Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 590/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   590 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………. για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:

Α. Της εκκαλούσας εναγομένης: Της εδρεύουσας στην …. Αττικής (οδός ……..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……..», πρώην «………», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία Αρβανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Β. Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας στην ….. Αττικής (οδός …….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», πρώην «……………..», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία Αρβανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.8.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./11.12.2020) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2559/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη μονοπρόσωπη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την από 13.1.2022 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ…./14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……/2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από από 3.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……./4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ………./4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου Δικαστηρίου) αντίθετη έφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 13.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……/14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της από 18.8.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……/11.12.2020) αγωγής του εφεσιβλήτου και β) η από 3.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ………/4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου της υπό στοιχεία α΄έφεσης αντίστοιχα, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ. 2559/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 13.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ……./14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης μονοπρόσωπης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 2559/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εκκαλούσας από 18.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/11.12.2020) αγωγής του εφεσιβλήτου, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκουσας την επιδίκαση στον τελευταίο διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 22.230,83 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από σύμβαση ναυτολόγησής του σε πλοίο, αρχικά πλοιοκτησίας και στη συνέχεια κυριότητας της εναγομένης, με την ειδικότητα του μαγείρου β΄, σε εκτέλεση της οποίας παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο συγκεκριμένο πλοίο κατά το αναφερόμενο στο δικόγραφο χρονικό διάστημα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.360,40 ευρώ,  ευθυνόμενη για μέρος του οποίου, ποσού 10.251,81 ευρώ, μέχρι την αξία του πλοίου ως κυρία αυτού, νομιμοτόκως κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο διακρίσεις ως προς τα επιμέρους κονδύλια, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 400 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 14.1.2022  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…./14.1.2022), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 15.11.2021 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η έτερη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 3.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…../4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …../4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./4.2.2022), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε στις 5.4.2019 στον Πειραιά με την ειδικότητα του μαγείρου β΄ στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο με την ονομασία «ΝΧ», μετονομασθέν ακολούθως σε «BSC», ολικής χωρητικότητας 8.125,72 κόρων, αρχικά πλοιοκτησίας και εν συνεχεία από τις 25.5.2019 και στο εξής κυριότητας της εναγομένης και απασχολήθηκε σ’αυτό, το οποίο εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικά παρατιθέμενα στο δικόγραφο υπό τη μορφή ενσωματωμένων σ’αυτό πινάκων τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια μεταξύ του λιμένος του Πειραιώς και διαφόρων λιμένων του Αιγαίου Πελάγους, στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης διαλαμβανόμενα δρομολόγια εξπρές, καθώς και οι αναφερόμενες γραμμές, για τις οποίες είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονες γραμμές), αντί των προβλεπομένων από την εν προκειμένω εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκων Πλοίων του έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2019 έως και 4.10.2019, οπότε και απολύθηκε λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, εργαζόμενος επί 15 ώρες ημερησίως, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, σύμφωνα με τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι παρείχε τις υπηρεσίες του, χωρίς να λάβει το σύνολο των αμοιβών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του έτους 2019, τα οποία δικαιούται, ούτε το σύνολο του ειδικού επιδόματος για τις γραμμές δημόσιας υπηρεσίας, στις οποίες δραστηριοποιείτο το πλοίο, καθώς και πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ούτε και αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, αλλά και την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, ανερχόμενη στις αποδοχές του 15 ημερών, διότι αποναυτολογήθηκε άνευ παραπτώματος ή υπαιτιότητάς του, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ως πλοιοκτήτρια κατά την επιμέρους χρονική περίοδο του διαστήματος της ναυτολόγησής του από 5.4.2019 έως 24.5.2019 και ως κυρία του πλοίου κατά την υπόλοιπη χρονική περίοδο από 25.5.2019 έως 4.10.2019 αντίστοιχα, το συνολικό χρηματικό ποσό των 22.230,83 ευρώ, για διαφορές αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης, διαφορές επιδομάτων εορτών του έτους 2019, διαφορές της πρόσθετης αμοιβής των δρομολογίων εξπρές και του ειδικού επιδόματος των πλόων «άγονης γραμμής», για αποζημίωση για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση, καθώς και για αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα όσον αφορά κάθε επιμέρους κονδύλιο, με το νόμιμο τόκο από την αποναυτολόγησή του στις 4.10.2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, κατόπιν της αποδεικτικής παραδοχής, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του μαγείρου β΄ ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 11,5 ώρες, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή του ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή στον ενάγοντα του συνολικού ποσού των 12.360,40 ευρώ, για ποσό 10.251,81 ευρώ εκ του οποίου ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου ως κυρία αυτού, ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, διαφορές εορταστικών επιδομάτων, πρόσθετης αμοιβής του με βάση το άρθρο 33 της κριθείσας ως εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκων Πλοίων του έτους 2019 λόγω της εκτέλεσης από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, καθώς και ως διαφορές του ειδικού επιδόματος του άρθρου 7 της ιδίας ΣΣΝΕ λόγω της δρομολόγησης του πλοίου σε γραμμές δημόσιας υπηρεσίας, ως αποζημίωση μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στην απόφαση διακρίσεις, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση, καθώς και του ποσού των 400 ευρώ ως μέρους της δικαστικής του δαπάνης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη ή παραδοχή της αγωγής αντίστοιχα.

Από την εισαγωγή του εν προκειμένω εφαρμοστέου προϊσχύσαντος Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ.2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕργΔ 51.1092, ΑΠ 48/1988 ΕΕργΔ 48.315, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της εναγομένης ………….., που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του αρχιμάγειρα κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2019 έως 28.9.2019 και εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, της από 26.5.2021 με αριθμ.πρωτ………/26.5.2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος …………. ενώπιον της Δικηγόρου Πατρών …………….., που επίσης εργάσθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου κατά τα χρονικά διαστήματα από Ιούνιο έως Οκτώβριο του 2018 και από Απρίλιο έως Μάϊο του 2019, η οποία  λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …./21.5.2021 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), αμφότερες οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο εξετασθείς μάρτυρας του ενάγοντος τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Έλληνας ναυτικός, απογεγραμμένος από τις 19.12.2016, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου της ΛΕ ΄ναυτικής περιφέρειας, με αριθμό μητρώου …… Με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στις 5.4.2019 μεταξύ των διαδίκων, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, με την ειδικότητα του μαγείρου Β΄, επί του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «ΝΧ» (ήδη μετονομασθέν σε «BSC»), νηολογίου Πειραιώς, με αριθμ. ……, κ.ο.χ. 8125,72, στο οποίο και απασχολήθηκε, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, μέχρι και τις 4.10.2019, οπότε και η σύμβασή του λύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, ενόψει της διενέργειας της ετήσιας επιθεώρησής του. Η διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και ο λόγος της λύσης της εργασιακής του σύμβασης, που άλλωστε σαφώς προκύπτουν από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, συνιστούν δε παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους. Σημειωτέον ότι κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος από 5.4.2019 έως 24.5.2019 η εναγόμενη είχε την πλοιοκτησία του ανωτέρω πλοίου, ενώ κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 4.10.2019 την κυριότητα αυτού, καθώς έτερη εταιρεία είχε αναλάβει τον εφοπλισμό του, όπερ επίσης δεν αμφισβητήθηκε απ’αυτήν. Από τη συγκεκριμένη γραπτή συμφωνία, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται, προκύπτει ότι ορίσθηκε εφαρμοστέα επ’αυτής η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Αποδείχθηκε επίσης ότι επί ολοκλήρου του χρονικού διαστήματος της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτοιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β΄, υπ’αριθμ.3170/12.8.2019), όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ.1 της ως άνω εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε., οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Περαιτέρω, σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας το ποσό των 1.418,11 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 311,98 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 νευρώ (19,98 ευρώ Χ 30 = 599,40 ευρώ) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 493,01 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.418,11 ευρώ + 311,98 επίδομα Κυριακών = 1.730,09 ευρώ : 22 =  78,64 ευρώ +  19,98 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής = 98,62 ευρώ Χ 5 ημέρες = 493,01 ευρώ].  Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του ναυτικού αυτής της ειδικότητας καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 8,20 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 10,25 ευρώ και σε 12,30 ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του κατά τη ναυτολόγησή του στο εν λόγω πλοίο ανέρχονταν στο ποσό των 2.859,14 ευρώ. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του στο πλοίο κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 της ιδίας ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν κατά κανόνα σε 550,42  ευρώ, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως και ανελλιπώς κάθε πλήρη μήνα του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του, κατά βάση το ποσό των 170,77 ευρώ, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στην υπηρεσία μαγειρείου του πλοίου απασχολείτο προσωπικό, που αριθμούσε, με βάση την οργανική σύνθεση του πληρώματος, όσον αφορά το προσωπικό γενικών υπηρεσιών, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε και εγγράφως, έναν (1) Αρχιμάγειρα, έναν (1) Μάγειρα Α΄, δύο (2) Μάγειρες Β΄, ένας εκ των οποίων ήταν ο ενάγων, δύο (2) Μάγειρες Γ΄και τρεις (3) χυτροκαθαριστές. Τα γενικά καθήκοντα των μαγείρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), η διάταξη του άρθρου 124 του οποίου ορίζει ειδικότερα τα εξής: «Ειδικώτερον οι Μάγειροι α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος και καλής συντηρήσεως των διαμερισμάτων του μαγειρείου και των εν αυτοίς σκευών υποχρεούμενοι, όπως επιβλέπωσιν ιδιαιτέρως τα υποκείμενα εις κασσιτέρωσιν και ν’αναφέρωσιν εγκαίρως εις τον Αρχιμάγειρον περί της εκάστοτε ανάγκης της  κασσιτερώσεως αυτών. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί και να φέρωσιν ένδον την κεκανονισμένην ενδυμασίαν και το ειδικόν κάλυμμα της κόμης. γ) επιμελούνται, βοηθούμενοι υπό των χυτροκαθαριστών, της αφής της πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων εις το μαγειρείον, του καθαρισμού των τροφίμων και της παρασκευής των εδεσμάτων κατά τας οδηγίας και υπό την επίβλεψιν του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου». Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό, διενεργούσε καθημερινά πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, οι οποίοι είχαν αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμούς λιμένες διαφόρων νήσων του Αιγαίου Πελάγους, με προσέγγιση στο ενδιάμεσο κάθε δρομολογίου πολλών λιμένων άλλων νήσων και με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στο λιμένα του Πειραιώς, εκτελώντας δρομολόγια, που διαφοροποιούντο ανά περιόδους του έτους, τινά εκ των οποίων φέρουν το χαρακτήρα του δρομολογίου εξπρές, λόγω του απόπλου του από το λιμένα της αφετηρίας του (του Πειραιώς) προ της παρέλευσης τουλάχιστον έξι (6) ωρών από τον κατάπλου του σ’αυτόν, ενώ επιπροσθέτως δραστηριοποιείτο ενίοτε εντός του έτους και σε γραμμές, για τις οποίες είχε συναφθεί από την εναγόμενη Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες). Συγκεκριμένα τα δρομολόγιά του είχαν ως εξής, σύμφωνα με τους επισυναφθέντες στην παρούσα απόφαση σχετικούς πίνακες, όπως, άλλωστε κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς οι παραδοχές της αυτές να πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους, με την επισήμανση ότι η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε ούτε στον πρώτο βαθμό τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα με την αγωγή του δρομολόγια, που παρατίθενται στο δικόγραφο αυτής επίσης με τη μορφή πινάκων.

Α. Κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2019 έως 24.5.2019. (ακολουθουν πίνακες)

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, αρχικά πλοιοκτησίας και στη συνέχεια κυριότητας της εναγομένης, απασχολήθηκε, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, ως μάγειρας β΄, μέλος του προσωπικού της υπηρεσίας μαγειρείου του πλοίου, η εργασία των μελών της οποίας ήταν κατανεμημένη εντός της ημέρας σε δύο βάρδιες, πρωϊνή και απογευματινή. Ειδικότερα ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά στην πρωϊνή βάρδια, κατά την οποία η ημερήσια εργασία του άρχιζε περί ώρα 6.00 και διαρκούσε μέχρι ώρα 13.00 περίπου, με καθήκοντα, που περιελάμβαναν αρχικά την προετοιμασία και παρασκευή του πρωϊνού γεύματος των επιβατών και την παροχή υπηρεσιών στο εστιατόριο αυτοεξυπηρέτησης (self service) του πλοίου, όπου το πρωϊνό σερβιριζόταν και στη συνέχεια την παρασκευή του μεσημεριανού τους γεύματος, που επίσης διατίθετο στον ανωτέρω χώρο, αλλά και των εδεσμάτων, που πωλούνταν στα μπαρ του πλοίου, καθώς και τη συνδρομή των επιβατών διαρκούντος του μεσημεριανού τους γεύματος στο εν λόγω εστιατόριο, στα πιάτα των οποίων τοποθετούσε το είδος της επιλογής τους και στη προθήκη του εστιατορίου τις σαλάτες και τα γλυκίσματα, απ’όπου οι επιβάτες σερβίρονταν μόνοι τους. Στη συνέχεια ο ενάγων αναπαυόταν και αναλάμβανε καθήκοντα και πάλι περί ώρα 18.00 με την παρασκευή του βραδινού γεύματος των επιβατών και την απασχόλησή του στο ανωτέρω εστιατόριο για την εξυπηρέτησή τους μέχρι ώρα 23.00 περίπου, εργαζόμενος και μετά το πέρας της λειτουργίας του εστιατορίου αυτού, περί ώρα 22.00 κατά κανόνα, με τον ενδελεχή καθαρισμό του πάγκου του. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών ο υπέρ του ενάγοντος μαρτυρών διεκδικεί την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος της αγωγής, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ ο υπέρ της καταθέτων εξακολουθεί να απασχολείται και να μισθοδοτείται απ’αυτήν. Με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από την ισχύσασα και εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, των δρομολογίων αυτού, που αναλυτικά προεκτέθηκαν, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας μαγειρείου του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της συνομολόγησης ουσιαστικά από την εναγόμενη διά του εξετασθέντος μάρτυρός της ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της διαρκούσε δέκα (10) ώρες, κατανεμόμενη το πρωί και το απόγευμα σε  έξι (6) και τέσσερις (4) ώρες αντίστοιχα, του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών της ως άνω υπηρεσίας, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά την ίδια χρονική περίοδο, των εγγραφών στους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη μηνιαίους πίνακες ωρών ανάπαυσης, σύμφωνα με τους οποίους ο ενάγων απασχολείτο επί 11,5 ώρες ημερησίως και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες, κατανεμομένης εντός της ημέρας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές της ναυτολόγησής του σ’αυτό υπερωριακά, ήτοι καθ’υπέρβαση του προβλεπομένου στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ ημερησίου ωραρίου εργασίας των οκτώ (8) ωρών, κατά κανόνα επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες τρου ιδίου χρονικού διαστήματος θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα επίσης οριζόμενα στην ανωτέρω ΣΣΝΕ.  Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος όσον αφορά τα μέλη της υπηρεσίας μαγειρείου δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιηθείσα καθημερινά υπερωριακή εργασία του, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο σύνολό της στο αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών, το οποίο τηρούσε ανά μήνα η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της και δη του εξετασθέντος μάρτυρά της και Προϊσταμένου του ενάγοντος Αρχιμάγειρα ………, που το υπέγραφε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, δεν μπορεί να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων, η οποία δικαιολογείται απολύτως από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο  υψηλού, κατά τα διδάγματα της κοινής, πείρας δείκτη ανεργίας των ναυτικών, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και εάν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του για καταβολή αμοιβής υπερωριακής εργασίας, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014 ΕλλΔνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων, συνεπώς, ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο στο πλοίο της εναγομένης επί 11,5 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε αυτός με το αντίστοιχο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του, των υποστηριζομένων από τον ίδιο κατά τα λοιπά στο πλαίσιο του αυτού λόγου, με τον οποίο ουσιαστικά επαναφέρει τους απορριφθέντες αγωγικούς ισχυρισμούς του περί εργασίας του στο ως άνω πλοίο επί 15 ώρες ημερησίως και από την εναγόμενη, που κυρίως μεν αρνείται ότι ο ως άνω ναυτικός της απαιτήθηκε να απασχοληθεί πέραν του νομίμου ωραρίου του λόγω του επαρκούς αριθμού των ναυτολογηθέντων μελών της υπηρεσίας μαγειρείου κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, άλλως επικουρικώς ισχυρίζεται ότι η ημερήσια εργασία του δεν υπερέβαινε τις 9-10 ώρες και ότι η απαίτησή του για τις υπερωρίες που τυχόν πραγματοποίησε έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί διά μηνιαίων καταβολών της, επισημαίνοντας την ανεπιφύλακτη υπογραφή απ’αυτόν των μηνιαίων φύλλων μισθοδοσίας του, όπερ διατείνεται ότι συνιστά έμπρακτη από πλευράς του αποδοχή πως η καταβληθείσα σ’αυτόν αμοιβή υπερωριών πράγματι ανταποκρινόταν στην εκ μέρους του παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, κατά το αντίστοιχο σκέλος του πρώτου λόγου της δικής της έφεσης, απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται: Α) Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 5.4.2019 έως 24.5.2019, κατά το οποίο η εναγόμενη είχε την πλοιοκτησία του πλοίου: 1) Για τις υπερωρίες του κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, όταν εργαζόταν επί 12 ώρες καθημερινά, ήτοι υπερωριακά κατά 4 ώρες ημερησίως και συγκεκριμένα για 40 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των 1.640 ευρώ (40 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 160 ώρες Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του μαγείρου Β΄, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 1.640 ευρώ) και 2) για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε κατά τα 7 Σάββατα και τις 3 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος, ημέρες, κατά τις οποίες η δωδεκάωρη εργασία του θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, το ποσό των 1.476 ευρώ (10 Σάββατα και αργίες συνολικά Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 120 ώρες Χ 12,30 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης  της ειδικότητάς του, με βάση την ίδια ΣΣΝΕ κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 1.476 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 3.116 ευρώ (1.640 ευρώ + 1.476 ευρώ =3.116 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 1.331,13 ευρώ (1.027,43 ευρώ + 303,70 ευρώ), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.784,87 ευρώ. Β) Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 25.5.2019 έως 4.10.2019, κατά το οποίο η εναγόμενη είχε την κυριότητα του πλοίου, διότι τον εφοπλισμό του είχε αναλάβει άλλη εταιρεία: 1) Για τις υπερωρίες του κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, όταν εργαζόταν επί 12 ώρες καθημερινά, ήτοι υπερωριακά κατά 4 ώρες ημερησίως και συγκεκριμένα για 112 καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των 4.592 ευρώ (112 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 448 ώρες Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του μαγείρου Β΄, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές =  4.592 ευρώ) και 2) για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε κατά τα 18 Σάββατα και τις 3 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος, ημέρες, κατά τις οποίες η δωδεκάωρη εργασία του θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, το ποσό των 3.099,6 ευρώ (21 Σάββατα και αργίες συνολικά Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας του ημερησίως = 252 ώρες Χ 12,30 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης  της ειδικότητάς του, με βάση την ίδια ΣΣΝΕ κατά τα Σάββατα και τις αργίες =3.099,6 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 7.691,6 ευρώ (4.592 ευρώ + 3.099,6 ευρώ = 7.691,6 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 2.834,68 ευρώ (622 ευρώ + 2.212,68 ευρώ), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 4.856,92 ευρώ. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι εκτός από τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, οι διάδικοι δεν πλήττουν με ειδικό λόγο έφεσης κατά τα λοιπά το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του ανωτέρω για την παροχή τέτοιας εργασίας και δη τον αριθμό των καθημερινών ημερών της εβδομάδας, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι εργάσθηκε αυτός στο πλοίο κατά τις επιμέρους χρονικές περιόδους της ναυτολόγησής του με τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του μαγείρου β΄ της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία των μελών του πληρώματος της ίδιας ειδικότητας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και τα ποσά, που επίσης έγινε δεκτό ότι εισέπραξε από την εναγόμενη για την αιτία αυτή σε μερική εξόφληση της απαίτησής του κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σύμβασης.

Στο άρθρο 7 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίζονται τα εξής: «Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία, που δραστηριοποιούνται σε γραμμές, για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7 % (επτά τοις εκατό) επί τού μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση σε γραμμές Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία». Στην κρινόμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι καθόλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο από 5.4.2019 έως 4.10.2019 (συνολικά 183 ημερών) αυτό δραστηριοποιείτο επί 7 ημέρες εβδομαδιαίως σε γραμμές, για τις οποίες είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονες), όπερ ουδόλως αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω να δικαιούται του προβλεπομένου στο άρθρο 7 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2019 ειδικού επιδόματος, ανερχομένου σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας της ειδικότητάς του, ποσού 1.418,11 ευρώ, για κάθε 30 ημέρες απασχόλησής του σε αυτές τις γραμμές. Ειδικότερα δικαιούται: α) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 5.4.2019 έως 24.5.2019 (των 50 ημερών), κατά το οποίο  η εναγόμενη ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου, το ποσό των 165,43 ευρώ (1.481,11 ευρώ ο μισθός ενεργείας του Χ 7% = 99,26 ευρώ Χ 50/30 = 165,43 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 51,90 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 113,53 ευρώ και β) για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 25.5.2019 έως 4.10.2019 (των 133 ημερών), κατά το οποίο η εναγόμενη ήταν κυρία του πλοίου, το ποσό των 440,05 ευρώ (1.481,11 ευρώ ο μισθός ενεργείας του Χ 7% = 99,26 ευρώ Χ 133/30 = 440,05 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 189,36 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 250,69 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των υποστηριζομένων από την εναγόμενη περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της απαίτησής του αυτής διά καταβολών της με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 της αυτής ως άνω ΣΣΝΕ του έτους 2019, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η ανωτέρω παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλομένης σ’αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στις μηνιαίες αποδοχές του διότι δεν το δικαιούται, αφού ουδέποτε παρείχε υπερωριακή εργασία στο πλοίο της, άλλως ότι αυτός για τις όποιες υπερωρίες του έχει εισπράξει την προβλεπόμενη αμοιβή, με αποτέλεσμα την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του. Αντιθέτως πλημμέλεια της εκκαλουμένης περί την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστά, κατά παραδοχήν του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος κατά το συναφές σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του μικρότερου ποσού ως του μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας στο πλοίο διαρκούσης της ναυτολόγησής του σ’αυτό, κατόπιν της παραδοχής ότι απασχολήθηκε επί 11,5 ώρες ημερησίως αντί των 12 ωρών, όπως έγινε δεκτό από το παρόν Δικαστήριο, των υποστηριζομένων κατά τα λοιπά με τον ίδιο λόγο της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Με βάση τις παραδοχές αυτές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν, καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο εντός του έτους 2019, στο συνολικό ποσό των  4.630,87 ευρώ [2.859,14 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του μαγείρου β΄, το επίδομα Κυριακών, το μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχoμένης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της αδείας του μετά τροφοδοσίας, όπως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω + 1.771,73 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (10.807,6 ευρώ η αμοιβή του συνολικά για την αιτία αυτή καθόλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο ÷ 183 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 ημέρες/μήνα = 1.771,73 ευρώ) =  4.630,87 ευρώ], μη συνυπολογιζομένου για τον προσδιορισμό του ποσού των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του του επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο δε συνυπολόγισε ούτε ο ίδιος στο αγωγικό δικόγραφο κατά τον προσδιορισμό του αιτουμένου να του καταβληθεί για την αιτία αυτή ποσού, ούτε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους, δικαιούται αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, υπολογιζομένης με βάση τις διατάξεις του άρθρου 33 της αυτής ως άνω ΣΣΝΕ, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα: 1) Για το χρονικό διάστημα από 5.4.2019 έως 24.5.2019 (50 ημέρες ήτοι 7,14 εβδομάδες), κατά το οποίο το ανωτέρω πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, πραγματοποιούσε λιγότερα από 5 κυκλικά ταξίδια εβδομαδιαίως, διάρκειας εκάστου άνω των 12 ωρών, αναχωρώντας κάθε Τρίτη από το λιμένα αφετηρίας του τον Πειραιά 2 ώρες και 30 λεπτά (2,50 ώρες) της ώρας (άφιξη: 12:30 – αναχώρηση: 16:00) προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από τον κατάπλου του στον εν λόγω λιμένα, με αποτέλεσμα να εκτελέσει 2,21 δρομολόγια εξπρές συνολικά (2,50 ώρες/8 = 0,31 εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως X 7,14 εβδομάδες =2,21 εξπρές δρομολόγια) ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή του το ποσό των 341,14 ευρώ  (4.630,87 ευρώ/30 Χ 2,21= 341,14 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 355,04 ευρώ και, συνεπώς, ουδέν δικαιούται να λάβει. 2) Για το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 10.9.2019, ήτοι για 109 ημέρες άλλως για 15,57 εβδομάδες, το  ανωτέρω πλοίο, κυριότητας της εναγομένης, επίσης πραγματοποιούσε λιγότερα από 5 κυκλικά ταξίδια εβδομαδιαίως, διάρκειας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών. Συγκεκριμένα κάθε εβδομάδα αναχωρούσε από το λιμένα της αφετηρίας του, τον Πειραιά α) κάθε Τρίτη 1 ώρα και 20 λεπτά (1,33 ώρες) της ώρας (άφιξη: 10:20 – αναχώρηση: 15:00) πριν από τη συμπλήρωση 6 ωρών από τον κατάπλου του στον ανωτέρω λιμένα, β)  κάθε Πέμπτη 2 ώρες και 10 λεπτά (2,16 ώρες) της ώρας (άφιξη: 10:10 – αναχώρηση: 14:00) προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από τον κατάπλου του στο λιμένα αυτό, γ) κάθε Σάββατο 2 ώρες και 40 λεπτά (2,66 ώρες) της ώρας (άφιξη: 09:40 – αναχώρηση: 13:00) πριν από τη συμπλήρωση 6 ωρών από τον κατάπλου του στον ανωτέρω λιμένα και δ) κάθε Κυριακή 40 λεπτά (0,66 ώρες) της ώρας (άφιξη: 07:40 – αναχώρηση: 13:00) πριν από τη συμπλήρωση 6 ωρών από τον κατάπλου του στον ανωτέρω λιμένα της αφετηρίας του, ήτοι οι ώρες πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα της αφετηρίας του ανήλθαν συνολικά σε 6,81 την εβδομάδα  (1,33 + 2,16 + 2,66 + 0,66 = 6,81 ώρες). Ενόψει τούτων, το πλοίο κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα εκτέλεσε συνολικά 13,23 εξπρές δρομολόγια (6,81 ώρες/8 =0,85 εξπρές δρομολόγια εβδομαδιαίως X  15,57 εβδομάδες =13,23 εξπρές δρομολόγια), για τα οποία ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 2.042,21 ευρώ (4.630,87 ευρώ/30 Χ 13,23= 2.042,21 ευρώ). 3) Κατά το διάστημα από 11.9.2019 έως 4.10.2019, ήτοι για 25 ημέρες άλλως 3,57 εβδομάδες, το εν λόγω πλοίο, κυριότητητας της εναγομένης, εκτελούσε 6 κυκλικά ταξίδια εβδομαδιαίως, διάρκειας εκάστου άνω των 12 ωρών, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή από ώρα 23.00 μέχρι ώρα 7.00, με αποτέλεσμα ο ενάγων να δικαιούται τέτοιας αμοιβής για το ένα δρομολόγιο κάθε εβδομάδα πέραν των πέντε, ήτοι για 3,57 δρομολόγια συνολικά, ισόποσης του 1/30 των αποδοχών του και ανερχομένης για το σύνολο των δρομολογίων αυτών στο ποσό των 551,07 ευρώ (4.630,87 ευρώ/30 Χ 3,57 δρομολόγια = 551,07 ευρώ). Συνολικά, επομένως, ο ενάγων για το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 4.10.2019, κατά το οποίο τον  εφοπλισμό του πλοίου ασκούσε έτερη εταιρεία και η εναγόμενη ήταν κυρία αυτού, δικαιούται ως αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές το ποσό των 2.593,28 ευρώ συνολικά (2.042,21 ευρώ + 551,07 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, το συνολικό ποσό των 1.597,94 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 995,34 ευρώ. Επισημαίνεται ότι οι κατόπιν της εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων παραδοχές της εκκαλουμένης επί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ενάγοντος σ’αυτό και επί των καταβληθέντων στον ανωτέρω από την εναγόμενη ως προβλεπόμενη αμοιβή του ποσών, δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011.387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011.97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η ανωτέρω παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλομένων σ’αυτόν επιδομάτων εορτών, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του και ειδικότερα ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στις μηνιαίες αποδοχές του διότι δεν το δικαιούται, αφού ουδέποτε παρείχε υπερωριακή εργασία στο πλοίο της, άλλως ότι αυτός για τις όποιες υπερωρίες του έχει εισπράξει την προβλεπόμενη αμοιβή, με αποτέλεσμα την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του. Αντιθέτως πλημμέλεια της εκκαλουμένης περί την εκτίμηση των αποδείξεων, συνιστά, κατά παραδοχήν του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος κατά το συναφές σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του μικρότερου ποσού ως του μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας στο πλοίο διαρκούσης της ναυτολόγησής του σ’αυτό, κατόπιν της παραδοχής ότι απασχολήθηκε επί 11,5 ώρες ημερησίως αντί των 12 ωρών, όπως έγινε δεκτό από το παρόν Δικαστήριο, των υποστηριζομένων κατά τα λοιπά με τον ίδιο λόγο της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.  Επομένως, ο ενάγων, με βάση τις  παραδοχές αυτές και ενόψει του ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν, καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο εντός του έτους 2019 στο συνολικό ποσό των 5.211,17 ευρώ [2.859,14 ευρώ το άθροισμα των τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του μαγείρου β΄, το επίδομα Κυριακών, το μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχoμένης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της αδείας του μετά τροφοδοσίας, όπως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω + 1.771,73 ευρώ ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του (10.807,6 ευρώ η αμοιβή του συνολικά για την αιτία αυτή καθόλη τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο ÷ 183  ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 ημέρες/μήνα =  1.771,73 ευρώ) + 99,25 ευρώ ο μέσος όρος του ειδικού επιδόματος άγονης γραμμής (605,48 ευρώ το ποσό του επιδόματος αυτού ÷ 183 ημέρες συνολικής διάρκειας της ναυτολόγησής του Χ 30 ημέρες/μήνα = 99,25 ευρώ)  + 481,05 ευρώ ο μέσος όρος της αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές (2.934,42 ευρώ το ποσό της αμοιβής του αυτής για όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του  ÷ 183 ημέρες συνολικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας του Χ 30 ημέρες/μήνα = 481,05 ευρώ) = 5.211,17 ευρώ] δικαιούται: 1) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από τις 5.4.2019 έως τις 30.4.2019, δηλαδή επί 26 ημέρες, άλλως επί 3,25 οκταήμερα  (26 ημέρες:8), δικαιούται να λάβει  το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συνολικού ποσού 5.211,17 ευρώ, ανά 8 ημέρες εργασίας του, και δη το ποσό των 564,52 ευρώ (5.211,17: 2 = 2.605,55ευρώ ÷ 15 = 173,70 ευρώ Χ 3,25 οκταήμερα = 564,52 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το ποσό των 264,66 ευρώ, όπως άλλωστε συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 299,86 ευρώ. 2) α. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019 του χρονικού διαστήματος από 5.4.2019 έως 24.5.2019, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο, πλοιοκτησίας ακόμη τότε της εναγομένης, εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από την 1η.5.2019 έως τις 24.5.2019, δηλαδή επί 24 ημέρες, άλλως επί 1,26 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 5.211,17 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής  του και δη το ποσό των 525,24 ευρώ (5.211,17 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 416,89 ευρώ Χ 1,26 δεκαεννεαήμερα = 525,24 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το ποσό των 306,68 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 218,56 ευρώ. β. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019 του χρονικού διαστήματος από 25.5.2019 έως 4.10.2019, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο, κυριότητας πλέον τότε της εναγομένης, εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από τις 25.5.2019 έως τις 4.10.2019, δηλαδή επί 133 ημέρες, άλλως επί 7 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 5.211,17 ευρώ, ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής  του και δη το ποσό των 2.918,23 ευρώ (5.211,17 ευρώ το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές υπολογίσθηκαν ανωτέρω Χ 2/25 = 416,89 ευρώ Χ 7δεκαεννεαήμερα = 2.918,23 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το ποσό των 1.238,03 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού  1.680,2 ευρώ.

Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δικαιούται ως μέρος του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, κυριότητας τότε της εναγομένης, για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις στο λιμένα της επιλογής του κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2019 και συγκεκριμένα για τις καθοριζόμενες στο προαναφερθέν άρθρο της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεις, δύο (2) για το μήνα Ιούνιο και μία (1) δι’έκαστον των λοιπών τριών (3) μηνών και συνολικά πέντε (5), που δεν του χορηγήθηκαν, της επίσης προβλεπομένης στο άρθρο αυτό αποζημίωσης, ανερχομένης για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση στο ισόποσο του 1/22 του μισθού ενεργείας της ειδικότητάς του, ποσού 1.418,11 ευρώ. Ειδικότερα δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 322,25 ευρώ (1.418,11 ευρώ : 22 Χ 5 = 322,25 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την αντίδικό του το ποσό των 62,58 ευρώ, όπως καθ’υποφοράν συνομολογεί στο αγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 259,67 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Aπό τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του εν προκειμένω εφαρμοστέου προϊσχύσαντος Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014 δημοσιευμένησε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ. 440/2006 ΕΝαυτΔ 2006.367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίσθηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίσθηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επελεύσεως των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ και 77 του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 του ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημίωσης αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημίωσης) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 [και] της εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος) αλλά και του ΚΙΝΔ, υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυση του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών (ΜονΕφΠειρ. 138/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές που καταβλήθηκαν στο ναυτικό κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα, κατά τον οποίο εργάστηκε υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στις δε αποδοχές αυτές περιλαμβάνεται και το επίδομα άδειας, που, όπως προαναφέρθηκε, καταβάλλεται στο ναυτικό ως συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΜονΕφΠειρ 464/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η απόλυση του ενάγοντος στις 4.10.2019, ενόψει της διενέργειας της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου, εξαιτίας της οποίας διακόπηκαν οι πλόες του, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό φυλλάδιο του ανωτέρω και δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη και η μη επαναπρόσληψή του εντός εξήντα (60) ημερών (το αντίθετο ουδόλως αποδείχθηκε, ούτε όμως ότι του προτάθηκε να ναυτολογηθεί και πάλι, πλην όμως αρνήθηκε), θεωρείται «οριστική» και όχι προσωρινή, καθώς και ανυπαίτια, ήτοι χωρίς τη θέλησή του, λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση, ισόποση προς τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του είκοσι δύο (22) ημερών, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον έκτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη, ως κυρία του πλοίου, την ανωτέρω αποζημίωση,  ποσού 3.262,11 ευρώ, όπως το ύψος αυτής προσδιορίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περιοριζόμενο από το αγωγικό αίτημα. Επισημαίνεται ότι η μεν εναγόμενη, όσον αφορά το επιδικασθέν στον ενάγοντα ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, με τον ίδιο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι υπολογίσθηκε εσφαλμένα, διότι, ως μη έδει, συμπεριλήφθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του αμοιβή υπερωριακής του απασχόλησης, ενώ κατά τα λοιπά δεν πλήττει το μαθηματικό υπολογισμό του κριθέντος ως οφειλομένου ποσού, ο δε ενάγων δεν προσβάλλει ειδικά την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου αγωγικού κονδυλίου.

Επομένως, πρέπει, απορριπτομένης της από 13.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…./14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ.δικογρ……../2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης της εναγομένης στο σύνολό της ως αβάσιμης κατ’ουσίαν, να γίνει δεκτή εν μέρει η αντίθετη από 3.2.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ……/4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ…../4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου Δικαστηρίου) έφεση του ενάγοντος και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26/642, ΕφΠειρ 700/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 277/2005 ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ 91/2004, ΠειρΝομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, αφενός μεν ως πλοιοκτήτρια του πλοίου το συνολικό ποσό των 2.416,82 ευρώ (1.784,87 ευρώ + 113,53 ευρώ + 299,86 ευρώ + 218,56 ευρώ = 2.416,82 ευρώ), αφετέρου δε, ως κυρία του πλοίου διά αυτού και μέχρι την αξία του, το συνολικό ποσό των 11.304,93 ευρώ (4.856,92 ευρώ + 250,69 ευρώ + 995,34 ευρώ + 1.680,2 ευρώ + 259,67 ευρώ + 3.262,11 ευρώ = 11.304,93 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 13.721,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (5.10.2019), πλην του επιδικασθέντος ποσού, που αφορά σε διαφορά αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2019, ανερχομένου συνολικά σε 1.898,76 ευρώ (218,56 ευρώ  + 1.680,2 ευρώ = 1.898,76 ευρώ), του οποίου η τοκοφορία εκκινεί από 1.1.2020, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς το κεφάλαιό της αυτό να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσιβλήτου/ενάγοντος της από 13.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ.δικογρ…./14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ. …../2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας αυτής/εναγομένης λόγω της ήττας της, ενώ, όσον αφορά την αντίθετη από 3.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……/4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ……/4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου Δικαστηρίου) έφεση, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 13.1.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……./2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) την από 3.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……./4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. δικογρ……../4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2559/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την από 13.1.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……./14.1.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../2.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της ανωτέρω έφεσης τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των  οκτακοσίων (800) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την από 3.2.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ…../4.2.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…../4.2.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 18.8.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./11.12.2020) αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, αφενός μεν ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων δεκαέξι ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών του ευρώ (2.416,82), αφετέρου δε, ως κυρία του πλοίου, διά αυτού και μέχρι την αξία του, το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων τριακοσίων τεσσάρων ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών του ευρώ (11.304,93), ήτοι συνολικά το ποσό των δεκατριών χιλιάδων επτακοσίων είκοσι ενός ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών του ευρώ (13.721,75), με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας,  το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 18 Οκτωβρίου 2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 18 Οκτωβρίου 2023, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχώρησης της Δικαστού Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ