Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 552/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ       

τμήμα 4ο

Περίληψη:

Έφεση επί ανακοπής κατά εκτέλεσης, απορρίπτει

Αριθμός  απόφασης :     552 / 2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :  1) ………. και 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από              τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Αντώνιο Ανούστη, με δήλωση  κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΗΣ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ  : …………., η οποία  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Νικόλαο Μόσχο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη  άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς  την  9.2.2018  και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018 αγωγή της, επί της οποίος εκδόθηκε η με αρ. 44/2020 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που έκανε αυτή δεκτή.

Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι και ήδη  εκκαλούντες άσκησαν την  από 12-3-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2021 έφεσή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε  για τη δικάσιμο της που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε, και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 19-6-2019 και  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 έφεση, των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αρ.  44/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ) κι έχει κατατεθεί  το απαιτούμενο παράβολο (βλ. το με αρ. …………….. e -paravolo). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Η ενάγουσα  και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην από 9.2.2018  και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  ότι δυνάμει του  με αρ. …../19.7.1971 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφο Σαλαμίνας ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, έχει καταστεί  κυρία ενός ακινήτου κειμένου  στη θέση «………» …, ……… στο Αιάντειο Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλης έκτασης 179 τ.μ. όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή. ¨Ότι  το άνω ακίνητο  ο δικαιοπάροχός της …… είχε αποκτήσει  με το με αριθμό …./1929 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, σε συνδυασμό με την με αριθμό ……/ 1966 διευκρινιστική πράξη του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………… Ότι το ακίνητο απέκτησε και με πρωτότυπο τρόπο, ασκώντας σ’ αυτό αυτή και ο δικαιοπάροχός της  τις προσδιοριζόμενες στην αγωγή διακατοχικές  πράξεις  με διάνοια κυρίου  και καλή πίστη,  επί τη βάσει νόμιμου τίτλου, με καλή πίστη και χωρίς να αμφισβητηθεί από τρίτο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής  στις 12.2.2007, η ενάγουσα  παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση για το εμπράγματο δικαίωμά της στο ακίνητο, στη οποία προέβη ο εναγόμενος επικαλούμενος ότι έχει αποκτήσει το  επίδικο το οποίο  έλαβε ΚΑΕΚ …………..  με έκτακτη χρησικτησία και μεταβίβασε αυτό στην δεύτερη εναγόμενη με το με αριθμό ………../10.5.2007 της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα. ¨Ότι η τελευταία τοποθέτησε αυθαίρετα στο Μάρτιο του 2011 περίφραξη στο άνω ακίνητο αποβάλλοντας με αυτό τον τρόπο από τη νομή της την ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε α) να αναγνωριστεί κυρία σε ποσοστό 100% στο περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο που κείται στη Σαλαμίνα με ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό ………./1971 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……………, νομίμως μεταγραφέντος, β) να διαταχθεί η καταχώρισή της ως πλήρους και αποκλειστικής κυρίας στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της αποδώσει το ακίνητο, δ) να απαγορευθεί στην εναγόμενη κάθε διατάραξη στο μέλλον με απειλή κατά αυτής χρηματικής ποινής είκοσι χιλιάδων ευρώ και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού απέρριψε το με στοιχ. (δ) αίτημα έκανε κατά τα λοιπά δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς όλα τα λοιπά της αιτήματα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 εδ. α` και 2 του ν. 2664/1998, του νομοθετήματος δηλαδή που ρυθμίζει κατά κύριο λόγο τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, αυτό αποτελεί σύστημα οργανωμένων σε κτηματοκεντρική βάση νομικών, τεχνικών και άλλων πρόσθετων πληροφοριών, εκ των οποίων οι μεν τεχνικές καταχωρίζονται στο κτηματολογικό διάγραμμα, οι δε νομικές στο κτηματολογικό φύλλο εκάστου ακινήτου, αποσκοπούν δε στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικό βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που να διασφαλίζεται η δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α` του ίδιου νόμου, αντίστοιχη της οποίας δεν υπάρχει στον Αστικό Κώδικα, αντικείμενο των κτηματολογικών εγγραφών είναι τα εγγραπτέα δικαιώματα που αφορούν σε ακίνητα ή άλλα ειδικά ιδιοκτησιακά αντικείμενα. Αν και η έννοια της «κτηματολογικής εγγραφής» δεν προσδιορίζεται στο νόμο, με δεδομένο ότι το σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου αντικαθιστά σε μία περιοχή το μέχρι τότε ισχύον σύστημα των μεταγραφών που υποστηριζόταν από το υποθηκοφυλακείο και η κτηματολογική εγγραφή καταλαμβάνει τη θέση της μεταγραφής και της εγγραφής υποθήκης, θα πρέπει να θεωρηθεί ως τέτοια (κτηματολογική εγγραφή) η αποτύπωση, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο και διάγραμμα, νομικών, τεχνικών και άλλων πρόσθετων πληροφοριών, που αφορούν σε ένα συγκεκριμένο ακίνητο ή ειδικό ιδιοκτησιακό αντικείμενο. Συγκεκριμένα, οι κτηματολογικές εγγραφές αφορούν στα εμπράγματα δικαιώματα, τις δεσμεύσεις και επιβαρύνσεις του ακινήτου, τις εγγραπτέες διαδικαστικές πράξεις (διεκδικήσεις-αγωγές κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 εδ. ιβ` του ν. 2664/1998 και τις επ’ αυτών δικαστικές αποφάσεις), καθώς και λοιπές πρόσθετες νομικές πληροφορίες (πχ. για ενοχικά δικαιώματα, όπως άρση διαλυτικής αίρεσης). Οι εν λόγω πληροφορίες αντλούνται στο μεν στάδιο των πρώτων εγγραφών από τις κατά την κτηματογράφηση δηλώσεις εγγραπτέων δικαιωμάτων μετά των συνυποβαλλόμενων πράξεων κατ’ άρθρα 1 και 2 παρ. 3 του ν. 2308/1995, στο δε μετέπειτα στάδιο από τις κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2664/1998, καταχωριζόμενες πράξεις, δηλαδή δικαιοπραξίες, δικαστικές αποφάσεις και διοικητικές πράξεις (βλ. ΕφΑθ 4496/2019 Νόμος, Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο Β` εκδ. 2019, σελ. 217, Κ. Πλιάτσικα, Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, εκδ. 2019, σελ. 19 επ.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 2664/1998, σε κάθε ακίνητο ή ιδιοκτησιακό αντικείμενο αντιστοιχεί ένα κτηματολογικό φύλλο με περισσότερες κτηματολογικές εγγραφές, δηλαδή καταχωρίζονται σε αυτό όλες οι εγγραφές-πληροφορίες που το αφορούν και ανάλογα με το στάδιο διενέργειάς τους διακρίνονται σε αρχικές, πρώτες-οριστικές και μη- και μεταγενέστερες. «Αρχικές» είναι οι εγγραφές που εμφανίζονται στους τελικούς κτηματολογικούς πίνακες κατά το πέρας της κτηματογράφησης με βάση τις δηλώσεις εγγραπτέων δικαιωμάτων κατ’ άρθρα 1 και 2 παρ.3 του ν. 2308/1995 και μετά την καταχώρισή τους στα κτηματολογικά βιβλία ονομάζονται «Πρώτες Εγγραφές», καθώς αποτελούν την πρώτη (αρχική) εγγραφή στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ιδίου νόμου, παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 690/2018 Νόμος). Οι πρώτες εγγραφές μέχρι την καθ’ οιονδήποτε τρόπο οριστικοποίησή τους κατ’ άρθρο 7 του ν. 2664/1998 δεν παράγουν κανένα τεκμήριο ακρίβειας. «Μεταγενέστερες» ή «επιγενόμενες» εγγραφές είναι οι καταχωρισμένες κατ’ άρθρο 12 του ν. 2664/1998 πράξεις (δικαιοπραξίες, διοικητικές πράξεις, δικαστικές αποφάσεις κλπ), που στηρίζονται στις πρώτες εγγραφές, οι οποίες παράγουν μαχητό τεκμήριο ακρίβειας (άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2664/1998), είτε στηρίζονται σε οριστικές πρώτες εγγραφές, είτε όχι (άρθρο 8 του ν. 2664/1998) και τούτο διότι έχει προηγηθεί της καταχώρισης έλεγχος νομιμότητας κατ’ άρθρο 16 του ιδίου νόμου. Το ως άνω μαχητό τεκμήριο καλύπτει α) την ύπαρξη του δικαιώματος, β) τον φορέα του δικαιώματος, γ) το αντικείμενο του δικαιώματος, όπως εξατομικεύεται από τον ΚΑΕΚ, δ) το περιεχόμενο των παρεχόμενων εξουσιών, ε) τον νομικό χαρακτηρισμό αυτού, στ) τις μεταβολές, τα βάρη και την απώλεια του δικαιώματος και τέλος ζ) τον αναγραφόμενο τίτλο κτήσης, αλλοίωσης κλπ (Γ. Μαγουλάς Κτηματολογικές Εγγραφές εκδ. 2021 σελ. 120, Νικόλαος Ζαπριάνος σε συλ.έργο Εθνικό Κτηματολόγιο κατ’ άρθρο ερμηνεία εκδ. 2020 της Βιβλιοθήκης Κτηματολογικού Δικαίου σελ. 334, Ζαφ. Τσολακίδη Η δημοσιότητα των πράξεων και των δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ. 2013 σελ. 254). Ο ν. 2664/1998, στις μεν διατάξεις του άρθρου 6 προβλέπει τρόπους δικαστικής και εξωδικαστικής διόρθωσης των ανακριβειών που εμφιλοχώρησαν στις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές, μέχρις αυτές να καταστούν οριστικές κατ’ άρθρο 7 του ιδίου νόμου, στις δε διατάξεις του άρθρου 13 προβλέπει τρόπο δικαστικής και μόνο διόρθωσης των μεταγενέστερων κτηματολογικών εγγραφών, είτε αυτές έλαβαν χώρα πριν την οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών (άρθρο 8 του ιδίου νόμου), είτε μετά. Όταν η ανακρίβεια των πρώτων εγγραφών αφορά στον δικαιούχο του εγγραπτέου δικαιώματος – συνήθως κυριότητας – και κατ’ επέκταση την αιτία και τον τίτλο κτήσης του, η διόρθωση γίνεται πρωτίστως με αμετάκλητη δικαστική απόφαση επί αγωγής, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998, που εγείρει εντός της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή (σε μονομελή ή πολυμελή σύνθεση ανάλογα με την αξία του επιδίκου ακινήτου) ο έχων έννομο συμφέρον (συνήθως ο πραγματικός δικαιούχος) κατά του καταχωρισμένου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχου στις αρχικές (πρώτες) εγγραφές ή των καθολικών διαδόχων του και σε περίπτωση ειδικής διαδοχής και των ειδικών του διαδόχων. Με την εν λόγω αγωγή ο ενάγων αιτείται την αναγνώρισή του ως δικαιούχου του εγγραπτέου δικαιώματος, υφισταμένου κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο και την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε να καταχωριστεί το ακίνητο στο όνομά του, ενίοτε δε, μπορεί να ζητεί και την απόδοση του επιδίκου σε αυτόν. Για την ευδοκίμηση της εν λόγω αγωγής, που έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα με παρεπόμενα αιτήματα το διαπλαστικό της διόρθωσης και ενίοτε το καταψηφιστικό της απόδοσης, ο ενάγων, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει νόμιμο τρόπο κτήσης του εγγραπτέου δικαιώματος του πριν την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο και ότι συνεχίζει να είναι δικαιούχος αυτού και κατά το κρίσιμο χρόνο, δηλαδή της έναρξης λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΕφΠειρ 68/2021, ΕφΔωδ 2/2020 Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 Ν. 2664/1998, οι εγγραφές στα κτηματολογικό φύλλα για τις πράξεις του άρθρου 12 τεκμαίρονται ακριβείς. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εγγραφές, που έπονται των αρχικών εγγραφών, δηλαδή για μεταγενέστερες εγγραφές. Μεταξύ δε των ανωτέρω πράξεων κατ’ άρθρο 12 §1 περ. α` Ν. 2664/1998, συγκαταλέγονται και οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 και υπό τον αριθμό 1 του άρθρου 1192 ΑΚ δικαιοπραξίες, με τις οποίες συνίσταται, μετατίθεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο (εμπράγματες δικαιοπραξίες). Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 Ν. 2664/1998, η ανατροπή του κατά την παράγραφο 1 μαχητού τεκμηρίου ακρίβειας των μεταγενέστερων εγγραφών γίνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ύστερα από αγωγή όποιου έχει έννομο συμφέρον, που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, από το καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής διόρθωσης των μεταγενέστερων εγγραφών έχει ο πραγματικός κύριος του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν απέκτησε την κυριότητα με πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο και εναγόμενος είναι ο αναγραφόμενος ανακριβώς ως δικαιούχος εμπραγμάτου δικαιώματος στα κτηματολογικά φύλλα δυνάμει της μεταγενέστερης εγγραφής ή οι καθολικοί του διάδοχοι και σε περίπτωση ειδικής διαδοχής και οι ειδικοί διάδοχοι – επί ποινή απαραδέκτου – εφόσον η εκδοθησομένη απόφαση είναι αντιτάξιμη έναντι αυτών κατά την § 3 εδ. β του ιδίου άρθρου (13 Ν. 2664/1998). Αίτημα της αγωγής είναι η αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και αφετέρου η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Χρονικός περιορισμός για την άσκηση της αγωγής του άρθρου 13 § 2 Ν. 2664/1998 δεν εισάγεται, όμως, η αγωγή πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να καταχωριστεί στο οικείο κτηματολογικά φύλλο εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της. Αυτός που εναντιώνεται στην τεκμαιρόμενη ακρίβεια της κτηματολογικής εγγραφής βαρύνεται με την υποχρέωση να αποδείξει την ανακρίβεια από την οποία ωφελείται (Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, Τεκμήριο ακρίβειας κτηματολογικών εγγραφών και δημόσια πίστη, ΕλλΔνη 1999.1484). Εξάλλου, κατά το άρθρο  1041 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο πράγμα ακίνητο για μια δεκαετία γίνεται κύριος αυτού, κατά δε το αρθρ. 1042 του ιδίου κώδικα ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Τέλος, κατ’ αρθρ. 1044 εδ. α Α.Κ., η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της νομής. Δεν είναι καλόπιστος όμως,  γιατί βαρύνεται με βαριά αμέλεια, αυτός που απέκτησε ακίνητο παραλείποντας να ελέγξει τα βιβλία μεταγραφών περί των δικαιωμάτων των δικαιοπαρόχων του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 973/2017, ΑΠ 1918/2008, ΑΠ 453/1975 ΝοΒ 23-1233, ΑΠ. 1071/1973, ΝοΒ 22-757).

Από την εκτίμηση της  με αρ.  ένορκης ……../2018 ένορκης βεβαίωσης του ……………, που ελήφθη με την επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων  (βλ. τις με αρ. … και …./1.6.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς …………) και  των εγγράφων που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων  και μεταξύ αυτών των με αρ. πρακτικά προγενέστερης δίκης μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης των εναγόμενων και τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρο 444 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν  τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  To επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο που  βρίσκεται στη θέση «…………… της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας και τώρα του Δήμου Αιαντείου Σαλαμίνας, εκτάσεως,  έχει εμβαδόν 169 τμ.  και συνορεύει βόρεια επί πλευράς δέκα (10) μέτρων με ιδιοκτησία  της δεύτερης εναγόμενης και της αδελφής της, νότια επί πλευράς μέτρων δέκα και δεκαπέντε εκατοστών (10, 15) με οδό …..  ανατολικά επί πλευράς μέτρων δεκαεπτά και πενήντα εκατοστών (17,50) και δυτικά  επί πλευράς μέτρων δεκαεπτά και πενήντα εκατοστών (17,50) με ιδιοκτησίες αγνώστων.  Το αγροτεμάχιο αυτό εμφαίνεται με τα  στοιχεία ΑΒΓΔ στο από Ιανουάριο του  2012 τοπογραφικό διάγραμμα του  πολιτικού μηχανικού ………, που συνετάγη κατόπιν εντολής της ενάγουσας  και το από 10-5-1966 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………,  το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. …/1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……………,  στο οποίο φέρει τον αριθμό …., το εμβαδόν αυτού αναφέρεται  ως 179 τμ. και κατά το σχεδιάγραμμα αυτό  συνορεύει αντίστοιχα με τα με αρ. 68  αγροτεμάχιο του ιδίου σχεδιαγράμματος,  (βόρεια) ιδιωτική οδό (νότια) και τα με αρ. 58 και 56 αγροτεμάχια του ιδίου σχεδιαγράμματος (ανατολικά κα δυτικά αντίστοιχα). Το ακίνητο αυτό απέκτησε  η ενάγουσα  δυνάμει του  με αρ. με …./19.7.1971 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας  ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος  σε τόμο …. και με αριθμ……, υποθηκοφυλακείο της Σαλαμίνας) από αγορά από τον …….. ………. με αντιπρόσωπο αυτού (όπως αναγράφηκε στο άνω συμβόλαιο). Το ακίνητο το οποίο ανήκε σε ενιαία έκταση 24.140 τμ. είχε αποκτήσει ο ανωτέρω με το με αριθμό …./1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, σε συνδυασμό προς την με αριθμό ……/1966 διευκρινιστική πράξη του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……………… Το επίδικο ακίνητο, στο οποίο είχε τοποθετηθεί περίφραξη, επισκεπτόταν αραιά η ενάγουσα  μόνιμη κάτοικος ….. Κορινθίας, όμως σταμάτησε να επισκέπτεται αυτό  μετά το θάνατο του συζύγου της και δεν υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας στο κτηματολόγιο.   Κατά την  κτηματογράφηση  της  περιοχής Αιαντείου Σαλαμίνας το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε με  αρ. ΚΑΕΚ ………., έκταση 169 τ.μ.  για το οποίο δήλωσε κυριότητα  σε ποσοστό 100% ο πρώτος εναγόμενος   …………………… με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, όπως  καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Ο ανωτέρω  πώλησε και μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο  στην δεύτερη εναγόμενη με το με αρ. …../10.5.2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………,  το οποίο καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρησης ……./25.5.2007.  Όπως αναφέρθηκε στο άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο ο πωλητής αυτού πρώτος εναγόμενος είχε αποκτήσει το ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία, με άτυπη αγορά από τον ……… από το έτος 1965. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι ο πρώτος εναγόμενος  είχε ασκήσει διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο κυρίου πριν την ημερομηνία σύνταξης του τελευταίου συμβολαίου, με το οποίο πώλησε αυτό στην  δεύτερη εναγόμενη.  Ο πρώτος εναγόμενος ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι   εγκαταστάθηκε στη νομή του επιδίκου, το 1976 μετά το θάνατο του πεθερού του ……..,  ο οποίος είχε αγοράσει άτυπα αυτό από τον αρχικό κύριο ………,  που είχε παράσχει μεταξύ άλλων στον πρώτο (………) με το  από 11.5.1966 συμφωνητικό,  το με αριθμό ……../1966 ειδικό πληρεξούσιο την εξουσία να  ρυμοτομήσει-οικοπεδοποιήσει την ευρύτερη έκταση των 24.406 τ.μ. και να την πωλήσει προς τρίτους. Για το ζήτημα αυτό όμως δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο πέρα από την αόριστη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως ………., συζύγου της πρώτης εναγόμενης (βλ. τα με αρ. 4066/2015 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο οποίος κατάθεσε ότι για την αγορά του άνω οικοπέδου, η σύζυγός του είχε αναζητήσει τον πρώτο εναγόμενο, τον οποίο ήξερε ως κτηματία της περιοχής. ¨Όμως ο ίδιος ο άνω μάρτυρας σε άλλο σημείο κατέθεσε  ότι ο ίδιος είχε πάει στην περιοχή το έτος 1988 ως σύζυγός της πρώτης εναγόμενης, ο πατέρας της οποίας είχε ανεγείρει οικία και κατοικούσε μόνιμα στο γειτονικό ακίνητο με το επίδικο, το οποίο ήταν εγκαταλελειμένο, και εναπόθεταν σ΄αυτό σκουπίδια και άχρηστα υλικά οι περίοικοι,  χωρίς ποτέ κανένας να προβεί σε καμία ενέργεια σ΄αυτό. Συνεπώς  εξάγεται το  συμπέρασμα (από  την άνω κατάθεση) ότι δεν ασκήθηκε  σ΄αυτό καμία διακατοχική πράξη, ούτε καν επιτήρηση, από τον πρώτο εναγόμενο, ή  από κάποιον άλλον. Σημειώνεται ότι επί αίτησης του πρώτου εναγόμενου εκδόθηκε η με αρ. 3228/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  με την οποία διορθώθηκε η κτηματολογική εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη»  ως προς τα  αγροτεμάχια με αρ. ΚΑΕΚ ….. και ΚΑΕΚ ………….. (όχι το επίδικο) και αναγράφηκε ως αποκλειστικός  κύριος αυτών ο πρώτος εναγόμενος.  Η απόφαση αυτή όμως,  η οποία εκδόθηκε επί αίτησης του πρώτου εναγόμενου,  χωρίς άλλο αντίδικο (που αφού εκδόθηκε με την εκουσία δικαιοδοσία  δεν αποτελεί και  δεδικασμένο) δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ήταν νομέας και του επιδίκου ακινήτου το οποίο απλώς βρισκόταν στην  ίδια περιοχή. Εκτός τούτων και η ίδια η ενάγουσα αγόρασε το επίδικο από τον …………… αντιπροσωπευόμενο από τον ………, ώστε καταρρίπτεται πλήρως ο ισχυρισμός του ότι είχε παραχωρηθεί ατύπως από αυτόν. Επομένως ο ισχυρισμός των εκκαλούντων – εναγόμενων, που επανέφεραν με την έφεσή τους,  ότι ο πρώτος αυτών είχε καταστεί κύριος του επιδίκου αγροτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία νεμόμενος αυτό επί 30 έτη,  την πράξη νομής του οποίου  συνέχισε η δεύτερη εναγόμενη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης τους  επαναφέρουν περαιτέρω  και τον  ισχυρισμό ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε καταστεί αυτού κυρία με τακτική χρησικτησία, νεμόμενη  αυτό με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο  επί μία δεκαετία, τουλάχιστον από την ημέρα σύνταξης του άνω συμβολαίου. Επί του ισχυρισμού αυτού αποδείχθηκαν τα εξής :  Η  δεύτερη εναγόμενη, όπως επικαλείται,  είχε καταστεί κυρία κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, από κοινού με την αδελφή της  του γειτονικού προς νότο αγροτεμαχίου (με αρ. ……)   με το με αρ.  …/28.7.1999 συμβόλαιο γονικής παροχής   του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας … …… Ο δικαιοπάροχος αυτής πατέρας της   είχε καταστεί κύριος αυτού με το με αρ. …/4.11.1972 συμβόλαιο αγοραπωλησίας  της  συμβολαιογράφου  Σαλαμίνας …. …., από αγορά από τον …… Ο τελευταίος  αναφέρεται (χωρίς πατρώνυμο, αλλά μπορεί να διαγνωστεί ότι  είναι το ίδιο πρόσωπο, αφού αυτός κατείχε την μεγάλη ιδιοκτησία στην περιοχή) και ως δικαιοπάροχος του  πρώτου εναγόμενου, από τον οποίο αγόρασε αυτός άτυπα,  στο με αρ.   …./10.5.2007 συμβόλαιο της αγοραπωλησίας δυνάμει του  οποίο απέκτησε η δεύτερη εναγόμενη το επίδικο ακίνητο. Εφόσον η τελευταία  πραγματοποιούσε έρευνα στη μερίδα του ……..  στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου θα  μπορούσε ευχερώς να βρει ότι το επίδικο ακίνητο (με αρ. …. στο σχεδιάγραμμα το από 10-5-1966 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………)   με το οποίο συνόρευε προς βορράν το ακίνητο ιδιοκτησίας αρχικά του πατέρα της και κατόπιν της ίδιας και της αδελφής της,   είχε ήδη πωληθεί από τον …….  Συνεπώς η πρώτη εναγόμενη κατά την κτήση της νομής του επιδίκου δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη, αφού βαρύνεται με βαρειά αμέλεια, παραλείποντας να προβεί στον έλεγχο της μερίδας του  ….., δικαιοπαρόχου του ………. (βλ. ΑΠ 1918/2008), ισχυρισμό που πρότεινε παραδεκτά η εφεσίβλητη –  ενάγουσα με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο, αμυνόμενη κατά της έφεσης  και αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος. Εκτός όμως αυτών, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ….. (βλ. τα με αρ. 826/2012 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την ένορκη βεβαίωση) και προκύπτει από τη φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος,  στο επίδικο ακίνητο, το οποίο επισκέφθηκε ο ανωτέρω τα έτη 2009 – 2010 και 2011, δεν  υπήρχε μεταβολή έως και  τον Μάρτιο του 2011  καθώς αυτό ήταν απεριποίητο  με άγρια  και αυτοφυή βλάστηση, χωρίς καμία  εμφανή ανθρώπινη παρέμβαση και  υπήρχαν τα απομεινάρια της παλιάς, αρχικής περίφραξης της ενάγουσας (βλ. σχετική φωτογραφία). Τον Απρίλιο του 2011 που επισκέφθηκε ο ίδιος  αυτό εκ νέου  είχε τοποθετηθεί  πλέον  από την δεύτερη εναγόμενη  η καινούρια περίφραξη με πασσάλους και συρματόπλεγμα (βλ. φωτογραφία με ημερομηνία 8.4.2011). Ο μάρτυρας αποδείξεως ισχυρίστηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε τοποθετήσει μικρή περίφραξη το έτος 2008 και οικόσιτα ζώα, την δε περίφραξη αυτή αντικατέστησε με ψηλότερη το έτος 2011, όμως τα ανωτέρω δεν επιβεβαιώνονται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο (φωτογραφίες,  αποδείξεις αγοράς περίφραξης) και δεν προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο των άνω ενεργειών.   Η αρχική (διεκδικητική) αγωγή της ενάγουσας στρεφόμενη μόνο κατά της δεύτερης εναγόμενης  (από 13.1.2012 και με αρ. καταθ. …../2012) επιδόθηκε σ΄αυτήν στις 14.2.2012, όπως οι ίδιοι οι εκκαλούντες αναφέρουν στην έφεσή τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 4066/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο απαρτιζόμενο από τον κτηματολογικό δικαστή, ώστε αφού δεν επαναφέρθηκε η υπόθεση από τους διαδίκους,  έξι μήνες μετά την έκδοση αυτής (12.11.2015, άρα από τις 12.5.2016) ξεκίνησε νέα κτητική παραγραφή  για την δεύτερη εναγόμενη (άρθρο 263 παρ.1 ΑΚ),  η οποία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της επίδικης αγωγής, αφού αυτή  επιδόθηκε στην δεύτερη εναγόμενη στις 8.3.2018 (βλ. την  με αρ. ……/8.3.2018 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………………). Με δεδομένο  δε ότι  δεν προκύπτει ο ακριβής χρόνος διενέργειας από την δεύτερη εναγόμενη των πρώτων διακατοχικών  πράξεων στο επίδικο, (που είναι κατεξοχήν η τοποθέτηση  περίφραξης σ΄αυτό),  η δεκαετής κτητική παραγραφή  δεν είχε  συμπληρωθεί  ούτε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (και χωρίς παρεμβολή της πρώτης αγωγής).  Συνεπώς δεν συντρέχει στο πρόσωπό της δεύτερης εναγόμενης ούτε ο αναγκαίος χρόνος (10 έτη πράξεις νομής), αυτοτελώς ή κατά προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της ούτε το στοιχείο της καλής πίστης. Κατόπιν αυτών και ο ισχυρισμός  περί  τακτικής χρησικτησίας της δεύτερης εναγόμενης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αντίστοιχα πρέπει να απορριφθεί  ως αβάσιμη και η ένσταση παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής της ενάγουσας, αφού μέχρι την άσκηση της από 13.1.2012 και με αρ. καταθ. …../2012  (ως προς τη δεύτερη εναγόμενη), αλλά και της κρινόμενης αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος της εικοσαετίας, αφού δεν αποδείχθηκε πράξη νομής του πρώτου εναγόμενου στο επίδικο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε τις ενστάσεις αυτές δεν έσφαλε, οι δε ελλιπείς σε μερικά σημεία αιτιολογίες του συμπληρώνονται με την παρούσα (άρθρο 434 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 325, 326 και 1106 Α.Κ. προκύπτει ότι ο νομέας του πράγματος, εναγόμενος με διεκδικητική αγωγή, εφόσον έχει αξίωση κατά του κυρίου για απόδοση δαπανών που έκανε στο πράγμα, έχει και δικαίωμα επισχέσεώς του, δικαιούται, δηλαδή, να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος μέχρι να ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται. Για να είναι όμως ορισμένη η ένσταση επισχέσεως πρέπει εκείνος να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπον ορισμένο, τις επί μέρους πραγματοποιηθείσες εργασίες και τις αμοιβές των εργασθέντων προσώπων, καθώς επίσης τις ποσότητες και τις τιμές των χρησιμοποιηθέντων υλικών, εν τέλει δε το ύψος κάθε μιας δαπάνης χωριστά, ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στον εναγόμενο να προβάλει την αναγκαία άμυνά του, στο δε δικαστήριο να ελέγξει τη βασιμότητα κάθε κονδυλίου (ΑΠ 1104/2018, ΑΠ 944/2013 σε www.areiospagos.gr). Η δεύτερη εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της επαναφέρει  την ένσταση επίσχεσης των δαπανών που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενη ότι  για την περίφραξη με συρματόπλεγμα από την νότια και ανατολική πλευρά σε μήκος 27,65 τμ. και   την κατασκευή τοιχείου από μπετόν μήκους 10,15 μ. και πόρτας εισόδου  στην νότια πλευρά δαπάνησε το ποσό των 2.000 €  κι επιπλέον για τον καθαρισμό του από ξερόχορτα, μπαζών  και άχρηστων υλικών και δεντροφύτευση με τρία ελαιόδεντρα δαπάνησε το ποσό των 1.000 €, οι δαπάνες δε αυτές επαύξησαν την αξία του επιδίκου ακινήτου. Ωστόσο  ο άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, αφού η πρώτη εναγόμενη ομαδοποιεί απλώς τις δαπάνες αυτές στα ποσά των 2.000 €(περίφραξη είσοδος) και 1.000 € (καθαρισμός- φύτευση ακινήτου) χωρίς όμως να εξειδικεύσει αυτές  αναλυτικά ανά τιμή μονάδος, υλικά  και  εργασία, ώστε ο σχετικός ισχυρισμός να μην είναι ορισμένος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό δεν έσφαλε, ώστε και ο τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Αποδεικνύεται επομένως πλήρως ότι η ενάγουσα έχει καταστεί κυρία του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, ώστε η πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο Σαλαμίνας κατά την οποία ο πρώτος εναγόμενος εμφαίνεται κύριος του ιδίου ακινήτου με αιτία την  έκτακτη χρησικτησία να μην  είναι  ανακριβής, όπως και η βάσει αυτής  μεταγενέστερη εγγραφή στο ίδιο φύλλο,  απόκτηση του ακινήτου με παράγωγο τρόπο, από τη δεύτερη εναγόμενη ως ειδική διάδοχο του πρώτου, η οποία δεν απέκτησε κυριότητα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την κυριότητα της ενάγουσας, διέταξε την διόρθωση των άνω εγγραφών στο  κτηματολογικό φύλλο, ώστε να εμφαίνεται πλήρης κυρία αυτού η ενάγουσα  και υποχρέωσε την δεύτερη εναγόμενη να αποδώσει το ακίνητο σ΄αυτήν, εφάρμοσε ορθά το  νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα η  έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος των εκκαλούντων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. Τέλος θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των  εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 26-9-2023.

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ