Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 439/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης       439/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………. ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ειρήνης Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Χριστίνα Σφαέλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./16.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 628/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 22.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../26.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/27.7.2021 έφεση και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 1.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./1.10.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./1.10.2021 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 22.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………../26.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/27.7.2021 και β) από 1.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/1.10.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../1.10.2021 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ………….. και αφετέρου, της εδρεύουσας στον Πειραιά νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………………..», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.628/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 9.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………../16.12.2019 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 3.9.2021 στην εναγομένη εταιρεία, σημειωμένου τούτου επί του σώματος ακριβούς αντιγράφου του επιδιδόμενου εγγράφου από τον επιδόσαντα δικαστικό επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……………, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26.7.2021 και 1.10.2021 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 9.12.2019 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Α΄ μάγειρα στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «Τ» νηολογίου Πειραιά με αριθμό……., κ.ο.χ. 1.516,80, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 10.2.2017 μέχρι τις 1.11.2019, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα λόγω καταγγελίας της σύμβασης του άνευ υπαιτιότητας του, αντί του προβλεπομένου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες κατά μέσον όρο, χωρίς να λαμβάνει πλήρως τις νόμιμες αποδοχές του, ούτε ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, μήτε την προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, ενώ εκτελούσε επιπρόσθετα και τα καθήκοντα του βοηθού θαλαμηπόλου και του θαλαμηπόλου δικαιούμενος της πλήρεις αποδοχές της ειδικότητας του βοηθού θαλαμηπόλου. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω την εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπως παραδεκτά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε τα αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικά αγωγικά του αιτήματα, όσον αφορά την αμοιβή των επιπρόσθετων καθηκόντων του θαλαμηπόλου και την αποζημίωση απόλυσης σε εν όλω αναγνωριστικά, τα δε λοιπά αναφορικά με την υπερωριακή αμοιβή και τα επιδόματα εορτών, σε εν μέρει αναγνωριστικά με αναλογικό περιορισμό, κατά ποσοστό 2/3, κάθε αγωγικού κονδυλίου: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 19.762,35 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 74.204,04 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την οριστική απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, απορρίπτοντας τα αγωγικά κονδύλια επιπρόσθετης αμοιβής για τα επιπλέον καθήκοντα του βοηθού θαλαμηπόλου και αποζημίωσης απόλυσης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (19.762,35€), αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων εκατόν ενενήντα εννέα ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (17.199,94€), για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2019, από 1.1.2020.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

III. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018» του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας της υπηρεσίας μαγειρείου, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές αυξήθηκαν κατά 2% και ορίστηκαν για την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, ως ακολούθως: Ειδικότερα, με την ΣΣΝΕ έτους 2018, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., ορίστηκε σε χίλια πεντακόσια πενήντα επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (1.557,82 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια σαράντα δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτά (342,72 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €) το μήνα και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτά [(1.557,82 €  + 342,72 €) : 22 = 86,388 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 529,89 €], το δε ωρομίσθιο του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των εννέα ευρώ (9 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι 4, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., αυτή ορίστηκε για το έτος 2018, σε 11,25 € (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 13,50 € (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Ακολούθως, με την ΣΣΝΕ του έτους 2019, οι αποδοχές του μάγειρα Α΄ για πλοίο κόρων ολικής χωρητικότητας άνω των 1.500, αναπροσαρμόστηκαν ως εξής: 1.588,98 € μισθός ενεργείας, 349,58 € επίδομα Κυριακών, 36,64 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 € Χ 30) και 540,48 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.588,98 € μισθός ενεργείας + 349,58 € επίδομα Κυριακών = 1.938,56 € Χ 1/22 = 88,116 € Χ 5 ημέρες = 440,58 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,9 €]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι 4, προκειμένου περί μάγειρα Α΄ πλοίων άνω των 1.500 κ.ο.χ., η υπερωριακή αμοιβή για το έτος 2019, ορίστηκε αντίστοιχα σε 11,48 € (με προσαύξηση 25%) και 13,77 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

IV. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης-εκκαλούσας, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, την υπ’ αριθ……./1.7.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, …………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. …΄/25.6.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), την υπ’ αριθ…./1.7.2020 ένορκη βεβαίωση του μαρτύρα ανταπόδειξης, …………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, που λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ. …./25.6.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εδρεύουσας στον Πειραιά εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού οχηματαγωγού (Φ/Γ-Ο/Χ) ακτοπλοϊκού πλοίου «Τ» νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ. 1.516,80 και του ενάγοντος, ….., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 10.2.2017 μέχρι 2.3.2018, που απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, από 19.3.2018 μέχρι τις 24.1.2019, που απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων και από 18.3.2019 έως 1.11.2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο καθαρό ποσό των 2.500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων, του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαρειάς εργασίας, υπερωριών Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης την προσδιοριζόμενη απ’αυτήν ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε αρχικά η από 9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και ακολούθως, η από 8.7.2019 τοιαύτη ΣΣΝΕ του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, ο ενάγων απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του μάγειρα Α΄ (άρθρα 123 και 124 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, στα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν η μέριμνα και η αντίστοιχη ευθύνη για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή συντήρηση των διαμερισμάτων του μαγειρείου, των ψυγείων και των εντός αυτών τροφίμων, των πλυντηρίων και εν γένει των μαγειρικών σκευών, καθώς επίσης επιμελούνταν της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων στο μαγειρείο, του καθαρισμού των τροφίμων και της έγκαιρης και σύμφωνης με τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης παρασκευής των εδεσμάτων, που προορίζονταν για το πλήρωμα και τους επιβάτες του πλοίου, ενώ παράλληλα επιμελούνταν τη κατανομή του παρασκευασμένου φαγητού και την διανομή του κατά την ώρα του φαγητού, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι μερίδες είναι κανονικές και σύμφωνες προς το εδεσματολόγιο ή τις παραγγελίες, ώστε να μη δημιουργούνται δυσχέρειες και παράπονα εκ μέρους του πληρώματος και των επιβατών του πλοίου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Π.Δ.237/1987 περί οργανικής σύνθεσης των πληρωμάτων των φορτηγών πλοίων, ολικής χωρητικότητας άνω των 500 και μέχρι 3.000 κόρων, το προσωπικό γενικών υπηρεσιών, καθορίζεται ειδικότερα για πλοία μεγαλύτερα των 1.000 και έως 1.600 κόρων, σε έναν (1) μάγειρα Α΄ και έναν (1) βοηθό θαλαμηπόλο, σύνολο δύο (2) μέλη, η δε πρόσληψη βοηθού θαλαμηπόλου δεν είναι υποχρεωτική όταν το πλοίο είναι εφοδιασμένο με ανάλογο σύγχρονο εξοπλισμό στο μαγειρείο (ηλεκτρικό πλυντήριο σκευών κλπ). Στο ένδικο πλοίο, κ.ο.χ. 1.516,80, στο προσωπικό γενικών υπηρεσιών, που περιλάμβανε και την υπηρεσία μαγειρείου, υπηρετούσε ένας μάγειρας Α΄ και δη ο ενάγων, ενώ είχε ναυτολογηθεί και ένας βοηθός θαλαμηπόλου, που τον επικουρούσε στο έργο του εκτελώντας βοηθητικές εργασίες. Οι ασχολίες του μάγειρα ενάγοντος συνίσταντο κυρίως στην παρασκευή του πρωϊνού, του γεύματος και του δείπνου για τη σίτιση του πληρώματος, που κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα αριθμούσε 14 -17 μέλη, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, κατά την χειμερινή και θερινή περίοδο αντίστοιχα. Επιπλέον, το επίδικο πλοίο παρείχε τροφή παρασκευασμένη στο πλοίο στους επιβάτες-οδηγούς των φορτηγών οχημάτων, που δεν υπερέβαιναν τους 12, σύμφωνα με την μεταφορική του ικανότητα, η δε τραπεζαρία του πληρώματος και εκείνη των επιβατών, λειτουργούσαν καθημερινά από τις 07:00 έως τις 08:30 το πρωί για το πρωϊνό, από τις 11:30 έως τις 13:30 το μεσημέρι για το γεύμα και από τις 17:30 έως τις 21:00 το απόγευμα για το δείπνο. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών επαρκούς σίτισης του πληρώματος και των επιβατών του επίδικου πλοίου, κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, καθόσον δεν είχε μόνο οργανωτικά και εποπτικά καθήκοντα, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, αλλά απασχολούνταν ο ίδιος με την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού, ως μοναδικός μάγειρας, καθώς επίσης την διαίρεση του σε μερίδες και επιμελούνταν την διανομή τους στο πλήρωμα και τους επιβάτες και δεν απουσίαζε από το μαγειρείο κατά την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού, αλλά και την διανομή του, παραμένοντας κάθε φορά μέχρι την λήξη του καθορισμένου αντίστοιχα ωραρίου λειτουργίας των τραπεζαριών για την παροχή των παρασκευασμένων εδεσμάτων και, ως εκ τούτων, απαιτούνταν υπερωριακή απασχόληση του, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν αμοιβή για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, από το γεγονός ότι, κατά τις αναφερόμενες ημέρες, το πλοίο διανυκτέρευε στον Πειραιά, εφόσον ο ενάγων εξακολουθούσε να εκτελεί τα καθήκοντα του μαγείρου Α΄, κατά τα εκτιθέμενα, καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, για την κάλυψη των αναγκών σίτισης του πληρώματος, που δεν αποκλειόταν, αφού είτε παρέμεναν μέλη του πληρώματος στο πλοίο μη επιθυμώντας να διανυκτερεύσουν εκτός, είτε ήταν αναγκασμένα να παραμείνουν εκτελώντας υπηρεσίες φυλακής. Άλλωστε, δεν προσκομίζονται πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία για την απουσία του ενάγοντος τις εν λόγω ημέρες με άδεια διανυκτέρευσης, η δε διανυκτέρευση του πλοίου σε λιμένα δεν αποκλείει, εκ προοιμίου, την παροχή υπερωριακής εργασίας, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη με τον σχετικό ισχυρισμό της, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβασίμου. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, ο μεν του ενάγοντος, …., συντασσομένης της, ως άνω, ένορκης βεβαιώσεως, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, ως Α΄ μηχανικός, κατά τα έτη 2017 και 2018, οι δε της εναγομένης, αφενός, ………, υπεύθυνος πληρωμάτων, Αρχιπλοίαρχος, από τον Σεπτέμβριο 2019, που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αφετέρου, ……………….., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο, ως Πλοίαρχος, συντασσομένης της οικείας ένορκης βεβαιώσεως, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, η απασχόληση τούτου δεν υπερέβαινε το κανονικό ωράριο εργασίας του, αφού, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο ενάγων απασχολούνταν στο μαγειρείο, από τις 7.00π.μ. έως τις 13.30π.μ., για την προετοιμασία του μεσημεριανού γεύματος, που ήταν κυρίως υπεύθυνος, μετά αναπαυόταν, επανερχόταν στις 17.30μ.μ. και έφευγε από το μαγειρείο στις 19.00μ.μ., αν και η τραπεζαρία έκλεινε στις 21.00, δηλαδή παρουσιάζεται βασικά να απουσιάζει από την παρασκευή του πρωινού και του δείπνου, που ήταν στην ευθύνη του, αφού, κατά τους ισχυρισμούς των εν λόγω μαρτύρων, προσερχόταν όταν άρχιζε η λειτουργία της τραπεζαρίας, τόσο του πληρώματος όσο και των επιβατών, για την παροχή του πρωινού και του βραδινού και τότε παρασκεύαζε το φαγητό, ήτοι παραβίαζε τα ωράρια λειτουργίας τους, καθώς επίσης ισχυρίζονται ότι δεν απασχολούνταν με την κατανομή του παρασκευασμένου φαγητού και την διανομή του, αλλά άφηνε εκτεθειμένα τα πιάτα με το φαγητό και έφευγε, ερχόταν δε καθένας μόνος του και το παραλάμβανε εν τη απουσία του, ούτε ασχολούνταν με την καθαριότητα και συντήρηση των χώρων του μαγειρείου, δηλαδή δεν διενεργούσε ασχολίες, που ενέπιπταν στα καθήκοντα του, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, μήτε δικαιολογείται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, λαμβανομένης υπόψη της απόληψης κατ’αποκοπή αμοιβής για υπερωρίες, αν και, κατά τα κατατιθέμενα από τους μάρτυρες των εναγομένων, ουδόλως υπερέβαινε το νόμιμο ωράριο.

Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εκτελούσε επιπρόσθετα και τα καθήκοντα του βοηθού θαλαμηπόλου και του θαλαμηπόλου, ως αβασίμως διατείνεται, εφόσον είχε προσληφθεί βοηθός θαλαμηπόλου, όπως προβλεπόταν στην οργανική σύνθεση του εν λόγω πλοίου, που τον συνεπικουρούσε στο έργο του μαγείρου εκτελώντας και χρέη χυτροκαθαριστή, ασχολούμενος με την καθαριότητα των διαμερισμάτων του μαγειρείου, των σκευών και εργαλείων, την παραλαβή των τροφίμων, την τοποθέτηση τους στις τροφαποθήκες και τα ψυγεία και τον καθαρισμό αυτών, την συγκέντρωση των απορριμμάτων, καθώς επίσης και με τον καθαρισμό των χώρων εστιάσεως και των διαμερισμάτων και κοινόχρηστων χώρων των αξιωματικών. Ενόψει τούτων, η αξίωση του ενάγοντος για καταβολή επιπλέον και της αμοιβής του βοηθού θαλαμηπόλου παρίσταται αβάσιμη, κατ’ουσίαν και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το σχετικό κονδύλιο με συνοπτική αιτιολογία, που πρέπει να συμπληρωθεί και αντικατασταθεί με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, απορριπτομένων των συναφών αιτιάσεων που αποδίδονται στην εκκαλουμένη με τον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τα πολύωρα δρομολόγια του, τις μόνιμες ανάγκες σίτισης των μελών του πληρώματος και των επιβατών, που ικανοποιούσε το μαγειρείο, ειδικά των πρώτων ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα και ήμισυ (12,5) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις σχετικές Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις και ήμισυ (4,5) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα και ήμισυ (12,5) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της εναγόμενης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των επίδικων περιόδων, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα και ήμισυ (12,5) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η σχετική αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στους πρώτο και δεύτερο εκείνους της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με την κρινόμενη έφεση.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των, ως άνω, εφαρμοζομένων συλλογικών συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι κατά το έτος 2018, το ποσό των 11,25 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 13,50 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα, κατά δε το έτος 2019, τα ποσά των 11,48 € και 13,77 € αντίστοιχα. Επομένως, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 2.3.2018 και 19.3.2018 έως 31.12.2018, για υπερωριακή αμοιβή 239 καθημερινών και 47 Κυριακών, ήτοι 286 ημέρες Χ 4,5 ώρες υπερωρίας Χ 11,25 ευρώ το ωρομίσθιο = 14.478,75  ευρώ και για υπερωριακή αμοιβή 48 Σαββάτων και 15 αργιών, ήτοι για 63 ημέρες Χ 12,5 ώρες Χ 13,50 το ωρομίσθιο = 10.631,25 ευρώ και συνολικά 25.110 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 7.444,99 ευρώ (6.642,99 € για Σάββατα και αργίες + 802 ευρώ για καθημερινές και Κυριακές), όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται, ως υπερωριακή αμοιβή, για το έτος 2018, το ποσό των 17.665,01 ευρώ και β) κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 24.1.2019 και 18.3.2019 έως 1.11.2019, για υπερωριακή αμοιβή 175 καθημερινών και 34 Κυριακών, ήτοι 209 ημέρες Χ 4,5 ώρες υπερωρίας Χ 11,48 ευρώ το ωρομίσθιο = 10.796,94 ευρώ και για υπερωριακή αμοιβή 34 Σαββάτων και 10 αργιών, ήτοι για 44 ημέρες Χ 12,5 ώρες Χ 13,77 το ωρομίσθιο = 7.573,5 ευρώ και συνολικά 18.370,44 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 5.084,15 ευρώ για Σάββατα και αργίες, όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται, ως υπερωριακή αμοιβή, για το έτος 2019, το ποσό των 13.286,29 ευρώ.

V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262). Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Α΄, ανέρχονταν κατά το έτος 2018, στο ποσό των 5.212,50 ευρώ [1.557,82 € μισθός ενεργείας + 342,72 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 € Χ 30 ημέρες) + 529,89 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.557,82 €  + 342,72 €) : 22 = 86,388 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 2.158,45 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν, ως επιδόματα εορτών 2018, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 2.258,75 ευρώ (5.212,50 € μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.606,25 € Χ 1/15 = 173,75 € ανά οκταήμερο Χ 13 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 993,75 ευρώ και συνεπώς δικαιούται διαφορά ποσού 1.265 ευρώ και β) για επίδομα Χριστουγέννων 2018, δικαιούται έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, εφόσον απασχολήθηκε καθ’όλο το διάστημα από 1.5.2018 έως 31.12.2018, δηλαδή το ποσό των 5.212,50 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό των 2.590,72 € και συνεπώς, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 2.621,78 €, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης.

Περαιτέρω, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως μάγειρα Α΄, κατά την ναυτολόγηση του στο ίδιο πλοίο το έτος 2019, ανέρχονταν στο ποσό των 5.293,39 ευρώ [1.588,98 € μισθός ενεργείας + 349,58 € επίδομα Κυριακών + 36,64 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 € Χ 30 ημέρες) + 540,48 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.588,98 € μισθός ενεργείας + 349,58 € επίδομα Κυριακών = 1.938,56 € Χ 1/22 = 88,116 € Χ 5 ημέρες = 440,58 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) 99,9 €] + 2.178,31 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής].  Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν, ως επιδόματα εορτών 2019, τα ακόλουθα ποσά: α)την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 1.499,74 ευρώ (5.293,39 € μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.646,69 € Χ 1/15 = 176,44 € ανά οκταήμερο Χ 8,5 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 733,68 ευρώ και συνεπώς δικαιούται διαφορά ποσού 766,06 ευρώ και β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 4.120,36 € [5.293,39 € σύνολο μηνιαίων αποδοχών Χ 2/25 = 423,47 € Χ 9,73 δεκαεννεαήμερα], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.358,49 € εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή 2.761,87 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, τα ποσά των 1.010,33 ευρώ, 2.034,08 ευρώ, 596,28 ευρώ και 2.295,31 ευρώ αντίστοιχα, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το αντίτιμο τροφής, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές της μείζονος αναλογίας υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επίσης απορριπτέος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, καθόσον παραπονείται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, προς ανεύρεση των επιδομάτων εορτών, με βάση την μηνιαία αναλογία υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επιδικασθείσες υπερωρίες και όχι βάσει εκείνη, που αναλογούσε στην κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή και εντεύθεν την μερική παραδοχή των σχετικών αγωγικών αξιώσεων αντί της ολικής απόρριψης τους, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VI. Κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, λιμενική ή προξενική, ή έγιναν ενώπιον της, όπως τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου έχει για τις καταχωρίσεις σ` αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού, που υπηρετεί στο πλοίο ή τη δική του με κοινή συναίνεση, εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώριση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 212/2016, ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 456/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994). Επομένως, η αναγραφή από τον πλοίαρχο στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου απολύσεως του ναυτικού, είναι δεκτική ανταποδείξεως με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 977/2003, δημ.ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, όπ.π., Ι. Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792,).

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 εδ. β και 76 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί υπό του ναυτικού κατά πάντα χρόνο, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαρεία παράβαση των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται αποζημίωση, η οποία είναι ίση προς το μισθό 15 ημερών και, σε περίπτωση κατά την οποία η λύση της συμβάσεως έγινε στην αλλοδαπή, η αποζημίωση διπλασιάζεται, εάν πρόκειται για λιμάνι της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θάλασσας ή της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε σε κάθε άλλη περίπτωση. Βαρεία παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου νοείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 Α.Κ., εκείνη, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο, εμμένοντας στη σύμβαση, αλλά επιβάλλεται η εκ μέρους αυτού καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως. Τέτοια παράβαση συνιστά, μεταξύ των άλλων και η καθυστέρηση καταβολής στο ναυτικό των αποδοχών του, στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειας του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής. Η βαρεία παράβαση, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται να υπάρχει αποκλειστικώς στο πρόσωπο του πλοιάρχου, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 74 ΚΙΝΔ. Αρκεί να υπάρχει στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή άλλου που σχετίζεται με το πλοίο, εφόσον βεβαίως η παράβαση συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αθέτηση βασικών υποχρεώσεων απέναντι στο ναυτικό (ΕφΠειρ 19/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 625/2014, ΕλλΔνη 2015, 509, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝΔ 2011, 387). Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση, που οφείλεται και στην περίπτωση του άρθρου 74 (75 παρ.1 ΚΙΝΔ), συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας. Ειδικότερα, η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213, 220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010, 405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36, 100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007, 406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34, 355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005, 92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004, 14, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003, 128, Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αναγραφόμενη στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτία απόλυσης του «αμοιβαία συναινέσει» την 1η.11.2019 από το επίδικο πλοίο, είναι εικονική και ότι στην πραγματικότητα απολύθηκε συνεπεία καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του πλοιάρχου, λόγω των διαμαρτυριών του για την μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αντίθετα αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι επήλθε, με κοινή συμφωνία αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών, η συναινετική λύση της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος, που είχε διαρκέσει ήδη οκτώ μήνες, προς ανάπαυλα του και δεν είχαν μεσολαβήσει έριδες μεταξύ τους, ούτε έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τον ίδιο, άλλωστε δεν υπήρξε μη καταβολή των συμφωνημένων αποδοχών του ή καθυστέρηση καταβολής τους, ώστε να κινδυνεύει η συντήρηση του ίδιου και της οικογένειας του, παρά μόνο το πρώτον με την  κρινόμενη αγωγή διατυπώθηκε απαίτηση πληρωμής επιπλέον υπερωριών, που όμως δεν αποτέλεσε λόγο καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης, ούτε από τον ίδιο, ούτε από τον πλοίαρχο, αφού ελάμβανε αδιαμαρτύρητα τις μηνιαίες αποδοχές του, ούτως ώστε αυτός δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου, ως κατ’ουσίαν αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου, ο κρινόμενος τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Ενόψει των ανωτέρω, η συνολική οφειλή της εναγομένης-εκκαλούσας, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος στο επίδικο πλοίο της, ανέρχεται σε 38.441 ευρώ, περιλαμβανομένου και του ποσού των 74,99 ευρώ, για διαφορές αποδοχών των ετών 2018 και 2019, κατά το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που έκανε εν μέρει δεκτά τα σχετικά αγωγικά κονδύλια και δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης του τέταρτου λόγου αυτής περί επιβολής σε βάρος της, από την εκκαλουμένη της δικαστικής δαπάνης, λόγω της ήττας της και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος, κατά τον σχετικό μερικά βάσιμο αντίστοιχα λόγο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα, το ποσό των 19.762,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του την 1η.11.2019 και αφετέρου να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλλει επιπλέον το υπόλοιπο ποσό των 18.678,65 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, ποσού 2.761,87 ευρώ, εντόκως από 1.1.2020, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την απορριφθείσα έφεση, πρέπει να επιβληθούν στην  εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και όσον αφορά την έφεση που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσιβλήτου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 1.10.2021 έφεση της εναγομένης.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την από 22.7.2021 έφεση του ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.628/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 9.12.2019 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο και τριάντα πέντε λεπτών (19.762,35) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης-εφεσίβλητης να καταβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα οκτώ και εξήντα πέντε λεπτών (18.678,65) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του, παρεκτός του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, ποσού 2.761,87  ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 1.1.2020.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 10 Αυγούστου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ