Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 589/2023

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης   589/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(2ο Τμήμα)

Αποτελούμενο από Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και  Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη-Εισηγήτρια, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) ……… και 2) ……….που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων Σπυρίδωνα Κ. Τσαντίνη και Δήμητρας Α. Σακελλαροπούλου (Δ.Σ. Πειραιώς με Α.Μ. .. και .. αντίστοιχα , που προσκόμισαν τα με αριθ. … και Α .. γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων «Δ.Ε. ΤΣΑΝΤΙΝΗΣ-ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, με Α.Μ. 080624).

Των εφεσιβλήτων: 1) Αστικού σωματείου με την επωνυμία «…………΄» που εδρεύει στο … Αττικής, οδός ……… νομίμως εκπροσωπούμενου, με ΑΦΜ …. Δ.Ο.Υ. Α΄ …. και 2) Μητροπολίτη ………….. , εκ των οποίων ο δεύτερος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, ενώ το πρώτο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Ορέστη Ι. Νικολαϊδη (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. …, που προσκόμισε το με αριθ.  ….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ δια της από 11-1-2023  δήλωσης.

Οι  εκκαλούντες άσκησαν την από 12-5-2021  (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2021, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 3195/2020  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου  ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται, μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση, να προσκομίσει αντίγραφα εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του ερημοδικούντος διαδίκου, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη καθώς και τα πρακτικά αυτής. Διαφορετικά, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Στην προκείμενη περίπτωση, από τη νομίμως προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες με αριθμ. …../2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα τον δεύτερο εφεσίβλητο (ο οποίος κατά την πρωτοβάθμια δίκη ήταν προσεπικαλούμενος-παρεμπιπτόντως εναγόμενος και δεν είχε παρασταθεί) για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Ωστόσο, κατά τη δικάσιμο αυτή και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου ο δεύτερος εφεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο. Επομένως, αυτός πρέπει να δικαστεί ερήμην, πλην όμως το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης σα να είναι αυτός παρών (άρθρο 524 παρ.4 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης», το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α` 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Επίσης, το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως και 31-5-2020 δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, μεταξύ άλλων, και ενώπιον των δικαστηρίων, ήτοι και αυτής της προθεσμίας της έφεσης (πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020). Σύμφωνα με το άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α /30-7-2022)  «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ]. Σύμφωνα δε, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.». Δέον να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ΚΥΑ με αριθμ. Α1Αα/Γ.Π. οικ: 71342/6-11-2020 (ΦΕΚ 4899/6-11-2020) από την 7-11-2020 ανεστάλησαν λόγω της πανδημίας covid-19 , οι νόμιμες και οι δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Χώρας, και οι διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναστολή δε, αυτή των νόμιμων και δικαστικών  προθεσμιών, όπως και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ήρθη από τις 6-4-2021, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 της ΚΥΑ με αριθμ. Δ1Α/Γ.Π.οικ, 20651/3-4-2021 (ΦΕΚ 1308/3-4-2021).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ. 3195/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου και αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενόψει του ότι το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12-5-2021, η δε, εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντος στις 4-11-2020, (άρθρα 495, 511,513 παρ.1, περ. β, 516 παρ.1  και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020, άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021, άρθρο 49 του Ν. 4963/2022). Επομένως η κρινόμενη έφεση καθόσον στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό πενήντα ευρώ (150,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ……………… ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό από 12-5-2021 έγγραφο για την  εξόφληση αυτού).

IV. Με την από 17-7-2019 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2019) αγωγή το ενάγον, ήδη πρώτο εφεσίβλητο αστικό σωματείο με την επωνυμία «………………», που άσκησε κατά των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, εξέθεσε ότι το έτος 1985 δυνάμει των αναφερόμενων συμβολαίων αγοράς που μεταγράφηκαν νόμιμα, απέκτησε την ψιλή κυριότητα των δύο λεπτομερώς περιγραφόμενων οικοπέδων ευρισκόμενων στην Σαλαμίνα, η δε, επικαρπία αυτών περιήλθε στον τότε …………., άλλως κατά κόσμον, ………….. που αποβίωσε στις 20-10-2013. Ότι μετά τη συνένωση των δύο οικοπέδων σε ένα οικόπεδο, συνολικού εμβαδού 1.508 τ.μ. με ΚΑΕΚ …………., εντός αυτού ανεγέρθηκε αφενός μεν, ένας ιερός ναός, αφετέρου δε, μια διώροφη οικοδομή ως ησυχαστήριο και παράρτημα και προς εξυπηρέτηση του ιερού ναού, τα οποία εγκαινιάστηκαν το έτος 1990 και παραδόθηκαν στη Χριστιανική λατρεία των πιστών. Ότι τον Ιουλίου του έτους 2010 διαπιστώθηκε ότι ο …………κατά κόσμον ………… (δεύτερος εφεσίβλητος), ενεργώντας δήθεν ως πληρεξούσιος του τότε ως άνω ………., δυνάμει του με αριθμ. ………./16-6-2010 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου και του από 26-8-2008 αποσπάσματος πρακτικού της Γ.Σ. του Δ.Σ. του ίδιου (σωματείου), έγγραφα που φέρονται να είναι πλαστά, εμφανιζόμενος ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …….., δυνάμει του με αριθμ. ………/9-7-2010 συμβολαίου που καταχωρίστηκε στα οικία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνος, πώλησε και μεταβίβασε κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, την πλήρη κυριότητα του ως άνω ακινήτου αντί τιμήματος ύψους 200.000 ευρώ. Ότι στη συνέχεια με τη με αριθμ. ………../29-7-2016 συμβολαιογραφική πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρίστηκε νόμιμα, το ακίνητο διαιρέθηκε σε αυτοτελείς και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ …/… και ………. Ότι με τα με αριθμ. ……/11-6-2018 και με αριθμ. ……../11-6-2018 συμβόλαια αγοραπωλησίας που καταχωρίστηκαν στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στον δεύτερο εναγόμενο το ποσοστό 50% της κυριότητάς του στα δύο αυτοτελή οικόπεδα με αποτέλεσμα ο τελευταίος να φέρεται ως αποκλειστικός κύριος του ενιαίου ακινήτου, ενώ με το με αριθμ. ……../22-11-2018 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου συστάθηκαν δύο θέσεις στάθμευσης στο δεύτερο οικόπεδο. Με βάση το ιστορικό αυτό, λόγω του ότι αφενός μεν, το ενιαίο οικόπεδο, όπως και τα ευρισκόμενα εντός αυτού κτίσματα (Ιερός Ναός και Ησυχαστήριο) είναι πράγματα εκτός συναλλαγής καθότι εγκαινιάστηκαν και παραδόθηκαν στη Χριστιανική λατρεία των πιστών στις 14-10-1990 και έκτοτε χρησιμοποιούνται ως τόπος λατρείας και θρησκευτικών μυστηρίων, αφετέρου δε, λόγω του ότι το από 26-8-2008 απόσπασμα πρακτικού και η από 26-7-2008 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, δυνάμει των οποίων έλαβε χώρα η πώληση του ακινήτου, όπως ειδικότερα εκτίθεται αποτελούν πλαστά έγγραφα, με των οποίων με τη χρήση εξαπατήθηκε η ως άνω συμβολαιογράφος ώστε να προβεί στην πράξη συμβολαιογραφικής μεταβίβασης του ακινήτου ζήτησαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα των με αριθμ. ……./2010, ……./29-7-2016, ……./11-6-2018, ……./11-6-2018 και ……./22-11-2018 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. , άλλως να ακυρωθούν οι συμβολαιογραφικές αυτές πράξεις και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες- εναγόμενοι, κατά την πρωτοβάθμια δίκη άσκησαν σε βάρος του δεύτερου εφεσίβλητου, την από 24-10-2019 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2019 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, στην οποία αφού παρέθεσαν αυτολεξεί το περιεχόμενο της ασκηθείσας αγωγής, αιτήθηκαν σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής να υποχρεωθεί αυτός λόγω της εκ μέρους του παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς σε βάρος τους, όπως ειδικότερα εκτίθεται, να καταβάλει σε καθένα από αυτούς το ποσό των 129.557,62 ευρώ (ήτοι το ήμισυ του καταβληθέντος τιμήματος ποσού 200.000 ευρώ πλέον το ήμισυ του ποσού των 59.115,24 ευρώ, όπως συγκεκριμένα αναλύεται) με τον νόμιμο τόκο από τις 9-7-2010 (ημέρα κατάρτισης του με αριθμ. ……../2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας), άλλως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής έως την πλήρη εξόφληση και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2019 αγωγής και της με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019 προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής,  εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τη δεύτερη σωρευόμενη  βάση, στηριζόμενη στην απάτη ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, προχώρησε στην εκδίκαση του αιτήματος της αγωγής αναφορικά πρώτη σωρευόμενη αντικειμενικώς βάση, για την αναγνώριση της ακυρότητας λόγω του ότι το μεταβιβασθέν πράγμα ήταν εκτός συναλλαγής, ως προς την οποία βάση δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα όλων των προαναφερόμενων συμβολαίων. Περαιτέρω, έκρινε ότι η παρέλκει η εξέταση της προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής, ενόψει του ότι δεν ερευνήθηκε κατ’ ουσίαν η δεύτερη βάση της αγωγής (η οποία κρίθηκε ότι αντιφάσκει μεν με την πρώτη βάση, πλην όμως ότι δεν πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός των βάσεων της αγωγής, αλλά το Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει την πρώτη βάση) αναφορικά με ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά της αναγνώρισης ακυρότητας λόγω απάτης. Ήδη με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για λόγους που ειδικότερα εκτίθενται, συνιστάμενοι σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και ζητούν να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η ασκηθείσα με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2019 αγωγή, καθόσον αυτή έγινε δεκτή, επικουρικώς και για την περίπτωση που μεταβιβαστεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και η δεύτερη βάση, να γίνει δεκτή η με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του δεύτερου εφεσίβλητου και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι  στη δικαστική τους δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Ωστόσο, βάσει των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση, με την οποία επικουρικώς ζητείται να γίνει δεκτή η ασκηθείσα εκ μέρους των εκκαλούντων-εναγομένων-παρεμπιπτόντως εναγόντων, η με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του δεύτερου εφεσίβλητου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθότι η δεύτερη νομική βάση της αγωγής (ακυρότητα λόγω απάτης) επί της οποίας στηρίζεται η παρεμπίπτουσα αγωγή και η οποία (νομική βάση) απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη, δε μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, ενόψει του ότι δεν ασκήθηκε αντίθετη έφεση εκ μέρους του πρώτουεφεσιβλήτου-ενάγοντος.

V. (α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ, που εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα η ιδιότητα κάποιου πράγματος εάν είναι εκτός συναλλαγής, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι, εκτός των άλλων, και εκείνα που είναι προoρισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού. Πρόκειται δηλαδή για τα πράγματα τα οποία έχουν αφιερωθεί στην άσκηση της θείας λατρείας και των οποίων χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα αποτελεί ο θρησκευτικός σκοπός, τον οποίο εξυπηρετούν, κατά την ενάσκηση του ατομικού δικαιώματος στην ακώλυτη άσκηση της θείας λατρείας, με το οποίο συνδέονται άμεσα. Αυτά προσλαμβάνουν την ιδιότητα αυτή είτε απ’ ευθείας από τον νόμο, είτε με την βούληση του ιδιοκτήτη, εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις. Στην κατηγορία, επομένως, των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους ναοί (ακόμα και οι ιδιόκτητοι), καθώς και τα παραρτήματά τους, εφόσον έχουν εγκαινιαστεί και καθιερωθεί στη λατρεία του Θεού, σύμφωνα με τους Θείους και Ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων του άρθρου 966 Α.Κ. που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, περιλαμβάνονται και οι ιδιόκτητοι ναοί που ανήκουν στο σωματείου των Γνήσιων Ορθοδόξων Χριστιανών (Γ.Ο.Χ, βλ. ΕφΘεσ 546/2004, Δνη 2005, σελ.915). Εκτός συναλλαγής θεωρείται όχι μόνο το οικοδόμημα του ναού, αλλά και το ακίνητο επί του οποίου κείται ο ιερός ναός, αφού εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός. Προς την έννοια και το χαρακτήρα των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, ως πραγμάτων προορισμένων στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, δεν είναι ασυμβίβαστη η δημιουργία εννόμων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, όπως ειδικότερα η έννοια της ιδιοκτησίας και της νομής, αφού η διάθεσή τους για την εκπλήρωση θρησκευτικών σκοπών αποτελεί είδος χρήσεως, η οποία κατ’ ουσίαν συνιστά νομή και εφόσον οι σχέσεις αυτές δεν προσκρούουν στον εξυπηρετούμενο σκοπό της θείας λατρείας, αλλά συμβιβάζονται με τον προορισμό τους. Εφόσον το πράγμα κατέστη εκτός συναλλαγής και προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού, δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής και αποκλείεται επ’ αυτού κάθε δικαιοπραξία του κυρίου, εφόσον αυτή αντίκειται στον εξυπηρετούμενο πιο πάνω σκοπό (θρησκευτικό) Δεν είναι όμως, κατά νόμο απαγορευμένη και συνεπώς άκυρη, κατά τα άρθρα 174 και 175 ΑΚ, ακόμη και η μεταβίβαση της κυριότητας τέτοιου πράγματος, αν δεν αντιτίθεται στο θεραπευτέο δημοσιολογικό σκοπό του (Α.Π. 1134/2022, Νοβ 2023, σελ. 368, Α.Π. 1178/2006, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). (β) Περαιτέρω,  σύμφωνα με το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζεται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ.1, 525 παρ.1 και 536 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και επομένως μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει , αν δε στηρίζεται στο νόμο, ή δεν έχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή  αν ασκήθηκε απαραδέκτως, υπό τους περιορισμούς, όμως, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκηθεί από τον εφεσίβλητο αυτοτελής έφεση ή αντέφεση (βλ. Σ. Σαμουήλ, « Η έφεση, κατά τον ΚΠολΔ», εκδ. 2003, σελ. 332 και 428). Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο, τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας ή δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 του ΚΠοΛΔ. Ειδικότερα, επί έφεσης του ενάγοντος, όταν η αγωγή του απορρίφθηκε, πρωτοδίκως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει, ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης ή προώρως ασκηθείσα, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή, για έναν από τους άνω λόγους και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη, για τον εκκαλούντα, από την προσβληθείσα. Και είναι επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μίας αγωγής, για έναν από τους παραπάνω τυπικούς λόγους, αφορά όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης, περί του ουσιαστικά βασίμου της αγωγής, αλλά μόνο τον τυπικό λόγο, για τον οποίο η αγωγή παρίσταται απορριπτέα (ΕφΘεσ. 879/2022, δημ.σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής, για τους άνω λόγους, οδηγεί σε διαφορετικό, κατ’ αποτέλεσμα, διατακτικό, από την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης, το εφετείο εξαφανίζει την εκκαλούμενη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτό και απορρίπτει αντίστοιχα την αγωγή, για έναν από τους ως άνω λόγους, δηλαδή, ως νομικά βάσιμη, απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (βλ. ΑΠ 40/2006 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 7/2001).

VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη αγωγή με το προπαρατεθέν περιεχόμενο ως προς τη νομική βάση που έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και τούτο διότι, αφού σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, δεν είναι απαγορευμένη και ως εκ τούτου, άνευ ετέρου άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας πράγματος εκτός συναλλαγής, εφόσον δε υπάρχει αντίθεση προς τον θεραπευτέο δημοσιολογικό σκοπό του, αντίθετα δε, κατά την πρώτη νομική βάση της αγωγής εκτίθεται ότι η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου ήταν άκυρη λόγω του ότι αυτό είναι εκτός συναλλαγής ακινήτου χωρίς να αναφέρεται ότι  θα μεταβαλλόταν ο εξυπηρετούμενος θρησκευτικός σκοπός αυτού. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, όπως ανωτέρω αναφέρεται, έκρινε ως νόμιμη την πρώτη βάση της αγωγής και δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη (με την αιτιολογία ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε πράγμα εκτός συναλλαγής, το οποίο εγκαινιάστηκε και παραδόθηκε στη θρησκευτική λατρεία και το οποίο δεν απώλεσε την εν λόγω ιδιότητά του με αποτέλεσμα να απαγορεύεται οποιαδήποτε εκποιητική δικαιοπραξία με αντικείμενο το ακίνητο), εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, 174, 175 και 966 Α.Κ.. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο, κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργειά του, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο δεύτερο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, πρέπει αφού εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η με αρ. κατ. ΓΑΚ/ 3699/3491/2019 αγωγή, να κρατήσει και να δικάσει αυτή (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορρίψει την πρώτη νομική βάση αυτής (ακυρότητα δικαιοπραξιών λόγω μεταβίβασης πράγματος εκτός συναλλαγής) ως μη νόμιμη παρελκούσης της έρευνας των λόγων της υπό κρίση έφεσης.  Επομένως, η κρινόμενη  έφεση καθόσον ασκείται σε βάρος του πρώτου εφεσίβλητου-ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους εκκαλούντες του εκ μέρους τους καταβληθέντος, κατά την άσκηση της έφεσής, ηλεκτρονικού παράβόλου με αριθμ. …………, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, λόγω του ότι η έφεση έγινε δεκτή. Τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων-εναγομένων για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στο εφεσίβλητο-ενάγον λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), από τον ερημοδικασθέντα δεύτερο εφεσίβλητο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2021 έφεση.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τον ερημοδικαζόμενο δεύτερο εφεσίβλητο.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Απορρίπτει τυπικά την έφεση καθόσον αυτή στρέφεται κατά του δεύτερου εφεσιβλήτου.Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση καθόσον αυτή στρέφεται κατά του πρώτου εφεσιβλήτου.

Εξαφανίζει τη με αριθμ. 3195/2020 οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος με την οποία έγινε δεκτή η πρώτη βάση της με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2019 αγωγής, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρατεί και δικάζει τη με αρ. κατ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 αγωγή ως προς την ανωτέρω βάση.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του εκ μέρους τους καταβληθέντος με αριθμ. ……….., ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού εκατό πενήντα (150,00) ευρώ και

Καταδικάζει το πρώτο εφεσίβλητο-ενάγον στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντων-εναγομένων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  19    Ιουλίου 2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 18  Οκτωβρίου  2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, με διαφορετική σύνθεση αποτελούμενη από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτου Μαρίας Τσιάλτα και με Γραμματέα την Τ.Λ. λόγω αναρρωτικής άδειας της Γραμματέως Κ.Σ

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ