Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 529/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης     529/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:

Α. Του καλούντος εκκαλούντος ενάγοντος: ………….. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του Δικηγόρου.

Των καθ’ων η κλήση εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) …………. 2) Της εδρεύουσας στη …. της Λιβερίας (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στη Θεσσαλονίκη (οδός …………) δυνάμει των Α.Ν. 378/68 και των Ν.27/75, 814/78, 2234/94, 3752/09 και 4150/13, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, αμφότεροι οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κουτρουμπούση.

Β. Του καλούντος εφεσίβλητου ενάγοντος: ………. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του Δικηγόρου.

Των καθ’ων η κλήση εκκαλούντων εναγομένων: 1) …………. 2) Της εδρεύουσας στη … της Λιβερίας (………….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στη Θεσσαλονίκη (οδός ………) δυνάμει των Α.Ν. 378/68 και των Ν.27/75, 814/78, 2234/94, 3752/09 και 4150/13, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, αμφότεροι οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κουτρουμπούση.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.11.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./15.11.2018) αγωγή του από αδικοπραξία, συνιστάμενη στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, την οποία άσκησε σε βάρος των εναγομένων ενώπιον  του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.3402/2019 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, έκαστος εις ολόκληρον, το σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενο χρηματικό ποσό, πλέον τόκων, απαγγέλθηκε σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας δύο (2) μηνών και συμψηφίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19ης.3.2020, κατά την οποία όμως δεν εκφωνήθηκε, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως και 15.5.2020, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος αυτής, που τους βλάπτει.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την επίσης ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία ομοίως προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 19ης.3.2020, κατά την οποία όμως και αυτή δεν εκφωνήθηκε, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως και 15.5.2020, προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος αυτής, που τον βλάπτει.

Ο ενάγων – εκκαλών με την από 25.5.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ……../25.5.2020) κλήση του επανέφερε την ανωτέρω έφεσή του προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 22ης.10.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 18.3.2021, όταν και δεν εκφωνήθηκε, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως και 22.3.2021, επαναπροσδιορισθείσης της υπόθεσης αυτεπάγγελτα προς συζήτηση με την υπ’αριθμ.86/2021 Πράξη της ορισθείσης από την Πρόεδρο τουΤριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή για τις 25.11.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ο ενάγων – εφεσίβλητος με την από 26.5.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……../26.5.2020) κλήση του επανέφερε την ανωτέρω αντίθετη έφεση των εναγομένων προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 22ης.10.2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 18.3.2021, όταν και δεν εκφωνήθηκε, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 11.2.2021 έως και 22.3.2021, επαναπροσδιορισθείσης της υπόθεσης αυτεπάγγελτα προς συζήτηση με την υπ’αριθμ.86/2021 Πράξη της ορισθείσης από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή για τις 25.11.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκαν οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ επιπροσθέτως ο καλών – εκκαλών – εφεσίβλητος – ενάγων …………., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως Δικηγόρος δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της έφεσής του και από το δικόγραφο της αγωγής του όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη και δεύτερη εναγόμενη αντίστοιχα εταιρεία με την επωνυμία «………….».

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 25.5.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……./25.5.2020) κλήση του ενάγοντος – εκκαλούντος, με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ανωτέρω κατά της υπ’αριθμ. 3402/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας επί της από 15.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../15.11.2018) αγωγής του σε βάρος των εφεσιβλήτων και β) η από 26.5.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……../26.5.2020) κλήση του ιδίου, ενεργήσαντος με την ιδιότητα του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση η από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση των εναγομένων σε βάρος του κατά της αυτής ως άνω απόφασης, μη εκφωνηθεισών των εφέσεων κατά την αρχικά προσδιορισθείσα προς συζήτησή τους δικάσιμο της 19ης.3.2020, εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως και 15.5.2020, οι οποίες (κλήσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 και 524 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Με το ν.4013/2011 καταργήθηκε η διαδικασία της συνδιαλλαγής που προέβλεπε μέχρι τότε ο ν. 3588/2007 («Πτωχευτικός Κώδικας», στο εξής για συντομία «ΠτΚ») και προβλέφθηκε η διαδικασία της εξυγίανσης. Οι διατάξεις περί εξυγίανσης που εισήχθησαν στον ΠτΚ με το ν. 4013/2011, όπως αυτές ίσχυσαν στη συνέχεια μετά και την αντικατάστασή τους με τους 4446/2016 και 4491/2017, εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η αίτηση της εκ  των διαδίκων εταιρείας με την επωνυμία «…………» για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στις 25.1.2021, ενώ οι σχετικές με την εξυγίανση διατάξεις του μεταγενέστερου ν. 4738/2020, που κατάργησε το ν. 3588/2007, εφαρμόζονται σε διαδικασίες εξυγίανσης που εκκινούν από την 1η.3.2021 [άρθρ. 263 παρ. 1 και 308 ν. 4738/2020, όπως αντικ. με τα άρθρ. 83 ν. 4764/2020 και 38 ν. 4818/2021, βλ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2021, σελ. 108]. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 99 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4446/2016, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το οποίο έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να αιτείται την επικύρωση της συνυποβαλλόμενης συμφωνίας εξυγίανσης που προβλέπεται στο άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα. Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική πτωχευτική διαδικασία που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με την επικύρωση της συμφωνίας που προβλέπεται στο παρόν Κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπεται ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν με βάση το όγδοο κεφάλαιο του ίδιου Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 100 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε ω άνω με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, προκειμένου να επικυρωθεί η συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 106β, πρέπει να έχει συναφθεί από τον οφειλέτη και από πιστωτές αυτού, που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκη εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Τα ποσοστά υπολογίζονται με βάση κατάσταση πιστωτών, που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης και φέρει ημερομηνία όχι προγενέστερη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο Δικαστήριο. Οι απαιτήσεις των πιστωτών πρέπει να προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή να έχουν αναγνωρισθεί ή πιθανολογηθεί με απόφαση Δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμα και με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Δεν λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από την συμφωνία εξυγίανσης κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 116 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με αυτή απαιτούν τη σύνταξη δημόσιου εγγράφου. Η συμφωνία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο με χρονική διάρκεια ίση με αυτή της συμφωνίας, το οποίο εγκρίνεται από τους συμβαλλόμενους κατ’ άρθρο 100 (άρθρο 103 παρ. 7 του ΠτΚ). Ως προς την αναφερόμενη στο άρθρο 103 παρ. δ΄ του ΠτΚ μείωση των απαιτήσεων του οφειλέτη, που μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο της συμφωνίας, στο νόμο δεν καθορίζεται η έκταση του περιορισμού των χρεών, δε τίθεται μέγιστο ποσοστιαίο όριο του περιορισμού αυτού. Τα όρια προσδιορίζονται από τον σκοπό της διαδικασίας εξυγίανσης και τα όρια επέκτασης της σχετικής συμφωνίας και στους μη συμβληθέντες πιστωτές, καθώς και τα όρια άσκησης κάθε δικαιώματος που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Έτσι η μείωση των χρεών μιας επιχείρησης δεν πρέπει να θέτει τους μη συμβαλλόμενους στη συμφωνία πιστωτές σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν, στην οποία θα βρίσκονταν με βάση αναγκαστική εκτέλεση επί ρευστοποίησης της επιχείρησης ή της περιουσίας του οφειλέτη ή και αυτής των υπέρ αυτού εγγυητών. Δηλαδή ο μη συμβαλλόμενος πιστωτής δε μπορεί να τεθεί σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρισκόταν, εάν ασκούσε τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα που είχε κατά τον χρόνο προ της συμφωνίας εξυγίανσης. Η ισχύς της συμφωνίας εξυγίανσης τελεί υπό την προϋπόθεση της επικύρωσής της από το Πτωχευτικό Δικαστήριο, εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου.  Το Δικαστήριο απορρίπτει ή δέχεται την αίτηση, επικυρώνοντας την συμφωνία εξυγίανσης. Με την επικύρωση δε της συμφωνίας επέρχονται τα αποτελέσματα που ορίζονται στην διάταξη του άρθρου 106γ του ΠτΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 7 του Ν. 4491/2017. Η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στην συμφωνία εξυγίανσης, αρκεί να πρόκειται για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μέχρι την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι προβλέψεις της συμφωνίας εξυγίανσης δεσμεύουν και άγνωστους ακόμα πιστωτές, που εμφανίζονται μεταγενέστερα, πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις αναγνωρίζονται μετά την επικύρωση, πιστωτές που θα μπορούσαν να μεταβάλουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, πιστωτές με εργατικές απαιτήσεις (βλ. Ψαρουδάκη, Διαδικασία εξυγίανσης και εργασιακές σχέσεις, ΔΕΝ 2012, σελ. 744-744, ΕφΠειρ 437/2015 ΔΕΕ 2015.1123) ή απαιτήσεις από αδικοπραξία, αρκεί οι σχετικές απαιτήσεις να γεννήθηκαν, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες, μέχρι την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης. Συνακόλουθα, για τη δέσμευση των πιστωτών δεν είναι κρίσιμο αν εκείνοι αναφέρονται ονομαστικά και αν οι απαιτήσεις τους περιγράφονται ορθά στην κατάσταση των πιστωτών που επισυνάπτεται, κατά το άρθρ. 100 παρ. 2 του ΠτΚ, στην αίτηση για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης (βλ. Κοτσίρη/Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Δίκαιο Εξυγίανσης και Εκκαθάρισης Προβληματικών Επιχειρήσεων, έκδ. 2006, σελ. 41, ΕφΑθ 5541/2004, ΕπισκΕμπΔ 2006.108). Τέλος, στο άρθρο 106γ του Ν. 3588/2007 ΠτΚ: προβλέπονται τα εξής: «Αποτελέσματα της επικύρωσης. 1.Από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης». [Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 14 παρ. 7 Ν. 4491/2017, σύμφωνα δε με τη παρ. 11 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται επί διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4491/2017, ήτοι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.11 εδαφ.α΄ και 31 αυτού, μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 13.10.2017 (ΦΕΚ Α΄152). Ως έναρξη διαδικασιών νοείται η κατάθεση της αίτησης πτώχευσης ή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης]. «2. Τα δικαιώματα των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο πιστωτής…3. Με την επικύρωση της συμφωνίας: α)…β) «Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α΄43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 104. Η αναστολή δεν υπόκειται στο χρονικό περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων». (Το πρώτο εδάφιο της περ. β΄αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 14 παρ. 8 Ν. 4491/2017,σύμφωνα δε με τη παρ. 11 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται επί διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4491/2017. Ως έναρξη διαδικασιών νοείται η κατάθεση της αίτησης πτώχευσης ή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες της από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης και εφεσίβλητοι της αντίθετης από 22.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……./26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης του εφεσίβλητου της πρώτης (έφεσης) αντίστοιχα …………. και εταιρεία με την επωνυμία «………» ισχυρίσθηκαν με τις προτάσεις τους ότι, ανεξαρτήτως της παραίτησης του αντιδίκου τους ενάγοντος της από 15.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../15.11.2018) αγωγής και εκκαλούντος της από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……./22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……./26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης …….., Δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς  από το δικόγραφο της έφεσής του, αλλά και από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και δεύτερη των εφεσιβλήτων αντίστοιχα εταιρεία με την επωνυμία «………»,  για την οποία (παραίτηση) θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, θα πρέπει η συζήτηση των ένδικων εφέσεων κατά της εκδοθείσης επί της σε βάρος τους ασκηθείσης αγωγής υπ’αριθμ.3402/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς αμφότερους αυτούς, διότι η επικύρωση της επιτευχθείσης μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της κατά νόμο προβλεπομένης πλειοψηφίας των πιστωτών της τελευταίας συμφωνίας εξυγίανσης με την ήδη καταστάσα τελεσίδικη υπ’αριθμ.5110/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης και η κατόπιν αυτής, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 106 παρ.3 εδαφ.β΄ του εν προκειμένω εφαρμοστέου προϊσχύσαντος Πτωχευτικού Κώδικα, αναστολή της ασκηθείσης σε βάρος του πρώτου εξ αυτών ποινικής δίωξης για το πλημμέλλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που αφορά στις επίδικες με την αγωγή επιταγές, με την υπ’αριθμ. 5850/13.10.2021 απόφαση του Δ΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, συνεπάγεται και την αναστολή της διαδικασίας επί της σχετικής αστικής δίκης. Και τούτο διότι, εφόσον με τη σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή ζητείται η καταβολή στον ενάγοντα, από τον καθέναν τους εις ολόκληρον, αποζημίωσης,  λόγω της έκδοσης δολίως από τον πρώτο εξ αυτών, ως νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης, ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών και δη των συγκεκριμένων, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του η ανασταλείσα ποινική δίωξη, εν γνώσει της έλλειψης αντικρύσματος στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο της πληρωμής τους, ισόποσης του συνολικού ποσού των επιταγών και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και η θεμελίωση της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, συνισταμένης στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση του ποινικού αδικήματος του άρθρου 79 του ν.5960/1933, η αναστολή της σε βάρος του πρώτου εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας για το ανωτέρω πλημμέλημα μετά την τελεσίδικη δικαστική επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ της δεύτερης και της κατά νόμο απαιτουμένης πλειοψηφίας των πιστωτών της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ.3 εδαφ.β΄ του προϊσχύσαντος Πτωχευτικού Κώδικα, έχει ως περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προόδου και της σχετικής αστικής δίκης και εντεύθεν το απαράδεκτο της συζήτησης των κρινόμενων εφέσεων, που πλήττουν την εκδοθείσα επί της αγωγής του ενάγοντος πρωτόδικη απόφαση. Ο ισχυρισμός αυτός όμως απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος, διότι είναι προφανές από την ίδια τη γραμματική διατύπωση της διάταξης ότι η ανωτέρω περί αναστολής ρύθμιση του προϊσχύσαντος Πτωχευτικού Κώδικα, που εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, καθώς η αίτηση της εκ των διαδίκων εταιρείας με την επωνυμία «……………» για την επικύρωση της περί εξυγίανσής της συμφωνίας της με τους πιστωτές της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 25.1.2021, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη δεύτερη σελίδα του πρώτου φύλλου της εκδοθείσης επί της αίτησης αυτής υπ’αριθμ. 5110/2021 απόφασης, ήτοι προ της 1ης.3.2021, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, σαφώς αφορά στην ποινική διαδικασία επί της σε βαθμό πλημμελήματος αξιόποινης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής του άρθρου 79 του ν.5960/1933 και μόνον και ουδόλως επηρεάζει την εξ αδικοπραξίας αστική ευθύνη του δράστη του εγκλήματος και εν προκειμένω του πρώτου εναγομένου, εις ολόκληρον ενεχομένου, ως του παρανόμως και υπαιτίως ενεργήσαντος καταστατικού οργάνου του εκδότη των επιταγών νομικού προσώπου, σε βάρος του ζημιωθέντος ενάγοντος, νομίμου κομιστή των αξιογράφων και συνακόλουθα την πορεία και εξέλιξη της εκκρεμούς πολιτικής δίκης επί της σχετικώς ασκηθείσης αγωγής του τελευταίου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914 επ.του ΑΚ, σε βάρος, τόσο της εκδότριας των επιταγών εταιρείας, όσο και του ανωτέρω υπαιτίου φυσικού προσώπου για την επιδίκαση αποζημίωσης προς αποκατάσταση της προκληθείσης περιουσιακής του ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης, η αστική αξίωση του οποίου δε θίγεται καθ’οιονδήποτε τρόπο από την προβλεπόμενη αναστολή της ποινικής διαδικασίας, την οποία εάν ο νομοθέτης ήθελε να επεκτείνει και στην πολιτική δίκη από την αδικοπραξία οπωσδήποτε θα το όριζε ρητώς, ούτε βέβαια η αναστολή της ποινικής διαδικασίας συνεπάγεται, χωρίς αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη, κατ’ανάγκη, ήτοι αυτόματα και άνευ ετέρου, την αναστολή και της διαδικασίας της αστικής δίκης. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με την τέλεση του αστικού και, ταυτοχρόνως, ποινικού αδικήματος, δε δεσμεύεται από την προηγηθείσα, αθωωτική ή καταδικαστική, σχετική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, αν και επιβάλλεται βέβαια να λάβει σοβαρά υπόψη, ως ισχυρό τεκμήριο, την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται απ’αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση, οφείλοντας να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε ειδικά σε περίπτωση αθώωσης να μη δίνεται η εντύπωση ότι τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης (βλ.σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΝοΒ 2020.999).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ “το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, πλην άλλων, και η θεμελιακή δικονομική αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με την οποία η ένδικη προστασία παρέχεται μόνο ύστερα από αίτηση των διαδίκων και μόνο κατά την έκταση που αυτή ζητείται. Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μίας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε, παρά ταύτα, προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Έλλειψη αίτησης υπάρχει και όταν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, διότι η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 1 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, έχει ως αποτέλεσμα η αγωγή να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, αφού η παραίτηση επιφέρει την κατάργηση της δίκης και την αποξένωση του δικαστηρίου από κάθε εξουσία επ’αυτής, ενώ αίρονται αναδρομικά οι δικονομικές και οι περισσότερες από τις ουσιαστικές συνέπειες της άσκησής της. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 297 του ΚΠολΔ η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 του ίδιου Κώδικα γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις. Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από τον διάδικο ή τον δικαστικό του πληρεξούσιο, για την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξης παραίτησης δηλαδή ακόμη και η εξώδικη δήλωση, η οποία, κατ’άρθρο 118 του ΚΠολΔ, επιδίδεται από τον δηλούντα διάδικο στον αντίδικό του. Με την ανωτέρω διάταξη, ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή. Η παραίτηση αυτή συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας, που ενυπάρχει στην εν λόγω αγωγή και έχει την έννοια παραίτησης από τη δημοσίου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντα έναντι της πολιτείας προς έκδοση απόφασης στη συγκεκριμένη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της αγωγής. Το άρθρο 294 του ΚΠολΔ ορίζει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης. Ως συζήτηση νοείται η καθοριζόμενη από το άρθρο 281 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της (ΑΠ 1582/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 του ΚΠολΔ, οι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται και στα ένδικα μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και πριν το παρόν  Δικαστήριο προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της, δηλ. πριν αρχίσει η εκδίκαση των ένδικων εφέσεων, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, ο ενάγων – εκκαλών …….., Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, νομότυπα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης έφεσής του, αλλά και από το δικόγραφο της αγωγής του, ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και δεύτερη εφεσίβλητη αντίστοιχα εταιρεία με την επωνυμία «………», με σχετική προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος και η αγωγή του ως προς την ανωτέρω διάδικο θεωρούνται ως μηδέποτε ασκηθείσες και, συνακόλουθα, η σχετική δίκη (θεωρείται) καταργημένη εξαρχής για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη.

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από  22.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσης ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 15.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/15.11.2018) αγωγής του εφεσιβλήτου, διώκουσας την καταδίκη των αντιδίκων του και ήδη εκκαλούντων, εκάστου εξ αυτών ενεχομένου εις ολόκληρον, στην καταβολή σ’αυτόν, αφενός μεν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, αφετέρου δε χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της σε βάρος του τελεσθείσας αδικοπραξίας, ειδικότερα συνισταμένης στην έκδοση, σε διαταγήν του, από τον πρώτο εξ αυτών, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης/εταιρείας, τριών (3) ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών, των οποίων τυγχάνει (ο ενάγων) νόμιμος κομιστής, εν γνώσει του πρώτου εναγομένου περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας στην πληρώτρια τράπεζα, τόσο κατά τους χρόνους της έκδοσης, όσο και κατά τους αντίστοιχους της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή, κατά της υπ’αριθμ. 3402/2019 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της εν λόγω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωσή του, το συνολικό ποσό των 34.568,27 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, απαγγέλθηκε σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας δύο (2) μηνών και συμψηφίσθηκαν ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα περί καταβολής στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, έχει ασκηθεί, μόνον ως προς τον πρώτο εκκαλούντα, που πλέον ενδιαφέρει, κατόπιν της προηγηθείσης νομότυπης παραίτησης του ενάγοντος από το αγωγικό δικόγραφο ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εκκαλούσα εταιρεία κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα η διερεύνηση της βασιμότητας της έφεσής της να έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../22.11.2019), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς αυτούς (και συγκεκριμένα στον παρασταθέντα στον πρώτο βαθμό ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους ………, Δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, με την ιδιότητα του αντικλήτου τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), με επιμέλεια του ενάγοντος, της εκκαλουμένης απόφασης, που συντελέσθηκε στις 23.10.2019, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/23.10.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3, στοιχ.Α΄, περ. β΄ του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100 ευρώ και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 § 1 του ΚΠολΔ) μόνον ως προς τον πρώτο εκκαλούντα, όπως προεκτέθηκε.

Η έτερη συνεδικδικαζόμενη από 22.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……../22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής κατά των εναγομένων, σε βάρος της αυτής πρωτόδικης απόφασης,  έχει ασκηθεί, μόνον ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, που πλέον ενδιαφέρει, κατόπιν της προηγηθείσης νομότυπης παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της έφεσής του, αλλά και από το αγωγικό δικόγραφο ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη εταιρεία κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα η διερεύνηση της βασιμότητας της έφεσής του αναφορικά με την τελευταία να έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22.11.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22.11.2019), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, στις 23.10.2019, στους εναγομένους, με δική του επιμέλεια, της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3, στοιχ.Α΄, περ. β΄ του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100 ευρώ και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 § 1 του ΚΠολΔ) μόνον ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, όπως προεκτέθηκε.

Ο ενάγων, Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, με την από 15.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/15.11.2018) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εξ αυτών, αλλοδαπής εταιρείας, νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα με βάση τον Α.Ν.89/67,  η οποία εκμεταλλεύεται τα αναφερόμενα στο δικόγραφο δύο (2) φορτηγά πλοία, εξέδωσε στη Θεσσαλονίκη, σε διαταγήν του ιδίου, υπό την ιδιότητά του αυτή, τις επίσης ειδικά προσδιοριζόμενες στην αγωγή ως προς τον αριθμό, την ημερομηνία έκδοσης και το ποσό εκάστης σε δολάρια Η.Π.Α., τρεις (3) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, πληρωτέες από τον τηρούμενο στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, τις οποίες, ως νόμιμος κομιστής τους, εμφάνισε άπασες εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα την αυτή ημέρα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης αντικρύσματος στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, γεγονός που βεβαιώθηκε νομότυπα επί του σώματος των αξιογράφων από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας. Ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην έκδοση των ανωτέρω επιταγών γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό της απ’αυτόν εκπροσωπηθείσης εταιρείας/δεύτερης εναγομένης, τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο της πληρωμής των αξιογράφων, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, με αποτέλεσμα λόγω της προεκτεθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του τελευταίου, να υποστεί (ο ενάγων) περιουσιακή ζημία, ισόποση του συνολικού ποσού των επιταγών και αιτιωδώς συνδεόμενη με την τελεσθείσα σε βάρος του ως άνω αδικοπραξία, που αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 και αξιόποινη πράξη, αλλά και ηθική βλάβη, διότι βίωσε βαθύτατη στενοχώρια και έντονο ψυχικό άλγος για χρονικό διάστημα πολλών ημερών, εξαιτίας των οποίων αδυνατούσε ακόμη και να εργασθεί. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, κυρίως μεν με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως επικουρικώς τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, έκαστος εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη, ως εκδότρια των ακάλυπτων επιταγών, υπέχουσα ως νομικό πρόσωπο ευθύνη για την ανωτέρω πράξη του νομίμου εκπροσώπου της/πρώτου εναγομένου, που έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση, ο δε πρώτος, εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, ως το αδικοπραγήσαν καταστατικό του όργανο, το σε ευρώ ισόποσο του συνολικού ποσού των επιταγών εκ 39.332,13 δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της επέλευσης της ζημίας του, ήτοι της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή και της μη πληρωμής τους και δη το ποσό των 34.612,27 ευρώ, αφαιρουμένου εξ αυτού του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά την εκδίκαση της κατηγορίας σε βάρος του πρώτου εναγομένου για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, συνεπώς, να του καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό των 34.568,27 ευρώ, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από τις ημερομηνίες έκδοσης εκάστης επιταγής για το αντίστοιχο ποσό της καθεμίας, άλλως από την ημερομηνία εμφάνισης και σφράγισης των επιταγών, άλλως επικουρικώς από τη σχετική προς αυτούς από 30.5.2016 έγγραφη όχλησή του περί εξόφλησης του οφειλομένου ποσού και επικουρικότερα από την «έγερση» της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου εναγομένου, διαρκείας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της επί της αγωγής του εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3402/2019 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωσή του, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το σε ευρώ ισόποσο του σε δολάρια Η.Π.Α. συνολικού ποσού των ακάλυπτων επιταγών, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας του, ήτοι αυτόν της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή και της μη πληρωμής τους και δη το ποσό των 34.568,27 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 44 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα, στο οποίο κρίθηκε ότι ανήλθε η προκληθείσα περιουσιακή ζημία του από την αδικοπραξία του πρώτου, νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, απαγγέλθηκε σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας δύο (2) μηνών και συμψηφίσθηκε ολικά μεταξύ των διαδίκων η δικαστική τους δαπάνη «λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας» των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς να επιληφθεί σχετικώς και απορρίφθηκαν ως αβάσιμες οι περί τοπικής αναρμοδιότητάς του προβληθείσες αιτιάσεις των εναγομένων, ακολούθως έγινε δεκτό ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ, του ΚΠολΔ και του ν.5960/1933 κατά την κύρια βάση της, το δε αίτημα περί επιδίκασης τόκων επί του κεφαλαίου της απαίτησης του ενάγοντος κρίθηκε νόμιμο από την επικαλούμενη όχληση του ανωτέρω προς τους εναγομένους προς καταβολή του οφειλομένου ποσού, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμο από την επομένη της έκδοσης εκάστης επιταγής και από την επομένη της μη πληρωμής των επιταγών καθώς επίσης (απορρίφθηκε) και η αγωγή ως νόμω αβάσιμη κατά την επικουρικά προβαλλόμενη βάση της, ήτοι αυτήν του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι εκ των αρνητικών ισχυρισμών των εναγομένων περί έλλειψης δόλου στην έκδοση των επίδικων επιταγών και περί μη ευθύνης τους για την καταβολή των αιτουμένων ποσών «λόγω της ιδιότητας της δεύτερης ως διαχειρίστριας των  πλοίων και του πρώτου ως νομίμου εκπροσώπου αυτής», ο πρώτος κρίθηκε ερευνητέος κατ’ουσίαν ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, όπως ως μη νόμιμος απορρίφθηκε και ο περί αχρεωστήτου κριθείς ως αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός των εναγομένων, καθώς και η περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης ένσταση των ιδίων. Επιπροσθέτως, ο αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός των εναγομένων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του κρίθηκε ερευνητέος περαιτέρω κατ’ουσίαν, όπως εν μέρει και η ένσταση συνυπαιτιότητας αυτού, η οποία εν μέρει απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, ενώ επίσης απορρίφθηκε και το αίτημα των εναγομένων με  βάση τη διάταξη του άρθρου 249 του ΚΠολΔ περί αναστολής της δίκης επί της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί έτερης αγωγής σε βάρος τους. Με την ίδια απόφαση κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής έγινε δεκτό από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι ο πρώτος εναγόμενος, με την  ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης/εταιρείας, εξέδωσε τις επίδικες τραπεζικές επιταγές, σε διαταγήν του ενάγοντος, πληρωτέες από τον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, οι οποίες εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα προς πληρωμή και δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης αντικρύσματος στον ανωτέρω λογαριασμό, καθώς και ότι ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών ότι ο λογαριασμός αυτός δε διέθετε τα αντίστοιχα κεφάλαια για την εξόφλησή τους, ενώ κατά το χρόνο πληρωμής τους γνώριζε ότι ενδέχεται να μην υπάρχει επαρκές υπόλοιπο και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό, ότι ο ενάγων δε βαρύνεται με πταίσμα για την πρόκληση της ζημίας του, απορριφθείσης κατ’ουσίαν της περί συνυπαιτιότητάς του σχετικής ένστασης των εναγομένων κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, με αποτέλεσμα ο ενάγων να υποστεί περιουσιακή ζημία από τη σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, ισόποση του συνολικού ποσού των επιταγών και τέλος ότι ο ενάγων δεν υπέστη ηθική βλάβη, παραδοχή που είχε ως συνέπεια την απόρριψη του αγωγικού αιτήματος για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Κατά της απόφασης αυτής αμφότερα τα διάδικα μέρη, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, παραπονούνται με τις ένδικες εφέσεις, που άσκησαν. Ειδικότερα: 1) Ο ενάγων πλήττει την πρωτόδικη απόφαση με την από 22.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ………/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, με την οποία διώκει, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά τις κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί απόρριψης του αγωγικού αιτήματος της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και περί συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος αυτό, ούτε ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, κατόπιν παραδεκτής παραίτησής του (του ενάγοντος/ εκκαλούντος) από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικόγραφο της έφεσής του ως προς τη δεύτερη των αντιδίκων του κατά τα προεκτεθέντα. 2) Οι εναγόμενοι  με την από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, προσβάλλουν την ίδια απόφαση, για τους λόγους, που ειδικότερα εκθέτουν στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά τις κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί υπαιτιότητας του πρώτου εξ αυτών στην έκδοση των επίδικων επιταγών και περί απόρριψης των προβληθεισών ενστάσεών τους αχρεωστήτου, συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του και καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, καθώς και όσον αφορά στην απαγγελία σε βάρος του πρώτου εξ αυτών προσωπικής κράτησης, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντιστοίχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που δύναται να είναι και ενδεχόμενος. Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ανωτέρω άρθρου με το άρθρ. 4 § 1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Επομένως η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ σε ισόποση κατ’αρχάς με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δύναται να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, εφόσον αυτός υφίσταται τελικώς τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, υπό την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης. Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 του ΑΚ εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, εφόσον και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικώς για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 παρ.1 του ΚΠολΔ ορισμένη, είναι α) η έκδοση έγκυρης επιταγής από τον εναγόμενο, β) η εμπρόθεσμη, μέσα σε οκτώ ημέρες από τη χρονολογία της έκδοσης της επιταγής, εμφάνισή της προς πληρωμή, γ) η μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της λόγω έλλειψης στην πληρώτρια τράπεζα αντίστοιχων με το ποσό της επιταγής κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της, είτε εξ αρχής κατά το χρόνο της έκδοσής της είτε μεταγενέστερα και μέχρι την εμφάνισή της προς πληρωμής, δ) η απότοκη της μη πληρωμής ζημία του νόμιμου κομιστή της επιταγής (ενάγοντος) και ε) ο δόλος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Άλλα στοιχεία για την πληρότητα και νομική θεμελίωση της πιο πάνω αγωγής, όπως η αιτία έκδοσης της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, δεν απαιτούνται, καθόσον πρόκειται για αδικοπραξία και όχι απαίτηση από επιταγή. Τούτο διότι από τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν 5960/1933, που ορίζει ότι τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ` αυτήν, όποιος εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα σε πληρωτή στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση αυτού του εγκλήματος και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 του ΑΚ, δεν ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής και ιδίως δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία του χρέους, η ακυρότητα ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της άσκησης της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1804/2012, ΑΠ 281/2003 Α΄δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, το αξιόποινο της πράξης του εκδότη  δεν αίρεται  από λόγους αναγόμενους στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740/2001 ΕλλΔνη 43.733). Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότη αναφέρεται στο χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν μάλιστα στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη είσπραξης του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφάνισής της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 1451/2007 ΕλλΔνη 48.1401, ΑΠ 342/2005 ΕλλΔνη 47.1393, EφΛαρ 101/2016, ΕφΘεσ 1311/2008, ΕφΑθ 5661/2003 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 300, 288 και 914 του ΑΚ συνάγεται, ότι αυτός που δέχεται επιταγή σε γνώση του ότι δεν έχει αντίκρισμα, καθώς και ότι η αιτία για την οποία εκδόθηκε είναι άκυρη, ναι μεν με τη συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική του ευθύνη, παρέχει, όμως το δικαίωμα στον τελευταίο, είτε ενάγεται με βάση το νόμο περί επιταγών, είτε με βάση το αδίκημα, να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος, ότι, σε γνώση της έλλειψης αντικρίσματος, καθώς και της ελαττωματικότητας του τίτλου, έλαβε την επιταγή και ότι με την συμπεριφορά του αυτή, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και ως προς την αξιούμενη ζημία και ως προς την ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού έχει αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής, ή ότι αυτός, κατά την υποκειμένη σχέση, δεν έχει δικαίωμα να εισπράξει την επιταγή (ΑΠ 1804/2012 ΧρΙΔ 2013.372, ΕΕμπΔ 2013.871, ΕφΑθ 9364/2000 ΕλλΔνη 2004.541, ΕφΠειρ 665/1999 ΕλλΔνη 41.491, ΕφΘεσ 297/1975 ΕΕμπΔ ΚΣΤ.606). Ειδικότερα, δεν αποκλείεται η απαλλαγή εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη από την προαναφερόμενη αστική ευθύνη του έναντι του λήπτη και νόμιμου κομιστή της, που ατελέσφορα την εμφάνισε προς πληρωμή, ή ο περιορισμός της έκτασης αυτής της ευθύνης με βάση τη μεταξύ τους υποκείμενη σχέση και κατόπιν συνδρομής του άρθρου 300 του ΑΚ, περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στη ζημία ή την έκτασή της, ή του άρθρου 288 του ΑΚ, περί υποχρέωσης του δανειστή να απαιτήσει από τον οφειλέτη εκπλήρωση της παροχής όπως απαιτεί η συναλλακτική καλή πίστη, ή του άρθρου 281 του ΑΚ, περί απαγόρευσης της καταχρηστικής εκ μέρους του δανειστή άσκησης της απαίτησής του. Τέλος , συνήθης στην πράξη είναι η έκδοση καταπιστευτικών αξιόγραφων (συναλλαγματικής ή τραπεζικής επιταγής) που εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συνομολογείται ένα είδος pactum fiduciale, εξ αιτίας του οποίου ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνον τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα ενασκήσει το από τον τίτλο δικαίωμα του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται ένσταση, ανατρεπτική ή αναβλητική, βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία ο οφειλέτης ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό των αρ. 17 νόμου περί συναλλαγματικής ή 22 νόμου περί επιταγής αντίστοιχα. Στην κατηγορία της πιο πάνω ένστασης υπάγονται και οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες συμφωνείται ότι ο λήπτης θα δικαιούται να εισπράξει την επιταγή, υπό την προϋπόθεση ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση ή θα πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή ότι ο υπογραφέας του τίτλου πρόκειται να είναι απλός εγγυητής ή, ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής. Εάν η βάση της αγωγής στηρίζεται στην αδικοπραξία, ο ως άνω ισχυρισμός περί του καταπιστευτικού χαρακτήρα της επιταγής συνιστά αιτιολογημένη άρνηση των προϋποθέσεων, επί των οποίων θεμελιώνεται η αδικοπραξία (Τσιριντάνη – Ρόκα, Ενστάσεις κατ’απαιτήσεως εκ συναλλαγματικής, έκδ. 1969, παρ. 23, αριθμ. 5, σελ. 246 – 247, Ν. Δελούκας, Αξιόγραφα, 1980, παρ. 31, υπό δ`, Ν. Ρόκας, Αξιόγραφα, 1992, σελ. 101, σημ. 11 και σελ. 52 ΑΠ 263/2008 ΕφΑΔ 2009.72, ΕφΠειρ 39/2015 ΕλλΔνη 2015.1434, ΕφΑθ 2009/2009 ΕλλΔνη 2010.154, ΕφΠειρ 814/2007 ΔΕΕ 2008.976). Τέλος, περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 281, 288, 300, 904, 914 του ΑΚ, 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο δεχόμενος επιταγή εν γνώσει ότι δεν έχει αντίκρισμα, δεν απαλλάσσει με τη συμπεριφορά του αυτή τον εκδότη από την, κατ` άρθρο 79 νόμου 5960/1933 ποινική ευθύνη, του παρέχει, όμως, το δικαίωμα, εναγόμενο (και) εξ αδικοπραξίας, να επικαλεσθεί ότι ο κομιστής έλαβε την επιταγή εν γνώσει τούτου και να αποκρούσει την αγωγή,  λόγω ανυπαρξίας ισόποσης ζημίας του ενάγοντος από τη μη πληρωμή της, επίσης ως ασκούμενη κατά κατάχρηση δικαιώματος ή και γιατί ο ενάγων-λήπτης της επιταγής συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην επέλευση της ζημίας του, αφού με την ανωτέρω συμπεριφορά του, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την επικαλούμενη ζημία και τη ζημιογόνο πράξη, είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής και, συνεπώς, επιδιώκοντας την αποζημίωσή του, βρίσκεται σε κακή πίστη. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά ένσταση, την οποία, αρνουμένου του ενάγοντος, υποχρεούται να αποδείξει ο εναγόμενος κατ’άρθρα 335, 338 παρ.1 του ΚΠολΔ (ΕφΙωαν. 280/2004 ΕλλΔνη 2006.249, ΕφΑθ 5888/2002 ΕλλΔνη 44.834, ΕφΑθ3086/2002 ΕλλΔνη 43.802. ΕφΘεσ. 258/2000 Αρμ. 55.937, ΕφΘεσ 213/2000 Αρμ. 56.401, ΕφΘεσ 1517/1999 Αρμ. 54.44).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι η δεύτερη εξ αυτών, αλλοδαπή εταιρεία, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, της οποίας ο πρώτος είναι νόμιμος εκπρόσωπος, είχε αναλάβει αντί αμοιβής τη διαχείριση – μεταξύ άλλων – και των πλοίων με την ονομασία «ΒZ» και «DO», πλοιοκτησίας των εταιρειών με την επωνυμία «………» και «…….» αντίστοιχα, ότι για τον εφοδιασμό των ανωτέρω πλοίων οι εταιρείες με την επωνυμία «……..» και  «…………..», των οποίων ο ενάγων τυγχάνει πληρεξούσιος δικηγόρος, πώλησαν εμπορεύματα, που παραδόθηκαν σε λιμένες της αλλοδαπής, όπου τα πλοία ναυλοχούσαν, καθώς και ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν μεν από τον πρώτο εξ αυτών με την ιδιότητα, που προεκτέθηκε, σε διαταγήν του ενάγοντος, πλην όμως κατόπιν έγγραφης συμφωνίας τους, αποκλειστικά και μόνον ως εγγύηση και προς παροχή επιπρόσθετης εξασφάλισης στις εντολείς του λήπτη των επιταγών – πωλήτριες εταιρείες αναφορικά με την εξόφληση στο μέλλον του τιμήματος των πωλήσεων αυτών από τις πραγματικές οφειλέτριες και αγοράστριες των εμπορευμάτων εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, προκειμένου να αποφευχθεί η επαπειλούμενη από τον ενάγοντα για λογαριασμό των εντολέων του επιβολή σε βάρος των πλοίων συντηρητικής κατάσχεσης και όχι χάριν καταβολής των οφειλομένων ποσών, χωρίς δηλαδή ουδεμία έννομη σχέση να υφίσταται μεταξύ της δεύτερης εξ αυτών (των εναγομένων), που δε συμβλήθηκε στις συγκεκριμένες πωλήσεις και του ενάγοντος, εκ της οποίας να απορρέει απαίτηση του τελευταίου σε βάρος της και η οποία να δικαιολογεί την έκδοση απ’αυτήν των εν λόγω αξιογράφων σε διαταγήν του. Ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων, που αφορά στην ανυπαρξία υποκείμενης αιτίας έκδοσης των επίμαχων ακάλυπτων επιταγών και συνακόλουθα στην ανυπαρξία οφειλής τους απ’αυτές, προβληθείς ως «ένσταση αχρεωστήτου» (που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ), στο πλαίσιο της κρινόμενης αγωγής, με την οποία ασκείται αξίωση του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, είναι μη νόμιμος και, επομένως, απορριπτέος τυγχάνει, διότι, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 79 του ν.5960/1933 και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 του ΑΚ, ουδόλως ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής, με αποτέλεσμα η ανυπαρξία αυτής να μην ασκεί έννομη επιρροή για την κατά νόμο θεμελίωση της ευθύνης του δράστη και αδικοπραγήσαντος, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις οικείες διατάξεις κατά την εκτίμηση του ισχυρισμού αυτού δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τους εναγομένους και πλέον ουσιαστικά από τον πρώτο εξ αυτών, κατόπιν παραδεκτής παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τη δεύτερη εναγόμενη απορριπτομένων ως αβασίμων. Επισημαίνεται όμως στο σημείο αυτό ότι τα ανωτέρω επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά θα επανεκτιμηθούν από το παρόν Δικαστήριο ως άρνηση των προϋποθέσεων, επί των οποίων θεμελιώνεται η αδικοπραξία και ιδίως της υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου κατά την έκδοση των ακάλυπτων επιταγών, καθώς και στο πλαίσιο της διερεύνησης της βασιμότητας των προβληθεισών ενστάσεων του ανωτέρω περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του από τις επίμαχες επιταγές και περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, οι επί των οποίων (ενστάσεων) απορριπτικές κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επίσης πλήττονται από τον πρώτο εναγόμενο με την έφεσή του, διότι, όπως προεκτέθηκε, ναι μεν για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού δεν ενδιαφέρει η αιτία της έκδοσης της επιταγής, ωστόσο δεν αποκλείεται απαλλαγή εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή από την προαναφερόμενη αστική ευθύνη του έναντι του λήπτη και νόμιμου κομιστή της επιταγής, που ατελέσφορα την εμφάνισε προς πληρωμή, ή ο περιορισμός της έκτασης αυτής της ευθύνης, με βάση τη μεταξύ τους υποκείμενη σχέση και κατόπιν συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 300 του ΑΚ περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στη ζημία ή την έκτασή της ή του άρθρου 288 του ίδιου Κώδικα περί υποχρέωσης του δανειστή να απαιτήσει από τον οφειλέτη εκπλήρωση της παροχής, όπως απαιτεί η συναλλακτική καλή πίστη, ή του άρθρου 281 του ΑΚ περί απαγόρευσης της καταχρηστικής εκ μέρους του δανειστή άσκησης της απαίτησής του (ΑΠ 79/2023 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Από την επανεκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, μεταξύ των οποίων και η υπ’αριθμ…../20.1.2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …………, που λήφθηκε με την επιμέλεια των νυν εναγομένων στο πλαίσιο έτερης πολιτικής δίκης και δε άλλης αγωγής σε βάρος τους κατόπιν κλήτευσης των εκεί αντιδίκων τους, όπως βεβαιώνεται στην ίδια την βεβαίωση από την ανωτέρω Συμβολαιογράφο και λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ.σχετ. ΑΠ 276/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), σε συνδυασμό προς τις παραδοχές και τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς και κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ενεργούσε ως πληρεξούσιος δικηγόρος των εντολέων του εταιρειών με τις επωνυμίες «……..» και «………….», με έδρα την … των Η.Π.Α. και τη … της Κίνας αντίστοιχα, αμφότερες οι οποίες δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στον τομέα του εφοδιασμού πλοίων. Ο πρώτος εναγόμενος είναι Διευθυντής, νόμιμος εκπρόσωπος και μέλος του Δοικητικού Συμβουλίου της δεύτερης εναγομένης (βλ. σχετ. το από 15.5.2015 πρακτικό Δ.Σ. της τελευταίας), η οποία, αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία ούσα, με έδρα τη …… της Λιβερίας, συσταθείσα κατά το δίκαιο του κράτους αυτού, έχει εγκαταστήσει νόμιμα στην Ελλάδα γραφείο και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού …………..), όπου διατηρεί γραφεία, με βάση τις διατάξεις του Α.Ν.378/68, καθώς και των Ν.27/75, 814/1978 και 2234/1994, με την υπ’αριθμ. 1241.3190/23501/12.3.1998 Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ υπ’αριθμ.79/ΤΑΠΣ/26.3.1998), νόμιμος εκπρόσωπος του οποίου είναι επίσης ο πρώτος εναγόμενος (βλ. σχετ. περί τούτων την υπ’αριθμ.πρωτ…………./26.5.2016 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Κλάδου Ναυτιλίας της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και την υπ’αριθμ.πρωτ…………../23.9.2016 βεβαίωση του ιδίου Τμήματος). Το αντικείμενο των εργασιών του γραφείου της στην Ελλάδα συνίσταται αποκλειστικά και μόνον στη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με Ελληνική ή ξένη σημαία, ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων, που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες. Μάλιστα στις επιτρεπόμενες εργασίες του γραφείου της στην Ελλάδα περιλαμβάνεται η επιμέλεια θεμάτων, που αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα πλοία, τα οποία ανήκουν σ’αυτήν, ή τα πλοία που διαχειρίζεται ή εκμεταλλεύεται, ή τα πλοία των επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύει και έχουν σχέση και με «τη σύναψη συμβάσεων για την προμήθεια καυσίμων και λιπαντικών για τα παραπάνω πλοία, καθώς επίσης και συμβάσεων που αφορούν την προμήθεια αννταλλακτικών και εφοδίων καταστρώματος, μηχανοστασίου και θαλαμηπόλου» (βλ. σχετ. το προαναφερόμενο ΦΕΚ της δημοσίευσης της εγκριτικής της εγκατάστασης γραφείου της δεύτερης εναγομένης στην Ελλάδα Κ.Υ.Α.). Αποδείχθηκε επίσης ότι η δεύτερη εναγομένη κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ασκούσε τη διαχείριση των υπό σημαία Παναμά φορτηγών πλοίων με την ονομασία «BZ» και «DO», πλοιοκτησίας των εταιρειών με την επωνυμία «………….» και «……..» αντίστοιχα. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εντολέας του ενάγοντος εταιρεία με την επωνυμία «……….» κατά το χρονικό διάστημα από 15.7.2015 έως 31.7.2015 πώλησε εμπορεύματα (υλικά και εφόδια) για τον ανεφοδιασμό του πλοίου με την ονομασία «ΒΖ», συνολικής αξίας 26.509,45 δολαρίων Η.Π.Α., τα οποία παραδόθηκαν προσηκόντως στο ανωτέρω πλοίο εντός του ιδίου χρονικού διαστήματος και παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα, ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα της Νέας Ορλεάνης των Η.Π.Α., εκδοθέντων σχετικώς για το σύνολο της συναλλαγής δώδεκα (12) τιμολογίων της πωλήτριας εταιρείας (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τιμολογίων την υπ’αριθμ.898/2016 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί αίτησης του ενάγοντος και των εντολέων του αλλοδαπών εταιρειών για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος των εναγομένων), το ποσό εκάστου των οποίων συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και η έτερη εταιρεία, της οποίας επίσης πληρεξούσιος δικηγόρος ήταν ο ενάγων, ήτοι η εταιρεία με την επωνυμία «…………..», πώλησε εμπορεύματα (υλικά και εφόδια) για τον ανεφοδιασμό του πλοίου με την ονομασία «DO», συνολικής αξίας 12.257 δολαρίων Η.Π.Α, τα οποία παραδόθηκαν στο ανωτέρω πλοίο στις 29.10.2015, ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα της πόλης Machong της Κίνας και εκδόθηκε επί της συναλλαγής το από 29.10.2015 τιμολόγιο της πωλήτριας για το ισόποσο, που επίσης συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του τιμολογίου. Τα ανωτέρω ποσά του τιμήματος των εν λόγω συμβάσεων πώλησης δεν εξοφλήθηκαν εντός της συμφωνηθείσης προθεσμίας, όπως, άλλωστε, συνομολογήθηκε και από τους εναγομένους. Επακολούθησαν διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας επί του διακανονισμού και της διευθέτησης της αποπληρωμής των ανωτέρω οφειλών, οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ του ενάγοντος, με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου των πωλητριών εταιρειών και του πρώτου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και κατέληξαν τελικά στην υπογραφή των από 15.3.2016 και από 18.3.2016 εγγράφων, εκ των οποίων το πρώτο τιτλοφορείται ως «ιδιωτικό συμφωνητικό εξωδικαστικού συμβιβασμού, αναγνώρισης οφειλής και παραλαβής επιταγών» και το δεύτερο ως «πρακτικό εξωδικαστικού συμβιβασμού, αναγνώρισης οφειλής και παραλαβής επιταγών». Με το πρώτο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, το οποίο καταρτίσθηκε στον Πειραιά στις 15.3.2016 μεταξύ της πωλήτριας εταιρείας με την επωνυμία «……….», εκπροσωπηθείσας για την υπογραφή του από τον ενάγοντα ως πληρεξούσιο δικηγόρο της και της δεύτερης εναγομένης, εκπροσωπηθείσας (επίσης για την υπογραφή του) από τη Δικηγόρο Πειραιώς ……., ως πληρεξουσία δικηγόρο της και στο οποίο αρχικά αναφέρεται ότι δυνάμει συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη μεταξύ τους κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2015 πωλήθηκαν από την εταιρεία ……… και παραδόθηκαν στη Νέα Ορλεάνη των Η.Π.Α. επί του πλοίου με την ονομασία «ΒΖ», υλικά και εφόδια, συνολικής αξίας 26.509,45 δολαρίων Η.Π.Α., εκδοθέντων των αντίστοιχων τιμολογίων, που κατόπιν συμφωνίας των μερών θα εξοφλούντο εντός 30 ημερών από την έκδοση εκάστου, καθώς και ότι η δεύτερη εναγόμενη ουδέν ποσό κατέβαλε στην πωλήτρια, με αποτέλεσμα, κατά το χρόνο υπογραφής του συμφωνητικού, να παραμένει ανεξόφλητο το σύνολο της οφειλής της, έχοντας καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ακολούθως συμφωνήθηκε, στο πλαίσιο συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τους, να εξοφλήσει η δεύτερη εναγόμενη το ανωτέρω ποσό σε δύο (2) δόσεις,  ποσού εκάστης 13.255 δολαρίων Η.Π.Α., που ορίσθηκαν καταβλητέες στις 15.4.2016 και στις 5.5.2016 αντίστοιχα, με έμβασμα στον υποδειχθέντα τραπεζικό λογαριασμό της πωλήτριας. Περαιτέρω στο ίδιο έγγραφο εκτίθεται ότι χάριν καταβολής του οφειλομένου ποσού η δεύτερη εναγόμενη εξέδωσε και παρέδωσε την ίδια ημέρα στον ενάγοντα, υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου της ….., τις ειδικότερα αναφερόμενες δύο (2) τραπεζικές επιταγές, ποσού εκάστης 13.555 δολαρίων, με ημερομηνία έκδοσης της καθεμίας την ημερομηνία που η κάθε δόση αποπληρωμής του χρέους συμφωνήθηκε καταβλητέα, για τις οποίες θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, καθώς και ότι ο ενάγων  «σε περίπτωση μη πραγματοποίησης οιασδήποτε εκ των ανωτέρω καταβολών κατά τους ανωτέρω συμφωνηθέντες χρόνους…θα έχει δικαίωμα να εμφανίσει τις ως άνω επιταγές προς πληρωμή». Στο δεύτερο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, το οποίο συνήφθη στη Θεσσαλονίκη στις 18.3.2016 μεταξύ της έτερης πωλήτριας εταιρείας των εμπορευμάτων με την επωνυμία «…………..», εκπροσωπηθείσας για την υπογραφή του από το Δικηγόρο  Θεσσαλονίκης …….. και της δεύτερης εναγομένης, αναφέρεται ότι δυνάμει συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη μεταξύ τους κατά το μήνα  Οκτώβριο του έτους 2015 πωλήθηκαν και παραδόθηκαν από την εταιρεία  «………» στο λιμένα Machong της Κίνας επί του πλοίου με την ονομασία «DO», υλικά και εφόδια, συνολικής αξίας δολαρίων 12.257 Η.Π.Α., εκδοθέντων των αντίστοιχων τιμολογίων, που κατόπιν συμφωνίας των μερών θα εξοφλούντο εντός 60 ημερών από την έκδοση εκάστου, καθώς και ότι η δεύτερη εναγόμενη ουδέν ποσό κατέβαλε στην πωλήτρια, με αποτέλεσμα, κατά το χρόνο υπογραφής του συμφωνητικού, να παραμένει ανεξόφλητο το σύνολο της οφειλής της, έχοντας καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ακολούθως στο ίδιο συμφωνητικό εκτίθεται ότι, ενόψει της εκδηλωθείσης πρόθεσης της πωλήτριας να προβεί σε συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου, το οποίο κατά την υπογραφή του συμφωνητικού ναυλοχούσε στο λιμένα του Αστακού της Αιτωλοακαρνανίας και στο πλαίσιο συμβιβαστικής επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς, η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό (και επιπλέον το ποσό των 500 ευρώ ως δικηγορική αμοιβή) εντός προθεσμίας 30 ημερών από την υπογραφή του συμφωνητικού, ήτοι μέχρι τις 18.4.2016 το αργότερο, με έμβασμα στον υποδειχθέντα λογαριασμό της πωλήτριας, ότι χάριν εξόφλησης της σε βάρος της απαίτησης εξέδωσε και παρέδωσε στον παρασταθέντα κατά την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου ως πληρεξούσιο δικηγόρο της πωλήτριας την ειδικότερα αναφερόμενη ισόποση τραπεζική επιταγή, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 18η.4.2016, σε διαταγήν του ενάγοντος, καθώς και ότι σε αντίθετη περίπτωση «ήτοι της μη πραγματοποίησης της συμφωνηθείσας καταβολής κατά τον προσδιορισμένο χρόνο, ο κομιστής θα έχει το δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή». Μάλιστα στο ως άνω συμφωνητικό αναφέρονται επιπροσθέτως και τα εξής: «Η πωλήτρια δηλώνει υπεύθυνα ότι είναι εταιρεία αξιόχρεη και ότι και ότι σε περίπτωση εμφάνισης της ανωτέρω εκδοθείσας απ’αυτήν επιταγής, αυτή, μετά πάσης βεβαιότητος, θα πληρωθεί εμπροθέσμως και εξ ολοκλήρου». Από το απόλυτα σαφές περιεχόμενο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών ευχερώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι η δεύτερη εναγόμενη συμβάλλεται σ’αυτά ατομικά για τον εαυτό της και αναλαμβάνει υποχρεώσεις στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, προς διευθέτηση και διακανονισμό της αποπληρωμής δικής της οφειλής, ως αγοράστριας των εμπορευμάτων για τον ανεφοδιασμό των πλοίων, τα οποία διαχειριζόταν, από τις εντολείς του ενάγοντος αλλοδαπές εταιρείες, αφού ρητά διαλαμβάνεται ότι οι πωλήσεις καταρτίσθηκαν με αυτήν, καθώς και ότι οι στα συμφωνητικά αναφερόμενες τραπεζικές επιταγές εκδόθηκαν από την ίδια, σε διαταγήν του ενάγοντος, χάριν εξόφλησης της σε βάρος της απαίτησης των πωλητριών και δεν ενεργεί ως άμεση αντιπρόσωπος των εταιρειών, που εκμεταλλεύονταν τα πλοία (πλοιοκτήτριες ή ναυλώτριες γυμνού πλοίου), στο όνομα και για λογαριασμό τους, με αποτέλεσμα να μην υπέχει η ίδια προσωπική ευθύνη για την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων. Ούτε βέβαια προκύπτει από τα ίδια ως άνω συμφωνητικά ότι οι συγκεκριμένες επιταγές εκδόθηκαν από τη δεύτερη εναγόμενη και παραδόθηκαν ως εγγύηση και μόνον και προς επιπρόσθετη εξασφάλιση των πωλητριών για την αποπληρωμή του τιμήματος των πωλήσεων από τις πραγματικές αγοράστριες των εμπορευμάτων εταιρείες, που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, χωρίς δηλαδή να υφίσταται απαίτηση σε βάρος της από κάποια έννομη σχέση, που να δικαιολογεί την έκδοσή τους, ή ότι η τήρηση των όρων του επιτευχθέντος με τα συμφωνητικά αυτά διακανονισμού των οφειλών από τις εν λόγω συμβάσεις προϋπέθετε κατά τη συμφωνία τους ότι οι ως άνω εταιρείες θα έθεταν προηγουμένως στη διάθεση της δεύτερης εναγομένης τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά για την αποπληρωμή των δόσεων, όπερ γνώριζε ο ενάγων, πλην όμως δεν υλοποιήθηκε στη συνέχεια, όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι προς απόκρουση της σε βάρος τους αγωγής. Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δηλ. η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούτο η ίδια στην αποπληρωμή του τιμήματος των πωλήσεων αυτών επιρρωνύεται και από το προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη από 10.3.2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της δεύτερης των εναγομένων, που υπογράφει ο πρώτος εξ αυτών, προς την εταιρεία …….., στο οποίο ρητά γίνεται λόγος για δικό της χρέος και όχι άλλου, για την αποπληρωμή του οποίου μάλιστα προτείνεται διακανονισμός με άμεση καταβολή μέρους του και εξόφληση του υπολοίπου σε δόσεις και έκδοση δύο ισόποσων του ποσού των δόσεων επιταγών «ως επιπρόσθετη εγγύηση για την καλή εκτέλεση…» της συμφωνίας και παρέχονται διαβεβαιώσεις εξόφλησης, αναφέρεται δε χαρακτηριστικά ότι «η φήμη μας είναι ότι πάντα πληρώνουμε τα χρέη μας και θα πρέπει να είστε σίγουροι ότι όλα τα χρέη θα αποπληρωθούν». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων με τα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης, ενεργήσας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, εξέδωσε, σε διαταγήν του ενάγοντος, τις κάτωθι αναφερόμενες μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, θέτοντας την υπογραφή του επί τις εταιρικής επωνυμίας, όπερ ουδόλως αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους: 1) Την υπ’αριθμ. ….. επιταγή, ποσού 13.255 δολαρίων Η.Π.Α., με ημερομηνία έκδοσης την 15η.4.2016, β) την υπ’αριθμ. …….. επιταγή, ποσού 13.255 δολαρίων Η.Π.Α., με ημερομηνία έκδοσης την 5η.5.2016, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο πρώτο ιδιωτικό συμφωνητικό και τέλος γ) την υπ’αριθμ. ……… επιταγή, ποσού 12.822,13 δολαρίων Η.Π.Α., με ημερομηνία έκδοσης την 18η.4.2016, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο δεύτερο, μεταγενεστέρως καταρτισθέν, ιδιωτικό συμφωνητικό, πληρωτέες άπασες από τον τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε η απ’αυτόν εκπροσωπηθείσα εταιρεία – δεύτερη εναγόμενη στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…….”. Οι ως άνω επιταγές ακολούθως παραδόθηκαν στον λήπτη αυτών – ενάγοντα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο των πωλητριών των εμπορευμάτων εταιρειών, οι μεν δύο πρώτες στις 15.3.2016, η δε την τρίτη στις 18.3.2016, όταν δηλαδή υπογράφηκαν και τα ιδιωτικά συμφωνητικά, για τα οποία έγινε αναλυτικά λόγος ανωτέρω. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων στις 25.4.2016, ήτοι αφού είχε παρέλθει η προθεσμία καταβολής στην εταιρεία …………. της πρώτης εκ των δύο δόσεων, που ορίσθηκαν στο πρώτο των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών, για την αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού, καθώς και η προθεσμία, που προβλέφθηκε στο δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό για την καταβολή του οφειλομένου στην άλλη εταιρεία με την επωνυμία «… ..» ποσού, χωρίς να εξοφληθούν τα ως άνω ποσά, ο ενάγων, ως νόμιμος κομιστής των επιταγών, εμφάνισε αυτές προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και δη τις υπ’αριθμ. ….. και …. επιταγές μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής τους και την υπ’αριθμ. ………… επιταγή πριν από αυτήν, αλλά εντός της προβλεπόμενης οκταήμερης προθεσμίας από την ημερομηνία της πραγματικής έκδοσής της. Επισημαίνεται ότι στο από 15.3.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό ρητά προβλέφθηκε το δικαίωμα του ενάγοντος να εμφανίσει προς πληρωμή και τις δύο επιταγές, που εκδόθηκαν σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, σε περίπτωση μη καταβολής έστω και μίας εκ των δύο δόσεων, οι οποίες καθορίσθηκαν με το ίδιο συμφωνητικό, επομένως εδικαιούτο με βάση τη συμφωνία μεταξύ …….. και δεύτερης εναγομένης να εμφανίσει αμφότερες αυτές όταν δεν καταβλήθηκε η πρώτη δόση του διακανονισμού στις 15.4.2016. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω επιταγές, παρότι εμπρόθεσμα και νομότυπα εμφανισθείσες προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό, που διατηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα η εκπροσωπούμενη από τον πρώτο εναγόμενο δεύτερη εναγόμενη εκδότρια εταιρεία και σφραγίσθηκαν αυθημερόν, όπως προκύπτει από τις σχετικές βεβαιώσεις των αρμοδίων οργάνων της τράπεζας επί του σώματος των αξιογράφων. Λόγω της μη εξόφλησης του οφειλομένου τιμήματος των ως άνω συμβάσεων πώλησης, είτε μετρητοίς, είτε με αξιόγραφα (μεταχρονολογημένες επιταγές), οι ως άνω πωλήτριες εταιρείες άσκησαν κατά των εναγομένων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.10.2016 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2016) αγωγή τους και την από 24.5.2016 (με αριθμ.εκθ.καταθ……../24.5.2016) αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων (με αιτούντα σ’αυτήν και τον ενάγοντα), επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ’αριθμ. 4077/2017 και 898/2016 αντίστοιχα οριστικές αποφάσεις, με την πρώτη των οποίων απορρίφθηκε η αγωγή, ενώ με τη δεύτερη απορρίφθηκε η αίτηση ως προς τον ενάγοντα και τον πρώτο εναγόμενο και έγινε δεκτή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, διαταχθείσης, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων των εταιρειών αυτών από τις επίμαχες πωλήσεις, της συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της,  εις χείρας της ή εις χείρας τρίτων, έως του ποσού των 30.000 ευρώ όσον αφορά την ….. και έως του ποσού των 18.000 ευρω όσον αφορά την εταιρεία με την επωνυμία «…………».  Περαιτέρω ο ενάγων, ως κομιστής των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, υπέβαλε σε βάρος του πρώτου εναγομένου ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς την με Α.Β.Μ. ……… από 22.7.2016 έγκλησή του για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 79 του ν.5960/1933, δηλώνοντας παράλληλα και παράσταση πολιτικής αγωγής. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο πρώτος εναγόμενος, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης, εξέδωσε τις επίδικες μεταχρονολογημένες επιταγές σαφώς γνωρίζοντας ότι κατά το χρόνο της πραγματικής έκδοσής τους δεν υπήρχαν, όπερ συνομολογείται εξάλλου και ότι ενδεχομένως ούτε κατά το χρόνο της πληρωμής τους θα υπάρχουν αντίστοιχα επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια για την κάλυψή τους  στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτό. Ο αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός των εναγομένων και πλέον μόνον του πρώτου εξ αυτών, που ενδιαφέρει εν προκειμένω μετά την παραίτηση του ενάγοντος από το αγωγικό δικόγραφο ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, ότι δεν είχε δόλο έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και, επομένως, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω ευθύνη του από αδικοπραξία, οι προϋποθέσεις της οποίας αναλυτικά αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, διότι οι εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν και παραδόθηκαν ως εγγύηση και μόνον για την επικείμενη εξόφληση στις εντολείς του ενάγοντος – πωλήτριες εταιρείες από τις αγοράστριες των εμπορευμάτων – εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, του οφειλομένου τιμήματος των πωλήσεων και προς επιπρόσθετη εξασφάλιση των πωλητριών και, επομένως, δε θα μπορούσε να γνωρίζει εάν θα υφίστατο ή όχι αντίκρυσμα κατά τους αναγραφόμενους χρόνους έκδοσης των επιταγών, αφού η διαθεσιμότητα ή μη των αντίστοιχων απαιτουμένων κεφαλαίων εξαρτάτο από τις άλλες εταιρείες και όχι από τον ίδιο, ο οποίος μάλιστα υπελάμβανε βασίμως ότι οι ανωτέρω θα αποπληρώσουν εμπρόθεσμα τα χρέη τους και όχι χάριν καταβολής οιασδήποτε οφειλής της εκδότριας εταιρείας, αποδεικνύεται αβάσιμος από την ανάγνωση και μόνον του περιεχομένου των ως άνω ιδιωτικών συμφωνητικών, στα οποία η δεύτερη εναγόμενη φέρεται να συμβάλλεται στο όνομά της και όχι ως διαχειρίστρια των πλοίων, για τον εφοδιασμό των οποίων αγοράσθηκαν τα εμπορεύματα, όχι δηλαδή ως άμεση αντιπρόσωπος άλλων και για λογαριασμό τους, για το διακανονισμό της αποπληρωμής δικής της οφειλής από τις συγκεκριμένες πωλήσεις ως αγοράστρια των πωληθέντων ειδών, την οποία σαφώς αναγνωρίζει ως υφιστάμενη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ενώ περαιτέρω ρητά αναγράφεται ότι οι εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν και παραδόθηκαν «χάριν εξόφλησης» της σε βάρος της απαίτησης από τις ως άνω πωλήσεις και όχι ως εγγύηση αλλότριας οφειλής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε τα ανωτέρω, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους και πλέον μόνον από τον πρώτο εξ αυτών με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, ως νόμιμος κομιστής των επιταγών, υπέστη από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου περιουσιακή ζημία, αιτιωδώς συνδεόμενη με την τελεσθείσα από τον τελευταίο αδικοπραξία, που συνίσταται ειδικότερα στην αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών του άρθρου 79 του ν.5950/1933 και ισόποση του συνολικού ποσού των επιταγών αυτών, ήτοι των 39.332,13 δολαρίων Η.Π.Α.  Ο ενάγων ουδόλως συνετέλεσε με δικό του πταίσμα στην πρόκληση της ζημίας του, όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι και στον πρώτο βαθμό, προβάλλοντας τη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ σχετική ένστασή τους, η οποία, απορριφθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση εν μέρει ως μη νόμιμη και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη, επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, που πλέον αφορά ουσιαστικά μόνον στον πρώτο εξ αυτών. Ειδικότερα ισχυρίσθηκαν ότι ο ενάγων, παρότι γνώριζε ήδη κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης και παράδοσης των ανωτέρω εγγυτικού χαρακτήρα μεταχρονολογημένων επιταγών ότι η εκδότρια αυτών δεύτερη εναγόμενη δε διέθετε στον τραπεζικό της λογαριασμό τα απαιτούμενα για την πληρωμή τους κεφάλαια, ούτε θα τα διέθετε στο μέλλον κατά τις αναγραφόμενες στα αξιόγραφα ημερομηνίες έκδοσης ή κατά το χρονικό διάστημα της πληρωμής τους, εάν προηγουμένως οι εκμεταλλευόμενες τα πλοία εταιρείες δεν κατέβαλαν σ’αυτήν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, εντούτοις ζήτησε τη σύνταξη και υπογραφή των ανωτέρω ιδιωτικών συμφωνητικών και την έκδοση των επίμαχων επιταγών ως εγγύηση για τις εντολείς του, αποσκοπώντας στην άσκηση «εκβιαστικής πίεσης» στις πραγματικές οφειλέτριες, ήτοι στις εταιρείες, που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, χωρίς μάλιστα ως πληρεξούσιος δικηγόρος των πωλητριών εταιρειών να προβεί σε καμία απολύτως από τις ενδεδειγμένες και αναμενόμενες από το μέσο συνετό συμβαλλόμενο ενέργειες για την αποτροπή ή έστω τον περιορισμό της ζημίας του και των συνεπειών της, μη στραφείς κατά των εταιρειών που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, όταν κατέστη σαφές ότι δεν θα εξοφλούσαν το τίμημα των πωλήσεων, αλλά περιορισθείς να στραφεί κατά των ιδίων, με αποτέλεσμα με την συμπεριφορά του αυτή να συντελέσει στην τέλεση της αδικοπραξίας, αποδεχόμενος τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση των επιταγών, γνωρίζοντας επιπροσθέτως ότι ουδεμία απαίτησή του σε βάρος της εκδότριας των αξιογράφων εταιρείας υφίσταται, κατά τρόπον ώστε η επιδίωξη εκ μέρους του της καταβολής αποζημίωσης, ισόποσης του συνολικού ποσού των επιταγών να αντίκειται στην καλή πίστη. Η ανωτέρω ένσταση απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι τον ενάγοντα ουδεμία συνυπαιτιότητα, πολλώ δε μάλλον αποκλειστική υπαιτιότητα, βαρύνει στην πρόκληση της ζημίας του από την έκδοση των επίδικων ακάλυπτων επιταγών, καθώς δε γνώριζε, ούτε, άλλωστε, μπορούσε να γνωρίζει, ότι κατά τους αναγραφόμενους χρόνους έκδοσης των επιταγών και αυτούς της πληρωμής τους η δεύτερη εναγόμενη δεν θα διέθετε στον τραπεζικό της λογαριασμό επαρκές αντίκρυσμα για την κάλυψή τους, αντίθετα προσδοκούσε βάσιμα ότι οι επιταγές θα πληρωθούν (την έκδοση των οποίων άλλωστε πρότεινε ο πρώτος εναγόμενος στο από 10.3.2016 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τις σχετικές διαβεβαιώσεις του γα τη φερεγγυότητα της εκπροσωπούμενης από τον ίδιο εταιρείας όσον αφορά την εξόφληση των χρεών της, περί του οποίου έχει ήδη γίνει λόγος ανωτέρω και όχι ο ενάγων, προκειμένου να πιέσει τις πραγματικές αγοράστριες, πλοιοκτήτριες ή ναυλώτριες των πλοίων «γυμνών», να εξοφλήσουν το τίμημα των πωλήσεων, όπως αβάσιμα διατείνεται ο πρώτος εναγόμενος), στηριζόμενος σε όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των εντολέων του/πωλητριών εταιρειών και της δεύτερης εναγομένης με τα προαναφερθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, ως αγοράστρια των εμπορευμάτων, να καταβάλει τις καθορισθείσες δόσεις της σε βάρος της απαίτησης των πωλητριών και να εκδώσει τις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτά επιταγές, σε διαταγήν του (του ενάγοντος), χάριν εξόφλησης της οφειλής της, που σε κάθε περίπτωση αναγνώρισε ως δική της και προέβη σε διακανονισμό για την αποπληρωμή της, χωρίς να αναφέρεται στα εν λόγω έγγραφα πως οι ως άνω αναληφθείσες υποχρεώσεις της θα εκπληρωθούν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρείες, που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, θα είχαν προηγουμένως θέσει στη διάθεσή της τα απαιτούμενα κεφάλαια, ούτε ότι οι επιταγές εκδόθηκαν ως εγγύηση, με την επισήμανση ότι η γνώση του λήπτη περί της έλλειψης διαθεσίμων κατά την πραγματική ημερομηνία έκδοσης της επιταγής, που είναι αυτονόητη επί έκδοσης μεταχρονολογημένης επιταγής, καμία νομική σημασία δεν έχει προς θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 300 του ΑΚ  (ΑΠ 705/2007 ΝοΒ 2007.2140, ΜονΕφΘεσ 2384/2019 Αρμ.2019.978, ΕφΑθ 1710/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.189, ΕφΑθ 4084/2010 ΔΕΕ 2011.334, ΕφΘεσ 327/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.531). Περαιτέρω, συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του από τη σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία λόγω της έκδοσης των ακάλυπτων επιταγών δε μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στο γεγονός ότι δε στράφηκε αυτός προηγουμένως για την ικανοποίηση της απαίτησης των εντολέων του πωλητριών εταιρειών για το τίμημα των πωλήσεων σε βάρος των εταιρειών που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, διότι, όπως σαφώς προκύπτει από τα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά, αγοράστρια των εμπορευμάτων και, συνακόλουθα, υπόχρεη σε καταβολή του τιμήματος ήταν η δεύτερη εναγόμενη και όχι άλλες εταιρείες, πολλώ δε μάλλον που στα εν λόγω συμφωνητικά, στα οποία βέβαια οι εταιρείες αυτές δε συμβλήθηκαν, ρητά αναφέρεται (παραδόξως πως, καθώς στα ίδια συμφωνητικά διαλαμβάνεται επίσης ότι οι πωλήσεις καταρτίσθηκαν με τη δεύτερη εναγόμενη), ότι ο ενάγων θα έχει μεν το δικαίωμα να στραφεί κατά των πλοίων, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2016 κατασχέθηκαν συντηρητικά σε λιμένες της αλλοδαπής προς εξασφάλιση της ικανοποίησης απαιτήσεων άλλων, πλην όμως μόνον σε περίπτωση προηγούμενης μη εμπρόθεσμης αποπληρωμής των καθορισθεισών δόσεων, αλλά και μη πληρωμής των επιταγών από τη δεύτερη εναγόμενη και όχι εξαρχής και κατά προτεραιότητα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, αφενός μεν τον αρνητικό ισχυρισμό των εναγομένων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, αφετέρου δε την προβληθείσα ένσταση των ιδίων περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση της ζημίας του από τη σε βάρος του αδικοπραξία, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους – και ήδη μόνον από τον πρώτο εξ αυτών – με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, για τους λόγους, που αναλυτικά προεκτέθηκαν, απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και η ένσταση των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, για την κατά νόμο θεμελίωση της οποίας επικαλέσθηκαν τα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα ότι ο ενάγων, ως πληρεξούσιος δικηγόρος των πωλητριών εταιρειών, παρότι γνώριζε ότι αυτοί ουδέν όφειλαν στον ίδιο ή στις εντολείς του από τις εν λόγω πωλήσεις, εντούτοις, υπό την απειλή συντηρητικής κατάσχεσης των πλοίων, ζήτησε και έλαβε τις επίδικες επιταγές ως εγγύηση για την τήρηση του διακανονισμού, που συμφωνήθηκε με τις πωλήτριες, τελώντας εξαρχής σε κακή πίστη, αφού άπαντες είχαν ενημερωθεί ότι η κάλυψη των επιταγών θα ήταν δυνατή μόνον εφόσον οι πραγματικές αγοράστριες των τροφοεφοδίων εταιρείες, που εκμεταλλεύονταν τα πλοία, ενέβαζαν προηγουμένως στη δεύτερη εξ αυτών και διαχειρίστρια των πλοίων τα απαιτούμενα κεφάλαια, όπερ δεν έπραξαν και εν συνεχεία δεν στράφηκε κατά των πλοίων, αλλά προέβη στην εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή και δη πρόωρα κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και στη σφράγισή τους καθώς και – μεταξύ άλλων δικαστικών ενεργειών – και στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματός του. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εμφάνισε άπασες τις επιταγές προς πληρωμή στις 25.4.2016, τηρώντας τα συμφωνηθέντα με τα ως άνω ιδιωτικά συμφωνητικά και όχι κατά παράβαση των όρων τους, καθώς με το πρώτο εξ αυτών από 15.3.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, ρητά προβλέφθηκε το δικαίωμά του, ως λήπτη των δύο πρώτων επιταγών,  να εμφανίσει οποτεδήποτε αμφότερες αυτές προς πληρωμή σε περίπτωση μη καταβολής στην …….. από τη δεύτερη εναγόμενη οιασδηπότε από τις δύο καθορισθείσες με το ίδιο συμφωνητικό δύο δόσεις αποπληρωμής του τιμήματος των πωλήσεων τροφοεφοδίων, που συμφωνήθηκαν καταβλητέες στις 15.4.2016 η πρώτη και στις 5.5.2016 η δεύτερη αντίστοιχα, επομένως, εδικαιούτο να εμφανίσει και τις δύο επιταγές όταν δεν καταβλήθηκε η πρώτη δόση στις 15.4.2016, ενώ με το δεύτερο συμφωνητικό η δόση αποπληρωμής του τιμήματος των πωλήσεων με την έτερη εταιρεία με την επωνυμία «…………» ορίσθηκε καταβλητέα το αργότερο έως τις 18.4.2016, μετά την παρέλευση της οποίας, άνευ εξόφλησης της δόσης, συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων και κομιστής της τρίτης επιταγής είχε δικαίωμα να εμφανίσει αυτήν προς πληρωμή. Επισημαίνεται ότι με το ανωτέρω περιεχόμενο η εν λόγω ένσταση ήταν μεν νόμιμη και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που την απέρριψε ως νόμω αβάσιμη, έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, διότι τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι για τη θεμελίωσή της, αληθή υποτιθέμενα, καθιστούν καταχρηστική και προφανώς υπερβαίνουσα τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ όρια την άσκηση της σε βάρος τους αγωγής, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν αυτοί με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, που πρέπει να γίνει δεκτός και να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη, πλην όμως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς την ως άνω ένσταση, ν’απορριφθεί στη συνέχεια αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, χωρίς να καθίσταται επιβλαβέστερη η θέση των εκκαλούντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Από το άρθρο 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: Το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του ΑΚ εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ’εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (καταρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, όσον αφορά τον παθόντα, το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, όσον αφορά τον υπόχρεο, το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΟλΑΠ 9/2015 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος και ΧρΙΔ 2015.575). Στην προκειμένη περίππτωση αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων από τη σε βάρος του αδικοπραξία λόγω της έκδοσης από τον πρώτο των εναγομένων, ως νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης, σε διαταγήν του, των προαναφερθεισών ακάλυπτων επιταγών, πέραν της ανωτέρω περιουσιακής ζημίας, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται αποζημίωσης, ισόποσης με το συνολικό ποσό των επιταγών αυτών, υπέστη και ηθική βλάβη, διότι, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του και της εξ αυτής σε κάποιο βαθμό εξοικείωσής του με αφερέγγυους οφειλέτες, δοκίμασε θλίψη και στενοχώρια εξαιτίας του γεγονότος της μη πληρωμής των αξιογράφων και επιπροσθέτως επλήγη η φήμη του και η αξιοπιστία του ως επαγγελματία, αφού διαψεύσθηκε η εμπιστοσύνη και η καλή πίστη που επέδειξε στην τήρηση των συμφωνηθέντων με τον πρώτο εναγόμενο, ενεργήσαντα ως καταστατικό όργανο της δεύτερης και εκτέθηκε ως δικηγόρος έναντι των εντολέων του πωλητριών εταιρειών σε σχέση με τις νομικές συμβουλές, που τους παρείχε επί της χειρισμού της υπόθεσης των απαιτήσεών τους από τις συμβάσεις πώλησης, τον οποίο κατόπιν των δικών του υποδείξεων αποδέχθηκαν και ο οποίος συνίστατο ειδικότερα στη ρύθμιση και διακανονισμό εξωδικαστικά της συνολικής οφειλής της δεύτερης εναγομένης σε δόσεις και στην παραλαβή αξιογράφων και δη μεταχρονολογημένων επιταγών, έκδοσής της, χάριν εξόφλησης, με τον  εγγενή κίνδυνο μη πληρωμής και σφράγισής τους, άνευ παροχής άλλης εγγύησης προς επιπρόσθετη εξασφάλιση της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των αναληφθεισών υποχρεώσεών της. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων, που αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και συγκεκριμένα των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το αδίκημα, του βαθμού του πταίσματος του πρώτου των εναγομένων, του είδους και της έκτασης των συνεπειών της πράξης του τελευταίου και της προσβολής που υπέστη ο ενάγων, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση του ενάγοντος και του πρώτου των εναγομένων και την οικονομική/περιουσιακή τους κατάσταση, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο, με βάση και την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει τα όρια, που διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης στην Ελλάδα στον παρόντα χρόνο, όπως αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το ανωτέρω κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 του ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση “μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες”. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και κατά το οποίο: “Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση”, η οποία προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης. Για απαιτήσεις από αδικοπραξία παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της απ’αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του ως άνω άρθρου, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, τη φερεγγυότητα αυτού, την τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και τις λοιπές εν γένει περιστάσεις (ΑΠ 81/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση και το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του αδικοπραγήσαντος πρώτου εναγομένου, λαμβανομένων υπόψη του ύψους της απαίτησης του ενάγοντος, του πταίσματος του πρώτου εναγομένου, της έλλειψης υπαιτιότητας του ενάγοντος, της βαρύτητας της πράξης του πρώτου εναγομένου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του ενάγοντος, αλλά και του πρώτου εναγομένου, η ακίνητη περιουσία του οποίου, αποτελούμενη από τέσσερις (4) οριζόντιες ιδιοκτησίες πολυώροφης οικοδομής στη Θεσσαλονίκη, συνολικής αξίας 92.000 ευρώ, είναι επιβαρυμένη, λόγω της επιβολής επ’αυτών αναγκαστικής κατάσχεσης από τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς για το ποσό των 28.903,88 ευρώ και της εγγραφής σε βάρος τους προσημείωσης υποθήκης από την Τράπεζα Πειραιώς για το ποσό των 171.340 ευρώ,  συναγομένης εκ των ανωτέρω της αφερεγγυότητάς του (βλ.σχετ. περί τούτων τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα με αριθμ. σχετ. ΙΔ και ΙΕ έγγραφα του Κτηματολογικού Γραφείου Θεσσαλονίκης), σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και τις λοιπές εν γένει περιστάσεις της κρινόμενης περίπτωσης, προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και δη ως μέτρο πρόσφορο αλλά και απόλυτα αναγκαίο για τη συμμόρφωσή του με την απόφαση αυτή, διαρκείας δύο (2) μηνών, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος, καθώς, από την άποψη του χρόνου διάρκειάς του, το ως άνω μέτρο εκτέλεσης τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον πρώτο εναγόμενο με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τα μη εκκληθέντα κεφάλαια αυτής και ως προς όλες της τις διατάξεις για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, συνεπώς και ως προς τη διάταξη αυτής περί δικαστικής δαπάνης, η οποία συμψηφίσθηκε πρωτοδίκως, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, που αφορά στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης δίκης και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος, κατόπιν της παραίτησης του ενάγοντος από το αγωγικό δικόγραφο ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, να καταβάλει στον ενάγοντα, αφενός μεν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας το ισόποσο σε ευρώ του συνολικού ποσού των επιταγών εκ 39.332,13 δολαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο επαγωγής της ζημίας του και δη αυτόν της σφράγισης των επιταγών, ήτοι το ποσό των 34.612,27 ευρώ και, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 44 ευρώ, το ποσό των 34.568,27 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με την επισήμανση ότι οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του χρόνου υπολογισμού της ισοτιμίας δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ, της ισοτιμίας της ημέρας αυτής και του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας σε σχέση με το επιδικασθέν κονδύλιο της αποζημίωσης δεν πλήττονται με τις ένδικες εφέσεις, αφετέρου δε το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, πλέον τόκων επίσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς η επικαλούμενη στην αγωγή από 30.5.2016 όχληση του ενάγοντος προς τους εναγομένους προς καταβολή των αιτουμένων ποσών, μετά την οποία κυρίως ζητούσε τον υπολογισμό τόκων επί του ποσού της απαίτησής του, μη προσκομισθείσα πρωτοδίκως, με αποτέλεσμα την απόρριψη με την εκκαλουμένη του αιτήματος αυτού και τον καθορισμό της έναρξης της τοκοφορίας του πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού της αποζημίωσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όπως ζητήθηκε επικουρικά, δεν προσκομίζεται ούτε στην κατ’έφεση δίκη, ήτοι το συνολικό ποσό των 36.568,27 ευρώ (34.568,27 ευρώ + 2.000 ευρώ = 36.568,27 ευρώ), πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και να απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας δύο (2) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης. Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω ποσό υποχρεούται ο πρώτος εναγόμενος να το καταβάλει στο σύνολό του, διότι ως το αδικοπραγήσαν καταστατικό όργανο της εκδότριας των ακάλυπτων επιταγών δεύτερης εναγομένης, ενεργήσαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και, επομένως, ως συνοφειλέτης αυτής εις ολόκληρον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 του ΑΚ, ευθυνόμενος και ατομικά έναντι του ενάγοντος, δεν καταλαμβάνεται από τους όρους της επιτευχθείσας μεταξύ της ως άνω εταιρείας και της κατά νόμο απαιτουμένης πλειοψηφίας των πιστωτών της συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία επικυρώθηκε από την ήδη καταστάσα τελεσίδικη υπ’αριθμ. 5110/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και η οποία, σε σχέση με την οφειλή της από επιταγές, μεταξύ δε τούτων και από τις επίμαχες, συνολικού ποσού 132.884,81 ευρώ, προέβλεπε μείωση του ποσού αυτής κατά ποσοστό 90%, αποπληρωμή του μειωμένου ποσού εντός χρονικού διαστήματος 15 ετών και συνολική μηνιαία δόση ποσού 73,82 ευρώ, αφού δε συναινεί προς τούτο ο ενάγων, όπως ρητά δήλωσε αυτός παραδεκτά με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, επί του προβληθέντος από τον πρώτο εναγόμενο με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση προτάσεις του σχετικού ισχυρισμού του και συνάγεται, άλλωστε, σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας και από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου των προτάσεων του ενάγοντος, όπου εκτίθεται αναλυτικά η θέση του σε σχέση με την ευθύνη του πρώτου εναγομένου. Και τούτο διότι, όπως εκτέθηκε σε προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106γ παρ.2 του προϊσχύσαντος Πτωχευτικού Κώδικα, που εφαρμόζεται εν προκειμένω και αναφέρεται στα αποτέλεσματα της επικύρωσης από το δικαστήριο της συμφωνίας εξυγίανσης, «τα δικαιώματα των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο πιστωτής…», όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον πρώτο εναγόμενο απορριπτομένων ως αβασίμων. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες εκάστης έφεσης του κατατεθέντος κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, λόγω της εν μέρει νίκης τους (άρθρο 403 παρ.3 Α περ.β΄και Γ εδαφ. στ΄ του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αριθμ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος του πρώτου εναγομένου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 25.5.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……../25.5.2020) κλήση, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………/22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3402/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η από 26.5.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……./26.5.2020) κλήση, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η από 22.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../22.11.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/26.11.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση κατά της αυτής ως άνω απόφασης.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη δίκη καταργημένη ως προς την εκ των διαδίκων δεύτερη εφεσίβλητη/δεύτερη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «……….» για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν ως προς τους λοιπούς διαδίκους.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες εκάστης έφεσης του κατατεθέντος παραβόλου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 15.11.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../15.11.2018) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή κατά ένα μέρος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτών του ευρώ (36.568,27 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας δύο (2) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις  13.9.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ