ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 768/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————————–
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 7.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ….) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 30.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……..) αγωγής, και β) η από 28.8.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ….. και ……..) έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της προαναφερθείσας αγωγής, αμφότερες αυτές κατά της υπ’αριθμ. 2485/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 7.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…..) κρινόμενη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 2485/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 666 επ. του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», καθώς και της εκκαλούσας, ασκηθείσα από 30.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) αγωγή του εφεσιβλήτου, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτόν διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών από άτυπα καταρτισθέν στις 23.2.2014 με εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, τότε εφοπλίστριας πλοίου, προσύμφωνο σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση του οποίου επιβιβάσθηκε, ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχο, και απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, στο εν λόγω πλοίο, αρχικά κυριότητας και εν συνεχεία, μετά την παύση του εφοπλισμού της πρώτης εναγομένης στις 11.6.2015, πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, μέχρι τις 24.7.2015, όταν και η σύμβασή του λύθηκε, όντας από τις 19.2.2015 και στο εξής σε καθεστώς επίσχεσης εργασίας λόγω της επί μακρόν μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών του, και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, αφετέρου δε υποχρεώθηκαν αυτές να του καταβάλουν, τα επίσης ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της ανωτέρω απόφασης ποσά, πλέον τόκων, η εξ αυτών δεύτερη, κατά το διάστημα του εφοπλισμού, εις ολόκληρον με την πρώτη, αλλά περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………), ήτοι προ της επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης στη δεύτερη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 19.10.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή … .., αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 10.7.2017, ήτοι μετά την 1η.1.2016, και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε και αυτή μετά την 1η.1.2016, και δη στις 26.5.2017] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 26.5.2017, κατά τα προεκτεθέντα, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Από την υπ’αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών της εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 28.8.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……. και …….) έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη – ανώνυμη εταιρία. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016), λαμβανομένου υπόψη του ότι οι εφεσίβλητες τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής, και όχι αναγκαίας ομοδικίας.
Η ανωτέρω από 28.8.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της ιδίας απόφασης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.8.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..), ήτοι προ της επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης στις εναγόμενες, με την επιμέλεια του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 19.10.2017, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 29.8.2017, ήτοι μετά την 1η.1.2016, και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε και αυτή μετά την 1η.1.2016, και δη στις 26.5.2017] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 26.5.2017, κατά τα προεκτεθέντα, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, και η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 30.11.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ………..) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα αυτής κατά το ποσό των 70.729,14 ευρώ και έτρεψε εν μέρει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και, επιπροσθέτως, περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους κονδύλια, τα οποία αφορά, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, ζήτησε α) ν’υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εφοπλίστρια μέχρι τις 11.6.2015 και κυρία αντίστοιχα, του επιβατηγού, οχηματαγωγού, ακτοπλοϊκού πλοίου «Α.Τ. », να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η εξ αυτών δεύτερη περιορισμένα, μέχρι την αξία του ανωτέρω πλοίου, λόγω της απασχόλησής του σ’αυτό, υπό την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, αντί συμφωνηθέντος «κλειστού» μηνιαίου μισθού, σε εκτέλεση καταρτισθέντος άτυπα με εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης προσυμφώνου σύμβασης ναυτολόγησης, κατά το χρονικό διάστημα από 23.2.2014 έως και 24.7.2015, όταν και η σύμβασή του λύθηκε, συνεπεία καταγγελίας της από τον ίδιο λόγω βαρείας παράβασης από τον πλοίαρχο των καθηκόντων του, ειδικότερα συνιστάμενη στη μη καταβολή σ’αυτόν (τον ενάγοντα) επί μακρόν δεδουλευμένων αποδοχών του, και ενώ ήδη από τις 19.2.1015 και στο εξής και μέχρι την καταγγελία της σύμβασής του είχε προβεί σε δήλωση επίσχεσης εργασίας, και, επομένως, δεν παρείχε την εργασία του, το συνολικό ποσό των 13.827,97 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλεται σ’αυτόν ως διαφορές των αποδοχών του κατά το διάστημα της επίσχεσης και μέχρι τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησής του, που θα του καταβάλλονταν εάν εργαζόταν κανονικά, κατόπιν καταλογισμού του ποσού των 70.729,14 ευρώ, το οποίο εισέπραξε από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά μεν το ποσό των 62.170,59 ευρώ στο κονδύλιο των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών του για το προ της επίσχεσης χρονικό διάστημα (υπό στοιχεία 1 της αγωγής) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού, κατά δε το υπόλοιπο ποσό των 8.558,55 ευρώ στο κονδύλιο των αποδοχών, που δικαιούται να λάβει και ανάγονται στο χρονικό διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του (υπ’αριθμ.2 κονδύλιο του δικογράφου), στο οποίο επίσης καταλογίζει και τα ποσά των 7.094,63 και 6.487,94 ευρώ, που έχει ήδη λάβει έναντι της απαίτησής του, σε μερική εξόφληση αυτού κατά το ισόποσο, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν, εκάστη υπό την ιδιότητα, που προεκτέθηκε, εις ολόκληρον, η δεύτερη μέχρι την αξία του πλοίου, το ποσό των 6.532,59 ευρώ, ως αμοιβή του για την εκτέλεση από το λόγω πλοίο δρομολογίων εξπρές, το ποσό των 775,37 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης σ’αυτόν διανυκτερεύσεων σε κάποιο λιμένα για το χρονικό διάστημα από 23.2.2014 έως 11.6.2015, το ποσό των 1.947,97 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2014, το ποσό των 7.083,54 ευρώ ως δώρο Χριστουγέννων του έτους 2014, το συνολικό ποσό των 3.541,77 ευρώ ως δώρο Πάσχα του έτους 2015, και το ποσό των 1.209,51 ευρώ, που συνιστά την οφειλόμενη σ’αυτόν αναλογία του δώρου Πάσχα του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 11.6.2015, κατά το οποίο υφίστατο ακόμη εφοπλισμός του πλοίου, και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του πλοίου αυτού μετά την 12η.6.2015, όταν έπαυσε ο εφοπλισμός του από την πρώτη εναγόμενη, να του καταβάλει το ποσό των 4.930,03 ευρώ, ως διαφορά των αποδοχών, που εδικαιούτο να λάβει για το διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 7.085,84 ευρώ ως οφειλόμενη αμοιβή για την εκτέλεση από το εν λόγω πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, δρομολογίων εξπρές, το ποσό των 1.268,84 ευρώ ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες σ’αυτόν διανυκτερεύσεις, το ποσό των 1268,84 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 24.7.2015, όταν και λύθηκε η εργασιακή του σχέση, και, τέλος, το ποσό των 4.426,65 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, άπαντα τα ανωτέρω με το νόμιμο τόκο από το χρόνο, που έκαστο εξ αυτών κατέστη κατά νόμο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κυρίως μεν με βάση την επικαλούμενη σύμβαση ναυτολόγησης, επικουρικώς δε κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η υπ’αριθμ.2.485/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη όσον αφορά το κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκε, δρομολογίων εξπρές, και απορρίφθηκε, επίσης ως αόριστη, η προβληθείσα ένσταση της δεύτερης εναγομένης περί εξόφλησης της αγωγικής απαίτησης λόγω καταβολών στον ενάγοντα από την πρώτη εναγόμενη, χρηματικών ποσών 1.000 ευρώ, 100 ευρώ και 397,79 ευρώ, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας (το κονδύλιο της αποζημίωσης για τη μη χορήγηση σ’αυτόν διανυκτερεύσεων απορρίφθηκε στο σύνολό του ως κατ’ουσίαν αβάσιμο), και αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, έκαστη εις ολόκληρον, η δεύτερη περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, αλλά και υποχρεώθηκαν αυτές να του καταβάλουν τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά, που αφορούν αξιώσεις του αναγόμενες στο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υφίστατο εφοπλισμός του πλοίου, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να του καταβάλει, αλλά και υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει, τα επίσης διαλαμβανόμενα στο διατακτικό χρηματικά ποσά, για απαιτήσεις του από τη σύμβαση ναυτολόγησής του, που αφορούν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έπαυσε ο εφοπλισμός του πλοίου, σε αμφότερες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό διακρίσεις. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο ενάγων και η δεύτερη εναγόμενη, που δικάσθηκαν αντιμωλία, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, έχοντας έννομο συμφέρον ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, και δη κατά των κεφαλαίων αυτής, που τους πλήττουν. Ειδικότερα: 1) Η δεύτερη εναγόμενη με την κρινόμενη από 7.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……) έφεσή της παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, καθ’ό μέρος την βλάπτει, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί της νομικής βασιμότητας των κονδυλίων των αποδοχών του ενάγοντος κατά το διάστημα, που τελούσε σε επίσχεση εργασίας, και της αποζημίωσης μετά τη λύση της εργασιακής του σύμβασης, ως προς τα οποία ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε ν’απορριφθούν ως μη νόμιμα, αλλά και σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης ως προς το σύνολο των κονδυλίων, τα οποία έγιναν εν όλω, ή εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, (σημειωτέον ότι η κρίση της εκκαλουμένης περί απόρριψης ως αόριστης της ένστασής της εξόφλησης της απαίτησης του ενάγοντος λόγω καταβολών προς αυτόν από την πρώτη εναγόμενη των χρηματικών ποσών των 1.000 ευρώ, 100 ευρώ και 397,79 ευρώ δεν προσβάλλεται με την ανωτέρω έφεση, και, συνεπώς, πρόκειται περί κεφαλαίου, που δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και επανακριθεί εξαρχής η αγωγή,ν’απορριφθεί αυτή στη συνέχεια. 2) Ο ενάγων με την κρινόμενη από 28.8.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεσή του επίσης προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί αοριστίας της αγωγής όσον αφορά το κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, δρομολογίων εξπρές, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης των μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων, το οποίο απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τα κεφάλαια αυτά, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει στη συνέχεια καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας αναφορικά με τα συγκεκριμένα κονδύλια.
Από τις διατάξεις του άρθρου 33 της από 6.6.2013 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2013, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, υπογράφηκε στις 6.6.2013, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), καθώς και της αμέσως επόμενης του έτους 2014, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, υπογράφηκε στις 8.8.2014, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2011) ρύθμιζε τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων αυτών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 26.8.2013 έως 24.6.2014 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη κατά σειράν (του έτους 2014) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα μετά την 24η.6.2014, αμφότερες οι οποίες ισχύουν εν προκειμένω, η εξ αυτών του έτους 2013 αναφορικά με τις αποδοχές του ενάγοντος, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 23.2.2014 έως 24.6.2014, και η δεύτερη με αυτές, που ανάγονται στο μεταγενέστερο επίδικο χρονικό διάστημα από 25.6.2014 έως 24.7.2015, συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ 371/2016, ΕφΠειρ 53/2013, ΕφΠειρ 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ώρες αντίστοιχα (βλ. ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 200/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011.97). Επομένως, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ.7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από της άφιξης στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ’αυτές πρόσθετη αμοιβή, ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή, που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή) προκύπτει και από την αναφερόμενο στην παράγραφο 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού. δηλαδή από την αναχώρηση έως την επιστροφή του. Άλλωστε αν το πλοίο έπρεπε να παραμείνει συνολικά 12 ώρες ημερησίως στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού (6 + 6), τότε δε θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ.α΄του άρθρου (7), αφού κανένα κυκλικό καθημερινό ταξίδι δεν θα είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών (12 ώρες παραμονή στα λιμάνια + 12 ώρες ταξίδι = 24 ώρες). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινά και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7…) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δε γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Εξάλλου, τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα κάθε ημέρα δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του (ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, άλλως, η αγωγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται αυτεπάγγελτα ελλείψει προδικασίας. Μάλιστα, η αοριστία δε μπορεί να θεραπευθεί με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από τις αποδείξεις (ΑΠ 53/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να είναι η αγωγή, δια της οποίας διώκεται η επιδίκαση αμοιβής του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος βάσει συλλογικής σύμβασης λόγω εκτέλεσης δρομολογίων «εξπρές» υπό την έννοια της αναχώρησης του πλοίου προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου, ορισμένη, είναι η δρομολογιακή γραμμή, προς εξυπηρέτηση της οποίας καθορίσθηκαν τα εν λόγω δρομολόγια, ο αριθμός των δρομολογίων της εβδομάδας, ο απόπλους του πλοίου από του αφετηρίου ή του λιμένα όπου καταπλέει προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου, η μη συμπλήρωση κατά την διάρκεια ενός πλήρους ταξιδιού συνεχούς παραμονής έξι ωρών εντός ενός των εν λόγω λιμένων, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και, προκειμένου περί πλοίου τοπικών γραμμών, η εκτέλεση δρομολογίων κατά τις νυκτερινές ώρες ή η επέκταση των δρομολογίων κατά τις ώρες αυτές (ΕφΠειρ 237/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ716/2011 ΕΝαυτΔ 2012. 107). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ.1, 224, 335, και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη, ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 1859/2011, ΑΠ 389/2010, 391/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως”. Τέλος, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 216 παρ.1 α και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγωγής (ΕφΘεσ 323/2017 Αρμ.2017.248). εξάλλου, με την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ ορίζεται “Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους”, ενώ σύμφωνα με εκείνη του άρθρου 525 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα “είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως” και τέλος με εκείνη του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δε μπορεί να μεταβάλει την βάση της αγωγής. Δε μπορεί επίσης να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός που στηρίζει τη βάση της αγωγής απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στον δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή σε καταλυτικούς του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, που μπορούν να προταθούν, μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υπόθεσης συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ.2 και 527 του ΚΠολΔ και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλουν την βάση της αγωγής. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ συνάγεται περαιτέρω ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής ως άνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την αγωγή του, ζήτησε να του επιδικασθεί πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, δρομολογίων εξπρές κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα χρονικά διαστήματα (υπ’αριθμ.3 κονδύλιο του δικογράφου). Ειδικότερα ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής του ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο αρχικά παραθέτει στο δικόγραφο αυτής αναλυτικά τα δρομολόγια, που εκτελούσε κάθε εβδομάδα το πλοίο, και εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, κατά τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή επιμέρους χρονικές περιόδους του διαστήματος από 23.2.2014, όταν ναυτολογήθηκε σ’αυτό, μέχρι και τις 29.9.2014, και, επιπροσθέτως, για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής, που διεκδικεί, λόγω της εκτέλεσης από το ανωτέρω πλοίο δρομολογίων εξπρές, αναφέρει τις συνολικές ώρες πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα της Σύρου, δηλαδή πριν να συμπληρωθούν 6 ώρες από τον κατάπλου του εκεί, ανά εβδομάδα των χρονικών αυτών περιόδων, και ακολούθως διαιρεί το άθροισμα διά του αριθμού 8, επικαλούμενος ότι το προκύπτον πηλίκο της διαίρεσης αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία ζητά να του καταβληθεί τέτοια αμοιβή, την οποία, για το καθένα εξ αυτών, προσδιορίζει στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, με την περαιτέρω μνεία ότι η διάρκεια εκάστου κυκλικού ταξιδιού του πλοίου ήταν μεγαλύτερη των 12 ωρών, σύμφωνα με την προηγηθείσα παράθεση των δρομολογίων του. Ενδεικτικά όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 23.2.2014 έως 6.3.2014 (12 ημέρες/1,7 εβδομάδες), αναφέρει στην αγωγή ότι α) κάθε Πέμπτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 7.00 και αναχωρούσε στις 7.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, και ακολούθως ότι κατέπλεε για δεύτερη φορά εντός της αυτής ημέρας στον ίδιο λιμένα στις 18.00 και απέπλεε στις 18.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, β) κάθε Παρασκευή κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 12.30 και αναχωρούσε στις 13.00, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, γ) κάθε Σάββατο κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 16.00 και αναχωρούσε στις 16.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες και δ) κάθε Κυριακή κατέπλεε στο λιμένα της Σύρου στις 12.00 και απέπλεε στις 162.30, δηλαδή αναχωρούσε πρόωρα κατά 5,5 ώρες, ότι συνολικά εβδομαδιαίως οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου ανέρχονται σε 27,5 και το πηλίκο της διαίρεσής τους με το 8 (ανέρχεται) σε 3,437 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία υπολογίζει την πρόσθετη αμοιβή, που δικαιούται σε 1.379,61 ευρώ, προσδιορίζοντας τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του στο ποσό των 7.083,54 ευρώ (7.083,54 ευρώ: 30 Χ 3,437 δρομολόγια Χ 1,7 εβδομάδες). Κατά τον ίδιο τρόπο υπολογίζει την αμοιβή, που διεκδικεί, για την εκτέλεση από το ανωτέρω πλοίο δρομολογίων εξπρές, και για τις επόμενες μερικότερες χρονικές περιόδους του επίδικου χρονικού διαστήματος, μέχρι και τις 29.9.2014, δηλαδή αθροίζοντας τις αναφερόμενες ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα της Σύρου ανά εβδομάδα και διαιρώντας το άθροισμα με τον αριθμό 8, επικαλούμενος ότι το πηλίκο της διαίρεσης αυτής αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, που πραγματοποιούσε το πλοίο εβδομαδιαίως, δι’έκαστο των οποίων δικαιούται το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, εφόσον, όπως ισχυρίζεται, η διάρκεια κάθε πλήρους (κυκλικού) ταξιδιού του πλοίου υπερέβαινε τις 12 ώρες. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, η αγωγή ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο είναι αόριστη, και, συνεπώς, απορριπτέα εκ του λόγου αυτού, καθόσον δεν περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της. Και τούτο διότι ο ενάγων για τη θεμελίωση του εν λόγω αιτήματός του, προκειμένου να υπολογίσει τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, που εκτελούσε το ανωτέρω πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, και, συνακόλουθα, την πρόσθετη αμοιβή, που δικαιούται να του καταβληθεί, ισχυρίζεται ότι το πλοίο αναχωρούσε πρόωρα από το λιμένα της Σύρου, δηλαδή πριν συμπληρώσει τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου του σ’αυτόν, χωρίς, όμως, να αναφέρει επιπροσθέτως, ως έδει, τις ώρες κατάπλου του πλοίου στους διάφορους λιμένες προορισμού των δρομολογίων του, τα οποία εναλλάσονταν εντός της εβδομάδος, αλλά και απόπλου του στη συνέχεια απ’αυτούς, ώστε να συνάγεται ο χρόνος της παραμονής του πλοίου εκεί, με αποτέλεσμα ο έλεγχος από το Δικαστήριο της συμπλήρωσης ή μη κατά τη διάρκεια εκάστου δρομολογίου του πλοίου έξι (6) ωρών συνεχούς παραμονής του στους λιμένες προορισμού να καθίσταται εκ των πραγμάτων ανέφικτος, καθώς, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις προαναφερθείσες ΣΣΝΕ και ήδη παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ως δρομολόγια εξπρές, για τα οποία καταβάλλεται η καθοριζόμενη από τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 33 των ανωτέρω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή) αποπλέει, είτε από το λιμάνι αφετηρίας, είτε, όμως, από το λιμάνι προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ.3 του ιδίου άρθρου των εν λόγω ΣΣΝΕ), οπότε στη δεύτερη περίπτωση δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 ώρες από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό. Πολλώ δε μάλλον που στην κρινόμενη περίπτωση ο ενάγων με την αγωγή του ζητά να του καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή, αθροίζοντας τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα της Σύρου εβδομαδιαίως, δηλαδή τις υπολειπόμενες του εξαώρου παραμονής του εκεί, με βάση τις οποίες υπολογίζει (διαιρώντας το άθροισμα με τον αριθμό 8) τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, εκτελούσε κάθε εβδομάδα το εν λόγω πλοίο, και για τα οποία αξιώνει αμοιβή, χωρίς, όμως να προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενο της αγωγής του ότι η Σύρος ήταν το λιμάνι αφετηρίας των δρομολογίων του ή ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης του πλοίου. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω αοριστία του αγωγικού δικογράφου δε μπορεί να θεραπευθεί με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ή από τις αποδείξεις, όπως, αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων στο εφετήριο, στο οποίο απαραδέκτως επιχειρεί να συμπληρώσει την αγωγή του και να άρει την αοριστία του δικογράφου της ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, με την παραπομπή στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, στο οποίο, όπως ισχυρίζεται, καταγράφονταν αναλυτικά τα δρομολόγια, που εκτελούσε το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με λιμένα αφετηρίας τη Σύρο, η διάρκεια εκάστου, αλλά και οι ώρες κατάπλου και απόπλου του από το κάθε λιμάνι (ενδιάμεσο και προορισμού), καθώς και με επίκληση του περιεχομένου της ένορκης κατάθεσης του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής μάρτυρός του, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Τέλος, πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο ενάγων το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής του, παραθέτοντας αναλυτικά, όπως και στο δικόγραφο της αγωγής, τα δρομολόγια, που εκτελούσε το πλοίο κάθε ημέρα της εβδομάδας, με βάση τις καταγραφές του ημερολογίου γέφυρας, να του καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, καθώς, όπως ισχυρίζεται, το εν λόγω πλοίο, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, που πραγματοποιούσε πλόες, είχε κάθε ημέρα της εβδομάδας τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, και δη από το λιμάνι της Σύρου, δηλαδή εκτελούσε περισσότερα από πέντε (5), και δη επτά (7), κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών ενδοκυκλαδικών συγκοινωνιών, διαρκείας εκάστου μεγαλύτερης των 12 ωρών, με αποτέλεσμα να δικαιούται της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 παρ.7 των ΣΣΝΕ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, για τα επιπλέον των πέντε (5) καθημερινών δρομολογίων την εβδομάδα, ήτοι για δύο (2), σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, ανερχομένης (της αμοιβής) για το καθένα εξ αυτών στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Επομένως, το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής του απαραδέκτως αξιώνει πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί, δρομολογίων εξπρές, όχι διότι, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, το εν λόγω πλοίο, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απέπλεε κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή του ημέρες της εβδομάδας από το λιμένα της Σύρου πρόωρα, δηλαδή προ της συμπλήρωσης έξι (6) τουλάχιστον ωρών από τον κατάπλου του εκεί, επικαλούμενος ειδικότερα ότι το πηλίκο της διαίρεσης του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχώρησής του ανά εβδομάδα διά του αριθμού οκτώ (8) αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, για τα οποία δικαιούται τέτοιας αμοιβής, δηλαδή τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 των εν προκειμένω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, ως εάν το πλοίο αυτό εκτελούσε πέντε (5) ή λιγότερα των πέντε (5) τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα, αλλά διότι το πλοίο αυτό, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, είχε κάθε ημέρα της εβδομάδας τακτικές αναχωρήσεις από το λιμένα της Σύρου, ως λιμένα αφετηρίας του, και δη επτά την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να δικαιούται της αμοιβής αυτής για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, δηλαδή για τα δύο, που χαρακτηρίζονται ως δρομολόγια εξπρές, είτε παρέμεινε στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού επί έξι ώρες, είτε όχι, κατ’επίκληση δηλαδή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, χωρίς μάλιστα να υπολογίζει εκ νέου το ποσό της αμοιβής, που ζητά να του καταβληθεί με βάση αυτόν τον τρόπο προσδιορισμού του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, το οποίο σαφώς διαφοροποιείται του αναφερομένου στην αγωγή. Και τούτο διότι πρόκειται περί δικονομικά ανεπίτρεπτης μεταβολής από τον ενάγοντα της ιστορικής βάσης της αγωγής του με το δικόγραφο της έφεσής του, εφόσον, ως εκκαλών, επικαλείται άλλα γεγονότα για την κατά νόμο θεμελίωση του συγκεκριμένου αιτήματος, διαφορετικά αυτών, που περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο, με την προσθήκη στο εφετήριο πραγματικών περιστατικών, με τα οποία αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής του με άλλη, καθώς ισχυρισμός, που στηρίζει τη βάση της αγωγής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με την έφεση αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση, και δεν αφορούν σε πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλουν την βάση της αγωγής, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης από 28.8.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 39, 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης μέλους πληρώματος καταρτίζεται με τον πλοίαρχο, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του πλοιοκτήτη του πλοίου ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, αφορά δε την εργασία του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο. Για να συντελεσθεί όμως η ναυτολόγηση απαιτείται, επιπλέον, η καταχώρηση της σύμβασης στο ναυτολόγιο του πλοίου και η επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο και η ανάληψη των καθηκόντων του. Αν η σύμβαση δεν καταχωρηθεί στο ναυτολόγιο είναι έγκυρη, εφόσον ο ναυτικός επιβιβάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο. Από τη ναυτολόγηση διαστέλλεται η συμφωνία που συνάπτεται πριν απ’ αυτή, μεταξύ του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου τους, σχετικά με τη μελλοντική επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο, κατά την οποία συμφωνείται να επιβιβαστεί αυτός στο πλοίο και να ναυτολογηθεί μέσω του πλοιάρχου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ιδιότυπη οριστική σύμβαση, που αποκαλείται «προσύμφωνο σύμβασης ναυτολόγησης», η οποία παράγει αποτελέσματα και δεν απαιτείται γι’αυτή η τήρηση τύπου (βλ. ΑΠ 168/1999 ΕΝαυτΔ 27.278, ΕφΠειρ 619/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 345/2002 ΠειρΝ 2002. 199, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τομ. 1ος, σελ. 297-299). Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ 50/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Περαιτέρω με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21 /1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ.Α. 182), ορίζεται ότι “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’όσον ήθελον κυρωθή δι αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του (ΜονΕφΠειρ 285/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008,275, ΕφΠειρ.1132/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005,425, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝΔ 1991 226, ΕφΠειρ 844/1994 ΝομΝαυτΤμΕφ-Πειρ 1994-1995 451). Κατά το κρίσιμο (αγωγικό) χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 23η.2.2104 έως και την 24η.7.2015, τις πάσης φύσης αποδοχές των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων ρύθμιζε αρχικά η ΣΣΝΕ του έτους 2013, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, υπογράφηκε στις 6.6.2013, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 26.8.2013 (ΦΕΚ Β 2079/26.8.2013), και στη συνέχεια η αμέσως επόμενη του έτους 2014, που ίσχυσε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 31.12.2014, υπογράφηκε στις 8.4.2014, και κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014), εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2013) ρύθμιζε τις αποδοχές των πληρωμάτων των πλοίων αυτών, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τις 26.8.2013 μέχρι και τις 23.6.2014 (όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη (του έτους 2014) τις αποδοχές των ανωτέρω ναυτικών, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα σε σχέση με το επίδικο χρονικό διάστημα από 24.6.2014 έως 24.7.2015 (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΔ 1988/1128 = ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/429). Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, η ισχύς των Σ.Σ.Ν.Ε. για τους τρίτους, αρχίζει απ’ τη δημοσίευση στο ΦΕΚ των Υπουργικών Αποφάσεων, που τις κυρώνουν έστω και εάν σ’αυτές καθορίζεται προγενέστερος χρόνος έναρξης της ισχύος τους (ΜονΕφΠειρ 371/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Σημειωτέον ότι στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014) αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1η.1.2013 και την 1η.1.2014 αντίστοιχα, όμως, ανεξαρτήτως του εάν οι διάδικοι είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψή τους, αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των προαναφερθεισών Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.), που τις κύρωσαν (γιατί οι ανωτέρω κανονιστικές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δε μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ, λόγω έλλειψης σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, βλ. ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895). Ειδικότερα, ενόψει του ότι με τη Σ.Σ.Ν.Ε. παράγονται όχι μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις ενοχικού χαρακτήρα (που αναφέρονται στις σχέσεις των ίδιων των συμβαλλόμενων οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών), αλλά, κατά συνταγματική εξουσιοδότηση (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται κανόνες που εφαρμόζονται αναγκαστικά και άμεσα στις σχέσεις τρίτων μη συμβαλλομένων προσώπων (δηλαδή ρυθμίζουν τις ατομικές εργασιακές σχέσεις), δεν μπορεί να έχουν αυτές (Σ.Σ.Ν.Ε.) αναδρομική ισχύ, γιατί, ο κανόνας δικαίου ισχύει για το μέλλον και μόνον ειδική διάταξη νόμου μπορεί να παράσχει στα συμβληθέντα μέρη την εξουσία της αναδρομικής ρυθμίσεως, όμως, όπως προεκτέθηκε, τέτοια νομοθετική διάταξη δεν υφίσταται, κατά συνέπεια τέτοιος όρος στις Σ.Σ.Ν.Ε. (περί αναδρομικής ισχύος) δεν τυγχάνει εφαρμογής (πρβλ. ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000 967 και βλ. Α. Καρδαρά ΔΕΕ 2008 σελ. 447). Εξάλλου, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ.2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (ΑΠ 991/1991 ΕΕργΔ 51.1092, ΑΠ 48/1988 ΕΕργΔ 48.315, ΕφΠατρ 114/2008 ΑχΝομ 2009.423, ΕφΠειρ 7998/2001 ΕλλΔνη 2002.1474). Τέλος, κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση, στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η γενική παραπομπή στο όλο κείμενο των προτάσεων που είχαν υποβληθεί σε προηγούμενη συζήτηση (πχ στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) στις προτάσεις μεταγενέστερης συζήτησης της υπόθεσης (πχ στο Εφετείο), χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες των ισχυρισμών που επαναφέρονται σε σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρώτων, που τους περιέχουν, δεν συνιστά νόμιμο τρόπο επαναφοράς των ισχυρισμών. Η ρύθμιση, όμως, που επιβάλλεται με την εν λόγω διάταξη, αφορά τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις και όχι εκείνους που περιέχονται στην αγωγή και συγκροτούν τη νομική και ιστορική αιτία του δικαιώματος (ΑΠ 239/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος ….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσκομιζόμενη από την εναγόμενη υπ’αριθμ…….. ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού σημειωθεί ότι επιτρεπτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο οι περιεχόμενοι στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του ενάγοντος ισχυρισμοί του, παρότι στις προτάσεις του, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, περιέχεται γενική παραπομπή στο όλο κείμενο των προτάσεών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπερ δε συνιστά καταρχήν νόμιμο τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών προηγούμενης συζήτησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, πλην όμως, η ρύθμιση, που επιβάλλεται με την εν λόγω διάταξη, αφορά τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις, και όχι εκείνους που περιέχονται στην αγωγή, όπως εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της αντιδίκου του, που διαλαμβάνονται στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της, απορριπτομένων ως αβασίμων: Σε εκτέλεση προσυμφώνου σύμβασης ναυτολόγησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε άτυπα μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’αριθμ. μητρώου ……. ναυτικού φυλλαδίου, στις 23.2.2014, στον Πειραιά, και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, η οποία κατά το χρόνο εκείνο ασκούσε την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση, ως εφοπλίστρια, του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού – ακτοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία «Α.Τ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., ολικής χωρητικότητας 3.934,18 κόρων, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού. Η ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας λύθηκε αυτοδίκαια στις 24.7.2015, οπότε και επήλθε κλείσιμο του ναυτολογίου του πλοίου με το υπ’αριθμ. ….. σήμα του Ν.Α.Τ., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.1 στοιχ.α΄εδαφ.δ΄του ν.1220/1981, που εφαρμόζεται σε περίπτωση εγκατάλειψης (στην αλλοδαπή, ή την ημεδαπή, όπως εν προκειμένω) Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό ελληνική σημαία (όπως εν προκειμένω), ή ξένα, με το “Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο” (Ν.Α.Τ.), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη (στην κρινόμενη περίπτωση από την εφοπλίστρια – πρώτη εναγομένη, που προσέλαβε το πλήρωμα) των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας, κατόπιν καταβολής από το Ν.ΑΤ. στον ενάγοντα έναντι των καθυστερουμένων μισθών και επιδομάτων του, του συνολικού ποσού των 13.582,57 ευρώ, και της βεβαίωσης από το εν λόγω Ταμείο περί της έκδοσης, και για τον ενάγοντα, μεταξύ άλλων ναυτικών, σχετικής επιταγής για την καταβολή της αποζημίωσης αυτής, σε εκτέλεση της υπ’αριθμ.3526.2/11/2015/6.7.2015 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο, κατά το διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό, πραγματοποιούσε ταξίδια σε εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, και συγκεκριμένα εκτελούσε τακτικά δρομολόγια, που εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, με λιμένα αφετηρίας τη Σύρο και προορισμού διάφορα νησιά των Κυκλάδων (σε δύο δρομολόγια την εβδομάδα ως λιμένας προορισμού του είχε ορισθεί το Λαύριο), με ενδιάμεσες στάσεις, μέχρι και τις 13.10.2014, οπότε και διέκοψε τους πλόες του, καθώς επιβλήθηκε σ’αυτό απαγόρευση απόπλου, λόγω βλάβης στην αριστερή κύρια μηχανή του, και κατέπλευσε στο Λαύριο, εν αναμονή έναρξης εκτέλεσης εργασιών επισκευής, μέχρι και τις 20.11.2014, όταν και απέπλευσε με προορισμό το Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου κατέπλευσε αυθημερόν και πρυμνοδέτησε. Στις 19.2.2015 ο ενάγων, καθώς και άλλα μέλη του πληρώματος του πλοίου αυτού, το οποίο παρέμενε ακινητοποιημένο στην αυτή θέση στη Δραπετσώνα, άσκησαν δικαίωμα επίσχεσης εργασίας με δήλωσή τους προς την εργοδότριά τους, και εφοπλίστρια τότε του πλοίου/πρώτη εναγόμενη, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση ληξιπροθέσμων αξιώσεών τους σε βάρος της, και δη την πληρωμή δεδουλευμένων αποδοχών τους από τις συμβάσεις ναυτολόγησής τους, όσον αφορά τον ενάγοντα αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από 1.6.2014 έως 18.2.2015, έναντι των οποίων είχε λάβει μόνο το ποσό των 1.397 ευρώ, και έκτοτε έπαυσαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με αποτέλεσμα την περιέλευση της πρώτης εναγομένης σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την καταβολή των από πλευράς της οφειλομένων στους ναυτικούς χρηματικών ποσών, που διήρκεσε μέχρι και τις 11.6.2016, οπότε και έληξε ο εφοπλισμός του πλοίου, και η εκμετάλλευση αυτού επανήλθε στη δεύτερη εναγόμενη μέχρι τότε κυρία του πλοίου, η οποία, ως πλοιοκτήτρια πλέον, κατέστη αυτή στο εξής υπερήμερη εργοδότρια του ενάγοντος, μέχρι και τις 24.7.2015, όταν και έληξε αυτοδίκαια η σύμβαση εργασίας του, και ενώ ακόμη και κατά το χρόνο εκείνο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά εξακολουθούσε να βρίσκεται πρυμνοδετημένο στην ίδια θέση στη Δραπετσώνα, με αποτέλεσμα αυτό και το πλήρωμά του να χαρακτηρισθούν εγκαταλελειμμένα και να κλείσει το ναυτολόγιό του, κατά τη διαδικασία, που προεκτέθηκε. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τη κατάρτιση της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος συμφωνήθηκε, επίσης προφορικά με τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, ότι οι αποδοχές του και οι λοιποί όροι της εργασίας του θα καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας των μελών των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, που αφορούν την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, με την οποία προσλήφθηκε, και ουδόλως συμφωνήθηκε η καταβολή προς αυτόν πάγιου μηνιαίου «κλειστού» μισθού, όπως επικαλείται στην αγωγή του, φέροντας, οπωσδήποτε, και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του αυτού, στο οποίο, όμως, δεν ανταποκρίθηκε, πλην της καταβολής συγκεκριμένου ποσού κάθε μήνα (1.170,86 ευρώ) υπό μορφήν επιδόματος, για υπερωρίες, παρά το ότι αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δεν προβλεπόταν στις ισχύσασες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ΣΣΝΕ για τον Α΄Μηχανικό, που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, σε αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα, την οποία, βέβαια, θα εδικαιούτο, κατά την προφορική συμφωνία τους, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και ο ίδιος πράγματι απασχολείτο υπερωριακά. Η μη πρόβλεψη ιδιαίτερης αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του Α΄Μηχανικού στις ανωτέρω ΣΣΝΕ αντισταθμίζεται από τις κατά πολύ υπέρτερες τακτικές αποδοχές αυτού, που προβλέπονται σ’αυτές, σε σχέση με εκείνες, που προβλέπονται για το υπόλοιπο πλήρωμα. Και αυτό συμβαίνει διότι ο Α΄Μηχανικός, ως προϊστάμενος του μηχανοστασίου του πλοίου, είναι υπεύθυνος για όλα τα ζητήματα που προκύπτουν από τη λειτουργία της μηχανής, θεωρείται ισόβαθμος του πλοιάρχου και οι καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές του δικαιολογούνται λόγω της θέσης αυξημένης ευθύνης που κατέχει και του εξ αυτής μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ημερήσιας απασχόλησής του. Παρά το γεγονός όμως ότι δεν προβλέπεται στις ανωτέρω ΣΣΝΕ αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση του Α΄Μηχανικού, είναι δυνατή η σύναψη σχετικής συμφωνίας, η οποία να ρυθμίζει το θέμα αυτό, η οποία είναι νόμιμη κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων τόσο στο ενοχικό, όσο και στο εργατικό δίκαιο, δυνάμει της οποίας οι συμβαλλόμενοι έχουν την ευχέρεια προς κατάρτιση οποιασδήποτε σύμβασης με οποιαδήποτε μορφή και περιεχόμενο, αρκεί τούτο να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Και τούτο διότι οι κανονιστικοί όροι των ανωτέρω ΣΣΝΕ που δεν προβλέπουν καταβολή ιδιαίτερης αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του Α΄Μηχανικού, δεν αποκλείουν την κατάρτιση ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας με ευνοϊκότερους όρους, που προβλέπει την καταβολή τέτοιας αμοιβής, η οποία υπερισχύει των δυσμενέστερων ρυθμίσεων των ΣΣΝΕ. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν προσκομίσθηκε έγγραφο, στο οποίο να έχει περιληφθεί συμφωνία των διαδίκων περί καταβολής στον ενάγοντα «κλειστού» μηνιαίου μισθού, ούτε ο ενόρκως εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής μάρτυράς του κατέθεσε κάτι σχετικό προς επίρρωση του αγωγικού αυτού ισχυρισμού, μάλιστα ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι στον ενάγοντα δεν καταβαλλόταν ούτε αμοιβή υπερωριών, διότι ως Α΄Μηχανικός δεν εδικαιούτο τέτοιας αμοιβής, όπερ αναιρείται από τις προσκομιζόμενες από αμφότερα τα διάδικα μέρη μηνιαίες καταστάσεις μισθοδοσίας του, ενώ κρίση περί του αντιθέτου δε μπορεί να συναχθεί από τις εν λόγω καταστάσεις των μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου του έτους 2014, εκ των οποίων πράγματι προκύπτει ότι ο ενάγων για τους μήνες αυτούς έλαβε το ίδιο ποσό, και δη αυτό των 7.391,58 ευρώ μικτά, διότι πρόκειται ακριβώς περί των μηνιαίων αποδοχών (μισθού, και επιδομάτων), που προβλέπονταν από τις τότε ισχύσασες ΣΣΝΕ (του έτους 2013 έως 23.6.2014 και στη συνέχεια του έτους 2014) ως καταβλητέες για την ειδικότητα του Α΄μηχανικού των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, πλέον της συμφωνηθείσας πάγιας πρόσθετης αμοιβής για υπερωρίες, που καταβαλλόταν σ’αυτόν τακτικά κάθε μήνα, εν είδει επιδόματος, χωρίς να προβλέπεται, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο (από 23.2.2014 έως 24.7.2015) οι αποδοχές του ρυθμίζονταν αρχικά από τη ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων του έτους 2013 της ειδικότητας του Α΄Μηχανικού, και στη συνέχεια από την αμέσως επόμενη κατά χρονολογική σειρά του έτους 2014, εκ των οποίων η πρώτη (του έτους 2013) τυγχάνει εφαρμοστέα για τις αποδοχές του, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τις 23.2.2014 μέχρι και τις 23.6.2014 (διότι στις 24.6.2014 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κυρωτική της αμέσως επόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2014 Υπουργική Απόφαση), και η δεύτερη (του έτους 2014) για τις αποδοχές του, που ανάγονται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από 24.6.2014 έως 24.7.2015, οπότε και λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση, ως προς το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι από τις 13.10.2014 και στο εξής το πλοίο έπαυσε να εκτελεί δρομολόγια, αλλά ακινητοποιήθηκε, αρχικά στο Λαύριο, και στη συνέχεια στη Δραπετσώνα, λόγω βλάβης της μηχανής του, εξαιτίας της οποίας επιβλήθηκε σ’αυτό απαγόρευση απόπλου, ότι στις 19.2.2015 ο ενάγων προέβη σε επίσχεση εργασίας, διότι οφείλονταν σ’αυτόν δεδουλευμένες αποδοχές του για το προγενέστερο χρονικό διάστημα, που διήρκεσε μέχρι την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασής του στις 24.7.2015, και ενώ ακόμη και μέχρι τότε το πλοίο παρέμενε ακινητοποιημένο στη Δραπετσώνα και δεν πραγματοποιούσε πλόες, καθώς και ότι στις 11.6.2015 έπαυσε ο εφοπλισμός του πλοίου, και, συνεπώς, η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης καταβολής προς αυτόν των αποδοχών του, για τις οποίες αποκλειστικά υπεύθυνη, και δη απεριόριστα, κατέστη πλέον μόνον η δεύτερη εναγόμενη, αρχικά κυρία, και στη συνέχεια, μετά τη λήξη του εφοπλισμού, πλοιοκτήτρια αυτού, η οποία, έως τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ως κυρία και μόνον του πλοίου, ευθύνεται για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, που περιλαμβάνουν και αυτές από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματός του, δηλαδή για αξιώσεις από συμβάσεις παροχής ναυτικής εργασίας, εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, πλην όμως περιορισμένα με το πλοίο, και μέχρι την αξία αυτού.
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 325, 329, 353 και 656 του ΑΚ, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη, δηλαδή να αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία που συμφώνησαν να του παρέχει, για να εξασφαλίσει την ικανοποίηση ληξιπροθέσμων αξιώσεών του κατά του εργοδότη, και ιδιαίτερα την πληρωμή οφειλομένων αποδοχών, και το εάν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυστροπία ή είναι δικαιολογημένη ή όχι, κρίνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. ΑΠ 197/1995, ΕφΘεσ 611/1995 ΕΕργΔ 1996. 170 και 487, αντίστοιχα). Το δικαίωμα αυτό ασκείται με δήλωση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, ότι παύει να του παρέχει την εργασία του μέχρι να του πληρώσει τις καθυστερούμενες αποδοχές του. Αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δηλαδή δεν καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές, να πληρώσει στον εργαζόμενο, που έχει ασκήσει νομίμως το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, τις αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά. Η υπερημερία του εργοδότη παύει είτε με την καταβολή των οφειλομένων, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο, είτε με νομότυπη καταγγελία της σύμβασης (σχ. ΑΠ 28719/90 ΔΕΝ 35.801, ΑΠ 247/1967 ΕΕργΔ 26, 1504, ΕφΠειρ 484/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 92/2014 Δικογραφία 2015.32, ΕφΘεσ 1130/1998 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ενάγων, και άλλα μέλη του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, στο οποίο είχαν ναυτολογηθεί, προέβησαν στις 19.2.2015, και ενώ ήδη από τις 13.10.2014 το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, διότι είχε επιβληθεί σ’αυτό απαγόρευση απόπλου λόγω βλάβης στην αριστερή κύρια μηχανή του, όντας έκτοτε ακινητοποιημένο, αρχικά στο Λαύριο και στη συνέχεια στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, καθώς πραγματοποιούντο σ’αυτό μέχρι τότε εργασίες συντήρησης καταστρώματος, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, σε επίσχεση εργασίας, με δήλωσή τους προς την εργοδότριά τους/πρώτη εναγόμενη, τότε εφοπλίστρια του πλοίου, που τους προσέλαβε, ότι παύουν να παρέχουν την εργασία τους μέχρι να τους καταβληθούν οι οφειλόμενες αποδοχές τους, με αποτέλεσμα την περιέλευση αυτής σε κατάσταση υπερημερίας, και την υποχρέωση, αρχικά αμφοτέρων των εναγομένων να του καταβάλουν τις αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά, λαμβανομένου πάντως υπόψη του γεγονότος ότι κατά το διάστημα αυτό το πλοίο δεν ταξίδευε, αλλά παρέμενε ακινητοποιημένο, μέχρις ότου χαρακτηρίσθηκε εγκαταλελειμμένο, εφόσον εξακολουθούσε η σύμβαση εργασίας του να βρίσκεται σε ισχύ, μέχρι και τις 11.6.2015, της δεύτερης εξ αυτών ως κυρίας του πλοίου, ενεχομένης έως τότε, όταν και έπαυσε ο εφοπλισμός του, εις ολόκληρον με την πρώτη, αλλά περιορισμένα μέχρι της αξίας αυτού, και στη συνέχεια μόνον της δεύτερης εξ αυτών, ως πλοιοκτήτριας, απεριόριστα, και έως τις 24.7.2015, όταν και λύθηκε αυτοδίκαια η σύμβαση εργασίας του, κατά τα προεκτεθέντα, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της δεύτερης εναγομένης, που προβάλλονται με την ένδικη έφεσή της, ότι κατά το διάστημα αυτό ουδέν οφείλεται στον ενάγοντα εφόσον δεν εργαζόταν, απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον ότι οι μηνιαίες αποδοχές του θα υπολογισθούν με βάση τα οριζόμενα στην ισχύσασα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της επίσχεσης της εργασίας του ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2014 για την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, μη συνυπολογιζομένων σ’αυτές του επιδόματος άγονης γραμμής, του ειδικού επιδόματος για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ, του επιδόματος για την επίβλεψη και εκτέλεση έξτρα εργασιών, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.17 της ιδίας ΣΣΝΕ, του επιδόματος του άρθρου 29 της ως άνω ΣΣΝΕ για την παρακολούθηση των εγκαταστάσεων κλιματισμού, καθώς και της συμφωνηθείσης με τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης κατά την κατάρτιση της σύμβασής του πρόσθετης «κλειστής» αμοιβής για υπερωρίες, διότι τα ανωτέρω ποσά δεν θα του καταβάλλονταν ούτε εάν εργαζόταν κανονικά κατά το διάστημα αυτό, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, καθώς ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα, που προηγήθηκε της επίσχεσης, από τις 13.10.2014, όταν απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου, μέχρι και τη δήλωση επίσχεσης των μελών του πληρώματός του στις 19.2.2015, ο ενάγων, ως Α΄Μηχανικός, εργαζόταν υπερωριακά, ή Σάββατα και αργίες, ή ότι πραγματοποιούντο σ’αυτό έξτρα εργασίες, τις οποίες εκτελούσε ή επέβλεπε, ή ότι παρακολουθούσε τις εγκαταστάσεις κλιματισμού, ώστε να δικαιούται τα εν λόγω ποσά, που εξ ορισμού προϋποθέτουν την πραγματοποίηση από το πλοίο ταξιδιών, σε εκπλήρωση της ναυτικής του αποστολής, συνυπολογιζομένων όμως των μηνιαίων αποδοχών μη χορηγηθείσης αδείας μετά τροφοδοσίας, τις οποίες αναφέρει και η εκκαλούσα στις προτάσεις της ότι δικαιούται, αλλά και του ημερησίου αντιτίμου τροφής, που προβλέπονται στα άρθρα 15 και 3 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά το διάστημα, που προηγήθηκε της επίσχεσης, και το πλοίο παρέμενε ακινητοποιημένο αρχικά στο Λαύριο, και στη συνέχεια στη Δραπετσώνα, λόγω βλάβης της μηχανής του, χορηγείτο στον ενάγοντα, ο οποίος προσερχόταν στο πλοίο, όντας υπεύθυνος για τη λειτουργία του ατμολέβητα, ώτε να λειτουργούν οι ηλεκτρογεννήτριες του μηχανοστασίου, προκειμένου το πλοίο να τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα, τροφή σε είδος από την πρώτη εναγόμενη (βλ. και τη δοθείσα σε άλλη δίκη ένορκη κατάθεση του ….., σύμφωνα με τον οποίο κατά το διάστημα, που το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, το πλήρωμα λάμβανε τροφή από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (Π.Ν.Ο.). Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για το διάστημα από 19.2.2015 έως την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασής του στις 24.7.2015, κατά το οποίο τελούσε υπό καθεστώς επίσχεσης εργασίας, τα κάτωθι χρηματικά ποσά: Α) Για το χρονικό διάστημα από 19.2.2015 έως 11.6.2015, κατά το οποίο υπήρχε εφοπλισμός, η δεύτερη εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου, οφείλει να του καταβάλει, ως αποδοχές του για το διάστημα αυτό για την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, κατά το οποίο είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, με αποτέλεσμα την περιέλευση της πρώτης εναγομένης/εργοδότριάς του σε καθεστώς υπερημερίας, περιορισμένα, όμως, μέχρι την αξία του πλοίου, το ποσό των 18.560,38 ευρώ [2.843,03 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Α΄Μηχανικό + 625,47 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Α΄Μηχανικού, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 884,34 ευρώ αποδοχές μη χορηγηθείσης αδείας πλέον αντιτίμου τροφής + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 5.016,32 ευρώ Χ 3,7 μήνες = 18.560,38 ευρώ], εκ του οποίου πρέπει να αφαιρεθούν α) το ποσό των 7.094,63 ευρώ, το οποίο ο ενάγων, όπως καθ’υποφοράν αναφέρει στην αγωγή του, καταλογίζει στο κονδύλιο αυτό εκ του συνολικού ποσού των 13.582,57 ευρώ, που έχει ήδη λάβει από το Ν.Α.Τ, κατ’εφαρμογήν του ν.1220/1981, και ως προς το οποίο το ανωτέρω Ταμείο μετά την καταβολή του υποκαθίσταται στη θέση του ναυτικού αυτοδίκαια ως δανειστής του πλοιοκτήτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.4 του ν.1220/1981, και β) το ποσό των 8.558,55 ευρώ μικτά, το οποίο επίσης καταλογίζει στο κονδύλιο αυτό εκ του συνολικού ποσού των 70.729,14 ευρώ μικτά, που έχει εισπράξει από το Υπουργείο Ναυτιλίας (το υπόλοιπο ποσό των 62.170,59 ευρώ καταλόγισε στο πρώτο κονδύλιο της αγωγής με τις προτάσεις του πρώτου βαθμού, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού, που αφορούσε σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.6.2014 έως 11.6.2015, εκ του οποίου, ενόψει τούτου και παραδεκτά παραιτήθηκε), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται από τη δεύτερη εναγόμενη το υπόλοιπο ποσό των 2.907,2 ευρώ (18.560,38 ευρώ – 7.094,63 ευρώ – 8.558,55 ευρώ). Σημειωτέον ότι αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού, επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών, και όχι στα καθαρά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η δεύτερη εναγόμενη (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 217/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Β) Για το χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 24.7.2015, κατά το οποίο είχε παύσει ο εφοπλισμός του πλοίου, η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια πλέον αυτού, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές του για το διάστημα αυτό για την ειδικότητα του Α΄Μηχανικού, κατά το οποίο είχε αυτός ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, το ποσό των 7.022,84 ευρώ (5.016,32 ευρώ Χ 1,4 μήνες), εκ του οποίου πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 6.487,94 ευρώ, το οποίο ο ενάγων, όπως καθ’υποφοράν αναφέρει στην αγωγή του, καταλογίζει στο κονδύλιο αυτό εκ του συνολικού ποσού των 13.582,57 ευρώ, που έχει ήδη λάβει από το Ν.Α.Τ, κατ’εφαρμογήν του ν.1220/1981, και ως προς το οποίο το ανωτέρω Ταμείο μετά την καταβολή του υποκαθίσταται στη θέση του ναυτικού αυτοδίκαια ως δανειστής του πλοιοκτήτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.4 του ν.1220/1981, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται το υπόλοιπο ποσό των 534,9 ευρώ (7.022,84 – 6.487,94 ευρώ). Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί των καταβολών αυτών ουδόλως πλήττεται με τις κρινόμενες εφέσεις. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο υπολόγισε τις αποδοχές του διαστήματος επίσχεσης εργασίας του ενάγοντος με βάση μηνιαίο μισθό του, ποσού 7.719,68 ευρώ, που δέχθηκε ότι συμφωνήθηκε κατά την κατάρτιση της σύμβασής του ως «κλειστός», και υποχρέωσε τη δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει, για την αιτία αυτή, τα ποσά των 12.909,64 ευρώ και των 4.319.61 ευρώ, ως οφειλόμενα κατά το διάστημα του εφοπλισμού και το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, κατά παραδοχήν ως βασίμων των υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με την ένδικη έφεσή της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε. (των ετών 2013 και 2014, που εφαρμόζονται κατά το εν προκειμένω επίδικο χρονικό διάστημα από 23.2.2014 έως 12.10.2014) κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας (ΕφΠειρ 218/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά το προαναφερθέν επίδικο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος στο εν λόγω πλοίο, το οποίο τότε εκτελούσε ακόμη δρομολόγια, ενταγμένο σε τακτική ακτοπλοϊκή γραμμή, δεν χορηγούντο σ’αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, που εδικαιούτο ανά μήνα, παρότι το πλοίο αυτό παρέμενε κατά τις νυκτερινές ώρες, δύο φορές την εβδομάδα κατά το διάστημα από 23.2.2014 έως 6.3.2014 στο λιμένα του Λαυρίου, και τρεις φορές την εβδομάδα κατά το διάστημα από 18.4.2014 έως 29.9.2014 στο λιμένα της Σύρου, υπό την έννοια ότι δεν του παρεχόταν η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων του πλοίου στους ανωτέρω λιμένες, όπου κατέπλεε, να αναχωρεί από το πλοίο και να επιστρέφει σ’αυτό την επόμενη ημέρα με έγκριση του Πλοιάρχου (άρθρο 83 α΄του β.δ. 683/1960 Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας Ελληνικών Επιβατηγών Πλοίων άνω των 500 κ. ο.χ.), ως προς την οποία, άλλωστε, ουδέν προσκομίσθηκε. Ειδικότερα, δεν προσκομίσθηκε κάποιο στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η παροχή στον ενάγοντα των αμφισβητουμένων ανά μήνα διανυκτερεύσεων (όπως το ημερολόγιο του πλοίου, στο οποίο, σύμφωνα με τη παράγραφο 3 του άρθρου 16 των ανωτέρω ΣΣΝΕ θα πρέπει να γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία για την παρεχόμενη άδεια διανυκτέρευσης, που θα επικυρώνεται από τη Λιμενική Αρχή, όπερ δε συμβαίνει εν προκειμένω), η μη χορήγησή τους, άλλωστε, κατατέθηκε και από τον εξετασθέντα μάρτυρα του ενάγοντος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ….., ο οποίος έχει ίδιαν αντίληψη, διότι κατά το χρονικό διάστημα από 5/2014 έως 11/2014 είχε ναυτολογηθεί στο ίδιο πλοίο ως Γ΄Μηχανικός, το δε γεγονός της αντιδικίας του μάρτυρα με τη δεύτερη εναγόμενη, σε βάρος της οποίας έχει ασκήσει αγωγή, δε δύναται, μόνον αυτό, να αποκλείσει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003, ΑχΝομ.2004.266), και ο οποίος, ενόρκως εξετασθείς, ανέφερε ότι δε συνέβαινε αυτό διότι στο πλοίο είχαν ναυτολογηθεί ακριβώς τόσα πρόσωπα, όσα προβλέπονταν από την οργανική του σύνθεση, ως μέλη του πληρώματός του, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση απουσίας κάποιου, να μην είναι δυνατή η αντικατάστασή του από άλλον και, συνακόλουθα, να μη χορηγούνται διανυκτερεύσεις σε κανένα μέλος του πληρώματος. Σημειωτέον ότι το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα δεν αναιρείται από κάποιο εκ των αποδεικτικών μέσων, που ανταποδεικτικά προσκομίζονται από τη δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, ενόψει του ότι δεν είχαν ρυθμισθεί οι υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα (ιδίως αφετηρίας ή προορισμού) των δρομολογίων του πλοίου, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε) για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και για δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.679,97 ευρώ (2.843,03 μισθός ενεργείας Χ 1/22 Χ 13 διανυκτερεύσεις του επιδίκου χρονικού διαστήματος), το οποίο οφείλουν να του καταβάλουν οι εναγόμενες, ως εφοπλίστρια του πλοίου και κυρία αυτού αντίστοιχα, εις ολόκληρον, η δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το κονδύλιο αυτό ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του.
Από τη διάταξη του άρθρου 14 εκάστης προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, στους οποίους αυτές εφαρμόζονται, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεος του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β)η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, ο.π.) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης απόσβεσης χρηματικής ενοχής με καταβολή (εξόφλησης) είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 602/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 και 422 του ΑΚ συνάγεται ότι, εναγόμενος ο οφειλέτης προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυρισθεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν’ αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν’αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’ επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους, με βάση τη διάταξη του άρθρου 422 εδαφ.α΄του ΑΚ, είτε βάσει της διάταξης του άρθρου 422 εδαφ.β΄ του ΑΚ και την σ’αυτήν προβλεπόμενη σειρά (ΑΠ 1221/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι για το διάστημα, κατά το οποίο υπήρχε εφοπλισμός του πλοίου μέχρι και τις 11.6.2015, δικαιούται: 1) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2014, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από 23.2.2014, όταν και ναυτολογήθηκε, μέχρι και τις 30.4.2014, και ενώ το πλοίο ακόμη εκτελούσε πλόες, ήτοι επί 8,375 οκταήμερα, (δικαιούται) το ποσό των 1.977,50 ευρώ. Συγκεκριμένα σε 7.083,54 ευρώ ανερχόταν το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, υπολογιζομένων αυτών κατά την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του ιδίου έτους, ήτοι κατά την 5η Απριλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2013, που ίσχυσε μέχρι τις 24.6.2014 [2.843,03 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Α΄Μηχανικό + 625,47 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας την Κυριακή + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Α΄Μηχανικού, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 35,22 ευρώ το επίδομα για την επίβλεψη και εκτέλεση έξτρα εργασιών, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.17 της ιδίας ΣΣΝΕ + 115,05 ευρώ το επίδομα του άρθρου 29 της ως άνω ΣΣΝΕ για την παρακολούθηση των εγκαταστάσεων κλιματισμού, + 248,20 ευρώ το επίδομα άγονης γραμμής + 1.098,44 ευρώ το ειδικό επίδομα για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις ημέρες αργίας, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της ανωτέρω ΣΣΝΕ + 1.170,86 ευρώ η συμφωνηθείσα με τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης κατά την κατάρτιση της σύμβασής του πρόσθετη «κλειστή» αμοιβή για υπερωρίες + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες)], το οποίο συνυπολογίζεται κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς μέρος των πάγιων και σταθερών αποδοχών αποτελεί και το αντίτιμο τροφής που προβλέπεται από την παραπάνω Σ.Σ.Ν.Ε. και συγκαταλέγεται στη βασική έννοια του «μισθού», διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την πρωτόδικη απόφαση, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της απορριπτομένων ως αβασίμων, μη συνυπολογιζομένων, όμως, των αποδοχών της αδείας του μετά τροφοδοσίας, καθώς ούτε ο ίδιος ο ενάγων τις συνυπολογίζει στην αγωγή του για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και, συνακόλουθα, των ποσών, που ζητά να του καταβληθούν για επιδόματα εορτών (πρβλ ΜονΕφΠειρ 620/2014, ΜονΕφΠειρ 412/2014, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) : 2 = 3.541,77 ευρώ Χ 1/15 = 236,12 ευρώ ανά οκταήμερο Χ 8,375 οκταήμερα = 1.977,50 ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.518,25 ευρώ, κατά το οποίο η εν λόγω απαίτησή του έχει εξοφληθεί, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, χωρίς το αποδεικτικό αυτό πόρισμά της να πλήττεται με την ένδικη έφεση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται από τη δεύτερη εναγόμενη η διαφορά, ήτοι το ποσό των 459,25 ευρώ, περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, ως κυρία αυτού. 2) Για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014 και εφόσον η εργασιακή του σχέση διήρκεσε καθόλο το χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 31.12.2014, δικαιούται έναν μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί την 10η.12.2014, όταν πλέον το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά παρέμενε ακινητοποιημένο, και δη το ποσό των 4.131,98 ευρώ [2.843,03 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Α΄Μηχανικό + 625,47 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ΣΣΝΕ του έτους 2014, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας την Κυριακή + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Α΄Μηχανικού, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 4.131,98 ευρώ]. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων για την αιτία αυτή έχει ήδη λάβει το συνολικό ποσό των 4.624,96 ευρώ (150 ευρώ και 100 ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τη δεύτερη εναγόμενη αποδείξεις είσπραξης, με ημερομηνία 24.1.2015 και 30.1.2015, χωρίς ο ενάγων να αμφισβητήσει την υπογραφή του επ’αυτών ως εισπράξας, καθώς και το ποσό των 4.374,96 ευρώ με κατάθεση στον τραπεζικό του λογαριασμό, η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε ειδικά απ’αυτόν, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής του, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης της ένστασης εξόφλησης της δεύτερης εναγομένης, την οποία, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της, με την περαιτέρω επισήμανση ότι ο ενάγων ουδόλως ισχυρίσθηκε κατ’αντένσταση ότι οι εν λόγω καταβολές δεν αφορούν στο συγκεκριμένο χρέος, με αποτέλεσμα ουδέν ποσό για την αιτία αυτή να του οφείλεται πλέον, του σχετικού κονδυλίου απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου. 3) Για επίδομα Πάσχα του έτους 2015 ο ενάγων δικαιούται τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές 15 ημερών, υπολογιζόμενες κατά την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του ανωτέρω έτους, ήτοι κατά την 29η Μαρτίου, καθόσον εντός του έτους αυτού η εργασιακή του σχέση διήρκεσε καθόλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 30.4.2015, και ενώ το πλοίο ήδη από τις 13.10.2014 δεν εκτελούσε πλόες και από τις 19.2.2015 ο ανωτέρω τελούσε σε καθεστώς επίσχεσης εργασίας, και δη το ποσό των 2.065,98 ευρώ [2.843,03 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Α΄Μηχανικό + 625,47 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ΣΣΝΕ του έτους 2014, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας την Κυριακή + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Α΄Μηχανικού, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 4.131,98 ευρώ: 30 Χ 15 = 2.065,98], το οποίο οφείλει να του καταβάλει η δεύτερη εναγόμενη, ως κυρία του πλοίου, περιορισμένα και μέχρι την αξία αυτού. 4) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα από 1.5.2015 έως 11.6.2015, όταν και έπαυσε ο εφοπλισμός του πλοίου, ήτοι επί 42 ημέρες, επί άλλως επί 2,21 19ήμερα, δικαιούται ο ενάγων το ποσό των 730,51 ευρώ [2.843,03 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Α΄Μηχανικό + 625,47 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ΣΣΝΕ του έτους 2014, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας την Κυριακή + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Α΄Μηχανικού, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ωε άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 4.131,98 ευρώ Χ 2/25 = 330,55 Χ 2,21 δεκαεννεαήμερα =730,51 ευρώ], το οποίο οφείλει του καταβάλει η δεύτερη εναγόμενη, ως κυρία του πλοίου, περιορισμένα και μέχρι την αξία αυτού. Περαιτέρω ο ενάγων, ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του εφοπλσμού και μέχρι την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας του, από 12.6.2015 έως 24.7.2015, ήτοι επί 43 ημέρες, επί άλλως επί 2,26 19ήμερα, δικαιούται το ποσό των 747,04 ευρώ [2.843,03 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός ενεργείας για τον Α΄Μηχανικό + 625,47 ευρώ η μηνιαία αμοιβή για τις Κυριακές σε ποσοστό 22% επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της ΣΣΝΕ του έτους 2014, και καταβάλλεται ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας την Κυριακή + 51,96 ευρώ το ειδικό επίδομα του Α΄Μηχανικού, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 της εν λόγω ΣΣΝΕ + 35,22 ευρώ το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παρ.13 της ωε άνω ΣΣΝΕ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που χορηγείται σε όλο το πλήρωμα + 576,30 ευρώ το μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) = 4.131,98 ευρώ Χ 2/25 = 330,55 ευρώ Χ 2,26 δεκαεννεαήμερα = 747,04 ευρώ], το οποίο οφείλει να του καταβάλει η δεύτερη εναγόμενη, απεριόριστα, ως πλοιοκτήτρια πλέον του πλοίου. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από τη δεύτερη εναγόμενη για επιδόματα εορτών των ετών 2014 και 2015 διαφορετικά ποσά, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βασίμως υποστήριξε η δεύτερη εναγόμενη με την κρινόμενη έφεσή της.
Στη διάταξη του άρθρου 29 του ν.1220/1981 ορίζονται τα κάτωθι: “1. Σε περίπτωση εγκατάλειψης στην αλλοδαπή ή ημεδαπή Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό ελληνική σημαία ή ξένα, συμβεβλημένα με το “Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο” (Ν.Α.Τ.), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας: α) Καταβάλλονται από το Ν.Α.Τ. και ειδικότερα από το “Κεφάλαιο Ασθένειας και Ανεργίας” έναντι των καθυστερημένων βασικών μισθών και επιδομάτων, αποδοχές μέχρι ενός τριμήνου, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικίες συλλογικές συμβάσεις. Η καταβολή αυτή γίνεται με βάση κατάσταση, που περιλαμβάνει το πλήρωμα και τις αποδοχές του και έχει εγκριθεί από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία ή από την Επιτροπή της παραγράφου 3. Σε περίπτωση διαφωνίας, υπερισχύει η γνώμη της Επιτροπής. Η βεβαίωση από το Ν.Α.Τ. ότι έχει εκδοθεί για κάθε ναυτικό, που έχει εγκαταλειφθεί, επιταγή για την παραπάνω καταβολή, συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 2. β) Ο επαναπατρισμός των ναυτικών, που έχουν εγκαταλειφθεί στην αλλοδαπή, καθώς και η καταβολή των μικροεξόδων του ταξιδιού, γίνεται με τη φροντίδα της Εστίας Ναυτικών, σύμφωνα με τις σχετικές περί αυτής διατάξεις 2. Η διαδικασία της προηγουμένης παραγράφου δεν είναι υποχρεωτική δια τον ναυτικόν ο οποίος δύναται να προτιμήση την συνέχισιν της συμβάσεως εφόσον όμως εισπράξει τα έξοδα παλινοστήσεως ή αποδεχθή το προσφερόμενον εισιτήριον λογίζεται ως αυτοδικαίως λυθείσα ή υφισταμένη σύμβασις ναυτικής εργασίας “λόγω εγκαταλείψεως του ναυτικού εις την αλλοδαπήν υπό του πλοιοκτήτου” εφαρμοζομένων των περί αποζημιώσεως του ναυτικού διατάξεων των άρθρων 76 και 77 του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου. «2.α. Η κίνηση της διαδικασίας για την καταβολή της παροχής της παραγράφου 1 δεν θίγει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας εκ μέρους του ναυτικού και τη λύση αυτής, όταν αυτή επέρχεται κατά χρόνο μεταγενέστερο της αίτησης του ναυτικού για τη διαπίστωση και συνδρομή των όρων εγκατάλειψής του και ο ναυτικός που ασκεί το ανωτέρω δικαίωμα καταγγελίας δικαιούται την παροχή της παραγράφου 1. 3. Η διαπίστωσις και συνδρομή των όρων εγκαταλείψεως και η κίνησις της εν παρ. 1 διαδικασίας χωρεί δι’αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας εκδιδομένης κατόπιν ητιολογημένης γνώμης Επιτροπής συγκροτουμένης δι’αποφάσεως του ιδίου και αποτελούσης εξ` ενός εκπροσώπου του Υ.Ε.Ν., ενός της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών και ενός της Πανελληνίου Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.). 4. Το ΝΑΤ επί τη καταβολή της κατά την παρ. 1 παροχής υποκαθίσταται εις την θέσιν του ναυτικού αντοδικαίως ως δανειστής του πλοιοκτήτου και προέρχεται εις την βεβαίωσιν και εισπραξιν των οφειλομένων υπέρ τον ΚΑΑΝ κατά τας εκάστοτε περί εισπράξεως των πόρων του ΝΑΤ ισχύουσας ουσιαστικάς και δικονομικάς διατάξεις συνεισπράττον δια της ιδίας διαδικασίας και τα υπο της Εστίας Ναυτικών κατά την παρ. 1 εδ. β΄ υπ’αυτής καταβληθέντα. 5. Η καταβολή εις τους δικαιούχους της παροχής κατά την παρ. 1 επάγεται την απόσβεσιν των εκ της εργασιακής σχέσεως αντιστοίχων απαιτήσεων το δε τυχόν απομένον υπόλοιπον καταβάλλεται εις τους δικαιούχους υπο του εργοδότου των ή των μετ’αύτου συνυπευθύνων.” Ο τρόπος αυτός λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση, καθόσον ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δε δικαιούται της κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού. Δηλαδή η κατ’άρθρο 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν εδικαιολογείτο από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (πρβλ. ΕφΑθ 9512/1983 ΕΝΔ 12.117, για την παρόμοια περίπτωση καταγγελίας /απόλυσης κατόπιν εντολής του YEN, βλ. επίσης επ’αυτού ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2006.355). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε αυτοδίκαια στις 24.7.2015, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 29 παρ.1 του ν.1220/1981, κατόπιν της καταβολής σ’αυτόν, ως εγκαταλειφθέντα ναυτικό, από το Ν.Α.Τ., έναντι των οφειλομένων μισθών του, των αποδοχών ενός τριμήνου, συνολικού ποσού 13.582,57 ευρώ, και της βεβαίωσης από το ανωτέρω Ταμείο περί της προηγηθείσης καταβολής, οπότε και έκλεισε και το ναυτολόγιο του πλοίου, όπερ δεν αμφισβητείται από τη δεύτερη εναγόμενη. Στην περίπτωση αυτή λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης οφείλεται στο ναυτικό η αποζημίωση, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76 του ΚΙΝΔ, η οποία εφαρμόζεται και εν προκειμένω, όπως ρητά αναφέρεται στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν.1220/1981, σε ανάλογη εφαρμογή της οποίας (παραγράφου 2) παραπέμπει και η παράγραφος 1 του ιδίου άρθρου, με την επισήμανση ότι, ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, ο συγκεκριμένος τρόπος λύσης της σύμβασης αυτής συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, καθόσον ο ανωτέρω λόγος (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ. 2 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία στο ναυτικό δεν οφείλεται η κατ’ άρθρο 72 του ΚΙΝΔ αποζημίωση, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από δικό του πταίσμα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων μετά τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του, με τον τρόπο, που προεκτέθηκε, δικαιούται αποζημίωσης, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τη δεύτερη εναγόμενη με το τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η εν λόγω αποζημίωση προσδιορίσθηκε ακολούθως το ποσό των 4.290,99 ευρώ, ως το ισόποσο των αποδοχών του ενάγοντος 15 ημερών, το οποίο και αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται να του καταβάλει η δεύτερη εναγόμενη, απεριόριστα, ως πλοιοκτήτρια, κατόπιν της παραδοχής ότι οι αποδοχές του είχαν κατά τον τελευταίο μήνα της απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο διαμορφωθεί στο συνολικό ποσό των 8.581,97 ευρώ, χωρίς το ύψος του επιδικασθέντος για την αιτία αυτή ποσού να πλήττεται ειδικά από τη δεύτερη εναγόμενη με την έφεσή της.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και κατ’ουσίαν και να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη απόφαση, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, ως προς όλα τα κεφάλαια αυτής όσον αφορά την εκ των διαδίκων εταιρία με την επωνυμία «……….», ενώ όσον αφορά την εκ των διαδίκων εταιρία με την επωνυμία «………..» μόνο ως προς το κεφάλαιο, που αφορά την αποζημίωση μη χορηγηθεισών στον ενάγοντα διανυκτερεύσεων, λόγω παραδοχής της έφεσης του ενάγοντος ως προς αυτό, και όχι ως προς τα υπόλοιπα κεφάλαια, αφού η ανωτέρω εταιρία δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ως προς αυτά, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και αφενός μεν να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, η οποία και μόνον άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές του κατά το διάστημα κατά το οποίο τελούσε σε καθεστώς επίσχεσης της εργασίας του και μέχρι τη λήξη του εφοπλισμού του πλοίου, ήτοι από 19.2.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 2.907,2 ευρώ, περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου, ως κυρία τότε ακόμη αυτού, και για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα μέχρι την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας του, που επήλθε στις 24.7.2015, για την ίδια αιτία, το ποσό των 534,9 ευρώ, απεριόριστα, ως πλοιοκτήτρια πλέον του πλοίου αυτού, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός εκείνου στον οποίο οι αποδοχές αυτές αφορούν, αφετέρου δε 1) ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση αμφοτέρων των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου, κατά το διάστημα από 23.2.2014 έως 12.10.2014, από την πρόσληψή του μέχρι τη διακοπή των δρομολογίων του πλοίου, το χρηματικό ποσό των 1.679,97 ευρώ, ως εφοπλίστρια του πλοίου και κυρία αυτού αντίστοιχα, εις ολόκληρον, η δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, καθώς ως προς το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης έγινε δεκτή η έφεση του ενάγοντος, που στρέφεται κατ’αμφοτέρων των εναγομένων, και 2) ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να του καταβάλει, ως κυρία του πλοίου, περιορισμένα, και μέχρι την αξία του πλοίου, ως δώρα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα), του χρονικού διαστήματος από 23.2.2014 έως 11.6.2015, όταν και υπήρχε εφοπλισμός του πλοίου, και δη α) ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2014 το ποσό των 459,25 ευρώ, β) ως δώρο Πάσχα του έτους 2015 το ποσό των των 2.065,98 ευρώ, και γ) ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 730,51 ευρώ, και απεριόριστα, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του εφοπλσμού και μέχρι την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας του, από 12.6.2015 έως 24.7.2015, το ποσό των 747,04 ευρώ, με το νόμιμο τόκο όσον αφορά τα επιδόματα Χριστουγέννων από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους,στο οποίο αναφέρονται, και για επιδόματα του Πάσχα από την 1η/5 του έτους εντός του οποίου οφείλονται, και τέλος, ως αποζημίωση απόλυσης του ενάγοντος, το ποσό των 4.290,99 ευρώ, απεριόριστα, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, με την επισήμανση ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του χρονικού σημείου έναρξης της τοκοφορίας των αξιώσεων του ενάγοντος, ως προς άπαντα τα κονδύλια, ως προς τα οποία επιδικάσθηκαν και με την εκκαλουμένη απόφαση χρηματικά ποσά (πλην αυτού της αποζημίωσης μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων, που επιδικάζεται το πρώτον από το παρόν Δικαστήριο, κατά παραδοχήν της έφεσης του ενάγοντος) δεν πλήττεται από τους εκκαλούντες. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να του καταβάλει, περιορισμένα και μέχρι την αξία του πλοίου, ως κυρία αυτού, το συνολικό ποσό των 3.255,74 ευρώ (459,25 ευρώ + 2.065,98 ευρώ + 730,51 ευρώ) και απεριόριστα, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, το συνολικό ποσό των 5.038,03 ευρώ (747,04 ευρώ + 4.290,99 ευρώ), πλέον τόκων, κατά ρα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της δεύτερης των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ο οποίος υπέβαλε σχετικό αίτημα, ανάλογη με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, καθώς, παρά την παραδοχή της έφεσής της, η ανωτέρω εναγόμενη ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει να προκαταβάλει η πρώτη εφεσίβλητη της από 28.8.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεσης, σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσης απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 7.7.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……) έφεση και β) την από 28.8.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……) έφεση, αμφότερες κατά της υπ’αριθμ. 2485/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της από 28.8.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεσης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη εφεσίβλητη κατά της παρούσας απόφασης, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις εφέσεις αυτές.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαια αυτής όσον αφορά την εκ των διαδίκων εταιρία με την επωνυμία «……..», δεύτερη εναγόμενη της από 30.11.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) αγωγής, ενώ όσον αφορά την εκ των διαδίκων εταιρία με την επωνυμία «….», πρώτη εναγόμενη της αγωγής αυτής, μόνο ως προς το κεφάλαιο, που αφορά την αποζημίωση μη χορηγηθεισών στον ενάγοντα διανυκτερεύσεων.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων επτά ευρώ και δύο λεπτών (2.907,2), περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου, και το ποσό των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εννέα λεπτών (534,9), απεριόριστα, με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, μέχρι την εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (1.679,97), εις ολόκληρον, η δεύτερη εξ αυτών περιορισμένα, μέχρι την αξία του πλοίου, με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, μέχρι την εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα, περιορισμένα και μέχρι την αξία του πλοίου, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (3.255,74) και απεριόριστα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων τριάντα οκτώ ευρώ και τριών λεπτών (5.038,03), με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της δεύτερης εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28.12.2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ