Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 593/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός   593/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α] ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: 1] ………………., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Τσίκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, κατά

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Βασιλική Ζαμπέλη, 2] …………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αναστάσιος Κουλούρης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, 3] εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού ……….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 4] εδρεύουσας στη ……… Αττικής, επί της λεωφόρου ……….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……………», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Σταυρούλα Παπαδήμα.

Β] ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κουλούρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, κατά

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού …………. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2] εδρεύουσας στη ………. Αττικής, επί της λεωφόρου ……….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Σταυρούλα Παπαδήμα, 3] …………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Αντωνία Τσίκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και 4] ………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Βασιλική Ζαμπέλη και

Γ] ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….., η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Ζαμπέλη κατά

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] …………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αναστάσιος Κουλούρης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, 2] …………. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Αντωνία Τσίκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, 3] εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού …….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 4] εδρεύουσας στη ……. Αττικής, επί της λεωφόρου ……… και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Σταυρούλα Παπαδήμα,

Η υπό στοιχ. Α3, Β1 και Γ3 ανωτέρω εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 15.9.2016 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./15.9.2016) και από 12.10.2018 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./15.10.2018) δύο [2] αγωγές, τις οποίες έστρεψε εναντίον των υπό στοιχ. Β και Γ ανωτέρω αναφερόμενων εκκαλούντων, επί των οποίων, που εν τέλει συνεκδικάστηκαν μαζί με τις υπέρ της ενάγουσας παρεμβάσεις του υπό στοιχ. Α ανωτέρω εκκαλούντος και της υπό στοιχ. Α4, Β2 και Γ4 ανωτέρω εφεσίβλητης, εκδόθηκε η με αριθμό 1299/2022 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αμφότερες οι αγωγές έγιναν κατά ένα μέρος δεκτές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α] ο υπέρ της ενάγουσας παρεμβάς ……… με την από 14.6.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./17.6.2022 έφεσή του, β] ο εκ των εναγομένων ……….. με την 20.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../22.7.2022 έφεσή του, ως και με το από 2.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2.11.2022 δικόγραφο προσθέτων λόγων και γ] η εκ των εναγομένων ……… με την από 21.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../22.7.2022 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων, απασών, ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω εκκαλούσας και της υπό στοιχ. Α4, Β2 και Γ4 ανωτέρω εφεσίβλητης έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Δικαστή και  αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, οι δε  πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 480, 574 και 595 ΑΚ προκύπτει ότι επί συμμισθώσεως ακινήτου (και) για εμπορική χρήση κάθε μισθωτής έχει υποχρέωση καταβολής του συμφωνημένου μισθώματος είτε κατ’ ισομοιρίαν, κατά τον κανόνα που στις πολυπρόσωπες ενοχές διέπει τις διαιρετές παροχές (ΑΠ 1123/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο διαδίκτυο, ΑΠ 214/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εφαρμόζεται όταν το μίσθωμα, όπως συνήθως συμβαίνει, συνίσταται σε ποσότητα χρημάτων, οπότε έχει διαιρετό αντικείμενο (ΑΠ 686/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 968/1987, Δνη 1989/549 = ΕΕΝ 1988/442) είτε κατά την αναλογία της συμμετοχής του στο ενοχικό δικαίωμα (361 ΑΚ) που του παρέχει την εξουσία σύγχρησης του μίσθιου πράγματος (ΜονΕφΠειρ. 158/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 427/2012, Δικογραφία 2013/40, ΕφΑθ. 4447/1992, Δνη 1993/1119, ΕφΠειρ. 638/1992, ΑρχΝ 1993/142, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, § 8Δ, σελ. 86). Επομένως, σε δικονομικό επίπεδο, παράγεται μεταξύ των περισσότερων μισθωτών, που ενάγονται από κοινού για την καταβολή του μισθώματος, σχέση απλής (παθητικής) ομοδικίας, αφού καθένας τους υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα καταρχήν συμμέτρως και σε κάθε περίπτωση διαιρετώς (ΑΠ 185/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 526/2017, Αρμ. 2018/947, ΑΠ 235/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ομοδικία δεν μεταπλάθεται σε αναγκαστική ακόμα και σε περίπτωση αντίθετης συμφωνίας, με την οποία οι συμμισθωτές χαρακτηρίζουν την παροχή τους ως αδιαίρετη ή αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλλουν το μίσθωμα ενεχόμενοι εις ολόκληρον, η οποία είναι επιτρεπτή ενόψει του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 480 ΑΚ, που δεν εισάγει αναγκαστικό δίκαιο αλλά θέτει ερμηνευτικούς κανόνες (ΑΠ 206/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Καράσης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 480, αρ. 6 και 9, σελ. 667 και 669) και συνεπάγεται υποχρέωση καθενός τους στην καταβολή ολόκληρου του μισθώματος, το οποίο αντιστοίχως ο εκμισθωτής μόνο μια φορά μπορεί να αξιώσει είτε, κατά την επιλογή του, από οποιονδήποτε χωριστά είτε από όλους τους συνοφειλέτες από κοινού, αφού και τότε η κοινή εναγωγή των συμμισθωτών δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά δικαίωμα του ενάγοντος (ΑΠ 1147/2014, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο). Επειδή δε το χρέος εκάστου εναγομένου είναι αυτοτελές και προσωποπαγές (πρβλ ΑΠ 800/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η υποχρέωση καθενός τους στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική βάση (άρθρο 74 αρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ), παρέπεται ότι επί συνεναγωγής των συμμισθωτών συντρέχει περίπτωση υποκειμενικής σώρευσης αγωγών και συνένωσης στην ίδια κοινή διαδικασία περισσότερων εννόμων σχέσεων δίκης, από την οποία δεν επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από τα υποκείμενά τους έναντι των λοιπών (ΑΠ 22/2009, Αρμ. 2009/1873,  Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, αρ. 6, σελ. 177, ο ίδιος, Ζητήματα σύνθετων δικών, σε Αρμ. 2001/749 επομ. [751], Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], αρ. 26, σελ. 115, Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζοπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 365). Αντιθέτως, η κατά το ουσιαστικό δίκαιο μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα του επιδίκου δικαιώματος (δικαιούχου του μισθώματος ή δικαιούμενου στην είσπραξή του), που επέρχεται μετά την εκκρεμοδικία με μεταβιβαστική σύμβαση ή ex lege, χωρίς να επηρεάζει την τυπική νομιμοποίηση του αρχικού ενάγοντος, που εξακολουθεί να είναι τόσον ο αποκλειστικός δικαιούχος της επίδικης απαίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 225 § 2 ΚΠολΔ όσον και το ενεργητικό υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, στην οποία ο διάδοχός του, προκειμένου να επηρεάσει την απόφαση που θα εκδοθεί και θα αναπτύξει ισχύ εκτεινόμενη και στις έννομες σχέσεις του, δικαιούται σε άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης κατά την έννοια του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, ως μη δικαιούχος διάδικος (ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 1188/2021, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1731/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1191/2003, ΧρΙΔ 2004/36 = Δνη 2005/427, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 27 ΙΙ, αρ. 1, σελ. 513 και § 28 ΙΙ, αρ. 1, σελ. 539, Π. Γιαννόπουλος, Η ενέργεια της παρέμβασης κατά τον ΚΠολΔ, 2010, σελ. 67 επομ.), δημιουργεί σε δικονομικό επίπεδο σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας μεταξύ των διαδοχικών φορέων του επίδικου δικαιώματος (του δικαιοπαρόχου και του ειδικού διαδόχου του), κατά την έννοια του άρθρου 76 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ, αφού το δεδικασμένο που θα παραχθεί θα δεσμεύει, σύμφωνα με το άρθρο 325 αρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 1078/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1102/2022, ΝοΒ 2022/1964 = Ε7 2022/1434, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 428 επομ.) και εκείνον που παρενέβη, ο οποίος θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1553/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019, ΕΠολΔ 2019/423). Για το χαρακτηρισμό της παρέμβασης ως αυτοτελούς αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του παρεμβαίνοντος περί διαδοχής, ο οποίος βασίζεται σε κατάλληλο, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, πραγματικό γεγονός, το οποίο όμως σε περίπτωση αμφισβήτησης πρέπει να αποδεικνύεται (ΑΠ 1260/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο). Στην περίπτωση αυτή ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάς και ο υπέρ ου η παρέμβαση ομοδικούν αναγκαστικά για λόγους που ανάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο και ο, ως εκ τούτου, στενότερος έναντι της απλής ομοδικίας, η οποία αναγνωρίζεται για λόγους δικονομικής και μόνον σκοπιμότητας, δεσμός που συνείρει τις περισσότερες δίκες των αναγκαίων ομοδίκων, συνεπάγεται την δημιουργία αδιάσπαστης δικονομικής ενότητας, που επιβάλλει τη διατήρηση κοινής πορείας στη δίκη, προς το σκοπό της εκδόσεως, στα πλαίσια κοινής διαδικασίας, ενιαίας αποφάσεως. Η δικονομική ενότητα των αναγκαίως ομοδικούντων εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, πρώτον, με την καθιέρωση πλάσματος στο ημιεδαφ. β΄ της § 1 του άρθρου 76 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας (ΑΠ 496/2023, ΜονΕφΠειρ. 169/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά το οποίο οι απόντες ομόδικοι δεν ερημοδικάζονται αλλά θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους κατ’ αντιμωλία δικαζόμενους ομοδίκους τους, εφόσον, βεβαίως, έχει προηγηθεί εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των απολιπομένων (ΑΠ 546/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, δεύτερον, επί ασκήσεως ενδίκων μέσων, με την υποχρεωτική απεύθυνσή τους, όταν ασκούνται από τον κοινό τους αντίδικο, καθ’ όλων των ομοδίκων της άλλης πλευράς (ΑΠ 177/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 51, σελ. 156, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 517, αρ. 25, σελ. 112, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 703, σελ. 190). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 516 § 1 ΚΠολΔ δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, μεταξύ άλλων, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση και οι προσεπικληθέντες, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 517 του ιδίου Κώδικα η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής διάδικοι είναι όσοι  δικάσθηκαν στον πρώτο βαθμό ως αντίδικοι του εκκαλούντος, όπως η ιδιότητα με την οποία καθένας τους συμμετείχε στη δίκη προσδιορίστηκε στην εκκαλούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759, ΕφΑθ. 3136/2007, ΕφΑΔ 2008/694) και όχι ως ομόδικοί του. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται, πρώτον, ότι η έφεση του απλού ομοδίκου απευθύνεται κατά του αντιδίκου του και όχι κατά του ομοδίκου του (ΑΠ 688/2003, Δνη 2004/91, ΕφΑθ. 5416/2008, Δνη 2010/1681), ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος (ΟλΑΠ 24/1997, Δνη 1997/1516 = ΝοΒ 1998/52, ΑΠ 629/2007, ΕΔΠ 2007/299), εκτός αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ’ άλλου ομοδίκου του (ΑΠ 1314/2021, ΑΠ 654/2020, ΑΠ 754/2019, ΑΠ 642/2007, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/1993, ΝοΒ 1993/1062, ΑΠ 645/1986, ΝοΒ 1987/545), όπως συμβαίνει όταν οι ομόδικοι ενάγονται μεν ως εις ολόκληρον συνοφειλέτες, ο ένας από αυτούς όμως αρνείται την αδιαίρετη ευθύνη του και υποστηρίζει ότι ευθύνεται κατ’ ίσο προς εκείνο του ομοδίκου του μέρος της κοινής οφειλής, δεύτερον, ότι τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν προσέλαβαν στον πρώτο βαθμό την ιδιότητα του διαδίκου δε νομιμοποιούνται στην άσκηση έφεσης, έστω και αν έχουν έννομο συμφέρον να επηρεάσουν την έκβαση της δευτεροβάθμιας δίκης (Σ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές [Πολιτική Δικονομία ΙΙ], 2020, σελ. 47, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 62) και τούτο, επί υποκειμενικά σύνθετων δικών, ισχύει για κάθε συνενωμένη μεν με τις λοιπές αλλά αυτοτελή δίκη, με αποτέλεσμα εκείνος που μετείχε σε κάποια από αυτές ασκώντας πρωτοδίκως παρέμβαση προς υποστήριξη ενός των διαδίκων σε μία μόνον από τις υποκειμενικά σωρευθείσες αγωγές να αντιμετωπίζεται ως τρίτος ως προς καθεμία από τις λοιπές, τρίτον, ότι ο προσθέτως παρεμβάς του οποίου η παρέμβαση απορρίφθηκε πρωτοδίκως δικαιούται μεν στην άσκηση εφέσεως (άρθρο 516 § 1 ΚΠολΔ), προς το συμφέρον του ηττηθέντος υπέρ ου η παρέμβασή του διαδίκου (ΜονΕφΠειρ. 439/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΑθ. 3784/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3935/2007, ΝοΒ 2008/366, ΕφΑθ. 3495/2004, Δνη 2005/559), πρέπει όμως με την έφεσή του αυτή να προσβάλλει οπωσδήποτε την απορριπτική της παρέμβασής του διάταξη της εκκαλουμένης, η οποία άλλως θα τελεσιδικήσει, με συνέπεια η έφεσή του να απορριφθεί για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 25, σελ. 137, σημ. 157), τέταρτον, ότι η έφεση του αντιδίκου των αναγκαίων ομοδίκων πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να στρέφεται εναντίον όλων των ομοδίκων (ΑΠ 1224/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1552/2007, Δνη 2009/764), πέμπτον, ότι η έφεση του αντιδίκου του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση ναι μεν δεν στρέφεται και εναντίον του απλώς προσθέτως παρεμβάντος, που δεν κατέστη πρωτοδίκως με μόνη την παρέμβασή του διάδικος (ΑΠ 18/2008, Δ 2008/654, ΑΠ 1404/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2004, ΧρΙΔ 2004/692 = ΝοΒ 2005/671 = Δ 2005/292, ΑΠ 1630/1998, ΑρχΝ 2000/501, ΕφΑθ. 4533/1987, Δνη 1988/336 = Δ 1988/668 = ΕΕμπΔ 1988/44 = ΝοΒ 1987/1413), εκτός αν βάλλει και κατά της παραδοχής της παρεμβάσεως (ΤριμΕφΘεσ. 1909/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 3572/1990, Δνη 1991/1314, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 517, αρ. 7, σελ. 917), όμως, η απεύθυνση της εφέσεως και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος όχι μόνον δεν προκαλεί ακυρότητα του εφετηρίου αλλά ισοδυναμεί κατά τη νομολογία (ΑΠ 569/2013, ΝοΒ 2013/2485, ΕφΠειρ. 521/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 1/2017, Δνη 2017/858, ΤριμΕφΠειρ. 262/2014, Δνη 2015/765, ΕφΛαρ. 26/2005, Δικογραφία 2006/296, ΕφΑθ. 1548/1985, Δνη 26/710) με κλήση του στη συζήτηση της εφέσεως, η οποία επιβάλλεται κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 81 § 3 και 82 εδαφ. γ΄ του ΚΠολΔ, εφόσον, βέβαια, η παρέμβασή του δεν έχει πρωτοδίκως απορριφθεί (ΑΠ 572/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έκτον, ότι ο απλώς προσθέτως παρεμβάς δικαιούται να στραφεί με έφεση μόνον εναντίον του κύριου διαδίκου της αντίδικης πλευράς, δηλαδή κατά του αντιδίκου του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση και όχι κατ’ αυτού του τελευταίου και του τυχόν αναγκαίου ομοδίκου του, με τους οποίους δεν τελεί σε αντιδικία (ΑΠ 776/2001, Δνη 2002/1418, ΤριμΕφΑθ. 1696/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 426/2007, Δικογραφία 2007/353, ΕφΑθ. 9560/1991, ΝοΒ 1991/1407, Στ. Πατεράκης, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, σε ΝοΒ 1989/545 επομ. [550]), περιοριζόμενος μάλιστα σε προβολή λόγων μόνον προς το συμφέρον του υπέρ ου η παρέμβαση, από την έννομη θέση του οποίου κρίνεται και το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος (ΑΠ 727/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1248/1989, Δ 1990/731) και, συναφώς, έβδομον, ότι αν ο υπέρ ου η (απλή πρόσθετη) παρέμβαση αντιτίθεται με σαφή και αναμφίβολη βούληση στην άσκηση της έφεσης του προσθέτως παρεμβάντος, αυτή καθίσταται απαράδεκτη (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 25, σελ. 137, Π. Γιαννόπουλος, ο.π., άρθρο 516, αρ. 16, σελ. 75, Β. Βαθρακοκοίλης, ο.π., αρ. 562, σελ. 155, Στ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 50) και τούτο διότι ο προσθέτως παρεμβάς, εφόσον δεν αναλάβει τη δίκη κατά το άρθρο 85 ΚΠολΔ, δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του κύριου διαδίκου αλλά παραμένει πρόσθετος, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται στη διεξαγωγή της ξένης δίκης κατά το δικό του συμφέρον, το οποίο υποχωρεί όταν αντιτίθεται προς εκείνο του υπέρ ου η παρέμβαση (Κ. Μακρίδου, Η σιωπηρή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, 2004, σελ. 207 επομ.), ο οποίος μπορεί, δηλώνοντας με σαφήνεια την αντίρρησή του στην έφεση του παρεμβάντος, να την καταστήσει ανίσχυρη (ΑΠ 1248/1998, Δνη 1999/806).

ΙΙ. Εν προκειμένω, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εισήχθησαν προς συζήτηση οι από 15.9.2016 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../15.9.2016 – Α΄ αγωγή) και από 12.10.2018 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/15.10.2018 – Β΄ αγωγή) δύο [2] αγωγές της ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……», περί καταβολής μισθωμάτων οφειλομένων από τη σύμβαση εμπορικής μισθώσεως που στις 23.12.2004 συνήψαν οι εναγόμενοι των αγωγών αυτών – συμμισθωτές και ο τρίτος ……….. – εκμισθωτής ακινήτου κειμένου στον Πειραιά και καταστάντων ληξιπροθέσμων κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2014 έως 30.9.2016 και από 1.10.2016 έως 30.9.2018, αντίστοιχα, τα οποία η ενάγουσα διεκδίκησε επικαλούμενη την ιδιότητά της ως εκδοχέως των σχετικών απαιτήσεων δυνάμει σύμβασης «παροχής ενεχύρου – εκχώρησής» τους, διεπόμενης από το ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και συναφθείσας προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς της έναντι του εκμισθωτή από σύμβαση στεγαστικού δανείου που του είχε χορηγήσει. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν α] η με αριθμό 433/2017 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η συζήτηση της Α΄ αγωγής αναβλήθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 249 ΚΠολΔ,  μέχρι περατώσεως της δίκης, αφενός, επί προγενέστερης (της από 9.12.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./9.1.2014 και στο εξής αρχικής) αγωγής της ιδίας ενάγουσας κατά των αυτών εναγομένων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εγερθείσας, με την οποία ζητήθηκε για την ίδια αιτία η καταβολή των από τη συγκεκριμένη μίσθωση απορρεόντων μισθωμάτων προγενέστερου χρονικού διαστήματος (από 1.11.2010 έως 31.12.2013) και, αφετέρου, επί των από 5.6.2016 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./7.6.2016) και από 7.6.2016 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../7.6.2016) ανακοπών, με τις οποίες καθένας από τους ως άνω συμμισθωτές προσέβαλε την υπ’ αριθμ. …./2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αίτηση του προαναφερθέντος εκμισθωτή …….. και τους υποχρέωσε στην απόδοση του μισθίου και στην εις ολόκληρον καταβολή σ’ αυτόν των ανεξόφλητων μισθωμάτων των μηνών Ιανουαρίου – Ιουλίου του έτους 2015, επί καθεμιάς των οποίων (ανακοπών) η ενάγουσα είχε παρέμβει κυρίως και β] η με αριθμό 396/2020 μη οριστική απόφαση του ιδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η συζήτηση της Β΄ αγωγής αλλά και της από 22.2.2019 πρόσθετης υπέρ της ενάγουσας παρέμβασης που είχε ασκήσει ο ως άνω εκμισθωτής και οφειλέτης της (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../22.2.2019) αναβλήθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 249 ΚΠολΔ, μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως που επρόκειτο να εκδοθεί επί της ως άνω αρχικής αγωγής της ενάγουσας, επί της οποίας είχε ήδη σε πρώτο βαθμό κρίνει η υπ’ αριθμ. 3062/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί από το ομοιόβαθμο των Αθηνών και κατά της οποίας εκκρεμούσαν πλέον εφέσεις που ασκήθηκαν από τους συμμισθωτές,  τον εκμισθωτή και την ενάγουσα. Μετά την έκδοση των με αριθμούς 249/2021 (επί της αρχικής αγωγής) και 473/2018 (επί των ως άνω ανακοπών και παρεμβάσεων) οριστικών αποφάσεων αυτού του Δικαστηρίου, τις ένδικες δύο [2] αγωγές επανέφεραν προς συζήτηση, αφενός, η μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο ……….., που για τη νομιμοποίησή της επικαλέστηκε την ιδιότητα της εκπροσώπου της ειδικής διαδόχου της ενάγουσας, δηλαδή της εδρεύουσας στο ….. της Ιρλανδίας εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..» και δικαιούμενη στην είσπραξη των δανειακών αξιώσεων της ενάγουσας έναντι του εκμισθωτή, τις οποίες ασφάλιζε η απαίτηση επί των μισθωμάτων, για την οποία είχε συναφθεί η σύμβαση «παροχής ενεχύρου – εκχωρήσεως», που κατέθεσε τα από 21.10.2021 (αριθμοί εκθέσεως καταθέσεως …./17.11.2021 και …../17.11.2021) δύο [2] δικόγραφα κλήσεων, με καθένα των οποίων ασκήθηκε πρόσθετη υπέρ της ενάγουσας παρέμβαση της καλούσας, που προσδιορίστηκαν προς συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 7ης.4.2022 και, αφετέρου, ο εκμισθωτής ………. …….., με τις από 6.12.2021 ισάριθμες [2] κλήσεις του (αριθμοί εκθέσεως καταθέσεως …./6.12.2021 και …./6.12.2021), στα δικόγραφα των οποίων σώρευσε και αίτημα κατά προτίμηση προσδιορισμού δικασίμου προγενέστερης της 7ης.4.2022, το οποίο έγινε δεκτό. Κατά την, κατά προτίμηση ορισθείσα, δικάσιμο της 13ης.1.2022 το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέβαλε εκ του πινακίου την εκδίκασή τους για τη δικάσιμο της 3ης.3.2022, οπότε και συνεκδίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 § 1 και 621 επομ. ΚΠολΔ, τις ως άνω αγωγές, ως και τις υπέρ της ενάγουσας παρεμβάσεις κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, της ενάγουσας συμπεριλαμβανομένης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε μεν κατά την επαναληφθείσα συζήτησή τους, είχε όμως καταθέσει προτάσεις κατά την αρχική (3.11.2016 και 7.3.2019), μετά την οποία εκδόθηκε καθεμία των μη οριστικών αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου που προαναφέρθηκαν και με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1299/2022 οριστική απόφασή του δέχθηκε εν μέρει αυτές αμφότερες, ως και τις υπέρ της ενάγουσας πρόσθετες, όπως τις χαρακτήρισε, παρεμβάσεις, με την εξαίρεση της παρέμβασης του εκμισθωτή ………. στη δίκη επί της Α΄ αγωγής, την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε με τις προτάσεις του και, μετά ταύτα, επιδίκασε τα μισθώματα που έκρινε οφειλόμενα στην ενάγουσα …….., τα οποία προσδιόρισε στο χρηματικό ποσόν των εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000 €). Την απόφαση αυτή πλήττουν οι εν μέρει πρωτοδίκως ηττηθέντες διάδικοι με α] την από 14.6.2022 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/17.6.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/17.6.2022 έφεσή του (Α΄ έφεση) ο υπέρ της ενάγουσας παρεμβάς – εκμισθωτής …….., την οποία έστρεψε κατά των συμμισθωτών – εναγομένων, της ενάγουσας και της ως άνω εκπροσώπου της, β] την από 20.7.2022 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./22.7.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/25.7.2022 έφεσή του (Β΄ έφεση) ο εκ των εναγομένων – συμμισθωτής …. ……., την οποία έστρεψε κατά της ενάγουσας, της ως άνω εκπροσώπου της, του εκμισθωτή και της συμμισθώτριάς του και ο οποίος συμπλήρωσε τους ισχυρισμούς του με το από 2.11.2022 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αυθημερόν (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/2.11.2022) και γ] την από ομοίως 20.7.2022 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./25.7.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.7.2022 έφεσής της (Γ΄ έφεση) η εκ των εναγομένων – συμμισθώτρια ……, την οποία έστρεψε κατά του συμμισθωτή της, του εκμισθωτή, της ενάγουσας και της ως άνω εκπροσώπου της, παραιτούμενη μάλιστα ρητώς με αυτήν από το δικόγραφο προηγούμενης (της από 20.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../25.7.2022) έφεσής της κατά των ιδίων εφεσιβλήτων.

Οι εφέσεις αυτές, που συνοδεύονται από το νόμιμο παράβολο (βλ. όσον αφορά την Α΄ έφεση το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 16.6.2022 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», όσον αφορά τη Β΄ έφεση το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 22.7.2022 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ίδιας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και όσον αφορά τη Γ΄ έφεση το με αριθμό …….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 25.7.2022 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της αυτής ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας) και οι οποίες λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31, 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικαστούν κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 20.4.2022, δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοσή της, αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Περαιτέρω, οι Β΄ και Γ΄ εφέσεις ασκήθηκαν από νομιμοποιούμενα σε προσβολή της εκκαλουμένης πρόσωπα, δηλαδή από τους πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντες εναγομένους, συνοφειλέτες των επίμαχων μισθωμάτων και παραδεκτώς στρέφονται τόσο κατ’ αμφοτέρων των ……… και  ………, δηλαδή της αρχικής δικαιούχου αυτών και της εκπροσώπου της ειδικής της διαδόχου, που τελούν σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας. Ομοίως παραδεκτώς η Γ΄ έφεση απευθύνεται και εναντίον του εκμισθωτή ………, μολονότι ο τελευταίος θεωρήθηκε πρωτοδίκως ως απλώς προσθέτως παρεμβάς στην κύρια δίκη επί της Β΄ αγωγής, δεδομένου ότι περιέχει και μομφή κατά της παραδοχής της παρεμβάσεώς του, καθώς αιτιάται την εκκαλουμένη για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων απόρριψη του ισχυρισμού της ήδη εκκαλούσας περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του παρεμβάντος, επειδή αυτός είχε πριν την έναρξη της αντιδικίας εκχωρήσει τα επίδικα μισθώματα σε ανώνυμη εταιρία των συμφερόντων του. Το αντίθετο συμβαίνει με την Β΄ έφεση, η οποία απαραδέκτως στρέφεται κατά του υπέρ της ενάγουσας πρωτοδίκως παρεμβάντος ……….., που δεν κατέστη κύριος διάδικος, αφού η παρέμβασή του κρίθηκε απλή, καθόσον μάλιστα δεν γίνεται εκ μέρους του εκκαλούντος επίκληση άλλης εκδοχής, χωρίς βέβαια από την εσφαλμένη απεύθυνση της έφεσής του να προκαλείται (μερική και αντίστοιχη) ακυρότητα του εφετήριου, του οποίου η επίδοση στον συγκεκριμένο εφεσίβλητο ισοδυναμεί με κλήτευσή του στη δευτεροβάθμια δίκη, μόνον όμως όσον αφορά στην επανάκριση της Β΄ αγωγής, προς υποστήριξη της οποίας είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση, αφού ο …….. δε μπορεί να μετάσχει στην έτερη δίκη, επί της Α΄ αγωγής, επί της οποίας η παρέμβασή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Όμως, η ίδια Β΄ έφεση (του ……..) απαραδέκτως στρέφεται εναντίον της ……… (εκκαλούσας της Γ΄ έφεσης), αφού αυτή, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, τυγχάνει απλή ομόδικός του, ως συνοφειλέτρια των επίμαχων μισθωμάτων και πρέπει κατά το μέρος της αυτό να απορριφθεί, δεδομένου ότι ασκήθηκε χωρίς έννομο συμφέρον του εκκαλούντος, ο οποίος δεν προβάλλει κανέναν (κύριο ή πρόσθετο) λόγο σχετικό με την διαγνωσθείσα ευθύνη της ομοδίκου του. Αντιθέτως, η Γ΄ έφεση παραδεκτώς απευθύνεται και εναντίον του απλού ομοδίκου της εκκαλούσας (δηλαδή του ………..), αφού με αυτήν πλήττεται η εκκαλουμένη [και] για την κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απόρριψη του ισχυρισμού της εκκαλούσας περί του διαιρετού χαρακτήρα της κοινής οφειλής τους, που απέβη επωφελής για εκείνον και δυσμενής για την ίδια. Τέλος, η Α΄ έφεση πάσχει πολλαπλώς. Καταρχάς, η συνολική προσβολή της εκκαλουμένης από τον εκκαλούντα, που δεν κατέστη διάδικος (ούτε πρόσθετος) στη δίκη επί της Α΄ αγωγής, η προς υποστήριξη της οποίας παρέμβασή του απορρίφθηκε πρωτοδίκως, είναι απαράδεκτη ενόψει του ότι με την έφεσή του δεν πλήττει την απορριπτική της παρεμβάσεώς του διάταξή της. Πέραν αυτού, η ίδια έφεση απαραδέκτως απευθύνεται τόσον κατά της …………, υπέρ της οποίας ο εκκαλών παρενέβη, όσον και κατά της εκπροσώπου της ειδικής της διαδόχου και αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής πρωτοδίκως παρεμβάσας ……, με την οποία η υπέρ ης η παρέμβαση ομοδικεί αναγκαστικά, ενώ απαραδέκτως δι’ αυτής αμφισβητείται η ενεργητική νομιμοποίηση της τελευταίας, αφού η παραδοχή του σχετικού (έβδομου) λόγου της Α΄ έφεσης ως βάσιμου θα έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, αντίθετα προς το συμφέρον της υπέρ ης η παρέμβαση του εκκαλούντος, η οποία δεν αμφισβητεί την ειδική διαδοχή στην επίδικη απαίτηση ούτε την εκπροσώπησή της διαδόχου της από την παρεμβάσα (άρθρο 82 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ). Αλλά ανεξαρτήτως αυτών, η ένδικη Α΄ έφεση είναι απορριπτέα προεχόντως επειδή στην άσκησή της αντιτίθεται ρητά και κατηγορηματικά η υπέρ ης η παρέμβαση …………, η οποία δια της ……, που την αντιπροσωπεύει στη δίκη (άρθρο 76 § 1 ημιεδαφ. β΄ ΚΠολΔ), ζητεί την απόρριψή της. Είναι, βέβαια, αληθές ότι με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών υποστηρίζει ότι η παρέμβασή του επί της Β΄ αγωγής ήταν, κατά τη νομική της φύση, κύρια, όπως και θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να κρίνει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο οποίο αποδίδει κατά τούτο πλημμέλεια, επειδή κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν ερμήνευσε προσηκόντως (κατ’ άρθρα 173 και 200 ΑΚ) το περιεχόμενο της διεπόμενης από το ΝΔ της 17.7/13.8.1923 από 2.2.2005 σύμβασης «παροχής ενεχύρου – εκχώρησης», που είχε συναφθεί μεταξύ αυτού (εκκαλούντος) και της ενάγουσας (……..) και δεν διέγνωσε ότι από την κατάστρωση των συμβατικών όρων και τη συμφωνημένη κατανομή των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δεν προέκυπτε η εκχώρηση των επίδικων μισθωμάτων αλλά η απλή επιβάρυνσή τους με ενέχυρο, με αποτέλεσμα να μην έχει επέλθει οριστική αποξένωσή του από τις αντίστοιχες απαιτήσεις του από τη μισθωτική σύμβαση και να δικαιούται ο ίδιος «στην οικονομική διοίκηση αυτών κατά το συμφέρον [τ]ου», δικαιουμένης πάντως και της ενάγουσας «να ασκήσει αυτόνομα άνευ της δικής [τ]ου σύμπραξης τις επίδικες αγωγές». Όμως και οι ισχυρισμοί του αυτοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως επειδή δι’ αυτών επιχειρείται, ανεπίτρεπτα και αντίθετα προς τα οριζόμενα στο άρθρο 526 ΚΠολΔ, που απαγορεύει τη διαφοροποίηση στο δεύτερο βαθμό των περιστατικών που θεμελιώνουν την αίτηση παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 472/2022, ΑΠ 749/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η μεταβολή της ιστορικής βάσης της από 22.2.2019 παρεμβάσεώς του, την οποία ο ίδιος όχι μόνον τιτλοφορούσε ως «αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση» (αβασίμως, βέβαια, δεδομένου ότι δεν επικαλούταν την επέκταση του δεδικασμένου της αποφάσεως επί της αγωγής αυτής στις δικές του έννομες σχέσεις δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης νόμου) αλλά και επιστήριζε νομικά με την επίκληση απλώς του εννόμου συμφέροντός του να αποβεί η κύρια δίκη υπέρ της ενάγουσας ………, στην οποία είχε ενεχυράσει τα επίμαχα μισθώματα προς εξασφάλιση δανειακής απαιτήσεώς της από σύμβαση στεγαστικού δανείου που του είχε εκείνη χορηγήσει (ΟλΑΠ 3/2021, ΟλΑΠ 4/2009, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 14/2008, ΝοΒ 2009/615 = ΝοΒ 2008/1561 = ΕφΑΔ 2008/1221, ΟλΑΠ 9/2007, Αρμ. 2008/100 = Δ 2007/1219 = ΕΠολΔ 2008/185 = Δνη 2007/1635, ΑΠ 1240/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς δηλαδή να υποβάλλει αυτοτελές αίτημα για την αναγνώριση δικού του δικαιώματος στις επίδικες απαιτήσεις, γεγονός που απέκλειε εξ ορισμού τη θεμελιώδη για την κύρια παρέμβαση έννοια της αντιποίησης του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 855/2019, ΧρΙΔ 2019/737, ΑΠ 761/2017, ΑΠ 252/2016, ΑΠ 904/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Κουσούλης, Η κύρια παρέμβαση στην πολιτική δίκη, 1987, σελ. 119 επομ., Π. Αρβανιτάκης, Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη, 2005, σελ. 91). Αλλά και πέραν αυτών, οι ίδιοι ισχυρισμοί είναι νομικά αβάσιμοι, δεδομένου ότι υπό οποιαδήποτε εκδοχή και αν ακολουθηθεί ως προς τη νομική φύση της ενεχύρασης ονομαστικής απαίτησης κατά τις διατάξεις των άρθρων 39 και 44 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923, ο εκκαλών δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην επιδίωξη στο δικό του όνομα των επίδικων απαιτήσεων. Πράγματι, είτε θεωρηθεί ότι η υπέρ τράπεζας ή άλλης ανώνυμης εταιρίας σύσταση, υπό τους όρους του εν λόγω ΝΔ/τος, ενεχύρου σε χρηματική απαίτηση ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, προς εξασφάλιση απαίτησης της τράπεζας από δάνειο, συνιστά μορφή καταπιστευτικής (εξασφαλιστικής) εκχώρησης και συνεπάγεται την ex lege εκχώρηση της απαίτησης αυτής από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα, η οποία από την (εδώ συνομολογούμενη) επίδοση της ενεχυρικής σύμβασης στον τρίτο θεωρείται νομέας αυτής και μόνη δικαιούμενη στην είσπραξή της (έτσι η κρατούσα και ορθή άποψη, περί της οποίας βλ. ΟλΑΠ 38/1988, ΝοΒ 1989/1203 = Δνη 1990/313 = ΑρχΝ 1989/223 = ΕΕμπΔ 1989/558 = ΕΕΝ 1989/611 = ΕΤρΑξΧρΔ 1993/197, ΑΠ 1394/2021, ΑΠ 1491/2021, ΑΠ 127/2020, ΑΠ 376/2020, ΑΠ 4/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 906/2019, ΝοΒ 2020/543, ΑΠ 1056/2019, ΑΠ 1028/2018, ΑΠ 1447/2018, ΑΠ 1616/2018, ΑΠ 1564/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, § 30, αρ. 21, σελ. 572 επομ., Σπ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Ι, 1998, σελ. 89 – 91, του ιδίου, Η διάθεση χρηματικών καταθέσεων σε ασφάλεια απαιτήσεων, σε ΝοΒ 1990/581 επομ. [586], Α. Ανδρουλάκη/Κ. Παναγοπούλου – Πέρεζ, Η ενεχυρίαση απαιτήσεων προς εξασφάλιση πιστώσεων κατά το νομοθετικό διάταγμα της 17.7/13.8.1923, σε ΝοΒ 2020/1155 – 1166, Π. Λαζαράτο/Π. Μακρή, Ζητήματα ενεχυράσεως και κατασχέσεως απαιτήσεως ΦΠΑ, γνμδ, σε Δνη 2004/370 επομ. [371] και για την παραλλαγή της επί σημείου που εδώ δεν ενδιαφέρει βλ. Γ. Μπαλή, Ενεχύρασις απαιτήσεως και εκχώρησις pignoris causa, σε Τιμητικό Τόμο Αντ. Ζηλήμονος, 1939, σελ. 199) είτε θεωρηθεί ότι η εκχώρηση που συντελείται στο πλαίσιο της ενεχύρασης κατά τους όρους του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 δεν είναι πλήρης αλλά περιορισμένη και ότι τα αποτελέσματά της ταυτίζονται κατά βάση με εκείνα που επιφέρει η ενεχύραση απαιτήσεως κατά τον ΑΚ και διαφοροποιούνται μόνον ως προς τον τρόπο πραγματώσεως του ενεχύρου, με αποτέλεσμα δικαιούχος της ενεχυραζόμενης απαίτησης να παραμένει ο ενεχυραστής και ο ενεχυρούχος δανειστής να αποκτά (αποκλειστικά αυτός) μόνον την εξουσία είσπραξης της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ακόμα και πριν τη λήξη του ασφαλισμένου χρέους, πολύ δε περισσότερο μετά από αυτήν, η οποία εν προκειμένω συνομολογείται (περί της οποίας απόψεως βλ. ΑΠ 1576/2014, ΧρΙΔ 2015/188, ΑΠ 1065/2009, ΕΠολΔ 2010/60 = ΕπισκΕΔ 2010/118 = ΧρΙΔ 2010/274 = ΕΤρΑξΧρΔ 2010/78, ΕφΑθ. 1050/2008, ΧρηΔικ 2009/446 = Δνη 2008/850, Π. Μάζη, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, 1993, αρ. 459, σελ. 400 επομ., Μ. Σταθόπουλου, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, σε ΕπισκΕΔ 1997, σελ. 3 επομ. [8 επομ.], Φ. Δημάκου – Κιάου, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος VΙ, 1996, άρθρα 1247 – 1248, αρ. 81, σελ. 384, Χ. Φίλιου, Ενεχύραση τραπεζικής κατάθεσης: νομική φύση και συνέπειες στην αναγκαστική εκτέλεση, σε ΕΠολΔ 2010, σελ. 329 επομ., του ιδίου, Οι εξασφαλιστικές μεταβιβάσεις, 2002, § 2, σελ. 25 επομ., Π. Ρεντούλη, παρατηρήσεις σε ΕφΑΔ 2010/112 επομ., Γ. Μαριδάκη, Ενεχύρασις απαιτήσεως – δικαιώματα ενεχυρούχου κλπ, γνμδ σε ΕΕΝ 3/1011 επομ.), την αποκλειστική ενεργητική νομιμοποίηση κατ’ άρ­θρο 68 ΚΠολΔ για την άσκηση αγωγής αναγνώρισης ή επιδίκασης της ενεχυρασμένης κατά τα άρθρα 39 και 44 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 απαίτησης την έχει πάντοτε μόνη η ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα και όχι ο ενεχυραστής είτε μετά είτε και πριν από τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 114/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΝαυπλ. 222/2019, ΧρΙΔ 2019/603, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Ενεχύραση απαιτήσεως κατά τα άρθρα 39 και 44 νδ 1923 – Απλή και αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κλπ, γνμδ, σε Αρμ. 2017/2010 επομ. [2017], βλ. σχετ. και Γ. Λαδογιάννη, Οι επιχειρηματικές απαιτήσεις ως αντικείμενο ασφάλειας, 2005, § 5, σελ. 106 επομ., Π. Παπανικολάου, Η επιφύλαξη στον εκχωρητή της εξουσίας εισπράξεως [ιδίως επί εξασφαλιστικής εκχωρήσεως], σε Δνη 2011/309 επομ., Ν. Κατηφόρη, παρατηρήσεις σε ΕΠολΔ 2010/64 επομ., Ζ. Τσολακίδη, παρατηρήσεις σε ΕφΑΔ 2010/448 επομ.). Επομένως, η Α΄ έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της και, αφού διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί από καθέναν τους αίτημα, σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Αντιθέτως, οι ένδικες Β΄ και Γ΄ εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Μαζί τους πρέπει να συνεκδικαστεί και ο, συναφής με τον δεύτερο κύριο, μοναδικός πρόσθετος λόγος έφεσης που υποβάλλεται με το από 2.11.2022 δικόγραφο του εκκαλούντος της Β΄ έφεσης, το οποίο, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ………../3.11.2022, ……../3.11.2022, ………/3.11.2022 και …/3.11.2022 τέσσερις [4] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., στη δεύτερη από τις οποίες έχουν επισυναφθεί απόδειξη παραλαβής και βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής θυροκολληθέντος εγγράφου, επιδόθηκε εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους, οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της Β΄ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 περ. ζ΄ ΚΠολΔ (ΑΠ 23/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι τελεί σε σχέση εξαρτήσεως προς την εν λόγω έφεση, αφού η ύπαρξή της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής προς συζήτηση του πρόσθετου δικογράφου, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού του χαρακτήρα, χωριστή εκδίκασή τους (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240). Η συζήτηση θα λάβει χώρα ερήμην της ………., η οποία μολονότι κλητεύθηκε νόμιμα να παραστεί κατ’ αυτήν (βλ. τις με αριθμούς …./19.7.2022 και …../4.11.2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …..) δεν εκπροσωπήθηκε μεν στο ακροατήριο, θεωρείται, όμως, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, συνεφεσίβλητη ………, οπότε η συζήτηση θα χωρήσει ως εάν ήταν και αυτή παρούσα.

ΙΙΙ. Με τους δύο [2] πρώτους λόγους της Γ΄ έφεσής της η εκκαλούσα ….. αιτιάται την εκκαλουμένη για διαδικαστικές πλημμέλειες και, συγκεκριμένα, για την κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων συνεκδίκαση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και της Α΄ αγωγής μαζί με τη Β΄, υποστηρίζοντας, ειδικότερα, με το μεν πρώτο λόγο της έφεσής της ότι η συζήτησή της χώρησε πριν την πλήρωση του όρου που είχε θέσει η με αριθμό 433/2017 μη οριστική απόφασή του, δηλαδή πριν την αμετάκλητη κρίση της αρχικής (από 9.12.2013) αγωγής, επί της οποίας είχε μεν εκδοθεί ήδη κατ’ έφεση η υπ’ αριθμ. 249/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, εναντίον της οποίας εκκρεμούσε όμως αίτηση αναίρεσης υποβληθείσα από τον ομόδικό της …….. το έτος 2021, με δε τον επόμενο (δεύτερο) λόγο της, ότι η ίδια [Α΄] αγωγή δεν έπρεπε να συνεκδικαστεί, επειδή επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 6.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./6.12.2021 κλήση – αίτηση προτίμησης του . ….., ο οποίος δε νομιμοποιούταν προς τούτο, αφού δεν είχε καταστεί διάδικος στη δίκη επί της αγωγής εκείνης, μιας και επ’ αυτής δεν είχε ασκήσει μέχρι την κατάθεση της ως άνω κλήσης του πρόσθετη παρέμβαση. Ο λόγος αυτός της Γ΄ έφεσης ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με τον πρώτο κύριο λόγο της Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο ………… επικαλείται, επιπλέον, ότι, αν και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντιλήφθηκε, ως εκ της κήρυξης του απαραδέκτου της από 6.12.2021 ως άνω κλήσης του ………, ότι η Α΄ αγωγή θα μπορούσε να συζητηθεί μόνον δυνάμει της από 21.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./17.11.2021 κλήσης της …….., στο δικόγραφο της οποίας είχε σωρευθεί και αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της ενάγουσας παρέμβαση της καλούσας, εντούτοις, «στην προσπάθειά του να περισώσει τη συνεκδίκαση των δύο αγωγών», συζήτησε την Α΄ αγωγή σε δικάσιμο διαφορετική από την αναγραφόμενη στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, δηλαδή της κλήσης της ………., της οποίας η συζήτηση είχε προσδιοριστεί για την (μεταγενέστερη) δικάσιμο της 7ης.4.2022.

Επί των ισχυρισμών αυτών πρέπει να σημειωθούν, αντιστοίχως, τα ακόλουθα:

Α] Κατά την έννοια του άρθρου 249 ΚΠολΔ, που έχει θεσπιστεί για την αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα (ΑΠ 347/2021, ΑΠ 453/2021, ΑΠ 507/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο καθορισμός του χρονικού ορίου της αναβολής και, ορθότερα, της αναστολής (ΑΠ 729/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) της συζήτησης μιας αγωγής, προκειμένου να επιλυθεί προηγουμένως κάποιο ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης, η οποία (αναστολή) επιτελεί λειτουργία παρόμοια με την αναστολή του άρθρου 222 § 2 του ιδίου Κώδικα και ενεργοποιείται όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας (ΕφΑθ. 1147/2012, Δνη 2013/1092), εναπόκειται μεν στη διακριτική και αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 360/2022, ΑΠ 263/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ευχέρεια του δικαστηρίου αλλά συναρτάται με την τελεσιδικία ή το αμετάκλητο της απόφασης επί της άλλης δίκης. Όπως συνάγεται από το νομοθετικό σκοπό, το απώτερο χρονικό σημείο της αναστολής εξαρτάται από το βαθμό δικονομικής ωριμότητας της απόφασης αυτής, που απαιτείται κατά νόμο, προκειμένου να παραχθεί δεδικασμένο (Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο), τόμος Β, 1994, άρθρο 249, αρ. 3, σελ. 152). Και τούτο διότι το δεδικασμένο, σε όσες περιπτώσεις (όπως στην ένδικη) επέρχεται με την τελεσιδικία, αποτελεί αρκούντως σταθερό και ασφαλές θεμέλιο βεβαιότητας ως προς την ορθότητα της δικαστικής κρίσης και παράγοντα ικανό να εξασφαλίσει την αποτροπή αντιφατικών κρίσεων, δεδομένου μάλιστα ότι ισχύει και κατά το διάστημα που εκκρεμεί η εκδίκαση έκτακτου ένδικου μέσου (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 14, σελ. 231). Άλλωστε, κατά το ίδιο χρονικό σημείο ενεργοποιείται η ένσταση του δεδικασμένου, που αποτρέπει την επανεκδίκαση του (προδικαστικού) ζητήματος, όταν η αναστολή της εκδίκασης της αγωγής έχει διαταχθεί για την επίλυσή του. Σε κάθε δε περίπτωση, η περί αναστολής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ απόφαση είναι μη οριστική (ΜονΕφΠατρ. 131/2021, ΤριμΕφΑθ. 320/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 623/1994, Δνη 1996/393), δυνάμενη να ανακληθεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε σε κάθε επόμενη στάση δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, ακόμα και σιωπηρά, όπως συμβαίνει όταν το δικαστήριο εκδικάζει την εισαχθείσα προς μετ’ αναστολή συζήτηση της αγωγής, μολονότι δεν έχει παρέλθει το απώτατο χρονικό σημείο της αναστολής, επειδή κρίνει την υπόθεση ώριμη προς έκδοση οριστικής απόφασης, χωρίς πλέον διακινδύνευση του σκοπού προς εξυπηρέτηση του οποίου εφαρμόστηκε προηγουμένως το άρθρο 249 ΚΠολΔ.

Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά τη συζήτηση της από 15.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/15.9.2016 Α΄ αγωγής κατά τη δικάσιμο της 3ης.11.2016 εξέδωσε τη με αριθμό 433/3.2.2017 μη οριστική απόφασή του, με την οποία ανέβαλε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 249 ΚΠολΔ την εκδίκασή της «μέχρι περατώσεως» της δίκης επί της από 9.12.2013 αρχικής αγωγής της ενάγουσας κατά των εναγομένων και των από 5.6.2016 και 7.6.2016 ανακοπών των ιδίων κατά της υπ’ αριθμ. …./2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί καθεμιάς των οποίων η ενάγουσα είχε παρέμβει κυρίως, χωρίς να προσδιορίσει στο διατακτικό της αν το απώτατο χρονικό σημείο της αναβολής αυτής συνέπιπτε με την τελεσίδικη ή την αμετάκλητη δικαστική κρίση επί των ενδίκων αυτών βοηθημάτων. Όμως, από την αναφορά στις αιτιολογίες της του ότι «η αναστολή αίρεται επιτρέποντας την κατ’ ουσίαν εκδίκαση της μεταγενέστερης αγωγής όταν τερματιστεί η πρώτη δίκη με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης αγωγής», σε συνδυασμό προς το γεγονός, αφενός, ότι η αναβολή διατάχθηκε προκειμένου να εναρμονιστεί η κρίση του [και] προς εκείνη επί της αρχικής αγωγής και, αφετέρου, ότι η εκδιδόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών απόφαση επί αγωγής περί καταβολής μισθωμάτων περιβάλλεται την ισχύ του δεδικασμένου όταν τελεσιδικήσει (άρθρο 321 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 580/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1225/2000, Δνη 2002/142, ΑΠ 855/1994, Δνη 1996/293, ΕφΑθ. 2901/2005, Δνη 2005/1509) συνάγεται ότι η αναβολή της εκδίκασης της Α΄ αγωγής διατάχθηκε μέχρι την τελεσιδικία της αρχικής αγωγής, που, όπως συνομολογείται και ανεξαρτήτως αν κατ’ αυτής εκκρεμεί ήδη αίτηση αναίρεσης του ………., επήλθε με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 249/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη. Άλλωστε, ακόμα και ήθελε γίνει δεκτή η εκδοχή της εκκαλούσας της Γ΄ έφεσης, ότι δηλαδή η αναστολή της συζήτησης της Α΄ αγωγής διατάχθηκε μέχρι το αμετάκλητο της δικαστικής κρίσης επί της αρχικής αγωγής, είναι σαφές ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ανακάλεσε έστω σιωπηρώς την προηγούμενη υπ’ αριθμ. 433/2017 μη οριστική του απόφαση και προχώρησε στην εκδίκαση της Α΄ αγωγής, κρίνοντας κατά την ανέλεγκτη διακριτική του ευχέρεια ότι η υπόθεση ήταν πλέον ώριμη προς έκδοση οριστικής απόφασης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της Γ΄ έφεσης είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.

Β] Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68, 73, 106, 108, 159 § 1 και 160 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι πρόσωπο που δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στο πλαίσιο συγκεκριμένης δίκης δε νομιμοποιείται να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη που έχει σχέση με την διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης αυτής και ότι, αν ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η επίσπευση της συζήτησης της αγωγής με την κατάθεση και την επίδοση σχετικής κλήσης, αυτές είναι άκυρες, της ακυρότητας λαμβανομένης υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1028/2010, Δνη 2011/790), εφόσον βεβαίως η αντίστοιχη παράβαση της ρυθμίζουσας τη διαδικασία σχετικής δικονομικής διάταξης υποπέσει στην αντίληψή του. Αν αυτό δεν συμβεί, η ακυρότητα απαγγέλλεται κατόπιν προτάσεως κάποιου διαδίκου, η οποία, όμως, κατά το άρθρο 160 § 3 του ιδίου Κώδικα είναι απαράδεκτη αν δεν γίνει κατά την πρώτη διαδικαστική πράξη ύστερα από εκείνη που προσβάλλεται ως άκυρη. Εξάλλου, ως διαδικαστικές πράξεις νοούνται εκείνες που κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις είναι αναγκαίες για την έναρξη, συνέχιση και αποπεράτωση της δίκης (πρβλ ΟλΑΠ 1/2011, ΝοΒ 2011/949 = ΧρΙΔ 2011/497 = ΕΠολΔ 2011/461 = Δνη 2011/676 = ΠειρΝ 2011/205). Υπό την έννοια αυτή, διαδικαστικές πράξεις συνιστούν τόσον ο κατ’ άρθρο 226 ΚΠολΔ προσδιορισμός της ημέρας και ώρας συζήτησης της αγωγής στο πρωτότυπο του δικογράφου αυτής ή της κλήσης με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετά από προηγούμενη αναβολή ή ματαίωσή της, όσον και η ίδια η ματαίωση (άρθρο 260 § 3 ΚΠολΔ) αλλά και η κατ’ άρθρο 241 του ιδίου Κώδικα αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαδίκου και οδηγεί σε προσδιορισμό νέας ημεροχρονολογίας εκδικάσεώς της με απλή σημείωση στο πινάκιο, δεδομένου ότι με αυτήν (αναβολή), προωθείται η εξέλιξη της διαδικασίας της δίκης με τον ορισμό νέου χρόνου συζήτησης (ΑΠ 358/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων συνάγεται περαιτέρω ότι η κατ’ άρθρο 241 ΚΠολΔ αναβολή εκδικάσεως αγωγής επαναφερθείσας προς συζήτηση μετά από προηγούμενη αναβολή της (λ.χ κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ) με κλήση που κατατέθηκε και προσδιορίστηκε από πρόσωπο που δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου και ήταν, επομένως, άκυρη, αποτελεί την αμέσως επόμενη διαδικαστική πράξη της άκυρης επίσπευσης της συζήτησης, της οποίας η ακυρότητα πρέπει τότε να απαγγελθεί αυτεπαγγέλτως, αν γίνει αντιληπτή από το δικαστήριο που χορηγεί την αναβολή. Αν όμως οι διάδικοι που υπέβαλαν το αίτημα της αναβολής δεν προέβαλαν συγχρόνως την ακυρότητα, η πρότασή της στη μετ’ αναβολή συζήτηση είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 160 § 3 ΚΠολΔ και η εκδίκαση της αγωγής εγκύρως λαμβάνει χώρα, αφού πλέον στηρίζεται σε προηγούμενη έγκυρη διαδικαστική πράξη και, συγκεκριμένα, την αναβολή εκ του πινακίου και τον προσδιορισμό του χρόνου της νέας συζήτησης.

Υπό τα δεδομένα αυτά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατά τη δικάσιμο της 3ης.3.2022, που είχε προσδιοριστεί μετ’ αναβολή εκ του πινακίου από τη δικάσιμο της 13ης.1.2022, οπότε είχαν προσδιοριστεί να συζητηθούν κατά προτίμηση αμφότερες οι Α΄ και Β΄ ένδικες αγωγές δυνάμει των από 6.12.2021 κλήσεων του ………. (αριθμοί εκθέσεως καταθέσεως ……./2021 και ……../2021), που υποβλήθηκαν από αυτόν με την ιδιότητα του προσθέτως υπέρ της ενάγουσας  παρεμβαίνοντος, μολονότι τέτοια παρέμβαση όσον αφορά την Α΄ αγωγή δεν είχε ασκηθεί, προέβη σε συνεκδίκαση των αγωγών, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έπραξε, δεδομένου ότι η συνεκδίκασή τους στηριζόταν σε έγκυρη διαδικαστική πράξη, δηλαδή στην πράξη της αναβολής αμφοτέρων των αγωγών στη δικάσιμο της 13.1.2022, ανεξαρτήτως του ότι εκείνη είχε προσδιοριστεί με κλήση έγκυρη μεν ως προς την Β΄ από τις αγωγές αλλά άκυρη όσον αφορά την Α΄ από αυτές, αφού η συζήτησή της επισπεύσθηκε από μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο και τούτο διότι η ακυρότητα της επισπεύσεως της συζήτησης της Α΄ αγωγής ούτε προβλήθηκε από τους διαδίκους ούτε απαγγέλθηκε κατά τη δικάσιμο της 13.1.2021, γεγονός που καθιστούσε την μεταγενέστερη, στη δικάσιμο της μετ’ αναβολή συζητήσεως (3.3.2022), προβολή της απαράδεκτη. Βέβαια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αν και διέγνωσε την ακυρότητα της επαναφοράς της Α΄ αγωγής με την από 6.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2021 κλήσης του …….., την οποία και κήρυξε, θεώρησε εντούτοις ότι η ίδια (Α΄) αγωγή είχε επαναφερθεί νομότυπα με την από 17.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../17.11.2021 κλήση της ………, στο δικόγραφο της οποίας είχε σωρευθεί και αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της ενάγουσας παρέμβαση της καλούσας. Η κρίση του αυτή ήταν εσφαλμένη, δεδομένου ότι για τη συζήτηση της κλήσης εκείνης είχε ορισθεί μεταγενέστερη δικάσιμος (της 7ης.4.2022), η οποία πλέον δεν ίσχυε, ενόψει του ότι ως δικάσιμος για την εκδίκαση της Α΄, όπως και της Β΄, αγωγής είχε οριστεί η 3η.3.2022 μετ’ αναβολή από εκείνη της 13ης.1.2022. Επομένως, η συζήτηση (και η συνεκδίκαση με τη Β΄) της Α΄ αγωγής δεν έλαβε χώρα σε δικάσιμο διαφορετική από την αναγραφόμενη στο εισαγωγικό της υπόθεσης δικόγραφο (την ως άνω κλήση της ………….. αλλά στη δικάσιμο που είχε εγκύρως προσδιοριστεί κατά τη δικάσιμο της 13ης.1.2022. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης από αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και να απορριφθούν ο πρώτος λόγος της Β΄ έφεσης και ο δεύτερος λόγος της Γ΄ έφεσης.

IV. Κατά την έννοια της διατάξεως της 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216). Εξάλλου, αναφέρθηκε ήδη, αφενός, ότι στις πολυπρόσωπες ενοχές είναι, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της κατ’ ισομοιρίαν ευθύνης επί διαιρετής παροχής, δυνατή η συμφωνία ενοχής εις ολόκληρον των περισσότερων συνοφειλετών και, αφετέρου, ότι με την απλή πρόσθετη παρέμβαση, που αποσκοπεί πρωτίστως στη θεραπεία του εννόμου συμφέροντος τρίτου προσώπου – μη διαδίκου, διατυπώνεται αίτημα που δεν έχει αυτοτέλεια αλλά συμπίπτει με τις αιτήσεις ενός από τους διαδίκους, προκειμένου να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που επαπειλούνται είτε από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί στην ξένη δίκη είτε από τις αντανακλαστικές συνέπειές της.

Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο της Γ΄ έφεσής της η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της ότι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2018 κατέβαλε τμηματικά στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσόν των πενήντα οκτώ χιλιάδων ευρώ (58.000 €) «σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του μεριδίου [της] επί των μηνιαίων μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως και 30.9.2018» και μέμφεται την εκκαλουμένη για κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης εξοφλήσεως που είχε προβάλει, που είχε ως αποτέλεσμα να ωφεληθεί ο ομόδικος (και αδελφός) της …………., ο οποίος δεν είχε προβεί σε καμία καταβολή. Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την απόρριψη της ενστάσεως αυτής αιτιολόγησε με την επίκληση της εις ολόκληρον ευθύνης των συμμισθωτών ως προς την καταβολή του μισθώματος, που απέρρεε από ρητό όρο της από 23.12.2004 μισθωτικής σύμβασης και προέβλεπε ότι «οι μισθωτές ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την πιστή τήρηση και εφαρμογή όλων των όρων και συμφωνιών του συμφωνητικού αυτού και για την πληρωμή όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση καθώς και κάθε αποζημίωσης συνεπεία της παράβασης των όρων του παρόντος». Υπό τα δεδομένα αυτά, με τον ερευνώμενο λόγο της Γ΄ έφεσης δεν αποδίδεται στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί ταυτόχρονα ούτε την εκ μέρους της συνομολόγηση ούτε τη δεσμευτικότητα του συγκεκριμένου συμβατικού όρου, επί του οποίου θεμελιώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη της.

Για τους ίδιους λόγους απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίνεται και  τρίτος λόγος της αυτής [Γ΄] εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα επικαλείται την κρίση της υπ’ αριθμ. 3062/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό επί της αρχικής αγωγής, με την οποία έγινε δεκτό ότι ο ……….. είχε νομίμως καταγγείλει την επίδικη σύμβαση μίσθωσης με την από 22.10.2015 εξώδικη δήλωσή του και διαμαρτύρεται για την κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απόρριψη με την εκκαλουμένη του ισχυρισμού της ότι έκτοτε δεν υφίστατο μισθωτική σχέση και, συνακόλουθα, ούτε υποχρέωση καταβολής μισθώματος προς οποιονδήποτε είτε τον εκμισθωτή είτε την ενάγουσα. Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αναφορά στην αντίστοιχη κρίση της υπ’ αριθμ. 249/2021 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου που ανέτρεψε την ως άνω πρωτοβάθμια, θεώρησε ότι η επίμαχη καταγγελία ήταν άκυρη και δεν επέφερε ως έννομο αποτέλεσμα τη λήξη της μισθωτικής σύμβασης ούτε την άρση της υποχρέωσης καταβολής μισθωμάτων. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος είναι αλυσιτελής, αφού η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί την ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας, του κύρους της οποίας την αναγνώριση άλλωστε η ίδια είχε επιδιώξει κατά την εκδίκαση της αρχικής αγωγής. Και τούτο ανεξαρτήτως της αντιφάσεως που ενέχει η ταυτόχρονη (με την ίδια έφεση) επίκληση τόσον της ανυπαρξίας υποχρέωσης καταβολής μισθωμάτων λόγω λήξης της μίσθωσης συνεπεία καταγγελίας της από τον εκμισθωτή όσον και της εξακολούθησης καταβολής των μισθωμάτων εκ μέρους του μισθωτή.

Ομοίως απαράδεκτος παρίσταται και ο πέμπτος λόγος της ίδιας [Γ΄] έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη του ισχυρισμού της περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του προσθέτως παρεμβάντος ……, μολονότι εκείνος είχε εκχωρήσει τις απαιτήσεις του από τα μισθώματα σε τρίτον (στην εταιρία συμφερόντων του με την επωνυμία «………») και, επομένως, «δεν είχε κανένα δικαίωμα από τη μισθωτική σύμβαση». Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον για τη θεμελίωση της απλής (όπως ορθώς και πρωτοδίκως κρίθηκε) πρόσθετης παρέμβασής του ο ως άνω εκμισθωτής δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε δικαίωμά του από την επίμαχη μισθωτική σύμβαση αλλά το έννομο συμφέρον του να αποβεί η δίκη υπέρ της ……….., στην οποία είχε, όπως υποστήριξε, ενεχυράσει τις απαιτήσεις του από την ένδικη μίσθωση σε ασφάλεια της απαιτήσεως της κατ’ αυτού από τη χορήγηση στεγαστικού δανείου, επειδή η παραδοχή των αγωγών θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση και της δικής του οφειλής προς την ενάγουσα κατά το αντίστοιχο μέρος.

Μετά την απόρριψη όλων των παραπάνω λόγων της Γ΄ έφεσης, που εξαντλούν το περιεχόμενό της, πρέπει να απορριφθεί και αυτή στο σύνολό της ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα δικαιοδοτικό βαθμό καθενός των αντιδίκων της, εφόσον υποβλήθηκαν σε δικαστική δαπάνη για την αντίκρουσή της, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

V. Με την, εναπομένουσα προς έρευνα, δική του [Β΄] έφεση ο εκκαλών ………. δεν αμφισβητεί ότι οφείλει τα μισθώματα για τα οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, αρνείται όμως να τα καταβάλει είτε στην ενάγουσα ……….. είτε στην εκπρόσωπο της ειδικής διαδόχου της …………, για τις οποίες θεωρεί ότι δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά για την είσπραξή τους. Ειδικότερα, ως προς την ενάγουσα, επικαλείται ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης της «σύμβασης παροχής ενεχύρου – εκχώρησης απαιτήσεων», που καταρτίστηκε μεταξύ του εκμισθωτή και της ενάγουσας τράπεζας με εξασφαλιστικό σκοπό, η μισθωτική σχέση από την οποία τα μισθώματα απέρρεαν μεταβιβάστηκε από τον εκμισθωτή με σύμβαση στην ως άνω εταιρία συμφερόντων με την επωνυμία «…………..», η οποία (μεταβίβαση) επέφερε αποστέρηση του μεταβιβάσαντος εκμισθωτή (εκχωρητή – ενεχυράσαντος) από την εξουσία διαθέσεως της απαιτήσεώς του στα μισθώματα, η οποία θα έπρεπε να συντρέχει στο πρόσωπό του κατά τον χρόνο γέννησης της απαιτήσεως επί εκάστου μελλοντικού μισθώματος, προκειμένου είτε να ολοκληρωθεί η εκποιητική διάθεση εκάστης εκχωρηθείσας απαιτήσεως είτε να λάβει νομική υπόσταση το συσταθέν επ’ αυτής ενέχυρο (τρίτος κύριος λόγος της Β΄ έφεσης), ενώ, ως προς την εκπρόσωπο της ειδικής διαδόχου της ενάγουσας, οι αντιρρήσεις του διατυπώνονται σε νομικό και πραγματικό επίπεδο, αφού υποστηρίζει, αφενός, ότι η έλλειψη της νομιμοποίησής της οφείλεται στο ότι η ανάθεση σ’ αυτήν της διαχείρισης των επίδικων απαιτήσεων έγινε υπό το καθεστώς του Ν. 3156/2003, που δεν περιείχε διάταξη απονέμουσα στο διαχειριστή των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων την δικονομική ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, με αποτέλεσμα η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησή της να είναι μόνον συμβατική, όπως, όμως, δεν επιτρέπει το ισχύον δικονομικό δίκαιο (δεύτερος κύριος λόγος της ίδιας έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, όπως βελτιώνεται και συμπληρώνεται με τον μοναδικό πρόσθετο) και, αφετέρου, ότι από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν αποδεικνύεται ούτε η άμεση ειδική διαδοχή της ενάγουσας από την εδρεύουσα στο ………. της Ιρλανδίας εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………» ούτε η από αυτήν ανάθεση της διαχείρισης των ενδίκων απαιτήσεων στην αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της ενάγουσας παρεμβάσας …….. (δεύτερος λόγος της αυτής εφέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι λόγοι αυτοί της έφεσης δεν διαρθρώνονται ρητά σε επικουρική βάση, όμως, η δικονομική ακολουθία της δευτεροβάθμιας διαδικασίας επιβάλλει την έρευνά τους με τη σειρά που προτάσσει η λογική αναγκαιότητα, που υπαγορεύει ότι, αν μεν κριθεί ότι η ενάγουσα, ενόψει της επικαλούμενης μεταβιβαστικής της μισθωτικής σχέσης σύμβασης, δεν είχε το ένδικο και από τη «σύμβαση παροχής ενεχύρου – εκχώρησης απαιτήσεων», απορρέον δικαίωμα στα μισθώματα, επί του οποίου επήλθε διαδοχή, δεν υφίσταται λόγος έρευνας της νομιμοποίησης της ……….., η οποία επικαλείται ότι εκπροσωπεί την «………» και έλκει από αυτήν το δικαίωμα είσπραξης των επίδικων μισθωμάτων, αφού η τελευταία στην περίπτωση αυτή κατά νομική αναγκαιότητα δεν κατέστη δικαιούχος, αν δε πάλι θεωρηθεί ότι η ενάγουσα είχε πράγματι καταστεί δικαιούχος του δικαιώματος που μεταβιβάστηκε στην ειδική διάδοχό της «……….», δεν είναι αναγκαία η εξέταση της πληρώσεως, σε πραγματικό επίπεδο, των νόμιμων όρων για την από αυτήν μεταβίβαση προς την εταιρία διαχείρισης των ενδίκων απαιτήσεων ………….. και συνακόλουθα των προϋποθέσεων της νομιμοποιήσεώς της, αν κριθεί ότι αυτή η τελευταία δεν δύναται να αποκτήσει κατά νόμο την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Επιβάλλεται δε να σημειωθεί ακόμα και ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης, που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση της εκπροσώπου της ειδικής διαδόχου της ενάγουσας θέτουν εξ αντικειμένου το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος να προσβάλει την εκκαλουμένη και ως προς το κεφάλαιό της που την αφορά, δεδομένου ότι στο διατακτικό της δεν έχει περιληφθεί διάταξη σχετική με την παραδοχή εκάστης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασής της. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι αυτό συνάγεται από τη σχετική σαφή αναφορά στο σκεπτικό της, το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος θα ήταν αναμφίβολο, ακόμα και αν τέτοια μνεία είχε παραλειφθεί, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε επί αντικειμένου δίκης για το οποίο η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάσα – εφεσίβλητη είχε αυτοτελή εξουσία διεξαγωγής δίκης (Α, Πλεύρη, ο.π., σελ. 428) και θα την καταλάμβανε το δεδικασμένο της εκκαλουμένης ακόμα και αν δεν είχε παρέμβει κατά τη διαγνωστική δίκη αλλά μετείχε στην αντιδικία το πρώτον κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Ως προς τους ένδικους λόγους έφεσης πρέπει να παρατηρηθούν, αντιστοίχως, τα ακόλουθα:

Α] Η μεταβίβαση της ενοχικής σχέσης ως συνόλου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την υπεισέλευση τρίτου προσώπου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός από τους φορείς της έννομης σχέσης, αποτελεί περίπτωση μεταβολής των υποκειμένων της σύμβασης, που δεν προβλέπεται στο νόμο γενικά, παρά μόνον εξαιρετικά (βλ. άρθρα 614, 620, 641, 1164 ΑΚ, το ΠΔ 178/2002 και το Ν. 4354/2015). Η μεταβίβαση αυτή μπορεί, κατά την επιλογή των μερών (ΕφΑθ. 11546/1995, Δνη 2000/164), να λάβει τη μορφή είτε α] της σύναψης δύο συνδυαζόμενων μεν πλην όμως αυτοτελών δικαιοπραξιών και, συγκεκριμένα, της σύμβασης εκχώρησης για τις απαιτήσεις (άρθρα 455 επομ. ΑΚ) και της σύμβασης στερητικής αναδοχής χρέους για τις οφειλές (άρθρα 471 επομ. ΑΚ), με τις οποίες επέρχεται αλλαγή στο πρόσωπο, αντιστοίχως, του δικαιούχου και του υπόχρεου (ΑΠ 640/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 561/2010, ΕΔΠ 2010/273 = ΝοΒ 2010/2268, ΑΠ 1693/2007, ΝοΒ 2008/696, ΑΠ 1957/2006, ΧρΙΔ 2007/504, ΑΠ 479/2001, Δνη 2002/439 = ΧρΙΔ 2001//306, ΑΠ 734/1998, Δνη 1998/1589 = ΝοΒ 1999/1557, ΑΠ 1369/1993, Δνη 1995/304, Α. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αρ. 39, σελ. 577), άνευ συμπράξεως του παλαιού οφειλέτη είτε β] της κατάρτισης μιας ενιαίας, τριπρόσωπης και ιδιόρρυθμης, ενοχικής σύμβασης (άρθρο 361 ΑΚ), στην οποία συμμετέχουν τα μέρη της υφιστάμενης συμβατικής σχέσης που αναλαμβάνεται και ο τρίτος που την αναλαμβάνει (ΑΠ 885/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1400/2008, ΕΠολΔ 2009/695 = Αρμ.  2010/85, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 44, αρ. 8 επομ., σελ. 497 επομ., Ν. Παπαντωνίου, Μεταβίβασις συμβατικής σχέσεως, 1962, σελ. 150 επομ., 194, Κ. Σούρλας, ΕρμΑΚ, άρθρο 455, αρ. 9, Απ. Τασίκας, Μεταβίβαση απαιτήσεων από πώληση δανείων μετά το ν. 4354/2015, σε Αναμνηστικό Τόμο Λ. Γεωργακόπουλου, ΙΙ, 2016, σελ. 959 – 1015 [970]) και η οποία προϋποθέτει τη συμμετοχή του παλαιού οφειλέτη. Σε κάθε περίπτωση, η μεταβίβαση της έννομης σχέσης, όπως και η εκχώρηση, δεν αλλοιώνει το συμβατικό αντικείμενο, δηλαδή την παροχή (ΑΠ 1144/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1400/2008, ο.π.) ούτε μεταβάλλει τον τρόπο ή το χρόνο εκπληρώσεως της ενοχής και, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, ο εισερχόμενος στη σχέση τρίτος έχει την έννομη θέση που είχε και το εξερχόμενο μέρος, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου επέρχεται ειδική διαδοχή (ΑΠ 33/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με ταυτόχρονη αυτοδίκαιη συμμεταβίβαση και των ασφαλειών, προσωπικών ή εμπραγμάτων, που είχαν συσταθεί υπέρ του μεταβιβάζοντος (Απ. Γεωργιάδης, ο.α.π., αρ. 10, σελ. 498), κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 458 ΑΚ, η οποία, όμως, ως ενδοτικού δικαίου, επιτρέπει αντίθετη συμβατική ρύθμιση. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι δυνατή η μεταβίβαση και της μισθωτικής σχέσης είτε με μία σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του εκμισθωτή και τρίτου με τη συμμετοχή του μισθωτή (Χ. Παπαδάκης, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, τόμος πρώτος, 1996, § 27, αρ. 539, σελ. 195) είτε με περισσότερες αυτοτελείς και συνδυασμένες συμβάσεις εκχώρησης και αναδοχής, που συνάπτονται μεταξύ του εκχωρητή και του τρίτου. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος αποκτά όσα δικαιώματα έχει ο εκμισθωτής έναντι του μισθωτή κατά το χρόνο της εκχωρήσεώς τους. Αν κατά το χρόνο αυτό ο μεταβιβάζων έχει αποστερηθεί από ορισμένες εξουσίες που απορρέουν από το μισθωτικό δικαίωμά του, όπως την εξουσία είσπραξης των μισθωμάτων, επειδή λ.χ. αυτά έχουν ήδη εκχωρηθεί σε άλλον, ο τρίτος αποκτά μόνον τις εξουσίες που εξακολουθούν να δορυφορούν το δικαίωμα του μεταβιβάζοντος εκμισθωτή κατά το χρόνο της συνολικής μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης, όπως π.χ. την εξουσία διαπλάσεως της συμβάσεως με καταγγελία της, εφόσον βέβαια δεν έχουν και αυτές εκχωρηθεί προηγουμένως. Στην περίπτωση αυτή, κατ’ εφαρμογή της αρχής nemo plus iuris ad alium transferre potest quam ipse habet, ο τρίτος που αποκτά τη μισθωτική σχέση και έλκει το δικαίωμά του από τον εκμισθωτή δεν δικαιούται να απαιτήσει τα μισθώματα, αφού επ’ αυτών δεν είχε αξίωση ούτε ο δικαιοπάροχός του, ο οποίος μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως αποξενώνεται από την απαίτηση και δεν μπορεί να αναμιχθεί με οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτήν, καθώς πλέον αποκλειστικός δικαιούχος της είναι ο εκδοχέας (ΑΠ 4/2020, ο.π.). Η ίδια αρχή εφαρμόζεται και αν η απαίτηση στα μισθώματα δεν μεταβιβαστεί (εκποιηθεί) με εκχώρηση αλλά απλώς επιβαρυνθεί με ενέχυρο το οποίο ο εκμισθωτής παρέχει σε δανειστή του, προκειμένου ο τελευταίος να ασφαλίσει την αποπληρωμή της δικής του απαίτησης κατά του ενεχυραστή από άλλη αιτία. Στην περίπτωση αυτή η απαίτηση του εκμισθωτή στα μισθώματα μεταβιβάζεται στον αναλαμβάνοντα συνολικά τη μισθωτική σχέση βεβαρυμένη με το ενέχυρο (Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, § 30, αρ. 22, σελ. 573, Π. Μάζης, ο.π., σελ. 401), αφού η διάθεσή της δεν μπορεί να παραβλάψει τα δικαιώματα του ενεχυρούχου δανειστή.

Εν προκειμένω, στον τρίτο λόγο της Β΄ έφεσης γίνεται αναφορά σε μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης εκ μέρους του εκμισθωτή ……… προς την ως άνω εταιρία των συμφερόντων του, με σύμβαση που ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι καταρτίστηκε το έτος 2008, μετά δηλαδή από την σύναψη της «σύμβασης παροχής ενεχύρου – εκχώρησης απαιτήσεων», που καταρτίστηκε μεταξύ του εκμισθωτή και της ενάγουσας τράπεζας με εξασφαλιστικό σκοπό, χωρίς να επικαλείται ότι ο ίδιος συμμετείχε στη σύμβαση αυτή. Επομένως, το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται ότι ο εκκαλών αναφέρεται όχι σε τριμερή, μεταβιβαστική της όλης μισθωτικής σχέσης, αλλά σε διμερή σύμβαση με αυτοτελές αντικείμενο την εκχώρηση των απαιτήσεων του εκμισθωτή επί των μισθωμάτων και ότι κατ’ ουσίαν γίνεται λόγος για δεύτερη εκχώρηση απαιτήσεων, επί των οποίων η ενάγουσα είχε ήδη αποκτήσει δικαίωμα, χωρίς μάλιστα ο εκκαλών να διευκρινίζει αν κατά τη γνώμη του το δικαίωμα αυτό ήταν πλήρες ή απλώς ενεχυρικό, μολονότι δεν αμφισβητεί ότι αποκτήθηκε κατά τους όρους του ΝΔ της 17.7/13.8.1923. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών επικαλείται μόνον ότι η ενάγουσα δεν κατέστη δικαιούχος των μισθωμάτων, επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο εκμισθωτής είχε αποστερηθεί την εξουσία διαθέσεως εκάστου κατά το χρόνο γέννησης της αντίστοιχης απαίτησης εξαιτίας της εκ μέρους του μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης που μεσολάβησε και είχε, όπως εκτιμάται, ως αποτέλεσμα αυτή να περιέλθει στην «………….». Παραβλέπει, όμως, ο εκκαλών α] ότι, αν ο εκμισθωτής προέβη σε ενεχύραση των μελλοντικών μισθωμάτων κατά τους όρους του ΝΔ της 17.7/13.8.1923, η ενάγουσα απέκτησε εγκύρως κατά το έτος 2005, οπότε έλαβε χώρα και η μη αμφισβητούμενη επίδοση σ’ αυτόν (και τη συμμισθώτρια) της ενεχυρικής σύμβασης, το δικαίωμα εισπράξεώς τους, που παρακολουθούσε έκτοτε την απαίτηση στα μισθώματα, ανεξαρτήτως του προσώπου που έφερε ή θα μπορούσε να αποκτήσει, κατά το ληξιπρόθεσμο εκάστου, την ιδιότητα του εκμισθωτή, δεδομένου ότι, όπως από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1209, 1210, 1211 και 1217 ΑΚ προκύπτει, το ενέχυρο υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση υπάρχει από τη σύστασή του και όχι από τότε που γεννιέται η απαίτηση ή πληρούται η αίρεση (ΑΠ 661/2004, ΧρΙΔ 2004/797, ΑΠ 1471/2000, Δνη 2001/701 = ΧρΙΔ 2001/425, ΑΠ 1204/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αντίθετη η Φ. Δημάκου – Κιάου, ο.π., αρ. 19, σελ. 375, κατά την οποία η σύσταση του ενεχύρου ολοκληρώνεται κατά το χρόνο της γέννησης της ενεχυρασμένης μελλοντικής απαίτησης, οπότε και πρέπει να υφίσταται η ικανότητα διαθέσεως του ενεχυραστή) και β] ότι, αν ο ………. προέβη σε εκχώρηση των μελλοντικών απαιτήσεών του στην ενάγουσα, όπως η ορθή άποψη περί της νομικής φύσης του ενεχύρου του ως άνω ΝΔ/τος κατά τα προεκτεθέντα, είχε ήδη αυτός από το έτος 2005 αποστερηθεί την εξουσία διαθέσεώς τους, με αποτέλεσμα να μη δύναται να την αποστερηθεί εκ νέου μεταβιβάζοντας το σύνολο της μισθωτικής σχέσης, καθώς κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης του έτους 2008 με την δική του εταιρία δεν είχε δικαίωμα αναμίξεως στην απαίτηση επί των μισθωμάτων, από την οποία είχε αποξενωθεί πλήρως και η οποία δεν ανήκε πλέον στην περιουσία του. Και ναι μεν είναι αληθές ότι στην περίπτωση εκχωρήσεως απαίτησης σε μελλοντικά μισθώματα, που αναγγέλθηκε στον οφειλέτη, η εκποίησή τους ολοκληρώνεται κατά το χρόνο της γέννησής της, δηλαδή κατά το ληξιπρόθεσμο εκάστου, κατά τον οποίο πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του εκχωρητή η εξουσία διαθέσεώς του, με αποτέλεσμα αν αυτός την έχει τότε στερηθεί η εκχώρηση να καθίσταται ανενεργής (ΑΠ 956/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/1995, ΕΕμπΔ 1996/147, Α. Κρητικός σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αρ. 50, σελ. 580 επομ.), όμως, αυτό ισχύει μόνον όταν η αποστέρηση της εξουσίας διαθέσεως του εκχωρητή επήλθε από το νόμο ή με βάση δικαστική απόφαση (άρθρα 175 και 176 ΑΚ) και όχι από τη δική του βούληση, δηλαδή με δική του εκποιητική δικαιοπραξία (πρβλ άρθρα 177 και 466 ΑΚ), δεδομένου ότι τέτοια εκδοχή θα επέτρεπε το άτοπο και πάντως μη υπό του νόμου ανεκτό αποτέλεσμα ο εκχωρητής να καταργεί μονομερώς με νέα εκχώρηση τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι του πρώτου εκδοχέα συμβατικά (άρθρο 361 ΑΚ). Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν ο ερευνώμενος λόγος της Β΄ έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Να σημειωθεί και ότι αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τις πραγματικές παραδοχές της υπ’ αριθμ. 249/2021 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που διαπίστωσε ότι «…ο εκ των μισθωτών ……. κατέβαλε τα μισθώματα στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “………….” στην οποία είχε εν τω μεταξύ μεταβιβάσει ο εκμισθωτής τη μισθωτική σχέση…», καθώς οι καταβολές αυτές κρίθηκε ότι έγιναν παρά την υποχρέωση του μισθωτή να τα καταβάλει στην ενάγουσα που ανέκυψε μετά την επίδοση σ’ αυτόν της «σύμβασης παροχής ενεχύρου – εκχώρησης απαιτήσεων», με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα δέσμευσης ούτε του πρωτοβάθμιου ούτε του παρόντος Δικαστηρίου από το δεδικασμένο της αποφάσεως εκείνης, όπως υπαινίσσεται ο εκκαλών, δεδομένου ότι οι ως άνω κρίσεις της τελεσίδικης απόφασης επί της αρχικής αγωγής δεν περιβλήθηκαν την ισχύ του δεδικασμένου, αφού δεν αποτέλεσαν το πόρισμα νομικής υπαγωγής πραγματικών περιστατικών σε κανόνα δικαίου (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 19, σελ. 358 επομ.).

Β] Αβάσιμος κατά το νόμο και εντεύθεν απορριπτέος κρίνεται και  ο δεύτερος [επικουρικός] λόγος της Β΄ έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, όπως συμπληρώθηκε και βελτιώθηκε με τον μοναδικό λόγο του από 2.11.2022 πρόσθετου δικόγραφου, καθόσον, όπως έχει κριθεί από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι διατάξεις των άρθρων 10 § 14 του Ν. 3156/2003 και 2 § 4 του Ν. 4354/2015 πρέπει να συνδυαστούν και να γίνει δεκτό ότι από την παράλληλη εφαρμογή τους συνάγεται ότι οι ΕΔΑΔΠ του Ν. 4354/2015 έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση που τους προσνέμει η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές προς άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος και τέλεση κάθε άλλης διαδικαστικής ενέργειας, προκειμένου να εισπράξουν τις υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεις, ακόμα και αν αυτές τους μεταβιβάστηκαν υπό το καθεστώς του Ν. 3156/2003, ο οποίος δεν αναγνώριζε στο διαχειριστή της απαιτήσεως που μεταβιβάστηκε το (δικονομικό) δικαίωμα να αιτείται έννομη προστασία στο δικό του όνομα (για τη νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος, που προηγήθηκε της απόφασης της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου βλ., υπέρ της πλειοψηφίας της, την παραπεμπτική σ’ αυτήν ΑΠ 1873/2022, ΝοΒ 2022/1965 και τις εκεί αναφερόμενες ΑΠ 1102/2022, ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 864/2022, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 467/2021, ΑΠ 402/2021, ΑΠ 1260/2019 και ΑΠ 368/2019 και υπέρ της μειοψηφίας της την ΑΠ 822/2022, ΝοΒ 2022/1963, ενώ για την θεωρητική επεξεργασία του ιδίου ζητήματος βλ. υπέρ της πλειοψηφίας Χ. Απαλαγάκη/Λ. Κιτσαρά, Η εξαιρετική νομιμοποίηση των ΕΔΑΔΠ κατά τη διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων, σε γνμδ, σε ΧρΙΔ 2022/704 επομ. και Ν. Κατηφόρη, Η νομιμοποίηση των Εταιριών Διαχειρίσεως Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ΕΔΑΔΠ] για την επίσπευση δικαστικών ενεργειών και τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 10 § 14 του ν. 3156/2003 και 2 § 4 του ν. 4354/2015, σε ΕΠολΔ 5/2022/1 – 15, υπέρ δε της μειοψηφίας Γ. Αποστολάκη, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιριών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, σε Τιμητικό Τόμο για την Καθηγήτρια Γιάννα Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, 2022, σελ. 77 επομ., Π. Μαρκούλη, παρατηρήσεις σε ΕπισκΕΔ 2022/467 επομ. και γενικότερα Π. Γιαννόπουλου, Η εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, σε Αρμ. 2019/233 επομ., του ιδίου, Ζητήματα ως προς το χαρακτήρα της νομιμοποίησης της εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις Ν. 4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος, γνμδ σε Αρμ. 2018/1924 επομ., Π. Κολοτούρου, Δικονομική αρμοδιότης των εταιριών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων, σε ΧρΙΔ 2019/464 επομ., Δ. Μανιώτη, Ζητήματα νομιμοποιήσεως και υποκειμενικών ορίων των δεδικασμένων από την εξουσιοδότηση προς είσπραξη απαιτήσεων, σε ΕφΑΔΠολΔ 2019/609 επομ., Δ. Λιάππη, Η αρχιτεκτονική της τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων – Οι συμβατικές σχέσεις, σε ΕΕμπΔ 2006/786 επομ., Δ. Ρούσση, Το ειδικό δίκαιο της εκχώρησης απαιτήσεων, σε ΧρΙΔ 2016/569 επομ., Λ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις, μετά την αρχική απόκτησή της από «εταιρία αποκτήσεωψς» του ν. 4354/2015. Προϋποθέσεις και συνέπειες, σε ΧρΙΔ 2019/303 επομ., του ιδίου, Κτήση και διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις – κατά τον ν. 4354/2015 -, σε ΧρΙΔ 2020/721 επομ., Γ. Ορφανίδη, Το κανονιστικό περιεχόμενο του Ν. 4354/2915, γνμδ, σε ΕφΑΔΠολΔ 2021/1283 επομ., Γ. Δανιηλίδη, Η ανάθεση της διαχείρισης απαίτησης σε Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ν. 4354/2015] και η παύση της διαχειριστικής της εξουσίας κατά τη διάρκεια της δίκης, σε ΕΠολΔ 2021/656 επομ., Ε. – Μ. Μπόρα, Δικονομική μεταχείριση των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων κατά τον Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2020/633 επομ.).

Γ] Τέλος, κατά την έννοια των Ν. 3156/2003 και 4354/2015 για την απόδειξη της νομιμοποιήσεώς της η εταιρία διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, που φέρει και το αντίστοιχο δικονομικό βάρος, πρέπει να προσκομίζει όλα (αλλά μόνον εκείνα) τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η συντέλεση της μεταβίβασης της επίδικης κάθε φορά απαίτησης στην αγοράστρια εταιρία ειδικού σκοπού και η ανάληψη της διαχείρισής της από την ίδια και, οπωσδήποτε, τα προσιτά σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο και, επομένως, και στο δανειολήπτη έγγραφα, που εξασφαλίζουν τη δημοσιότητα των ως άνω γεγονότων, συγκεκριμένα δε το έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου για την καταχώρηση της μεταβολής, σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης, το απόσπασμα παραρτήματος από το οποίο προκύπτει η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης με τα στοιχεία του οφειλέτη της και την πράξη ανάθεσης της διαχείρισής της που καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο (ΑΠ 909/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ακυρωτικού στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΘεσ. 177/2022, ΜονΕφΠειρ. 585/2022, ΜονΕφΑθ. 832/2022, ΜονΕφΘεσ. 2103/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη/Λ. Κιτσαρά, γνμδ, ο.π.).

Εν προκειμένω, η ………., εταιρία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων, που συνεστήθη κατά το Ν. 4354/2015 και ενεργεί με την ιδιότητα της εκπροσώπου της εδρεύουσας στο ……… της Ιρλανδίας εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», για την οποία υποστηρίζει ότι κατέστη ειδική διάδοχος της ενάγουσας κατά τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, προσκομίζει προς απόδειξη της νομιμοποιήσεώς της, μεταξύ άλλων, 1] την από 30.4.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού και αφορά τη μεταβίβαση στη δεύτερη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλακίου απαιτήσεων της πρώτης από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν καταγγελθεί, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …/2020 στον τόμο … με αύξοντα αριθμό εγγραφής …., 2] ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της σελίδας …….. από το Παράρτημα της συμβάσεως αυτής, όπου αναγράφεται, μεταξύ άλλων μεταβιβασμένων απαιτήσεων και η υπ’ αύξοντες αριθμούς ……. και ……. από 2.2.2005 πίστωση του ……… από σύμβαση στεγαστικού δανείου που είχε συναφθεί μεταξύ αυτού και της ενάγουσας και 3] την από 18.6.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίστηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού και της …….., δυνάμει της οποίας  η πρώτη ανέθεσε στη δεύτερη τη διαχείριση μεταξύ άλλων και των ενδίκων απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 22.6.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …/2021 στον τόμο … με αύξοντα αριθμό εγγραφής αριθμό ….. Από τα έγγραφα αυτά πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση της εν λόγω εταιρίας διαχείρισης, ενώ καμία ασάφεια δεν προκαλείται από την έλλειψη αναφοράς στα παραπάνω έγγραφα των ενεχύρων και των παρεπόμενων ασφαλειών των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις αυτές παρά τη μεταβίβασή τους παραμένουν κατά το άρθρο 1 του Ν. 4354/2015 τραπεζικές και τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται από το νόμο (άρθρα 458 ΑΚ, 39 και 44 του ΝΔ της 17.7/13.8/1923 και 10 Ν. 3156/2003). Σημειώνεται ότι, υπό τα εκτιθέμενα σε εκάστη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η ανάληψη της διαχείρισης των ενδίκων απαιτήσεων έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο των εκεί αναφερόμενων επανεκχωρήσεων των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την ενάγουσα στην ειδική διάδοχό της στις 30.4.2020. Εξ αυτού συνάγεται ότι η ………. επικαλείται ότι η απαίτηση της ενάγουσας από τη σύμβαση στεγαστικού δανείου που χορήγησε στον …….. περιλαμβάνεται σ’ αυτές που, παρά τις επανεκχωρήσεις, παρέμειναν τελικά στην περιουσία της ως άνω ιρλανδικής εταιρίας ειδικού σκοπού και ειδικής διαδόχου της ενάγουσας και σ’ αυτές των οποίων της ανατέθηκε η διαχείριση. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό έγγραφο. Άλλωστε, η ίδια δεν υποχρεούται στην απόδειξη αρνητικού γεγονότος, ότι δηλαδή η απαίτηση της ενάγουσας από το ως άνω στεγαστικό δάνειο δεν την επανεκχωρήθηκε, όπως αντιθέτως και αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με παρόμοιες διαπιστώσεις κατέφασκε την ενεργητική νομιμοποίηση της ως άνω εκπροσώπου της ειδικής διαδόχου της ενάγουσας, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της Β΄ έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

VΙ. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν και επειδή έτερος λόγος έφεσης δεν προβάλλεται προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί και η Β΄ έφεση στο σύνολο της ως αβάσιμη και, αφού διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται τα δικαστικά έξοδα του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού καθενός των αντιδίκων του, που υποβλήθηκαν σε δικαστική δαπάνη για την αντίκρουσή της, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, τέλος, να οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την απολιπόμενη εφεσίβλητη …………. (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και τούτο μολονότι η απολιπόμενη διάδικος αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της …………, αφού στη δίκη αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον της στην άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, μεταξύ των οποίων και το έννομο συμφέρον της, θα κριθούν μόνον από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την ενδεχομένως ασκηθησόμενη ανακοπή της (ΟλΑΠ 15/2001, ΝοΒ 2002/678 = Δ 2002/510, ΑΠ 1596/2018, ΜονΕφΠατρ. 507/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 14.6.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/17.6.2022, από 20.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/22.7.2022 και από 21.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/22.7.2022 εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 1299/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως και τον πρόσθετο στην δεύτερη από αυτές λόγο που ασκήθηκε με το από 2.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2.11.2022 πρόσθετο δικόγραφο του εκεί εκκαλούντος, ερήμην της εφεσίβλητης ………., που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δευτεροβάθμια διαδικασία από την παριστάμενη αναγκαία ομόδικό της ………… και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και  απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή εκάστου κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει 1] σε βάρος του εκκαλούντος της Α΄ έφεσης τα δικαστικά έξοδα όσων αντιδίκων του παραστάθηκαν κατά την εκδίκασή της, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για τον καθέναν, 2] σε βάρος του εκκαλούντος της Β΄ έφεσης τα δικαστικά έξοδα όσων αντιδίκων του παραστάθηκαν κατά την εκδίκασή της, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για τον καθέναν και 3] σε βάρος της εκκαλούσας της Γ΄ έφεσης τα δικαστικά έξοδα όσων αντιδίκων της παραστάθηκαν κατά την εκδίκασή της, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) για τον καθέναν.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ