Αριθμός 596/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Εταιρείας με την επωνυμία «………….» (η «………..»), που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής, ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στην οποία έχει ανατεθεί, η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..» (………….), με έδρα στο …., Ιρλανδίας, στον οποίο Δικαιούχο τη Απαίτησης, η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και τον δ.τ. «…………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Γεωργία Σκούρα.
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» με και τον δ.τ. «………», με έδρα την Αθήνα, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ….., νομίμως εκπροσωπούμενη, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……, κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα.
ΚΑΘΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ :1……….. και 2………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο, Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1………..και 2…………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο, Θεοδώρα Θεοχάρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «………» ως καθολικής διαδόχου της ……………, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι υπό στοιχ Α καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση-Β εκκαλούντες, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.9.2014 ανακοπή (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2014), επί της οποίας εκδόθηκε υπ΄αριθμ. 1329/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη υπό στοιχ Α καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση-Β εκκαλούντες με την από 29.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020-………./2021) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 17η.2.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρουσας απόφασης.
Η υπό στοιχ Α αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παροντος Δικαστηρίου, την από 14.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι : α) η από 28.9.2020 (με Γ.Α.Κ……../2020 και με Ε.Α.Κ……./2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.09.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.01.2021 με Γ.Α.Κ. ……/2021 και Ε.Α.Κ. ………/2021) έφεση που είχε οριστεί αρχικά να συζητηθεί στη δικάσιμο της 17.02.2022, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και β) η από 14.02.2022 (αρ. εκ. κατ. ……./2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων ( άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).
Η από 28.9.2020 (με Γ.Α.Κ……../2020 και με Ε.Α.Κ………/2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.09.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.01.2021 με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ………/2021) έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως ανακοπτόντων, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1329/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β , 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης που έλαβε χώρα την 22.2.2020 (όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………… επί του δικογράφου της έφεσης) και πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9.4.2019, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 29.9.2020. Είναι παραδεκτή εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό …………/2020) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. (ολ. Α.Π 1/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης και πριν από τη συζήτηση αυτής, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η Εταιρία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, με αρ. ΓΕΜΗ ………. και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. ………./…../29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου και συγκεκριμένα ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και της Πράξης 118/19-05-2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχει τροποποιηθεί με την Πράξη 153/8-1-2019 της ιδίας Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας, με την επωνυμία «……….. », με καταχωρημένη έδρα στο ……… Ιρλανδίας στη διεύθυνση (……………), ως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 18.06.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων (αντίγραφο του οποίου καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, με αριθμό πρωτοκόλλου ……./22.6.2021 (τόμος …../αύξ. Αρ …… ). Η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη διάδοχος των απαιτήσεων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση που απορρέει από την με αριθμό ………./14.02.2023 σύμβαση στεγαστικού δανείου μετά του παραρτήματος αυτής, όπως προκύπτει από το απόσπασμα παραρτήματος της από 30 Απριλίου 2020 σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβίβασης ,απαιτήσεων (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……/30.4.2020 (τόμος …. /αύξ. Αρ ……), κατέθεσε, στις 15.02.2022, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 14.02.2022 (αρ. εκ. κατ. ……./2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………….>>, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (όπως προκύπτει από την με αριθμό ……./16.2.20222 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………………), επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εφεσίβλητης), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1096/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση, γιατί διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της ανακοπής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1426/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4499/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4355/2002, ΕλλΔ/νη 2004/206). Περαιτέρω, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κατά την εκφώνηση των δύο υποθέσεων (έφεσης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης), στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση <<………………..>> δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Παραστάθηκαν μόνο οι εκκαλούντες και καθ’ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Αναφορικά με τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως προκύπτει ότι αυτή επισπεύσθηκε στην αρχική δικάσιμο από την εφεσίβλητη τράπεζα, (όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες με αριθμούς ……/22.2.2021, …./22.2.2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………….. του δικογράφου της έφεσης στους εκκαλούντες). Κατά την ορισθείσα πρώτη δικάσιμο της έφεσης, στις 17.2.2022, η συζήτηση αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατόπιν τούτων, η αναβολή της εφέσεως από το πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο ισχύει πλασματικά ως κλήτευση όλων των διαδίκων κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, οπότε παραδεκτά συζητείται η έφεση, παρά την απουσία της εφεσίβλητης στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, λόγω της σχέσεως επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, που δημιουργείται μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, η συζήτηση της έφεσης θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα (άρθρο 274 παρ. 2 περ. β΄, 524 παρ. 1, 83 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 614/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΔυτΜακεδ 19/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 412/2021 ό.π., ΜονΕφΛαμ 140/2020 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π.). Ομοίως, κατά την συζήτηση της κρινόμενης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της προσθέτως παρεμβαίνουσας, υπέρ της εφεσιβλήτου – καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και κατά των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, παρέστησαν μόνον η παρεμβαίνουσα και οι καθ’ ων η παρέμβαση, ενώ δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπέρ ης η παρέμβαση, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο πινάκιο, αν και η ασκηθείσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως άνω εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (βλ. τη με αριθμό ……/16.2.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………) και πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολδ ).
Με την υπό κρίση από 12.9.2014 (Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2014), ανακοπή που άσκησαν οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες – καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ……../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, ως πιστούχος η πρώτη και ο δεύτερος ως εγγυητής υπέρ της πιστούχου, το ποσό των 73.778,29 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για οφειλή που προέρχεται από την αναφερόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου με ανοικτό λογαριασμό μετά του προσαρτήματος της, η οποία συνήφθη μεταξύ της πρώτης εξ αυτών ως πρωτοφειλέτριας και του δεύτερου ως εγγυητή και της καθ’ής, β) να ακυρωθεί η από 18-07-2014 παρά πόδας της διαταγής πληρωμής, επιταγή προς εκτέλεση, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ής στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 6/2/2019 αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 1329/2019 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή, κατά την τακτική διαδικασία έκρινε την ανακοπή τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μετά από έρευνα δε ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, απέρριψε την ως άνω ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την η από 18-07-2014 παρά πόδας της διαταγής πληρωμής, επιταγή προς εκτέλεση, καταδίκασε δε τους ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία όρισε στο συνολικό ποσό των τριακοσίων (300 ) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως οι ανακόπτοντες (εκκαλούντες), ως ηττηθέντες διάδικοι, παραπονούνται με την ως άνω έφεσή τους για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει στο σύνολό της δεκτή η υπό κρίση ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η από 18-07-2014 παρά πόδας της διαταγής πληρωμής, επιταγή προς εκτέλεση και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 εδ. α’, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του Κ.Πολ.Δ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του Κ.Πολ.Δ. Στην περίπτωση αυτή, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί αυτή με άλλα αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1376/2018, Α.Π. 682/2015, Εφ.Πειρ. 399/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 Κ.ΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση, όσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 15/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. γ’ και δ’ Κ.Πολ.Δ. – που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί-, προκύπτει ότι αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 περ. ε’ Κ.Πολ.Δ.). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής, του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 Κ.Πολ.Δ. και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Η δε απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό, με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1349/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (Α.Π. 1094/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (Α.Π. 1022/2003, Α.Π. 925/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Αθ. 3791/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο δανειακής σύμβασης ή σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται: α) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ.), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ’ αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017, Α.Π. 872/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το δε αντίγραφο αυτού, έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρο 449 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, 52 του ν.δ. 3026/1954, ήδη 36 2β του ν. 4194/2013- και 14 του ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου, από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά πρωτοτύπου (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 621/2018, Εφ.Πειρ. 399/2020, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 245/2016, Α.Π. 1652/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο, ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1443/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (Α.Π. 368/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση, συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1943/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο σύμβασης δανείου, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, στην περίπτωση δε αυτή, φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017, Α.Π. 370/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 2210/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1349/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας. Για το λόγο αυτό, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 Κ.Πολ.Δ.) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακής σύμβασης, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και, γενικότερα, του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (Α.Π. 999/2019, Α.Π. 1071/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επί προβαλλόμενης δε με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και, στη συνέχεια, ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (Α.Π. 350/2016, Α.Π. 15/2007, Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Κρητ. 13/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο λόγοι ανακοπής (Α.Π. 40/1994, Δ. 1994, 861, Μιχ. Μαργαρίτη/Άντα Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 632, αριθ. 19, σ. 92). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Από τη γραμματική διατύπωση όμως της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της λέξης αυτής σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από τον ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου, πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από τον ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτόν. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, πράγμα, που δεν συμβαίνει στην περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005), ουσιαστικά προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 123/2323 , Α.Π 1369/2022, ΑΠ 669/2020).
Περαιτέρω, όμως ο ανωτέρω Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας του άρθρου 2 παρ.1 και 2 Ν.2251/1994, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών- Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας- Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης (ΑΠ 368/2019). Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (Α.Π 1346/2023, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 753/1995 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί, για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του. συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1504/ 2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2013 ΧρΙΔ 2013. 584, ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012.417, ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στον χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ό.π., ΑΠ 385/2010 ΕφΑΔ 2010.1136. ΜονΕφΛΘ 130/2018. Εφ. Πειρ 523/2015 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, All 385/2010 ό.π., All 381/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του. χωρίς ουσιαστικά κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή, η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1185/2019 δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1352/2011 ό.π., ΕφΛαρ 17/2017 ΔΕΕ 2019.421, ΕφΑΘ 676/ 2016 ΔΕΕ 2016.684, ΕφΑΘ 5/2012 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, που έχει τίτλο «προστασία καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται, σύμφωνα με το δίκαιο, που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση του (ΟλΑΠ 15/2007), οι όροι, που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως, από την οποία αυτή εξαρτάται. Εφ.Πειρ. 38/2023 νομολογία Εφετείου Πειραιά).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, καθόσον με την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και την αποζημίωση της καθ` ης η ανακοπή από το Ελληνικό Δημόσιο για το σύνολο των «κόκκινων δανείων», μεταξύ των οποίων και το επίδικο, η τελευταία δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην επίσπευση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, εφόσον η απαίτησή της κατά αυτού έχει εξοφληθεί με τον ανωτέρω τρόπο, η δε επιλογή της να επιδιώκει για δεύτερη φορά την είσπραξη της ασκείται καταχρηστικά. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος ως προς αμφότερα τα σκέλη του, καθώς η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έγινε με σκοπό την ενίσχυση της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος με την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και όχι προς εξόφληση συγκεκριμένων δανείων και δη με χαριστική πρόθεση έναντι των αντίστοιχων δανειοληπτών. Ειδικότερα, δυνάμει των Ν. 3864/2010 και Ν. 4079/2012, η ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών έλαβε χώρα μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο τυγχάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, κατόπιν υποχρεωτικής τους συμμόρφωσης σε πληθώρα τραπεζικών ανακοινώσεων και οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με στόχο την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών προς αποτροπή άτακτης χρεωκοπίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, ακολούθως, της Χώρας, όπως προκύπτει σαφώς και από το άρθρο 2 του Ν. 3864/2010, όπου αναφέρεται ότι «σκοπός του Ταμείου είναι η διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω της ενίσχυσης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και θυγατρικών αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα κατόπιν άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο και μέσω της κεφαλαιακής ενίσχυσης μεταβατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που συστήνονται σύμφωνα με το άρθρο 63ε του Ν. 3601/2001» και όχι με στόχο την αποκρατικοποίηση των τραπεζών ούτε την απαλλαγή των οφειλετών από τα αναληφθέντα δάνεια. Εξάλλου, η ως άνω ανακεφαλαιοποίηση της καθ` ης η ανακοπή, επηρεάζει μεν το μετοχικό της κεφάλαιο πλην, όμως, δεν αλλοιώνει τις υφιστάμενες συμβατικές της σχέσεις, μεταξύ των οποίων και η επίδικη σύμβαση, και την εντεύθεν ενεργητική της νομιμοποίηση ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από αυτές, ούτε, άλλωστε, προκύπτει από οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη ότι υπήρξε καθολική διαδοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στα δικαιώματα της καθ` ης η ανακοπή ή ότι του εκχωρήθηκε η επίδικη απαίτηση. (ΕΦ. ΠΕΙΡ. 270/2022, Νομολογία εφετείου Πειραιά). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον σχετικό λόγο ως μη νόμιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως αβασίμως παραπονούνται οι εκκαλούντες με τον σχετικό λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, που πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε τον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους της ανακοπής τους με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, ενώ αν είχε εφαρμόσει ορθά το νόμο θα έπρεπε να τους είχε κάνει δεκτούς , δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά νόμο δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία και το οφειλόμενο ποσό πρέπει να είναι ορισμένο . Συνεπώς με βάση την επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες εξόφληση του επίδικού δανείου από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η αιτούσα όφειλε να προσκομίσει στο Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τα απαραίτητα οικονομικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το επίδικο δάνειο δεν είχε εξοφληθεί εν όλω ή κατά ένα μέρος και σε καταφατική περίπτωση το ύψος του οφειλόμενου ποσού, Ειδικότερα με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν ότι : α) η απαίτηση της καθ’ής δεν αποδεικνύεται νόμιμα με βάση τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε αυτή κατά την αίτηση και την έκδοση της διαταγής πληρωμής – σύμβαση χορήγησης στεγαστικού δανείου μετά των παραρτημάτων και πρόσθετου συμφώνου μετατροπής του δανείου, κίνηση του λογαριασμού, εξηγμένα από τα νόμιμα βιβλία της καθ΄ης – και για το λόγο αυτό τυγχάνει αβέβαιη και ανεκκαθάριστη β) η αίτηση της δανείστριας, προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και κατ’ επέκταση και η ίδια η διαταγή πληρωμής, πάσχουν λόγω αοριστίας, καθόσον σε αυτές δε μνημονεύονται αναλυτικώς το κεφάλαιο, οι τόκοι, τα έξοδα, το επιτόκιο και οι μεταβολές του, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί από τους ίδιους η νομιμότητα του ποσού του κεφαλαίου και του ποσού των τόκων και των εξόδων που επιτάσσονται να καταβάλουν στην δανείστρια, γ) δεν αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το ποσοστό του επιτοκίου που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της σύμβασης παρά μόνο αναφέρεται ότι “η απαίτηση θα αναζητηθεί από την καθ’ής με βάση το ισχύον συμβατικό επιτόκιο”, χωρίς όμως να προσδιορίζεται αυτό, δ) το ποσό των 8.848 ευρώ το οποίο αφορά δεδουλευμένες τοκοπρομήθείες της τράπεζας και το οποίο υποχρεώνονται να καταβάλλουν, δεν εξειδικεύεται σε τι ακριβώς αφορά και δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής, είναι απορριπτέοι αφενός διότι, ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης περί εξόφλησης των <<κόκκινων δάνειών>> από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ισχυρισμός που απορρίφθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης , ως μη νόμιμος, διότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έγινε με σκοπό την ενίσχυση της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος με την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και όχι προς εξόφληση με χαριστική πρόθεση των δανείων ορισμένων δανειοληπτών. Περαιτέρω, κατά το β σκέλος του, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος. Τούτο διότι οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες αμφισβητούν γενικά το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, χωρίς να προσβάλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (βλ. ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ΕφΠειρ 638/2015, ΕφΔυτΜακεδ 73/2015, Αρμ 2016, σ.98, ΕφΘεσσαλ 1034/2013, Αρμ 2014, σ.634, ΕφΑΘ 1159/2012, ΔΕΕ2012, σ.676, ΕφΑΘ 1778/2010 ·— ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4424/2009, ΕλΔνη 2011, σ.875, ΕφΠειρ 911/1994, ΕλΔνη 36, σ.672, ΕφΠατρ 195/2007, Αρμ 2008, σ.921, ΕφΠατρ 835/2002, Αρμ 2004, σ. 1162). Για το ορισμένο όμως των λόγων αυτών της ανακοπής, οι οποίοι δεν έχουν απλώς αρνητικό χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (Εφ Θεσ 144/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου , ο λόγος αυτός (γ΄ σκέλος) τυγχάνει μη νόμιμος κατά το ερευνώμενο σκέλος του, που βάλλει κατά του τυπικού κύρους της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα τα ως άνω στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης και της διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα , αρκεί στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής όσο και στη διαταγή πληρωμής να αναφέρεται ότι ο λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ της καθ’ ής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και ότι το απόσπασμα αυτό επισυνάπτεται στην αίτηση, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτές οι ειδικότεροι όροι της πίστωσης και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, ενώ δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής όσο και στη διαταγή πληρωμής, το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι, αφού το ποσοστό του τόκου αυτού ορίζεται εκάστοτε από το νόμο και δεν αποτελεί στοιχείο της αίτησης ή της διαταγής πληρωμής, ούτε είναι αναγκαία η παράθεση του ποσοστού επιτοκίου βάσει του οποίου καθορίζονται τα κονδύλια των τόκων, που περιλαμβάνονται στον αλληλόχρεο λογαριασμό, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων (βλ ΑΠ 370/2012, 330/2012 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./14-02-2003 σύμβασης στεγαστικού δανείου μετά του από 14-02-2003 προσαρτήματος και πρόσθετου συμφώνου αυτής και του από 17-04-2006 πρόσθετου συμφώνου μετατροπής, μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας ως πρωτοφειλέτριας και του δεύτερου ως εγγυητή και της καθ’ής υπογράφηκε σύμβαση, βάσει της οποίας χορηγήθηκε στην πρώτη των καθ’ων δάνειο ποσού 90.000 ευρώ. Η ως άνω σύμβαση δανείου καταρτίστηκε με σκοπό την κάλυψη στεγαστικών αναγκών και συγκεκριμένα την επισκευή ανακαίνιση οικίας της πρώτης ανακόπτουσας. Σε εκτέλεση της συμβάσεως τηρήθηκε αρχικά ο υπ’ αριθμ. …. λογαριασμός και εν συνεχεία ο υπ’ αριθμ. …… λογαριασμός. Με την από 05-10-2011 εξώδικη καταγγελία της, η οποία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 13-10-2011 (βλ. τις υπ’αριθμ. …………/13-10-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….), η καθ’ή ς κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση δανείου λόγω μη τήρησης από την πρώτη των ανακοπτόντων των όρων της σύμβασης. Περαιτέρω από το 19-03-2014 ακριβές απόσπασμα σε πρωτότυπο των ως άνω λογαριασμών, εξηγμένο από τα νόμιμα τηρούμενα μηχανογραφικώς σε ειδική ηλεκτρονική μορφή εμπορικά βιβλία της τράπεζας, με τη βεβαίωση της γνήσιας εκτύπωσής τους από τον εξουσιοδοτημένο προς τούτο υπάλληλο, το οποίο με βάση τον με αριθμό 20 όρο της ως άνω σύμβασης αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής των ανακοπτόντων, προέκυψε ότι το υφιστάμενο υπόλοιπο του λογαριασμού σε βάρος τους ανερχόταν την 31-12-2013 στο ποσό των 73.778,29 ευρώ αναλυόμενο σε 65.330,28 ευρώ για κεφάλαιο και σε 8.448, 01 ευρώ για τρέχουσες δεδουλευμένες τοκοπρομήθειες τράπεζας, χρονικής περιόδου από 17-06-2011 έως και 31-12-2013, το οποίο αντιστοιχεί στο άθροισμα των εξωλογιστικών τόκων του αρ.88§1ν. 3601/2007, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 150 του Ν. 4261/2014. Οι τόκοι αυτοί αποτυπώνονται στη σελίδα 4 του υπ’αριθμ. …… λογαριασμού και στο ποσό των τόκων ύψους 6.027,65 που μεταφέρθηκε στις 28-06-2013 από τον ως άνω λογαριασμό στον υπ’αριθμ. ……. προσκομιζόμενο λογαριασμό. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει σαφώς η αιτία της απαίτησης και το ύψος αυτής, ενώ από τις προσκομισθείσες κινήσεις των λογαριασμών που εξυπηρετούσαν την ένδικη πίστωση φαίνονται αναλυτικά οι χρεοπιστώσεις και ο τρόπος υπολογισμού των κονδυλίων. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος κατά το α΄ και δ΄ σκέλος του τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η καθ΄ης προέβη στην από 05-10-2011 εξώδικη καταγγελία-πρόσκληση και δήλωση που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 05-10-2011 λόγω της υπερημερίας των ανακοπτόντων και συγκεκριμένα όπως αναφέρεται επί λέξει : “Ο ανωτέρω λογαριασμός που κινήθηκε σε εκτέλεση της μεταξύ μας συναφθείσας σύμβασης δανείου εμφάνιζε μέχρι την 17-08-2011 καθυστερημένη οφειλή από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα το ποσό των 4,777,85 ευρώ. Την αυτή δε ημέρα το υπόλοιπο της ενήμερης οφειλής σας κατά κεφάλαιο ανερχόταν σε 60.935,59 ευρώ και η συνολική οφειλή σας ανερόταν σε 65.711,44 ευρώ. Η καθυστέρηση αποπληρωμής της ληγμένης οφειλής σας διήρκεσε για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών”. Επιπροσθέτως, η ενέργεια της καθ’ ής η ανακοπή να προβεί στην ως άνω καταγγελία της δανειακής σύμβασης έγινε σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 9 συμβατικό όρο που όριζε ότι ΄Σε περίπτωση καθυστέρησης, πληρωμής οποιασδήποτε μηνιαίας δόσης, τριμηνιαίας, ή εξαμηνιαίας επί τρίμηνο, δίδεται το δικαίωμα στην τράπεζα να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναζητήσει με κάθε νόμιμο τρόπο το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας και τόκους εκ ανατοκισμού υπολογιζόμενους ανά εξάμηνο, μέχρι την ημερομηνία της εξόφλησής του, πλέον τόκων και εξόδων που θα επιβαρύνουν τον οφειλέτη”. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ως άνω καταγγελία έγινε νομότυπα και επέφερε τη λύση της σύμβασης στεγαστικού δανείου και δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του καθ’ όλα νόμιμου δικαιώματος της , ούτε αντίκειται στις διατάξεις του ν 2251/1994. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ής επέφερε τυχόν βλάβη στον ανακόπτοντες, την οποία εξάλλου δεν προσδιορίζουν αυτοί, εκθέτοντας περιστατικά τα οποία να την θεμελιώνουν, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διακόπτοντας παράλληλα την πίστωση και την χρηματοδότηση του οφειλέτη με σκοπό να αποτρέψει και την διόγκωση του χρέους του, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτες υπήρξαν ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με την διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) μόνον αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στην συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα από τους ανακόπτοντες στο δικόγραφο της ανακοπής τους (βλ. ΑΠ 1742/2004, ΕφΑαρ 298/2008 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η καθ΄ης , αποσκοπούσα στην περιφρούρηση των απαιτήσεων της, νομίμως έκανε χρήση του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως πιστώσεως και έκλεισε το λογαριασμό, αφού σε διαφορετική περίπτωση, διατηρώντας ανοιχτή την πίστωση και συνεχίζοντας τη χρηματοδότηση, θα εκτίθετο σε κίνδυνο πολύ μεγαλύτερης ζημίας, η δε ενέργεια της αυτή, κάτω από τις περιστάσεις που προεκτέθηκαν, δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καταγγελία είναι άκυρη (άρθρο 179 ΑΚ) και δεν παράγει για την καθ΄ης κανένα έννομο δικαίωμα, διότι έχουν ενσωματωθεί στο κεφάλαιο παράνομες χρεώσεις το ποσό δε που αναφέρεται σε αυτήν είναι αναληθές. Η ενσωμάτωση όμως παράνομων χρεώσεων ή αναληθούς ποσού στην καταγγελία δεν εξιδικεύεται από τους ανακόπτοντες και σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, δύναται όμως να θεμελιώσει σχετικό αυτοτελή λόγο ανακοπής, με τον οποίο πλήττεται η διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των παράνομων χρεώσεων εφόσον αναφέρεται ποια συγκεκριμένα ποσά καταλογίστηκαν παράνομα και αναληθώς, ποιο είναι το αληθές κεφάλαιο και ποιο θα έπρεπε να είναι το ύψος των νόμιμων τόκων, ώστε το δικαστήριο να μπορέσει να προβεί σε έλεγχο αυτού (λόγου) και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του να ακυρώσει την ως άνω πληττόμενη διαταγή πληρωμής κατά το υπερβάλλον ποσό. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το λόγο αυτό ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον έκτο λόγο της έφεσής τυγχάνουν απορριπτέα.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο , διότι απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, καθόσον στην ένδικη σύμβαση δανείου περιλαμβάνεται παράνομος και άρα άκυρος όρος, σύμφωνα με τον οποίο η καθ` ης η ανακοπή καθ` όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης τον χρέωνε παράνομα με ποσά για την εισφορά του ν. 128/1975, τα οποία μάλιστα ανατόκιζε, καθιστώντας την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη. Υπό το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με όσα στις ανωτέρω σκέψεις αναπτύχθηκαν, ο λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον με αυτόν δεν προσβάλλεται ειδικώς συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, αλλά μόνο υποστηρίζεται ότι η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς είναι παράνομη και άρα άκυρη και προβάλλεται, συνακόλουθα, μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης της εκκαλούσας, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται περαιτέρω, ότι η ακυρότητα αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα της όλης σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ). Ο λόγος αυτός ούτε και ως αμφισβήτηση του βέβαιου και εκκαθαρισμένου της ένδικης απαίτησης μπορεί να εκτιμηθεί, δοθέντος ότι η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ως ενσωματώνουσα απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος, αλλά μόνο κατά το υπερβάλλον ποσό της επιδικαζόμενης απαίτησης, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, πρέπει ο αμφισβητών το ύψος της επίδικης απαίτησης να προσδιορίζει επ` ακριβώς και με τρόπο ορισμένο. Άλλωστε, “βέβαιη” είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ενώ “εκκαθαρισμένη” είναι όταν είναι ορισμένη κατά το ποσόν και το ποιόν της και δυνάμενη να καθοριστεί έστω με μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στον ίδιο τον τίτλο, ώστε μόνη η αμφισβήτηση μέρους της απαίτησης (όπως εν προκειμένω ως προς την επιβάρυνση με την εισφορά του ν.128/1975) να μην την καθιστά ελαττωματική ως προς τα χαρακτηριστικά της αυτά, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ανακόπτων. Σε κάθε δε, περίπτωση, ο ερευνώμενος λόγος της ανακοπής είναι μη νόμιμος, διότι η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975 εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη, και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, με συνέπεια η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους να επιτρέπεται, όπως εκτενώς αναφέρθηκε παραπάνω, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου. Εξάλλου, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα, δυνάμει συμβατικού όρου (7), εισφορά σε βάρος του οφειλέτη αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. άρθρο Σ. Ψυχομάνη «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17, ΤρΕφΔυτΜακ 35/ 2018, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τη ρητή αναφορά στη σύμβαση του συγκεκριμένου όρου έχουν εκπληρωθεί και οι επιβαλλόμενες για την εγκυρότητα αυτού υποχρεώσεις της καθής Τράπεζας περί διαφάνειας και ενημέρωσης των οφειλετών ανακοπτόντων. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το λόγο αυτό ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον σχετικό λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα (βλ. σχετικά με το επιτρεπτό της μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975 στον πιστούχο ή στον δανειολήπτη ΑΠ 669/2020, ΑΠ 999/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1419/2019 στην Taxheaven, ΑΠ 332/2019 στην areiospagos.gr, ΕφΑθ 1566/2022, ΕφΑθ 416/2022, ΕφΠατρ 9/2022, ΕφΠατρ 65/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη απόφαση ότι αυτή έσφαλε διότι απέρριψε τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο έβαλαν κατά του όρου 7 της επίδικης σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο: «Οι τόκοι υπολογίζονται πάνω στο ανεξόφλητο κάθε φορά υπόλοιπο κάθε ανάληψης, με βάση έτος 360 ημερών και τον χρόνο που πράγματι πέρασε και σύμφωνα με όσα ισχύουν στη διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση…». Ότι ο ανωτέρω Γ.Ο.Σ. παραβιάζει ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του ν. 2251/1994, γιατί ο εν λόγω Γ.Ο.Σ. προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, γεγονός που προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Ότι με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΑΚ. Ότι η καθ’ης τράπεζα δημιουργεί έτσι μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον- όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημερών- για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της καθ’ ης τράπεζας. Ότι το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/Ε.Κ. που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β’ 255/8…2001) στην καταναλωτική πίστη, με την στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής ως αόριστο, διότι δεν παρατίθενται στο δικόγραφο της ανακοπής τα συγκεκριμένα κονδύλια που αφορούν υπολογισμό των τόκων του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμού, ούτε προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συγκεκριμένως, επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του υπολογισμού αυτού, (προσδιορίζει γενικώς την επιβάρυνση σε ποσοστό 1,3889%), έτσι ώστε να μην είναι εφικτή η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, δεδομένου ότι η ευδοκίμηση, εν όλω ή εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του Γ.Ο.Σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής των ανακοπτόντων (ΑΠ 999/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, διότι ο αντίθετος στον Ν. 2251/91994 ΓΟΣ ότι ο υπολογισμός του τόκου θα γίνεται με έτος 360 και όχι 365 ημερών δεν οδηγεί στην απαλλαγή της πιστούχου και επομένως και των εγγυητών της πίστωσης, αλλά στην δυνατότητα τους να προσβάλλουν με λόγο ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής τους παράνομα χρεωθέντες τόκους και να επιτύχουν μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο ποσό. Εν προκειμένω, δεν προσβάλλεται συγκεκριμένο κονδύλιο του τηρηθέντος λογαριασμού, ώστε μόνον κατά το ποσό αυτό να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζουν τα επί μέρους κονδύλια των τόκων που χρεώθηκαν από τον υπολογισμό της εισφοράς και τον παράνομο, όπως ισχυρίζονται, ανατοκισμό αυτής, των τόκων που χρεώθηκαν από τον παράνομο ανά τρίμηνο ανατοκισμό και τον ανατοκισμό προμηθειών και εξόδων, ούτε προσδιορίζουν το ποσό κατά το οποίο επιβαρύνθηκαν με τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών σε σχέση με τον υπολογισμό με βάση έτος 365 ημερών, ώστε τα εν λόγω κονδύλια να αφαιρεθούν από το συνολικό ποσό της απαίτησης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της και, συνεπώς, για το ορισμένο των λόγων αυτών όφειλαν οι ανακόπτοντες ες να είχαν επικαλεσθεί τα κονδύλια που χρεώθηκαν στο συνολικά οφειλόμενο ποσό λόγω των παράνομων επιβαρύνσεων. (Α.Π 123/2023, Α.Π 633/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως αόριστο το λόγο αυτό ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με το πρώτο σκέλος του σχετικού λόγου έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα. Ενόψει δε του ότι η αιτιολογία αυτή στηρίζει αυτοτελώς την απόρριψη του σχετικού λόγου, η εσφαλμένη επάλληλη αιτιολογία ως προς τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά και η υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, (Α.Π 1346/2023, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ), για την εν λόγω απόρριψη, με την οποία δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς στην άνω ορθή αιτιολογία.
Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη απόφαση ότι αυτή έσφαλε διότι απέρριψε τον έκτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι ο υπό στοιχεία 13 όρος της επίδικης δανειακής σύμβασης, με τον οποίο επήλθε παραίτηση του δεύτερου ανακόπτοντα από το δικαίωμα της διζήσεως, καθώς και από κάθε δικαίωμα, ευεργέτημα ή ένσταση, που πηγάζουν από τα άρθρα 853, 855, 858, 862 έως 868 του Αστικού Κώδικα, ευθυνόμενος, ως αυτοφειλέτης, τυγχάνει καταχρηστικός, διότι προσκρούει στις διατάξεις των παρ. 6 και 7 περ. ιγ’ του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Ο λόγος αυτός της ανακοπής απαραδέκτως προτείνεται από τον πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθόσον αυτή έχει την ιδιότητα της πιστούχου, παραδεκτώς δε από το δεύτερο ανακόπτοντα, που συμβλήθηκε στην ένδικη σύμβαση ως εγγυητής. Ο λόγος αυτός όμως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς, η συμβατική παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως και τα λοιπά δικαιώματα, που επιφυλάσσουν τα άρθρο 853 επ. ΑΚ υπέρ αυτού, είναι έγκυρη, ως σύμφωνη με τα χρηστά ήθη δικαιοπραξία, χωρίς να συνιστά δίχως άλλως υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης του παραιτούμενου συμβαλλόμενου. Και τούτο διότι οι διατάξεις περί εγγυήσεως είναι ενδοτικού χαρακτήρα (Α.Π. 620/2015 δημ. Νόμος, Α.Π. 884/2013 ΕΕμπΔ 2014.155) και, επομένως, είναι έγκυρη η παραίτηση του δεύτερου των ανακοπτόντων από τα εκ των διατάξεων των άρθρων 852, 853, 855, 866, 867 και 868 του Α.Κ. δικαιώματά τους, ιδία εν όψει του γεγονότος ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι απαγορευτικές, αλλά τέθηκαν προς το συμφέρον του εγγυητή (ΕφΘεσ 763/1992 Αρμ 1993.222 και Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ. υπ’ άρθρα 866 αριθ. 2 και 867 αριθ. 2). Εξάλλου, η παραίτησή του δεύτερου ανακόπτοντα από τις άνω ενστάσεις δεν συνιστά άνευ ετέρου υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής του θέσεως και ως εκ τούτου άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, την ένδικη εγγυητική σύμβαση, τη στιγμή που, δεν επικαλείται καν συγκεκριμένα περιστατικά, δυνάμενα να προσδώσουν τέτοια, αντίθετη στα χρηστά ήθη, μορφή στην, όπως διαμορφώθηκε με την παραίτησή του από τα ως άνω δικαιώματα, δέσμευσή του από την ένδικη εγγυητική σύμβαση (ΑΠ 1297/1990 ΕλλΔνη 1991 . 1215 δημ. Νόμος Εφ. Αθ 2407/2021). Ούτε εκθέτει σε τι συνίσταται η διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του, προκειμένου να είναι σε θέση το Δικαστήριο να διαγνώσει κατά πόσον η φερόμενη ως «άκυρη» παραίτησή του από τα συγκεκριμένα δικαιώματα επέδρασε αιτιωδώς στη διαμόρφωση της εις βάρος του οφειλής, ούτε εξάλλου, εκτίθενται πραγματικά περιστατικά συμπεριφοράς της καθ’ής, που να συνιστούν εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της έναντι αυτής συνεπεία της οποίας καταρτίσθηκε η ως άνω συμφωνία. Άλλωστε, η παραίτηση δεν ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 332 Α.Κ για τον αποκλεισμό της ευθύνης του δανειστή από δόλο ή βαριά αμέλεια. Δεδομένου, όμως, ότι, εν προκειμένω ο δεύτερος ανακόπτων είχε παραιτηθεί της ενστάσεως αυτής με ρητό όρο της σύμβασης, τέτοια υπαίτια συμπεριφορά δόλου η βαρείας αμέλειας της δανείστριας τράπεζας λόγω της οποίας έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από τον οφειλέτη ουδόλως αυτός επικαλείται. (ΕΦ. ΠΑΤΡΩΝ 9/2022 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο συνεπώς δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία αιτιολογία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω αιτιολογία (αρθ. 534 Κ.Πολ.Δ), χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί, η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εσφαλμένη αιτιολογία δεν περιέχει στοιχεία διατακτικού και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (Εφ Αθ 8662/2007 δημ. Νόμος, Σαμουήλ «η έφεση», έκδοση Ε σελ.427 παρ. 1136), ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλούμενη απόφαση ότι αυτή έσφαλε διότι απέρριψε τον όγδοο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ζήτησαν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι από αυτήν δεν προκύπτει η ακριβής αιτία της οφειλής και η απαίτηση της καθ’ής σε βάρος τους δεν είναι εκκαθαρισμένη, καθώς κατά τους ισχυρισμούς τους, η ένδικη σύμβαση χορήγησης δανείου ρύθμισης οφειλών, περιλαμβάνει τους αναφερόμενους στην ανακοπή προδιατυπωμένους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί και κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ και οι οποίοι προβλέπουν την χρέωση κονδυλίων προμηθειών της τράπεζας καθώς και το ότι η καθ’ής έχει το δικαίωμα να καθορίζει μονομερώς το ποσοστό του συμβατικού επιτοκίου για εύλογη αιτία. Επίσης, οι ανακόπτοντες ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι η ένδικη σύμβαση δανείου είναι σύμβαση προσχώρησης και ότι αναγκάστηκαν, αγνοώντας ανυπαίτια το γεγονός αυτό, να αποδεχθούν τους όρους αυτούς, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να τους διαπραγματευτούν. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε βάσει ολικά άκυρης σύμβασης δανείου, στην οποία προσχώρησαν οι ίδιοι με την ιδιότητα του καταναλωτή, καθόσον οι ανωτέρω καταχρηστικοί όροι της σύμβασης είναι άκυροι, επιφέρουν δε την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης δανείου. Ωστόσο, οι επιμέρους αυτοί λόγοι ανακοπής , πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι, διότι οι ανακόπτοντες, αν και δεν αμφισβητούν ότι τους χορηγήθηκε το επίδικο δάνειο, του οποίου αυτοί έκαναν χρήση και το οποίο δεν έχουν αποπληρώσει, δεν προσδιορίζουν ποια ήταν η επιβάρυνση που προέκυψε από τις κατ’ αυτούς παράνομες χρεώσεις και τους παράνομους και καταχρηστικούς όρους που επικαλούνται, και ειδικότερα δεν εκθέτουν με τρόπο συγκεκριμένο, ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό, κατά το οποίο είναι άκυρη η επίδικη σύμβαση και κατά το οποίο ζητούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι δεν αρκεί γενική και ασαφή αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος λογαριασμού που λειτούργησε προς εξυπηρέτηση, μεταξύ της δανείστριας καθ’ης και των οφειλετών ανακοπτόντων (ΟλΑΠ 8/1998 ΕλλΔνη 1998.71). Περαιτέρω οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν το νόμιμο κατ’ αυτούς ύψος της οφειλής τους, όπως αυτή θα ήταν αν δεν είχαν περιληφθεί οι παράνομες χρεώσεις και οι παράνομοι κατά τους ισχυρισμούς τους ΓΟΣ, για να είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του αξιούμενού από την καθ’ης η ανακοπή ποσού ( ΑΠ 915/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά το σκέλος του λόγου που αναφέρεται στην ολική ακυρότητα της σύμβασης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, το σκέλος αυτό είναι επίσης απορριπτέο ως αόριστο διότι ανεξαρτήτως της ακυρότητας ή μη των όρων που επικαλούνται οι ανακόπτοντες δεν μνημονεύουν στο δικόγραφο της ανακοπής συγκεκριμένα γεγονότα από τα οποία να συνάγεται ότι η εν λόγω σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της, δηλαδή ότι το λοιπό μέρος της δικαιοπραξίας συνάπτεται προς το πάσχον μέρος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο του να μην έχει αυτοτέλεια. Μετά ταύτα ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος. Περαιτέρω, όσον αφορά το σκέλος αυτού του λόγου αναφορικά με την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος από την καθ’ής, λεκτέα είναι τα εξής : Καμία από τις συμπεριφορές της καθ’ής που παρατίθενται προς υποστήριξη του λόγου αυτού αλλά ούτε και η επικαλούμενη δυσμενής οικονομική συνέπεια για τους ανακόπτοντες από την εγγραφή τους στους πίνακες δυσμενών στοιχείων οικονομική συμπεριφοράς (ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ), δεν εμπίπτει στο πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον κατά κανένα τρόπο δεν εκτίθεται ότι, πέραν της επικαλούμενης βλάβης, ότι η καθ ής η οποία επιδιώξε την είσπραξη της απαίτησής της, υπερέβη και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος και συγκεκριμένα ότι η καθ’ής προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες που προηγήθηκαν της άσκησης του δικαιώματός της σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, που δημιούργησαν στους ανακόπτοντες την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα απορρέοντα από τη σύμβαση δικαιώματα . (ΑΠ 1504/ 2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2013 ΧρΙΔ 2013. 584, ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012.417, ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ, (Εφ Πειρ. 711/2011 ΔΕΕ 2012.356) και επομένως ο λόγος αυτός ως προς αυτό το σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το κατά τα προαναφερόμενα σκέλη ως αόριστο το λόγο αυτό και κατά το σκέλος περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ΄ης ως μη νόμιμο, το ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον σχετικό λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως, κατά το άρθρο 904 Κ.Πολ.Δ., είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως. Δεν είναι βέβαια η απαίτηση, όταν από τον τίτλο προκύπτει ότι αυτή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, πριν την πλήρωση της αιρέσεως ή την πάροδο της +προθεσμίας, αφού μέχρι τη συντέλεση των γεγονότων αυτών δεν υφίσταται υποχρέωση του οφειλέτου και αντίστοιχο δικαίωμα του δανειστού, προς ικανοποίηση του οποίου αποσκοπεί η αναγκαστική εκτέλεση. Η πλήρωση της αιρέσεως ή η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί ημερολογιακώς, πρέπει να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη, έναντι του οφειλέτου, σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. του Κ.Πολ.Δ. και το οποίο πρέπει να επιδίδεται στον καθ΄ ού η εκτέλεση οφειλέτη, ως συμπλήρωμα του εκτελεστού τίτλου, μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση, προκειμένου αυτός να μπορεί να εναντιωθεί, ασκώντας ανακοπή κατά της εκτελέσεως. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απαίτηση του δανειστή πρέπει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, παρέχεται δε στον οφειλέτη, όταν εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, με ανακοπή του, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή αντίστοιχα κατά το 933 ΚΠολΔ, να ισχυριστεί και αποδείξει ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίζεται από την Τράπεζα, δεν είναι εκείνο, που προκύπτει, ως οφειλόμενο και δεν οφείλεται κανένα ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει η Τράπεζα.
Με το ένατο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η από 18-07-2014 παρά πόδας της διαταγής πληρωμής επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη διότι: α) η απαίτηση δεν είναι ορισμένη και εκκαθαρισμένη, αφού στηρίζεται σε παράνομες χρεώσεις σε μεγάλο βαθμό, β) στο συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας περιλαμβάνεται και η εισφορά του Ν. 128/75 και αλλά και τοκοπρομήθειες παράνομες και άκυρες όπως αναλύθηκαν στους ανωτέρω λόγους ανακοπής και γ) διότι η απαίτησή τους έχει εξοφληθεί ολοσχερώς άλλως μερικώς από το Δημόσιο με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με αποτέλεσμα η καθ’ής να μην δικαιούται να την αναζητά με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Με βάση την αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκαν οι υπ’ αριθμ. 1,2,3,4,5 λόγοι της ένδικης ανακοπής προκύπτει ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, διότι η απαίτηση που ενσωματώνεται στην διαταγή πληρωμής είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, μη προτεινομένου άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η εν λόγω έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η από 18-07-2014 παρά πόδας της διαταγής πληρωμής επιταγή προς εκτέλεση, και να γίνει δεκτή η από 14.02.2022 (αρ. εκ. κατ. …………/2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>. Περαιτέρω αφού απορρίπτεται η έφεση πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100,00 ευρώ) που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσής της, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 179, 183) και να ορισθεί και το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως από την εφεσίβλητη – υπέρ ης (αρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις : α) από 28.9.2020 (με Γ.Α.Κ……/2020 και με Ε.Α.Κ………./2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.09.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.01.2021 με Γ.Α.Κ. ……./2021 και Ε.Α.Κ. ……./2021) έφεση που είχε οριστεί αρχικά να συζητηθεί στη δικάσιμο της 17.02.2022, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και β) από 14.02.2022 (αρ. εκ. κατ. ……./2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>>, ερήμην της εφεσίβλητης – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται την από 14.02.2022 (αρ. εκ. κατ. ……./2022) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………….. >>.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 28.9.2020 (με Γ.Α.Κ……./2020 και με Ε.Α.Κ………/2020 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 29.09.2020 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 22.01.2021 με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) έφεση κατά της υπ΄ αριθμό 1329/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία .
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.
Επικυρώνει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με αριθμό …../2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την από 18-07-2014 παρά πόδας της διαταγής πληρωμής επιταγή προς εκτέλεση.
Συμψηφίζει στο σύνολο τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Οκτωβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ