ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 572/ 2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Γεώργιο Κούτση (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΚΑΘ ΟΎ Η ΚΛΗΣΗ – ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….), που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Φραντζέσκα Κοντιζά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6-3-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/9-3-2012 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε οι με αριθμ. 1346/2014 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 20-6-2014 με αριθμό καταθ. …./2014 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 199/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την με αρ. 785/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου κατόπιν της από 11.10.2018 αίτησης αναίρεσης του εκκαλούντος -εναγόμενου. ¨Ήδη η υπόθεση φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 1 -11-2021 και με αριθ. κατάθεσης ………../2021 κλήση της εφεσίβλητης – ενάγουσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια της (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 336/2013, ΝΟΜΟΣ). Η έκταση της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής (ΑΠ 336/2013, ο.π). Θεωρείται ότι αναιρείται στο σύνολό της, όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη του την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 27/2007, ΝοΒ 2007, 1830). Αν αναιρεθεί η απόφαση στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 1123/2017, ΝΟΜΟΣ) και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή, ΑΠ 1150/2017, (ΑΠ 386/2014, ΑΠ 561/2013, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 493/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκείμενη περίπτωση, επί της από 6-3-2012 και με αριθμό κατάθεσης 2111/9-3-2012 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης εκδόθηκε η με αρ. 1346/2014 απόφασή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε αυτή δεκτή. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κατά της άνω απόφασης την από 20.6.2014 και με αρ. καταθ. ………./2016) έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 199/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που απέρριψε αυτή κατ’, ουσίαν. Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε περαιτέρω την από 15.10.2018 και με ημερομηνία κατάθεσης …../2018 αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή με την με αρ. 785/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ’ Πολιτικού Τμήματος), η οποία αναίρεσε στο σύνολό της την άνω απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και διατακτικό αυτής και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την από 25.10.2021 και με αριθ. καταθ. ………./2021 κλήση των άνω εφεσίβλητων. Πρέπει, επομένως, η έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 § 1, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517 και 518 ΚΠολΔ, να γίνει τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 6-3-2012 και με αριθμό κατάθεσης …../9-3-2012 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι η δικαιοπάροχος μητέρα της ……….. κατέστη κύρια, νομέας και κάτοχος του ειδικότερα περιγραφόμενου στην αγωγή, κατ΄ακριβή θέση, έκταση και όρια, ακινήτου που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Αμπελακίων κατά τον τίτλο κτήσης και Σεληνίων κατά το Κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, του οποίου την κυριότητα απέκτησε κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο παράγωγο τρόπο κτήσης και επικουρικά με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους που νεμόταν το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως πριν από το έτος 1850 . ¨Ότι η άνω μητέρα της απεβίωσε στις 10.3.2010, και εγκατέστησε την ενάγουσα κληρονόμο της με την από 9.8.2006 διαθήκη της, την κληρονομία της οποίας προτίθεται να αποδεχθεί. Ότι κατά την διαδικασία κτηματογράφησης το παραπάνω ακίνητο έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ …………… και εγγράφηκε ότι ανήκε στην κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή της, όπως εκτιμάται, να αναγνωριστεί η κυριότητά της μητέρας της στο άνω ακίνητο κατά το χρόνο σύνταξης έναρξης του κτηματολογίου, την οποία η ίδια κληρονόμησε, να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, αναγνώρισε ότι η …….. ……… ήταν κυρία του επιδίκου ακινήτου, διέταξε την διόρθωση της πρώτης εγγραφής και επέβαλλε στο εναγόμενο τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία όρισε στο ποσό των 290 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 6 §§ 2,3 του ν. 2664/1998 ο επικαλούμενος ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή, ασκεί ως έχων άμεσο έννομο συμφέρον την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 και ζητεί την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής με αίτημα να αναγραφεί ως δικαιούχος του δικαιώματος, ο κληρονομούμενος από τον οποίο και αντλεί το επικαλούμενο εγγραπτέο δικαίωμα, λόγω κληρονομικής διαδοχής. Στη συνέχεια και αφού εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση και γίνει η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με την εγγραφή του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο, προβαίνει σε αποδοχή κληρονομιάς την οποία εγγράφει ως μεταγενέστερη εγγραφή κατά το άρθρο 12 παρ. ιζ. Β) Ο επικαλούμενος κληρονομικό δικαίωμα, κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 7Α παρ. 1α και 7 παρ. 3 του Ν. 2664/1998 και συγκεκριμένα α) Ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι προβαίνουν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς με τη χρήση υπάρχοντος κτηματολογικού αποσπάσματος β) ασκούν την κατά περίπτωση αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 2664/1998 για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής περιλαμβάνοντας στη νομιμοποίησή τους την προηγηθείσα αποδοχή κληρονομιάς και γ) εγγράφουν ταυτόχρονα με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο τη δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7σ παρ. 1. Η εγγραφή αυτή είναι προσωρινή και τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της αίτησης ή της αγωγής και οριστικοποιείται μόλις καταστεί αμετάκλητη η απόφαση η οποία δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση. Η διορθωμένη κατά τον τρόπο αυτό εγγραφή καθίσταται οριστική και παράγει το προβλεπόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερομένων με τις εγγραφές αυτές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν μετά την έκδοση της απόφασης επί της αγωγής ή αιτήσεως. Η αγωγή ή η αίτηση για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής ασκείται από τους κληρονόμους αυτού ή από όποιον έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστή των κληρονόμων) και έχει ως αίτημα την διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή του αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών. Η διατύπωση του αιτήματος για την διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή ως αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα αν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και αυτό γιατί η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή κληρονομιάς, αυτή ανατρέχει πάντοτε στο χρόνο επαγωγής (ex tunc) που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ άσχετα με το χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομιάς. Συνεπώς α) αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο και β) αντίθετα αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δε νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων πρόσωπο το οποίο δεν υπάρχει, και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης κληρονομιά και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ’ άρθρο 7α πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς (ΑΠ 690/2018, ΕφΠειρ 461/2016, ΕφΑθ 5848/2010, ΕλλΔνη 2011, 568, ΜΠρΘεσ. 3363/2017 Αρμ. 2017,945, ΜΠρΛαμ 28/2012 ΝΟΜΟΣ, Γ. Μαγουλάς Κτηματολογικές εγγραφές, 81-83). Εξάλλου για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 σε ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του και την αναφορά του ΚΑΕΚ αυτού, χωρίς να είναι αναγκαία η επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος. Το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ενώ δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού στο μείζον ακίνητο (των 95.987 τ.μ.), που είχε αποκτήσει η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων. Για τη στοιχειοθέτηση του παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας αναφέρονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά της κτήσης αυτής και ότι οι δικαιοπάροχοι της μητέρας της ενάγουσας ………… (άμεσοι/απώτεροι/απώτατοι) και πριν την εισαγωγή του ήταν κύριοι του μεταβιβασθέντος ακινήτου και ότι κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου με παράγωγο τρόπο που αποκτήθηκε πριν την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Σεληνίων Σαλαμίνας Δήμου Αμπελακίων (13.1.2006). Εξάλλου με δεδομένο ότι η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας μητέρα της απεβίωσε μετά την εισαγωγή του κτηματολογίου στην περιοχή (13.1.2006) η εσφαλμένη εγγραφή αφορά το πρόσωπο αυτής, στο οποίο κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις απόκτησης κυριότητας. Συνεπώς ορθώς εκτιμήθηκε το αίτημα της αγωγής αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωσης της πρώτης εγγραφής, ότι αφορούσε το πρόσωπο αυτής, ως έλασσον, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον εκτίθεντο στο δικόγραφο τα απαραίτητα στοιχεία της παράγωγης και πρωτότυπης κτήσης, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ότι η ενάγουσα ως εκ διαθήκης κληρονόμος της μητέρας της δεν έχει προβεί σε αποδοχή κληρονομίας, με δεδομένο ότι η άσκηση και καταχώρηση της σχετικής αγωγής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου εκ μέρους των κληρονόμων αναπληρώνει την έλλειψη εγγραφής της δήλωσης περί αποδοχής κληρονομιάς κατ’ άρθρα 1193 και 1199 του ΑΚ και 12 παρ. 1ζ` του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 690/2018). Επιπλέον, αναφορικά με τη βάση της αγωγής που αφορά την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφέρονται στην αγωγή με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (δηλαδή οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο ένδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τόσο η μητέρα της ενάγουσας οι δικαιοπάροχοι αυτής και προηγουμένως, στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχο από το έτος 1850 (γεωργικές καλλιέργειες κλπ), ενώ προσδιορίζονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι, καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής αυτών. Ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται να παρατίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η καλή πίστη των νομέων-δικαιοπαρόχων των εναγόντων δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού) και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο αποτελεί αγροτεμάχιο, εμβαδού 280 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Σεληνίων, κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας, στην ειδικότερη θέση «… ή . … ή ….», όπου έχει καταχωριστεί με εμβαδόν 276 τμ. με ΚΑΕΚ ………, και συνορεύει, κατά το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος, ανατολικά με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ………., δυτικά με οδό, βόρεια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ …….., και νότια με το ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. To ακίνητο αυτό βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού οριοθετημένου κατά την έννοια του από 24-4-1985 ΠΔ (ΦΕΚ Δ’ 181/3-5-1985), ή προϋφιστάμενου του έτους 1923, καθώς ο οικισμός «…..», ενώ εμπίπτει στα όρια της Κοινότητας Αμπελακίων και απογράφεται ο πληθυσμός του από το 1971, δεν έχει οριοθετηθεί με οικεία απόφαση του Νομάρχη. Το επίδικο ακίνητο εμπίπτει περαιτέρω στο με αρ. ΒΚ …. Δημόσιο κτήμα, έκτασης 280.180 τμ., όπως απεικονίζεται στο από 27-02-1939, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου …….. (βλ. το από 6-3-2013 τοπογραφικό διάγραμμα του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, σε συνδυασμό με το αριθ. πρωτ. …./04-02-2013 έγγραφο του Τμήματος Δημόσιων Κτημάτων της ίδιας Υπηρεσίας) και με αυτή την έννοια φέρεται καταρχάς ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Το ακίνητο αυτό απέκτησε η μητέρα της ενάγουσας …………, λόγω δωρεάς, από τους …………., δυνάμει του υπ’ αριθ……/1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Η … σύζυγος ………και ……… είχαν αποκτήσει αυτό δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1969 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό 380, από αγορά από την ……… . Η τελευταία είχε καταστεί κύρια ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ. δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….., αμέσως μετά την αγορά της οποίας, προέβη σε κατάτμηση αυτής σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….., τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, από τα οποία το με αρ.7 όπως εκτέθηκε απέκτησε η μητέρα των εναγόντων …. …. Οι δικαιοπάροχοι της ……… είναι 25 άτομα τέκνα, διάδοχοι λόγω κληρονομικής διαδοχής του αρχικού – απώτερου δικαιοπαρόχου αυτών …………… που απεβίωσε αδιάθετος το έτος 1932 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του ………… και τα δέκα τέκνα του ………………., οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομιά ασκώντας τις υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος ξύλευσης και βόσκησης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου. Ειδικότερα, η …… κατέστη, κατά τα ανωτέρω συγκυρία κατά ποσοστό 450/1800 και κατά ποσοστό 135/1800, οι λοιποί κληρονόμοι, εξ αδιαιρέτου με παράγωγο τρόπο λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Όταν, κατά το έτος 1937, απεβίωσε και η ……., οι ανωτέρω, τέκνα αυτής και του …….. κατέστησαν κληρονόμοι αυτής στο από 450/1800 ποσοστό συγκυριότητας της και συγκύριοι μεταξύ τους κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομιά και ασκώντας τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Στη συνέχεια απεβίωσε από τους συγκύριους ο ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του …………, και τα πέντε (5) τέκνα του: ………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου …. … επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατρός τους (1951), συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε από τους συγκύριους ο ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και συνεπώς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του ……….., και τα έξι (6) τέκνα του: ………. ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του ………….. (6°ς), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του ………….., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ……….., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, ………., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, . …., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, αποτελούμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ……….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, ……, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό (συγκυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε από τους συγκυρίους ο ………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατ’ επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του ……….., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1) …………, 2) ………….ή, 3) ………., 4) …….., 5) ………, 6) ……….. και 7) ……….. τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του ………..: α) ………., β) …………, γ) ………., δ) ………, και ε) ………., και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του ………..: α) ……….., β) ………., γ) …….., δ) ………, και ε) …….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου ………… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1800 = 180/1800 + 10/1800, όπου 10/1800 = 180/1800 : 2 : 9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800 = 27/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800: 5), 28,25/1800 (28,25/1800 = 26,25/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800 : 5), 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Το έτος 1960 απεβίωσε από τους συγκύριους η ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς, και κατ΄επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγο της, ………., και τα πέντε (5) τέκνα της: 1) ………, 3) ………, 4) ……., και 5) ………, οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης …….. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. ¨Όπως ήδη προαναφέρθηκε οι ανωτέρω συγκύριοι δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, δηλαδή οι: 1) ……….. (190/1800), 2) ……..(190/1800), 3) …….. (190/1800), 4) ……….(190/1800), 5) ……… (190/1800), 6) ……… (190/1800), 7) ……….. (45/1800), 8) …….. (29/1800), 9) …….. (29/1800), 10) ……….. (29/1800), 11) ………. (29/1800), 12) ………. (29/1800), 13) …….. (48,75/1800), 14) ……. (28,25/1800), 15) ………. (28,25/1800), 16) ……….(28,25/1800), 17) ……….. (28,25/1800), 18) …….. |28,25/1800), 19) ……… (90/1800), 20) ………. (47,50/1800), 21) ……….. (28,50/1800), 22) ……… (28,50/1800), 23) ……… (28,50/1800), 24) ……… (28,50/1800), και 25) ………. (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., στην …………, και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Ο δικαιοπάροχος των ανωτέρω …………. είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό ως ευρύτερη έκταση 111.987 τμ, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία από τον πατέρα του ………, που απεβίωσε το έτος 1899, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμους του, που αναμίχθηκε στην κληρονομιά, ασκώντας τη συννομή επ’ αυτού, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας του, και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου. Λίγα χρόνια μετά, το έτος 1908 ο ανωτέρω …………, αποκτά και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του ακινήτου αυτού, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω αγοράς από τους συγκυρίους – λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου-, υιούς του …………, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Εδαφικό τμήμα 16.000 τμ. πώλησε το έτος 1925 δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνος στον ………, οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τμ., που όπως προεκτέθηκε, απέκτησε το έτος 1961 η …………. Οι δικαιοπάροχοι αυτού …….. πατέρας των … και …. και ο αδελφός του …. είχαν καταστεί κύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, της ανωτέρω μείζονος έκτασης, η οποία συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων …., δυτικά με ακίνητο κληρονόμων ……., κλπ. και βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και ακίνητα αγνώστων και νότια με θάλασσα επιφανείας 111.987 τμ., καθώς, είχαν εγκαταστήσει εντός αυτής ποιμνιοστάσια, τη χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα της, (όπως και όλοι οι μετέπειτα διάδοχοι αυτών), στους οποίους είχε περιέλθει, πριν από το 1845, τις ίδιες δε πράξεις νομής αυτών συνέχισε ο …. …., αρχικά ως συννομέας (1899) και τελικώς ως αποκλειστικός κύριος και νομέας (1908). H ………, η οποία απέκτησε, όπως εκτέθηκε εδαφικό τμήμα των 95.987 τμ, από τους κληρονόμους …. το έτος 1961 έκανε και αυτή διακατοχικές νομής στην έκταση αυτή την οποία τοπογράφησε, κατέτμησε σε μικρότερα τμήματα τα οποία μεταβίβασε σε τρίτους και μεταξύ αυτών στην μητέρα των εναγόντων, η οποία ανήγειρε σε αυτό ισόγεια εξοχική κατοικία, επιτηρώντας αυτό ενιαία με το γειτονικό ήδη ΚΑΕΚ ……., που είχε αποκτήσει με το ίδιο ως άνω συμβόλαιο δωρεάς. Τα όρια του ακινήτου, το ½ του οποίου αγόρασε το έτος 1908 ο ……….., ενώ ήδη κατείχε το υπόλοιπο ½, όπως αναφέρονται στο με αρ. …./1908 συμβόλαιο είναι ανατολικώς αγρός …………., δυτικώς Καμίνια και αγρός …….., αρκτικώς και μεσημβρινώς θάλασσα. Ως έκταση αναφέρεται έκταση 50 περίπου στρέμματα, όμως την εποχή εκείνη ήταν συνήθης πρακτική η έκταση να αναφέρεται κατά προσέγγιση (ώστε μπορεί να είναι και παραπάνω) με απλή αναφορά των ορίων. Το ίδιο ανατολικό όριο (κληρονόμοι …..) αναφέρεται και στον τίτλο κτήσεως της …….., ταυτίζονται επίσης το βόρειο και νότιο όριο (αρκτικώς – μεσημβρινώς), που είναι η θάλασσα (προς βορράν κόλπος Αμπελακίων και νότο θάλασσα Σεληνίων). Το επίδικο ακίνητο (αρ.5 του σχεδιαγράμματος) βρίσκεται στο μέσο και πλησίον του ανατολικού ορίου της ιδιοκτησίας της …….. και του δημοσίου κτήματος με αρ. ΑΒΚ …. (βλ. το από 28.2.2013 διάγραμμα εφαρμογής του κόλπου «…..», βάσει του αρχικού από 27.2.1939 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών ………. με τοποθέτηση του ΑΒΚ … και του επιδίκου ακινήτου και το από 5.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ………). Αφού συνεπώς το επίδικο ακίνητο βρίσκεται πλησίον του αναμφισβήτητου κοινού ορίου (ανατολικό) των τίτλων …….. δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ……., χωρίς την ανάγκη αποσαφήνισης του εύρους της αληθινής έκτασης της ιδιοκτησίας αυτού, ή του δυτικού ορίου αυτής. Στο ανωτέρω από 27.3.1939 τοπογραφικό διάγραμμα, απεικονίζεται με αύξοντα αριθμό …. το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …, το οποίο έχει εμβαδό 288.190 τ.μ., εντός του οποίου, όπως εκτέθηκε οριοθετείται η ιδιοκτησία της . ….., όπου καταγράφεται ανατολικώς επίσης η ιδιοκτησία … … και στη συνέχεια, προς νότον, (όπως είναι η διαμόρφωση της Χερσονήσου) ακολουθεί η θάλασσα. Κατά το ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα ο …….., φέρεται να κατέχει μία πολύ μικρή έκταση στο βόρειο τμήμα της Χερσονήσου, από το έτος 1928 μόλις 3.860 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό 7 και στο υπόμνημα του άνω τοπογραφικού αναφέρεται ότι η έκταση από την οδό προς Σελήνια έως τον αγρό του ……. είχε κατατμηθεί σε 8 μεγάλα γήπεδα κι έκτοτε δημοπρατείτο από την Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας. Το έτος 1940 το Ελληνικό Δημόσιο, εξέδωσε σε βάρος του κληρονόμου αυτού ………. (μεταξύ των απώτερων δικαιοπαρόχων της ……… και κατ΄επέκταση των εναγόντων) το από 7 Μαρτίου του 1940 πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση τριάντα περίπου στρεμμάτων γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Όμως κατόπιν άσκησης ανακοπής από τον ανωτέρω το πρωτόκολλο αυτό ακυρώθηκε με την 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος, καθώς κρίθηκε ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …../1908 συμβόλαια του Συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης …/1910 Συμ/φου Σαλαμίνος …….. και …./1925 Συμ/φου Σαλαμίνος ……. απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα’ ανακοπτόμενα Πρωτόκολλα μετ΄άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάππον του ανακόπτοντος ……… κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος …. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…». Εξάλλου οι Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων (υπήρχε σημείωση στο από 1939 τοπογραφικό ότι διεκδικούσαν το ολόκληρη την έκταση του το ΑΒΚ 61) που καταγράφεται ως έκταση του Δημοσίου, ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων. Οι κοινότητες αυτές άσκησαν αγωγές κατά της …………. και ειδικότερα η Κοινότητα Σεληνίων, την από 5.8.1963 αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθ. έκθ. κατ.: …./16-08-1963), ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία εδαφικού τμήματος τυγχάνει εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, που είχε καταλάβει η εναγόμενη, ως κυρία (2) ακινήτων ακινήτων εμβαδών 456,250 και 6 στρεμμάτων, που είχε αποκτήσει, ως καθολική διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας και κατά τη σύσταση του ο Δήμος Σαλαμίνας και την από 15-04-1965 αγωγή της (αριθ. έκθ. κατ. ……/05-05-1965), με όμοιο περιεχόμενο, αγωγές όμως που ουδέποτε συζητήθηκαν. Η κοινότητα Αμπελακίων άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 30-12-1964 αγωγή της κατά της …….. (αριθ. έκθ. κατ. ……../30-12-1964), με την οποία, αφού στήριζε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγόμενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η αγωγή όμως αυτή καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό (με αρ. αριθ. …./1969 ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς .. …., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση, και την υπ’ αριθ. πρωτ. 17802/10-06-1969 και κατόπιν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 17802/1969 απόφασης της Νομαρχίας Πειραιώς, μετά την καταβολή από την τότε εναγόμενη προς την Κοινότητα Αμπελακίων ποσού 200.000 δρχ. Το επίδικο βρίσκεται στα όρια της κοινότητας Σεληνίων όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του εναγόμενου. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με την έφεσή του, ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, επικαλούμενο ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ως τμήμα του υπ’ αριθ. ΑΒΚ … δημοσίου κτήματος συνολικής έκτασης 288.190 μ2, απέκτησε α) «δικαιώματι πολέμου», διότι αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, β) άλλως ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και κατελήφθη από αυτό την 21-1/3-2-1830, γ) άλλως ως δημόσια δασική έκταση, δ) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3/15-12-1833, ε) άλλως με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενο αυτό με καλή πίστη από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής στ) άλλως, διότι ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10-7-1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της τέτοιας αγωγής (ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 148/2016 ΤΝΠ 112/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 349/2020, ΕφΠειρ 436/2019, 437/2019). Όμως, ο πρώτος (α) ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική και η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020, ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019 www.areiospagos.gr). Ο ισχυρισμοί (β), και (στ) είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά (ποιός ήταν ο οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας) αρκούμενο σε απλή επανάληψη του πραγματικού των διατάξεων, χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω προσδιορισμό. Ομοίως ο ισχυρισμός με στοιχ. εi) ως προς πρώτο σκέλος του (κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας) είναι ομοίως ως αόριστος, διότι, δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της. Εξάλλου, το εκκαλούν προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία προσκομίζει μεταξύ άλλων δημοπρασίες εκποίησης ετών 1928-1934, παραγγελία του Οικονομικού Εφόρου προς Αστυνομικό σταθμάρχη (αρ.πρωτ. …./18.11.1939) για φύλαξη της έκτασης, πρωτόκολλα αποζημίωσης (μισθώματος) που εκδόθηκαν από τον Οικονομικό Έφορο σε βάρος του ……….. (και όχι ….…) …. για τα έτη 1928-1939 και πρακτικά γνωμοδοτήσεως για το καταβλητέο μίσθωμα. Όμως όλα τα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως που αφορούσαν την χερσόνησο Κυνόσουρας ακυρώθηκαν κατόπιν άσκησης ανακοπών με τις με αρ. 19, 20, 21, 22, 2425, 26, 27, 29, 30, 31, 36 και 38/1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας και μεταξύ αυτών το με αρ. 27/1940, που όπως εκτέθηκε αφορούσε τον ………, απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων (βλ. το με αρ. πρωτ. …./3.8.1974 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνος με θέμα «περί των υπό στοιχ. ΒΚ … έως …. κτημάτων του Δημοσίου εκτάσεως 402060 τμ. εις απαλλοτριωθείσαν έκτασιν δια τας ανάγκας του ΟΛΠ εις περιοχήν …. Σαλαμίνας»). Εξάλλου το έτος 1969 με την Ε13862/5745/2.8.1969 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών κι Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 167/13.9.1969) κηρύχθηκε απαλλοτρίωση στη Χερσόνησο Κυνόσουρας στο βόρειο τμήμα αυτής καταλαμβάνοντας και τμήμα του ΑΒΚ 61 (βλ. το από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των αγρονόμου τοπογράφου …… και τοπογράφου μηχανικού …… της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς) για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένα του Πειραιά, υπέρ και με δαπάνες του ΟΛΠ. Διενεργήθηκε επίσης απαλλοτρίωση και στο νότιο τμήμα με την ΚΥΑ 342/175/16.2.1972 (ΦΕΚ 45/25.2.1972), η οποία ανακλήθηκε με την με αρ ΚΥΑ 4159/2170/Ν 11549/20.4.1975. Οι αποφάσεις κήρυξης απαλλοτρίωσης μεταγράφηκαν κανονικά στις μερίδες των φερόμενων ως ιδιοκτητών και μεταξύ αυτών και της ………, η οποία αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης με την με αρ. 44/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (πρώτη απαλλοτρίωση) και στην με αρ. 93/1974 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης και στην οποία (απόφαση) αναφέρεται η ίδια ως φερόμενη δικαιούχος αποζημίωσης. Έπεται ότι αν επρόκειτο για αδιαμφισβήτητη έκταση που ανήκε στο Δημόσιο, δεν θα παρίστατο ανάγκη καθόλου να κηρυχθούν οι άνω απαλλοτριώσεις. Με αφορμή την πρώτη απαλλοτρίωση διενεργήθηκε έρευνα για τα δικαιώματα του Δημοσίου και τις καταπατήσεις εκτάσεων στη Χερσόνησο Κυνόσουρας, από την οποία προέκυψε ότι, εκτός από τις ίδιες τις καταχωρήσεις στα βιβλία δημοσίων κτημάτων, δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθούν με άλλο τρόπο δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς δεν υπήρχε καταχωρημένος τίτλος κτήσεως του Δημοσίου, ούτε στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων, ούτε στο υποθηκοφυλακείο (βλ. το με αρ. πρωτ. 15.10.1970 έγγραφο του μηχανικού ….. και Επιθεωρητή ……… και το με αρ. πρωτ. …./3.8.1974 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας …….). Κατόπιν αυτών η καταχώρηση του επιδίκου (και της ευρύτερης έκτασης που αυτό βρίσκεται) ως Δημοσίου κτήματος δεν τεκμηριώνει την κυριότητα του Δημοσίου και δεν αναιρεί τις πράξεις νομής της μητέρας της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων αυτής, οι οποίες ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες με αφετηρία, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το έτος 1845, (νομή από τους απώτερους δικαιοπαρόχους ευρύτερης έκτασης 111.987 τμ και μετά πώληση τμήματος αυτής 16.000 τμ, έκτασης 95.987 τμ, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο). Σημειώνεται ότι τα περί άσκησης των προαναφερόμενων διακατοχικών πράξεων από τους δικαιοπαρόχους της μητέρας της ενάγουσας ……. έως την αγορά από την …….. έχουν γίνει δεκτά και με τις με αρ. 634/2017, 650/2017, 499/2018, 436/2019, 437/2019, 286/2020 349/2020 και 16/2021 ήδη τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, επί αγωγών που άσκησαν οι κάτοικοι στην ίδια περιοχή που αγόρασαν ομοίως εδαφικά τμήματα από την ………… Το εκκαλούν περαιτέρω επικαλείται παραχώρηση χρήσης τμήματος εμβαδού 3.488,37 τμ. του ΒΚ ….. στην ΕΥΔΑΠ (βλ. το με αρ, πρωτ. …………/21.12.2005 έγγραφο της κτηματικής εταιρίας του Δημοσίου), που όμως δεν έχει σχέση με το επίδικο ακίνητο και δεν τεκμηριώνει από μόνο του τον ισχυρισμό του Δημοσίου περί διακατοχικών πράξεων στο σύνολο της άνω έκτασης (του καταγεγραμμένου ως Δημοσίου κτήματος ΒΚ …..). Όσον αφορά τον ισχυρισμό του εκκαλούντος (γ) ότι αποτελούσε δασική έκταση πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Σύμφωνα τα με αριθμ. πρωτ. …/22.10.2010 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς και το με αρ……/18.1.2021 έγγραφο της Δασάρχη Πειραιά ο επίδικο γεωτεμάχιο εμπίπτει σε ευρύτερη εκχερσωμένη έκταση με κωδικό ΔΑ …. στους δασικούς χάρτες των Σεληνίων, ενώ κατά το χρόνο σύνταξης των δασικών χαρτών του 1998 εμφανίζεται οικοπεδοποιημένη – οικοδομημένη. Όμως δεν γίνεται καμία εξειδίκευση, όσον αφορά το είδος, τη μορφή και την πυκνότητα της δασικής βλάστησης, που υπήρχε το έτος 1945. Εξάλλου το έτος 1845 ολοκληρώθηκαν στη νήσο Σαλαμίνα οι εργασίες της Επιτροπής, επί των διαφιλονικούμενων δασών, η οποία, με την υπ’ αριθ. 305/24-01-1845 απόφαση της, αναγνώρισε όλα τα δάση της νήσου ως ιδιωτικά, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή ……, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003. Στα τελευταία (δημόσια δάση) δεν περιλαμβάνεται το επίδικο γεωτεμάχιο (βλ. τα ανωτέρω έγγραφα). Περαιτέρω κατά την έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου …….. (προσκομίστηκε σε άλλη δίκη κατόπιν αγωγής της ……) στην περιοχή από το έτος 1945 έως 1960 υπήρχε στην περιοχή μόνο φρυγανική και αγροστώδης με διάσπαρτους μεμονωμένους θάμνους με πυκνότητα κάτω του 5 %, από το έτος 1960 παρατηρήθηκαν καλλιέργειες σιτηρών και από το έτος 1979 κατοικίες, ώστε δεν είχε αναπτυχθεί σ΄αυτή ποτέ δασική βλάστηση. Είναι ακόμα άξιο μνείας το ΒΚ …. Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, και το επίδικο ακίνητο, καταγράφηκε το πρώτον ως δημόσια έκταση, συνολικού εμβαδού 288.180 τ.μ., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, καθώς στην περιθωριακή στήλη του οικείου Γενικού βιβλίου καταγραφής ως «Είδος Κτήματος», αναφέρεται ως «Τεμάχιον Γαιών». Συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο και η ευρύτερη περιοχή του περιλαμβανόταν σε δημόσια δασική έκταση, αφού δεν ανήκε στα δημόσια δάση της διαλυμένης Μονής Αγίου Νικολάου, η δε καταχώρησή του ως Δημόσιο Κτήμα έγινε χωρίς καμία αναφορά στο δασικό του χαρακτήρα. Άλλωστε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του εναγομένου επί δημόσιας δασικής έκτασης είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών” (βλ. ΑΠ 148/2016 ό.π.). Σημειώνεται επίσης ότι ο τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη μιας τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η ύπαρξη κυριότητας του Δημοσίου (ΑΠ 368/2015). Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 21 παρ.13 του ν. 3208/2003 κατά την οποία στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις του άνω νόμου δεν υπάγονται οι καταγεγραμμένες στα βιβλία δημοσίων κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών ως δημόσια κτήματα, δεν αναφέρεται στα δάση της νήσου Σαλαμίνας, αφού γι΄αυτά υπάρχει ειδική ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση ο ως ανω ισχυρισμός, όπως και οι και ο ισχυρισμοί ότι το επίδικο ήταν λιβάδι ή βοσκότοπος, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικώς αβάσιμοι, αφού από το αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο υπήρξε για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα λιβάδι ή βοσκότοπος, ήταν οθωμανικό κτήμα, ούτε άσκησε σ’ αυτό το εναγόμενο πράξεις νομής για διάστημα άνω των 20 ετών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τους ισχυρισµούς του εναγόμενου περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ως μη νόμιμο τον πρώτο [α) ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας τους υπό στοιχ. (εi) και (στ) και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Ομοίως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και την ένσταση ιδίας κυριότητα λόγω έκτακτης χρησικτησίας, εκτιμώντας ορθά το αποδεικτικό υλικό . Τους δε λοιπούς ισχυρισμούς (δ) και (ε), απέρριψε σιωπηρά κρίνοντας ορθά κατ΄ αποτέλεσμα. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ήδη τουλάχιστον προ του έτους 1850, οι ως άνω δικαιοπάροχοι της μητέρας της ενάγουσας ………. νέμονταν την μείζονα έκταση των 111.987 τ.μ. και κατόπιν αυτή των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, , με διάνοια κυρίων και με καλή πίστη, ήτοι με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα τρίτων επ΄ αυτής, αλλά και ανεξάρτητα από την καλή πίστη μετά την 23-2-1946, ασκώντας επί του επίδικου ακινήτου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από οποιονδήποτε, παρά μόνο κατά τα έτη 1963-1965 όταν ασκήθηκαν οι προαναφερόμενες αγωγές από την Κοινότητα Σεληνίων, αρχικά, και την Κοινότητα Αμπελακίων, στη συνέχεια, κατά της δικαιοπαρόχου των εναγόντων …… κατά τα προαναφερόμενα. Συνακόλουθα και εφόσον οι δικαιοπάροχοι (άμεση και απώτεροι) της παραπάνω είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ευρύτερου ακινήτου των 95.987 τ.μ., και συνεπώς και του επιδίκου, και η ……… είχε καταστεί κυρία αυτού με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη προσμετρώντας τη νομή των δικαιοπαρόχων τους. Εξάλλου η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα προς τον Ν. 2308/1995 και κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ όπως εκτέθηκε ως ιδιοκτησία του εναγόμενου. Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά στο επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, βάσει των προαναφερθέντων, αυτό ανήκει στην κυριότητα της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας …………… , την κληρονομία της οποίας έχει ήδη αποδεχθεί η ενάγουσα (βλ. την με αρ. ../30.12.2016 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας .. …, που καταχωρήθηκε το κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και κάνοντας δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε την ………….., κυρία του επιδίκου γεωμεταχίου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε να εμφανίζεται σ΄αυτό αποκλειστικά κυρία η άνω με αιτία το συμβόλαιο δωρεάς που προαναφέρθηκε, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4.10.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ