Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 441/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

4° τμήμα

Αριθμός απόφασης: 441/ 2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4° τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ελένη Ψυχράμη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………… η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της Δικηγόρου Ελένης Πετρίχου.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 2.4.2018 και με αρ. καταθ ………/2018 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 3398/2019 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, ιε την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από 6.7.2020 και με αρ. καταθ. ……………/2020 έφεσή του, δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, αφού εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η πληρεξούσια Δικηγόρος του εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης στις έγγραφες προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 6.7.2020 και με αρ. καταθ. ……../2020 έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αρ. 3398/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, έχει ασκηθεί νομότυπα στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 επ, 511, 516 ΚΠολΔ) κι εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι, για το παραδεκτό αυτής στις διαφορές των άρθρων 592 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η προκειμένη, δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής παράβολου, όπως ρητά ορίζει η διάταξη του άρθρου 495 § .3Γ εδ. τελ. ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα και εφεσίβλητη στην από την από 2.4.2018 και με αρ. καταθ ………../2018 αγωγή της ζήτησε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο σύζυγό της, λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την άνω αγωγή και κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο εκκαλών με την έφεσή του παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 του Α.Κ., καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσον ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικώς όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Επομένως, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστώ, δεν έχει δε σημασία ποιος από τους δύο συζύγους δημιούργησε πρώτος τον λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Υπό την έννοια αυτή, αν το κλονιστικό περιστατικό αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως του ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και του εάν υπάρχει υπαιτιότητα μόνον στο πρόσωπο του ενός των συζύγων. Το ότι για την λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο εάν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου σε καμία περίπτωση δεν επεκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας. Συνέπεια των ανωτέρω παραδοχών είναι ότι η απόφαση που απαγγέλει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθ’ εαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών, τα οποία επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, εφ’ όσον το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσιδίκως (ΚΠολΔ 322, 324) ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτό, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγόμενου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στην δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα δηλαδή, αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου του που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου. Το γεγονός δε, ότι η απόφαση μπορεί να περιέχει δυσμενείς για τον καθένα αιτιολογίες, δεχόμενη δηλαδή ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης επήλθε εξαιτίας γεγονότων που αφορούν και το πρόσωπό του, δεν αρκεί για τη  θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος, ενόψει του ότι καμία δυσμενής επιρροή δεν επέρχεται στα έννομα συμφέροντα του, επιπλέον η έννομη συνέπεια, την οποία και ο ίδιος επεδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, αποτέλεσμα στο οποίο και αυτός εμμένει, έχει ήδη επέλθει, με συνέπεια το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης να έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία του διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, που συγκροτούν όμως τον ίδιο λόγο, ήτοι αυτόν του αντικειμενικού κλονισμού του γάμου (All 599/2015, ΑΠ 50/2013, ΑΠ 1242/2011, ΑΠ 326/2010, ΑΠ 1326/2008, ΑΠ 1301/2005, ΑΠ 669/2005, ΕφΑΘ 467/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ΕφΠειρ 99/2014, ΕφΛαρ 76/2017, Τ.Ν.Π. ΔΣΑ, ΕφΠειρ 777/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 1439, αρ. 31). Ομοίως, σε περίπτωση που ο ένας μόνο από τους συζύγους άσκησε αγωγή διαζυγίου για λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του άλλου συζύγου και αυτή έγινε δεκτή, ο ηττηθείς εναγόμενος σύζυγος μπορεί να ασκήσει έφεση ζητώντας να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη αυτής με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, γιατί μόνο τότε νοείται ότι έχει έννομο συμφέρον, αν δηλαδή ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, για να παραμείνει σε ισχύ ο γάμος του με τον αντίδικο. Αν αντίθετα ζητεί με την έφεσή του να παραμείνει η διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία λύθηκε ο γάμος που τέλεσε με τον ενάγοντα, πλην όμως να απαλειφθούν ή να μεταβληθούν οι αιτιολογίες, με τις οποίες αποδίδεται ο κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης σε δική του συμπεριφορά, τότε λείπει το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου κατά τα προαναφερόμενα, καθώς αντικείμενο της δίκης αυτής είναι το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου και όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, η υπαίτια συμπεριφορά του ενός ή του άλλου συζύγου (ΑΠ 730/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η άσκηση αγωγής διαζυγίου από τον ένα σύζυγο με την επίκληση ιστορικής βάσης ισχυρού κλονισμού δεν αποκλείει την άσκηση της αγωγής με επίκληση της διετούς διάστασης από τον άλλο (και αντίθετα) καθώς πρόκειται για διαφορετικές ιστορικές βάσεις μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει εκκρεμοδικία, ο δε γάμος θα λυθεί με εκείνη την απόφαση, (διαπλαστική δικαστική απόφαση), που θα καταστεί πρώτη αμετάκλητη (άρθρα 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.3 ΚΠολΔ, βλ. Σκορίνη στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο 2007 άρθρο 1438 αρ. 63 και 86). Εξάλλου, η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος έχει εφαρμογή και επί δικαιωμάτων που στηρίζονται σε διατάξεις δημοσίας τάξεως. Επομένως εφαρμόζεται και επί ασκήσεως αγωγής διαζυγίου από το άρθρο 1439 παρ.3 ΑΚ λόγω τεκμαιρόμενου κλονισμού της έγγαμης σχέσεως από την από δύο τουλάχιστον έτη διάσταση των συζύγων. Η ένσταση αυτή προς απόκρουση της αγωγής διαζυγίου μπορεί να στηριχθεί μόνο σε περιστατικά μεταγενέστερα της διαστάσεως, δηλαδή τέτοια που είναι συνέπειες της λύσεως του γάμου με διαζύγιο, για την κατά νόμο δε θεμελίωσή της δεν αρκούν οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις του διαζυγίου σε βάρος του εναγόμενου και των τέκνων των συζύγων, οι οποίες άλλωστε επέρχονται από το ίδιο το διαζύγιο, αλλά απαιτείται οι επιπτώσεις αυτές να εκφεύγουν των συνηθισμένων και αυτονόητων και να οδηγούν λόγω του εξαιρετικού τους χαρακτήρα και της σοβαρότητάς τους στη δημιουργία καταστάσεως προφανώς υπέρμετρα σκληρής για τον εναγόμενο σύζυγο και τα τέκνα, ώστε να επιβάλλεται για την αποτροπή τους η διατήρηση του γάμου (ΑΠ 294/2019, ΑΠ 1638/2013, ΑΠ 1138/2012). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης, η συνδρομή της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου της έφεσης ως απαράδεκτου. Ως γενική διαδικαστική προϋπόθεση, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει για την άσκηση έφεσης και για κάθε έναν από τους λόγους της (ΑΠ 356/2013, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1092/2013, ΧρΙΔ 2014.37, ΕφΛαρ. 76/2017, ο.π., ΕφΔωδ 2/2017, Τ.Ν.Π., ΔΣΑ, ΕφΑΘ 6060/2013, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΛαρ 199/2012, Δικογραφία 2012.556, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 68 αρ. 9,11 και άρθρο 516 αρ. 22, Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ [2η έκδ. – 2007], σελ. 356, IV, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ [6η έκδ. – 2009], σελ. 143, αρ. 313, Κεραμέως Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 516, αρ. 17, 22).

Ο εκκαλών ισχυρίζεται στον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι η άσκηση της αγωγής της ενάγουσας συζύγου του είναι καταχρηστική, διότι άσκησε έφεση κατά της αγωγής του ιδίου με επίκληση διετούς διάστασης και παράλληλα την επίδικη αγωγή για λύση του γάμου, ενώ είχαν παρέλθει 5 έτη από την μετοίκησή της και τη διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων. Ότι επιπλέον η συνολική της συμπεριφορά είναι καταχρηστική, καθώς έχει αποδυθεί σε συνεχείς δικαστικές διαμάχες του και παρεμπόδιση επικοινωνίας με τα τέκνα του. Τα όσα όμως επικαλείται ο εκκαλών δεν αφορούν καθαυτό το δικαίωμα της ενάγουσας για τη λύση του γάμου και τις αρνητικές συνέπειες που αυτή θα έχει, ώστε να καθίσταται η άσκηση του δικαιώματος αυτής αντίθετη με την καλή πίστη (βλ. ΑΠ 294/19 ο.π.).  Άλλωστε και ο ίδιος ο εναγόμενος επιδιώκει τη λύση του γάμου του με την ενάγουσα, έστω και με διαφορετική ιστορική αιτία (διετή διάσταση), ενώ το γεγονός ότι η ενάγουσα άσκησε μεταγενέστερα την επίδικη αγωγή, ενώ είχε συζητηθεί ήδη η αγωγή του ενάγοντος δεν καθιστά την αγωγή της καταχρηστική. Κατόπιν αυτών ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, ώστε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό, έστω και με συνοπτική αιτία αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα ορθά εφάρμοσε το νόμο (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

0 εκκαλών ισχυρίζεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ανέστειλε τη δίκη έως την έκδοση απόφασης επί της αγωγής διαζυγίου που είχε ασκήσει ο ίδιος με επίκληση διετούς διάστασης, ενώ ήδη έχει εκδοθεί η με αρ. 385/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επί της αγωγής αυτής. Όπως όμως εκτέθηκε η αγωγή με επίκληση διετούς διάστασης δεν ταυτίζεται από άποψη ιστορικής βάσης με την αγωγή ισχυρισμού κλονισμού και είναι δυνατή η παράλληλη εκδίκαση των δύο αγωγών. Είναι άξιο μνείας ότι κατά της με αρ. 385/2020 απόφασης του Εφετείου Αθηνών που επικύρωσε την πρωτόδική απόφαση, η οποία απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων λόγω διετούς διάστασης, η ενάγουσα έχει ασκήσει αναίρεση (την από 4.9.2020 και με αρ. καταθ. ……………/2020), ώστε η άνω απόφαση δεν έχει καταστεί ακόμα αμετάκλητη. Κατόπιν αυτών και ο άνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθύλην αρμόδιο για να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Έτσι η τελεσίδικη απόφαση σε δίκη διατροφής και αν ακόμη το δικαστήριο έχει αποφανθεί αρμοδίως για πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν λόγω διαζυγίου, ως αναγκαία προϋπόθεση για το δικαίωμα που έκρινε, δεν αποτελεί δεδικασμένο, που εμποδίζει την εκ νέου έρευνα αυτήν σε δίκη για τη λύση του γάμου (ΑΠ 1260 /1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 0 εκκαλών στον τριτο λόγο της έφεσής του υποστηρίζει ότι με την με αρ, 75/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δεν έχει προσβληθεί με ένδικα μέσα, έχει κριθεί τελεσίδικα ότι η αποκλειστικά υπαίτια της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης ήταν η ενάγουσα, ώστε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την αγωγή της ενάγουσας λόγω δεδικασμένου. Όμως η άνω απόφαση έχει εκδοθεί κατόπιν άσκησης αγωγής διατροφής από την ενάγουσα, ώστε με βάση τα όσα εκτέθηκαν, δεν αποτελεί δεδικασμένο και για την παρούσα υπόθεση με αντικείμενο τη λύση του γάμου, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Ο εκκαλών στον τέταρτο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά, καθώς ο ίδιος δεν ήταν υπαίτιος για την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, αλλά η ενάγουσα, η οποία έχει εμπάθεια σε βάρος του και δεν επιδεικνύει διάθεση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας λύσης του γάμου. 0 εκκαλών όμως επιδιώκει και ο ίδιος τη λύση του γάμου του με την ενάγουσα (έχοντας ασκήσει και αγωγή με ιστορική βάση την διετή διάσταση), ώστε να μην έχει έννομο συμφέρον στην εξαφάνιση της παρούσας απόφασης, αφού και ο ίδιος επιδιώκει την ίδια έννομη συνέπεια. Το γεγονός δε ότι η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει δυσμενείς αιτιολογίες για τον εναγόμενο, δεν ασκεί έννομη επιρροή, με δεδομένο οι αιτιολογίες αυτές δεν έχουν τα προσόντα διατακτικού και δεν ιδρύεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας, το οποίο να μπορεί να χρησιμεύσει σε άλλη δίκη (ΕφΛαρ. 248/2012, Τ.Ν.Π. ΔΣΑ). Σε κάθε περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν), αποδείχθηκε ότι και οι δύο διάδικοι ήταν υπεύθυνοι για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους και ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Πειραιά, στις 5.6.2011, από τον οποίο απέκτησαν δύο ανήλικα τέκνα, τη ….. και τον …….., τα οποία γεννήθηκαν στις 13.9.2011 και 4.3.2013 αντίστοιχα. Λόγω οικονομικής στενότητας εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα που τους παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα η μητριά του εναγόμενοι ιδιοκτησίας της. Από τους πρώτους μήνες όμως της έγγαμης συμβίωσης ξεκίνησαν τα προβλήματα στις σχέσεις τους, που είχαν οικονομικό υπόβαθρο, καθώς η ενάγουσα, ως νέα μητέρα και σ σύντομο χρονικό διάστημα έγκυος στο δεύτερο τέκνο, δεν εργαζόταν και η συνεισφορά της στα οικονομικά, αλλά τις οικιακές εργασίες ήταν μικρή. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε πηγή ερίδων και  αντεγκλήσεων μεταξύ των διαδίκων, οι οποίοι βαθμιαία άρχισαν να συμπεριφέρονται κατά τρόπο προσβλητικό και υβριστικό ο ένας προς τον άλλο. Ο εναγόμενος μετά τον τοκετό του δεύτερου παιδιού (4.3.2013), απαίτησε από την ενάγουσα, είτε να εργασθεί η ίδια, είτε να συνεισφέρουν οικονομικά οι γονείς της. Όμως με αφορμή αυτό το ζήτημα αυτό προκλήθηκε την 1.5.2013 επεισόδιο, το οποίο έλαβε χώρα στη συζυγική κατοικία, παρουσία και των γονέων των διαδίκων. Η ενάγουσα είχε ήδη υποβάλει την 29.4.2013 αίτησή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με αίτημα να της επιτραπεί η αποχώρηση από τη συζυγική οικία, επικαλούμενη τη ψυχολογική βία που της ασκούσε ο εναγόμενος και λαμβάνοντας προσωρινή διαταγή αποχώρησε στις 2.5.2013 από τη συζυγική κατοικία με τα δύο τέκνα της και εγκαταστάθηκε στην κατοικία των γονέων της στην Αθήνα. Η αίτησή της αυτή έγινε δεκτή με την με αρ. 13790/2013 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Η αποχώρηση της ενάγουσας σήμανε τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, όποτε δε συναντιούνταν μεταγενέστερα οι διάδικοι, κυρίως για ζητήματα επικοινωνίας του εναγόμενου με τα τέκνα του, δημιουργούνταν επεισόδια μεταξύ τους (βλ. ενδεικτ. επεισόδιο της 30.6.2015 όπου οι διάδικοι λογόφεραν και ο εναγόμενος χειροδίκησε κατά της συζύγου του). Επίσης ο εναγόμενος σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης σύναψε νέα σχέση με την Αλβανικής καταγωγής …………… με την οποία έχει αποκτήσει και δύο τέκνα εκτός γάμου. Με αυτά τα δεδομένα η έγγαμη συμβίωση κλονίσθηκε από λόγους που αφορούσαν και τους δύο διαδίκους, ανεξαρτήτως του μεριδίου ευθύνης καθενός, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για σ’αυτούς, η δε αγωγή της ενάγουσας έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί η λύση του γάμου των διαδίκων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε και ο τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, η έφεση του εκκαλούντος θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 14.8.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ