Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 544/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης       544 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……… και 2) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», με διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Πατουλιώτη και

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ………………, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Μαρούσα – Αναστασία Ανδρεάδη.

Η εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.7.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./1.8.2014 αγωγή κατά των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων και του ………….., επί της οποίας, κατόπιν της υπ’ αριθμ.464/2019 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου, που θεώρησε την αγωγή μη ασκηθείσα, ως προς τον …………, λόγω παραίτησης από το δικόγραφο, ως προς αυτόν και κήρυξε εαυτό αναρμόδιο παραπέμποντας την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε η με αριθμό 1227/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι με την από 26.3.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../26.3.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../8.7.2021 έφεση και η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την από 15.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../16.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../16.3.2022 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν, η πρώτη μετ’αναβολή από την δικάσιμο 17.3.2022, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 26.3.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/26.3.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/8.7.2021 και β) από 15.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …/16.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../16.3.2022 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …….. και της εδρεύουσας στον Πειραιά νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………» και αφετέρου, της …….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1227/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 31.7.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./1.8.2014 αγωγή της δεύτερης κατά των πρώτων και του μη διαδίκου ………, κατόπιν της υπ’αριθμ.464/2019 απόφασης έτερου Τμήματος του παραπάνω Δικαστηρίου, που θεώρησε την αγωγή μη ασκηθείσα, ως προς τον ……., λόγω παραίτησης από το δικόγραφο, ως προς αυτόν και κήρυξε εαυτό αναρμόδιο παραπέμποντας την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Η εκκαλούσα, με την προαναφερθείσα αγωγή της, εξέθεσε ότι στις 24.8.2009 και περί ώρα 16:20μ.μ., επέβαινε στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «AJ», πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτικής εταιρείας, που εκτελούσε το δρομολόγιο από Άνδρο προς Ραφήνα και κατά τον κατάπλου στο λιμάνι της Ραφήνας, πριν την αποβίβαση της από το εν λόγω πλοίο, τραυματίσθηκε στο αριστερό της πόδι παθαίνοντας κάταγμα αριστερής κνήμης-περόνης, κατά την έξοδο της από τα αποχωρητήρια προς το σαλόνι της θέσης VIP, λόγω του υγρού δαπέδου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή, που οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων και συγκεκριμένα της εναγόμενης εταιρείας, ως πλοιοκτήτριας, που εκμεταλλεύεται το πλοίο και των προστηθέντων της εναγομένων, του μεν πρώτου, ως πλοιάρχου του πλοίου, που δεν ασκούσε τον έλεγχο τήρησης των μέτρων ασφαλείας και καθαριότητας των χώρων του πλοίου, του δε δεύτερου, ως προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου, καθόσον αυτός δεν μερίμνησε για την καθαριότητα των χώρων του πλοίου και δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, ώστε να αποφευχθούν τα ατυχήματα για τους επιβαίνοντες. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε, κατόπιν νομότυπης παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, …….. και παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα υπ’αριθμ.464/2019 πρακτικά συνεδρίασης του παραπέμποντος Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις της [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 294 εδ.α΄, 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων εις ολόκληρον, να της καταβάλουν, ως αποζημίωση, αφενός για την θετική της ζημία για ιατρικές εξετάσεις, αγορά ιατρικών ειδών, παροχή ιατρικών υπηρεσιών, διαγνωστικών και εργαστηριακών εξετάσεων, πλασματική δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόμας και οικιακής βοηθού, χρέη των οποίων εκτέλεσε ο σύζυγος της, κατά τα αναφερόμενα διαστήματα και για βελτιωμένη διατροφή και αφετέρου, για απώλεια εισοδημάτων από την εργασία της, κατά το χρονικό διάστημα πέντε μηνών μετά τον τραυματισμό της, μετ’αφαίρεση του ποσού της επιδότησης από τον ασφαλιστικό της φορέα, συνολικά το ποσό των 16.111,77 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, επιπλέον δε για χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 30.000 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού των 40 ευρώ, που επιφυλάσσεται να ζητήσει από το ποινικό Δικαστήριο, παριστάμενη, ως πολιτικώς ενάγουσα, ήτοι συνολικά το ποσό των 46.111,77 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, καθώς επίσης να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγομένου διάρκειας ενός έτους, ένεκα της αδικοπραξίας που τέλεσε, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης.

III. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός τoυ παρεπόμενου αιτήματος προσωρινής εκτελεστότητας και του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κράτησης, που κατόπιν της τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, κατέστησαν μη νόμιμα και απορριπτέα, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, κρίνοντας ότι ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια του εναγομένου προστηθέντος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, κατά ποσοστό 70%, που δεν επέβλεψε την καθαριότητα των χώρων και την καλή εκτέλεση των σχετικών εργασιών και κατά το υπόλοιπο 30% κρίθηκε συνυπαίτια στην πρόκληση του η ενάγουσα, που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 5.747,70 €, ως αποζημίωση και επιπλέον το ποσό των 5.000 ευρώ για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης και συνολικά το ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτών (10.747,70), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

ΙV. Η σύμβαση εθνικής θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη εντάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, στην έννοια της εν ευρεία εννοία ναύλωσης, και ως εκ τούτου, ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και από όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (I.Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 2ος, εκδ. 2005, άρθρο 107, § 4.1, σελ. 100, Α. Αντάπασης-Λ.Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2020, § 1500, σελ. 768). Ήδη διέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», καθώς έχουν παρέλθει αμφότερες οι ημερομηνίες των τεσσάρων ετών από την ημερομηνία εφαρμογής του για τα πλοία κατηγορίας Α και της 31ης.12.2018 για τα πλοία κατηγορίας Β (άρθρο 11), μέχρι τις οποίες η Ελλάδα είχε διατηρήσει τη δυνατότητα αναβολής της εφαρμογής του, ο οποίος θεσπίζει το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις : α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 § 1), ενώ επεκτείνει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία κατηγορίας Α και Β σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ και θεσπίζει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις (άρθρα 1 § 2 και 2). Ειδικότερα, ο ανωτέρω Κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 2, εφαρμόζεται, αφενός σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1.9 της προαναφερόμενης Συμβάσεως των Αθηνών, δηλαδή οποιαδήποτε μεταφορά στην οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος, εάν, σύμφωνα πάντα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος και αφετέρου, στη μεταφορά διά θαλάσσης εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία κατηγορίας Α και Β σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ, εφόσον το πλοίο: α) φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται  σε κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό σε όλες τις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές. Επίσης, κατά τη ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού (άρθρο 3 παρ. 1), το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματα τους διέπεται από  τον παρόντα κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παρ. 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, όπως αυτά ενσωματώνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του εν λόγω Κανονισμού και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ (Α.Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 766 επ.).

Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’ της Σύμβασης των Αθηνών του 1974, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν.1922/1991 (ΦΕΚ Α’ 15) και 4195/2013 (ΦΕΚ Α’ 211/10.10.2013), ως «μεταφορέας», ορίζεται το πρόσωπο με το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση μεταφοράς, ανεξάρτητα αν η μεταφορά πραγματοποιείται από τον ίδιο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του. Έκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται το συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο το οποίο καταρτίζει στο όνομα του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της συμβάσεως με τον επιβάτη, αντίθετα η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς απ’ αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διατάξεως συνάγεται ότι για την κατάρτιση της συμβάσεως μεταφοράς χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Συμβάσεως  ορίζονται τα εξής: “Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει ένα πρόσωπο διαφορετικό από το μεταφορέα, ήτοι τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή ή το διαχειριστή ενός πλοίου, ο οποίος εκτελεί, πραγματικά, ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς”. Ο όρος «performing carrier» που χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Συμβάσεως στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από το συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου, και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. Έτσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά. Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Συμβάσεως των Αθηνών, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής. (Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, 2007, σελ. 66 έως 73). Στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (AΠ 689/2013, ΕφΠειρ 269/2016 δημ. “Νόμος”).  Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της ως άνω Σύμβασης των Αθηνών ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 3 – Ευθύνη του μεταφορέα 1) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό που η ζημία αυτή ως προς τον εν λόγω επιβάτη δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250.000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την πρόκληση του συμβάντος. Εφόσον και κατά το βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. 2)Για την ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη που δεν προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Το βάρος απόδειξης του δόλου ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων. 3) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν που προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του. Ο δόλος ή η αμέλεια του μεταφορέα τεκμαίρονται για τη ζημία που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν… 5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: α) «ναυτικό συμβάν» σημαίνει ναυάγιο, ανατροπή, σύγκρουση ή προσάραξη του πλοίου, έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή ελάττωμα του πλοίου, β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή την αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, γ) «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμφωνία με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, η οποία αφορά οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβόληση, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή έλεγχο βλάβης έπειτα από κατάκλυση, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων και δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. 6) Η βάσει του παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία η οποία προκύπτει από συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν, το οποίο προκάλεσε τη ζημία, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας, φέρει ο ενάγων». Κατά δε το άρθρο 4 «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» 1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς που έχει ο ίδιος εκτελέσει. 2) Σχετικά με τη μεταφορά που διενεργήθηκε από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ο τελευταίος θα είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και παραλείψεις του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς των…». Περαιτέρω με το άρθρο 7 της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης με τον τίτλο: «Όριο ευθύνης για θάνατο και σωματικές βλάβες» ορίζεται ότι:  «1. Η ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη, βάσει του Άρθρου 3, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει τις 400.000 μονάδες υπολογισμού, για κάθε επιμέρους μεταφορά. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης, επιδικάζονται αποζημιώσεις με τη μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των εν λόγω καταβολών δεν θα υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.». Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης: «Καμία αγωγή αποζημίωσης για τον θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση».

Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, που εφαρμόζονται και στις εθνικές θαλάσσιες μεταφορές, συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) Ότι τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολο της από τον πραγματικό μεταφορέα, είτε για το τμήμα που διενεργήθηκε από τον τελευταίο· Β)Ότι η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων· Γ) Ότι καλύπτεται η ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση. Επιπλέον, από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία ως αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, η οποία στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «for the damage suffered as a result of personal injury to a passenger» (στη Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης  Μαΐου 1999 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που κυρώθηκε στη χώρα με το Ν. 3006/2002, στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 17 αναφέρεται σε ζημία που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «bodily injury of a passenger») συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «personal injury to a passenger» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη, άρα ο όρος επεκτείνεται και στη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης του επιβάτη, είτε αυτή συναρτάται με τη σωματική του βλάβη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα απ’ αυτήν [Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε, ό.α, σελ. 129 έως 131, την ίδια σε «Η Διεθνής και Ευρωπαϊκή Νομική Διάσταση του Τουρισμού, Πρακτικά», 2ο Συνέδριο Δικαίου του Τουρισμού, Καρπενήσι 3-5 Νοεμβρίου 2011, σ. 29, Ελένη Ι. Αξιόγλου, Αποκατάσταση ζημιών από ατυχήματα στον ανθρώπινο παράγοντα στην επιβατηγό ναυτιλία, 2010, σ. 48, δημοσιευμένη στο διαδίκτυο, π.ρ.β.λ., ως προς το συμπέρασμα με διασταλτική ερμηνεία της άνω διάταξης, Λία Αθανασίου, Ευθύνη Θαλάσσιου Μεταφορέα προς Αποζημίωση Επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, Νο.Β. 51 (2003), 1582 επ, ιδίως σελ. 1590 – 2592, καθώς και Ι. Κοροτζή, Η Νέα Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 2008, σ. 28, κατά τον οποίο, από την παράλειψη να περιληφθούν στο Πρωτόκολλο 2002 οι ζημιές που προκαλούνται από τη «καθαρά συγκινησιακή απόγνωση, εφόσον απουσιάζει κάθε σωματική βλάβη («purely emotional distress in the absence of any physical injury»), παρά την υποβολή αντίθετης έγγραφης πρότασης στις προκαταρτικές συζητήσεις για το άνω Πρωτόκολλο από την αντιπροσωπεία της παρατηρήτριας …….., ενισχύεται η τελολογικά ενδεδειγμένη άποψη ότι «η περιουσιακή ζημία του παθόντος από τις βλάβες στη διανοητική ή ψυχική του υγεία συνιστά ζημία η οποία αποκαθίσταται κατά τις διατάξεις της Σύμβασης, όπως τροποποιείται με το πρωτόκολλο του 2002, έστω και αν οι βλάβες αυτές δεν συντρέχουν με σωματική βλάβη]· Δ) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού (συλλογικού) ατυχήματος στην Σύμβαση των Αθηνών 2002 είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει προς απαλλαγή του ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματος του και επομένως, για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει ο ίδιος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια (Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.α, σ.σ. 174 έως 178, Κοροτζή Ι., Ο Νέος Κανονισμός (ΕΚ) 329/2009 για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος, ΕΝΔ 37.257, σελ. 260), Ε) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού ατομικού ατυχήματος, ήτοι που δεν προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν, είναι γνήσια υποκειμενική και ο ενάγων επιβάτης πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την υπαιτιότητα του μεταφορέα. Εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι πταίσμα ή αμέλεια του επιβάτη προκάλεσε ή συνέβαλε στο θάνατο ή τη σωματική του βλάβη, το δικάζον δικαστήριο δύναται να τον απαλλάξει πλήρως ή εν μέρει από την ευθύνη του, ΣΤ) Εφόσον το άρθρο 14 της Σύμβασης εμποδίζει άλλη βάση των απαιτήσεων, διάκριση σε συμβατική ευθύνη και αδικοπραξία δεν έχει νόημα και συνακόλουθα στον άνω περιορισμό του ποσού της συνολικής ευθύνης υπόκεινται και απαιτήσεις που δυνατόν να απορρέουν από παράβαση της σύμβασης, από αδικοπραξία ή από αναγωγή ή οποιαδήποτε αιτία, αρκεί να πηγάζουν από «απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες» και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, στις απαιτήσεις αυτές συγκαταλέγονται και οι αφορούσες προσωπική βλάβη του επιβάτη, άρα τόσο σωματική όσο και ψυχική του βλάβη, αφού δεν αποκλείεται επιβάτης, μετά από το ναυτικό (συλλογικό) ατύχημα και την ανέλπιστη διάσωση του, μολονότι δεν εμφανίζει σωματική βλάβη, εν τούτοις να υποφέρει από αϋπνίες, κατάθλιψη, φοβίες, ως συνέπεια του νευρικού κλονισμού του στη διάρκεια του ατυχήματος (Ελένη Ι. Αξιόγλου, ό.α, σ. 48, π.ρ.β.λ. και Ι. Κοροτζή, ό.α, σ. 28)· και ΣΤ)  Ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες και τα όρια ευθύνης, που περιλαμβάνονται στην άνω Σύμβαση, η εφαρμογή των οποίων σύμφωνα με τον ανωτέρω Κανονισμό επεκτείνεται και στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές (ΑΠ 1002/2002 ΔΕΕ 2002.1269, ΕφΠ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141, Λ.Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.2020 σελ.779).

Σημειωτέον, ότι αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια αόριστη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 1513/2014, ΑΠ 847/2010, ΑΠ 483/2001 ΕλΔνη 43.382).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, ενόψει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, έχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της και συγκεκριμένα είναι πλήρως ορισμένη, διότι εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών του 1974, σχετικά με την θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως έχει τροποποιηθεί με τα εν λόγω Πρωτόκολλα, που αποτελεί εσωτερικό δίκαιο κυρωθείσα με τον Ν.1922/1991 και τον Ν.4195/2013 αντιστοίχως και του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», που τις ενσωματώνει, καθώς και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, καθόσον στοιχειοθετείται με σαφήνεια και πληρότητα η αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας, από την προκληθείσα σ’αυτήν ζημία και η έκταση αυτής, περιλαμβανομένης και της μη περιουσιακής της ζημίας, ήτοι της ηθικής της βλάβης, συνεπεία της  σωματικής της βλάβης, που προκλήθηκε κατά την διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς της με το επίδικο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, βάσει σύμβασης μεταφοράς, που συνήψε με την εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία και οφείλεται στις αναφερόμενες υπαίτιες παραλείψεις του εναγομένου προστηθέντος αυτής, προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η αναφορά δε των αναγκαίων περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αμέλεια του εναγομένου μέλους της πληρώματος της εναγομένης  μεταφορέως, είναι επαρκής για την στοιχειοθέτηση της γνήσιας υποκειμενικής ευθύνης τους, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται εξειδίκευση της ύπαρξης ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος και της πηγής της, αφού αναφέρεται η ιδιότητα με την οποία ο εναγόμενος, ως εργαζόμενος της πλοιοκτήτριας εναγομένης για την εκτέλεση της μεταφοράς, ήταν υπόχρεος και υπεύθυνος για τη λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των επιβαινόντων στο πλοίο και ότι ενώ όφειλε δεν επέδειξε την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή και επιμέλεια, που μπορούσε να καταβάλλει εκτελώντας πλημμελώς τα καθήκοντα του, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή. Συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία έκρινε ορισμένη την αγωγή, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο προσάπτεται πλημμέλεια στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την μη απόρριψη της αγωγής, ως αόριστης, ως αβασίμου.

V. Aπό τις ένορκες ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου παραπέμποντος Δικαστηρίου καταθέσεις, αφενός του μάρτυρος της ενάγουσας, ………… και αφετέρου, του μάρτυρος των εναγομένων, …………., που περιλαμβάνονται στα υπ’αριθμ.464/2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του εν λόγω Δικαστηρίου, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο για άμεση απόδειξη κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως αβασίμως διαλαμβάνει η εκκαλουμένη, καθόσον δεν πρόκειται για καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στα πλαίσια έτερης δίκης, αλλά της ίδιας δίκης ενώπιον του αναρμόδιου παραπέμποντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά παραδοχή της συναφούς αιτίασης που περιλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, απορριπτομένου όμως τούτου, καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη παραβίαση των ορισμών του νόμου, ως προς την δύναμη των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1034/2019), εφόσον οι μάρτυρες και τα δικαστικά τεκμήρια αποτελούν αποδεικτικά μέσα, που’χουν την ίδια αποδεικτική δύναμη και δεν μπορεί να προσδώσει το Δικαστήριο στις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις, που περιλαμβάνονται στα πρακτικά της παραπεμπτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δύναμη πλήρους απόδειξης, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι με τον κρινόμενο λόγο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έλαβε υπόψη τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις εκτιμώντας της ελευθέρως μετά των λοιπών επικαλούμενων  και προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων και δεν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, ως προς την δεσμευτικότητα τους, ορθά έκρινε κατ’αποτέλεσμα και συνεπώς, πρέπει αντικαθισταμένης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης με την παρούσα (534ΚΠολΔ), να απορριφθεί ο κρινόμενος λόγος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από  όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας, ………, ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον Πειραιά, αυτή ανέλαβε, ως συμβατικός μεταφορέας, εκδίδοντας το σχετικό εισιτήριο, την μεταφορά της από το λιμάνι της Άνδρου στο λιμάνι της Ραφήνας και για τον σκοπό αυτό η ενάγουσα στις 24.8.2009 και περί ώρα 13:30 μ.μ., επιβιβάσθηκε, μαζί με τον σύζυγο της, συνεπιβάτη, ……….., από το ανωτέρω λιμάνι αναχώρησης, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο «AJ», πλοιοκτησίας της εναγομένης μεταφορέως, που εκτελούσε το συγκεκριμένο δρομολόγιο, προκειμένου να επιστρέψουν από τις θερινές διακοπές τους. Κατά τον κατάπλου στο λιμάνι της Ραφήνας, περί ώρα 16:20 π.μ., η ενάγουσα πριν την αποβίβαση της από το πλοίο, μετέβη στις τουαλέτες του σαλονιού VIP. Επιχειρώντας να επανέλθει στο σαλόνι μέσω της ίδιας θύρας εισόδου – εξόδου από τις τουαλέτες, υπερβαίνοντας επιμελώς το διαχωριστικό ρείθρο σημασμένο με την ένδειξη στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, «WATCH YOUR STEP – ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΠΟΥ ΠΑΤΑΤΕ» και με κίτρινες και μαύρες διαγραμμίσεις, με το δεξί της πόδι, κατά την επαφή τούτου με το δάπεδο γλίστρησε, λόγω της ολισθηρότητας του δαπέδου, εξαιτίας νερών που είχαν σωρευθεί στην επιφάνεια του, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της, να πέσει και να τραυματιστεί στο αριστερό της πόδι υφιστάμενη κάταγμα αριστερής κνήμης-περόνης. Το γεγονός ότι το δάπεδο του σαλονιού έχει αντιολισθητικές ιδιότητες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζομένου, μετ’επικλήσεως από τους εναγομένους, με ημερομηνία 18.12.2010 υπηρεσιακού σημειώματος του Τμήματος Επιθεώρησης Κεντρικού Λιμεναρχείου Λαυρίου, κατόπιν της αυτοψίας, που διενεργήθηκε την 18.11.2010  στο σαλόνι VIP και το WC του εν λόγω χώρου του επίδικου πλοίου, δεν αναιρεί το αποδειχθέν γεγονός της ολισθηρότητας του χώρου έξωθεν από τις τουαλέτες, εξαιτίας υγρασίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, άλλωστε οι αντιολισθητικές ιδιότητες προϋποθέτουν στεγανότητα του δαπέδου, αφού οι παράγοντες που δημιουργούν υγρασία, επιδρούν καθοριστικά στην ολισθηρότητα του, ακόμη και αν είναι αντιολισθητικής κατασκευής και το καθιστούν επικίνδυνο.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρόκληση του κρινόμενου ατυχήματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του προστηθέντος της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, εναγομένου προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, ο οποίος, αν και υποχρεούνταν στην τήρηση των κανόνων ασφαλείας και εν γένει στην λήψη των κατάλληλων και ενδεδειγμένων μέτρων για την πρόληψη και αποφυγή των ατυχημάτων των επιβατών του επίδικου πλοίου, δεν επέδειξε την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή και επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και παρέλειψε να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, με αποτέλεσμα να επισυμβεί στην ενάγουσα το περιγραφόμενο ατύχημα, που συνδέεται αιτιωδώς με την αμελή συμπεριφορά του. Ειδικότερα, αν και με βάση τις διατάξεις των άρθρων 112 και 113 του β.δ. 683/1960 «περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω», όπως το πρώτο άρθρο ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 π.δ.22/2017 (ΦΕΚ Α’ 40/30.03.2017), ο ανωτέρω εναγόμενος, ως υπαξιωματικός υπόλογος επί της υπηρεσίας διαμερισμάτων των διαφόρων θέσεων και του κατώτερου προσωπικού αυτών και ως προϊστάμενος όλων των υπηρετούντων αρχιθαλαμηπόλων, θαλαμηπόλων και επίκουρων θαλαμηπόλων, όφειλε να καθορίζει τις φυλακές αυτών, να κατανέμει την εργασία καθενός και να επιβλέπει την καλή εκτέλεση της, καθώς επίσης να εκτελεί επιθεωρήσεις των διαμερισμάτων και εστιατορίων, καπνιστηρίων κ.λπ. χώρων, προοριζομένων για τη χρήση των επιβατών, ώστε να βεβαιώνεται περί της απολύτου καθαριότητας και ευπρέπειας αυτών, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή ξενοδοχειακή εξυπηρέτηση τους και η αποφυγή πρόκλησης ατυχημάτων, εντούτοις παρέλειψε να ασκήσει την επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις επίβλεψη και επιθεώρηση των χώρων, που προορίζονταν για τη χρήση των επιβατών και δεν έλαβε όλα τα κατάλληλα μέτρα για την καλή συντήρηση και ασφάλεια τούτων, επιβλέποντας την καλή εκτέλεση των εργασιών, που είχε κατανείμει στους υφισταμένους του, θαλαμηπόλους και επίκουρους θαλαμηπόλων, ώστε οι κοινόχρηστοι χώροι των επιβατών, μεταξύ των οποίων ο χώρος του σαλονιού VIP και της τουαλέτας τούτου, να παραμένουν καθαροί από ύδατα και άλλες ρυπαρές ουσίες, προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια, ενόψει μάλιστα και της ιδιαίτερα αυξημένης επιβατικής κίνησης, κατά τον επίδικο χρόνο, που επέβαλε τον τακτικό και συχνό καθαρισμό τους από άποψη υγιεινής και προστασίας της υγείας και σωματικής ακεραιότητας των επιβατών, καθ’όλη την διάρκεια του πλου και μέχρι να συντελεστεί η αποβίβαση τους, αλλά και ενημέρωσης τους με σχετικές σημάνσεις για τους κινδύνους χρησιμοποίησης τους σε περίπτωση μη παρέλευσης επαρκούς χρόνου από τον καθαρισμό τους και ειδικά το σφουγγάρισμα του δαπέδου με νερό και χρήση απορρυπαντικού, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος πτώσης και σωματικής βλάβης επιβάτη, λαμβανομένου υπόψη ότι το πλοίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, μόλις είχε καταπλεύσει και διενεργούνταν η αποβίβαση των επιβατών και συνάμα, κατά την συνήθη πρακτική του προσωπικού ενδιαιτημάτων, ο καθαρισμός των κοινόχρηστων σαλονιών και τουαλετών, προκειμένου άμεσα να καταστούν έτοιμοι να υποδεχθούν τους νέους επιβάτες, πλην όμως το πλοίο δεν είχε εκκενωθεί από τους επιβαίνοντες, ώστε να μην υφίσταται πιθανότητα χρησιμοποίησης των τουαλετών από κάποιον από αυτούς, όπως συνέβη με την ενάγουσα, με αποτέλεσμα την πτώση της, ένεκα του ολισθηρού υγρού δαπέδου και τον τραυματισμό της, γεγονός που μπορούσε να προβλεφθεί από τον εναγόμενο, πλην όμως αυτός δεν το προέβλεψε από αμέλεια. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, ……………, πλοιάρχου του επίδικου πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου παραπέμποντος Δικαστηρίου, μήτε από την από 15.12.2010 ανωμοτί εξέταση του στα πλαίσια της ποινικής δίκης, που αρνείται ότι υπήρχαν νερά ή άλλα υγρά στον επίμαχο χώρο. Εξάλλου, το ότι η εκκαλουμένη κατέληξε στο ίδιο με την παρούσα αποδεικτικό πόρισμα και δεν δέχθηκε ότι ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλεται σε απώλεια της ισορροπίας της, λόγω πρόσκρουσης στο υπερυψωμένο διαχωριστικό της θύρας εισόδου-εξόδου στην τουαλέτα του σαλονιού VIP, ενώ δεν αναφέρεται ειδικά στο περιεχόμενο των εν λόγω καταθέσεων, δεν σημαίνει ότι δεν τις έλαβε υπόψη, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με το επικουρικό σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης τους, αντίθετα προκύπτει εναργώς από το σκεπτικό της, ότι τις έλαβε υπόψη συνεκτιμώντας αυτές ελεύθερα με όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, πλην όμως δεν τις έκρινε πειστικές, ώστε να εξάγει όμοιο δικανικό συμπέρασμα, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην πρόκληση του τραυματισμού της συνετέλεσε η ενάγουσα και από δικό της πταίσμα, καθόσον υπό την πίεση του πληρώματος για την άμεση αποβίβαση των επιβαινόντων, δεδομένου ότι το πλοίο είχε άμεση αναχώρηση για νέο ταξίδι, δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσοχή και την προσήκουσα επιμέλεια του μέσου συνετού επιβάτη, παρότι όφειλε και μπορούσε υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις, αφού είχε αντιληφθεί την ύπαρξη υδάτων στο δάπεδο, έξωθεν της τουαλέτας και επομένως, όφειλε να κινείται με περισσότερη προσοχή και να στηριχθεί σε κάποιο σταθερό σημείο προκειμένου να εξέλθει απ’αυτήν, εντούτοις από απροσεξία δεν προέβλεψε, αν και μπορούσε, επιδεικνύοντας αμέλεια ένεκα βιασύνης, το ζημιογόνο αποτέλεσμα και υπέστη την περιγραφόμενη σωματική βλάβη, κατά μερική παραδοχή της προβαλλομένης από τους εναγομένους ένστασης συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στο ένδικο ατύχημα κατά ποσοστό 30% και απορριπτομένου του αγωγικού ισχυρισμού, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του προστηθέντος εναγομένου στην επέλευση του ατυχήματος, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα του εναγομένου προστηθέντος της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας και της ενάγουσας, κατά ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων των διαδίκων, που διαλαμβάνονται στον πρώτο και δεύτερο λόγο των εφέσεων τους αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, αφότου αποβιβάστηκε από το πλοίο, με τη συνδρομή μελών του πληρώματος, διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κ.Α.Τ.», όπου διαγνώσθηκε ότι υπέστη κάταγμα αριστερής κνήμης περόνης και την ίδια ημέρα υποβλήθηκε σε χειρουργική αποκατάσταση με εξωτερική οστεοσύνθεση και παρέμεινε νοσηλευόμενη μέχρι τις 3.9.2009, οπότε και έλαβε εξιτήριο με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής και για επανέλεγχο σε δύο εβδομάδες στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου. Ακολούθως, η ενάγουσα, κατά τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών της, επανεξετάστηκε στα εξωτερικά ιατρεία του ανωτέρω νοσοκομείου στις 14.9.2009, 28.9.2009, 2.12.2009, 11.12.2009, 3.2.2010 και 17.2.2010 και δαπάνησε για κάθε επίσκεψη το ποσό των 3 ευρώ, δηλαδή δαπάνησε συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 18 ευρώ (3 ευρώ ανά επίσκεψη Χ 6 επισκέψεις), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …/14.9.2009, …./28.9.2009, …/2.12.2009, …/11.12.2009, …/3.2.2010 και …/17.2.2010 αποδείξεις είσπραξης επίσκεψης εξωτερικού ασθενή του εν λόγω νοσοκομείου. Επίσης, η ενάγουσα κατέβαλε για την αγορά ενός κνημοποδικού νάρθηκα έσω υποδήματος το ποσό των 170 ευρώ εκδιδομένου του υπ’ αριθ. …./2009 τιμολόγιου πώλησης, σε συνδυασμό με την από 3.9.2009 απόδειξη είσπραξης της εταιρείας «. ….» και κατόπιν απόδοσης από τον ασφαλιστικό της φορέα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ του ποσού των 127,50 ευρώ, σύμφωνα με την υπ’αριθ………../28.12.2009 απόφαση του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου,    επιβαρύνθηκε για την αιτία αυτή με το υπόλοιπο ποσό των (170 – 127,50) 42,50 ευρώ. Επιπλέον δαπάνησε το ποσό των 4,86 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη συμμετοχή της για την τοποθέτηση κνημοποδικού γύψου και για τη διενέργεια ακτινογραφιών κνήμης αριστερού ποδιού, ενώ το υπόλοιπο ποσό καλύφθηκε από τον ασφαλιστικό της φορέα (υπ’αριθ.063/2009/22305 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου). Επίσης, για τις ιατρικές και διαγνωστικές εξετάσεις, που διενεργήθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία του Κ.Α.Τ. στις 16.10.2009, 4.11.2009, 18.11.2009, 2.12.2009 και 17.2.2010, δαπάνησε το συνολικό ποσό των (8,10 + 8,10 + 8,10 + 38,62 + 8,10) 71,02 ευρώ, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθ…./16.10.2009, …./4.11.2009, …/18.11.2009, …/2.12.2009 και …/17.2.2010 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του ανωτέρω νοσοκομείου, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Ορθοπεδικό Τμήμα του νοσοκομείου Κ.Α.Τ., δηλαδή από 24.8.2009 έως 3.9.2009, η ενάγουσα είχε ανάγκη υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας, καθώς λόγω του τραυματισμού της και της χειρουργικής εξωτερικής οστεοσύνθεσης στην οποία υποβλήθηκε, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Τις πρόσθετες αυτές υπηρεσίες και φροντίδες παρείχε σε αυτήν ο σύζυγος της, …………, με εντατικοποίηση των προσπαθειών του, για 16 ώρες ημερησίως, χωρίς να προσληφθεί υποκατάστατη δύναμη, απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του αγωγικού ισχυρισμού ότι οι σχετικές υπηρεσίες και φροντίδες, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, παρέχονταν αδιαλείπτως όλο το εικοσιτετράωρο, καθώς τα όσα κατέθεσε σχετικά ο μάρτυρας της ενάγουσας, …………., κατά την εξέταση του στο ακροατήριο του παραπέμποντος Δικαστηρίου, δεν επιρρωνύονται από άλλα αποδεικτικά μέσα και προσκρούουν στους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού δεν είναι δυνατό να παρείχε ο σύζυγος της συνεχόμενα τις υπηρεσίες αυτές μέρα-νύχτα χωρίς καθόλου ανάπαυση και ύπνο, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι από ώρα 7.00π.μ. μέχρι ώρα 15.00μ.μ. υπήρχε επαρκές νοσηλευτικό προσωπικό στο παραπάνω νοσοκομείο για την παροχή φροντίδας προς την ενάγουσα, η δε πολύωρη παρουσία και του ίδιου στο νοσοκομείο ημερησίως εμφορούμενη από αισθήματα στοργής και αγάπης προς την σύζυγο του και προς συμπαράσταση και εξυπηρέτηση της, δεν σημαίνει ότι εκτελούσε και χρέη αποκλειστικής νοσοκόμας, καθ’όλη την διάρκεια παραμονής του σ’αυτό. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται την καταβολή ποσού ίσου με αυτό, που θα κατέβαλε, ως αποδοχές, εάν προσλάμβανε για τη φροντίδα της τρίτο πρόσωπο, ως αποκλειστική νοσοκόμα, υπολογιζόμενου του ποσού αυτού προς 50 ευρώ για κάθε βάρδια οκτώ ωρών και συγκεκριμένα δικαιούται για την παραπάνω αιτία το ποσό των 1.000 ευρώ [50 ευρώ ανά βάρδια Χ 2 βάρδιες ανά ημέρα = 100 ευρώ ανά ημέρα Χ 10 ημέρες], το οποίο συνιστά αποκαταστατέα ζημία της (άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ), απορριπτομένου κατ’ουσίαν του επιπλέον αιτούμενου ποσού των 500 ευρώ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επιδίκασε στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό για την αιτία αυτή, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης της, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα επί τρεις μήνες μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο, χρονικό διάστημα που κρίνεται εύλογο λόγω της φύσης και του είδους του τραυματισμού της και της μετέπειτα κατάστασης της ένεκα τούτου, εξακολουθούσε να έχει αδυναμία να αυτοεξυπηρετηθεί και δεν απαιτούνταν ιατρική γνωμάτευση προς τούτο, κατά τον αβάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, αφού είναι πασίδηλο σε περίπτωση κατάγματος, ένεκα της επιβαλλόμενης ακινησίας, είχε δε ανάγκη παροχής πρόσθετων υπηρεσιών και φροντίδων, οι οποίες της παρασχέθηκαν από τον σύζυγο της, με εντατικοποίηση των προσπαθειών του, επί οκτώ ώρες ημερησίως, χωρίς την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης και δεν αποτελούσαν συνήθεις υπηρεσίες περιποίησης στα πλαίσια των μεταξύ τους νομίμων υποχρεώσεων, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού τους, καθώς επίσης του αγωγικού ισχυρισμού ότι οι πρόσθετες υπηρεσίες και φροντίδες παρασχέθηκαν από τον σύζυγο της σε 24ωρη βάση και για χρονικό διάστημα πέραν των ενενήντα ημερών, καθώς τα όσα κατέθεσε σχετικά ο μάρτυρας της ενάγουσας, κατά την επ’ακροατηρίω εξέταση του, δεν επιρρωνύονται από άλλα αποδεικτικά μέσα και προσκρούουν στους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού δεν είναι δυνατό να παρείχε ο σύζυγος της αδιαλείπτως τις υπηρεσίες αυτές μέρα-νύχτα επί 4,5 μήνες χωρίς καθόλου ανάπαυση και ύπνο, μήτε αποδεικνύεται η μη αποκατάσταση της κινητικής λειτουργίας του πληγέντος ποδιού της και ως εκ τούτου, η αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης της, ώστε να’χει την ανάγκη των υπηρεσιών οικιακής βοηθού, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.  Κατά συνέπεια, εάν η ενάγουσα προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο για τη φροντίδα του εαυτού της και της οικίας της, κατά το διάστημα αδυναμίας της να ανταποκριθεί στις εν λόγω ανάγκες, τις οποίες κάλυψε ο σύζυγος της, καθ’υπέρβαση των δυνάμεων και έγγαμων υποχρεώσεων του, θα δαπανούσε για την αιτία αυτή συνολικά το ποσό των 3.600 ευρώ [5 ευρώ ανά ώρα Χ 8 ώρες = 40 ευρώ ημερησίως Χ 90 ημέρες], το οποίο συνιστά αποκαταστατέα ζημία της (άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ), απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του επιπλέον αιτούμενου ποσού για την αιτία αυτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επιδίκασε το ανωτέρω ποσό για την κρινόμενη αιτία, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας και τον τρίτο εκείνον της έφεσης των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, παρόλο που είναι κοινώς γνωστό ότι η σύγχρονη συνήθης διατροφή του μέσου πολίτη της χώρας περιέχει τις αναγκαίες θρεπτικές ουσίες, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ήταν αναγκαίο, ως μέρος της θεραπείας, της ανάρρωσης και της αποκατάστασης της σωματικής βλάβης της ενάγουσας, να λαμβάνει τροφή βελτιωμένη έναντι της συνήθους (δηλαδή τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά, ασβέστιο, σίδηρο, βιταμίνες, πρωτεΐνες, ιχνοστοιχεία κ.λπ.), λόγω της φύσης του τραυματισμού της και της ανάγκης αποκατάστασης της οστεοσύνθεσης (ΕφΠειρ 746/2015 ΤΝΠ NOMOS). Έτσι, κρίνεται ότι για χρονικό διάστημα ενενήντα ημερών από την έξοδο της από το νοσοκομείο, πλέον των όσων δαπανούσε για τη διατροφή της υπό κανονικές συνθήκες, η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των δέκα ευρώ ημερησίως, δηλαδή δαπάνησε συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 900 ευρώ (90 ημέρες Χ 10 ευρώ ανά ημέρα), σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

Εξάλλου, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος η ενάγουσα απασχολούνταν, ως γαζώτρια, στην ατομική επιχείρηση του ……………, με αντικείμενο την πώληση στρατιωτικών ειδών, λαμβάνοντας μικτές μηνιαίες αποδοχές 1.200 ευρώ. Εξαιτίας του ατυχήματος, κρίθηκε ανίκανη για εργασία από την αρμόδια Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ, κατά το χρονικό διάστημα από 24.8.2009 έως 17.1.2010 και απώλεσε τις αποδοχές, που μετά βεβαιότητας θα ελάμβανε από την  εργασία της, αν δεν είχε μεσολαβήσει το ένδικο ατύχημα, δηλαδή για τους τέσσερις μήνες και εικοσιπέντε ημέρες το συνολικό ποσό των 5.800 ευρώ [(1.200 ευρώ ανά μήνα Χ 4 μήνες = 4.800 ευρώ) + (1.200 ευρώ ανά μήνα Χ 25 ημέρες : 30 ημέρες = 1.000 ευρώ)]. Για το παραπάνω χρονικό διάστημα της ανικανότητας της για εργασία, η ενάγουσα έλαβε, ως επιδότηση από τον ασφαλιστικό της φορέα, το συνολικό ποσό των 3.225,38 ευρώ (268,06 + 330,45 + 462,63 + 374,51 + 330,45 + 176,24 + 330,45 + 682,93 + 269,66) (υπ’αριθ. 063/2009/18666/9.10.2009, 063/2009/19683/26.10.2009, 063/2009/21707/25.11.2009 αποφάσεις του Διευθυντή του υποκαταστήματος ΙΚΑ Ζωγράφου). Πρέπει, επομένως, η ενάγουσα να αποζημιωθεί για την αποθετική της ζημία, κατά τη διαφορά μεταξύ του ποσού, που θα λάμβανε και του ποσού που έλαβε ως επίδομα από τον ασφαλιστικό της φορέα, δηλαδή κατά το ποσό των 2.574,62 ευρώ (5.800 – 3.225,38), σύμφωνα με το απρόσβλητο κεφάλαιο της εκκαλουμένης.

Ενόψει των ανωτέρω, το ποσό που δικαιούται, ως αποζημίωση η ενάγουσα για την περιουσιακή ζημία, που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού της, μειωμένο κατά 30%, ήτοι ως προς το ποσοστό συνυπαιτιότητας της, κατά το οποίο πρέπει να απαλλαγούν οι εναγόμενοι ενεχόμενοι εις ολόκληρον, ανέρχεται σε 5.747,70 ευρώ.

Περαιτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αποφασίζεται, κατ’  αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα, με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεση του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενού ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, όσον αφορά τον παθόντα, το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη, όσον αφορά τον υπόχρεο, το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμα του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει τούτων, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά για το αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ  (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 2/2020, ΑΠ 132/2019, ΑΠ 65/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 276/2019, ΑΠ 1170/2019, ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 97/2018, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017, ΑΠ 747/2017, ΑΠ 464/2017, ΑΠ 1207/2017).

Εν προκειμένω, εξαιτίας της εκτιθέμενης αμελούς συμπεριφοράς της εναγομένης συμβατικής μεταφορέως, δια του εναγομένου προστηθέντος της, η οποία κατά τα ανωτέρω συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, που προξενήθηκε στην ενάγουσα κατά την μεταφορά, αυτή υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της έντονης στενοχώριας που  δοκίμασε και της ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε, συνεπεία της σοβαρής βλάβης της υγείας της και προς αποκατάσταση της. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, ενόψει της αδικοπραξίας, που έχει διαπραχθεί σε βάρος της και των συνθηκών τέλεσης της, της φύσεως και του βαθμού υπαιτιότητας του υπαιτίου εναγομένου φυσικού προσώπου, του βαθμού της δικής της συνυπαιτιότητας στην πρόκληση του ζημιογόνου ατυχήματος, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας της σωματικής βλάβης της ενάγουσας και της μετέπειτα κατάστασης της εξαιτίας αυτής, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 5.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο στην συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επιδίκασε το ανωτέρω ποσό στην ενάγουσα για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον τέταρτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, όπως και στο δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβασης από το Δικαστήριο των άκρων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον καθορισμό της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, ως αβασίμων κατ’ουσίαν, λαμβανομένου υπόψη ότι τα επιδικαζόμενα ως άνω ποσά, για την αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας, θετικής και αποθετικής, αλλά και της ηθικής της βλάβης, συνολικού ύψους 10.747,70 ευρώ, υπολείπονται ουσιωδώς του προβλεπόμενου, κατά νόμο, ανώτατου ορίου ευθύνης της εναγομένης μεταφορέως στην περίπτωση αυτή ανερχομένου σε 400.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, με βάση την αξία του ευρώ σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης, εφόσον δεν υφίσταται συμφωνηθείσα από τους διαδίκους σχετική ημερομηνία, (1 ευρώ / 0,82206 ΕΤΔ, όπως η συναλλαγματική αυτή ισοτιμία δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ «imf.org»), κατ’εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 2, 4 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 εδ. α’ και 9 παρ.1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες για την άσκηση τους αντίστοιχα παραβόλων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων κάθε έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους αντίστοιχους εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ.1227/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες αντίστοιχα παραβόλων κατά την άσκηση τους.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες κάθε έφεσης τα δικαστικά έξοδα των αντίστοιχων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για έκαστη έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19 Σεπτεμβρίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ