Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 688/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    688 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 43/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ.2, 615 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015 που καταλαμβάνει τις αγωγές και τις εφέσεις που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως στην προκειμένη περίπτωση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι  η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη στις 16-1-2018, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση πάνω στο σώμα αντιγράφου αυτής, του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……… και η κατάθεση της ένδικης έφεσης  ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έλαβε χώρα στις 15-2-2018, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19,522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), καθώς έχει κατατεθεί εκ μέρους της εκκαλούσας το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α  ΚΠολΔ, παράβολο, όπως επίσης προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κάτωθεν της έφεσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 § 2, 5 και 13 του Ν. 3741/1929 “περί της ιδιοκτησίας κατ` ορόφους”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1002 ΑΚ προκύπτει ότι οι συνιδιοκτήτες κοινής οικοδομής που υπάγεται στο καθεστώς του νόμου αυτού μπορούν με συμφωνία τους να ρυθμίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τόσο στα κοινά μέρη που μπορούν να καθορίζουν οι ίδιοι, όσο και στις διηρημένες ιδιοκτησίες τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού που είναι ενδοτικό δίκαιο, καθορίζοντας συνελεύσεις και διορίζοντας διαχειριστή, που θα τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων. Διαχειριστής μπορεί, με, απόφαση της γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών να διοριστεί συνιδιοκτήτης ή τρίτος. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 § β` και 64 § 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο κατά το άρθρο 4 §§ 1 και 2 του πιο πάνω νόμου διορισμένος διαχειριστής (σύμφωνα με τον κανονισμό ή με παμψηφία των συνιδιοκτητών πολυώροφης οικοδομής), αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εκπροσωπεί και ενώπιον των δικαστηρίων, το σύνολο των ιδιοκτητών της, ως ένωση προσώπων, η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας, παριστάμενος ως ενάγων και εναγόμενος για τις υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση αυτής, δυνάμενος να εναγάγει συνιδιοκτήτη ή να εναχθεί απ` αυτόν για κάθε διαφορά από τη σχέση της συνιδιοκτησίας. Διάδικος όμως στο δικαστήριο, δηλαδή υποκείμενο της δικονομικής έννομης σχέσης είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών (παρισταμένη στο δικαστήριο με τον διαχειριστή της) και όχι οι κατ` ιδίαν συνιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, αλλά του τρίτου σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, τα ονόματα των οποίων ούτε καν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή, αρκεί να γίνεται μνεία της συγκεκριμένης ενώσεως των συνιδιοκτητών, κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφισβήτηση για την ταυτότητα της και να αναφέρεται στην αγωγή ότι εκπροσωπείται νόμιμα. (Α.Π 595/2010, Α.Π 668/1999, Εφ.Αθ. 696/2008, Εφ.Αθ. 7782/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 ΚΠολΔ, η νομιμοποίηση των διαδίκων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης για την παροχή έννομης προστασίας, ερευνάται δε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η δε έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 595/2010, ο.π), ενώ, αν ο ενάγων δεν επικαλείται τα στοιχεία νομιμοποίησης, σύμφωνα με το νόμο η αγωγή, επίσης, απορρίπτεται, ως απαράδεκτη (Α.Π 1327/2013, Α.Π 26/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση ( Α.Π 1487/2017, Α.Π. 2048/2013, Α.Π 882/2013, Α.Π 481/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αοριστία αυτή δεν µπορεί να συµπληρωθεί ούτε µε τις προτάσεις ούτε µε παραποµπή στο περιεχόµενο άλλων εγγράφων της δίκης ούτε από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΑΠ 1611/2008 , Εφ. Πειρ. 541/2015, Εφ.Αθ. 2190/2010, Εφ.Δωδ. 200/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγουσες – ήδη εφεσίβλητες, εξέθεταν στην από 12-7-2016 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ …….), αγωγή τους, ότι αυτές και η εναγόμενη, κόρη της πρώτης και αδερφή της δεύτερης των εναγουσών, είναι συνιδιοκτήτριες, κατά τα στην αγωγή αναφερόμενα ποσοστά, που αντιστοιχούν στις εκεί περιγραφόμενες αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, της πολυκατοικίας κειμένης στον Πειραιά, επί της οδού ……… , η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις οριζοντίου ιδιοκτησίας, δυνάμει της υπ΄αρ. ….. Πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και Κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. Ζητούσαν δε, για τους λόγους που αναφέρουν αναλυτικότερα στην αγωγή τους (και αφορούν έλλειψη παμψηφίας που απαιτείται, όπως υποστηρίζουν, για το συγκεκριμένο θέμα από τον κανονισμό και για καταχρηστικότητα). 1) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 25-1-2016 Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της ως άνω πολυκατοικίας, µε θέµα «Νοµιµοποίηση των αυθαιρέτων των κοινοχρήστων χώρων ή την κατεδάφισή τους», με την οποία αποφασίστηκε από την κατέχουσα την πλειοψηφία (εναγόμενη) η κατεδάφιση αυτών, 2) να ακυρωθεί η ως άνω απόφαση ως προς το µέρος που δεν έγινε δεκτό το αίτηµα της µειοψηφίας των συνιδιοκτητών, ήτοι των εναγουσών, για την υποβολή αίτησης δια του πολιτικού µηχανικού …….., περί υπαγωγής των αυθαιρέτων κατασκευών των κοινοχρήστων χώρων, που αναφέρονται στην αγωγή, στις διατάξεις του Ν. 4178/2013, περί τακτοποίησης αυθαιρέτων και της τροποποίησής της, υπέρ της συναίνεσης για την υποβολή αυτής και 3) να καταδικαστεί η εναγόµενη σε δήλωση βούλησης και συγκεκριµένα στην υποβολή αίτησης εκ µέρους όλων των συνιδιοκτητών, δια του πολιτικού µηχανικού ……, περί υπαγωγής των αυθαιρέτων κατασκευών των κοινόχρηστων χώρων στις διατάξεις του ως άνω νόμου µε σκοπό την τακτοποίηση τους, πράγμα που είναι προς το συμφέρον όλων των συνιδιοκτητών.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 43/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό της εναγομένης τον οποίο απέρριψε, χωρίς ωστόσο περαιτέρω αιτιολογία, και τον οποίο η τελευταία (εναγόμενη) επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της,  και νόμιμη, ακολούθως την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη .

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή των αντιδίκων της.

Με τέτοιο περιεχόμενο, όμως, και αιτήματα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, η εξέταση της οποίας προηγείται αυτής της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της. Ειδικότερα, στην αγωγή αναφέρονται λανθασμένα ποσοστά συνιδιοκτησίας των διαδίκων, όπως αυτά αναλύονται με τους αναφερόμενους σε αυτήν τίτλους ιδιοκτησίας, πράγμα που επισημαίνεται στις προτάσεις της εναγομένης, όπου παραθέτει τα ορθά ποσοστά, ενώ στις προτάσεις των εναγουσών δεν γίνεται, τουλάχιστον με σαφή τρόπο, διόρθωση αυτών. Παραδέχονται δε και οι ενάγουσες στην προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών τους, την εσφαλμένη αναγραφή των ποσοστών συνιδιοκτησίας, την οποία δικαιολογούν λόγω των πολλών πράξεων μεταβίβασης και ισχυρίζονται ότι αυτή δεν ασκεί επιρροή εφόσον, όπως υποστηρίζουν, τα ορθά ποσοστά προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι αβάσιμος, διότι η αοριστία που προκαλείται από την εσφαλμένη αποτύπωση των ποσοστών συνιδιοκτησίας των συνιδιοκτητών, με αποτέλεσμα να προκαλείται και σύγχυση με τα τελικά ποσοστά, τα οποία δεν συμπίπτουν  με τα επιμέρους και την αναλογία των ψήφων στην επίμαχη γενική συνέλευση, δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπτή σε αποδεικτικά στοιχεία, κατά τα προεκτεθέντα και στη μείζονα σκέψη.

Πέραν τούτου, οι συνιδιοκτήτες πολυώροφης οικοδομής, όπως επίσης προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, αποτελούν Ένωση Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, την οποία, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων ο εκλεγμένος ή διορισμένος διαχεριστής τους, παριστάμενος ως ενάγων και εναγόμενος για κάθε διαφορά από τη σχέση της συνιδιοκτησίας. Διάδικος, όμως, στο δικαστήριο, δηλαδή υποκείμενο της δικονομικής έννομης σχέσης είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών (παρισταμένη στο δικαστήριο με τον διαχειριστή της) και όχι οι κατ` ιδίαν συνιδιοκτήτες, πράγμα που συμβαίνει και όταν ζητείται η ακύρωση απόφασης της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας (Εφ.Αθ. 7782/2003, ο.π) ,όπως στην ένδικη περίπτωση (με το πρώτο, αλλά και το δεύτερο, αγωγικό αίτημα). Εν προκειμένω, την αγωγή ασκούν οι εναγόμενες, συνιδιοκτήτριες της εν λόγω πολυκατοικίας κατά της εναγόμενης, έτερης συνιδιοκτήτριας αυτής, ατομικά, χωρίς να διευκρινίζουν, αν προβλέπεται από τον Κανονισμό αυτής, τον οποίο ωστόσο αναφέρουν, η ύπαρξη διαχειριστή των συνιδιοκτητών, αν έχει εκλεγεί τέτοιος και ποιος, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί η ύπαρξη νομιμοποίησής τους, κατά τα προεκτεθέντα.

Όσον αφορά δε στο αίτημα της αγωγής περί καταδίκης σε δήλωση βούλησης της εναγόμενης – πλειοψηφούσας συνιδιοκτήτριας, σε υποβολή αίτησης εκ µέρους όλων των συνιδιοκτητών, δια του πολιτικού µηχανικού ……, περί υπαγωγής των αναφερόμενων στην αγωγή αυθαιρέτων κατασκευών των κοινόχρηστων χώρων στις διατάξεις του ως άνω νόμου µε σκοπό την τακτοποίηση τους (ήτοι. 1. αυθαίρετου κτίσματος με χρήση λεβητοστασίου και αποθήκης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, 2. αυθαίρετου χώρου με χρήση κατοικίας στο δημιουργημένο ημιόροφο του κτιρίου, πάνω από την κοινόχρηστη είσοδο. 3. αυθαίρετης κλίμακας ανόδου στην ταράτσα του κτιρίου και πάνω από αυτήν αυθαίρετης απόληξης κλιμακοστασίου (τροχαλιοστάσιο του ανελκυστήρα, πλατύσκαλο, και ο χώρος που σκεπαζει το κλιμακοστάσιο) στον 5ο όροφο (‘’δώμα’’) και 4. αυθαίρετης πέργκολας με επικάλυψη από κεραμίδια, που έχει κατασκευασθεί στην ταράτσα του κτιρίου σε συνέχεια του αυθαίρετου κλιμακοστασίου), η αγωγή πάσχει επίσης από αοριστία. Κι αυτό διότι, οι επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές δεν περιγράφονται λεπτομερώς και συγκεκριμένα δεν αναφέρονται οι διαστάσεις τους, ο  ακριβής χρόνος ανέγερσής τους (σε ένα σημείο της αγωγής αναφέρεται ως χρόνος κατασκευής τους τα έτη 1978-1980 και σε ένα άλλο, τα έτη 1984-1985), ώστε να εξειδικεύονται επαρκώς, ούτε επισυνάπτεται στην αγωγή, ώστε να καταστεί μέρος της, κάποια σχετική κάτοψη, τεχνική έκθεση κλπ. Εκτός δε τούτου, δεν αναφέρεται το κόστος που θα χρειαστεί για την τακτοποίηση με την υπαγωγή τους στον ως άνω νόμο, κάθε μίας εξ αυτών αλλά ούτε και συνολικά (ύψος προστίμων υπαγωγής, αμοιβή μηχανικού κλπ), αν επηρεάζεται ή όχι η στατικότητα – ασφάλεια της οικοδομής από τη διατήρηση ή τη κατεδάφισή τους, καθώς επίσης ούτε και το κόστος σε περίπτωση απομάκρυνσης, μετεγκατάστασης ή κατεδάφισής τους, ανάλογα με τη φύση της κάθε κατασκευής, ή τροποποίησης, αλλαγής κάποιων εξ αυτών, έτσι ώστε, κατόπιν σύγκρισης του κόστους και των συνεπειών (από τη μια πλευρά, της τακτοποίησής τους, από την άλλη, της κατεδάφισής τους –μετατροπής τους), σε σχέση και με την ασφάλεια της πολυκατοικίας (επίδραση στη στατικότητα, λειτουργία της κλπ)  να μπορεί να κριθεί, ακολούθως, από το Δικαστήριο (αλλά και να δοθεί η ευκαιρία στην εναγόμενη να αμυνθεί με συγκεκριμένο τρόπο), αφενός μεν, αν πράγματι συντρέχει σοβαρός λόγος που να αφορά στο προφανές κι αδιαμφισβήτητο συμφέρον όλων των συνιδιοκτητών κι  ο οποίος να είναι τόσο σημαντικός που να δικαιολογεί την καταδίκη βούλησης, της πλειοψηφούσας συνιδιοκτήτριας να αιτηθεί την τακτοποίηση των αυθαιρέτων αυτών κατασκευών (όλων ή κάποιων εξ αυτών), πράγμα, που σε κάθε περίπτωση, αν λάβει χώρα θα πρέπει βέβαια αυτές να περιγράφονται λεπτομερώς και ορισμένως, ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση, αφετέρου δε, αν υφίσταται τυχόν καταχρηστικότητα της επίμαχης απόφασης της Γ.Σ περί κατεδάφισης των εν λόγω αυθαίρετων κατασκευών, ώστε να δικαιολογείται η ανατροπή της. Η αοριστία δε αυτή, η συμπλήρωση της οποίας δεν επιχειρείται ούτε με τις πρωτόδικες προτάσεις των εναγουσών, δεν µπορεί να θεραπευθεί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, µε παραποµπή στο περιεχόµενο άλλων εγγράφων της δίκης (όπως την επικαλούμενη από τις ενάγουσες τεχνική έκθεση του ως άνω μηχανικού ……), ούτε από την εκτίµηση γενικά των αποδείξεων.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, κι έκανε δεκτή την αγωγή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει λοιπόν, κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο της έφεσης, που ζητεί την εξαφάνισή της (εκκαλουμένης) ως αόριστης, αλλά και κατ΄ αυτεπάγγελτη κρίση του δικαστηρίου, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, σύμφωνα τα προαναφερθέντα. Τα δικαστικά έξοδα, θα συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, ένεκα της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από την εκκαλούσα, παραβόλου, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει την έφεση, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ.43/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών.

Κρατεί και Δικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει συνολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας .

Διατάσσει την απόδοση στην  καταθέσασα – εκκαλούσα του παραβόλου του Δημοσίου (είδος παραβόλου e-παράβολο) με αρ.  ……., ποσού 100 ευρώ.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 6 Νοεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

               Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ

 

 

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν στην ως άνω απόφαση .

Νομιμοποίηση ΄Ενωσης Συνιδιοκτητών πολυκατοικίας, αοριστία.