Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 386/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    386/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) …………. για την ίδια ατομικά και 2) ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της, …………, ήδη ενηλίκου, παρισταμένου στο όνομα του και 3) ………, κατοίκων …… ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Ελένη Κοντοσέα και

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην … Αττικής, επί της οδού ……. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην …….. Αττικής, επί της οδού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό.

Ο εκκαλούντες-εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../23.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1362/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, με την από 27.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../27.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../28.7.2021 έφεση και οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες ναυτιλιακές εταιρείες με την από 10.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./10.9.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../21.9.2021 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες : α) από 27.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/27.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../28.7.2021 έφεση των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων –εφεσιβλήτων, ……………., για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της, ………….., ήδη ενηλίκου, παρισταμένου στο όνομα του και …………… και β) από 10.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/10.9.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../21.9.2021 έφεση των εναγομένων ναυτικών εταιρειών «………» και «………», που εδρεύουν στην ….. Αττικής και εκπροσωπούνται νόμιμα, ήδη εκκαλουσών – εφεσιβλήτων, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1362/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/23.12.2019 αγωγή των πρώτων κατά των δεύτερων, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία των εναγόντων – εκκαλούντων, στις 12.7.2021, στον πληρεξούσιο δικηγόρο, ως αντίκλητο, των εναγομένων – εκκαλούντων, συντασσομένης της υπ’αριθμ……../12.7.2021 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά, ………., που προσκομίζεται με επίκληση από τους ενάγοντες – εκκαλούντες – εφεσιβλήτους, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.7.2021 και  10.9.2021 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, στην από 29.11.2019 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ……., συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, που απεβίωσε στις 16.11.2019 στο ……. Κρήτης και ο οποίος δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 2.4.2018 έως 11.4.2018, 9.5.2018 έως 27.11.2018, 14.1.2019 έως 27.3.2018 και 28.3.2019 έως 30.5.2019, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΡ», κόρων ολικής χωρητικότητας 14.640,10, νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, παρεκτός των διαστημάτων από 2.10.2018 έως 27.11.2018 και 14.1.2019 έως 31.3.2019, που είχε αναθέσει τον εφοπλισμό τούτου στην δεύτερη εναγομένη εταιρεία και είχε διατηρήσει την κυριότητα του, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, είτε από το λιμάνι του Πειραιά προς Κυκλάδες, νησιά Βορείου Αιγαίου και Ηράκλειο Κρήτης, είτε από το λιμάνι της Πάτρας προς Μπάρι Ιταλίας, κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) είτε για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων είτε για τα πληρώματα των μεσογειακών και τουριστικών πλοίων αντίστοιχα,  μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά τα χρονικά διαστήματα, που αυτό εκτελούσε δρομολόγια, επί 15 ώρες, κατά μέσον όρο καθημερινά, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσαν οι ενάγοντες, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, να τους καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό χρηματικό ποσό των 18.816,03 ευρώ, κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ήτοι 1/4, 3/8 και 3/8 αντιστοίχως και να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, η μεν πρώτη, ως κυρία, η δε δεύτερη, ως έχουσα τον εφοπλισμό τούτου, να τους καταβάλουν επιπλέον εις ολόκληρον το ποσό των 7.580,15 ευρώ, ομοίως κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας,  με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του αποβιώσαντος συγγενή τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν και υποχρέωσε, αφενός την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (2.362,62€) και σε έκαστο των λοιπών δύο εναγόντων το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (3.543,94 €) και αφετέρου υποχρέωσε  αμφότερες τις εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, την μεν πρώτη, ως κυρία, μέχρι την αξία του πλοίου, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (94,77€) και σε έκαστο των λοιπών εναγόντων το ποσό των εκατόν σαράντα δύο λεπτών και δεκατεσσάρων λεπτών (142,14€), νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του αποβιώσαντος, πλην του επιδόματος Χριστουγέννων 2019, με τον νόμιμο τόκο από 1.1.2020.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους αντίστοιχα, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως. Επιπλέον, οι εκκαλούσες-εναγόμενες ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 4.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή.

III. Με το άρθρο 1710 ΑΚ, προβλέπεται ότι κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά. Στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κληρονομουμένου, κατά τον χρόνο του θανάτου του, που επιδέχονται χρηματική αποτίμηση.  Ειδικότερα, οι έννομες σχέσεις ενοχικού δικαίου κατά κανόνα κληρονομούνται. Κατ’εξαίρεση ακληρονόμητες είναι, μεταξύ άλλων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, η σύμβαση εργασίας, με την εξής διάκριση: Εάν απεβίωσε ο εργαζόμενος, η έννομη σχέση δεν είναι μεταβιβαστή αιτία θανάτου. Ωστόσο εκκρεμείς κατά τον χρόνο του θανάτου απαιτήσεις, μη προσωποπαγούς χαρακτήρα (π.χ.δεδουλευμένος μισθός), περιέχονται στους κληρονόμους του (ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1710 αρ.52 και 53).

Ειδικότερα, με το θάνατο του εργαζομένου λύεται και η σύμβαση εργασίας αυτού. Ορισμένα από τα δικαιώματα, που είχε ο εργαζόμενος έναντι του εργοδότη του μπορούν να ασκηθούν από τους κληρονόμους του, εφ’ όσον έχει γεννηθεί η σχετική αξίωση, ενώ άλλα δικαιώματα, είτε διότι είναι προσωποπαγή είτε διότι δεν έχει γεννηθεί η σχετική αξίωση, δεν μεταβιβάζονται στους κληρονόμους. Έτσι οι κληρονόμοι του μισθωτού σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης, λόγω θανάτου του, δικαιούνται να ζητήσουν: 1. Τις αποδοχές ή άλλου είδους αμοιβές του εργαζόμενου για εργασία που είχε ήδη προσφέρει και για την οποία δεν είχε λάβει αμοιβή. 2. Τα επιδόματα εορτών εφ’ όσον είχε παρασχεθεί από τον εργαζόμενο εργασία μέσα στα κρίσιμα για την χορήγηση των επιδομάτων εορτών διαστήματα (1 Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου για το επίδομα Πάσχα και 1 Μαΐου έως 31 Δεκεμβρίου για το επίδομα Χριστουγέννων). 3. Τις αποδοχές και το επίδομα αδείας για εργαζόμενο, που απεβίωσε πριν λάβει την οφειλόμενη σ’ αυτόν άδεια μετ’αποδοχών, που δικαιούνταν κατά το ημερολογιακό έτους του  θανάτου.

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η σύμβαση εργασίας του αποβιώσαντος στις 16.11.2019 συγγενούς των εναγόντων, ……….., είχε λυθεί στις 30.5.2019, που απολύθηκε οριστικά από το πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, στο οποίο είχε ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και όχι λόγω θανάτου του. Κατά τον χρόνο του θανάτου του, δεν εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο με την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών, ότι υπήρχαν εκκρεμείς απαιτήσεις του κληρονομούμενου από τη σύμβαση εργασίας του, καθόσον αυτός δεν αναφέρεται, μήτε προκύπτει ότι είχε προβεί σε ουδεμία σχετική εξώδικη ή δικαστική όχληση των εναγομένων εταιρειών, ούτε σε καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας ή σε μηνυτήρια αναφορά και εν γένει σε κάποια νόμιμη ενέργεια για ανεξόφλητες απαιτήσεις από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο. Οι επίδικες αξιώσεις εγέρθηκαν για πρώτη φορά από τους ενάγοντες, ως συγγενείς εξ αδιαθέτου του αποβιώσαντος ναυτικού, με την παρούσα αγωγή, μετά τον θάνατο του και δεν αφορούν καθυστερούμενους δεδουλευμένους μισθούς, ένεκα υπερημερίας της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας, ώστε να θεωρούνται εκκρεμείς ανεξόφλητες απαιτήσεις από την σύμβαση εργασίας του, αλλά προκύψασες, κατά τους ισχυρισμούς τους, διαφορές αποδοχών, ένεκα αφενός των ισχυουσών ΣΣΝΕ κατά το έτος 2019, που κυρώθηκαν αντίστοιχα με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019» και την ΥΑ 2242.5-1.10/56166/2019 (ΦΕΚ Β΄ 3097/1.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019» του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ήτοι μετά την οριστική απόλυση του αποβιώσαντος και συνεπώς, δεν έχουν αναδρομική εφαρμογή σε μη ενεργή εργασιακή σχέση και αφετέρου, διαφορές υπερωριακής αμοιβής και εντεύθεν επιδομάτων εορτών και αμοιβής δρομολογίων εξπρές, συνεπεία της επικαλούμενης, το πρώτον απ’αυτούς, παροχή υπερωριακής εργασίας από τον αποβιώσαντα συγγενή τους, πέραν της καταβληθείσης σ’αυτόν, κατά τα συμφωνηθέντα, υπερωριακής αμοιβής, τις υπέρτερες όμως αυτές αποδοχές ο εργαζόμενος, ήδη αποβιώσας, ναυτικός, ουδέποτε είχε επικαλεστεί ή/και διεκδικήσει με οποιοδήποτε τρόπο, κατά την διάρκεια των εργασιακών του συμβάσεων, ούτε από τον χρόνο της απόλυσης του μέχρι και τον χρόνο του θανάτου του, με αποτέλεσμα οι ένδικες αυτές απαιτήσεις να μην περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία, κατά τον χρόνο του θανάτου του και την επαγωγή της κληρονομίας στους κληρονόμους, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι δεν εκτίθεται ότι έχουν δηλωθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή από τους ενάγοντες κληρονόμους.

Περαιτέρω, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων μετ’επικλήσεως στοιχείων της δικογραφίας αναφορικά με την νομιμοποίηση των εναγόντων, ως κληρονόμων, προκύπτει ότι έχουν δημοσιευθεί δύο ιδιόγραφες διαθήκες του αποθανόντος με τα υπ’αριθμ……/21.11.2019 και …/24.6.2020 αντίστοιχα πρακτικά του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνης, εκ των οποίων προσκομίζεται μόνο η πρώτη, όπως δημοσιεύθηκε, στην οποία ουδέν αναφέρεται περί κληρονομηθείσες εργατικές απαιτήσεις στην εγκαθισταμένη μοναδική κληρονόμο σύζυγο του, ενώ καθίσταται άγνωστο το περιεχόμενο της νεώτερης δεύτερης διαθήκης. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και τα σχετικά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα στοιχεία, δεν θεμελιώνεται η ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων, ως κληρονόμων των φερόμενων απαιτήσεων του κληρονομούμενου εργαζομένου ναυτικού εκ των συμβάσεων εργασίας του, ούτως ώστε δεν δικαιολογείται η άσκηση των ένδικων εργατικών αξιώσεων από τους ενάγοντες κατά των εναγομένων εταιρειών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι νομιμοποιούνται οι ενάγοντες στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του εργαζομένου ναυτικού, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτής γενομένης εν μέρει της έφεσης των εναγομένων, ως ουσιαστικά βάσιμης, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της, όπως και εκείνων της έφεσης των εναγόντων, που πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως νόμω αβάσιμη. Το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, ως κατ’ ουσίαν βάσιμο και να διαταχθεί η απόδοση στην πρώτη εναγομένη του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 3.600 ευρώ, μετ’αφαίρεση του παρακρατηθέντος φόρου 10%, στους ενάγοντες, τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την απορριφθείσα έφεση, πρέπει να επιβληθούν στους  εκκαλούντες-ενάγοντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και όσον αφορά την έφεση που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων-εκκαλουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν αιτήματος τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων-εφεσιβλήτων,  ένεκα της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 27.7.2021 έφεση των εναγόντων.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την από 10.9.2021 έφεση των εναγομένων.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1362/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 29.11.2019 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Διατάσσει την απόδοση στην πρώτη εναγομένη του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 3.600 ευρώ, στους ενάγοντες.

Επιβάλλει στους ενάγοντες – εφεσιβλήτους τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων-εκκαλουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 17 Ιουλίου  2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ