Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 568/2023

Αριθμός Απόφασης   568/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Λέκκου Κωνσταντίνα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ.

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιαννάτο (με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) [αριθμός προείσπραξης ….. ΔΣΑ].

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» (πρώην επωνυμία «…………»), η οποία εδρεύει στο .….. και εκπροσωπείται νόμιμα  και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο – Παναγιώτη Πλαζομίτη (με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) [αριθμός προείσπραξης …… ΔΣΠ].

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» υπό την προηγουμένη επωνυμία της «…………», με την από 10.06.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/14-6-2013 αγωγή της, που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία ήγειρε κατά της ήδη εκκαλούσας  …………, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο, εκδικάζοντας της ανωτέρω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία κατά τη δικάσιμο της 11-12-2019, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 4544/2020 απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο ναυτικό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το εν λόγω τμήμα του ανωτέρω Δικαστηρίου, στο οποίο επανήλθε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, με την από 23-10-2020 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του με αριθμό κατάθεσης ……../29-10-2020, αφού εκδίκασε την ανωτέρω αγωγή κατά τη δικάσιμο της 19/10/2021, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε τη με αριθμό 1567/16-05-2022 οριστική του απόφαση, με την οποία, έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και στην ουσία της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ανωτέρω εκκαλούσα – εναγομένη, με την ένδικη από 24.06.2022 έφεσή της, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία κατέθεσε ενώπιον του εκδόσαντος την ανωτέρω απόφαση Δικαστηρίου, Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……/25-06-2022, δικάσιμος προς συζήτηση επί της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../06.07.2022 πράξη του Γραμματέα η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη.

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι παριστάμενοι κατά τα άνω δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η  κρινόμενη από 24.06.2022 έφεση, κατά της με αριθμό  1567/16-05-2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518  Κ.Πολ.Δ), με κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 25-06-2022, εντός της προβλεπομένης από τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως, επεδόθη στην εκκαλούσα, την 30-05-2022 (532 σε συνδ. με 495, 513 § 1 β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ), είναι δε πρόδηλο το, για την άσκησή της έννομο συμφέρον της εκκαλούσας, ως ηττηθείσας διαδίκου στην πρωτοβάθμια δίκη. Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το υπ’ αριθμ. …….. e- παράβολο (αρθρ. 495 παρ. 3 Κ.ΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την ένδικη από 10.06.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../14-6-2013 αγωγή της,  την οποία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκθέτει ότι, η εναγομένη, νόμιμη εκπρόσωπος της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……………..», ξέδωσε στην Αθήνα, κατά τους αναφερομένους στην αγωγή χρόνους, υπό την εταιρική επωνυμία της ανωτέρω εταιρείας, δύο μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, τα στοιχεία των οποίων μνημονεύονται στην αγωγή, ποσού ευρώ 11.000 και 10.000, αντίστοιχα και συνολικά ποσού ευρώ 21.000, εις διαταγήν της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρίας με την επωνυμία «……………», των οποίων η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως και τις οποίες η ενάγουσα οπισθογράφησε περαιτέρω. Ότι οι εν λόγω τραπεζικές επιταγές, εμφανίσθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή τους από τους νόμιμες κομιστές αυτών, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, γεγονός που βεβαιώθηκε από τις πληρώτριες τράπεζες, ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Επιπλέον, ότι η ενάγουσα, ως υπογραφέας επί των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, εξόφλησε τους τελευταίους κομιστές αυτών ως εξ αναγωγής υπόχρεη και τοιουτοτρόπως κατέστη κομίστρια αυτών. Ότι η εναγομένη εξέδωσε τις εν λόγω τραπεζικές επιταγές, εν γνώσει της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ισόποση ζημία. Με την επίκληση των περιστατικών αυτών, ζήτησε, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, δι΄ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, να της καταβάλει ως αποζημίωση το οφειλόμενο εκ των επίδικων τραπεζικών επιταγών ποσό των ευρώ 21.000, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 2.000, ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το ανωτέρω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών), με τη με αριθμό 4544/2020 απόφασή του, αφού έκρινε εαυτό αναρμόδιο, παρέπεμψε την ένδικη αγωγή προς εκδίκασή της, στο αρμόδιο ναυτικό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η εν λόγω αγωγή, επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 23.10.2020 κλήση της ενάγουσας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά τη δικάσιμο της 19.10.2021, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1567/16-5-2022 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη, ακολούθως, έκανε δεκτή εν μέρει και στην ουσία της αυτή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 21.000 ευρώ ως αποζημίωσή της, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 600,00 ως χρηματική της ικανοποίηση και συνολικά το ποσό των ευρώ 21.600, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των ευρώ 900,00. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εναγομένη με την ένδικη έφεσή της, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, για λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των εγγράφων  που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων και η περιεχόμενη στα από 11.12.2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ……………, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 261 εδάφ. β, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στο ΒΙ.ΠΑ …………., έχει ως αντικείμενο δραστηριότητάς της την εκτέλεση μηχανουργικών εργασιών και εργασιών επισκευής πλοίων παντός τύπου. Η εναγομένη, κατά τον επίδικο χρόνο της έκδοσης των ενδίκων, κατωτέρω αναφερόμενων, τραπεζικών επιταγών, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..». Η εναγόμενη, με την ανωτέρω ιδιότητά της, εξέδωσε στην Αθήνα, κατά τους ακόλουθους χρόνους, τις ακόλουθες δύο τραπεζικές επιταγές και δη (α) την 15-02-2008, εις διαταγήν της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», την υπ’ αριθ. …-…. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 11.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως την 10.8.2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Μεταμορφώσεως της Τράπεζας Κύπρου, από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ……… τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή, η ανωτέρω λήπτρια εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία ακολούθως, ως νόμιμη κομίστρια αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε αυτή περαιτέρω, στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ………. Η τελευταία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή της, την 18-08-2008, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στο υποκατάστημα Κερατσινίου της ανωτέρω πληρώτριας τράπεζας, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, όπως τούτο βεβαιώνεται με την από 18.8.2008 βεβαίωση επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής, από την ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα και (β) την 21-3-2008, εις διαταγήν της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», την υπ’ αριθ. …….. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως την 30.9.2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Νέας Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη της Τράπεζας …………., από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ……… λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή, η ανωτέρω λήπτρια εταιρεία ως νόμιμη κομίστρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία ακολούθως, ως νόμιμη κομίστρια αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε αυτή στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «…………….». Η τελευταία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε προς πληρωμή της, την 30-09-2008, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στο υποκατάστημα Κερατσινίου της ……………, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου, όπως τούτο βεβαιώνεται με την από 2.10.2008 βεβαίωση επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής από υπαλλήλους της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας ……………, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της ανωτέρω πληρώτριας τράπεζας. Των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, όπως η ενάγουσα αναφέρει στην ένδικη αγωγή της και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό της εναγομένης, κατέστη αυτή νόμιμη κομίστρια εξ αναγωγής αφού, όσον αφορά στην πρώτη εξ αυτών, κατέβαλε στην τελευταία νόμιμη κομίστρια αυτής, ………., το ποσό των ευρώ 11.000 και όσον αφορά στη δεύτερη εξ αυτών, κατέβαλε στην τελευταία νόμιμη κομίστρια αυτής, εταιρεία με την επωνυμία «…….», το ποσό των ευρώ 10.000. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, καθόν χρόνο η εναγομένη εξέδωσε τις ανωτέρω δύο τραπεζικές επιταγές και δη την 15.2.2008 και 21.3.2008, αντίστοιχα, η εταιρεία …….., της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος ήταν και υπό την εταιρική επωνυμία της οποίας εξέδωσε τις εν λόγω τραπεζικές επιταγές, ευρίσκετο σε φθίνουσα οικονομική πορεία. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι, ο Όμιλος …., στον οποίο ανήκε και η ανωτέρω εταιρεία ………, είχε ήδη οφειλές έναντι τρίτων και συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη με αριθμό 888/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξεδόθη με τη διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας, επί αιτήσεως της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, αλλά ανήκουσας στον Όμιλο … εταιρείας ………….., η ανωτέρω εταιρεία …, στην από 30.9.2008 απαντητική επιστολή αυτής (εταιρείας ……..) προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανέφερε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2007 έως 31.3.2008, είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις τρίτων κατά του ανωτέρω Ομίλου, εκ ποσού ευρώ 2.556.000. Η εναγομένη, βέβαια, στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, αμφισβήτησε το γεγονός αυτό, πλήττοντας την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα περί της ύπαρξης των εν λόγω οφειλών, πλην όμως η ίδια (εναγομένη) δεν προσεκόμισε την ανωτέρω από 30.9.2008 απαντητική επιστολή αυτής (εταιρείας ………) προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για την οποία σαφώς έκανε λόγο η προαναφερομένη με αριθμό 888/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, η ίδια ως άνω εταιρεία, όπως προκύπτει από την από 5.9.2008 αίτηση της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία …….., την οποία η τελευταία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία …….., μέλους του Ομίλου ……,  με την οποία αυτή (εταιρεία ………..) ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της ανωτέρω καθής ναυτικής εταιρείας και στην οποία (αίτηση) η εν λόγω εταιρεία (….), ανέφερε ότι, διατηρούσε απαίτηση έναντι της ανωτέρω εταιρείας ….., από την πώληση και παράδοση καυσίμων έως την 31.5.2008, ποσού ευρώ 696.001,64, την οποία είχε αναδεχθεί και η ανωτέρω εταιρεία …. …… Στην εν λόγω αίτηση, αναφέρεται περαιτέρω ότι, η συνολική απαίτηση αυτής (εταιρεία …) από πώληση και παράδοση καυσίμων έως την 31.5.2008 προς τις εταιρείες …… της οποίας η εναγομένη ήταν νόμιμη εκπρόσωπος κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά και τις εταιρείες ……………, που ανήκαν στο Όμιλο …, ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 6.971.266,70 ευρώ, το οποίο μάλιστα, κατά την εν λόγω αίτηση, αναγνώρισαν οι ανωτέρω εταιρείες την 31.7.2008 και αποδέχθηκαν όπως καταβάλουν αυτό άπασες, ως ενεχόμενες εις ολόκληρον. Μάλιστα, κατόπιν αιτήσεως της ίδιας ως άνω εταιρείας με την επωνυμία …………, εξεδόθη και σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας ……….., η με αριθμό 68/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εν λόγω εταιρείας (…….), έως του ποσού των 7.000.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της εκ ποσού ευρώ 6.751.266,70 απαίτησης της ανωτέρω εταιρείας (….), στο οποίο ποσό είχε ανέλθει η ανωτέρω εκ ποσού ευρώ 6.971.266,70 απαίτηση αυτής από την πώληση καυσίμων στις εταιρείες του ανωτέρω ομίλου έως την 31.5.2008, κατόπιν της καταβολής του ποσού των ευρώ 220.000 την 7.8.2008. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι, η εναγομένη, ενεργώντας υπό την ιδιότητα που ανωτέρω αναφέρεται, προέβη στην έκδοση των ανωτέρω δύο τραπεζικών επιταγών, γνωρίζοντας τη φθίνουσα οικονομική πορεία της ανωτέρω εταιρείας …… και για το λόγο αυτό γνωρίζοντας ως ενδεχόμενο ότι δεν θα υπάρχουν, κατά το χρόνο εμφάνισης προς πληρωμή των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, διαθέσιμα, για την πληρωμή τους, κεφάλαια στους αντίστοιχους λογαριασμούς της εκδότριας εταιρείας (……….), γεγονός το οποίο και αποδέχθηκε. Με τον τρόπο αυτό, προέβη σε έκδοση ακάλυπτων επιταγών, δηλαδή τέλεσε πράξη, η οποία είναι αξιόποινη, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933. Συνακόλουθα, απεδείχθη ότι, διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας και αδικοπραξία, κατά την έννοια της ΑΚ 914, αφού οι διατάξεις του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933 προστατεύουν και το ατομικό συμφέρον της ενάγουσας, ως δικαιούχου των εν λόγω επιταγών και δη ως εξ αναγωγής κομίστριας αυτών. Από την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά της εναγομένης, εξάλλου, προξενήθηκε σε βάρος της ενάγουσας περιουσιακή ζημία, ισόποση με το συνολικό ποσό των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών που εξέδωσε και δη ανερχομένη στο ποσό των ευρώ 21.000, η εν λόγω δε ζημία της ενάγουσας εταιρείας ήταν απότοκη της μη πληρωμής των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ’ αυτή. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, από την ανωτέρω σε βάρος της αδικοπραξία, η ενάγουσα εταιρεία υπέστη ηθική βλάβη, καθόσον ετρώθη η φήμη αυτής και μειώθηκε η εμπορική και επαγγελματική της πίστη, ενόψει μάλιστα του ότι, οπισθογράφησε περαιτέρω τις ένδικες τραπεζικές επιταγές, με αποτέλεσμα να εκτεθεί στους συνεργαζομένους με αυτή επιχειρηματικούς κύκλους, ως διακινούσα ακάλυπτες επιταγές, για την αποκατάσταση της οποίας, αφού ληφθούν υπόψη τα, κατά το νόμο, στοιχεία και δη το ύψος της ζημίας της ενάγουσας εκ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, η αποκλειστική υπαιτιότητα της τελευταίας (εναγομένης) στο ένδικο συμβάν, οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη της ενάγουσας, όπως αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, το είδος της προσβολής αλλά και η βαρύτητα της βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, η οικονομική κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική κατάσταση της εναγομένης και η συμπεριφορά αυτής, μετά τη ζημία της ενάγουσας, εφόσον κανένα ποσό δεν της κατέβαλε έναντι της απαίτησης της από τις ένδικες τραπεζικές επιταγές, κρίνεται ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής (ενάγουσας) έπρεπε να της επιδικασθεί το ποσό των ευρώ 600,οο, το οποίο και της επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Το γεγονός ότι η εναγομένη, δυνάμει των με αριθμό 56083/2013 και 89661/2013 αποφάσεων του ΣΤ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε αθώα του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όσον αφορά στις ένδικες τραπεζικές επιταγές, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106η του Ν. 3588/2007, το οποίο προσετέθη με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011 και κατά το οποίο «Με την επικύρωση της συμφωνίας (ενν. συνδιαλλαγής) αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή κώλυμα έκδοσης επιταγών… εξαλείφεται επίσης το αξιόποινο των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών … που έχουν τελεσθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης», όπως η ίδια ισχυρίζεται στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης, με τον οποίο υπό τον τίτλο «παράλειψη απάντησης αυτοτελών ισχυρισμών αρ. 559 περ.8 ΚΠολΔ» πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δη των ανωτέρω προσκομιζομένων υπ’ αυτής ποινικών αποφάσεων, διότι κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητος, δέχθηκε ότι, βαρύνει την εναγομένη υπαιτιότητα κατά την έκδοση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, ενώ εάν ορθά εφάρμοζε τον νόμο και ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις έπρεπε να δεχθεί ότι ελλείπει ο δόλος τελέσεως του αδικήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν αναιρεί την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης και την υποχρέωσή της προς αποζημίωση της ενάγουσας, διότι η ανωτέρω υποχρέωση αυτής (εναγομένης), θεμελιώνεται ανεξαρτήτως της στοιχειοθέτησης του ποινικού αδικήματος του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, το γεγονός ότι κατόπιν αιτήσεως της ανωτέρω εταιρείας ……….., έλαβε χώρα άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του Ν. 3588/2007, δυνάμει της προσκομιζόμενης σε απόσπασμα με αριθμό 114/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και η επικύρωση της σχετικής συμφωνίας των πιστωτών, δυνάμει της με αριθμό 107/2010 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία ομοίως προσκομίζεται σε απόσπασμα, ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς το δόλο της εναγομένης, διότι οιαδήποτε μεταβολή της νομικής κατάστασης του νομικού προσώπου, ακόμη και η υποβολή αίτησης συνδιαλλαγής και η επικύρωση τυχόν συμφωνίας των πιστωτών, δεν επάγεται την άρση του στοιχείου της υπαιτιότητας, ούτε και του στοιχείου του παρανόμου χαρακτήρα της πράξεως της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου κατά τους όρους του άρθρου 914 ΑΚ και ως εκ τούτου η εναγομένη δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της προς αποζημίωση της ενάγουσας, αφού αυτή είναι πρόσθετη με αυτή του νομικού προσώπου προς αποζημίωση (πρβλ. ΑΠ 271/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ αφορά πτώχευση). Επιπροσθέτως, το παρόν Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν δεσμεύεται από τις ανωτέρω ποινικές αποφάσεις, εφόσον από αυτές δεν παράγεται δεδικασμένο για την ένδικη υπόθεση. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του ο ανωτέρω τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης. Βέβαια, η εναγομένη ήδη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκε ότι, καθόν χρόνο εξεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές, υπήρχαν ταμειακά διαθέσιμα στους τραπεζικούς λογαριασμούς της ανωτέρω εταιρείας ……………, από τους οποίους έπρεπε να εξοφληθούν οι επίδικες τραπεζικές επιταγές, γεγονός που προσεπιβεβαίωσε και η ανωτέρω μάρτυράς της ……………. και επιπλέον ότι η ίδια, αλλά και το ανωτέρω νομικό πρόσωπο είχαν προβεί σε όλες τις προπαρασκευαστικές ενέργειες προς διασφάλιση της οικονομικής της ευρωστίας και με βάση την ειθισμένη πορεία των πραγμάτων, αλλά και την πολυετή εμπορική πρακτική, προσδοκούσε βάσιμα και εύλογα ότι από την είσπραξη των εταιρικών εσόδων και την αποκομιδή κέρδους, θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, εφόσον από την εκμετάλλευση των πλοίων του Ομίλου ……… και το μεταφορικό έργο αυτών, κατά το έτος 2008, ο Όμιλος είχε εισπράξει μικτούς ναύλους ανερχομένους σε ευρώ 7.706.214 από τους επιβάτες, σε ευρώ 4.695.748 από τα ΙΧ και σε ευρώ 4.665.408 από τα φορτηγά. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι, η οικονομική αδυναμία της ανωτέρω εταιρείας, ήταν επιγενόμενη της εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών και αιφνίδια και οφείλεται στην παράνομη και τιμωρητική μεταχείριση από φορείς του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με σκοπό τον οικονομικό αφανισμό του ………. κυρίου μετόχου της ανωτέρω εταιρείας . ……. και δη τη μη καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων από το Υπουργείο Ναυτιλίας, ύψους 2.500.000 ευρώ, με παράλληλη κατάπτωση εγγυητικών επιστολών από την αναίτια διακοπή των χρηματοδοτικών γραμμών από κρατική τράπεζα και αναίτια διακοπή χορήγησης καυσίμων από κρατική πετρελαϊκή εταιρεία, συνεπεία καταγγελιών αυτού για εκβίαση από κυβερνητικά στελέχη εις βάρος αυτού (Φ. Μανούσου), προκειμένου να καμφθεί η βούλησή του και να αποσύρει τις καταγγελίες του ενώπιον των δικαστικών και ανακριτικών αρχών. Εν τούτοις, όπως ανωτέρω απεδείχθη, η εταιρεία ……… ήδη από την 1.10.2007, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, άρχισε να εμφανίζει φθίνουσα οικονομική πορεία, εφόσον από 1.10.2007 έως 31.3.2008, κατά δήλωση της ιδίας ως άνω εταιρείας ………., κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οφειλές του Ομίλου …. έναντι τρίτων, συνολικού ποσού ευρώ 2.556.000. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι, κατά τις παραδοχές της προαναφερομένης με αριθμό 888/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Ομίλου …….., ανήλθαν έως την 30.9.2008 σε 9.000.000 ευρώ. Παράλληλα, όπως απεδείχθη, η εν λόγω εταιρεία εμφάνιζε οφειλές έναντι της ανωτέρω εταιρείας … από την προμήθεια καυσίμων οι οποίες την 31.5.2008 ανήλθαν σε ευρώ 696.001,64. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό β έγγραφο συνοπτικών οικονομικών στοιχείων της ανωτέρω εταιρείας …………. και του Ομίλου …., η εν λόγω εταιρεία, κατά τη λήξη του έτους 2007 εμφάνιζε ζημίες, χωρίς παράλληλα η εναγομένη να προσκομίζει αντίστοιχα οικονομικά στοιχεία του έτους 2008. Επομένως, υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αλυσιτελώς επιχειρείται η θεμελίωση της έλλειψης του αναγκαίου στοιχείου του δόλου της εναγομένης, στη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών από ανωτέρα βία, που συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς της, στην αιφνίδια παράνομη και τιμωρητική μεταχείριση από φορείς του Ελληνικού Δημοσίου αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με σκοπό τον οικονομικό αφανισμό του κυρίου μετόχου της ανωτέρω εταιρείας, καθόσον η υπάρχουσα κατά τον χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών φθίνουσα οικονομική πορεία της ανωτέρω εταιρείας …………., δεν αναιρεί τη γνώση της εναγομένης, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών ότι ενδεχομένως να μην εξοφληθούν αυτές καθόν χρόνο θα εμφανισθούν, ενδεχόμενο το οποίο και αποδέχθηκε, διότι η άσχημη οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας δεν προέκυψε αίφνης, μετά τον χρόνο πραγματικής έκδοσης των επίμαχων επιταγών, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και συνεπώς, μπορούσε βάσιμα να προβλεφθεί από αυτήν το γεγονός της μη πληρωμής των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, κατά τους χρόνους εμφάνισης τους. Ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται περίπτωση ανωτέρα βία, ως αβασίμως ουσιαστικά υποστηρίζει η εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την κατάφαση των απαιτουμένων για τη θεμελίωση της αποδιδομένης σε βάρος της αδικοπρακτικής ευθύνης προϋποθέσεων, με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, που διαλαμβάνονται (α) στον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για ανεπάρκεια αιτιολογίας, διότι δεν διευκρινίζει από ποια αποδεικτικά μέσα και γεγονότα συνήγατε ότι οι οφειλές της ανωτέρω εταιρείας ………., ύψους 2.536.000 ευρώ, τις οποίες αμφισβητεί, εξαντλούσαν κάθε εισόδημα και διαθέσιμο της εταιρείας και  εμπόδιζαν και απέτρεπαν την ύπαρξη διαθέσιμων προς πληρωμή των ενδίκων επιταγών, (β) στον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για παράβαση νόμου και δη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, (γ) στον τρίτο λόγο έφεσης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που νόμιμα επικαλέσθηκε και από τα οποία αποδεικνύεται ότι υπήρχαν επαρκή ταμειακά διαθέσιμα, αλλά και διαθέσιμα στους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους εξεδόθησαν οι ανωτέρω τραπεζικές επιταγές, καθόν χρόνο αυτές εξεδόθησαν και από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο μη εξαρτώμενο από αυτήν και εκτός της σφαίρας ευθύνης της, παρά τις προπαρασκευαστικές ενέργειες τόσο της ιδίας όσο και της ανωτέρω εταιρείας ………………….., προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ενόψει του ότι όπως απεδείχθη, η φθίνουσα οικονομική πορεία της ανωτέρω εταιρείας, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν η εναγομένη, είχε ξεκινήσει προ της εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, γεγονός το οποίο εγνώριζε η εναγομένη καθόν χρόνο εξέδωσε αυτές, χωρίς παράλληλα, ως αναλύεται ανωτέρω να αποδεικνύεται ότι η άσχημη οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας προέκυψε από γεγονός ανωτέρας βίας, μετά την έκδοση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών και (δ) στον πέμπτο λόγο έφεσης με τον οποίο υπό τον τίτλο «έλλειψη αιτιολογία», πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι αν και η ίδια επικαλέσθηκε ότι η ανωτέρω εταιρεία …….. είχε σταθερό εισόδημα από τις επιδοτήσεις του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και αν και αναγνωρίσθηκε από το ποινικό δικαστήριο η έλλειψη δόλου της, αφού αθωώθηκε για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής όσον αφορά τις ένδικες τραπεζικές επιταγές, επιπλέον δε αν και επικαλέσθηκε ότι κατά τον χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, υπήρχαν ταμειακά διαθέσιμα προς εξόφληση αυτών, χωρίς μάλιστα η ενάγουσα να ανταποδείξει τα ανωτέρω γεγονότα, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι παρανόμως και υπαιτίως η εναγομένη ζημίωσε την ενάγουσα δια της εκδόσεως των ακάλυπτων ενδίκων τραπεζικών επιταγών, χωρίς ειδική αιτιολογία, παραγνωρίζοντας τον μεγάλο κύκλο εργασιών με σταθερό εισόδημα και δη επιδοτήσεις από το Ελληνικό Δημόσιο, άρα και μεγάλο όγκο εισοδημάτων της εν λόγω εταιρείας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Κατόπιν των ανωτέρω, άπαντες οι κρινόμενοι λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Ως εκ τούτου, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Περαιτέρω, πρέπει  να διαταχθεί η εισαγωγή του, υπό της εκκαλούσας κατατεθέντος ηλεκτρονικού παραβόλου κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης, ποσού εκατό ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ. Τέλος, η εκκαλούσα – εναγομένη, πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσιβλήτου – ενάγουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ένδικη έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτή στην ουσία της.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ασκήσεως της ένδικης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στον Πειραιά, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την 4.10.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ