών 2002-2005, τα οποία απώλεσε από την άκαιρη και καταχρηστική καταγγελία της εταιρικής του συμμετοχής στην ομόρρυθμη εταιρεία «………»,  και β) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει για  το διάστημα των ετών 2006-2011 τα ποσά των 676.730,95 ευρώ, άλλως των 519.608,12 ευρώ, άλλως των 429.825,71 ευρώ, νομιμότοκα από 10-12-2001, οπότε του κοινοποιήθηκε η άκαιρη καταγγελία, άλλως από τη συζήτηση της από 1-2-2004 και με αρ. κατάθ. ……. αγωγής του, 2) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη σε επίδειξη των ετήσιων λογαριασμών κερδοζημιών της ομόρρυθμης εταιρείας, όπως προκύπτουν από τα επίσημα εμπορικά  βιβλία της, κατά το διάστημα των ετών 2002-2012, προκειμένου να ενημερωθεί ο ίδιος για τη συναλλακτική δραστηριότητα της εταιρείας και τα πραγματοποιηθέντα κέρδη, επί των οποίων διατηρεί αξίωση, άλλως το σύνολο των φορολογικών δηλώσεων και των εκκαθαριστικών σημειωμάτων της ίδιας και της εταιρείας των ετών 2002-2011 προς συγκεκριμενοποίηση της αξιώσεώς του, 3)να υποχρεωθεί, επίσης,  να του καταβάλλει ως θετική ζημία την αξία της εισφοράς του στην ομόρρυθμη εταιρεία ύψους 58.694,05 ευρώ, νομιμότοκα από 10-12-2001, οπότε του επιδόθηκε η καταγγελία, 4)να διαταχθεί η διάρρηξη των αναφερόμενων στην αγωγή καταδολιευτικών δικαιοπραξιών προς τη δεύτερη εναγομένη.  5)Επικουρικά, ζητούσε να υποχρεωθεί  δικαστικά η πρώτη εναγομένη σε λογοδοσία για το διάστημα των ετών 2002-2006, με την απειλή χρηματικής ποινής 20.000 ευρώ και απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της προς την άνω διαταγή, και να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό του 1.046,142,32 ευρώ, άλλως το ποσό των 801.868,90 ευρώ, άλλως το ποσό των 662.285,90 ευρώ ως πιθανολογούμενο  έλλειμα, εντόκως από την άσκηση της από 1-2-2004 αγωγής του,  άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και τέλος να καταδικαστούν οι αντίδικοι στη δικαστική του δαπάνη.

Επί της ανωτέρω αγωγής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία 1) απέρριψε ως ουσία αβάσιμο το τραπέν σε αναγνωριστικό αίτημα  της αγωγής λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και ως προς τα συνέχοντα με  αυτό λοιπά αιτήματα ελλείψει εννόμου συμφέροντος, 2) απέρριψε το επικουρικό αίτημα λογοδοσίας  λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, και 3) απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα τοκοδοσίας για το διάστημα, που δεν υπήρχε όχληση Στη συνέχεια, ως προς τα υπόλοιπα αιτήματα για αποζημίωση λόγω διαφυγόντων κερδών  και θετικής ζημίας, για διάρρηξη των καταδολιευτικών δικαιοπραξιών και για επίδειξη εγγράφων, έκρινε την αγωγή ως νόμιμη. Ακολούθως, αφού απέρριψε το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών ως ουσία αβάσιμο, δέχτηκε το κονδύλιο της θετικής ζημίας κατά ένα μέρος ως ουσία βάσιμο,  ήτοι για το ποσό των 44.066,52 ευρώ και υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να το καταβάλλει στον ενάγοντα, ενώ ανέστειλε λόγω εκκρεμοδικίας την εκδίκαση της ένδικης αγωγής κατά το υπόλοιπο αιτούμενο κονδύλιο της θετικής ζημίας, ήτοι για το ποσό των 14.627,53 ευρώ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της με αρ. κατάθ.   …….. από 12-12-2009 αγωγής, που έχει ασκήσει εναντίον του ενάγοντος η πρώτη εναγομένη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ακόμη, αναφορικά με το αγωγικό αίτημα για διάρρηξη των καταδολιευτικών δικαιοπραξιών, δεχόμενο ότι εξαρτάται από το ύψος της αξίωσης του ενάγοντος, για μέρος της οποίας δεν απεφάνθη οριστικά, κατά τα ανωτέρω, ανέστειλε την εκδίκαση και της σωρευόμενης αυτής αγωγής περί διάρρηξης. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες, ενάγων και εναγόμενες, με τις ένδικες εφέσεις τους, αιτούμενοι για τους σ’ αυτές διαλαμβανόμενους λόγους την εξαφάνισή της, προκειμένου κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η αγωγή του και ως προς τα απορριφθέντα κονδύλια, κατά δε τις εναγόμενες να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Η ως άνω, όμως, εκκαλούμενη απόφαση είναι, ενόψει των προεκτεθέντων, εν μέρει οριστική,  αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε εν μέρει για το αποζημιωτικό αίτημα της αγωγής (της  θετικής ζημίας), ενώ  για μέρος του ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής και άρα δεν απεκδύθηκε κάθε περαιτέρω εξουσίας, αλλά αντιθέτως επεφύλαξε σε αυτό το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης  κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο μετά την τελεσιδικία της εκκρεμούσας αγωγής της πρώτης εναγομένης κατά του ενάγοντος, οπότε  και θα εκφέρει την τελειωτική του κρίση, με την οποία θα τερματίζει τη δίκη και θα τέμνει τελειωτικά την ως άνω διαφορά αναφορικά με την αποζημίωση για τη θετική ζημία του ενάγοντος. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση είναι εν μέρει οριστική ως προς την πρώτη εναγομένη και εν μέρει μη οριστική και δεν υπόκειται σε έφεση, ούτε κατά την οριστική διάταξή της, αυτή που επιδικάζει στον ενάγοντα ποσό 44.066,52 ευρώ, πριν να εκδοθεί οριστική απόφαση στην (όλη) δίκη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, όσον αφορά στη δεύτερη εναγομένη, που συνδέεται με το δεσμό απλής ομοδικίας με την πρώτη εναγομένη, και την οποία αφορά η σωρευόμενη αγωγή διάρρηξης των καταδολιευτικών δικαιοπραξιών, ομοίως η εκκαλουμένη απόφαση είναι εν μέρει οριστική, αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με διάταξή του ανέστειλε την εκδίκασή της (αγωγής αυτής) μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ίδιας ως άνω από 12-12-2009 αγωγής της πρώτης εναγομένης, που εκκρεμεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και άρα δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση. Ενόψει των παραπάνω, οι ένδικες εφέσεις, εφόσον προσβάλλουν μη εκκλητή απόφαση, πρέπει να απορριφθούν και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των διατάξεων, που εφαρμόστηκαν, και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων των εφέσεων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις από 10-1-2017 (αρ. κατάθ. ……)  και από 12-1-2017 (αρ. κατάθ. ……) εφέσεις κατά της με αρ. 2340/2016 εν μέρει οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές ως απαράδεκτες.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 4 Οκτωβρίου 2018, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς  την  παρουσία  των  διαδίκων   και  των  πληρεξούσιων  δικηγόρων τους στις  2 Νοεμβρίου 2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ