Αριθμός 551/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………», ως καθολικής διαδόχου της «………», η οποία συστάθηκε κατόπιν διάσπασης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας αυτής με τη σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ελένη Φρουδάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΑΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» («ΕΦΚΑ»), οιονεί καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΑΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ιφιγένεια Μάνθου.
Β. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στο … Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (……) που εδρεύει στο … της Ιρλανδίας και η οποία αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «……», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν μεταξύ άλλων, και των αναγγελθεισών απαιτήσεων δια της από 20.2.2014 αναγγελίας της δικαιοπαρόχου μας ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ελένη Φρουδάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενη, καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.».
ΚΑΘΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» («ΕΦΚΑ»), οιονεί καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ – ΕΝΑΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ιφιγένεια Μάνθου.
Το εφεσίβλητο-καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8.5.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./9-5-2014) ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 245/2019 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή ως βάσιμη κατ΄ ουσία ως προς την ήδη εκκαλούσα-υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση, μεταρρύθμισε τον ανωτέρω πίνακα κατάταξης δια της αποβολής από το ποσό των 6.989,23 ευρώ της εκκαλούσας και της αντίστοιχής προνομιακής και οριστικής κατάταξης του ήδη εφεσιβλήτου-καθ΄ου η πρόσθετη παρέμβαση στο ποσό αυτό. Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ήδη εκκαλούσα-υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία, με την επωνυμία <<……….>> με την από 8.4.2021 (με Γ.Α.Κ…./2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 13η.4.2021) έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23.4.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021), οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 17η.03.2022 και κατόπιν αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Επίσης, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> υπό την ιδιότητά της που αναφέρεται πιο πάνω άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία <<…………….>> και κατά του εφεσιβλήτου στην παραπάνω έφεση, την από 11.3.2022 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 16.03.2022 (με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Η παραπάνω έφεση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας και της υπό στοιχ Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του υπό στοιχ Α εφεσιβλήτου και του υπό στοιχ Α καθ΄ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι : α) η από 8.4.2021 9με Γ.Α.Κ…./2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 13.4.2021 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23.4.2021 με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση που είχε οριστεί αρχικά να συζητηθεί στη δικάσιμο της 17.03.2022, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και β) η από 11.3.2022 (αρ. εκ. κατ. …./2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………………..>> οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων ( άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ ).
Η από 8.4.2021 (με Γ.Α.Κ……/2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 13.4.2021 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 23.4.2021 με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) της ηττηθείσας πρωτοδίκως Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία <<………>>, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 245/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β , 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24.01.2019, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 23.04.2021. Στην προκειμένη περίπτωση, που η σχετική δικονομική προθεσμία ενεργείας του άρθρου 518 ΚπολΔ συνέπεσε με την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων προς αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 74 παρ.1 εδ. 1 και 2 του ν. 4690/2020, σύμφωνα με το οποίο “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία.”. Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπολογίζεται στη διετή προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, χρόνος προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων. Στη συνέχεια, στο άρθρο 83 του του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α` 48/31-3-2021) περιλήφθηκαν διατάξεις για την επαναλειτουργία των δικαστηρίων και στην παράγραφο 1 αυτού ορίζεται ότι : «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Ειδικότερα, εξαιρέθηκε το χρονικό διάστημα από το Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 2020 έως την Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020 Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342 (ΦΕΚ 4899/Β/6-11-2020) (συνολικά 23 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 30 Νοεμβρίου 2020 έως την Κυριακή, 6 Δεκεμβρίου 2020 βάσει της Δ1α/ΓΠ.οικ. 76629/28.11.20 (ΦΕΚ/Β/5255/28.11.2020) (συνολικά 7 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου 2020 έως το Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου 2020 βάσει της Δ1α/ΓΠ.οικ. 78363/5.12.20 (ΦΕΚ/Β/5350/ 5.12.2020) (συνολικά 6 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από την Κυριακή, 13 Δεκεμβρίου 2020 έως το Σάββατο, 2 Ιανουαρίου 2021 βάσει της Δ1α/ΓΠ.οικ. 80189/12.12.2020 (ΦΕΚ/Β/5486/12.12.2020) (συνολικά 21 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από την Κυριακή, 3 Ιανουαρίου 2021 έως την Κυριακή, 10 Ιανουαρίου 2021 βάσει της Δ1α/ΓΠ.οικ.2/2.1.2021 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 1/2.1.2021) (συνολικά 8 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 11 Ιανουαρίου 2021 έως την Κυριακή, 17 Ιανουαρίου 2021 βάσει της Δ1α/ΓΠ.οικ. 1293/2021 (ΦΕΚ 30/Β/8-1-2021) (συνολικά 7 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 18 Ιανουαρίου 2021 έως την Κυριακή, 24 Ιανουαρίου 2021 βάσει της Δ1α/ΓΠ.οικ. 3060/2021 (ΦΕΚ 89/Β/16-1-2021) (συνολικά 7 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 25 Ιανουαρίου 2021 έως την Παρασκευή, 29 Ιανουαρίου 2021 βάσει της Δ1α/Γ.Π.οικ.: 4992/2021 (ΦΕΚ 186/Β/23-1-2021) (συνολικά 5 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από το Σάββατο, 30 Ιανουαρίου 2021 έως την Παρασκευή, 5 Φεβρουαρίου 2021 βάσει της Δ1α/Γ.Π.οικ.: 6877/2021 (ΦΕΚ 341/Β/29-1-2021) (συνολικά 7 ημέρες).και το χρονικό διάστημα από το Σάββατο, 6 Φεβρουαρίου 2021 έως την Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου 2021 βάσει της υπ΄ αριθμ. Δ1α/Γ·Π.οικ. 8378/2021 (ΦΕΚ 454/Β/5-2-2021) (συνολικά 9 ημέρες). Η προθεσμία συνεχίζει από τη Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021 και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021 έως την Κυριακή, 21 Φεβρουαρίου 2021 βάσει της υπ΄ αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 9147/2021 (ΦΕΚ 534/Β/10-02-2021), όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Δ1α/Γ.Π.οικ.9769/12.2.2021 (ΦΕΚ 586/Β/13.2.2021) (συνολικά 7 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 2021 έως την Κυριακή, 28 Φεβρουαρίου 2021 βάσει της υπ΄ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 10969/2021 (ΦΕΚ 648/Β/20-2-2021) (συνολικά 7 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 1 Μαρτίου 2021 έως την Τετάρτη, 3 Μαρτίου 2021 βάσει της υπ΄ αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 12639/2021 (ΦΕΚ 793/Β/27-02-2021) (συνολικά 3 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από την Πέμπτη, 4 Μαρτίου 2021 έως την Παρασκευή, 12 Μαρτίου 2021 βάσει της υπ΄ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 13805/2021 (ΦΕΚ 843/Β/3-3-2021) (συνολικά 9 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από το Σάββατο, 13 Μαρτίου 2021 έως την Παρασκευή, 19 Μαρτίου 2021 βάσει της υπ΄ αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320/2021 (ΦΕΚ 996/Β/13-3-2021) (συνολικά 7 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από το Σάββατο, 20 Μαρτίου 2021 έως την Κυριακή, 28 Μαρτίου 2021 βάσει της Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698/2021 (ΦΕΚ 1076/Β/20-03-2021) (συνολικά 9 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα, 29 Μαρτίου 2021 έως την Παρασκευή, 2 Απριλίου 2021 βάσει της Δ1α/Γ.Π.οικ. 18877/2021 (ΦΕΚ 1194/Β/27-03-2021) (συνολικά 5 ημέρες) και το χρονικό διάστημα από το Σάββατο, 3 Απριλίου 2021 έως τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 βάσει της Δ1α/Γ.Π.οικ.20651/2021 (ΦΕΚ 1308/Β/03-04-2021) (συνολικά 13 ημέρες). Η προθεσμία συνεχίζει από την Παρασκευή, 16 Απριλίου 2021 Για το χρονικό διάστημα από την Τρίτη, 6 Απριλίου 2021 έως την Παρασκευή, 9 Απριλίου 2021 κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’ 48), ως ημερομηνία για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία λήξης της άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021, ήτοι την 6η.4.2021. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Μετά την ημερομηνία αυτή, δεν προβλεπόταν αναστολή αυτής της προθεσμίας. Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε στις 13.04.2021 , εμπρόθεσμα. Είναι παραδεκτή εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό 37240275595106070094) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ) .
Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. (ολ. Α.Π 1/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…………”, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις από 16.3.2022 (αρ. εκ. κατ. …../2022) άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…..>>, την από 16.3.2022 (με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022 ) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ, με την οποία με την παραπάνω ιδιότητά της δηλώνει ότι παρεμβαίνει υπέρ της εκκαλούσας και κατά του εφεσίβλητου, στην ανωτέρω εκκρεμή δίκη που ανοίχθηκε με την ως άνω κρινόμενη έφεση επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<………………..>> (……….) ειδικής διαδόχου της προαναφερθείσης τραπεζικής εταιρείας, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση καθ’ όλα αυτής τα αιτήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος η οποία ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως εταιρεία διαχείρισης των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με την επωνυμία <<………………..>> (…………..) με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας με αριθμό μητρώου …………., δυνάμει της από 24.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί την 24.6,2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/24.6.2019 (τόμος … /αύξ. Αρ ….), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 όπως αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει των με αριθμό πρωτ. 154/29.4.2020 (τόμος … αυξ. Αρ. … ) και αρ. πρωτ. …/29.4.2020 (τόμος … αυξ. αρ. ….) καταχωρήσεων, η οποία αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………………>>, κατόπιν μεταβίβασης σ΄ αυτήν, μεταξύ άλλων, και των αναγγελθεισών απαιτήσεων δια της από 22.02.2014 αναγγελία της δικαιοπάροχου της ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, στα πλαίσια της τιτλοφόρησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 δυνάμει της από 24.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 24.6.2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου 152/24.6.2019 (τόμος ….. /αύξ. Αρ …. ) σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 ν.3156/2003. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ,- απορριπτομένου ως μη νόμιμου του ισχυρισμού του εφεσιβλήτου περί του ότι η ως άνω εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 δεν απολαμβάνει την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχος διάδικος στην περίπτωση που της έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003 (ΟΛ Α.Π 1/2023) -, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εκκαλούσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία (ΟλΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση, γιατί διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της ανακοπής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1426/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4499/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4355/2002, ΕλλΔ/νη 2004/206). Ωστόσο, κατά την ακολουθήσασα συζήτηση της κρινόμενης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και κατά του εφεσιβλήτου – ανακοπτόντος, δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπερ ης η παρέμβαση – όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αν και ασκηθείσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως άνω εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. τη με αριθμό …../01.04.2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………) και πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολδ).
Περαιτέρω, με την από 8.5.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/9-5-2014) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία <<…………>> προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. …./5.4.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, Συμβ/φου Αθηνών ……… ……., το ανακόπτον (ήδη εφεσίβλητο) εκθέτει, ότι με επίσπευση της καθ’ ης και δυνάμει της υπ’ αριθ. …./12-2-2014, εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηρίασηού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών ………., εκπλειστηριάσθηκαν οι κατασχεθείσες, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./14-1-2014 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (αποθήκη υπογείου επιφάνειας 78 τμ και κατάστημα ισογείου επιφάνειας 74 τμ, επί οικοδομής, που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού . ……), η επικαρπία των οποίων, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ανήκε, στους ………… και ………, ενώ η ψιλή κυριότητα ανήκε, επίσης κατά ½ εξ΄ αδιαιρέτου στις θυγατέρες τους, …….. και …………….. Ότι, κατά τη σύνταξη του ανακοπτόμενου υπ΄ αριθ. ……./15-4-2014 πίνακα κατατάξεως, η ανωτέρω υπάλληλος, αφού αφαίρεσε από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα ύψους 78.420,00 ευρώ, τα πάσης φύσεως έξοδα κ.λ.π., στο υπόλοιπο ποσό των 69.463,47 ευρώ, κατέταξε την πρώτη των καθών προνομιακά και οριστικά, και δη τη Δ.Ο.Υ Ε΄ Πειραιά για ποσό των 4.102,35 και τη δεύτερη των καθών προνομιακά και οριστικά ως ενυπόθηκη δανείστρια στο ποσό των 65.361,12 ευρώ, χωρίς να κατατάξει το ίδιο, για το λόγο ότι απέρριψε στο σύνολο της, ως αόριστη την αναγγελία του. Ενόψει όλων αυτών, ισχυριζόμενο ότι έχει απαίτηση εις βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση, …………, ως Διευθύνοντος Συμβούλου της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………….», ύψους 113.580,21 ευρώ, προερχόμενη από ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετες επιβαρύνσεις και τέλη, που δημιουργήθηκαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, για την οποία αναγγέλθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, δια της αποβολής απ ΄ αυτόν των καθ΄ ών και δια της αντιστοίχου κατατάξεως οριστικά και προνομιακά του ιδίου σε ολόκληρο το πλειστηρίασμα των 69.463,47 ευρώ (μετά την αφαίρεση των εξόδων). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δικάζοντας την ανακοπή αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή ως βάσιμη κατ΄ ουσία ως προς την καθ΄ης η ανακοπή – εκκαλούσα, μεταρρύθμισε τον ανωτέρω πίνακα κατάταξης δια της αποβολής από το ποσό των 6.989,23 ευρώ της εκκαλούσας και ης αντίστοιχής προνομιακής και οριστικής κατάταξης του ανακόπτοντος – εφεσιβλήτου στο ποσό αυτό.
Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της ανακοπής του άρθρου 583 επ. και για την οποία έχουν εφαρμογή τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ στον βαθμό που εναρμονίζονται και προσιδιάζουν στην ανακοπή αυτή, προσβάλλεται η διαδικασία κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, που αρχίζει από την αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης. Με την ανακοπή αυτή, προβάλλονται αιτιάσεις, που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης και μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης (ΑΠ 2117/2014). Συνεπώς, οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να αναφέρονται είτε στην ύπαρξη ή στο μέγεθος της απαίτησης του δανειστή που κατατάχτηκε ή του προνομίου της ή σε προβολή ενστάσεων κατ’ αυτής είτε στην απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της εν λόγω απαίτησης ή του προνομιακού χαρακτήρα και της κατάταξής της (ΑΠ 1127/2014). Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.1, 585, 933 και 979 παρ.2 ΚΠολΔ. προκύπτει ότι, αν ο λόγος ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση και άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθ’ ου, που έχει καταταγεί, ή του προνομίου της, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η άρνηση αυτή, δεδομένου ότι ο καθ’ ου η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των παραγωγικών της απαιτήσεώς του ή του προνομίου της πραγματικών γεγονότων. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει, κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί, κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει), την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαιτήσεώς του για την οποία έχει καταταγεί, καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της. Αν ο καθ’ ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 711/2016, ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1031/2013). Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και του αντικειμένου της και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ` ου η ανακοπή. Δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατατάξεως είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετέχοντες της δίκης άλλους δανειστές, οι οποίοι έχουν επίσης καταταγεί στον πίνακα κατάταξης και τους οποίους ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει. Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο νικήσας ανακόπτων και όχι άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή ή αυτή απορρίφθηκε ως προς τους ίδιους λόγους, ακόμα και αν εκείνος έχει μείζον προνόμιο κατάταξης (Α.Π 602/2022, ΑΠ 467/2021, ΑΠ 1518/2018, 1851/2014, ΑΠ 1083/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 972 παρ.1 KΠολΔ, οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία που επιδίδεται, το αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ` αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρο 118 KΠολΔ (ΑΠ 1349/2011). Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και συγκεκριμένα στη διαδικασία της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή. Στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους, κατά το άρθρο 974 KΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 KΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Για το σκοπό αυτό η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, καθώς και του προνομίου της. Το δικόγραφο δε αυτής είναι άκυρο, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 KΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης και του προνομίου της, όταν η αοριστία, που αποτελεί παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, προκαλεί σ` αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 KΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 KΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή ή ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 KΠολΔ (ΑΠ 119/2003, ΑΠ 387/2001, ΑΠ 1783/2001), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρο 974 KΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι` αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 KΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1 και 2/2010, ΑΠ 1349/2011). Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα (ή δικαστική απόφαση) που είναι εμπρόθεσμα, μέσα στη νόμιμη ως άνω προθεσμία, κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με τα οποία αναγνωρίζεται η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή ή το προνόμιό του και το οποίο αναφέρεται στο αναγγελτήριο, και τα οποία είναι προσιτά σε όλους (ΑΠ 1580/2013, ΑΠ 2068/2013, ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 545/2006). Επίσης, η συμπλήρωση του ελλιπούς και εκ τούτου αόριστου αναγγελτηρίου μπορεί να γίνει μόνο με νέο αναγγελτήριο μέσα στη νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 1788/2002). Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλομένη από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. γ` και δ` KΠολΔ υποχρέωσή του να καταθέσει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 15 ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 KΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η πάροδος όμως άπρακτης της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του άρθρου 972 παρ.1 εδ. γ` KΠολΔ, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 KΠολΔ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιόν του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Α.Π 69/2022, ΑΠ 949/2011 ΑΠ 31/2010, ΑΠ 1340/2006, ΑΠ 472/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 972, 979 και 980 ΚΠΟΛΔ συνάγεται ότι η τυχόν προγενέστερη κατάσχεση ή αναγγελία και, γενικά, η συμμετοχή του αναγγελομένου σε άλλη διαδικασία κατατάξεως ή εκτελέσεως κατά του ίδιου οφειλέτη ή άλλου συνοφειλέτη, δεν αποστερεί το δανειστή, από την ευχέρεια να αναγγελθεί για την ίδια απαίτήσή του σε άλλο πλειστηριασμό, αφού με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεώς του. Αν όμως στη συνέχεια ο δανειστής κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα και η κατάταξή του αυτή έγινε τελικώς απρόσβλητη (με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα τούτου), τότε, ενόψει και του ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών, επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαιτήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 432 Α.Κ (Α.Π 590/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με επίσπευση της καθ’ ης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>>, εκπλειστηριάσθηκαν, στις 12-2-2014, δύο αυτοτελείς ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (αποθήκη υπογείου και κατάστημα ισογείου, επί οικοδομής, που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……..), η επικαρπία των οποίων ανήκε, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στους οφειλέτες ……….. και ………, η δε ψιλή κυριότητα κατά εξ αδιαιρέτου στις θυγατέρες τους … και ……….., όπως ειδικότερα περιγράφονται στην υπ΄ αριθ. ……../14-1-2014 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. Κατά τη διενέργεια του πλειστηριασμού, αναδείχθηκε πλειοδότης η ως άνω επισπεύδουσα και καθ’ ης η ανακοπή και επιτεύχθηκε πλειστηρίασμα 78.420,00 ευρώ. Στη συνέχεια η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συμβολαιογράφος Αθηνών ………, συνέταξε τον προσβαλλόμενο, υπ΄ αριθ. …../15-4-2014 πίνακα κατάταξης, στον οποίο αφού αφαίρεσε τα έξοδα εκτελέσεως, αμοιβής συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή κ.λ.π., που ανήλθαν στο ποσό των 8.956,53 ευρώ, κατέταξε στο υπό διανομή ποσό των 69.463,47 ευρώ, την Ε΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά προνομιακά στο ποσό των 3.495,00 ευρώ και 607,35 ευρώ και συνολικά σε 4102,35 ευρώ, και την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα προνομιακά και οριστικά ως ενυπόθηκη δανείστρια, στο ποσό των 6.5361,12 ευρώ. Στον εν λόγω πλειστηριασμό είχε αναγγελθεί μεταξύ άλλων το ανακόπτον, για ποσό 113.580,21 ευρώ προερχόμενο από ασφαλιστικές εισφορές της εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που γεννήθηκαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού (άρθρο 975 αριθ. 3 του ΚΠολΔ). Η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συμβολαιογράφος Αθηνών Ευφροσύνη Σιμοπούλου – Κορωναίου, απέρριψε την αναγγελία του αναγγελθέντος Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α Πειραιά ως αόριστη και ως εκ τούτου τις απαιτήσεις τους ως μη υπαγόμενες στα ειδικά προνόμια του άρθρου 975 παρ.3 ΚΠΟΛΔ με την εξής αιτιολογία : <<Στον δε επισυναφθέντα στην ανωτέρω αναγγελία πίνακα χρεών, μνημονεύονται οι ημερομηνίες βεβαιώσεως των αντίστοιχων επιμέρους οφειλών του ανωτέρω νομικού προσώπου (από 1.7.2010 έως 31.12.2011), χωρίς όμως να περιγράφονται με σαφήνεια οι απαιτήσεις του εν λόγω Ταμείου, αναφέρονται δε ως στοιχεία αφορώντα στο πρόσωπο του εκ των καθ΄ων η εκτέλεση ………… τα ακόλουθα : Τα στοιχεία της ταυτότητας του (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο ημερομηνία και τόπος γεννήσεως, ο ΑΔ Αστυνομικής Ταυτότητας, η ιδιότητα του <<Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος>> και αμέσως η ημερομηνία <<30.6.2011>>. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω, η εν λόγω αναγγελία είναι αόριστη, αφού δεν περιγράφει την απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή κατά τρόπο, ώστε να παρέχεται η ευχέρεια, αφενός σε εμένα τη Συμβολαιογράφο, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, να προβώ στη σύγκριση και κατάταξη των απαιτήσεων στον πίνακα κατάταξης , αφετέρου δε στους άλλους δανειστές και στον καθ΄ου η εκτέλεση να αμυνθούν. Και τούτο , διότι η μη αναφορά στην αναγγελία του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο …………. είχε την ιδιότητα που τον καθιστά υπεύθυνο κατά νόμο για λογαριασμό της της εταιρείας με την επωνυμία «……………..», οφειλέτιδας του αναγγελθέντος Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α Πειραιά καθιστά αδύνατο τον εκ μέρους μου έλεγχο της ύπαρξης του προνομιακού χαρακτήρα των απαιτήσεων αυτών. Εξάλλου, η μνεία της ανωτέρω ημερομηνίας και της ιδιότητας του ………….. ως <<Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου>> δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής προς απόδειξη της αντίστοιχης ιδιότητας κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα αι συνεπώς συνυπεύθυνου για τα χρέη της>>. Πλην όμως εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η παραπάνω αναγγελία του ανακόπτοντος και ήδη εφεσιβλήτου, που επιδόθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, περιέχει πίνακα, με τα στοιχεία του ως άνω Διευθύνοντος Συμβούλου και την ιδιότητα του και πίνακα χρεών στον οποίο αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα, από το άρθρο 972§1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο αυτής στοιχεία, που εξειδικεύουν την απαίτηση του Ι.Κ.Α, καθόσον αναφέρεται σ’ αυτήν, το επικαλούμενο εκ του άρθρου 975§3 του ΚΠολΔ, προνόμιο και περιγράφονται οι απαιτήσεις του, κατ΄ είδος, ύψος και χρόνο γέννησης, το πρόσωπο του οφειλέτη, ενώ περιέχει και αίτημα για κατάταξη. Συγκεκριμένα, αναφέρονται ο αριθμός του τριπλότυπου και η ημερομηνία βεβαίωσης των χρεών, η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρονται οι καθυστερημένες εισφορές, το βασικό ποσό της οφειλής και των πρόσθετων τελών, ήτοι : 1) με την υπ΄ αριθμ. …../15-11-2010 τριπλότυπη βεβαίωση και με βάση την ΠΕΕ ….. βεβαιώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-7-2010 έως 31-8-2010 τα ποσά των 31.434,63 ευρώ για κύριες εισφορές και 12349,81 ευρώ για προσαυξήσεις,2) με την υπ΄αριθμ. …./17-8-2011 τριπλότυπη βεβαίωση και με βάση την ΠΕΕ …. βεβαιώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1 -11-201 θ έως 31-3-2011 τα ποσά των 8421,40 ευρώ για κύριες εισφορές και 2.663,28 ευρώ για προσαυξήσεις,3) με την υπ΄αριθμ. …./17-8-2011 τριπλότυπη βεβαίωση και με βάση την ΠΕΕ …. βεβαιώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-4-2011 έως 31-5-2011 τα ποσά των 17333,53 ευρώ για κύριες εισφορές και 5198,19 ευρώ για προσαυξήσεις, 4) με την υπ΄ αριθμ. …/17-8-2011 τριπλότυπη βεβαίωση και με βάση την ΠΕΠΤ …. βεβαιώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 992,27 ευρώ για κύριες εισφορές, 5) με την υπ΄ αριθμ. …./17-2-2012 τριπλότυπη βεβαίωση και με βάση την ΠΕΕ …. βεβαιώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 έως 30-9-2011 τα ποσά των 22234,76 ευρώ για κύριες εισφορές και 6032,91 ευρώ για προσαυξήσεις, και 6) με την υπ΄ αριθμ. …./17-5-2012 τριπλότυπη βεβαίωση και με βάση την ΠΕΕ …. βεβαιώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1-10-2011 έως 31-12-2011 τα ποσά των 5622,07 ευρώ για κύριες εισφορές και 1.297,36 ευρώ για προσαυξήσεις. Συνολικά δε για το ποσό των 113580,21 ευρώ και ειδικότερα για ποσό 86.038,66 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές και για ποσό 27541,55 ευρώ για προσαυξήσεις. Συνεπώς αποδείχθηκε η ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησης του ανακόπτοντος καθώς και ο προνομιακός της χαρακτήρας. Ο παραπάνω πίνακας έχει ενσωματωθεί και στο δικόγραφο της ανακοπής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Συνεπώς, ο λόγος της έφεσης ότι η εκκαλουμένη, κατά κακή ερμηνεία του νόμου δεν απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, εκ του λόγου ότι στο δικόγραφο της ανακοπής απλώς γίνεται επανάληψη του πίνακα χρεών, χωρίς να εξειδικεύονται καθ΄ είδος και ποσό οι επιμέρους αναγγελλόμενες απαιτήσεις, ενώ στον πίνακα αναγράφονται αορίστως στοιχεία, όπως <<ΠΕΕ>>, <<ΠΕΤΠ>> και παρατίθεται ο αριθμός του εκάστοτε παραστατικού και τιπλοτύπου βεβαίωσης, η χρονική περίοδος και το αντίστοιχο ποσό του τιπλοτύπου βεβαίωσης, η χρονική περίοδος και το αντίστοιχο ποσό της οφειλής, χωρίς να διευκρινίζεται η σημασία των ανωτέρω στοιχείων, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος , με βάση τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού εκτίθενται επαρκή στοιχεία με βάση τα οποία το Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και στην καθ΄ης η ανακοπή ήδη εκκαλούσα να αμυνθεί, δηλαδή προσδιορίζεται η χρονική περίοδος της απασχόλησης, ο αριθμός και η ημερομηνία της βεβαίωσης και το οφειλόμενο ποσό για κύριες εισφορές και πρόσθετα τέλη ανά περίοδο, ενώ το προνόμιο αυτών αποτελεί άμεση απόρροια του είδους τους. (άρθρο 975 ΚΠΟΛΔ αρ. 3, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση αυτού από τα άρθρα 41 του Ν 3863/2010, 56 του Ν 3994/2011 και 19 αριθμ 10 του ν 4055/2012 ορίζονται τα εξής: «Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση εξαρτημένη εργασία… Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστό, κατά το άρθρο 977 γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής». Συνακόλουθα, δικαιολογείται και το έννομο συμφέρον και η ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, ενώ σαφές ήταν και το αίτημα για την προνομιακή κατάταξη του ανακόπτοντος, αντί της εκκαλούσας που εσφαλμένα κατετάγη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συναφώς, τυγχάνει απορριπτέος ο ανωτέρω λόγος έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο πλήττεται το ορισμένο της αναγγελίας , λόγω ελλιπούς περιγραφής του είδους και του ποσού των αναγγελλομένων απαιτήσεων, σύμφωνα τα αναλυτικά εκτιθέμενα ανωτέρω. Απορριπτέος τυγχάνει ο ανωτέρω λόγος κατά το σκέλος του περί μη αναφοράς των στοιχείων που θεμελιώνουν την ιδιότητα ως νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου της εταιρείας του αναφερομένου καθ΄ου η εκτέλεση. Τούτο διότι ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, είχαν προσκομιστεί, με σχετική επίκληση στις προτάσεις του ανακόπτοντος τα υπ΄ αριθμό 10390/25.9.2006 και 2634/10.4.2012 Φύλλα της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΤΕΥΧΟΣ Ανώνυμων Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης) από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο εκ των καθ΄ων η εκτέλεση ………….. εκλέχθηκε από τη Γενική Συνέλευση της οφειλέτριας στις 30.6.2006 για τη διοίκηση της εταιρείας και κατά της συγκρότηση του διοικητικού της συμβουλίου ορίστηκε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, ιδιότητα την οποία διατήρησε για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30.6.2011 και στη συνέχεια την 1.7.2011 εκλέχθηκε από τη Γενική Συνέλευση της οφειλέτριας για τη διοίκηση της εταιρείας και κατά της συγκρότηση του διοικητικού της συμβουλίου ορίστηκε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, ιδιότητα την οποία διατήρησε για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30.6.2016 . (βλ. σελ. 3 αρ.ΙΙ προτάσεων). Σημειωτέον ότι η σχετική έλλειψη συμπληρώθηκε, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απώτατο σημείο κατά το οποίο θα μπορούσε να συμπληρωθεί, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας με την προσκομιδή μετ΄επικλήσεως των ανωτέρω Φ.Ε.Κ. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι ο ……….. είχε την ιδιότητα που τον καθιστά υπεύθυνο κατά νόμο για λογαριασμό της της εταιρείας με την επωνυμία «……………..», οφειλέτιδας του αναγγελθέντος Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Ι.Κ.Α Πειραιά, καθόσον στον επισυναφθέντα στην ανωτέρω αναγγελία πίνακα χρεών, μνημονεύονται τα στοιχεία της ταυτότητας του (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο ημερομηνία και τόπος γεννήσεως, ο ΑΔ Αστυνομικής Ταυτότητας, η ιδιότητα του <<Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος>> και αμέσως η ημερομηνία <<30.6.2011>> και επιπλέον ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, είχαν προσκομιστεί, κατά τα προαναφερόμενα με σχετική επίκληση στις προτάσεις του ανακόπτοντος τα σχετικά ΦΕΚ. Εξάλλου τόσο ο οφειλέτης όσο και οι δανειστές είχαν τη δυνατότητα, χωρίς να υποστούν βλάβη, να αποκρούσουν αποτελεσματικά την αναγγελία αυτή κατά την άσκηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι η μη κατάταξη του ανακόπτοντος δεν έγινε σύννομα, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης. Τέλος απορριπτέος τυγχάνει και ο τέταρτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι έλαβε χώρα μερική εξόφληση της απαίτησης του ανακόπτοντος από την κατάταξή του σε άλλους πίνακες κατάταξης για τον ίδιο οφειλέτη, δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα δίκη, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύεται ότι η κατάταξη σε έτερο πίνακα έχει καταστεί απρόσβλητη με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα, οπότε δεν έχει επέλθει απόσβεση της απαίτησης του ανακόπτοντος και ήδη εφεσιβλήτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, μη προτεινομένου άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η εν λόγω έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω αφού απορρίπτεται η έφεση πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100,00 ευρώ) που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσής της, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει απορριφθεί η ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 11.3.2022 (αρ. εκ. κατ. ……../2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<……………. >> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………………….>>. Τέλος πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 179, 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 8.4.2021 (με Γ.Α.Κ…./2021 και με Ε.Α.Κ. ../2021 στη γραμματεία του πρωτοδικείου και με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 στη Γραμματεία του Εφετείου) κατά της υπ΄ αριθμό 245/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών και την από 11.3.2022 (αρ. εκ. κατ. ………/2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………….. >> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………>>, ερήμην της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την από 11.3.2022 (αρ. εκ. κατ. …../2022 ) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………. >> υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> .
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 8.4.2021 (με Γ.Α.Κ…../2021 και με Ε.Α.Κ. …/2021 στη γραμματεία του πρωτοδικείου και με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021 στη Γραμματεία του Εφετείου) κατά της υπ΄ αριθμό 245/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού 100,00 το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.
Συμψηφίζει στο σύνολο τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ