Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 550/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    550/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος ενάγοντος: …….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αναστασία Στάικου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας στη …….. της Κύπρου (οδός …….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “……..”, η οποία διατηρεί νόμιμα εγκαστημένο γραφείο στην Ελλάδα στον Πειραιά Αττικής (οδός …………) και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Λύρα.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.11.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.κατ…………/16.12.2020) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2622/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από  7.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………./21.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./21.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η προαναφερθείσα πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις της, ενώ ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης εμφανίσθηκε και, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 7.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……………/21.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./21.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου), έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 2622/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας από 19.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.κατ…………/16.12.2020) αγωγής του εκκαλούντος Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος με αυτήν την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 20.761,01 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από σύμβαση ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύκληρου, σε εκτέλεση της οποίας παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο συγκεκριμένο πλοίο κατά το αναφερόμενο στο δικόγραφο χρονικό διάστημα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.781,93 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 500 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………/21.2.2022), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε  έως την άσκησή της η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 23.11.2021 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στις 14.3.2019 για αόριστο χρόνο με την ειδικότητα του ναύκληρου και απασχολήθηκε στο υπό σημαία Κύπρου, επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ), πλοίο, τύπου «CATAMARAN», με την ονομασία «C2», ολικής χωρητικότητας 5005 κόρων, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, ναυτιλιακής εταιρείας εδρεύουσας στην Κύπρο, με νόμιμα εγκατεστημένο στην ημεδαπή γραφείο, αντί των προβλεπομένων από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019 μηνιαίου μισθού, επιδομάτων και εργασιακών όρων εν γένει, καθώς και ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ του λιμένος των Ηρακλείου της Κρήτης και των λιμένων διαφόρων νήσων των Κυκλάδων, με επιστροφή στον ανωτέρω λιμένα της αφετηρίας του, κατά το χρονικό διάστημα από 14.3.2019 έως 3.11.2019, όταν και απολύθηκε, τυπικά μεν «αμοιβαία συναινέσει», στην πραγματικότητα όμως, λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου για τη διενέργεια των απαιτουμένων επισκευών, ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του, που διήρκησε (η διακοπή) άνω των 60 ημερών, εντός των οποίων δεν ναυτολογήθηκε εκ νέου, εργαζόμενος καθημερινά, ασκώντας τα καθήκοντά της ειδικότητάς του, που επίσης αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή, επί 16 ώρες ημερησίως, εκτός από τις Τρίτες και τα Σάββατα του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του, ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο διαρκούντος του δρομολογίου του και μετά την αναχώρησή του από το λιμένα της αφετηρίας του προσέγγιζε επιπλέον και το λιμένα του Ρεθύμνου, οπότε η ημερήσια απασχόλησή του ανήλθε σε 18 ώρες και εκτός από την περίοδο από 14.3.2019 έως 18.4.2019, κατά την οποία εργάσθηκε επί 10 ώρες ημερησίως, διότι το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω της διενέργειας σ’αυτό στον Πειραιά εργασιών επισκευής και συντήρησης, στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αμοιβών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του έτους 2019, τα οποία δικαιούται, αλλά και χωρίς να του καταβληθεί η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 27 της εφαρμοστέας στην εργασιακή του σύμβαση Σ.Σ.Ν.Ε. αποζημίωση, ισόποση των αποδοχών του 22 ημερών, λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου πέραν των 60 ημερών, εντός των οποίων δεν επαναπροσλήφθηκε σ’αυτό, καθώς και ότι η εναγόμενη κατέχει τα κάτωθι αναφερόμενα έγγραφα, τα οποία είναι χρήσιμα για την απόδειξη των ισχυρισμών της αγωγής του, ήτοι επίσημα αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου ολοκλήρου του χρονικού διαστήματος της εργασιακής του σύμβασης, αντίγραφα των επιθεωρήσεων του πλοίου, καταστάσεις εργασιών των μελών του πληρώματος και ωρών απασχόλησης αυτού και το σύνολο των λογαριασμών μισθοδοσίας του και των διατραπεζικών εντολών εξόφλησής τους, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτής τροπής μέρους του αιτουμένου ποσού μόνον του κονδυλίου της αποζημίωσης από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με σχετική προφορική, συνοπτικά διατυπωθείσα, δήλωση της παρασταθείσας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και περιλήφθηκε αναλυτικά και στις νομότυπα κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, αφενός μεν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 762,01 ευρώ ως την ανωτέρω αποζημίωση, αφετέρου δε να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει το υπόλοιπο από το συνολικά αιτούμενο να του καταβληθεί με την αγωγή ποσό των 20.761,01 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 19.999 ευρώ, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, για διαφορές αναλογίας επιδομάτων εορτών του έτους 2019, καθώς και για την αποζημίωση αυτή, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να προσκομίσει κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τα αιτούμενα ως άνω αποδεικτικά έγγραφα και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.2622/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης περί απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής λόγω μη νομότυπης επίδοσης στην ίδια του δικογράφου της και αφού έγινε δεκτό ότι η αγωγή παραδεκτώς εισήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που ήταν καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της και είχε διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί σχετικώς, λόγω της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή, καθώς και ότι, με βάση το κριθέν ως εν προκειμένω εφαρμοστέο επί της κρινόμενης διαφοράς, που απορρέει από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, (η αγωγή) είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν (εκκαλουμένη) διατάξεις, μεταξύ των οποίων και αυτές της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 Υπουργική Απόφαση, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. Β΄3170/12.8.2019) και ως προς την οποία κρίθηκε ότι εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση και μάλιστα επί ολοκλήρου του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, ήτοι και αναδρομικά όσον αφορά το προγενέστερο της δημοσίευσης στο Φ.Ε.Κ. της ανωτέρω κυρωτικής Υ.Α. χρονικό διάστημα της εργασιακής του σύμβασης και αφού απορρίφθηκε ως αόριστο το αίτημα του ενάγοντος περί προσκόμισης από την εναγόμενη των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο εγγράφων, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων δεν εξέθετε στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά, εκ των οποίων θα προέκυπτε το έννομο συμφέρον του προς τούτο, ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, αφού απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί αμφισβήτησης της γνησιότητας των προσκομισθεισών από την εναγόμενη μηνιαίων αποδείξεων μισθοδοσίας του και κατόπιν των συναγομένων από την εκτίμηση των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων παραδοχών, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύκληρου, ανερχόταν κατά μέσο όρο σε έντεκα (11) ώρες, πλην του χρονικού διαστήματος από 14.3.2019 έως 18.4.2019, κατά το οποίο κρίθηκε ότι δεν εργάσθηκε υπερωριακά, διότι το πλοίο δεν εκτέλεσε πλόες, αλλά παρέμεινε ακινητοποιημένο, λόγω της διενέργειας σ’αυτό εργασιών επισκευής, καθώς και ότι το πλοίο στις 31.10.2019 δε διέκοψε, αλλά ολοκλήρωσε τα εγκεκριμένα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο δρομολόγιά του μετά την  παρέλευση αυτής, με αποτέλεσμα ο ενάγων, που απολύθηκε στις 3.11.2019, να μη δικαιούται της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 27 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. αποζημίωσης, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη στην καταβολή στον ενάγοντα του συνολικού ποσού των 3.781,93 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση και ως διαφορές της αναλογίας των εορταστικών επιδομάτων του έτους 2019, για τον προσδιορισμό των οποίων δε συνυπολογίσθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του το επίδομα ιματισμού, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση, καθώς και του ποσού των 500 ευρώ ως μέρους της δικαστικής του δαπάνης, απορριφθέντων ως αβασίμων κατ’ουσίαν του αιτήματος περί καταβολής αποζημίωσης λόγω λύσης της εργασιακής του σύμβασης εξαιτίας της διακοπής των πλόων του πλοίου και της προβληθείσας από την εναγόμενη ένστασης παραγραφής της αγωγικής αξίωσης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη από 7.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/21.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………../21.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, ζητώντας για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής του και της συνακόλουθης παραδοχής ως εν μέρει βασίμων κατ’ουσίαν των αγωγικών κονδυλίων των διαφορών αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης και της αναλογίας επιδομάτων εορτών του έτους 2019, καθώς και την απόρριψη ως ουσιαστικά αβασίμου του κονδυλίου της αποζημίωσης λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου για περισσότερες από εξήντα (60) ημέρες και ως αορίστου του αιτήματός του περί προσαγωγής από την εναγόμενη των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής του αποδεικτικών εγγράφων, το οποίο υποβάλλει εκ νέου με το δικόγραφο της έφεσής του, επικαλούμενος όμως πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του, την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που τον βλάπτει, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ως προς αυτό, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη. Επισημαίνεται ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που περιλήφθηκε στην εκκαλουμένη απόφασή του και αφορά στη γνησιότητα των προσκομισθεισών από την εναγόμενη αποδείξεων μισθοδοσίας του ενάγοντος και συνακόλουθα στην απόρριψη του περί αμφισβήτησης αυτής (της γνησιότητας) προβληθέντος ισχυρισμού του τελευταίου ως κατ’ουσίαν αβασίμου, καθώς και οι κρίσεις του ιδίου Δικαστηρίου περί εφαρμογής στην κρινόμενη διαφορά, απορρέουσα από ιδιωτική έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγομένης στην αλλοδαπή, του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, περί εφαρμογής της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. καθ’όλη τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, ήτοι και για το προγενέστερο της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κυρωτικής αυτής Υπουργικής Απόφασης χρονικό διάστημα και περί μη συνυπολογισμού του επιδόματος ιματισμού στις μηνιαίες αποδοχές του για τον προσδιορισμό του οφειλομένου ποσού των επιδομάτων εορτών του έτους 2019, δεν πλήττονται απ’αυτόν με την ένδικη έφεσή του.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 εδάφιο α΄ του άρθρου 529 του ΚΠολΔ στην κατ’έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά τη κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ο δικονομικός κανόνας ότι στην κατ’έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα εγγράφων, παρέχεται όμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα έγγραφα τα οποία προσάγονται για πρώτη φορά σε αυτό, εάν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια. Η κρίση αυτή του Εφετείου περί παραδεκτής ή μη προσκομιδής νέων αποδεικτικών μέσων, ως αναγόμενη σε πράγματα, δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 248/2023 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, που αφορά σε ένορκη βεβαίωση, προσκομισθείσα το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη). Τέλος, εάν το Εφετείο, λάβει υπ’όψη του και δεν αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σ’αυτό, ως απαράδεκτα, σημαίνει, πως δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου αυτών Ουδόλως απαιτείται να διαλάβει στην απόφαση ειδική αιτιολογία, ότι η μη προσκομιδή αυτών από το διάδικο στην πρωτόδικη δίκη, δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή σε βαρειά αμέλειά του (ΑΠ 1050/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του ενάγοντος . ……, συντρόφου του, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιέχεται απομαγνητοφωνηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του της δικασίμου της 4ης.10.2021, καθώς και των υπ’αριθμ. … και …/1.10.2021 ένορκων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. και ……….., εκ των οποίων η μεν πρώτη ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Υποπλοίαρχου στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 9.4.2019 έως 3.11.2019, που περιλαμβάνει ολόκληρο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο αυτό, η δε δεύτερη απασχολήθηκε ως υπεύθυνη πληρωμάτων της εναγομένης για το συγκεκριμένο πλοίο κατά τα έτη 2015 έως 2019, τις οποίες προσκόμισε πρωτοδίκως η εναγόμενη και λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη υπ’αριθμ…../28.9.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………), από την εκτίμηση της υπ’αριθμ………./9.3.2022 ένορκης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος …. ….., ο οποίος ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο ως ναύτης κατά το χρονικό διάστημα από 19.3.2019 έως 24.4.2019 και από 11.8.2019 έως 3.11.2019, η οποία προσκομίσθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος παραδεκτά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη και όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’αριθμ…../3.3.3022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………..) και λαμβάνεται υπόψη ως ίδιον νέο αποδεικτικό μέσο, χωρίς να απαιτείται να δικαιολογήσει ο ενάγων τη μη προσαγωγή της στον πρώτο βαθμό, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη/εφεσίβλητη απορριπτομένων ως αβασίμων, άπασες οι οποίες (ένορκες καταθέσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως εξετασθείς στο πλαίσιο της κατ’έφεση δίκης μάρτυρας του ενάγοντος ……… υπήρξε στο παρελθόν αντίδικος της εναγομένης, έχοντας ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με εν μέρει ίδιο περιεχόμενο και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, της μεταξύ τους διαφοράς επιλυθείσας με το υπ’αριθμ……/2020 πρακτικό συμβιβασμού ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 209 του ΚΠολΔ, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Έλληνας ναυτικός, απογεγραμμένος ήδη από το έτος 1992, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου (με αριθμό ….. της ΑΑ΄ναυτικής περιφέρειας). Σε εκτέλεση σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στις 14.3.2019 στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, εδρεύουσας στη …. της Κύπρου, με νόμιμα εγκατεστημένο στον Πειραιά (οδός …….) υποκατάστημα (αντιπροσωπευθείσας στην κρινόμενη περίπτωση για τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης από τη ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «……») και πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου, επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου, τύπου «CATAMARAN», με την ονομασία «C2», ολικής χωρητικότητας 5005 κόρων, με διεθνές διακριτικό σήμα …. και με ΙΜΟ ….., ναυτολογήθηκε αυθημερόν από τον Πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου με την ειδικότητα του ναύκληρου, αντί των όρων και των αποδοχών των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων και απασχολήθηκε σ’αυτό συνεχώς, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, για τα οποία θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 14.3.2019 έως και 3.11.2019, όταν και απολύθηκε και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, σύμφωνα με τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο «αμοιβαία συναινέσει». Επί ολοκλήρου του χρονικού διαστήματος της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β΄, υπ’αριθμ.3170/12.8.2019), όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τον ενάγοντα με την έφεσή του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ.1 της ως άνω εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε., οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Εξάλλου ο ενάγων, σύμφωνα με την ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύκληρου το ποσό των 1.313,13 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 288,89  ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.602,02 ευρώ, ως ειδικό επίδομα ναύκληρου το ποσό των 24,93 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ, ως αντίτιμο τροφής το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 464 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.313,13 ευρώ + επίδομα Κυριακών 288,89 ευρώ: 22) = 72,81 ευρώ + 19,98 ευρώ =  92,79 ευρώ Χ 5 ημέρες = 464 ευρώ].  Με την ίδια Σ.Σ.Ν.Ε. το ωρομίσθιο του ναύκληρου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 7,59 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε  9,49 ευρώ και σε 11,39 ευρώ αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 386,96 ευρώ, πλην του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2019, κατά τον οποίο εισέπραξε για την αιτία αυτή το ποσό των 394,70 ευρώ και του μηνός Νοεμβρίου του ιδίου έτους, κατά τον οποίο εργάσθηκε μόνον 3 ημέρες μέχρι την απόλυσή του, οπότε και έλαβε το αναλογούν ποσό των 39,47 ευρώ. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως και ανελλιπώς κάθε μήνα του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του διάφορα χρηματικά ποσά, κυμαινόμενου ύψους, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές, αλλά και η πέραν του οκταώρου εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ημέρες κατά τις οποίες η παροχή εργασίας θεωρείται στο σύνολό της υπερωρία, με βάση τα προβλεπόμενα στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο από 14.3.2019 έως 12.4.2019 αυτό δεν εκτελούσε πλόες, αλλά παρέμενε ακινητοποιημένο, ήδη από τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του προηγουμένου έτους, αρχικά στα Ναυπηγεία Χαλκίδας μέχρι και τις 8.4.2019 και στη συνέχεια από τις 9.4.2019 έως και τις 12.4.2019 στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, λόγω της διενέργειας εργασιών επισκευής ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του, σύμφωνα με τις σχετικές εγγραφές στο προσκομιζόμενο από την εναγόμενη αντίγραφο του ημερολογίου του πλοίου. Μετά το πέρας των εργασιών αυτών το πλοίο από τις 13.4.2019 και στο εξής μέχρι και τις 31.10.2019 εκτελούσε καθημερινά πολύωρα κυκλικά δρομολόγια, εγκεκριμένα με σχετικά εκδοθείσες Υπουργικές Αποφάσεις, σε εξυπηρέτηση γραμμής ενταγμένης στο γενικό δίκτυο τακτικών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, με αφετηρία το λιμένα του Ηρακλείου της Κρήτης, όπου και επέστρεφε αυθημερόν μετά την ολοκλήρωση του ημερησίου δρομολογίου του, στη διάρκεια του οποίου προσέγγιζε, τόσο κατά τον πλου της μετάβασης, όσο και κατά αυτόν της επιστροφής, τους λιμένες διαφόρων νήσων των Κυκλάδων, ενώ κάθε Τρίτη και Σάββατο στο δρομολόγιό του προστίθετο και  ο λιμένας του Ρεθύμνου, όπου κατέπλεε μετά την αναχώρησή του από το Ηράκλειο κατά τον πλου της μετάβασης, χωρίς επιβάτες και οχήματα, αλλά και κατά τον πλου της επιστροφής, οπότε και αποβιβάζονταν όλοι οι επιβάτες και εκφορτώνονταν τα οχήματα, για να αποπλεύσει στη συνέχεια με προορισμό το λιμένα της αφετηρίας του και συγκεκριμένα ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Ηράκλειο Κρήτης – Θήρα – Ίος – Νάξος – Μύκονος – Πάρος –  Νάξος – Ίος –  Θήρα – Ηράκλειο καθημερινά, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, πλην της Τρίτης και του Σαββάτου, όταν και εκτελούσε το δρομολόγιο της γραμμής Ηράκλειο Κρήτης –  Ρέθυμνο – Θήρα – Ίος – Νάξος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ίος – Θήρα – Ρέθυμνο – Ηράκλειο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρόγραμμα των εγκεκριμένων δρομολογίων του, το πλοίο απέπλεε καθημερινά (πλην Τρίτης και Σαββάτου) από το λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 8.40 και προσέγγιζε διαδοχικά τους λιμένες της Σαντορίνης περί ώρα 10.25, της Ίου περί ώρα 11.20, της Νάξου περί ώρα 12.15, της Μυκόνου περί ώρα 13.05, της Πάρου περί ώρα 14.15, της Νάξου περί ώρα 14.50, της Ίου περί ώρα 15.35 και της Σαντορίνης περί ώρα 16.20, για να καταπλεύσει στη συνέχεια στο λιμένα της αφετηρίας του (το Ηράκλειο) περί ώρα 18.40, ενώ κάθε Τρίτη και Σάββατο απέπλεε από το λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15 χωρίς επιβάτες και οχήματα και κατέπλεε στο λιμένα του Ρεθύμνου, στον οποίο ελάμβανε χώρα η επιβίβαση των επιβατών και η φόρτωση των οχημάτων και από τον οποίο απέπλεε περί ώρα 8.00 για να προσεγγίσει διαδοχικά τους λιμένες της Σαντορίνης περί ώρα 10.20, της Ίου περί ώρα 11.10, της Νάξου περί ώρα 12.05, της Μυκόνου περί ώρα 12.55, της Πάρου περί ώρα 14.05,  της  Νάξου περί ώρα 14.45, της Ίου περί ώρα 15.35, της Σαντορίνης περί ώρα 16.50 και του Ρεθύμνου περί ώρα 19.15, όπου αποβιβάζονταν οι επιβάτες και εκφορτώνονταν τα οχήματα και να καταπλεύσει τελικά στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 20.30. Αποδείχθηκε επίσης ότι την 1η.5.2019, στις 5.5.2019, στις 3.7.2019, στις 14.9.2019, στις 29.9.2019, στις 30.9.2019, στις 19.10.2019 και στις 22.10.2019 δεν εκτελέσθηκαν δρομολόγια. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω παραδοχές περί των εγκεκριμένων δρομολογίων του εν λόγω πλοίου, στο οποίο ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε ο ενάγων ως ναύκληρος και των ημερών, που δεν εκτελέσθηκαν πλόες, συνιστούν παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, οι οποίες δεν πλήττονται από τον ενάγοντα με την κρινόμενη έφεσή του. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά ως ναύκληρος στο πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του σ’αυτό, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και δη ως υπαξιωματικός, μέλος του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, υπόλογος για την υπηρεσία του καταστρώματος και το κατώτερο προσωπικό αυτού, τελώντας υπό τις διαταγές και τον έλεγχο της Υποπλοιάρχου ………, ενόρκως εξετασθείσας στον πρώτο βαθμό ως μάρτυρος, με την επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, Προϊστάμενος των υφισταμένων του ναυτών, συνολικά πέντε (5) τον αριθμό, οι οποίοι και τον συνέδραμαν κατά την παροχή των υπηρεσιών του και την εργασία των οποίων οργάνωνε, επέβλεπε και ήλεγχε μετά το πέρας την καλή της εκτέλεση. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες σε εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, αναλάμβανε καθήκοντα μία περίπου ώρα προ του απόπλου του από το λιμένα της αφετηρίας του (το Ηράκλειο της Κρήτης), τα οποία περιελάμβαναν την επιθεώρηση του πλοίου εξωτερικά, την παραλαβή της απαιτούμενης για τις ανάγκες του ποσότητας ύδατος, την ανάθεση καθηκόντων στους υφισταμένους του ναύτες, τη συμμετοχή του στις εργασίες φόρτωσης των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης και εν συνεχεία στις εργασίες απόδεσης του πλοίου, ενώ μετά τον απόπλου συνέδραμε στις όποιες αναγκαίες εργασίες συντήρησης του πλοίου μπορούσαν να εκτελεσθούν εν πλω κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του. Περαιτέρω και σε κάθε λιμένα, που προσέγγιζε το πλοίο στο ενδιάμεσο του δρομολογίου του, συμμετείχε με τους υπό την επίβλεψη και εποπτεία του ναύτες στις εργασίες πρόσδεσης και στη συνέχεια απόδεσης του πλοίου και φορτοεκφόρτωσης/έχμασης των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης, ενώ μετά την εκτέλεση του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου και τον κατάπλου του στο λιμένα της αφετηρίας του, αφού ολοκληρωνόταν η εκφόρτωση των οχημάτων, επέβλεπε τους ναύτες στις εργασίες καθαρισμού των χώρων στάθμευσης, των εξωτερικών καταστρωμάτων και του ίδιου του πλοίου εξωτερικά με γλυκό νερό, και επιπροσθέτως ενίοτε, εφόσον παρίστατο ανάγκη, μεριμνούσε για τη διενέργεια από τους ανωτέρω υφισταμένους του των απαιτουμένων εργασιών συντήρησης ή ακόμη και επισκευής, που τυχόν ανέκυπταν και μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από το πλήρωμα με ίδια μέσα, πλην όμως δεν ήταν δυνατόν να λάβουν χώρα κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του πλοίου λόγω της παρουσίας των επιβατών. Αποδείχθηκε επίσης ότι από τις 19.4.2019 η εναγόμενη, για την εκτέλεση των τακτικών εγκεκριμένων δρομολογίων της Τρίτης και του Σαββάτου, κατά τα οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το πλοίο κατά τον πλου της μετάβασης προς τους λιμένες των ανωτέρω νήσων των Κυκλάδων και μετά την αναχώρησή του από το λιμένα της αφετηρίας του (το Ηράκλειο της Κρήτης), χωρίς επιβάτες και οχήματα, κατέπλεε επιπροσθέτως και στο λιμένα του Ρεθύμνου, όπου ελάμβανε χώρα η επιβίβαση των επιβατών και η φόρτωση των οχημάτων, τον οποίο όμως προσέγγιζε και κατά τον πλου της επιστροφής, οπότε και αποβιβάζονταν όλοι οι επιβάτες και εκφορτώνονταν τα οχήματα, για να αποπλεύσει στη συνέχεια κενό επιβατών και οχημάτων με προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου, όταν και ολοκληρωνόταν το ημερήσιο δρομολόγιό του και συγκεκριμένα κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες, 22 συνολικά τον αριθμό, ήτοι στις  7,14,21,28.5.2019, 4,11,18,25.6.2019, 2, 9, 16, 23,30.7.2019, 6, 13, 20, 27.8.2019, 3, 10, 17, 24.9.2019 και 8.10.2019 (ημέρα Τρίτη),  καθώς και στις 20.4.2019, 11, 18, 25.5.2019, 1, 8, 15, 22, 29.6.2019, 6, 13, 20, 27.7.2019, 3, 10, 17, 24, 31.8.2019, 7, 21.9.2019, 5, 12.10.2019 (ημέρα Σάββατο) ναυτολογούσε και απασχολούσε και έτερο, δεύτερο πολυάριθμο πλήρωμα, το οποίο, όσον αφορά το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, επίσης περιελάμβανε έναν ναύκληρο και πέντε ναύτες και το οποίο εργαζόταν στο πλοίο όχι παράλληλα ή συμπληρωματικά, αλλά εναλλάξ και εκ περιτροπής με τα μέλη του άλλου πληρώματος, των δύο αυτών πληρωμάτων εναλλασσομένων κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του πλοίου, κατά τρόπον ώστε σε τμήμα κάθε δρομολογίου το  ένα πλήρωμα να αντικαθιστά το άλλο στην εκτέλεση της εργασίας του σε ενδιάμεσο λιμένα του δρομολογίου του, που συνήθως ήταν αυτός της νήσου της Νάξου.  Ειδικότερα, διά της ανωτέρω εναλλαγής των δύο πληρωμάτων, τη μία ημέρα το πρώτο πλήρωμα εργαζόταν στο πρωινό τμήμα του δρομολογίου από το λιμένα αφετηρίας του πλοίου (το Ηράκλειο) μέχρι τον ενδιάμεσο λιμένα (συνήθως της Νάξου) και περί ώρα 15:00, οπότε και αντικαθίστατο από το άλλο πλήρωμα,  το οποίο εργαζόταν στο απογευματινό τμήμα του δρομολογίου από το λιμένα της αλλαγής μέχρι την επιστροφή του πλοίου στο λιμένα της αφετηρίας μετά την ολοκλήρωση του δρομολογίου του. Την επομένη ημέρα, το πλήρωμα που εργαζόταν από το λιμένα του Ηρακλείου, αντικαθίστατο από το άλλο πλήρωμα στο λιμένα της Νάξου κ.ο.κ. Αμέσως μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα της αλλαγής ελάμβανε χώρα η αντικατάσταση των πληρωμάτων, με το ένα πλήρωμα να σταματά την εργασία του και το άλλο να αναλαμβάνει υπηρεσία. Η αλλαγή των πληρωμάτων γινόταν κατά την διάρκεια του δρομολογίου της ημέρας με παράδοση της πλοιαρχίας από τον πλοίαρχο του ενός πληρώματος στον πλοίαρχο του άλλου πληρώματος και την παραλαβή της από τον τελευταίο, που καταχωρείτο στο ημερολόγιο του πλοίου και υπογραφόταν από τους δύο πλοιάρχους. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου περί της ναυτολόγησης στο πλοίο κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες δύο πληρωμάτων, που εναλλάσσονταν στην άσκηση των καθηκόντων τους και δεν εργάζονταν ταυτόχρονα ή συμπληρωματικά/επιβοηθητικά, επιρρωνύεται, πέραν της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων της εναγομένης, εκ των οποίων η . …… υπηρέτησε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα της Υποπλοιάρχου κατά το αυτό χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα, ο οποίος μάλιστα τελούσε υπό τις διαταγές και την εποπτεία της, ιδίως από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη επτά (7) καταστάσεις πληρωμάτων, δύο (2) ναυτολόγια και τις σχετικές περί αντικατάστασης εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου και δεν αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Λεκτέον μάλιστα ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος, τον οποίο επιβεβαιώνουν ενόρκως οι μάρτυρές του, ήτοι η εξετασθείσα στο ακροατήριο σύντροφός του και ο το πρώτον στην κατ’έφεση δίκη εξετασθείς ……….., ο οποίος επίσης εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο ως ναύτης κατά το χρονικό διάστημα από 19.3.2019 έως 24.4.2019 και από 11.8.2019 έως 3.11.2019, ότι το δεύτερο πλήρωμα ναυτολογείτο “τυπικά” και μόνον από την εναγόμενη, έχοντας αποναυτολογηθεί προηγουμένως από άλλο πλοίο της ίδιας εταιρείας, που κατέπλεε στη Νάξο ή στο Ηράκλειο, προκειμένου να εμφαίνεται ότι τηρείται το νόμιμο ωράριο εργασίας των ναυτικών της και επιβιβαζόταν μεν στο πλοίο, αλλά στην πραγματικότητα δεν εργαζόταν σε αντικατάσταση του πληρώματός του (μάλιστα στη συνέχεια αναφέρει ότι το πλήρωμα αυτό δεν εργαζόταν και για το λόγο ότι  δε γνώριζε τα του πλοίου, ενώ στη συνέχεια ότι εργάσθηκε μεν κάποια στιγμή, αλλά πλημμελώς, αφού προκλήθηκε βλάβη), δε μπορεί να υιοθετηθεί από το Δικαστήριο, καθώς δεν κρίνεται πειστικός, διότι αντιβαίνει πρωτίστως στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, να ναυτολογείται δηλαδή ένας τόσο μεγάλος αριθμός ναυτικών (η ……. προσδιορίζει τα μέλη του δεύτερου πληρώματος σε 27), που, επομένως, ακριβώς λόγω της ναυτολόγησής τους, δικαιούνται στο ακέραιο των προβλεπομένων νομίμων αποδοχών τους, τις οποίες και υποχρεούται να τους καταβάλει η εναγόμενη, χωρίς όμως να παρέχουν εργασία σε αντάλλαγμα ως θα έδει. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά ακινητούσε, διότι διενεργούντο σ’αυτό εργασίες επισκευής ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του, ο ενάγων συνέδραμε τα προσληφθέντα από την εναγόμενη εξωτερικά συνεργεία και τους επιθεωρητές στις εν λόγω εργασίες και παράλληλα συμμετείχε καθημερινά, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της ημέρας, στη φύλαξη του πλοίου, που πραγματοποιείτο από τα μέλη του πληρώματός του, τα οποία εργάζονταν εκ περιτροπής σε βάρδιες, διάρκειας εκάστης 6 ωρών. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, ιδίως όσον αφορά στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες, δεν ήταν, εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών ο υπέρ του ενάγοντος μαρτυρών ……… αντιδικούσε στο παρελθόν με την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος της αγωγής και αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, διεκδικώντας  την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων (διαφορών υπερωριών και δώρων εορτών), καθώς και αξιώσεων από εργατικό ατύχημα, της διαφοράς τους ήδη επιλυθείσης συμβιβαστικώς, κατά τα προεκτεθέντα, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ οι υπέρ της καταθέτουσες εξακολουθούν να απασχολούνται και να μισθοδοτούνται απ’αυτήν. Με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί όταν το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια και πράγματι εργάσθηκε καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από την ισχύσασα και εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, καθώς η απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή. Ειδικότερα, ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών) για περισσότερες από οκτώ (8) ώρες, εργασθείς, συνεπώς, υπερωριακά. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα, τακτικά, κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής του σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι την επιστροφή του σ’αυτόν μετά την εκτέλεση του ημερησίου δρομολογίου του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών κυμαινόμενου ύψους ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες πέραν του οκταώρου και όχι μόνον για την παροχή εργασίας επί οκτώ ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του και την παροχή τέτοιας εργασίας από τους ναυτικούς της, για την οποία τους κατέβαλε αμοιβή, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά την ίδια χρονική περίοδο, της ναυτολόγησης και απασχόλησης κατά τις Τρίτες και τα Σάββατα, όταν το πλοίο προσέγγιζε στο δρομολόγιό του και το λιμένα του Ρεθύμνου, τόσο κατά τον πλου της μετάβασης μετά την αναχώρησή του από το λιμένα της αφετηρίας του το Ηράκλειο, όσο και κατά τον πλου της επιστροφής προ της άφιξής του στο λιμένα του Ηρακλείου, και δεύτερου πληρώματος, που απασχολείτο εναλλάξ με το πρώτο σε τμήμα του δρομολογίου και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός μεν η διάρκεια του ημερησίου δρομολογίου του πλοίου δεν αποτελεί και το ωράριο της πραγματικής εργασίας των μελών του πληρώματός του, αφετέρου δε ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ.3η, σελ. 160), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό ανερχόταν κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του σε ένδεκα (11) ώρες, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, ακόμη και τις Τρίτες και τα Σάββατα, που στο ημερήσιο δρομολογιό του προστίθετο ο κατάπλους δις και στο λιμένα του Ρεθύμνου και όχι σε δεκαέξι (16) και σε δεκαοκτώ (18) ώρες κάθε Τρίτη και Σάββατο, όπως καθ’υπερβολήν ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η ανωτέρω παραδοχή του παρόντος Δικαστηρίου περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης δεν αναιρείται από τα προσκομιζόμενα από το ενάγοντα α) υπ’αριθμ…../2020 πρακτικό συμβιβασμού της διαφοράς ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς μεταξύ του μάρτυρός του ….. και της εναγομένης, του οποίου προσκομίζεται μόνον απόσπασμα  και όχι ολόκληρο το κείμενό του και με το οποίο τα μέρη φέρεται ότι συμβιβάσθηκαν στο ποσό των 52.400 ευρώ για προβαλλόμενες απαιτήσεις του ανωτέρω λόγω του τραυματισμού του στο σ’αυτό ειδικότερα περιγραφόμενο εργατικό ατύχημα, προφανώς μεγαλύτερου ύψους (αποζημίωση λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητάς του προς εργασία, υπολογιζόμενη με βάση μηνιαίες αποδοχές του ποσού 5.627,67 ευρώ, που περιλαμβάνει και μέσο όρο αμοιβής παροχής υπερωριακής εργασίας στο ίδιο πλοίο, μισθούς ασθενείας, δαπάνες νοσηλείας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) και εκ του οποίου ουδόλως συνάγεται ότι η εναγόμενη διά του συμβιβασμού αυτού αναγνώρισε, συνομολόγησε ή αποδέχθηκε  καθ’οιονδήποτε τρόπο καθημερινή απασχόληση του συγκεκριμένου εργαζομένου της στο πλοίο ημερήσιας διάρκειας 14 ωρών και 18 ωρών κάθε Τρίτη και Σάββατο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, καθώς στο προσκομιζόμενο απόσπασμα του πρακτικού αυτού είναι σαφές ότι παρατίθενται οι αξιώσεις του ναυτικού, όπως ο ίδιος τις προσδιορίζει κατά το ποσό, συμπεριλαμβάνοντας στις αποδοχές του και αμοιβή υπερωριών (συγκεκριμένα η απαίτησή του για καταβολή αποζημίωσης των άρθρων 1,2 και 3 του ν.551/1915), για μέρος των οποίων προφανώς συμβιβάσθηκε και συμφώνησε να εισπράξει, κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων αμφοτέρων των μερών και β) με αριθμ.σχετ.11 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της Δικηγόρου …… προς το λογιστήριο της εταιρείας “…….”, που εκπροσωπεί την εναγόμενη στην Ελλάδα, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται με έφεση από την ανωτέρω διάδικο, με το οποίο απλώς γνωστοποιεί τις απαιτήσεις του εντολέως της ….. . για το χρονικό διάστημα από 11.8.2019 έως 3.11.2019, όπως προσδιορίζονται με βάση τους δικούς του υπολογισμούς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος από 14.3.2019 έως 12.4.2019, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά βρισκόταν ακινητοποιημένο, διότι διενεργούντο σ’ αυτό εργασίες επισκευής και ο ανωτέρω ασκούσε τα καθήκοντά του παράλληλα με τα μέλη των συνεργείων, που επίσης απασχολούντο στο πλοίο, ενώ εκτελούσε και εξάωρες βάρδιες φύλαξης του πλοίου, δεν παρέστη ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των 8 ωρών ημερησίως, των Σαββάτων και των αργιών συμπεριλαμβανομένων και δη 10 ωρών ημερησίως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί και συνάγεται από τις σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, οι σχετικές εργασίες είχαν αρχίσει ήδη από τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του προηγουμένου έτους και, επομένως, δεν συνέτρεχε επείγουσα περίπτωση εντατικοποίησης της εργασίας των μελών του πληρώματος. Αντίθετη κρίση δε συνάγεται από το γεγονός ότι η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας Σάββατα και αργίες και μάλιστα το αυτό ποσό των 386,96 ευρώ, όπως και κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, που το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες, διότι το ποσό αυτό αφορούσε σε εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες και όχι περισσοτέρων, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Επομένως, ενόψει  όσων προεκτέθηκαν,  το Δικαστήριο κρίνει ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργασθεί υπερωριακώς κατά μέσο όρο κατά τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες, επί τρεις (3) ώρες, ενώ κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων η εργασία του επί ένδεκα (11) ώρες θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, που παρατέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στις αυτές παραδοχές αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησής του σ’αυτό, τόσο κατά την περίοδο που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, όσο και κατά τον υπόλοιπο χρόνο που ήταν δρομολογημένο σε εξυπηρέτηση ακτοπλοϊκής γραμμής, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης του απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται: Α) Ως πρόσθετη αμοιβή για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία του χρονικού διαστήματος από 19.4.2019 έως 3.11.2019, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε πλόες: 1) Για τα 36 Σάββατα και αργίες του χρονικού αυτού διαστήματος, όταν και εργάσθηκε επί 11 ώρες, το ποσό των 4.510,44 ευρώ (36 ημέρες X 11 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως X 11,39 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ  ως αμοιβή για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας του ναύκληρου κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ισούται με το ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά 50% = 4.510,44 ευρώ) και 2) για τις 159 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω χρονικού διαστήματος, όταν και πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως το ποσό των 4.526,73 ευρώ (159 ημέρες Χ 3 ώρες υπερωριακής απασχόλησης ημερησίως Χ 9,49 ευρώ, που προβλέπεται από την ίδια ΣΣΝΕ ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύκληρου κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και ισούται  με το ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά 25% = 4.526,73 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 9.037,1 ευρώ. Β) Για αμοιβή οκτάωρης υπερωριακής εργασίας Σαββάτων και αργιών του χρονικού διαστήματος από 14.3.2019 έως 18.4.2019, όταν το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμενε ακινητοποιημένο λόγω της διενέργειας εργασιών επισκευής και δη για 6 Σάββατα κα αργίες του χρονικού αυτού διαστήματος το ποσό των 546,72 ευρώ (6 ημέρες X 8 ώρες υπερωριακής εργασίας X 11,39 ευρώ = 546,72 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 9.583,89 ευρώ, έναντι του οποίου εισέπραξε, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του,  το συνολικό ποσό των 6.740,93 ευρώ, και συνεπώς δικαιούται να λάβει τη διαφορά, ποσού  2.842,96 ευρώ, το οποίο και υποχρεούται να του καταβάλει η εναγόμενη, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη. Επισημαίνεται ότι, εκτός από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο, ο ενάγων δεν αμφισβητεί κατά τα λοιπά με ειδικό λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας και συγκεκριμένα τον αριθμό των καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε αυτός κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο, όταν αυτό εκτελούσε πλόες, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του ναύκληρου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που παρέχεται κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία του ναυτικού της ίδιας ειδικότητας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή και αμείβεται ως τέτοια, όπως αυτά διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και το συνολικά καταβληθέν στον ενάγοντα από την εναγόμενη ως αμοιβή των υπερωριών του ποσό.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων δικαιούται: Α) Για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2019, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 14.3.2019 έως 30.4.2019, ήτοι επί 6 οκταήμερα, υπολογιζόμενη με βάση τακτικές μηνιαίες αποδοχές, συνολικού ποσού 4.049,65 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.313,13 ευρώ + επίδομα Κυριακών εξ 22% 288,19 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα ναυκλήρου 24,93 ευρώ, + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 464 ευρώ + κατά μέσο όρο αμοιβή για την έχμαση των οχημάτων 81,98 ευρώ (628,55 ευρώ συνολική αμοιβή για έχμαση διά 7 μήνες και 20 ημέρες X 30 ημέρες=81,98 ευρώ) + μηνιαία υπερωριακή αμοιβή για την εργασία του  κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές επί 3ωρο πέραν του νομίμου οκταώρου ημερησίως 740,22 ευρώ (11 ώρες X 9,49 ευρώ ανά ώρα X 26 ημέρες μηνιαίως= 740,22 ευρώ) + μηναία αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση 11 ωρών κατά τα Σάββατα (11 ώρες X 11,39 ευρώ ανά ώρα X 4 Σάββατα μηνιαίως = 501,16 ευρώ) = 4.049,65 ευρώ), το ποσό των 809,93 ευρώ (4.049,64 ευρώ Χ 1/2 Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας X 6 οκταήμερα = 809,93 ευρώ). Β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019, δεδομένου ότι εργάσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 3.11.2019, ήτοι επί 9,84 19ήμερα, το ποσό των 3.187,88 ευρώ (συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές 4.049,65 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα X 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο X 9,84 δεκαεννιαήμερα= 3.187,88 ευρώ) και συνολικά δικαιούται για δώρα εορτών το ποσό των 3.997,81 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό των 3.058,84 ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 938,97 ευρώ, το οποίο και υποχρεούται να του καταβάλει η εναγόμενη, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της αμοιβής του ενάγοντος λόγω της παροχής υπερωριακής εργασίας (λαμβάνοντας υπόψη την παραδοχή περί ενδεκάωρης καθημερινής εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης) και συνακόλουθα του ποσού των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με βάση το οποίο προσδιόρισε το ποσό της διαφοράς της αναλογίας επιδομάτων εορτών των ετών 2019, που έκρινε ότι δικαιούται αυτός να λάβει, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ανωτέρω με τον τρίτο λόγο της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Επισημαίνεται ότι πέραν του, με σκοπό καθορισμού του οφειλομένου στον ενάγοντα ποσού για διαφορές αναλογίας δώρων εορτών, συμπεριληφθέντος στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ποσού της κατά μέσο αμοιβής υπερωριών, ο ανωτέρω δεν πλήττει κατά τα λοιπά με την έφεσή του τον τρόπο υπολογισμού του ποσού,  που κρίθηκε ότι δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, ούτε το ποσό, το οποίο έγινε επίσης δεκτό ότι συνολικά εισέπραξε από την εναγόμενη διαρκούσης της ναυτολόγησής του για την ίδια αιτία.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70, 71, 72, 75 εδαφ. δ και 76 του εν προκειμένω Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΊΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίσθηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απολύσεώς τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνον στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος αποζημίωσης θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίσθηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά το άρθρο 75 εδαφ.δ΄του του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋπόθεσης, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 του ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχισθούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημίωσης αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες τους μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημίωσης) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 [και] της εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015 Α΄δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος), υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής (και όχι ολοκλήρωσης) των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυση του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών. Αντιθέτως, στο πεδίο εφαρμογής της η ίδια διάταξη δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις ολοκλήρωσης των δρομολογίων του πλοίου λόγω εξάντλησης των χρονικών ορίων που έθεσε η διοικητική πράξη της έγκρισής τους, αφού τότε η απόλυση του ναυτικού ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή, μιας και, ελλείψει νέας διοικητικής έγκρισης, δεν υφίσταται νόμιμη δυνατότητα επανάληψης των ίδιων δρομολογίων του πλοίου. Και τούτο ανεξαρτήτως της νομικής φύσης της λυόμενης ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου και ανεξαρτήτως της κατ’ άρθρο 75 εδαφ.δ΄ του ΚΙΝΔ ευθύνης του εργοδότη στην περίπτωση που αυτή έχει συναφθεί για αόριστο χρόνο, καθώς, πράγματι, το αν ο ναυτικός επαναπροσληφθεί ή όχι αποβαίνει για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης κρίσιμο μόνον αν έχει ναυτολογηθεί για αόριστο χρόνο, αφού σε αντίθετη περίπτωση η ατομική σύμβαση λήγει αυτοδικαίως κατ’ άρθρο 70 του ΚΙΝΔ (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 325, ΕφΠειρ 445/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Εν προκειμένω ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι η επισυμβάσα στις 3.11.2019, τύποις κοινή συναινέσει, απόλυσή του οφείλεται στην πραγματικότητα στη διακοπή των δρομολογίων του πλοίου, που διήρκεσε πέραν των εξήντα [60] ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν επαναυτολογήθηκε σ’αυτό και, με την επίκληση της διάταξης του άρθρου 27 της ως άνω εφαρμοστέας στη σύμβαση εργασίας του ΣΣΝΕ, ζήτησε να αποζημιωθεί, λαμβάνοντας το ισάξιο των μηνιαίων αποδοχών του είκοσι δύο [22] ημερών. Η απαίτησή του αυτή ήταν ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη υπ’ αριθμ……./08-19 έντυπο σήμα και την αναφερόμενη σε αυτό υπ’αριθμ. 2251.1-1/80843/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το ανωτέρω πλοίο στις 31.10.2019 ολοκλήρωσε και δε διέκοψε τα δρομολόγιά του, τα οποία είχαν με την εν λόγω Υπουργική Απόφαση εγκριθεί διοικητικά να εκτελέσει μόνον έως τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Μάλιστα, όπως η εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας του ίδιου του ενάγοντος ενόρκως κατέθεσε, το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια μέχρι και το μήνα Μάρτιο του επόμενου έτους (2020). Δεν συνέτρεχε, επομένως, εν προκειμένω ένα στοιχείο του πραγματικού της διάταξης της ανωτέρω  ΣΣΝΕ, της οποίας την εφαρμογή επικαλέσθηκε ο ενάγων, ο οποίος και εξ αυτού του λόγου δε δικαιούται της αιτουμένης αποζημίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και επίσης απέρριψε το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για να είναι η αίτηση αυτή ορισμένη πρέπει να αναφέρονται σ’αυτήν ειδικώς τα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη. Πρέπει να προσδιορίζεται το έγγραφο του οποίου ζητείται η επίδειξη και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του, το οποίο πρέπει να είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού, να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, η εντεύθεν δε αοριστία δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το λόγο ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο διάδικος μπορεί ή πρέπει να κατέχει το έγγραφο αυτό και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος (ΑΠ 610/2022, ΑΠ 66/2021, ΑΠ 471/2021, ΑΠ 695/2020, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 808/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 902, 903 Α.Κ., 450 παρ. 2, 451 παρ. 1 και 452 παρ.1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου ή και τρίτου προσώπου, το οποίο δεν μετέχει στη δίκη και να απαιτήσει την επίδειξη αυτού αν το έγγραφο συνετάγη προς το συμφέρον του αιτούντος ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν που μπορεί να χρησιμεύσει για αποδείξεις, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξή του. Η αίτηση του διαδίκου για την επίδειξη εγγράφων από τον αντίδικό του για να είναι ορισμένη πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου κατά το χρόνο της δίκης, β) να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της απόδειξης, που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και γ) να εκθέτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Η επίδειξη εγγράφων διατάσσεται για την απόδειξη κρίσιμων για τη έκβαση της δίκης ισχυρισμών και όχι για την ενίσχυση επιχειρημάτων ή περιστατικών που δεν αμφισβητούνται, καθόσον τα προς επίδειξη έγγραφα πρέπει να είναι ικανά να δημιουργήσουν στο δικαστήριο δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των ισχυρισμών του αιτούντος, δηλαδή να είναι πρόσφορα για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη που αναφέρεται σε τέτοιο ισχυρισμό (ΜονΕφΑθ 294/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος με την σ’αυτήν εκτενή αναφορά σε θεωρία και νομολογία). Εν προκειμένω ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, αφενός μεν πλήττει την πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο απορρίφθηκε ως αόριστο το υποβληθέν με την αγωγή του αίτημα περί προσκόμισης από την εναγόμενη των σ’αυτήν ειδικότερα αναφερομένων εγγράφων, ήτοι επίσημων αντιγράφων του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, που αφορούν σε ολόκληρο το χρονικό διάστημα της σύμβασης ναυτολόγησής του σ’αυτό, αντιγράφων των επιθεωρήσεων του πλοίου από το νηογνώμονα και την Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων, των καταστάσεων εργασιών των μελών του πληρώματός του και των ωρών απασχόλησης αυτού, καθώς και του συνόλου των λογαριασμών μισθοδοσίας του και των διατραπεζικών εντολών εξόφλησής τους, διότι, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν εξέθετε στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, εκ των οποίων να προκύπτει το έννομο συμφέρον του, αφετέρου δε υποβάλλει εκ νέου το ίδιο αίτημα, επικαλούμενος γεγονότα θεμελιωτικά του έννομου συμφέροντός του, συνισταμένου ειδικότερα στο ότι τα αιτούμενα να προσκομισθούν έγγραφα τυγχάνουν πρόσφορα προς απόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού του περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκθέτει στο εφετήριο. Η εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας του λόγου αυτού παρέλκει πλέον λόγω της επαναπροβολής και στην κατ’έφεση δίκη του ως άνω αιτήματος, το οποίο, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δύναται να υποβληθεί κατά πάσα στάση της δίκης και μάλιστα ακόμη και το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πλην όμως απορριπτέο τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμο (ακριβέστερα ως άνευ αντικειμένου), καθόσον δεν κρίνεται ότι τα έγγραφα, των οποίων ζητείται η επίδειξη είναι πρόσφορα προς απόδειξη ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην παρούσα δίκη ισχυρισμού (με την επισήμανση ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επίδειξη εγγράφων αν το γεγονός που πρόκειται να αποδειχθεί έχει ήδη αποδειχθεί), διότι το παρόν Δικαστήριο, κατά τα προεκτεθέντα, έχει εκ του λοιπού αποδεικτικού υλικού αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση όσον αφορά στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος με την ειδικότητα του ναύκληρου στο πλοίο της εναγομένης.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, μη υπάρχοντος έτερου λόγου προς έρευνα, θα πρέπει ν’απορριφθεί κατ’ουσίαν η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής με τις προτάσεις της σχετικού αιτήματος, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 7.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../21.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../21.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2622/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 25.9.2023.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ