Αριθμός 527/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) …………..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Χαράλαμπο Μανωλιό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χριστίνα Νικολακοπούλου.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 153/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 28.4.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022-………./2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ………./2022 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 153/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 13-1-2022, επιδόθηκε στις 6-4-3-2022 (βλ επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……….. επί του σώματος της εκκαλουμένης) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 28-4-2022 (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό …………./2022 παράβολο).
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη (του άρθρου 914 ΑΚ), σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 895/2011). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση η ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ` αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 282/2010). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 832/2022, ΑΠ1187/2021, ΑΠ 1269/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση η ενάγουσα ιστορούσε ότι με τον πρώτο εναγόμενο με τον οποίο είχε συνάψει γάμο στις 9-7-2011, οποίος λύθηκε την 1-11-2019, επέλεξαν ν΄αγοράσουν εξ ημισείας ένα διαμέρισμα με αποθήκη και θέση στάθμευσης σε νεόδμητη οικοδομή στο Πέραμα Αττικής, το οποίο αγοράσθηκε στο όνομα της μητέρας του συζύγου της – δεύτερης εναγόμενης, προκειμένου να ωφεληθούν από την επιδότηση στεγαστικού δανείου του τότε Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) την οποία η τελευταία εδικαιούτο. Προς τούτο η ενάγουσα συνυπέγραψε ως εγγυήτρια την σύμβαση του επιδοτούμενου στεγαστικού δανείου καθώς και την σύμβαση του τοκοχρεωλυτικού, μη επιδοτούμενου, δανείου που απαιτούνταν για την αγορά του ανωτέρω διαμερίσματος με την συμφωνία ότι η δεύτερη εναγόμενη θα μεταβίβαζε σ΄αυτήν μετά την εξόφληση του δανείου άνευ ανταλλάγματος το ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος μετά της αποθήκης και του χώρου στάθμευσης, στο οποίο και εγκαταστάθηκε με το σύζυγό της από της αγοράς αυτού. Επιπρόσθετα, η ενάγουσα κατάβαλε τα έξοδα μεταβίβασης του ακινήτου στην δεύτερη εναγόμενη και διέθεσε διάφορα χρηματικά ποσά για την πληρωμή των οφειλομένων δόσεων ανερχομένων συνολικά στο ποσό των 76.867,72 ευρώ. Ωστόσο, αρχές του έτους 2019 η δανείστρια Τράπεζα όχλησε την ενάγουσα να καταβάλει απλήρωτες δόσεις του δανείου οπότε αντιλήφθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη σε συνεννόηση με τον πρώτο εναγόμενο δεν διέθετε τα ποσά που η ίδια παρέδιδε σ΄αυτήν για την εξόφληση του δανείου καθώς και ότι εξ αρχής εν γνώσει του συζύγου της δεν είχε σκοπό να μεταβιβάσει σ΄αυτήν το ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος αλλά αμφότεροι με απατηλή συμπεριφορά την έπεισαν να προβεί στις ανωτέρω πράξεις. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ανωτέρω ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε πλέον χρηματικής ικανοποιήσεως 5000 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άδικη πράξη αυτών και συνολικά το ποσό των 81.867,72 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως καθώς επίσης και την καταδίκη τους στα δικαστικά της έξοδα. Επί της νομίμου αυτής αγωγής, η οποία στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις καθώς και σε κείνες των άρθρων 298, 299,932, 345,346 ΑΚ και 176, 191 παρ 2 ΚΠολΔ εξεδόθη η εκκαλουμένη με την οποία υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο κάθένας στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 28.700 ευρώ πλέον χρηματικής ικανοποιησεως ύψους 1000 ευρώ και συνολικά 29.700 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής, ενώ καταδικάστηκαν και στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.
Ήδη κατά της απόφασης αυτής βάλλουν οι εναγόμενοι παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου τους.
Από τις υπ΄αριθμούς …/9-11-2020 και …../9-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά οι οποίες δόθηκαν επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων (βλ υπ΄αριθμούς … και …../4-11-2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, …….) και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων μεταξύ των οποίων και οι υπ΄αριθμούς …./2019 και …../2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου ……… που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια καθώς δόθηκαν στα πλαίσια έτερης διαδίκης, η από 7-7-2020 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών …….. και η από 5-11-2020 ένορκη βεβαίωση του …………. ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών, …………, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια καθώς δόθηκαν στα πλαίσια έτερης δίκης, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η υπ΄αριθμόν …../2020 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε επιμελεία της ενάγουσας καθώς προσκομίστηκε με την προσθήκη – αντίκρουση προς αποδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι προς αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις Προτάσεις των αντιδίκων της ώστε να δύναται να ληφθεί υπόψη κατ΄ άρθρο 237 παρ 2 ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9-7-2011 η ενάγουσα συνήψε νόμιμο γάμο με τον πρώτο εναγόμενο ο οποίος λύθηκε μετά πάροδο οκτώ ετών με διαζύγιο. Προ της τέλεσης του γάμου και ενόψει αυτού η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος αποφάσισαν ν΄αγοράσουν ένα διαμέρισμα προκειμένου να εγκατασταθούν ως οικογένεια. Κατόπιν έρευνας επέλεξαν ένα διαμέρισμα του έκτου ορόφου επί νεόδμητης οικοδομής κειμένης στο Πέραμα Αττικής επί της οδού ………. και συγκεκριμένα την υπό στοιχεία «ΣΤ2» οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 61,61 τμ με ΚΑΕΚ ………… μετά του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχεία «Θ1» θέσεως στάθμευσης αυτοκινήτου καθώς και την υπό στοιχεία «Υ12» αποθήκη του υπογείου εμβαδού 9,20 τμ με ΚΑΕΚ …… Προκειμένου, ωστόσο, να τύχουν της επιδότησης του τότε Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) η ενάγουσα αποδέχτηκε να αγορασθεί το διαμέρισμα αυτό μετά των παρακολουθημάτων του από την μητέρα του πρώτου εναγόμενου ( δεύτερη εναγόμενη), η οποία πληρούσε τις προϋποθέσεις για την επιδότηση αυτή ενώ η ενάγουσα και ο σύζυγος αυτής στερούνταν σχετικού δικαιώματος, με τις διαβεβαιώσεις αμφοτέρων των εναγομένων ότι μετά την εξόφληση του στεγαστικού δανείου η δεύτερη εναγόμενη θα μεταβίβαζε στην ενάγουσα και στον σύζυγό της άνευ ανταλλάγματος το ακίνητο αυτό συμμέτρως, ενώ από της αγοράς του η ενάγουσα και ο συζυγός της θα χρησιμοποιούσαν το διαμέρισμα ως ιδιόκτητη συζυγική στέγη. Πειθόμενη η ενάγουσα στις υποσχέσεις αμφοτέρων των εναγομένων ανέλαβε μέρος των εξόδων για την αγορά του ακινήτου αυτού και συνυπέγραψε ως εγγυήτρια τόσο την με αριθμό ….. σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου με την οποία η τραπεζική εταιρία «…………» χορήγησε στην δεύτερη εναγόμενη στεγαστικό δάνειο 78.825,61 ευρω διάρκειας 180 μηνών με επιδότηση επιτοκίου από τον ΟΕΚ κατά ποσοστό 65% για εννέα έτη όσο και την υπ΄αριθμόν ……. σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που συνήψε η δεύτερη εναγόμενη με την ανωτέρω τραπεζική εταιρία η οποία ήταν αναγκαία για την αγορά του διαμερίσματος αυτού μετά των παρακολουθημάτων αυτού καθώς χορηγήθηκε σ΄αυτήν και συμπληρωματικό, μη επιδοτούμενο, στεγαστικό δάνειο ποσού 46.174,39 ευρώ διάρκειας 180 μηνών. Κατόπιν αυτών, στις 30-6-2010 μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη αιτία πωλήσεως από τους α) ……….. και β) ………….. και γ) ……….., το ανωτέρω διαμέρισμα, η αποθήκη και η θέση στάθμευσης δυνάμει του υπ΄αριθμόν …/30-6-2010 συμβόλαιου του συμβολαιογράφου Νικαίας ……… και του υπ΄αριθμόν ……/30-6-2010 συμβόλαιου του αυτού συμβολαιογράφου που μεταγράφηκαν νομότυπα στο οικείο Υποθηκοφυλακείο και άμεσα εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα αυτό η ενάγουσα με τον σύζυγό της, το οποίο και χρησιμοποιούσαν ως αποκλειστικοί ιδιοκτήτες αυτού προβαίνοντας σε μερική ανακαίνιση αυτού. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής η ενάγουσα κατέβαλε αρχικά το ποσό των 900 ευρώ, το οποίο ανέλαβε από την «……..» την προηγουμένη της υπογραφής του συμβολαίου (βλ κίνηση λογαριασμού Γενικής Τράπεζας από 7-6-2010 μέχρι 29-6-2010) και την 1-7-2010 το ποσό των 1200 ευρώ για πληρωμή φόρου μεταβίβασης, δικηγορικά έξοδα, τέλη και δικαιώματα συμβολαιογράφου, την 19-12-2011 το ποσό των 20.000 ευρώ προκειμένου να προεξοφλήσει το υπόλοιπο του μη επιδοτούμενο δανείου και στις 20-10-2011 το ποσό των 900 ευρώ, στις 1-12-2011 το ποσό των 900 ευρώ, στις 7-11-2011 το ποσό των 1800 ευρώ, στις 10-11-2011 το ποσό των 900 ευρώ, στις 14-11-2011 το ποσό των 900 ευρώ και στις 16-11-2011 το ποσό των 900 ευρώ για πληρωμή μηνιαίων δόσεων και συνολικά το ποσό των 28.400 ευρώ. Κρίνεται δε, απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η δεύτερη εξ αυτών επέλεξε και αγόρασε το διαμέρισμα αυτό για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες της ιδίας και του συζύγου της και να εκπληρώσει το όνειρο της ζωής τους και ότι ουδέποτε συμφώνησε να μεταβιβάσει το ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος στην ενάγουσα, ούτε η τελευταία συνέβαλε στην πληρωμή των εξόδων μεταβίβασης του ακινήτου και στην πληρωμή οφειλομένων δόσεων. Ειδικότερα, κατά το χρόνο αγοράς του διαμερίσματος ο σύζυγος της, …………., ήταν ανίκανος προς εργασία με ανικανότητα 67% λόγω παραπληγίας και για το λόγο αυτό είχε χορηγηθεί σ΄αυτόν μηνιαίο επίδομα για το χρονικό διάστημα από 19-2-2010 μέχρι 29-2-2012 ύψους 660,80 ευρώ (βλ υπ΄αριθμόν 895/28-9-2010 Απόφαση Διευθυντή ΙΚΑ.), ενώ χορηγήθηκε σ΄αυτόν και επίδομα κίνησης ύψους 165 ευρώ. Στη συνέχεια, με απόφαση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕ.Π.Α πιστοποιήθηκε ότι εμφάνιζε από την δεξιά πλευρά ημιπληγία και από την αριστερή πυραμιδική συνδρομή με απόφραξη μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας και αναγνωρίσθηκε σ΄αυτόν συνολικό ποσοστό αναπηρίας 85% καθώς και ότι είχε ανάγκη βοηθείας και συμπαραστάσεως ετέρου προσώπου (βλ με ημερομηνία 25-7-2014 γνωστοποίηση πιστοποίησης αναπηρίας του ΙΚΑ και με ημερομηνία 19-6-2014 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποιησης αναπηρίας). Δύο χρόνια αργότερα διαγνώσθηκε με βαριά σπαστική δεξιά ημιπληγία με αφασία με αδυναμία αυτοεξυπηρετήσεως και αναπηρία 90% εφ΄ορου ζωής (βλ από 4-7-2016 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του ΙΚΑ) . ενώ απεβίωσε στις 11-8-2020. Λόγω οικονομικών προβλημάτων είχε λάβει ως προκαταβολή σύνταξης για το χρονικό διάστημα από 19-2-2010 μεχρι τον Ιανουάριο 2011 το ποσό των 7300 ευρώ (βλ υπ΄αριθμόν ………./2010 απόδειξη πληρωμής συντάξεως ΙΚΑ), ως προκαταβολή σύνταξης για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 2011 μέχρι Απρίλιο του 2011 το ποσό των 1800 ευρώ, στις 27-1-2012 το ποσό των 5.495,63 ευρώ και στις 7-3-2013 το ποσό των 10.000 ευρώ. Από την πλευρά της η δεύτερη εναγόμενη κατά τον χρόνο αγοράς του διαμερίσματος ελάμβανε σύνταξη ύψους 636,57 ευρώ (βλ ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων), το ετήσιο εισόδημά της το έτος 2009 ανερχόταν στο ποσό των 13.161,61 ευρώ και το προηγούμενο έτος (2008) στο ποσό των 13.323,01 ευρώ (βλ εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2010 και 2009). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν είχε την οικονομική δυνατότητα ν΄αναλάβει την εξόφληση ενός διαμερίσματος καθώς η σύνταξή της ήταν μικρή ενώ η σύνταξη και τα επιδόματα που ελάμβανε ο σύζυγός της ενόψει της σοβαρής κατάστασης της υγείας του αναλώνονταν εξ ολοκλήρου για την βελτίωση της υγείας του. Γι΄αυτό, άλλωστε, ο σύζυγός της ζητούσε συνεχώς προκαταβολή πολλών μηνών συντάξεων ώστε ν΄ανταπεξέλθει στις ανάγκες του. Εξάλλου, αν πράγματι η δεύτερη εναγόμενη είχε σκοπό ν΄αγοράσει διαμέρισμα για να ικανοποιήσει τις στεγαστικές ανάγκες της ιδίας και του συζύγου της, δεν θα επέλεγε ένα διαμέρισμα στο έκτο όροφο οικοδομής αφού τα κινητικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο σύζυγός της επέβαλαν την μικρότερη και ευκολότερη κατά το δυνατόν μετακίνηση αυτού, η οποία δεν θα εξυπηρετούνταν με εγκατάσταση αυτού σε διαμέρισμα έκτου ορόφου πολυώροφης οικοδομής. Τέλος, η εγκατάσταση της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου στο διαμέρισμα αυτό από της αγοράς του και η μερική ανακαίνιση αυτού στην οποία προέβησαν η ενάγουσα και ο σύζυγός της δεν καταλείπουν καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι το διαμέρισμα αυτό αγοράσθηκε στο όνομα της δεύτερης εναγόμενης προκειμένου η τελευταία να τύχει επιδότησης επιτοκίου στεγαστικού δανείου από τον τότε Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), δικαίωμα που στερούνταν η ενάγουσα και ο σύζυγός της και προς τούτο η ενάγουσα αποδέχτηκε να συνυπογράψει τις συμβάσεις στεγαστικού δανείου (επιδοτούμενου και μη επιδοτούμενου) ως εγγυήτρια ενώ κατέβαλε και τα ανωτέρω ποσά προς εξόφληση των εξόδων μεταβίβασης και μέρους των οφειλόμενων ποσών. Με την πάροδο των ετών οι σχέσεις των συζύγων κλονίστηκαν τόσο ισχυρά ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης κατέστη αφόρητη για αμφότερους τους συζύγους και για το λόγο αυτό αρχές Νοεμβρίου 2019 προχώρησαν σε λύση του γάμου τους δυνάμει της υπ΄αριθμόν ……/2019 Πράξεως συναινετικής λύσης του γάμου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, ενώ από τον Ιανουάριο του έτους 2019 η ενάγουσα είχε ήδη αποχωρήσει από την συζυγική οικία και τρεις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 23-4-2019 κοινοποίησε στην δεύτερη εναγόμενη εξώδικη όχληση καλώντας την να μεταβιβάσει σ΄αυτήν κ το ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος μετά των παρακολουθημάτων αυτού, κατά τα συμφωνηθέντα, πλην, όμως η δεύτερη εναγόμενη αδιαφόρησε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 31-12-2015 η δεύτερη εναγόμενη κατέθεσε την με αριθμό καταθ. ../…/2015 αίτησή στο Ειρηνοδικείο Πειραιά στην οποία εξέθεσε τις οφειλές της προς την δανείστρια Τράπεζα («……….» και ζήτησε να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010 και να επικυρωθεί το προτεινόμενο απ΄αυτήν σχέδιο οφειλών της. Η αίτηση αυτή επιδόθηκε στην ενάγουσα την 15-1-2016 (βλ υπ΄αριθμόν …/2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, . …….) οπότε πληροφορήθηκε η ενάγουσα τα ποσά που όφειλε η δεύτερη εναγομένη από τις προαναφερόμενες δανειακές συμβάσεις στην δανείστρια Τράπεζα η οποία στις 13-10-2017 απέστειλε επιστολή σ΄αυτήν με την οποία της γνωστοποίησε ότι έχει κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας του ν 4224/2013 ως «μη συνεργάσιμος δανειολήπτης» για το λόγο ότι δεν ανταποκρίθηκε στις ειδοποιήσεις της προς διευθέτηση των οφειλών της. Ως εκ τούτου από της επιδόσεως της αιτήσεως ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά η ενάγουσα είχε πληροφορηθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε παύσει οριστικά να πληρώνει τις οφειλόμενες μηνιαίες δόσεις εν γνώσει του πρώτου εναγόμενου ο οποίος καίτοι ελάμβανε χρήματα από την ενάγουσα για την πληρωμή των δανείων, τα δαπανούσε για άλλες αιτίες, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την προαναφερόμενη επιστολή της δανείστριας Τράπεζας. Συνεπώς, έκτοτε η ενάγουσα πείσθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε σκοπό να μεταβιβάσει σ΄αυτήν το ½ εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω διαμερίσματος μετά των παρακολουθημάτων αυτού και ότι εξ αρχής ψευδώς υποσχέθηκε σ΄αυτήν ότι θα το πράξει εν γνώσει και υποδείξει του υιού της προκειμένου να αποδεχθεί να συνυπογράψει τις δανειακές συμβάσεις ως εγγυήτρια και ν΄ αναλάβει υποχρεώσεις του εγγυητή και προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στα έξοδα μεταβίβασης του ακινήτου αλλά και να πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις των δανείων. Ως εκ τούτου αμφότεροι οι εναγόμενοι προκάλεσαν με δόλο την πεποίθηση στην ενάγουσα ότι το εν λόγω διαμέρισμα ανήκει κατ΄ουσίαν κατά ½ εξ αδιαιρέτου στην ίδια και με την εξόφληση του δανείου θα συνταχθεί και το συμβόλαιο στο όνομά της και την έπεισαν το μεν να αναλάβει υποχρεώσεις εγγυητή και για τα δύο δάνεια που χορηγήθηκαν στην δεύτερη εναγόμενη το δε να συμβάλλει στα έξοδα μεταβίβασης του ακινήτου σ΄αυτήν και στη συνέχεια στην πληρωμή των δόσεων των δανείων, ενέργειες στις οποίες δεν θα προέβαινε η ενάγουσα αν γνώριζε την αληθινή πρόθεση των εναγομένων. Κρίνεται δε, απορριπτέος ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα είχε λάβει γνώση των ανωτέρω ήδη από 6-9-2013 που η δανείστρια Τράπεζα κοινοποίησε σ΄αυτήν εξώδικη πρόσκληση ενημερώνοντάς την ότι υπήρχαν ανεξόφλητες οφειλές και ως εκ τούτου η αξίωσή της έχει υποπέσει σε παραγραφή καθόσον εκ του σώματος της εξώδικη αυτής πρόσκλησης προκύπτει ότι απευθυνόταν στην δεύτερη εναγόμενη η οποία και την έλαβε και απλώς κοινοποιούνταν στην ενάγουσα δίχως ,όμως, ν΄αποδεικνύεται ότι πράγματι έλαβε χώρα η κοινοποίηση αυτή. Εξάλλου, και αν ακόμη υποτεθεί ότι από 6-9-2013 η ενάγουσα είχε λάβει γνώση των δανειακών οφειλών της δεύτερης εναγομένης, δεν αποδεικνύεται ότι είχε αντιληφθεί την πρόθεση της εναγομένης να μην της μεταβιβάσει κατά τα συμφωνηθέντα το ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος μετά των παρακολουθημάτων αυτού καθόσον η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του πατέρα του συζύγου της και οι δαπάνες νοσηλείας του οι οποίες υποχρέωναν σε λήψη προκαταβολής μηνιαίων συντάξεων δικαιολογούσαν προσωρινή αδυναμία πληρωμής των μηνιαίων δόσεων τόσο από μέρους της μητέρας του συζύγου της ενάγουσας, όσο και από μέρους του ιδίου του συζύγου της. Κατόπιν αυτών πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη η ένσταση παραγραφής που προέβαλαν οι εναγόμενοι λογω παρόδου πενταετίας από τον χρόνο (6-9-2013) που έλαβε γνώση η ενάγουσα της αδικοπραξίας που τέλεσαν σε βάρος της από κοινού οι εναγόμενοι μέχρις ασκήσεως της αγωγής, η οποία κατετέθη την 21-5-2020 και επιδοθηκε στους εναγόμενους στις 19-6-2020. Κατόπιν αυτών πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα το ποσό των 28.400 ευρώ το οποίο διέθεσε η ενάγουσα για το ακίνητο που αγόρασε η δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι η ενάγουσα διέθεσε το ποσό των 28700 ευρώ για την αιτία αυτή εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της εφέσεως η οποία κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν ως προς το ποσό αυτό μη δυναμένου του Δικαστηρίου να ερευνήσει το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως ελλείψει σχετικού λόγου έφεσης. Περαιτέρω, πρέπει, για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου, να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολουθως, πρέπει να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, να δικασθεί κατ΄ουσίαν, να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολοκληρον ο καθένας το ποσό αυτό πλέον του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως που επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ύψους 1000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων – εναγομένων λόγω της ήττας αυτών (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες λόγω της παραδοχής της εφέσεως (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία
ΔΕΧΕΤΑΙ έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 143/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων και τετρακοσίων ευρώ (29.400 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της ενάγουσας το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1700) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στους εκκαλούντες.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ