ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 557/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….. η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαργαρίτα Βλάσση.
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../28.12.2018 αγωγή, που συζητήθηκε ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 3754/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη με την από 27.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/29.12.2021 έφεσή της, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 7ης.4.2022 και στη συνέχεια, μετά από αναβολή, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο διαδοχικά από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 528 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 Ν. 3994/2011, ισχύει δε και μετά το Ν. 4335/2015, η έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, ως λειτουργικό υποκατάστατο της (καταργημένης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1055/2021, ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 907/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2017, Αρμ. 2017/1515, ΑΠ 829/2008, ΝοΒ 2008/1457, ΑΠ 1015/2005, Δνη 2005/1100, ΤριμΕφΠειρ. 197/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 66 επομ.), προκειμένου ο εκκαλών να δυνηθεί να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως και να επανορθώσει με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως επέφερε η απουσία του (ΑΠ 446/2007, ΤριμΕφΠειρ. 59/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ερήμην απόφασης καταρχήν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας και δεν προηγείται έρευνα της βασιμότητας των λόγων της (ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 933/2011, ΕΔΠ 2011/143) ούτε απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος από αυτούς (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΤριμΕφΠειρ. 195/2016, ΜονΕφΑθ. 302/2018, ΜονΕφΠειρ. 95/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αν με αυτή ο εκκαλών προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εναντίον του αγωγής, που εκδικάστηκε σα να ήταν και αυτός παρών, κατά το σύστημα της μονομερούς συζητήσεως και έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, πλήττει την απόφαση στο σύνολό της και επιφέρει την εξαφάνισή της ως προς όλες τις διατάξεις της που βλάπτουν τον εκκαλούντα (ΑΠ 985/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συμπεριλαμβανομένης και εκείνης περί δικαστικών εξόδων (ΜονΕφΠειρ. 225/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του και να ερευνηθούν από το εφετείο. Τα ανωτέρω ισχύουν σε κάθε περίπτωση αποφάσεως που εκδόθηκε χωρίς τη συμμετοχή του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη είτε πραγματική, επειδή, ανεξάρτητα από τη δικονομική του θέση, δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή εμφανίστηκε μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου αποχώρησε (άρθρο 280 §§ 2, 3 ΚΠολΔ) και κατ’ ακολουθίαν δικάστηκε ερήμην (ΜονΕφΘρακ. 8/2023, ΤριμΕφΑιγ. 7/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε πλασματική, λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, όταν ερημοδικάστηκε ο ενάγων (ΑΠ 140/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, 114, αρ. 77, σελ. 728).
Η ένδικη από 27.12.2021 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./29.12.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./22.2.2022) κατά της με αριθμό 3754/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ ερήμην της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, της οποίας η πληρεξούσια δικηγόρος αποχώρησε από το ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μετά την απόρριψη αιτήματος αναβολής που υπέβαλε, με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που οδήγησε στη μερική παραδοχή κατ’ ουσίαν της από 27.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./28.12.2018 αγωγής της αντιδίκου της, ήδη εφεσίβλητης, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις από την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας, έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και εμπρόθεσμα, εντός δηλαδή της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 8.12.2020, δεδομένου ότι ουδεμία διάδικος επικαλείται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοσή της. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 1 και 528 ΚΠολΔ, πρέπει η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και, ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, κατά την προσήκουσα ως άνω ειδική διαδικασία.
ΙΙ. Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα αναφέρεται, πρώτον, στους συμβατικούς όρους της συμφωνίας που συνήψε ατύπως στις 8.7.2013 με την εναγόμενη, που διατηρεί ασφαλιστικό γραφείο με την επωνυμία «………..» στον Πειραιά, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει εξαρτημένη την εργασία της ως υπάλληλος στο γραφείο της με πλήρες ωράριο οκτώ [8] ωρών ημερησίως επί έξι [6] ημέρες ανά εβδομάδα, αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών ύψους επτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών (761,90 €), δεύτερον, στις πραγματικές συνθήκες της εργασίας της, την οποία παρείχε καθημερινά, επί επτά [7] ημέρες την εβδομάδα και, συγκεκριμένα, τις καθημερινές ημέρες κατά τις ώρες 09:00 έως 22:00, τα Σάββατα από τις 10:00 έως τις 17:00 και τις Κυριακές από τις 10:00 έως τις 15:00, δηλαδή επί εβδομήντα επτά [77] ώρες σε εβδομαδιαία βάση κατά μέσο όρο και, τρίτον, στην υπερημερία της εργοδότριας – αντιδίκου της, η οποία μέχρι τις 30.6.2014, οπότε η ενάγουσα αποχώρησε από την εργασία της, δεν της είχε καταβάλει οκτώ χιλιάδες εξακόσια εννέα ευρώ και σαράντα επτά λεπτά (8.609,47 €) για δεδουλευμένες αποδοχές της, οκτακόσια εβδομήντα επτά ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (877,44) € για αποδοχές άδειας, τετρακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτά (438,72 €) για επίδομα άδειας, τρείς χιλιάδες διακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ (3.288 €) για υπερεργασία, ένδεκα χιλιάδες τετρακόσια τριάντα ένα ευρώ και σαράντα επτά λεπτά (11.431,47 €) για αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής της, δύο χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (2.400 €) για αμοιβή της εργασίας της κατά Κυριακές και αργίες, χίλια διακόσια είκοσι ένα ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (1.221,51 €) και τετρακόσια είκοσι τρία ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (423,46 €) για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων 2013 και 2014, αντίστοιχα και οκτακόσια είκοσι τέσσερα ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (824,17 €) για επίδομα δώρου εορτών Πάσχα 2014. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη την εργασιακή της σύμβαση η ενάγουσα, η οποία συνομολογεί την καταβολή, σε χρονικό σημείο που δεν διευκρινίζει, μεταγενέστερο πάντως της αποχώρησης από την εργασία της, ποσού δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), το οποίο αφαιρεί από το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών της, ζητεί να υποχρεωθεί η αντίδικός της να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και δέκα λεπτών (27.514,10 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιό του κατέστη απαιτητό άλλως από την επομένη της λύσης της επίδικης σύμβασης εργασίας άλλως από την επίδοση της αγωγής της και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, για το υπερβαίνον το της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου καταψηφιστικό αίτημα της οποίας έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως βεβαιώνεται στην εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις της κείμενης (γενικής και ειδικής) εργατικής νομοθεσίας. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης …………., φίλου της οικογένειας της εναγόμενης, που ελήφθη στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 2 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, των ενόρκων βεβαιώσεων των ……….., ασφαλιστή, συνεργαζόμενου με τον πιο κάτω αναφερόμενο (μη διάδικο) …….…, ……., μεταφορέα, πελάτη της εναγόμενης και …………., ασφαλιστή, συγγενικού της ενάγουσας προσώπου και διατηρούντος κατά τον κρίσιμο χρόνο φιλικές σχέσεις με την ενάγουσα, οι οποίες, με την επιμέλεια της εναγόμενης, που κλήτευσε προς τούτο την αντίδικό της (βλ. τη με αριθμό ……./27.10.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), δόθηκαν στις 2.11.2022 στις δικηγόρους Αθηνών …….. η πρώτη και ……… οι λοιπές και έλαβαν, αντιστοίχως, τις υπ’ αριθμ. ΔΣΑ – ΕΒ – .. – 2022, … – 2022 και …. – 2022 ηλεκτρονικές αποδείξεις λήψης τους από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, των με αριθμούς …/18.2.2019 και …/18.2.2019 δύο [2] ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των ……, κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού ….., οικογενειακού φίλου της ενάγουσας και ………, κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής, που διατηρούσε σχέσεις επαγγελματικής συνεργασίας με την ενάγουσα, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με την επιμέλεια αυτής, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της να παραστεί κατ’ αυτές (βλ. την με αριθμό …/13.2.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), οι οποίες άπασες (κατάθεση και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικες νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι ελεύθερη επαγγελματίας και κατά τα έτη 2013 – 2014 δραστηριοποιούταν επιχειρηματικά ως ασφαλιστική πράκτορας, διατηρώντας προς τούτο γραφείο στον Πειραιά. Το γραφείο αυτό βρισκόταν στην οδό ………, όπως προκύπτει από τις ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……. αλλά, προεχόντως, από το υπ’ αριθμ. …../2014 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τομέα Πειραιώς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, περί του οποίου θα γίνει λόγος και πιο κάτω και όχι στην οδό ………., όπως η ενάγουσα με την αγωγή της, προφανώς εκ παραδρομής, υποστηρίζει. Στην ίδια διεύθυνση και μάλιστα στο ίδιο οίκημα στεγαζόταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το ασφαλιστικό γραφείο και του ……., που από τη μη αμφισβητούμενης ακρίβειας έγγραφη, εξαχθείσα από το διαδίκτυο και από την εναγόμενη προσκομιζόμενη, πληροφορία προκύπτει ότι είχε την επωνυμία «……….», την οποία η ενάγουσα, εδώ όχι από παραδρομή, αποδίδει στο ασφαλιστικό γραφείο της εναγόμενης. Οι διάδικες δεν διευκρινίζουν τη σχέση εκάστης με τον …. .., όμως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων προκύπτει με ασφάλεια ότι αυτός τυγχάνει πατριός της εναγόμενης, δεύτερος σύζυγος δηλαδή της μητρός της …….. και οικογενειακός φίλος της ενάγουσας. Η τελευταία από τις 25.4.2001 ασκούσε δραστηριότητα ναυτιλιακής πράκτορα στον Πειραιά, έχοντας μάλιστα απογραφεί στο μητρώο εργοδοτών του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ από τις 18.7.2003. Στη συνέχεια αναμείχθηκε με τη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «….», της οποίας υπήρξε από τις 9.3.2007 νόμιμη εκπρόσωπος και από τις 25.7.2007 εκκαθαρίστρια, ενώ από τις 5.10.2006 εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρία με την επωνυμία «….». Στις 21.4.2015, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της λύσης της επίδικης σύμβασής της, ανέλαβε καθήκοντα νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία «…….». Όλα αυτά προέρχονται από τα μηχανογραφικά στοιχεία του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ και του TAXIS και έχουν καταγραφεί στο από 21.9.2017 πρακτικό της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΕΦΚΑ, που τηρήθηκε κατά την υπ’ αριθμ. …… συνεδρίαση του Α΄ Κλιμακίου του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Αττικής – Πειραιώς & Νήσων του ΕΦΚΑ, στο οποίο μνημονεύεται επιπλέον η ιδιότητα της ενάγουσας ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………». Η εν λόγω Υπηρεσία επιλήφθηκε μετά την υποβολή από την ενάγουσα στις 17.12.2014 «δήλωσης απασχόλησης – καταγγελίας», με την οποία ζητούσε από το Περιφερειακό Υποκατάστημα Πειραιώς του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ την ασφαλιστική της τακτοποίηση για τη χρονική περίοδο από το μήνα Ιούλιο του έτους 2013 έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2014, κατά την οποία, όπως ισχυρίστηκε, απασχολήθηκε ως υπάλληλος γραφείου στο ασφαλιστικό γραφείο της εναγόμενης. Είχε προηγηθεί, στις 7.8.2014, προσφυγή της στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τομέα Πειραιώς της Διεύθυνσης Κοινωνικής Επιθεώρησης Πειραιώς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, με την οποία υποστήριξε όσα και στην ένδικη αγωγή της. Η προσφυγή της εκείνη συζητήθηκε στις 12.9.2014, με την παρουσία αμφοτέρων των αντιδικούντων μερών, που είχαν και νομική συμπαράσταση, αφού παραστάθηκαν μαζί με τους (τότε) πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Κατά τη συζήτηση εκείνη η μεν ενάγουσα ενέμεινε στους ισχυρισμούς τους, η δε εναγόμενη αντέτεινε ότι ουδέποτε προσέλαβε ως υπάλληλό της την ενάγουσα, η οποία αντιθέτως κατά το επίδικο χρονικό διάστημα «απασχολήθηκε περιστασιακά και κατ’ αποκοπήν» από τον [πατριό της] ……….., μισθωτή του επαγγελματικού χώρου στον οποίο είναι εγκατεστημένο το γραφείο της και στον οποίο συστεγάζεται με αυτόν, που ασκεί δική του ασφαλιστική δραστηριότητα. Στην ίδια συζήτηση έγινε από τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης ……. αναφορά στην οικογενειακή και επαγγελματική σχέση της εντολέως του με τον …….., της οποίας τελούσε σε γνώση η ενάγουσα και για έγερση οικονομικών απαιτήσεων αυτής της τελευταίας, μετά τη διακοπή της «συνεργασίας της» με τον ……………., τις οποίες έστρεψε κατά της εναγόμενης, από την οποία αξίωσε τέσσερις χιλιάδες ευρώ (4.000 €) «σε εξόφληση κάθε απαίτησής της, που είχε από αυτόν», από τον οποίον δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Ειπώθηκε ακόμα (και έχει καταγραφεί στο παραπάνω Δελτίο Εργατικής Διαφοράς) ότι έναντι του ως άνω ποσού «…η κα … έλαβε 2.000 ευρώ δια χειρός ………, αξιώνοντας στην απόδειξη να γραφτεί ότι τα παίρνει από την κα …… Στην πορεία όμως η κα …. άρχισε να αξιώνει από τον κο …. περισσότερα χρήματα απειλώντας και εκβιάζοντας ότι θα καταγγείλει την προγονή του στην Επιθεώρηση και στο ΙΚΑ…». Στην επιληφθείσα Υπηρεσία (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) κατατέθηκαν έγγραφα αποδεικτικά της εν λόγω καταβολής και, συγκεκριμένα, τέσσερα [4] αντίγραφα αποδείξεων, που φέρουν, όπως στο ως άνω πρακτικό μνημονεύεται, την υπογραφή του ……. οι τρεις [3] και της συζύγου του και μητέρας της εναγόμενης …… η τέταρτη. Σχολιάζοντας τα έγγραφα αυτά η ενάγουσα, μέσω της τότε πληρεξούσιας δικηγόρου της ………, δήλωσε ότι «…σχετικά με την καταβολή των 4.000 € η κα …… συμφώνησε στο ποσό αυτό μετά από πιέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι … θα καταβληθεί έως τέλος Ιουλίου 2014…». Κατά τη συζήτηση της προσφυγής εκείνης δεν διευκρινίστηκε το είδος της παρεχόμενης εργασίας της ενάγουσας και η επιληφθείσα Υπηρεσία (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) συνέστησε την προσφυγή στη δικαστική οδό, ενόψει των εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων των μερών, που προαναφέρθηκαν. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ. Μ 105/26.5.2015 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Πειραιώς του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ απορρίφθηκε η ως άνω από 7.12.2014 «δήλωση απασχόλησης – καταγγελία» της ενάγουσας, επειδή κρίθηκε ότι «δεν διαπιστώθηκε παροχή εξαρτημένης εργασίας προς την εργοδότρια». Σημειώνεται ότι για την απόδειξη των ισχυρισμών της η ενάγουσα είχε τότε προσκομίσει ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, αφενός, φωτοαντίγραφα των τεσσάρων [4] αποδείξεων είσπραξης έναντι οφειλόμενων ποσών από την εργασία της, που έφεραν τις υπογραφές του …… οι τρεις [3] και της ……. η τέταρτη, για τις οποίες η ενάγουσα υποστήριξε τότε ότι δόθηκαν «εκ μέρους» της εναγόμενης και, αφετέρου, δύο [2] υπεύθυνες δηλώσεις των ….. και …….., οι οποίες είχαν περιβληθεί τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 και στις οποίες μνημονευόταν με πανομοιότυπη συνοπτικότητα, αντιστοίχως, ότι η ενάγουσα «εργαζόταν στο ασφαλιστικό γραφείο της ……. από 8.7.2013 έως και 30.6.2014» και ότι «εργάστηκε στο ασφαλιστικό γραφείο ……… που ανήκει στη ………, ……….. από 8.7.2013 έως 30.6.2014». Σημειώνεται ακόμα ότι οι εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις, που δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην ως άνω διοικητική διαδικασία, που προηγήθηκε και επαναπροσκομίζονται, νομίμως λαμβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, επειδή κρίνεται ότι δεν λήφθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, με αποτέλεσμα η μη τήρηση των διατάξεων για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ή για την κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο να μην τις καθιστά ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/1987, ΝοΒ 1988/75 = Δ 1987/530, ΑΠ 125/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, η κρίση του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ ανατράπηκε με την απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του, που εκδόθηκε κατόπιν της από 23.6.2015 αίτησης θεραπείας της ενάγουσας και δέχθηκε «απασχόληση (παροχή μισθωτής, εξαρτημένης εργασίας), σύμφωνα με την καταγγελία από 8.7.2013 έως 30.6.2014», χωρίς πάντως ειδικότερες αιτιολογίες και, πάντως, όχι ικανές να ανατρέψουν την απόφαση κατά της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση θεραπείας. Στο πρακτικό της συνεδρίασης της εν λόγω διοικητικής επιτροπής έχει καταγραφεί ότι η ενάγουσα δήλωσε ότι «…έχει αποδείξεις που γράφουν για την είσπραξη ποσού έναντι της εργασίας της ίδιας στο όνομα της κας … δια χειρός ….…». Τις αποδείξεις αυτές όμως ούτε εκείνη ούτε η αντίδικός της, που τις επικαλείται, προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Οι ίδιες αποδείξεις δεν προσκομίστηκαν και δεν αναγνώστηκαν ούτε στο ακροατήριο του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, στο οποίο παραπέμφθηκε η εναγόμενη να δικαστεί ως υπαίτια εξακολουθητικής παράβασης του άρθρου 28 § 1 του Ν. 3996/2011 και το οποίο εκδικάζοντας ερήμην της την ποινική κατηγορία την κήρυξε ένοχη του ότι, έχοντας ως νόμιμη εκπρόσωπος της επιχείρησης «……..» απασχολήσει κατά το χρονικό διάστημα από 8.7.2013 έως 31.5.2014 την ενάγουσα ως υπάλληλο στο ασφαλιστικό γραφείο της επιχείρησής της αυτής, δεν της κατέβαλε το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαεννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (19.897,14 €) για δεδουλευμένες αποδοχές, αποδοχές και επίδομα άδειας ετών 2013 – 2014 και δώρα εορτών και της επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα [10] μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €). Καταθέτοντας στο ποινικό ακροατήριο η ενάγουσα, μεταξύ άλλων, ανέφερε και ότι απασχολήθηκε στο γραφείο της εναγόμενης ως γραμματέας «από τον 7ο/2013 – 5ο/2014…Δεν με πλήρωναν κανονικά. Έχω εισπράξει τμηματικά 2.000 ευρώ έναντι των δεδουλευμένων που μου οφείλονται, αφού πήγα σε δικηγόρο, μέσω του δικηγόρου μου…». Επισημαίνεται εδώ η διαφορά στην κατατεθείσα χρονική διάρκεια της απασχόλησής της (η μαρτυρία της ακολουθεί την απαγγελθείσα κατηγορία) έναντι του αντίστοιχου (κατά ένα [1] μήνα ευρύτερου) αγωγικού ισχυρισμού της και η μνεία περισσότερων συνοφειλετών της («δεν με πλήρωναν»). Από όσα προηγήθηκαν ως κεντρικό θέμα αποδείξεως στην παρούσα αντιδικία αναδεικνύεται ο προσδιορισμός του προσώπου του εργοδότη της ενάγουσας και της φύσης της εργασίας της. Περί των ζητημάτων αυτών οι υπέρ της τελευταίας μαρτυρούντες βεβαιώνουν ότι απασχολήθηκε στο ασφαλιστικό γραφείο της ……., ότι εργαζόταν πάρα πολλές ώρες κάθε ημέρα, ακόμα δε και τις Κυριακές και τις αργίες, επειδή είχε πιεστικές οικονομικές ανάγκες, ότι αποχώρησε από την εργασία της επειδή δεν πληρωνόταν και ότι γνώριζε πολύ καλά το αντικείμενό της. Βέβαια, το αντικείμενο της εργασίας της ενάγουσας ούτε οι μάρτυρές της το περιγράφουν ούτε και η ίδια το διευκρινίζει, καθώς περιορίζεται να αναφέρει ότι ήταν «οι ασφαλίσεις, που αποτελούσε και το σκοπό λειτουργίας του γραφείου της εναγομένης». Από μόνη την αναφορά αυτή, όμως, δεν δικαιολογείται η υπεραπασχόληση της ενάγουσας, επί δεκατρείς [13] ώρες τις καθημερινές, επί επτά [7] ώρες τα Σάββατα και επί πέντε [5] ώρες τις Κυριακές και τις αργίες ούτε η ανάγκη εργασίας της ακόμα και την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 2013, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα του έτους 2014, καθώς κατά την κοινή πείρα πρόκειται για ημέρες αργίας και αναπαύσεως για όλες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών γραφείων. Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας δε συμβαδίζουν ούτε με τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος της φερόμενης ως εργοδότριάς της, η οποία για τα οικονομικά έτη 2013 και 2014 δήλωσε καθαρά κέρδη από την ατομική της επιχείρηση που δεν υπερέβαιναν τις εννέα χιλιάδες ευρώ (9.000 €) και τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (15.000 €) αντίστοιχα, δηλαδή χρηματικά ποσά με βάση τα οποία ευλόγως αδυνατούσε να αναλάβει την υποχρέωση καταβολής της επικαλούμενης συμφωνημένης μισθοδοσίας της ενάγουσας, που ανερχόταν, χωρίς τις ασφαλιστικές της εισφορές, σε επτακόσια εξήντα ένα ευρώ και ενενήντα λεπτά (761,90 €) σε μηνιαία και σε εννέα χιλιάδες εκατόν σαράντα δύο ευρώ και ογδόντα λεπτά (9.142,80 €) σε ετήσια βάση, χωρίς να συνυπολογιστούν τα εορταστικά επιδόματα, ο μισθός και το επίδομα άδειας και η αμοιβή της υπερεργασίας και των υπερωριών της ενάγουσας. Η σύναψη τέτοιας συμφωνίας εκ μέρους της εναγόμενης θα έδινε την εντύπωση ότι λειτουργεί το γραφείο της μόνο και μόνο για να καταβάλει τη μισθοδοσία της αντιδίκου της. Άλλωστε, οι μαρτυρίες υπέρ της ενάγουσας αποδυναμώνονται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης … και ….., οι οποίοι, όπως και ο μάρτυρας ………, αναφέρουν ότι την ενάγουσα απασχολούσε ο …….., που ασκούσε δική του ασφαλιστική δραστηριότητα στον ίδιο χώρο, συστεγαζόμενη με την ατομική επιχείρηση της εναγομένης και ότι η ενάγουσα είχε ως αντικείμενο εργασίας τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του εργοδότη της με τους πελάτες του κατά το καθημερινό ωράριο του γραφείου του από τις 09:00 έως τις 17:00, το οποίο δεν λειτουργούσε κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Ο ίδιος ο ……. βεβαιώνει ενόρκως ότι την ενάγουσα, με την οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις, προσέλαβε αυτός, ότι τούτο συνέβη προκειμένου να την διευκολύνει επειδή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και ότι η απασχολούμενη δεν διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις στο ασφαλιστικό αντικείμενο, γεγονός που συνδυάζεται με την προηγούμενη εμπειρία της σε άλλον επιχειρηματικό τομέα, και συγκεκριμένα, της ναυτιλιακής πρακτορείας. Η απασχόληση της ενάγουσας στην επιχείρηση του ………. κατά το παραπάνω ωράριο και με τα συγκεκριμένα, περιορισμένα, καθήκοντα, παρέχει ικανοποιητική εξήγηση του λόγου για τον οποίον έλαβε από εκείνον (και τη σύζυγό του) το ποσόν των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) έναντι των δεδουλευμένων αποδοχών της, όσον και της αιτίας για την οποία δέχθηκε να λάβει μόλις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (4.000 €) σε πλήρη εξόφληση των απαιτήσεών της. Άλλωστε, η δική της εκδοχή ότι τα χρήματα έλαβε «δια χειρός ……» από την περιουσία της εναγομένης, αληθούς υπόχρεης στην πληρωμή τους, δεν δικαιολογεί το λόγο της αναμείξεως του ….. σε υπόθεση της εναγομένης, ενώ δεν υποστηρίζεται από την εκ μέρους της ενάγουσας προσκομιδή των ως άνω εγγράφων αποδείξεων, μολονότι βρίσκονται στα χέρια της, από το περιεχόμενο των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός της ότι οι καταβολές έγιναν μεν από τον …….. αλλά για λογαριασμό της εναγομένης, προς απόδειξη του οποίου εκείνη (η ενάγουσα) έχει το βάρος αποδείξεως. Κυρίως, όμως, στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αβασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών βαρύνει το γεγονός ότι σε έλεγχο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, που έλαβε χώρα σε ανύποπτο χρόνο (17.10.2013) στην επιχείρηση της εναγομένης διαπιστώθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους η παρουσία εκεί τόσον της μητέρας της τελευταίας …., όσον και της ενάγουσας, η οποία σε σχετικές ερωτήσεις τους αρνήθηκε ότι εργαζόταν στο ασφαλιστικό γραφείο και δήλωσε ότι τυγχάνει φιλικό πρόσωπο της ενάγουσας, ασκούσα δική της ελεύθερη επαγγελματική δραστηριότητα και, συγκεκριμένα, της ναυτιλιακής πράκτορα. Τα συμβάντα εκείνα καταγράφηκαν στο με αριθμό …/2013 έντυπο δελτίο ελέγχου, το οποίο συνέταξαν οι επιθεωρήτριες …… και ………, υπέγραψε η εναγόμενη, που δήλωσε ότι δεν απασχολεί προσωπικό στην επιχείρησή της και προσυπέγραψε η ενάγουσα, η οποία σε κανένα στάδιο της παρούσας αντιδικίας δεν παρείχε οποιαδήποτε εξήγηση της συμπεριφοράς της εκείνης. Ομοίως, δεν δικαιολογεί ούτε την εξακολούθηση της παροχής της εργασίας της επί ένα [1] σχεδόν έτος στην επιχείρηση της αντιδίκου της, μολονότι δεν λάμβανε από αυτήν, όπως υποστηρίζει, αμοιβή, παρά τις «τεράστιες» οικονομικές ανάγκες της, στις οποίες αναφέρθηκαν οι μάρτυρές της, χωρίς να τις προσδιορίζουν ούτε την ενέργειά της να ζητήσει από το Περιφερειακό Υποκατάστημα Πειραιώς του ΙΚΑ – ΤΕΑΜ την ασφαλιστική της τακτοποίηση, μόνον μετά την αποχώρησή της από το ασφαλιστικό γραφείο της εναγομένης, με την οποία είχε συμφωνήσει, όπως στην αγωγή επικαλείται, να λαμβάνει «καθαρές μηνιαίες αποδοχές» (χωρίς δηλαδή, όπως συνάγεται, αναγγελία της πρόσληψής της αρμοδίως και καταβολή ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα), η οποία (ενέργεια) παρέχει την εντύπωση άσκησης πίεσης στην εναγόμενη για την εξόφληση υποχρεώσεων που δεν είχε αναλάβει.
IV. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (κατά την πρωτοβάθμια δίκη, στην οποία ερημοδικάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε δαπάνες), πρέπει κατά το σχετικό αίτημά της να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας που ηττάται (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την από 27.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../28.12.2018 αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν στο σύνολό της.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της ενάγουσας και τα προσδιορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ