ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 464/2023
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ-ΚΑΘΟΥ ΟΙ ΑΝΤΑΙΤΗΣΕΙΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., με ΑΦΜ ……, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Δικαστική Πληρεξουσία ΝΣΚ Μυρσίνη Δεληγιαννίδου
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ-ΑΝΤΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « ………….» και το διακριτικό τίτλο «……….» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Θωμά και Μαρία Κουτρουμπή και 2) Ανωνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Κανδαράκη.
Το αιτούν ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.11.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 αίτησή του με την οποία ζητεί να οριστεί προσωρινή τιμή μονάδας για το απαλλοτριούμενο ακίνητο συνιδιοκτησίας των καθών η αίτηση. Δικάσιμος για τη συζήτηση του ως άνω δικογράφου ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας οπότε η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό …… εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε, με τις ανταιτήσεις, που άσκησαν η μεν πρώτη των καθών με τις προτάσεις της που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, την 25.10.2022 και η δεύτερη των καθών με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο, αφού παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως παραπάνω αναφέρεται.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος έναντι των κοινών νόμων, συνάγεται ότι για τον προσδιορισμό της πλήρους αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αιτήσεως καθορισμού (προσωρινού ή οριστικού σε περίπτωση παράλειψης του προσωρινού ή παρέλευσης έτους από τη συζήτηση για προσωρινό καθορισμό) της αποζημίωσης αυτής, καθώς και η δαπάνη του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου. Τα ίδια ορίζονται και στο άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α` και β` του ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.), στο οποίο περαιτέρω ορίζεται, στο εδάφιο γ`, ότι “ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζεται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων, τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου”. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), ορίζεται ότι “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της περιουσίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για ρύθμιση της χρήσεως αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή για εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι τα δικαστήρια, κατά τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημιώσεως ακινήτου, που εμπίπτει στο ισχύον σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη και την αντικειμενική αξία αυτού, καθώς και των ομόρων και ομοειδών προς αυτό ακινήτων, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως ασφαλές και αντικειμενικό μέτρο κρίσεως για την εξεύρεση της πραγματικής αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου, η οποία πάντως σε καμιά περίπτωση δεν δεσμεύει την δικαστική κρίση για την πραγματική αξία του. Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α`και β`του ν. 2882/2001, τα διαγραφόμενα κριτήρια δεν είναι αποκλειστικά και υποχρεωτικά για το δικαστήριο για την διάγνωση της πραγματικής αξίας του απαλλοτριωμένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο, έτσι ώστε να θεωρείται ότι παραβιάζεται στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν τα λάβει υπόψη του ή θα λάβει υπόψη άλλα τέτοια. Το δικαστήριο μπορεί να στηρίζει την κρίση του για την πραγματική αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου, ενόψει της χρησιμοποιούμενης στην παραπάνω διάταξη λέξεως “ιδίως”, σε κάθε πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, αφού το αξιολογήσει κατάλληλα. Η σχετική για το πρόσφορο ή όχι του συγκριτικού στοιχείου κρίση του δικαστηρίου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του KΠολΔ (ΑΠ 751/2018, ΑΠ 635/2017). Επίσης, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 15 του ιδίου νόμου 2882/2001, που προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 76 του ν. 4146/2013 (ΦΕΚ Α`90/18.4.2013) και εφαρμόζεται και στις κηρυχθείσες απαλλοτριώσεις για τις οποίες δεν έχει συζητηθεί η αίτηση καθορισμού προσωρινής ή οριστικής αποζημιώσεως (άρθρο 76 παρ. 8 του ν. 4146/2013) “Το δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογεί ειδικά την τυχόν απόκλιση της προσδιοριζομένης από το ίδιο αξίας του ακινήτου τόσο από την προκύπτουσα κατά το αντικειμενικό σύστημα αξία του, όσο και από την προκύπτουσα από την έκθεση της εκτιμητικής επιτροπής της παραγράφου 1 του παρόντος ή του ανεξάρτητου εκτιμητή της παρούσας παραγράφου”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, η έκθεση της εκτιμητικής επιτροπής (ή του ανεξάρτητου εκτιμητή), εφόσον καταρτίστηκε, συνεκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, ακόμη και αν η αναγραφόμενη αξία είναι κατώτερη ή ανώτερη της αντικειμενικής αξίας, η οποία δεν δεσμεύει υποχρεωτικά την δικαστική κρίση για την πραγματική αξία του απαλλοτριωμένου, πλην όμως αν το Δικαστήριο αποκλίνει από την αντικειμενική αξία ή από την τιμή της αρμόδιας Επιτροπής ή του ανεξάρτητου εκτιμητή, τότε θα πρέπει να αιτιολογεί ειδικά τους παράγοντες που το οδήγησαν στην εκτίμηση της ανώτερης αυτής πραγματικής αξίας (ΑΠ 125/2021, ΑΠ 872/2020, ΑΠ 645/2020, ΑΠ 759/2020). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 7 εδ. τελ. και. 10 εδ. α’ του άρθρου 19 του ν. 2882/2001, με την πρώτη από τις οποίες ορίζεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ερευνά την αίτηση προσδιορισμού τιμής μονάδος αποζημίωσης κατ’ ουσίαν και επί απουσίας ενός των διαδίκων και με τη δεύτερη, ότι το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, οφείλει δε να εκδώσει την οριστική του απόφαση εντός τριάντα ημερών, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει την πραγματική αξία του απολλοτριωθέντος ακινήτου κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2882/ 2001, η οποία ως τοιαύτη δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός επιδεκτικό δικαστικής ομολογίας από τον υπόχρεο κατά το άρθρο 352 του ΚΠολΔ, δεν δεσμεύεται από τον χρηματικό προσδιορισμό της αξίας του απαλλοτριωμένου που γίνεται είτε με την αίτηση είτε με τις προτάσεις του υπόχρεου, αλλά τον καθορισμό της πραγματικής αξίας του ακινήτου θα επιχειρήσει κατά συνείδηση εκτιμώντας ελευθέρως τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Τούτο σημαίνει ότι το δικαστήριο μπορεί να καθορίσει την πραγματική αξία του απαλλοτριούμενου και σε ποσό μικρότερο από το οριζόμενο από τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Αντίθετη άποψη που θα προσέδιδε δεσμευτικότητα σε μία τέτοια πρόταση του υπόχρεου στην περίπτωση που αυτή ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί ομολογία με τη στενή τεχνική έννοια το όρου θα ήταν ασύμβατη με τις μνησθείσες ανωτέρω διατάξεις που παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα της ελεύθερης αποδείξεως (ΑΠ 884/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).Τέλος, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου, που βαρύνθηκε με περιορισμούς σχετικούς, κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 εδ.α`και 6 του Συντάγματος 1975 (2001) και το Ν. 3028/2002 “Προστασία Αρχαιοτήτων-Πολιτιστικής Κληρονομίας”, με τη προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (μνημεία, παραδοσιακές περιοχές, αρχαιολογικούς χώρους, παραδοσιακά στοιχεία), η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παρ.2 του Συντάγματος, για τη διάγνωση δε της πραγματικής αξίας του απαλλοτριουμένου κατά τον κρίσιμο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1-2 του Ν. 2882/2001(Κ.Α.Α.Α.), θα συγκριθεί αυτό με όμορα ομοειδή ακίνητα που δεν βαρύνονται με τέτοιους περιορισμούς, ή αν βαρύνονται, θα εκτιμηθούν αυτά σαν ελεύθερα, αφού παρακολουθούνται από ισόποση αξίωση αποζημιώσεως για τον περιορισμό που θα βαρύνει (Ολ.ΑΠ 3/1996, ΑΠ.174/2022 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ΚΑΑ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 126 παρ.3 του ν.4070/2012 και ισχύει και για τις απαλλοτριώσεις για τις οποίες δεν είχε συζητηθεί η αίτηση καθορισμού προσωρινής αποζημίωσης, κατά τη δημοσίευση του νόμου, όταν η εκτέλεση δημοσίων έργων επισπεύδεται από το δημόσιο, η αποβολή των εγκατεστημένων στα ακίνητα διατάσσεται οριστικά και τελεσίδικα με την απόφαση καθορισμού της προσωρινής αποζημίωσης, υπό τον όρο της προηγούμενης συντέλεσής της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, υποβάλλεται σχετικό αίτημα από το δημόσιο, με την αίτηση καθορισμού της αποζημιώσεως ή και με τις προτάσεις του που κατατίθενται στην περίπτωση αυτή δύο (2) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο.
Με την κρινόμενη από 8.11.2021 (αρ. κατ. δικ.ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2021) αίτηση το αιτούν ζητεί να καθορισθεί από το Δικαστήριο τούτο προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης, που να ισούται με την αντικειμενική αξία ακινήτου που βρίσκεται στον ………., επί της οδού ……….. και πρώην ….. και ……. στο πρώην ΟΤ …. και νυν κοινόχρηστο χώρο, στη θέση … ή …….. στον Δήμο Πειραιά, στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά της Περιφέρειας Αττικής, που απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά, για αρχαιολογικούς σκοπούς, η οποία (αξία) ανέρχεται στο ποσό των 120.699,82 ευρώ για το έδαφος, στο ποσό των 304.783,84 ευρώ για το ισόγειο και στο ποσό των 228.587,88 ευρώ για τον πρώτο όροφο του διώροφου λιθόκτιστου εγκαταλελειμένου κεραμοσκεπούς κτιρίου, κτισμένου το 1911, που βρίσκεται σε κακή κατάσταση εντός του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Επίσης ζητεί να διαταχθεί παροχή εγγύησης ύψους 40% επί της επιδικασόμενης προσωρινής αποζημίωσης, από τους καθών η αίτηση, για την περίπτωση επιδίκασης οριστικής αποζημίωσης, σε ποσό χαμηλότερο της προσωρινής, να διαταχθεί η αποβολή από το απαλλοτριούμενο ακίνητο, των εγκατεστημένων κυρίων, νομέων, κατόχων καθώς και όσων αντλούν δικαιώματα ή κατέχουν για αυτούς, υπό τον όρο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, κατ άρθρο 126 παρ.3 Ν 4070 2012 και τέλος να προσδιοριστεί η δικαστική δαπάνη και η αμοιβή των πληρεξούσιων δικηγόρων των καθών στο ήμιση των νόμιμων αμοιβών. Η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την προκειμένη διαδικασία των άρθρων 19 ν. 2882/2001 (όπως οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 19 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 11 του άρθρου 76 ν. 4146/2013). Για το παραδεκτό της συζήτησης έχει τηρηθεί η απαιτούμενη προδικασία, που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 15 και 17 ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ) και ειδικότερα προσκομίζονται α) η με αριθμό ΥΠΠΟΑ/ ΥΓ/ ΓΔΟΥ / ΔΠΥΑΤΠ / ΤΑΑΑΑ / 321894 / 21461 /19580/2230/459/26.6.2020 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΦΕΚ ) 426/23.7.2020, β) το από Μαρτίου 2013 με α.α. …./2013 κτηματολογικό διάγραμμα καθώς και ο κτηματολογικός πίνακας, της Διεύθυνσης Αποτυπώσεων και Συντήρησης Κτιρίων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως ο τελευταίος διορθώθηκε ως προς τα στοιχεία της δεύτερης των καθών με την, επίσης προσκομιζόμενη, με αριθμό 595305/8.12.2021 απόφαση έγκρισης διόρθωσης κτηματολογικών στοιχείων της Γενικής Διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στον οποίο εμφανίζονται οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες του απαλλοτριούμενου ακινήτου και το εμβαδόν της ιδιοκτησίας (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 2882/2001), γ) το με αριθμό πρωτοκόλλου …../14.12.2020 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων από το οποίο προκύπτει η καταχώριση της απόφασης κήρυξης της απαλλοτρίωσης στο κτηματολογικό φύλλο του απαλλατριωθέντος ακινήτου με ΚΑΕΚ ……………, δ) το με αριθμό πρωτοκόλλου 2061 αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου της ιδιοκτησίας που απαλλοτριώνεται, από το οποίο προκύπτει, κατά περίπτωση, η καταχώριση στο ως άνω Κτηματολογικό Γραφείο των πιο πάνω αποφάσεων,αλλά και η έλλειψη βαρών και διεκδικήσεων, αφού τόσο η εγγραφείσα, δυνάμει της με αριθμό 4421/1995 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ, όσο και η επιβληθείσα, δυνάμει της με αριθμό …………../2001 κατασχετήριας έκθεσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………, αναγκαστική κατάσχεση υπερ του Δήμου Πειραιά, εξαλήφθησαν δυνάμει του με αριθμό …./2008 συμβολαιογραφικού εγγράφου που συνέταξε η Συμμβολαιογράφος Αθηνών ……… και ε) η με αριθμό πρωτοκόλλου …../7.10.2021 βεβαίωση της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά Νήσων και Δυτικής Αττικής, περί μη συντάξεως έκθεσης εκτίμησης αξίας του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, λόγω αδυναμίας συγκρότησης της Επιτροπής κατ` άρθρο 15 παρ. 4 ν. 2882/2001. Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος, 9 παρ.5, 13, 14, 15, 19, και 26 παρ. 1 και 3 ΚΑΑ, 176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εκτός από το αίτημα, περί καθορισμού εγγυοδοσίας σε ποσοστό 40% επί της καθορισθείσας αποζημίωσης, για την περίπτωση που η οριστική τιμή μονάδας θα καθοριστεί μικρότερη της προσωρινής, που πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι τα σχετικά με την απόδοση της προσωρινά καθορισμένης αποζημίωσης καθορίζονται ευθέως από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 172 του ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α’ 5/17-1-2018), που ορίζει ότι «η προσωρινά καθορισμένη αποζημίωση αποδίδεται ελεύθερα σε ποσοστό 70%. Το υπόλοιπο μπορεί να αποδοθεί ύστερα από προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής πιστωτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή της αλλοδαπής που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση. Ο δικαιούχος της αποζημίωσης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο προσωρινού καθορισμού ή αναγνώρισης των δικαιούχων, τη μείωση ή την αντικατάσταση της εγγυητικής επιστολής με άλλο είδος εγγύησης και στην περίπτωση αυτή ορίζεται το μέγεθος και ο τρόπος εγγυοδοσίας. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλογικά και για τις καταβαλλόμενες δικηγορικές αμοιβές των πληρεξούσιων Δικηγόρων», χωρίς να παρίσταται ανάγκη δικαστικού καθορισμού με την παρούσα απόφαση εγγυοδοσίας για την ανάληψη της αποζημίωσης, εκτός εάν ο δικαιούχος της αποζημίωσης υποβάλλει σχετικό αίτημα περί μείωσης ή αντικατάστασης της εγγυοδοσίας, που αφορά το πέραν του ελευθέρως αποδιδόμενου υπολοίπου ποσοστού 30% της αποζημίωσης. Επομένως, πρέπει, η αίτηση κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
ΙΙ. Το Εφετείο στα πλαίσια της διαδικασίας καθορισμού αποζημίωσης για υπό απαλλοτρίωση ακίνητο, είναι αρμόδιο να εξετάσει: α) το προσδιορισμό της αποζημιώσεως σε σχέση με την αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου, β) την ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη, την αναγνώριση δικαιούχων της αποζημιώσεως, δ) την ύπαρξη ή όχι ωφελείας του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωμένου ακινήτου που αποκτά πρόσωπο σε διανοιγόμενη εθνική οδό και ε) το αίτημα περί δικαστικής δαπάνης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 11 και 12 παρ. 1 του ΚΑΑΑ, προκύπτει ότι, με την κήρυξη της απαλλοτριώσεως γεννάται απευθείας από το νόμο η ενοχή (άρθρο 287 ΑΚ) από την απαλλοτρίωση μεταξύ του υπερ ού η απαλλοτρίωση και, του καθ` ού, δυνάμει της οποίας ο καθ` ού δανειστής δικαιούται να απαιτήσει από τον οφειλέτη υπέρ ού η απαλλοτρίωση, την καταβολή της πλήρους αποζημιώσεώς του. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται και τα ακόλουθα: Μετά τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας για δημόσια ωφέλεια και την αναγνώριση του δικαιούχου της αποζημιώσεως αυτής, είναι επιτρεπτή η άσκηση από αυτόν της αγωγής επιδικάσεως της αποζημιώσεως από την ανωτέρω αιτία και μάλιστα με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η απαίτηση αυτή του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος είναι γεννημένη και απαιτητή αμέσως από τη δημοσίευση της τελεσίδικης περί προσδιορισμού της αποζημίωσης δικαστικής απόφασης και δεν τελεί υπό την προθεσμία των δέκα οκτώ (18) μηνών, η οποία αναφέρεται στη μη συντέλεση της απαλλοτρίωσης από τη μη καταβολή ή τη μη παρακατάθεση της προσωρινώς ή οριστικώς προσδιορισθείσας αποζημιώσεως και την εκ του λόγου αυτού αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης. Συνεπώς, ο αναγνωρισθείς δικαιούχος της αποζημιώσεως, η οποία προσδιορίσθηκε τελεσιδίκως για την αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου του, μπορεί με καταψηφιστική αγωγή, η οποία δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία από το αρμόδιο καθ` ύλην, λόγω ποσού, δικαστήριο, να ζητήσει από τον υπόχρεο την καταβολή της, καθώς και τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής, νομιμοποίηση του δικαιούχου ως ενάγοντος έναντι του υποχρέου για καταβολή της αποζημίωσης δεν ερευνάται ούτε η δυνατότητα ολοκλήρωσης του έργου, το οποίο αφορά η απαλλοτρίωση, ούτε η υπαιτιότητα του υπόχρεου προς καταβολή. Ενόψει τούτων και εφόσον η άσκηση της καταψηφιστικής αγωγής είναι παραδεκτή μετά τη δημοσίευση της τελεσίδικης περί προσδιορισμού της αποζημιώσεως δικαστικής αποφάσεως, οπότε είναι γεννημένη και απαιτητή η απαίτηση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος για την καταβολή της προσδιορισθείσας αποζημιώσεως, η εκδίκαση αυτής εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Εφετείου στα πλαίσια του οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντος ακινήτου, καθόσον δεν περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα ως άνω αιτήματα των οποίων η εκδίκασή τους γίνεται με την ειδική διαδικασία των απαλλοτριώσεων και έτσι σωρευόμενη με τα ως άνω αιτήματα, για τα οποία επιβάλλεται η προαναφερόμενη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1028/2017, ΑΠ 153/2012). Η ως άνω ρύθμιση δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ ΔΑ και 6 παρ. 1 της ΕΔΔΑ, με τις οποίες θεσπίζεται η ως άνω αρχή, κατά την οποίαν οι συνέπειες της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης θα πρέπει να εκτιμώνται συνολικά στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας, με το κριτήριο της “εύλογης και δίκαιης ισορροπίας” μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιδιωτών και την εναρμονισμένη με τον εν λόγω κανόνα αρχή, που διέπει τη νομολογία του ΕΔΔΑ (ΑΠ 178/2017, ΑΠ 153/2012). Η επιβαλλόμενη δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω ενιαία εκδίκαση των ως άνω θεμάτων της απαλλοτριώσεως, προϋποθέτει αναγκαίως, ότι τα εν λόγω αιτήματα θα υποβληθούν ενώπιον του Εφετείου κατά τρόπο παραδεκτό και σύμφωνα με τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες. Και τούτο διότι, το ΕΣ ΔΑ δεν υποκαθιστά τον εθνικό νομοθέτη στη θέσπιση του εφαρμοστέου δικονομικού συστήματος, αλλά μόνο ελέγχει, με τα προβλεπόμενα μέσα, αν οι κανόνες αυτού ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κοινοτικής έννομης τάξης. Έτσι εφόσον το δικαίωμα του δικαιούχου της αποζημιώσεως καθίσταται υπαρκτό με την τελεσιδικία της αποφάσεως προσδιορισμού της αποζημιώσεως της απαλλοτριώσεως, δεν μπορεί να εισαχθεί ενώπιον του Εφετείου στα πλαίσια της ως άνω ενιαίας διαδικασίας προσδιορισμού της οριστικής τιμής αποζημιώσεως του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων παραδεκτού αυτού. Εξ άλλου, η ως άνω ρύθμιση, που καθιστά παραδεκτή την άσκηση της καταψηφιστικής αγωγής από τη δημοσίευση της τελεσίδικης περί προσδιορισμού της αποζημίωσης δικαστικής απόφασης, οπότε είναι γεννημένη και απαιτητή η σχετική απαίτηση, δεν δύναται εκ των πραγμάτων να επηρεάσει την ουσία του δικαιώματος αποζημιώσεως, αλλά αντίθετα αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει την ασφαλή διάγνωση αυτού, εναρμονιζόμενη, έτσι, απολύτως με τις προαναφερόμενες σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και της υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, η προαναφερόμενη ρύθμιση, δεν πλήττει, ούτε την αρχή της εκδικάσεως των συνεπειών της απαλλοτρίωσης εντός ευλόγου χρόνου στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας, διότι δεν πρόκειται για παραπομπή, ως αποτέλεσμα θεσμικών δυσλειτουργιών του ισχύοντος δικονομικού συστήματος, που επιτρέπουν παρελκυστικές συμπεριφορές των διαδίκων ή ανοχής φαινομένων καθυστερήσεων, που υποβάλλουν πρακτικές αρνησιδικίας, αλλά έρχεται ως συνέπεια νομοθετικών επιλογών με σκοπό την πληρέστερη και ασφαλέστερη διερεύνηση της διαφοράς ( ΑΠ 782/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, ο προσδιορισμός της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων στο ήμισυ των νομίμων αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων σε περίπτωση κατά την οποία υπόχρεος προς αποζημίωση είναι φορέας που υπάγεται στην Γενική Κυβέρνηση, κατά την έννοια του άρθρου 1 Β του ν. 2362/1995 (άρθρο 18 παρ. 4 εδ. 3 του ν. 2882/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 130 παρ. 2 του ν. 4070/2012) εφαρμόζεται σε υποθέσεις που συζητήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας μετά την έναρξη ισχύος της τελευταίας αυτής διατάξεως (Α.Π. 844/2015, Α.Π. 926/2015, Α.Π. 1021/2015, Α.Π. 2227/2013), δηλονότι μετά την, κατά τα προεκτεθέντα, 10.4.2012. Η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 εδ. γ’ του ΚΑΑΑ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 130 παρ. 2 ν. 4070/2012, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος 6 παρ. 1 και 20 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης καθόσον θεσπίστηκε χάριν δημοσίου συμφέροντος ήτοι την εξοικονόμηση σημαντικών δαπανών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αφού σοβαροί λόγοι γενικότερου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν την διαφορετική αυτή ρύθμιση (κατά το μέρος που εισάγει ανισότητα αμοιβής του Δικηγόρου στη δίκη προσδιορισμού της αποζημιώσεως των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων με υπόχρεους τους ως άνω φορείς κατ` απόκλιση προς τα κάτω από τις άλλες απαλλοτριώσεις), δεν εισάγει διάκριση αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας αφού με τη ρύθμιση αυτή δεν θίγεται η πλήρης αποζημίωση, που δικαιούται ο δικαιούχος αλλά κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο, περιορίστηκε για όλους τους δικαιούχους αποζημιώσεων από τις εν λόγω απαλλοτριώσεις η προκύπτουσα από τις διατάξεις του Κώδικα των δικηγόρων και οφειλόμενη από τους δικαιούχους των αποζημιώσεων νόμιμη αμοιβή των δικηγόρων τους (ΑΠ 664/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η πρώτη των καθών η αίτηση, εταιρεία με την επωνυμία « …………….», φερόμενη ως συνιδιοκτήτρια του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου, άσκησε με τις κατατεθειμένες στη Γραμματεία του Δικαστηρίου από 25.10.2022 προτάσεις της, ανταίτηση με την οποία ζητεί να καθοριστεί προσωρινή τιμή μονάδας υψηλότερη από αυτήν που ζητείται με την κύρια αίτηση και συγκεκριμένα να καθοριστεί για το κτίσμα του ισογείου ποσό 1.063,75 ευρώ ανά τ.μ., για το κτίσμα του πρώτου ορόφου το ποσό των 797,817 ευρώ ανά τ.μ. και για το οικόπεδο το ποσό των 657,448 ευρώ ανά τ.μ. Επίσης ζητεί να οριστεί αποζημίωση ποσού 1.502,95 ευρώ ανά τ.μ. για την απώλεια εισοδήματος από την δικαιούμενη εκμετάλλευση του υπόλοιπου συντελεστή δόμησης με βάση τον οποίο επιτρεπόταν επιπλέον δόμηση 1.029 τ.μ. Ανταίτηση, άσκησε προφορικά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης των καθών εταιρίας με την επωνυμία «…………..», συνιδιοκτήτριας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου, οι δηλώσεις του οποίου καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου. Με την ανταίτησή της η δεύτερη των καθών η κύρια αίτηση ζήτησε να οριστεί ως προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης στο ποσό των 4.000 ευρώ ανά τ.μ. για το οικόπεδο και στο ποσό των 300 ευρώ ανά τ.μ. για το διώροφο κτίσμα, ήτοι σε τιμές ανώτερες από τις αιτούμενες με την κύρια αίτηση. Ζήτησε ακόμα να απορριφθεί το αίτημα της κύριας αίτησης περί καταβολής εγγύησης ως μη νόμιμο, άλλως επικουρικά να οριστεί η παροχή σε ποσοστό 10% επί της αποζημίωσης και να υποχρεωθεί το βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων» (ΟΠΑΔ) να καταβάλλει την αποζημίωση που θα προσδιοριστεί και την δικαστική δαπάνη.Τέλος, ζήτησε να προσδιοριστεί η δικαστική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένης της δαπάνης σύνταξης της εκτιμητικής έκθεσης, καθώς και η δικηγορική αμοιβή κατά τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013, μη εφαρμοζόμενου του άρθρου 130 παρ.2 του Ν 4070/2012 ως αντισυνταγματικού.
Οι ανωτέρω ανταιτήσεις, που αφορούν κεφάλαιο για το οποίο έχει ασκηθεί η κύρια αίτηση ασκήθηκαν παραδεκτά, η δεύτερη και προφορικά στο ακροατήριο, αφού δεν ισχύει η προϋπόθεση του άρθρο 20 § 5 ν. 2882/2001, για το παραδεκτό του προσωρινού προσδιορισμού τιμής μονάδος. Είναι δε νόμιμες, εκτός από το αίτημα της δεύτερης ανταίτησης με το οποία η ανταιτούσα ζητεί να υποχρεωθεί το βαρυνόμενο με την δαπάνη της απαλλοτρίωσης νομικό πρόσωπο να καταβάλει την αποζημίωση που θα προσδιοριστεί το οποίο τυγχάνει απαράδεκτο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, υπό στοιχείο ΙΙ και το αίτημα για την επιδίκαση πληρους δικαστικής δαπάνης, το οποίο είναι μη νόμιμο σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη υπό το αυτό στοιχείο μείζονα σκέψη της παρούσας. Οι ως άνω ανταιτήσεις πρέπει να εξετασθούν και από ουσιαστική άποψη, συνεκδικαζόμενες με την αίτηση λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας διεξαγωγής της δίκης και μείωσης των εξόδων αυτής (άρθρα 31 και 246 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται στην προκειμένη διαδικασία κατ` άρθρο 18 παρ.ΐβ`του ΚΑΑΑ).
ΙΙΙ) Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της πρώτης των καθών που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, ο οποίος έχει ειδικές γνώσεις κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19 παρ.9 εδ. τελ. Ν 2881/2001, την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, την από 27 Απριλίου 2021 εκτίμηση εμπορικής αξίας του επίδικου ακινήτου που υπογράφεται από τον Λεωνίδα Παπαγεωργίου, οικονομολόγο- σύμβουλο ακίνητης περιουσίας, που προσκομίζει η πρώτη των καθών-ανταιτούσα, την από Μαΐου 2021 έκθεση εκτίμησης αξίας του επίδικου ακινήτου, που συνέταξε η ………….. πιστοποιημένη ορκωτή εκτιμήτρια, την οποία προσκομίζει η δεύτερη καθής-ανταιτούσα, απ’ όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την με αριθμό ΥΠΠΟΑ/ΥΓ/ΓΔΟΥ/ΔΠΥΑΤ/ΤΑΑΑΑ/321894/21461/19580/2230/459/26.6.2020 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΦΕΚ Δ`…/23.7,2020), που καταχωρήθηκε νόμιμα όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. …/14.12.2020 πιστοποιητικό του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων περί καταχώρησης της απόφασης κήρυξης της ένδικης απαλλοτρίωσης στα βιβλία του εν λόγω κτηματολογικού γραφείου και στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……………. την 14.12.2020 και με αριθμό καταχώρησης 2061, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για αρχαιολογικούς σκοπούς, ενός ακινήτου συνολικής έκτασης 465,32 τ.μ.που βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο ……., επί της …………. και πρώην ………., στο πρώην Ο.Τ. …. και νυν κοινόχρηστο χώρο, στη θέση … ή ………… στον Δήμο Πειραιά, στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά της περιφέρειας Αττικής. Η απαλλοτρίωση αυτή κηρύχθηκε υπερ του Ελληνικού Δημοσίου, και βαρύνει τον προυπολογισμό του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, με έδρα την Αθήνα. Το ακίνητο αυτό απεικονίζεται υπό στοιχεία Α1,Α2, Α3,Α4, Α5, Α1 στο από Μαρτίου 2013 με α.α …./2013 κτηματολογικό διάγραμμα πίνακα υπό κλίμακα 1:500 της Διεύθυνσης Αποτυπώσεων και Συντήρησης Κτιρίων του Ταμείου Αρχαιολογικών πόρων και Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού Αθλητισμού. Το εν λόγω ακίνητο φέρεται να ανήκει στις καθών εταιρείες κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη των καθών και κατά ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου στη δεύτερη των καθών. Το εμβαδόν του υπο απαλλοτρίωση ακινήτου είναι όπως προαναφέρθηκε 465,32 τ.μ., έχει πρόσοψη μήκους 10,35 μέτρων επί της οδού ………….., βόρεια συνορεύει επί πλευράς μήκους 38,25 μέτρων με κτίριο Garage, ενώ οι άλλες πλευρές του συνορεύουν με τη ζώνη ανάπλασης του αρχαιολογικού χώρου, στην οποία έχει συμπεριληφθεί και το ίδιο Βρίσκεται στο πρώην οικοδομικό τετράγωνο 160, επί της οδού ……….. στην περιοχή «………», ή «…….», Η οδός ………. είναι μια από τις οδούς εισόδου στην πόλη του Πειραιά, και κατά την προέκτασή της προς το κέντρο της πόλης ονομάζεται οδός ……….. Απέναντι από το υπο απαλλοτρίωση ακίνητο βρίσκεται εγκαταλελειμένη αποθήκη ξυλείας η οποία στο παρελθόν είχε λειτουργήσει ως κέντρο διασκέδασης. Ανατολικά αυτού στη συμβολή των οδών …. και ….. βρίσκεται το ….. Δημοτικό σχολείου Πειραιά και ένα ημδιώροφο παλαιό λιθόκτιστο κτίριο, ανατολικά στο όριο του αρχαιολογικού πάρκου της ….., επί της οδού ….. βρίσκεται ένα παλαιό βιομηχανικό λιθόκτιστο ημιδιώροφο κτίριο, νότια στο όριο του αρχαιολογικού πάρκου της ……., επί του πεζοδρόμου ….., βρίσκεται το Μουσείο ……….. Στην περιοχή υπάρχουν παλαιές διώροφες κατοικίες, πολυκατοικίες, κτίρια γραφείων και αποθήκες. Μέχρι το 1970 στην περιοχή συνυπήρχαν κατοικίες, βιοτεχνίες και βιομηχανίες, αργότερα αναπτύχθηκε ως χώρος κατοικίας αλλά και εμπορικής –επαγγελματικής χρήσης, ενώ στη δεκαετία του 1980 στην περιοχή λειτουργούσαν πολλά νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης δημιουργίας αρχαιολογικού πάρκου, το έτος 2000 η εμπορική δραστηριότητα στην περιοχή μειώθηκε και πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το εμπορικό κέντρο του Πειραιά, περί τα 600 μέτρα, από τον σταθμό του ΗΣΑΠ στον Πειραιά, 700 μετρα από το επιβατηγό λιμάνι του Πειραιά και 550 μετρα από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου λειτουργεί ήδη σταθμός Μετρό, εξυπηρετείται δε και από λεωφορειακές γραμμές, με κατεύθυνση προς Πειραιά. Εντός του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, βρίσκεται διώροφο, λιθόκτιστο και κεραμοσκεπές κτίριο, που καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια του οικοπέδου, χωρίς να καταλείπεται ακάλυπτος χώρος. Το ισόγειο του κτιρίου αυτού κατασκευάστηκε κατά το έτος 1911 και ο πρώτος όροφος αυτού το έτος 1937, έχοντας αρχικά βιομηχανική-αποθηκευτική χρήση ενώ κατά το χρονικό διάστημα ετών 1940 έως 2005 στέγαζε την πυροσβεστική υπηρεσία Πειραιά. Εχει δε κατασκευαστεί από περιμετρική φέρουσα λιθοδομή με νέα διαδοκιδωτή πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα με μια σειρά υποστηλώματα στο κέντρο του κτιρίου και περιμετρική στήριξη στη λιθοδομή και στεγάζεται με τρίρριχτη ξύλινη στέγη με επικάλυψη από βυζαντινά κεραμίδια, με εμβαδό κάθε ορόφου 465,32 τ.μ..Η πρόσβαση στο ισόγειο που αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο γίνεται από την οδό …………, ενώ στον πρώτο όροφο στον οποίο οδηγούν δυο κλιμακοστάσια, ένα από οπλισμένο σκυρόδεμα και ένα δεύτερο ξύλινο, χωροθετούνται σε σειρά τα γραφεία, οι θάλαμοι και τα λουτρά κατά μήκος ενός ευθύγραμμου διαδρόμου. Τα δάπεδα στον πρώτο όροφο είναι εν μέρει ξύλινα και εν μέρει επιστρωμένα με κεραμικά πλακίδια, ενώ τα κουφώματα είναι επίσης ξύλινα. Παρουσιάζει δομικό πρόβλημα λόγω της κατάρρευσης τμήματος της στέγης, στη νοτιοανατολική πλευρά αυτού, αλλά και οικοδομικά συνιστάμενα σε τοπικές καταστροφές των ορόφων από μπαγδαντί λόγω της εισροής όμβριων υδάτων, οξείδωση του οπλισμού του σκυροδέματος στα σημεία που έχει αποκαλυφθεί, πτώση επιχρισμάτων και γήρανση των υλικών λόγω εγκατάλειψης και έλλειψης συντήρησης. Μέρος του ισογείου είναι μισθωμένο σε όμορη επιχείρηση για την στάθμευση οχημάτων με ενοίκιο 5.000 ευρώ ετησίως. Πολεοδομικά, η περιοχή είναι χαρακτηρισμένη ως γενική κατοικία, με συντελεστή δόμησης 4,2 % , ανώτατη επιτρεπόμενη δόμηση 70%. , με δεδομένο δε οτι τα υπάρχοντα κτίσματα έχουν εμβαδό 930,64 τ.μ., υφίσταται δυνατότητα κατασκευής επιπλέον 1023,70 τ.μ. για την εξάντληση του συντελεστή δόμησης. Αναφορικά με την αξία του υπο απαλλοτρίωση ακινήτου το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο προσκομίζει το με αριθμό πρωτοκόλλου …………./28.9.2021 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά –Νήσων και Δυτικής Αττικής με τα φύλλα υπολογισμού αντικειμενικής αξίας αυτού, με ορισθείσα τιμή ζώνης 1.050 ευρώ, ισχύουσα από την 1.1.2018 σύμφωνα με τα οποία η αντικειμενική αξία του οικοπέδου υπολογίζεται στο ποσό των 120.699,82 ευρώ , ήτοι 259,39 ευρώ ανά τ.μ., η αντικειμενική αξία του ισογείου στο ποσό των 304.783,84 ευρώ ήτοι 654,998 ευρώ ανά τ.μ. και η αντικειμενική αξία του πρώτου ορόφου στο ποσό των 228.587,88 ευρώ, ήτοι στα 491,24 ευρώ ανά τ.μ., μη λαμβανόμενου υπόψη του μειωτικού συντελεστή λόγω της κήρυξής του ως απαλλοτριωτέου. Σημειώνεται οτι οι ως άνω αντικειμενικές αξίες έχουν παύσει να ισχύουν από 1.1.2022, ήτοι πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η πρώτη των καθών προσκομίζει φύλλα υπολογισμού αντικειμενικής αξίας του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, με ορισθείσα τιμή ζώνης 1.500 ευρώ, η οποία ισχύει από 1.1.2022, σύμφωνα με τα οποία η αντικειμενική αξία του οικοπέδου, υπολογιζομένης και της κάλυψης του υπολοίπου συντελεστή δόμησης του οικοπέδου, ανέρχεται σε 305.713,63 ευρώ, ήτοι 656.99 ευρώ ανά τ.μ., η αντικειμενική αξία του ισογείου στο ποσό των 494.646,91, ήτοι 1.063,02 ευρώ ανά τ.μ. και η αντικειμενική αξία του πρώτου ορόφου στο ποσό των 370.985,18 ευρώ, ήτοι 797,26 ευρώ ανά τ.μ. Περαιτέρω, το αιτούν δεν προσκόμισε συγκριτικά στοιχεία καθώς όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου …………./28.9.2021 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά-Νήσων και Δυτικής Αττικής, δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία στο Αρχείο της υπηρεσίας. Η πρώτη των καθών προσκομίζει την με αριθμό 213/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με χρόνο συζήτησης της υπόθεσης την 15.11.2007, η οποία αφορά τον καθορισμό οριστικής αποζημίωσης για ακίνητο που βρίσκεται παραπλεύρως του υπο διαμόρφωση αρχαιολογικού πάρκου των …………, στο οικοδομικό τετράγωνο 158, περικλειόμενο από τις οδούς …, …….., …. και …., με συντελεστή δόμησης 3,6, εμβαδού 829,42 τ.μ. εντός του οποίου υπάρχει κτίσμα συνολικού όγκου 4.544,7 κυβικών μέτρο. Με την ως άνω απόφαση η οριστική αποζημίωση ορίστηκε στο ποσό των 1.350 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο για την εδαφική έκταση και στο ποσό των 120 ευρώ ανά κυβικό μέτρο για το επ αυτής κτίσμα. Η ως άνω απόφαση δεν συνιστά πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, παρά την γειτνίαση των υπό απαλλοτρίωση ακινήτων λόγω της παρόδου σχεδόν 15 ετών από τον χρόνο συζήτησης της σχετικής αίτησης. Επιπλέον η πρώτη των καθών προσκομίζει την από 27 Απριλίου 2021 εκτίμηση εμπορικής αξίας του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, που συνέταξε ο ……….. Οικονομολόγος- Σύμβουλος Ακίνητης Περιουσίας, κατόπιν εντολής της πρώτης των καθών. Με την ως άνω εκτίμηση, η οποία έχει συνταχθεί 1,5 έτη πριν τη συζητηση της υπόθεσης, ο συντάξας αυτήν, λαμβάνει υπόψη του την προαναφερθείσα απόφαση, και με αναγωγή στις σημερινές τιμές αναγάγει την αξία του οικοπέδου σε 2.250 ευρώ ανά τ.μ. την οποία θεωρεί χαμηλή, καθώς το έτος 2020 οι ζητούμενες τιμές για πώληση παρόμοιων οικοπέδων κυμαίνονταν μεταξύ 2.500 και 4.000 ευρώ ανά τ.μ. (χωρίς να αναφέρει όμως συγκεκριμένες αγοραπωλησίες) Μετά δε την ανάλυση των στοιχείων και εφαρμόζοντας αυξομοιωτικούς συντελεστές, σύμφωνα με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των οικοπέδων (ύψος συντελεστή δόμησης, ακριβή θέση –γειτνίαση με λιμάνι, εμπορικότητα) μετά από μείωση της ζητούμενης τιμής λόγω διαπραγματεύσεων, καταλήγει οτι προκύπτει αξία 3.400 ευρω ανά τ.μ για το εξεταζόμενο ακίνητο, χωρίς πάλι να αναφέρει ειδικότερα στοιχεία. Ετσι συνεκτιμώντας τα παραπάνω εκτεθέντα χρησιμοποιώντας την τιμή αξίας αντικατάστασης του υφιστάμενου κτιρίου και συνδυάζοντας την αναχθείσα από την με αριθμό 213/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς τιμή οικοπέδου και αυτή που προκύπτει από τα στοιχεία της κτηματαγοράς υπολογίζει οτι η αντίστοιχη αξία του εξεταζόμενου ακινήτου κατά εκείνη τη χρονική στιγμή και πριν την κήρυξη της απαλλοτρίωσης λόγω της κρίσης (χρησιμοποιώντας τιμές μονάδας 500 ευρώ ανά τ.μ. για το κτίσμα και 2.900 ευρώ ανά μέτρο για το οικόπεδο) ανέρχονταν σε τουλάχιστον 1.818.430 ευρώ. Εν συνεχεία χρησιμοποιώντας την μέθοδο της αξιοποίησης, όπου εικάζεται ότι στο υπο απαλλοτρίωση ακίνητο κατασκευάζεται κτίριο γραφείων, καταστήματα στο ισόγειο και υπόγεια γκαράζ, λαμβάνοντας υπόψη το κατασκευαστικό κόστος 3.200.000 ευρώ, επιτόκιο χρηματοδότησης 5,5%, πάροδο διετίας για την κατασκευή του κτιρίου, και καταλήγοντος οτι ο κατασκευαστής είτε πωλεί άμεσα το κτίριο με μέση τιμή πώλησης 2.800 ευρώ ανά τμ. για την ανοδομή, και 2.100 ευρώ ανά τ.μ για το σύνολο, είτε κρατεί το ακίνητο μισθώνοντας το για μια 20ετία, μετά την παροδο της οποίας το μεταπωλεί, σε τιμή που αντιστοιχεί σε απόδοση 5,50% επι του προκύπτοντος μισθώματος του τελευταίου έτους της μίσθωσης, επένδυση που αποφέρει εσωτερικό βαθμό απόδοσης 8,16 % ανά έτος, ο οποίος κρίνεται ικανοποιητικός. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία ο συντάξας την έκθεση με στρογγυλοποίηση των συγκριτικών στοιχείων προς τα πάνω, την οποία όμως δεν αιτιολογεί, αναφέρει ως τιμή κτήσης του ακινήτου στο ποσό των 1.850.000 ευρώ ή 3.964 ευρώ ανά τ.μ. οικοπέδου συμπεριλαμβανομένων των υπερκείμενων κτισμάτων. Στην ως άνω εκτίμηση δεν αναφέρεται ξεχωριστή αξία για τα επικείμενα και το οικόπεδο, η δε τελική εκτίμηση της αξίας του ακινήτου συνδέεται με μελλοντική τιμή πώλησης ακινήτου και κτίσματος που δύναται να ανεγερθεί σε χρόνο βεβαίως που διαφέρει από αυτόν της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο. Σημειώνεται δε οτι η εκτίμηση της αξίας του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω έκθεση, υπερβαίνει κατά πολύ τα αιτούμενα με την ανταίτηση ποσά. Η δεύτερη των καθών προσκομίζει την από τον Μάιο του έτους 2021 έκθεση εκτίμησης που συνέταξε η πιστοποιημένη ορκωτή εκτιμητής …………. μετά από εντολή της. Κατά την μελέτη εκτίμησής της, η οποία επίσης έχει συνταχθεί 1,5 έτη πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, λαμβάνει υπόψη οτι το κτίριο χρήζει αποκατάστασης, οτι η βέλτιστη αξιοποίηση του ακινήτου θα ήταν η κατεδάφιση του κτισματος με ανέγερση νεας οικοδομής με ένα ή δυο υπόγεια και ισόγειο κατάστημα, εφόσον ομως η κατεδάφισή του δεν είναι εφικτή, συνεκτιμάται το εισόδημα που μπορεί να αποφέρει ως επαγγελματική στέγη. Ως μέθοδο εκτίμησης η εκτιμητής εφαρμόζει την μέθοδο απόσβεσης κόστους αντικατάστασης, κατά την οποία προσδιορίζεται καταρχήν η αγοραία αξία του οικοπέδου εντός του οποίου έχει ανεγερθεί το κτίσμα και στη συνέχεια υπολογίζεται το υπολειμματικό κόστος αντικατάστασης των εγκαταστάσεων και των έργων υποδομής. Η υπολειμματική αξία εξαρτάται από την ηλικία, την κατάσταση συντήρησης την ποιότητα και τις προδιαγραφές κατασκευής και την χρησιμότητα και λειτουργικότητα των εγκαταστάσεων. Για τον υπολογισμό της τιμής μονάδας του οικοπέδου χρησιμοποίησε δυο μεθόδους αυτή της υπολειμματικής αξίας και της συγκριτικής από στοιχεία της κτηματαγοράς. Με την υπολειμματική της αξίας μέθοδο εικάζεται οτι στο ακίνητο κατασκευάζεται κτίριο 1954,34 τ.μ. αναπτυγμένο σε 4 ορόφους με κατάστημα στο ισόγειο και 2 υπόγεια με εύλογη μέση τιμή πώλησης 2.821 ευρώ ανά τ.μ. και συνολική αγοραία αξία 5.788.887,85 ευρώ με κόστος κατασκευής 1.200 ευρώ ανά τ.μ., με τιμή μόνάδας κόστους ανάπτυξης 1.411 ευρώ ανά τ.μ. σύνολο εξόδων κατασκευής 3.717.617, 19 ευρώ και εναπομένουσα αξία γης 1.963.289,73 και τιμή μονάδας 4.220 ευρώ ανά τ.μ., εκτίμηση η οποία ομοίως βασίζεται σε τιμή πώλησης μη ανεγερθείσας εισέτι οικοδομής, σε χρόνο που απέχει από αυτόν της συζήτησης της αίτησης. Η δε τιμή με βάση τα στοιχεία της κτηματαγοράς που προκύπτουν από αγγελίες που παρατίθενται στην έκθεση εκτίμησης και με συντελεστή διαπραγμάτευσης 0,85 έως 0,95, κατά μέσο όρο ανέρχεται στο ποσό των 3.727 ευρώ, χωρίς όμως σε καμμία περίπτωση να αναφέρεται σε καταρτισμένες συμβάσεις. Ως τελική τιμή αξίας του ακινήτου προτείνεται ο μέσος όρος των δυο μεθόδων υπολογισμού, ανερχόμενη σε 3.974 ευρώ ανά τ.μ. οικοπέδου και με στρογγυλοποίηση συνολική αξία 1.850.000 ευρώ. Για τον υπολογισμό της αξίας του κτίσματος η εκτιμήτρια εφαρμόζει τη μέθοδο του αποσβεσμένου κόστους αποκατάστασης σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως εύλογη μέση τιμή μονάδας νεόδμητου ακινήτου το ποσό των 230 ευρώ ανά τ.μ. και με ανατοκιζόμενους συντελεστές ετήσιας απόσβεσης που εξαρτώνται από το επίπεδο συντήρησης και την καταπόνηση του κτιρίου από τη χρήση. Το κόστος αποκατάστασης για το ισόγειο ανέρχεται σε 670 ευρώ ανά τ.μ. και για τον πρώτο όροφο σε 850 ευρώ ανά τ.μ. και λαμβάνοντας υπόψη τους συντελεστές απόσβεσης και παλαιότητας το αποσβεστικό κόστος αντικατάστασης εκτιμάται σε 35.305 ευρώ για το ισόγειο και 74.947 ευρώ για τον πρώτο όροφο και συνολικά η αξία του κτιρίου εκτιμάται στο ποσό των 110.000 ευρώ. Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατέθηκαν και όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση και μη ειδικά αναφερόμενα, συγκριτικά στοιχεία , κατά το λόγο της τοπικής και χρονικής τους προσφορότητας, με βάση τις υπάρχουσες οικονομικές και νομισματικές συνθήκες, και χωρίς να υπολογιστεί η τυχόν ανατίμηση ή υποτίμηση, που επέρχεται λόγω της εξαγγελίας της απαλλοτρίωσης ή της εκτέλεσης του έργου της ανασκαφής το οποίο αυτή αφορά, λαμβάνοντας υπόψη την άνοδο των αντικειμενικών τιμών στην περιοχή ανάμεσα στα έτη 2018 και 2022, την ελλαττωμένη αγοραστική κίνηση στην περιοχή, προκύπτει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της αίτησης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου , η πλήρης οφειλόμενη για την ίδια έκταση αποζημίωση, δηλαδή εκείνη με την οποία ο δικαιούχος μπορεί να αντικαταστήσει το απαλλοτριούμενο ακίνητο με άλλο ισάξιο, ανέρχεται στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ ανά τ.μ για το οικόπεδο. Σημειώνεται οτι δεν επιδικάζεται ιδαίτερη αποζημίωση για το υπόλοιπο του συντελεστή δόμησης του οικοπέδου που δεν έχει καλυφθεί, αλλά το στοιχείο αυτό συνεκτιμάται για τον καθορισμό τιμής αποζημίωσης του υπό απαλλοτρίωση οικοπέδου. Περαιτέρω, η αξία των κτισμάτων υπολείπεται σημαντικά της αντικειμενικής τους αξίας, καθώς είναι παλαιά, χωρίς συντήρηση για διάστημα άνω των δέκα ετών, με στατικά και οικοδομικά ελαττώματα, γεγονός που αποτυπώνεται και στις ανωτέρω εκτεθείσες εκθέσεις εκτίμησης και πρέπει να οριστεί στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ ανά τ.μ. Πρέπει επομένως να γίνουν εν μέρει δεκτές η αίτηση και οι ανταιτήσεις, ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα και να οριστούν γι` αυτά οι αναφερόμενες στο διατακτικό τιμές.. Περαιτέρω, το αίτημα περί αποβολής των καθ`ών, όπως και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα εξ αυτών από το υπό απαλλοτρίωση ακίνητο, πρέπει να γίνει δεκτό υπό την όρο της προηγούμενης συντέλεσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν.2882/2001.) Περαιτέρω, στη διαδικασία προσδιορισμού αποζημίωσης, κατά το άρθρο 18 παρ. 4 του Ν. 2882/2001 (όπως το πρώτο εδάφιό της αντικαταστάθηκε με το άρθρο 130 παρ. 1 του Ν. 4070/2012 και το τρίτο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 130 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου): α) η δικαστική δαπάνη βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση και επιδικάζεται από το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση, με την οποία καθορίζεται το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης, β) η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, γ) το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957 δεν εφαρμόζεται, δ) όταν υπόχρεος προς αποζημίωση είναι φορέας που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση κατά την έννοια του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014 (προϊσχύσαν άρθρο 1Β του Ν. 2362/1995), η επιδικαζόμενη από τα Δικαστήρια αμοιβή του πληρεξούσιου Δικηγόρου των δικαιούχων αποζημίωσης καθορίζεται υποχρεωτικά έως το ήμισυ των νομίμων αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων, ε) η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ή (πριν την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 76 παρ. 11 του Ν. 4146/2013) του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία καθορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης αποτελεί ως προς την δικαστική δαπάνη εκτελεστό τίτλο σε βάρος του υπόχρεου προς αποζημίωση, εάν και οι δύο διάδικοι αποδέχθηκαν την απόφαση αυτή ή παρήλθε άπρακτη η προθεσμία άσκησης αίτησης οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, στ) σε περίπτωση εμπρόθεσμης αίτησης, το Εφετείο (με τριμελή σύνθεση) αποφαίνεται ενιαία τόσο για την δικαστική δαπάνη της ενώπιον αυτού διαδικασίας, όσο και για την δικαστική δαπάνη του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης, ζ) στη δίκη του προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης του απαλλοτριωμένου, σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 20 του Ν. 2882/2001, ένα είναι το αντικείμενο της δίκης, ο προσδιορισμός της αποζημίωσης (προσωρινός ή οριστικός) και, συνεπώς, ορίζεται μία αμοιβή του Δικηγόρου σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου αυτού της δίκης (ΟλΑΠ 17/2000 ΕλλΔνη 2000.958, ΑΠ 423/2019, ΑΠ 1993/2017, ΑΠ 413/2012, ΕφΑθ 420/2018, ΕφΑθ 416/2018 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η αμοιβή του Δικηγόρου του δικαιούχου σε ποσοστά επί της καθοριζομένης αποζημίωσης, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων που ισχύει από 27-9-2013 (Ν. 4194/2013-ΦΕΚ 208Α/27-9-2013) και ειδικότερα σύμφωνα με τα άρθρα 63, 65, 68, 69 παρ. 3 και 84 παρ. 1 αυτού, προσδιορίζεται: αα) για τη σύνταξη αίτησης, σε ποσοστό 2% έως το ποσό των 200.000 ευρώ, 1,5% από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ, 1% από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ, 0,5% από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ, 0,3% από το ποσό των 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ, 0,2% από το ποσό των 6.000.001 ευρώ μέχρι 12.000.000 ευρώ, 0,1% από το ποσό των 12.000.001 ευρώ μέχρι 25.000.000 ευρώ [όπως η περίπτωση ζ΄ του άρθρου 63 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 7 παρ. 10β΄ του Ν. 4205/2013 (ΦΕΚ 242Α/6-11-2013)] και 0,05% από το ποσό των 25.000.001 ευρώ και άνω και ββ) για τη σύνταξη των προτάσεων του αιτούντος επί της αίτησης, το ήμισυ της ως άνω αμοιβής στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή της δίκης, οπότε ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα ανωτέρω νόμιμες αμοιβές (άρθρο 58 του Ν. 4194/2013) και για τη σύνταξη των προτάσεων του καθ΄ ου η αίτηση, ανταιτούντων, παρεμβαινόντων, εφόσον η αποζημίωση είναι ανώτερη του ποσού των 200.001 ευρώ, αλλά κατώτερη του ποσού των 750.000 ευρώ σε ποσοστό 1,5% επί της καθοριζομένης αποζημίωσης, επίσης στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή της δίκης, οπότε ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα ανωτέρω νόμιμες αμοιβές (άρθρο 58 του Ν. 4194/2013). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 του Συντάγματος, 189 του ΚΠολΔ, 58 επ. του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), συνάγεται ότι η αμοιβή, την οποία καταβάλλει ο δικαιούχος της αποζημίωσης στον Δικηγόρο του για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, προκειμένου να επιτύχει τον προσδιορισμό και την είσπραξη της αποζημίωσης, αποτελεί παρακολούθημα αυτής, προσαυξάνει το ποσό της, βαρύνει τον υπόχρεο και πρέπει να επιδικάζεται σε βάρος του και να περιέρχεται στον δικαιούχο, ώστε να μην επέρχεται φαλκίδευση της πλήρους αποζημίωσης (ΕφΠειρ 368/2020). Επιπροσθέτως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 του Ν. 4194/2013 «Ο δικηγόρος για την υπεράσπιση των προσωπικών του υποθέσεων, που διεξάγονται από τον ίδιο, δικαιούται να ζητήσει από τον αντίδικο του, πλήρη αμοιβή.». Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, τα δικαστικά έξοδα των καθ΄ ων η αίτηση, ανταιτούντων, ως δικαιούχων της αποζημίωσης, για την προκειμένη δίκη προσδιορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, πρέπει, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να επιβληθούν σε βάρος του υποχρεου προς αποζημίωση ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» (μειωμένα κατά το ήμισυ, εφόσον υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση κατά την έννοια του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014), ως υπόχρεου προς καταβολή της επίδικης αποζημίωσης, περιλαμβάνουν δε: α) τα πάσης φύσεως δικαστικά τους έξοδα, κατ΄ άρθρο 189 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος Μονομελούς Εφετείου τα οποία πρέπει να καθοριστούν στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ και β) την αμοιβή του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους για τη σύνταξη της ανταιτήσεώς της πρώτης ανταιτούσας, των προτάσεών τους ενώπιον, επίσης, του παρόντος Μονομελούς Εφετείου, η οποία πρέπει να καθοριστεί, ενόψει του ότι το αντικείμενο της δίκης ως προς το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης είναι ανώτερο του ποσού των 200.001 ευρώ, αλλά κατώτερο του ποσού των 750.000 ευρώ σε ποσοστό 0,75% (1,5% : 2) της αποζημίωσης, για τη σύνταξη της ανταίτησης της πρώτης ανταιτούσας και σε ποσοστό 0,38% για τη σύνταξη προτάσεων–υπομνήματος για την δεύτερη ανταιτούσα που άσκησε ανταίτηση προφορικά και οχι εγγράφως. . Ομοίως στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των καθών- ανταιτούσας πρέπει να περιληφθεί και η αμοιβή, ποσού 620 ευρώ, που κατέβαλε στην πιστοποιημένη εκτιμήτρια …………….. για τη σύνταξη της από Μαΐου 2021 έκθεσης εκτίμησης τεχνικής της έκθεσης (άρθρο 189 παρ1 περ.ε ΚΠολΔ), η οποία δεν οφείλεται σε υπερβολική πρόνοια της, δεδομένου ότι δεν υπάρχει έκθεση της εκτιμητικής επιτροπής του άρθρου 15 παρ.4 ν. 2882/2001 (βλ. τη σχετική από 24-5-2021προσκομιζόμενη απόδειξη Π.Υ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και τις ανταιτήσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση και τις ανταιτήσεις.
ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ την προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για το αναφερόμενο στο σκεπτικό ακίνητο, που απαλλοτριώθηκε υπερ του Ελληνικού Δημοσίου, και βαρύνει τον προυπολογισμό του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για αρχαιολογικούς σκοπούς έκτασης 465,32 τ.μ. που βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο ………….., επί της οδού …….. και πρώην … και ……., στο πρώην Ο.Τ. … και νυν κοινόχρηστο χώρο, στη θέση ….. ή ….. στον Δήμο Πειραιά στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για το οικόπεδο, β) στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για τα κτίσματα.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αποβολή των καθών η αίτηση- ανταιτούντων και παντός τρίτου έλκοντος δικαιώματα από αυτούς από το ως άνω ακίνητο υπό τον όρο της προηγούμενης συντέλεσης της απαλλοτρίωσης κατ` άρθρο 7 του ν.2882/2001
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το υπόχρεο σε αποζημίωση ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων» στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των δικαιούχων της αποζημίωσης-ανταιτούντων τα οποία ορίζει α) για την πρώτη των καθών σε ποσό τριακοσίων (300) ευρώ καθώς και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, το ύψος της οποίας καθορίζει σε ποσοστό 0,75 % επί του ποσού της αποζημίωσης. β) για την δεύτερη των καθών σε ποσό τριακοσίων (300) ευρώ καθώς και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, το ύψος της οποίας καθορίζει σε ποσοστό 0,38 % επί του ποσού της αποζημίωσης και στο ποσό των 620 ευρώ, που κατέβαλε σε πιστοποιημένη εκτιμήτρια για σύνταξη εκτιμητικής έκθεσης
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Αυγούστου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ