ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 495/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη , η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της εδρεύουσας στην Αθήνα, Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία « ……..», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Πέτρου Παπανώτη, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Μανώλη, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Β) Του εκκαλούντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Μανώλη, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία « ……….», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Πέτρου Παπανώτη, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών-ενάγων ……… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2020 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 903/2022 οριστική απόφαση, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες με τις από 1.9.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2022 και με την από 18.12.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2022 εφέσεις, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, Α) η από 1.9.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2022 έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία « …….» και Β ) η από 18.12.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2022 έφεση του εκκαλούντος …….., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 903/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ. ΚΠολΔ). Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Οι υπό κρίση εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495,511,513, 516,517,518 παρ.2 ΚΠολΔ ), καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια, ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία (άρθρο 533 ΚΠολΔ) αφού συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 31,246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι στον αναφερόμενο τόπο και χρόνο ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα τροχαίο ατύχημα, συνεπεία του οποίου προκλήθηκε ο σοβαρός τραυματισμός του ενάγοντος, υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι με την υπ’ αριθμ. 4946/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του κατά της δεύτερης εναγομένης, ενώ κρίθηκε ότι συνυπαίτιοι του ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος σε ποσοστό 60% και ο ενάγων σε ποσοστό 40%. Ότι μετά την άσκηση της ανωτέρω αγωγής η υγεία του ενάγοντος επιδεινώθηκε ως συνέπεια του ανωτέρω ατυχήματος, εξέλιξη η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής του. Ζητεί περαιτέρω με την υπό κρίση αγωγή, όπως το αίτημά της παραδεκτά περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ) με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αφού με τις προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο (άρθρα 294,295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ και στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την οποία εκδικάζονται και οι διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα κατ’ άρθρο 614 ΚΠολΔ ), η οποία θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτόν, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας να του καταβάλει το ποσό των 60 ευρώ για πρόσθετη ιατρική δαπάνη, το ποσό των 100.000 ευρώ ως ειδική αποζημίωση κατά το άρθρο 931 ΑΚ και το ποσό των 200.000 ευρώ ως πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά το ποσό των 300.060 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά το αρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα αρθρ. 297,298 και 299 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των αρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 831/2005, ΑΠ 118/2006). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το αρθρ. 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Μορφή της υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που αν καταβαλλόταν με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος. Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. (ΑΠ 732, ΑΠ 703, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 366/2012). Περαιτέρω και οι έννοιες της υπαιτιότητας ή συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή μη της υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή και του συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος στην πρόκληση της ζημίας του υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ( ΑΠ 949/2014 Νόμος).
Από τις διατάξεις των άρθρων 321,322 και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δεδικασμένο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από το σκοπό της πολιτικής δίκης και αποτυπώνει το τέλος ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, που είχε τεθεί σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης που διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της, απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα, υπάρχει δε μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα το ως άνω ουσιαστικό δεδικασμένο (σε αντιπαραβολή με το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης) εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 613/2007,1286/2011). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολΔ και 914, 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαίτιου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση, ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ) και εμμέσως άρθρο 331 ΚΠολΔ), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει, ιδίως, για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθέρια του. Από τον συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς τις διατάξεις των αυτών, ως άνω, διατάξεων των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι το δεδικασμένο το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει στον παθόντα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη περαιτέρω πρόσθετης χρηματικής ικανοποιήσεως πάλι λόγω ηθικής βλάβης. Τούτο, όμως, προϋποθέτει απρόβλεπτη δυσμενή εξέλιξη της υγείας του (ήτοι μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες και επιπλοκές), δηλαδή στηρίζεται σε περιστατικά μιας ήδη επελθούσας στο παρελθόν ζημιογόνου αιτίας, τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψη στην προηγούμενη δίκη γιατί δεν ήσαν αντικειμενικούς διαγνωστά και η επέλευση των δεν ήταν προβλεπτή, από την αρχή, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης. Επομένως, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αποφάσεως, η οποία εξεδόθη επί της πρώτης αγωγής του παθόντος, οι δυσμενείς συνέπειες, που αποτελούν επιδείνωση της υπάρχουσας καταστάσεως της υγείας αυτού και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από την αρχή ότι θα επέλθουν κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δηλαδή δεν μπορούσε κανείς να υπολογίσει κατά το πέρας της προφορικής συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου δικαστηρίου. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του προβλεπτού ή μη της μέλλουσας επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του παθόντος, προκύπτουσα από τις αποδείξεις ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς (ΑΠ 790/2015, ΑΠ 51/2011 Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητάς του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση”, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής, και ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία, εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση, που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία ή παραμόρφωση, ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία, ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογεί εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 150/2015, 1487/2014, ΑΤΙ 1645/2006 Νόμος).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τις υπ’ αριθμ. …/19.1.2022, …/19.1.2022 και …/19.1.2022 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/14.1.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……… και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.6.2017 και περί ώρα 14.45 ο πρώτος εναγόμενος ………. οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …… ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία « ……», εκινείτο επί της νέας εθνικής οδού Αθηνών-Πατρών στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με κατεύθυνση από Αθήνα προς Πάτρα. Κατά την ίδια ώρα ο ενάγων …….. οδηγώντας την με αριθμ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας της μητέρας του ……., εκινείτο όπισθεν του ανωτέρω αυτοκινήτου του εναγομένου. Όταν έφτασαν στο ύψος του 184,800 χλμ της προαναφερόμενης εθνικής οδού, στην οποία κατά τον παραπάνω χρόνο η αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας έκλεινε προοδευτικά με κώνους λόγω εκτέλεσης έργων και επέμενε διαθέσιμη η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και η λωρίδα έκτακτης ανάγκης ( ΛΕΑ ) ο εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου επιχείρησε να προσπεράσει από αριστερά προπορευόμενο φορτηγό με ρυμουλκό, αγνώστων στοιχείων κυκλοφορίας, το οποίο εκινείτο έμπροσθεν και λίγο δεξιότερα από αυτόν καταλαμβάνοντας τμήμα της ΛΕΑ. Ενώ ο εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου κινήθηκε αριστερά προτιθέμενος να προσπεράσει το ανωτέρω όχημα, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε επαρκής χώρος για τον ανωτέρω ελιγμό τροχοπέδησε απότομα το όχημά του με αποτέλεσμα ο ενάγων οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας, που ευρίσκετο όπισθεν αυτού, μη τηρώντας την ενδεδειγμένη απόσταση ασφαλείας από το προπορευόμενο όχημα, αφού επέπεσε με σφοδρότητα στο οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εναγομένου, εκτινάχθηκε από τη μοτοσυκλέτα του επέπεσε επί του οδοστρώματος και τραυματίστηκε σοβαρά. Ενόψει των ανωτέρω συνυπαίτιοι του ένδικου ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος και ο ενάγων. Ειδικότερα ο εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, προκάλεσε δε το ανωτέρω ατύχημα από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις (άρθρο 330 εδ. β ΑΚ ), όπως θα έπραττε κάθε συνετός και ευσυνείδητος οδηγός, παραβιάζοντας τις απορρέουσες από τον ΚΟΚ υποχρεώσεις του ( άρθρα 12 παρ. 1, 17 παρ. 1, 24 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 ), αφού με σκοπό να προσπεράσει ανέλεγκτα προπορευόμενο όχημα εισήλθε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία απομειωνόταν σταδιακά λόγω εκτέλεσης έργων, το οποίο εγένετο γνωστό στους οδηγούς λόγω της υπάρχουσας οδικής σήμανσης και όταν καθυστερημένα αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε χώρος για προσπέραση τροχοπέδησε αιφνιδίως το αυτοκίνητό του, με κίνδυνο να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα, το οποίο δεν αποφεύχθηκε, αφού η δίκυκλη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε όπισθεν αυτού ο ενάγων επέπεσε με σφοδρότητα στο προπορευόμενο αυτοκίνητο του εναγομένου. Συνυπαίτιος περαιτέρω του ανωτέρω ατυχήματος κρίνεται και ο ενάγων, ο οποίος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, ενόψει των συνθηκών που επικρατούσαν επί της εθνικής οδού με την εκτέλεση εργασιών επί της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, κινούνταν με ταχύτητα ανώτερη της επιτρεπόμενης, που ήταν για τους χρήστες της οδού στο ανωτέρω σημείο 60 χλμ την ώρα βάσει ειδικής σήμανσης λόγω εκτέλεσης εργασιών, ενώ δεν τηρούσε αρκετή απόσταση ασφαλείας από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, ώστε σε περίπτωση οποιοσδήποτε ελιγμού, να αποφύγει τη σύγκρουση με αυτό, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 Ν. 2696/1999 ΚΟΚ). Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων ο εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου κρίνεται συνυπαίτιος στην πρόκληση του ατυχήματος σε ποσοστό 60%, ενώ ο ενάγων οδηγός της μοτοσυκλέτας σε ποσοστό 40%.
Μετά την ένδικη σύγκρουση ο ενάγων μεταφέρθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, όπου χαρακτηρίστηκε πολυτραυματίας καθώς διαγνώστηκαν αιμορραγικές θλάσεις, κάκωση θώρακος με θλάση πνεύμονος, κατάγματα στις εγκάρσιες αποφύσεις δεξιών σπονδύλων με ήπια παρεκτόπιση, καθώς επίσης και συντριπτικά κατάγματα πολλαπλών πλευρών οπίσθια και ωμοπλάτης δεξιά. Εισήχθη στη ΜΕΘ όπου παρέμεινε διασωληνωμένος για είκοσι ημέρες, ενώ στις 21.6.2017 μεταφέρθηκε προς περαιτέρω υποστήριξη και νοσηλεία στην καρδιοθωρακοχειρουργική κλινική του ίδιου νοσοκομείου και στη συνέχεια στις 30.6.2017 νοσηλεύθηκε στην ορθοπαιδική κλινική, όπου υποβλήθηκε σε διαγνωστική αρθροσκόπηση ώμου λόγω κατάγματος. Έλαβε εξιτήριο στις 7.7.2017, ενώ ακολούθως για την αποκατάστασή του υπεβλήθη σε εξήντα συνεδρίες κινησιομαλάξεις, κινησιοθεραπείες και ενδυνάμωση, όπως του συνεστήθη, με σκοπό την άμεση κινητοποίησή του μετά την παρατεταμένη παραμονή του στη ΜΕΘ και τη θεραπευτική παρέμβαση στο δεξιό χειρουργημένο ώμο του. Περαιτέρω οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα, η συνυπαιτιότητα του οδηγού του ανωτέρω υπ’ αριθμ. …. ΙΧΕ αυτοκινήτου ……… και του οδηγού της υπ’ αριθμ. …….. δίκυκλης μοτοσυκλέτας ………, το είδος και η βαρύτητα της σωματικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων, έχουν ήδη κριθεί με την υπ’ αριθμ. 84/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που έκρινε επί των ασκηθεισών με αριθμ. εκθ. καταθέσεων ……/2019 και ……../2020 εφέσεων κατά της υπ’ αριθμ. 4946/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία (υπ’ αριθμ. 84/2021 απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος και η οποία αποτελεί δεδικασμένο στη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαίτιου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος τα επόμενα έτη επιδεινώθηκε, αφού το έτος 2019 διαγνώστηκε από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΕΦΚΑ με μετατραυματική δυσκαψία αριστερού ώμου επί χειρουργηθέντος κατάγματος ωμογλήνης, καθώς και ελαφρού βαθμού περιορισμό κινητικότητας αυχένα και οσφύος μετατραυματικής αιτιολογίας, χωρίς νευρολογικά συμπτώματα, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του να ανέρχεται σε 20%, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΕΦΚΑ, ενώ το ανωτέρω ποσοστό αναπηρίας του αυξήθηκε σε ποσοστό 30%, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 4.1.2022 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της ανωτέρω επιτροπής, καθώς διαγνώστηκε με μετατραυματική αρθρίτιδα ώμου επί χειρουργηθέντος κατάγματος ωμοπλάτης, μετατραυματική αρθρίτιδα αγκώνος με δυσκαμψία και ήπιες λειτουργικές επιπτώσεις της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Περαιτέρω ο ενάγων, ηλικίας 41 ετών κατά το χρόνο που συνέβη το ατύχημα, εργαζόταν στην ατομική επιχείρηση «………….» με αντικείμενο τη συντήρηση και επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων. Μη δυνάμενος όμως να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του και στις απαιτήσεις της εργασίας του λόγω της περιορισμένης κινητικότητας του δεξιού του χεριού και της δυσκολίας να εκτελεί χειρωνακτικές εργασίες, η σύμβαση εργασίας του καταγγέλθηκε στις 2.9.2019, αδυνατώντας έκτοτε να εξεύρει νέα εργασία εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, γεγονός που επέδρασε και στην ψυχική του υγεία, εμφανίζοντας καταθλιπτική διαταραχή, ως αποτέλεσμα της έκπτωσης της κοινωνικής και επαγγελματικής του λειτουργικότητας, για την οποία λαμβάνει αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από 30.1.2020 και 26.10.2021 ιατρικές βεβαιώσεις του ψυχίατρου ………….
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ανωτέρω σωματική αναπηρία του ενάγοντος θα επιδράσει δυσμενώς στην μελλοντική προσωπική, οικονομική και κοινωνική του ζωή υποβαθμίζοντας ποιοτικά το μέλλον του, αφού το είδος της σωματικής βλάβης και οι συνέπειές του, καθιστούν απαγορευτική στο μέλλον την άσκηση από αυτόν δραστηριοτήτων που απαιτούν έντονη σωματική δεξιότητα, ενώ επηρεάζει και την ψυχική του κατάσταση, δημιουργώντας αίσθημα μειονεκτικότητας έναντι τρίτων. Ενόψει των ανωτέρω και δοθέντος ότι η αναπηρία του ενάγοντος είναι βέβαιο ότι θα επιδράσει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αρνητικά στο οικονομικό, κοινωνικό και οικογενειακό του μέλλον, χωρίς να απαιτείται να προκύπτει η πρόκληση συγκεκριμένης μελλοντικής περιουσιακής ζημίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, δικαιούται ως εκ τούτου κατ’ άρθρο 931 ΑΚ αυτοτελούς αποζημιώσεως, η οποία λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ατυχήματος, του είδους και των συνεπειών της αναπηρίας του ενάγοντος, της ηλικίας του και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 15.000 ευρώ. Η ανωτέρω αξίωση είναι διαφορετική από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οι οποίες (ανωτέρω αξιώσεις) είναι αυτοτελείς και δύνανται να ασκηθούν και σωρευτικά σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω η απώλεια της εργασίας του ενάγοντος, λόγω της προαναφερόμενης αναπηρίας του, συνεπεία του επισυμβάντος ατυχήματος και η αδυναμία του να εξεύρει άλλη εργασία επιβάρυνε την ψυχική του κατάσταση, εμφανίζοντας ψυχοκινητική διέγερση με ξεσπάσματα οργής και καταθλιπτική διάθεση, η οποία, ανωτέρω βλάβη της ψυχικής του υγείας δεν μπορούσε να προβλεφθεί αντικειμενικά κατά το χρόνο άσκησης της προγενέστερης αγωγής του, γενομένου δεκτού του αιτήματος του για την επιδίκαση πρόσθετης περαιτέρω χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της απρόβλεπτης δυσμενούς εξέλιξης της υγείας του, που παρουσιάστηκε το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και αποτελεί επιδείνωση της υπάρχουσας καταστάσεως της υγείας του. Πρέπει, συνεπώς, να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των 25.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο κρίνεται εύλογο, λαμβανομένου υπόψη της ηλικίας του ενάγοντος, ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν 41 ετών, του είδους της σωματικής βλάβης που υπέστη και της σταδιακής επιδείνωσης της υγείας του και του αυξανόμενου ποσοστού αναπηρίας του, που δυσχεραίνει την εξεύρεση εργασίας του, με συνέπεια την οικονομική του αδυναμία και την κοινωνική του απομόνωση. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα τα ίδια ποσά για τις παραπάνω αιτίες ( αποζημίωση της ΑΚ 931 και πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση), δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των λοιπών λόγων και των δύο εφέσεων, με τους οποίους οι εκκαλούντες παραπονούνται για τα αντίθετα.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εκκαλούντων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό κρίση εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει ουσιαστικά τις ανωτέρω εφέσεις.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11.9.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ