Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 478/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  478/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) ………… ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ταξιάρχη Σαραντόπουλο (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – εναγόντων: 1) ………… και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Αναγνώστου (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 04.03.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό …./2015 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 813/2020 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 17.09.2020 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./21.09.2020 και ειδικό …./21.09.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../17.06.2022 και ειδικό …../17.06.2022, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – εναγόμενων αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων – εναγόντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 813/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των εφεσίβλητων– εναγόντων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες – εναγόμενους την 20.07.2020 (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …./20.07.2020 και …./20.07.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …), η δε κρινόμενη από 17.09.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../21.09.2020 και ειδικό …./21.09.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ (άρθρο 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες στην από 04.03.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό …../2015 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθεταν ότι τυγχάνουν σύζυγοι μεταξύ τους και διατηρούν από τον Μάιο του έτους 2011 ατομική επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφενείο) επί της οδού ………. στη Νίκαια Αττικής, η οποία αποτελεί τη μοναδική πηγή βιοπορισμού της τετραμελούς οικογένειάς τους, ότι η πρώτη εναγόμενη διαμένει με τον σύζυγό της ……….. σε ιδιόκτητη οικία που βρίσκεται έναντι της επιχείρησής τους, επί της οδού ………. στη Νίκαια Αττικής, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει υιός της, ότι από τον Απρίλιο του έτους 2011 και ενώ εκτελούσαν προπαρασκευαστικές εργασίες στην επιχείρησή τους, η πρώτη εναγόμενη εκδήλωσε εχθρική συμπεριφορά έναντι αυτών και της επιχείρησής τους και ταυτόχρονα δημιούργησε αρνητικό κλίμα εναντίον τους στη γειτονιά, λέγοντας στους ιδιοκτήτες των παρακείμενων της επιχείρησής τους καταστημάτων ότι «θα τους το κλείσω» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις, ότι από αρχές Μαΐου του έτους 2011 που εκκίνησε η λειτουργία της επιχείρησής τους, οι εναγόμενοι εξαπολύουν κατ’ επανάληψη και ανά τακτά χρονικά διαστήματα συκοφαντικούς για τους ενάγοντες ισχυρισμούς, καθώς και υβριστικά σχόλια σε βάρος των ιδίων, του υιού τους και των πελατών της επιχείρησής τους, που βλάπτουν την τιμή και την υπόληψή τους και κλονίζουν τη φήμη της επιχείρησής τους, ότι εξαιτίας των εκτιθέμενων στην αγωγή παράνομων και υπαίτιων πράξεων των εναγόμενων (δέκα συνολικά), που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από την Μεγάλη Παρασκευή του έτους 2012 έως την 28.06.2014, προσβλήθηκε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά τους με συνεχή αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία συνίσταται στην τέλεση σε βάρος τους των αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμισης και της εξύβρισης, και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να θιγεί η τιμή και η υπόληψή τους, να καταστεί δυσβάσταχτη η καθημερινότητά τους στον εργασιακό τους χώρο και να τεθεί σε κίνδυνο το επαγγελματικό τους μέλλον, ενόψει και της μείωσης της πελατείας της επιχείρησής τους, συνεπεία της διαρκούς αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων, ότι υπέστησαν ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ μερικού περιορισμού των αγωγικών αιτημάτων με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις τους, (α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 6.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να της καταβάλει το ποσό των 6.000,00 ευρώ, (β) να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των 4.000,00 ευρώ, (γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 12.000,00 ευρώ και (δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.000,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, χωρίς συνυπολογισμό του ποσού των 45,00 ευρώ ως προς το οποίο επιφυλάχθηκαν προκειμένου να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των αρμόδιων ποινικών Δικαστηρίων, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη, ενώ δήλωσαν ότι εκχωρούν το ήμισυ της επιδικασθησόμενης χρηματικής ικανοποίησης για καθένα από αυτούς στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ». Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 813/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς τρεις από τις εκτιθέμενες στην αγωγή παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγόμενων, απορρίπτοντας τις λοιπές επτά εξυβριστικές και απειλητικές πράξεις ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.500,00 ευρώ, τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.500,00 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.000,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την από 17.09.2020 έφεσή τους, για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από  αίτηση του προσβληθέντος, όπως και αξίωση ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητας του ατόμου, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1735/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως άρση της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης που συνθέτει την προσβολή και συνεπώς κατευθύνεται στην αποκατάσταση των πραγμάτων στην πριν από την ολοκλήρωση της προσβολής κατάσταση. Συνεπώς, η παράνομη προσβολή πρέπει να είναι ενεργός ενώ, αν έχει ήδη ολοκληρωθεί ή εκ της φύσεως της προσβλητικής πράξης δεν νοείται ανάκλησή της, παρά μόνο παραμερισμός των αποτελεσμάτων της, τότε προστασία δύναται να παρασχεθεί μόνο με τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις εκείνης. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων (57 και 58 του ΑΚ), το δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Και ενώ η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αναγνωρίζει ως μέσο ικανοποίησης της ηθικής βλάβης την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, η διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ προβλέπει και άλλα μέσα ικανοποίησής της, που δεν κατονομάζει, και συνεπώς απόκειται ο καθορισμός αυτών στην κρίση του δικαστηρίου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιο μέσο μπορεί να αποτελέσει και η ανάκληση της προσβολής, υπό την έννοια της άρσης των αποτελεσμάτων της, που, όπως προαναφέρθηκε, για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης δεν απαιτείται να είναι εισέτι ενεργή. Τούτο μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, με αποκαταστατικό της αλήθειας δημοσίευμα, με αίτηση συγνώμης χωρίς όρους ή και δημοσίευση της σχετικής απόφασης (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τομ. Α’, σελ. 279 – 298, παρ. 30, 297 επ., παρ. 3 επ. 300, παρ. 7). Προσβολή προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατό να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα (ΑΠ 1662/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 64/2015 ΝΟΜΟΣ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή
αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 480-482, 914, 926 και 932 του ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση παράνομης από πρόθεση προσβολής της προσωπικότητας, αν η προσβολή επήλθε με περισσότερες πράξεις ενός ή περισσότερων προσώπων, οι οποίες όμως, ενόψει των περιστάσεων, εμφανίζουν ενότητα, δηλαδή πρόκειται για το αυτό βιοτικό συμβάν, οφείλεται ως χρηματική ικανοποίηση του παθόντος μια παροχή και επομένως ενιαίο ποσό, το οποίο αυτός μπορεί, κατ’ επιλογήν του, να ζητήσει με αγωγή διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους του, αφού τότε είναι αντίστοιχα ενιαία και η βλάβη που αυτός υπέστη και την οποία αποσκοπεί να καλύψει η χρηματική ικανοποίησή του στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός του. Στην περίπτωση αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικασθεί, θα ληφθεί ασφαλώς υπόψη και o εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενομένης προσβολής, έτσι ώστε η χρηματική ικανοποίηση να ανταποκρίνεται στην ένταση και στην απαξία της προσβολής (ΑΠ 921/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 865/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1854/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1232/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1095/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 518/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 14/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 476/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 164/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων επήλθε με τις ιστορούμενες πλείονες, διακριτές και αυτοτελείς, παράνομες και υπαίτιες ενέργειες των εναγόμενων, οι οποίες, όμως, ενόψει των περιστάσεων υπό τις οποίες εκδηλώθηκαν, εμφανίζουν ενότητα, ως εντασσόμενες στην εν γένει μεθόδευση των εναγόμενων που αποσκοπούσε στο να πληγούν οι ενάγοντες στην τιμή και στην υπόληψή τους και να κλονισθεί η φήμη της επιχείρησής τους, και ως εκ τούτου η βλάβη της προσωπικότητας των εναγόντων που προέκυψε εξαιτίας αυτών των επιμέρους αδικοπρακτικών συμπεριφορών των εναγόμενων, είναι ενιαία, με αποτέλεσμα να οφείλεται γι’ αυτήν μία ενιαία παροχή (χρηματική ικανοποίηση), ενόψει της ταυτότητας του σκοπού που επιδιώκεται με αυτή. Ειδικότερα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι επιμέρους άδικες πράξεις και οι αντίστοιχες προσβολές της προσωπικότητας των εναγόντων τελέσθηκαν από πρόσωπα (τους εναγόμενους) που συνδέονται συγγενικά μεταξύ τους, σε χρόνους που δεν απείχαν σημαντικά, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από την Μεγάλη Παρασκευή του έτους 2012 έως την 28.06.2014, ενώ αφορμή τέλεσης αυτών των άδικων πράξεων αποτέλεσε η λειτουργία της επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος των εναγόντων, επιπλέον δε αφορούσαν όλες την ίδια (υποτιθέμενη) συμπεριφορά των εναγόντων που σχετιζόταν με την λειτουργία της επιχείρησής τους, και συνεπώς όλες οι πράξεις εντάσσονταν στην εν γένει μεθόδευση των εναγόμενων που αποσκοπούσε στο να διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης των εναγόντων και να υποστούν αυτοί κυρώσεις για τη δήθεν αποδιδόμενη σε αυτούς επίμεμπτη συμπεριφορά, και εντεύθεν να πληγούν αυτοί στο επαγγελματικό τους μέλλον, αλλά στην τιμή και στην υπόληψή τους. Κατόπιν τούτων, με βάση τις εκτιθέμενες στην αγωγή περιστάσεις στοιχειοθετείτο, πράγματι, ενιαία αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων και ενιαία προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων, και ως εκ τούτου οφείλεται ως χρηματική ικανοποίηση των παθόντων εναγόντων μια παροχή, ήτοι τα αιτούμενα ως άνω ποσά, τα οποία αυτοί μπορούν, κατ’ επιλογήν τους, να ζητήσουν διαιρετώς ή εις ολόκληρον από τον καθένα από τους αντιδίκους τους, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού είναι αντίστοιχα ενιαία και η βλάβη που αυτοί υπέστησαν και την οποία αποσκοπούν να καλύψουν με την αιτούμενη χρηματική ικανοποίησή τους στο πλαίσιο ενός και του αυτού συμφέροντός τους. Συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο αυτοί υποστηρίζουν ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας διότι οι ενάγοντες δεν εξειδικεύουν ποια από τα αιτούμενα ποσά χρηματικής ικανοποίησης κάθε ενάγοντος αντιστοιχούν στις εκτιθέμενες στο δικόγραφο επιμέρους άδικες πράξεις των εναγόμενων και στις αντίστοιχες προσβολές της προσωπικότητας των εναγόντων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, των υπ’ αριθ. ../08.12.2014, ../08.12.2014, …/08.12.2014, …/08.12.2014 και …/09.12.2014 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . …. των μαρτύρων …………, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 881/2013 ΕλλΔνη 2014. 378, ΑΠ 411/2012 ΝΟΜΟΣ), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες τυγχάνουν σύζυγοι μεταξύ τους και στις αρχές του έτους 2011 ο δεύτερος ενάγων μίσθωσε το κατάστημα ιδιοκτησίας …………. που βρίσκεται στον ισόγειο όροφο της πολυώροφης οικοδομής επί της οδού …………… στη Νίκαια Αττικής, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη για τη στέγαση ατομικής επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος (παραδοσιακού καφενείου), η οποία αποτελεί πηγή βιοπορισμού της τετραμελούς οικογένειας των εναγόντων. Όπως δε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από 04.02.2013, από 27.06.2014 και από 02.03.2016 γνωστοποιήσεις αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο δεύτερος ενάγων συνταξιοδοτήθηκε λόγω αναπηρίας ποσοστού 67% και η επιχείρηση μεταβιβάσθηκε στην πρώτη ενάγουσα σύζυγό του. Η πρώτη εναγόμενη διαμένει από ετών με τον σύζυγό της ……… σε ιδιόκτητο διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται έναντι της επιχείρησης των εναγόντων, επί της οδού …………, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει υιός της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από τον Απρίλιο του έτους 2011 και ενώ οι ενάγοντες εκτελούσαν προπαρασκευαστικές εργασίες για την έναρξη της επιχείρησής τους, η πρώτη εναγόμενη εξέφρασε την αντίθεσή της στη λειτουργία αυτής, εξαιτίας της υποβάθμισης που θεωρούσε ότι θα επέφερε η προκαλούμενη ηχορύπανση στην ποιότητα της ζωής των περιοίκων, και ιδίως της οικογενείας της, λόγω της εγγύτητας της οικίας της με την επιχείρηση των εναγόντων. Αυτή η εχθρική συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης έναντι των εναγόντων και της επιχείρησής τους, συνεχίσθηκε και μετά την έναρξη της λειτουργίας αυτής τον Μάιο του έτους 2011, καθόσον η πρώτη εναγόμενη επεδείκνυε συνεχώς εριστική και υβριστική συμπεριφορά τόσο προς τους ενάγοντες, όσο και προς τους πελάτες της επιχείρησής τους, αποσκοπώντας στο να αποτρέψει τους τελευταίους από το να επισκέπτονται την επιχείρηση, να μειωθούν τα κέρδη αυτής και να διακόψει τη λειτουργία της. Την ίδια εχθρική συμπεριφορά επεδείκνυε και ο δεύτερος εναγόμενος, κατά τις επισκέψεις του στην οικία της πρώτης εναγόμενης μητέρας του. Εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς των εναγόμενων, δημιουργήθηκαν μεταξύ των διαδίκων εντάσεις και προστριβές, αλλά και συχνά επεισόδια με εξυβρίσεις, απειλές και προσφυγές στην Αστυνομική Αρχή (βλ. τα προσκομιζόμενα υπ’ αριθ. πρωτ. ……./08.07.2013 και ………./10.06.2014 αντίγραφα εγγραφής από το ημερήσιο δελτίο οχήματος της εποχούμενης περιπολίας των αστυνομικών του Αστυνομικού Τμήματος Νίκαιας). Αποδείχθηκε επίσης ότι την 27.12.2013, ο δεύτερος εναγόμενος που τυγχάνει διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός, αφού ήλθε σε συνεννόηση με την πρώτη εναγόμενη, υπέβαλε στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Νίκαιας την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …../27.12.2013 αίτηση διενέργειας αυτοψίας στο ισόγειο κατάστημα όπου στεγαζόταν η επιχείρηση των εναγόντων, καταγγέλλοντας πολεοδομικές παραβάσεις, και συγκεκριμένα αυθαίρετη κατασκευή άνευ άδειας στην πρασιά και στο πεζοδρόμιο έμπροσθεν του καταστήματος, αυθαίρετη ενοποίηση δύο χώρων σε ένα, δηλαδή ενοποίηση και επέκταση του ισογείου καταστήματος άνευ άδειας στον διπλανό χώρο χρήσης καταστήματος, και αυθαίρετη χρήση υπόγειου χώρου του καταστήματος ως τουαλέτα. Ακολούθως, διενεργήθηκε αυτοψία στο ακίνητο την 24.11.2014 και συντάχθηκε η προσκομιζόμενη υπ’ αυξ. αριθ. …../2014 έκθεση αυτοψίας των υπαλλήλων της αρμόδιας Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι ακόλουθες παραβάσεις των άρθρων 4 και 5 του Ν.Ο.Κ. (Ν. 4067/2012) και επιβλήθηκαν στη φερόμενη ιδιοκτήτρια πρώτη ενάγουσα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε: (α) αυθαίρετη τοποθέτηση τέντας με πλαϊνά επί κατακόρυφων μεταλλικών υποστηλωμάτων στην πρασιά της οδού …. έναντι του καταστήματος εμβαδού 35,40 τ.μ., καθ’ υπέρβαση της υπ’ αριθ. …./1997 άδειας και της υπ’ αριθ. …../1998 αναθεώρησής της, ενώ η τέντα θεωρήθηκε αυθαίρετη στο σύνολό της λόγω της εσφαλμένης στήριξης αυτής και (β) καθαίρεση τοιχοποιίας για συνένωση δύο καταστημάτων στο ισόγειο επιφάνειας 3,74 τ.μ. χωρίς μεταβολή της στατικής επάρκειας του κτιρίου, βάσει του άρθρου 23 του Ν. 4067/2012, ενώ η καθαίρεση της τοιχοποιίας θεωρήθηκε αυθαίρετη χωρίς την έγγραφη προ 48 ωρών ενημέρωση της Υπηρεσίας για αυτή την ενέργεια. Αντιθέτως δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη τουαλέτας στον υπόγειο χώρο του καταστήματος, και ως εκ τούτου αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. ……./27.12.2013 αίτηση διενέργειας αυτοψίας του δεύτερου εναγόμενου, με την οποία καταγγέλλονταν οι προαναφερόμενες πολεοδομικές παραβάσεις, ήταν αληθής κατά το σκέλος της που αφορούσε στην αυθαίρετη τοποθέτηση τέντας και στην αυθαίρετη καθαίρεση τοιχοποιίας για συνένωση δύο καταστημάτων, και ψευδής κατά το σκέλος της που αφορούσε στην αυθαίρετη χρήση υπόγειου χώρου του καταστήματος ως τουαλέτα, έγινε δε με σκοπό να διωχθούν οι ενάγοντες με την άσκηση σε βάρος τους ποινικής δίωξης για αυθαίρετη δόμηση και την επιβολή σε βάρος τους προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών, αλλά και για να διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησής τους. Ο δε δεύτερος εναγόμενος τελούσε σε γνώση του ψευδούς της καταγγελίας του αναφορικά με την κατασκευή και την χρήση τουαλέτας στον υπόγειο χώρο του καταστήματος των εναγόντων, λαμβανομένης, μάλιστα, υπόψη και της ιδιότητας του ως διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού, αλλά και ως κατοίκου όμορου προς το κατάστημα ακινήτου επί σειρά ετών, ο οποίος είχε άμεση γνώση της κατάστασης. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα που δεν ήταν μισθωμένο το ανωτέρω κατάστημα ιδιοκτησίας του ……………, οι δημοτικοί κάδοι απορριμμάτων είχαν μεταφερθεί αυθαίρετα από τους κατοίκους της περιοχής έμπροσθεν του κενού καταστήματος, παρά το γεγονός ότι αποκλειστικά αρμόδια και υπεύθυνη υπηρεσία για την τοποθέτηση και την μετακίνηση των κάδων είναι η Διεύθυνση Καθαριότητας – Ανακύκλωσης του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, αλλά και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και η τοποθέτησή τους γίνεται πάντοτε με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και την προστασία της δημόσιας υγείας συνολικά και όχι ατομικά και ότι σύμφωνα με τις διατάξεις περί λειτουργίας υγειονομικών καταστημάτων, δεν επιτρέπεται η τοποθέτηση μέσων προσωρινής αποθήκευσης απορριμμάτων πλησίον καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος λόγω της πιθανότητας αλλοίωσης και μόλυνσης τροφίμων. Ακολούθως, κρίθηκε σκόπιμη από την αρμόδια Διεύθυνση Καθαριότητας – Ανακύκλωσης του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη η μετακίνηση και η διασπορά των συγκεντρωμένων κάδων επί της οδού ……… στα ακόλουθα σημεία: α) έξω από το Ξενοδοχείο ………, β) επί της οδού …….. και γ) επί της οδού ……. (βλ. τα προσκομιζόμενα υπ’ αριθ. πρωτ. ……../21.11.2016 και ……./21.11.2016 έγγραφα της Διεύθυνσης Καθαριότητας – Ανακύκλωσης του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη με θέμα «Τοποθέτηση – μετακίνηση και οριοθέτηση μέσων προσωρινής αποθήκευσης απορριμμάτων» σε απάντηση των υπ’ αριθ. πρωτ. …../21.11.2016 και …./21.11.2016 αιτήσεων της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, αντίστοιχα). Αποδείχθηκε επίσης ότι την 25.03.2014, η ……….. μισθώτρια όμορου διαμερίσματος προς αυτό της πρώτης εναγόμενης, που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή επί της οδού ……….., διαπίστωσε ότι ένας κάδος απορριμμάτων είχε μεταφερθεί έμπροσθεν της οικοδομής της και για τον λόγο αυτό απευθύνθηκε στην πρώτη εναγόμενη, η οποία την ενημέρωσε ότι ο κάδος αυτός είχε μεταφερθεί αυθαίρετα από τους ενάγοντες από το χώρο έμπροσθεν του καταστήματός τους, όπου βρισκόταν ανέκαθεν και όπου όφειλε να ευρίσκεται, και ότι οι ενάγοντες ενήργησαν κακόβουλα και προς ίδιον όφελος σε βάρος των κατοίκων των όμορων προς το κατάστημά τους ακινήτων. Ακολούθως η ………………., έχοντας πεισθεί από τους ανωτέρω ισχυρισμούς της πρώτης εναγόμενης, μετέβη στην επιχείρηση των εναγόντων και προκάλεσε επεισόδιο ενώπιον των πελατών της υποστηρίζοντας ότι οι ενάγοντες είχαν αυθαίρετα μετακινήσει τον κάδο απορριμμάτων από το χώρο έμπροσθεν του καταστήματός τους, όπου βρισκόταν ανέκαθεν και όπου όφειλε να ευρίσκεται, στον χώρο έμπροσθεν της πολυώροφης οικοδομής όπου κατοικούσε η ίδια. Εντούτοις, οι ισχυρισμοί αυτοί της πρώτης εναγόμενης ήταν αναληθείς, αυτή δε τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθόσον η ίδια ως παλαιά κάτοικος της περιοχής γνώριζε ότι η θέση των κάδων απορριμμάτων δεν ήταν έμπροσθεν του καταστήματος των εναγόντων και ότι οι κάδοι αυτοί είχαν μεταφερθεί αυθαίρετα από τους κατοίκους της περιοχής έμπροσθεν του ως άνω καταστήματος, κατά τη διάρκεια που ήταν κενό, επιπλέον δε γνώριζε ότι οι κάδοι δεν είχαν μετακινηθεί από τους ενάγοντες, αλλά από τους υπαλλήλους της αποκλειστικά αρμόδιας και υπεύθυνης υπηρεσίας για την τοποθέτηση και την μετακίνηση των κάδων, ήτοι της Διεύθυνσης Καθαριότητας – Ανακύκλωσης του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, που είχε αποφασίσει τη μετακίνηση και την διασπορά των συγκεντρωμένων κάδων επί της οδού …………….. στα ανωτέρω σημεία, κατά τα προαναφερθέντα. Αποδείχθηκε επίσης ότι η πρώτη εναγόμενη είχε σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, αφού με τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς της παρουσίασε τους ενάγοντες ως άτομα που παραβιάζουν το νόμο και ενεργούν αποκλειστικά με γνώμονα το συμφέρον της επιχείρησής τους και τα οικονομικά οφέλη αυτής σε βάρος της υγείας και των συμφερόντων των κατοίκων των όμορων προς το κατάστημά τους ακινήτων. Αυτοί δε οι ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί της πρώτης εναγόμενης ήταν ικανοί και πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, καθόσον περιέχουν ονειδισμό και αμφισβήτηση της ηθικής και της κοινωνικής τους αξίας, καθώς και της προσωπικής και της επαγγελματικής τους εντιμότητας, ενώ περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, κατοίκων της περιοχής, αλλά και πελατών της επιχείρησης των εναγόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος των εναγόντων στην προσωπικότητά τους, λόγω της τέλεσης σε βάρος τους των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, επιπλέον δε ότι αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, και στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.500,00 ευρώ, τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.500,00 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.000,00 ευρώ, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντιθέτως έκρινε ορθά. Συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον δεύτερο, στον τρίτο και στον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εσφαλμένο εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, από αυτό που έπρεπε να υπολογιστούν. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1688/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2193/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1637/2011 ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχε­ται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Α­ντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 84/2021 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΔωδ 176/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 160/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 625/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των εναγόντων (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων αυτών, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 500,00 ευρώ, σε βάρος των εναγόμενων. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλουν την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων επικαλούμενοι ότι τα δικαστικά έξοδα έπρεπε να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων – εναγόντων, λόγω της κατά το μεγαλύτερο μέρος ήττας αυτών και νίκης των ιδίων, καθόσον η αγωγή τους απορρίφθηκε ως προς τα περισσότερα κεφάλαιά της και κατά το μεγαλύτερο μέρος των αιτηθέντων ποσών χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο λόγος αυτός ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο δε, διότι οι εκκαλούντες – εναγόμενοι δεν προσδιορίζουν το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή εάν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή των εφεσίβλητων – εναγόντων έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα απ’ αυτούς, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 1 και 191 του ΚΠολΔ, σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων τα έξοδα, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ. 1 του ΚΠολΔ και τα άρθρα 58, 63, 68 και 84 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», καθώς και την αξία του αντικειμένου της ένδικης αγωγής, ενώ, άλλωστε, για τον προσδιορισμό αυτό, με βάση τις ως άνω διατάξεις, δεν παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι. Κατά την επιβολή δε αυτών των δικαστικών εξόδων σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων – εναγόμενων, το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επί πλέον, τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων – εναγόντων, που νίκησαν εν μέρει στο ποσό αυτό των 500,00 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 17.09.2020 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους και κατόπιν σχετικού αιτήματος των εφεσίβλητων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 17.09.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 813/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……../2020, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες.

Επιβάλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 1.9.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ