Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 447/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   447/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα K.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………….. ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ειρήνης Ανδρουλάκη και

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην …. Αττικής, επί της οδού …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Σταμούλη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../6.12.2019  αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1736/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 8.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/14.10.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./18.10.2021 έφεση και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 18.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/19.10.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/20.10.2021 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν, η πρώτη μετ’αναβολή, από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο 22.9.2022, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 8.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./14.10.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/18.10.2021 και β) από 18.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/19.10.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/20.10.2021 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ………….. και αφετέρου, της εδρεύουσας στην ….. νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1736/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 5.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./6.12.2019  αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 5.12.2019 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του αρχιμάγειρα στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά οχηματαγωγά ακτοπλοϊκά πλοία «ΝΣ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό …., κ.ο.χ. 13.902,04 και «ΝΜ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ. 8.128,98, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα αντίστοιχα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 4.10.2017 μέχρι τις 22.3.2019, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα λόγω καταγγελίας της σύμβασης του άνευ υπαιτιότητας του, αντί του προβλεπομένου από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες κατά μέσον όρο, χωρίς να λαμβάνει πλήρως τις νόμιμες αποδοχές του, ούτε το ειδικό επίδομα αρχιμάγειρα για τα πρόσθετα καθήκοντα σφαγέα και ζαχαροπλάστη, που εκτελούσε, ούτε πλήρες το δικαιούμενο επίδομα άγονης γραμμής, ούτε ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές» κατά την θερινή περίοδο από 16.6.2018 έως 9.9.2018, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019, μήτε την πλήρη προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ούτε την δικαιούμενη αποζημίωση αδείας μετά τροφοδοσίας, μήτε την προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω την εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπως παραδεκτά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], αφενός παραιτήθηκε από τα κονδύλια της αμοιβής για δρομολόγια εξπρές εκ 9.173,46 ευρώ και αποζημίωσης απόλυσης εκ 4.015,50 ευρώ και αφετέρου, περιόρισε τα λοιπά εξ ολοκλήρου καταψηφιστικά αγωγικά κονδύλια, σε εν μέρει αναγνωριστικά με αναλογικό περιορισμό, κατά ποσοστό 2/3, κάθε αγωγικού κονδυλίου: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 15.444,83  ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 30.889,68 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την οριστική απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός των κονδυλίων για την διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής, που απορρίφθηκαν, λόγω αοριστίας, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, απορρίπτοντας τα αγωγικά κονδύλια καταβολής του ειδικού επιδόματος για τα επιπλέον καθήκοντα του σφαγέα και του ζαχαροπλάστη, του μισθού ολόκληρου μηνός για την απασχόληση του στο δεύτερο πλοίο για διάστημα έλασσον και της αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (17.837,96 €), αναγνώρισε δε την υποχρέωση της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των τριών χιλιάδων είκοσι επτά ευρώ και έξι λεπτών (3.027,06€), για διαφορά υπερωριακής αμοιβής, αποζημίωση αδείας και επιδόματος Πάσχα 2019, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

Επιπλέον, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 17.837,96 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, επιπλέον δε των ποσών, αφενός των 840,50 ευρώ για έκδοση πρώτου εκτελεστού απογράφου της πρωτόδικης απόφασης, αντιγράφου εξ απογράφου και σύνταξη της επιταγής για εκτέλεση και αφετέρου, των 1.291 ευρώ για αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για την κατάσχεση του πλοίου «ΝΣ» συντασσομένης της υπ’αριθμ……/24.9.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου και συνολικά 19.969,46 ευρώ, που αναγκάστηκε να καταβάλει στον ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής εκάστου ποσού, άλλως από την επίδοση της έφεσης.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), μόνο αναφορικά με το καταβληθέν, ως προσωρινά εκτελεστό ποσό, καθόσον τα αναφερόμενα λοιπά έξοδα για την αναγκαστική εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής πρωτόδικης απόφασης, δεν αποτελούν ένδικες απαιτήσεις, αλλά αφορούν την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που επιβλήθηκε λόγω μη εκούσιας συμμόρφωσης της οφειλέτριας εναγομένης στην πληρωμή του προσωρινά εκτελεστού ποσού και βαρύνουν την καθ’ης η εκτέλεση εναγομένη, συνεπώς το αίτημα περί επιστροφής τους δεν ερείδεται στο νόμο, δεδομένου ότι με την εκδοθησομένη απόφαση, ακόμα και σε περίπτωση, που κριθούν τελεσίδικα ουσιαστικά αβάσιμες οι απαιτήσεις του ενάγοντος, δεν θα εξαφανιστεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που νομότυπα έλαβε χώρα, παρά μόνο η πρωτόδικη απόφαση, καθόσον αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η διάγνωση της ύπαρξης και του μεγέθους των ένδικων αξιώσεων και όχι το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Επίσης, μη νόμιμο παρίσταται το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, άλλως από τη επίδοση της έφεσης της εναγομένης, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της εκδοθησομένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν.32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν.1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν.3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000, 967 = ΕΕΔ 2001, 231).

Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν.1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωση της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψη της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωση της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987 ΕΕΔ 1989/275, Δνη 1988/1387, ΕΕΝ 1989/49, ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987 ΕΕΝ 1988/669, ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987 ΕΕΝ 1988/673, ΕΕΔ 1988/1128, ΕφΠειρ 543/2022, ΜονΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980. Σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 Δνη 1992/1606, ΕΕΔ 1992/934, ΕΝαυτΔ 1992/502, ΕΝαυτΔ 1993/383). Ειδικότερα, η δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψη της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως  (ΜονΕφΠειρ 285/2015, ΜονΕφΠειρ 459/2015, ΜονΕφΠειρ 591/2014, ΜονΕφΠειρ 842/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406, ΕΕμπΔ 2012/365). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεως τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψη τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ 371/2016, ΜονΕφΠειρ 376/2016, ΜονΕφΠειρ 719/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό».

Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014 ΔΕΕ 2014, 864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331, ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999 Δνη 1999/1559, ΔΕΝ 2000/151, ΕΕΔ 2000/567, ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997 ΔΕΕ 1997/1104, ΕΕργΔ 1998/696, ΜονΕφΠειρ 205/2019, ΤριμΕφΠειρ 720/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝαυτΔ 2011/406, ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ 262/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ.Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητας τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ.Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005, 589, ΕφΑθ 6808/1994 ΔΕΝ 1995, 665 = ΕπιθΑσφΔ 1995, 392). Για να καταστεί όμως οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010, 1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010, 1061, Δ.Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση.  Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν.4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 205/2019).

Περαιτέρω, με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/80350/2018 (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2018» του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίοι μισθοί ενεργείας της υπηρεσίας μαγειρείου, όπως και τα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές αυξήθηκαν κατά 2% και ορίστηκαν για την ειδικότητα του αρχιμάγειρα, πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., ως ακολούθως: Ο μηνιαίος μισθός ενεργείας σε χίλια οκτακόσια σαράντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (1.846,30 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τετρακόσια έξι ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (406,19 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 €/ημέρα Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €) το μήνα και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε εξακόσια εννέα ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά [(1.846,30 €  + 406,19 € = 2.252,49) : 22 = 102,38 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 609,85 €], το δε ωρομίσθιο του καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των δέκα ευρώ και εξήντα επτά (10,67 €). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 παρ.6 περ.Ι 1, κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο, προκειμένου για αρχιμάγειρα πλοίων άνω των 1500 κ.ο.χ., αυτή ορίστηκε για το έτος 2018, σε 13,34 € (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 16,01 € (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι οι ως άνω Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας προβλέπουν στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

IV. Από τις υπ’αριθμ…./ και …./29.1.2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……. και ………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……………, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. ……./25.1.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….) και τις υπ’αριθμ…./19.10.2022 και …./19.10.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …….. και ………, που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Θήβας, …….. και του συμβολαιογράφου Άστρους, …….., αντίστοιχα, με την επιμέλεια του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου-ενάγοντος στην κατ’εφεση δίκη (529 παρ.1 ΚΠολΔ), κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εκκαλούσας-εφεσιβλήτου-εναγομένης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ…./14.10.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη των υπ’αριθμ…../5.2.2020 και …/17.6.2020 ενόρκων βεβαιώσεων των ……… και ………, που συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, με την επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν κλήτευσης της εναγομένης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ…../31.1.2020 και ……./4.6.2020 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Αθηνών, ……… και Πειραιώς, …………., αντίστοιχα), πλην όμως αυτή, κλήθηκε να παρασταθεί στην εξέταση των ανωτέρω, καθώς και άλλων μαρτύρων, σύμφωνα με τις από 31.1.2020 και 3.6.2020 αντίστοιχα κλήσεις, όχι σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, αλλά σωρευτικά σε διάφορες ημερομηνίες και πολλαπλές ώρες της κάθε ημερομηνίας, κατά τρόπο ώστε ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων να μην είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται σ’αυτήν η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση τους και συνακόλουθα, δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, γι’αυτό και οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε η εναγομένη, είναι ανύπαρκτες, ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013) και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τις έλαβε υπόψη, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου του συναφούς τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια αυτή, ως ουσιαστικά βασίμου. Περαιτέρω,

από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εδρεύουσας στην …. Αττικής εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την τότε επωνυμία «………» και ήδη «……..», πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών οχηματαγωγών ακτοπλοϊκών πλοίων «ΝΣ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ. 13.902,04 και «ΝΜ», νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κ.ο.χ. 8.128,98 και του ενάγοντος, ….., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του αρχιμάγειρα, στα ως άνω πλοία, αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του στο μεν πρώτο, από 29.3.2017 μέχρι 2.10.2017, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, από 4.10.2017 μέχρι τις 25.1.2018, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο και από 1.4.2018 έως 1.2.2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά ομοίως «αμοιβαία συναινέσει», ενώ στις 15.3.2019 ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο δεύτερο, ως άνω, πλοίο, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 22.3.2019, οπότε απολύθηκε ομοίως «αμοιβαία συναινέσει». Ειδικότερα, το «ΝΣ» εκτελούσε εβδομαδιαίως δρομολόγια από και προς τον Πειραιά, την Χίο, την Μυτιλήνη, τα Ψαρά και τις Οινούσες, ενώ το «ΝΜ» εκτελούσε κάθε εβδομάδα δρομολόγια από και προς τον Πειραιά, την Σύρο, την Μύκονο, τον Εύδηλο Ικαρίας, το Καρλόβασι Σάμου, το Βαθύ Σάμου και ορισμένες ημέρες προσέγγιζε τον Άγιο Κήρυκα και τους Φούρνους. Κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά το έτος 2018 και μέχρι 22.3.2019, που απολύθηκε, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε η από 4.9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στις 14.11.2018 (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας, που την συνομολόγησαν, περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα περί αναδρομικής από 1.1.2018 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, να καταλαμβάνουν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωση της, αλλά ενοχικώς και πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2018 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ, οι δε όροι αυτής κατέστησαν, με την συμφωνία των συμβαλλομένων διαδίκων, όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και μετά την λήξη της οριζομένης ετήσιας διάρκειας της, μέχρι την οριστική απόλυση του στις 22.3.2019, καθόσον η μεταγενέστερη από 8.7.2019 τοιαύτη ΣΣΝΕ του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019), καταρτίστηκε, κυρώθηκε και δημοσιεύθηκε, κατά χρόνο που έπεται της οριστικής απόλυσης του ενάγοντος και λύσης της σύμβασης εργασίας του και συνεπώς, δεν κατέστη εφαρμοστέα σε μη ενεργή εργασιακή σχέση. Επομένως, η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δόθηκε, κατά την σύναψη της ΣΣΝΕ έτους 2018, κατέλαβε τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή της και δεν είχαν λυθεί μέχρι τότε, ενώ η τελευταία σύμβαση εργασίας του, που συνήφθη σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της ΣΣΝΕ έτους 2018, χωρίς να έχει συναφθεί και να ισχύσει νέα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των εν λόγω πλοίων, προσδιόριζε τους όρους παροχής και αμοιβής της εργασίας του ενάγοντος. Οι όροι όμως και αυτής της σύμβασης, ταυτίζονταν με τους προβλεπόμενους όρους της ήδη τότε λήξασας ΣΣΝΕ, που ίσχυε προηγουμένως, έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών. Τα ανωτέρω, προκύπτουν από το περιεχόμενο των επίδικων εργασιακών συμβάσεων, που είναι πανομοιότυπο, καθόσον στις καθοριζόμενες αποδοχές περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και όλα τα προβλεπόμενα από την ΣΣΝΕ επιδόματα, καθώς και η προβλεπόμενη άδεια μετ’αποδοχών και αφετέρου, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, όπου στην κάθε επίδικη ναυτολόγηση του στην ένδειξη «Μισθός» αναγράφεται «Σ.Σ.», δηλαδή Συλλογική Σύμβαση,  ως ισχύουσα δε ΣΣΝΕ τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά την δηλωθείσα άτυπα αλλά και την συναγομένη από τις περιστάσεις βούληση τους, εννοούσαν την τελευταία ισχύσασα συλλογική σύμβαση του έτους 2018, που ανεξαρτήτως από τον χρόνο κύρωση της, η συμφωνία ήταν να ενταχθούν οι όροι της στις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος και,  παρά την παύση ισχύος της, να διατηρηθούν, τα δε καθοριζόμενα σ’αυτήν ποσά για μισθό ενεργείας της ειδικότητας του και τα αναλογούντα επιδόματα, περιλαμβάνονταν και στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, που εξέδιδε η εναγόμενη κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του στα επίδικα πλοία της, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η εναγομένη συμμορφούμενη με την αναδρομική εφαρμογή της ανωτέρω ΣΣΝΕ από 1.1.2018, προέβη σε καταβολή αναδρομικά των ποσών, που αντιστοιχούσαν στην διαφορά των αναπροσαρμοσθέντων με αυτήν αποδοχών και αφορούσαν το διάστημα πριν την κύρωση της από την έναρξη της οριζομένης ισχύος της. Επομένως, αφού οι συμβαλλόμενοι διάδικοι, σύμφωνα με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, συμφώνησαν στις επίδικες ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που αφορούσαν τους κρίσιμους χρόνους των ετών 2018 και 2019, να καταστούν περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών οι όροι της ισχύουσας ΣΣΝΕ έτους 2018, ακόμα και μετά την λήξη της ισχύος της, σημαίνει ότι οι όροι αυτοί κατέστησαν και θεωρούνταν εξαρχής περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός λόγος της δεσμευτικότητας τους είναι η σύμπτωση της ιδιωτικής βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων εργοδότη και εργαζομένου, ο δε ισχυρισμός της εναγομένης ότι η διάταξη του άρθρου 49 Ν.4597/2019, περί αναδρομικής ισχύος της κυρωθείσης ΣΣΝΕ από την οριζομένη σ’αυτήν έναρξη, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά ψευδοερμηνευτική, αλυσιτελώς προβάλλεται. Ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση έχει η, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2018, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, αφού συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης με τον οποίο αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του στα εν λόγω πλοία, απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του αρχιμάγειρα (άρθρα 121 και 122 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, ο ενάγων ήταν υπαξιωματικός του πλοίου, προϊστάμενος του κατώτερου προσωπικού του μαγειρείου και όντας υπόλογος επί της υπηρεσίας αυτού τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του ύπαρχου, στα δε καθήκοντα του περιλαμβάνονταν η μέριμνα και η αντίστοιχη ευθύνη για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή συντήρηση των διαμερισμάτων του μαγειρείου, των ψυγείων και των εντός αυτών τροφίμων, των πλυντηρίων και εν γένει των μαγειρικών σκευών, για την απόλυτη καθαριότητα και την καλή εμφάνιση των υφισταμένων του και για την έγκαιρη και σύμφωνη με τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης παρασκευή των εδεσμάτων που προορίζονται για το πλήρωμα και τους επιβάτες, ενώ, παράλληλα, ο ίδιος παρακολουθούσε την εργασία των μαγείρων, παρείχε σ’ αυτούς οδηγίες, επόπτευε τη διανομή κατά την ώρα του φαγητού, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι μερίδες είναι κανονικές και σύμφωνες προς το εδεσματολόγιο ή τις παραγγελίες, ώστε να μη δημιουργούνται δυσχέρειες και παράπονα εκ μέρους του πληρώματος των πλοίων και των επιβατών και απαγόρευε την είσοδο, την κυκλοφορία και την παραμονή στα διαμερίσματα του μαγειρείου κάθε προσώπου που δεν είχε δικαίωμα προς τούτο.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.1 και 4 του Π.Δ.177/1974 περί οργανικής σύνθεσης  πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων, η σε μαγείρους και χυτροκαθαριστές οργανική σύνθεση του προσωπικού του μαγειρείου των επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας ανώτερης των 8.000 και έως 12.000 κόρους, όπως το «ΝΜ», καθορίζεται σε έναν (1) αρχιμάγειρα, έναν (1) μάγειρα Α΄, δύο (2) μαγείρους Β΄, δύο (2) μαγείρους Γ΄ και τρεις  (3) χυτροκαθαριστές, σύνολο εννέα (9), ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο αφαιρείται ένας (1) μάγειρας Γ΄. Η εναγομένη δεν προσκομίζει πίνακα της οργανικής σύνθεσης των πληρωμάτων των ένδικων πλοίων, πλην όμως, όπως παραδέχεται και προκύπτει, αυτή υπολειπόταν, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, της προβλεπομένης για πλοία έως 12.000 κόρους και δη την θερινή περίοδο το προσωπικό του μαγειρείου του πλοίου «ΝΣ», κ.ο.χ. άνω των 12.000 και δη 13.902,04,  αποτελούσαν ο ενάγων αρχιμάγειρας, πέντε (5) μάγειροι (ένας με βαθμό Α΄, δύο Β΄ και δύο Γ΄) και τρεις (3) χυτροκαθαριστές, δηλαδή συνολικά εννέα (9) άτομα, ενώ κατά την χειμερινή περίοδο υπηρετούσαν δύο μάγειροι λιγότεροι με βαθμό Β΄ και Γ΄ αντίστοιχα και δύο χυτροκαθαριστές, δηλαδή σύνολο έξι (6) άτομα, όσοι και στο μικρότερης δυναμικότητας πλοίο «ΝΜ», που ομοίως υπολειπόταν της προβλεπομένης.

Οι ασχολίες του αρχιμάγειρα ενάγοντος και των μαγείρων συνίσταντο κυρίως στην παρασκευή τριών γευμάτων την ημέρα για τη σίτιση του πληρώματος των πλοίων, που κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα αριθμούσε την θερινή περίοδο εκείνο του «ΝΣ» περί τα εκατό (100) μέλη, υπήρχε δε μια τραπεζαρία πληρώματος και μια αξιωματικών, που λειτουργούσαν καθημερινά από τις 07:00 έως τις 09:30 για πρωϊνό, από τις 11:30 έως τις 13:30 το μεσημέρι για γεύμα και από τις 17:00 έως τις 21:00 το απόγευμα για δείπνο. Επιπλέον, τα επίδικα πλοία μεταφορικής ικανότητας περίπου 2.200 και 1.900 επιβατών αντίστοιχα, παρείχαν τροφή στους επιβάτες παρασκευασμένη στο πλοίο και για τον σκοπό αυτό διέθεταν προς εξυπηρέτηση των επιβατών τους, ένα εστιατόριο self service, που λειτουργούσε από τις 19.00 έως τις 22.30, ενώ κατά το ταξίδι επιστροφής από την Χίο στον Πειραιά παρέτεινε την λειτουργία του μέχρι τις 23.30, προς εξυπηρέτηση των επιβιβαζόμενων από το λιμάνι της Χίου στις 22.30 και τις Οινούσες. Κατά την θερινή περίοδο και την εκτέλεση εξπρές δρομολογίων παρέχονταν στους επιβάτες του «ΝΣ» και γεύμα, οπότε το εστιατόριο λειτουργούσε και το μεσημέρι από τις 13.00 μέχρι τις 15.00.  Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών επαρκούς σίτισης του πολυάριθμου πληρώματος και των επιβατών των επίδικων πλοίων, κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων τους, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις εργασίες αυτές, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, καθόσον δεν είχε μόνο οργανωτικά και εποπτικά καθήκοντα, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, αλλά απασχολούνταν ο ίδιος με την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού, καθώς επίσης την διαίρεση του σε μερίδες και επιμελούνταν την διανομή τους στο πλήρωμα και τους επιβάτες και δεν απουσίαζε από το μαγειρείο κατά την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού, αλλά και την διανομή του, παραμένοντας κάθε φορά τουλάχιστον μέχρι την λήξη του  κανονικού ωραρίου λειτουργίας των τραπεζαριών για την παροχή των παρασκευασμένων εδεσμάτων, ώστε να εξασφαλίζεται με την παρουσία του και την συμμετοχή του η βέλτιστη λειτουργία τους και εξυπηρέτηση του πληρώματος και των επιβατών, που έφθαναν στην χειμερινή περίοδο τους 700 περίπου και την θερινή κατά μέσο όρο τους 1.500 και, ως εκ τούτων, απαιτούνταν υπερωριακή απασχόληση του, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν αμοιβή για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στα ανωτέρω πλοία με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, συντασσομένων των, ως άνω, ένορκων βεβαιώσεων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, …………., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, ως μάγειρας Β΄, για κάποιους μήνες στο πρώτο ως άνω πλοίο, βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει αντίθετα η εναγομένη με την συναφή αιτίαση, που διαλαμβάνεται στον πέμπτο λόγο της έφεσης της, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, τα πολύωρα δρομολόγια του, τις μόνιμες ανάγκες σίτισης των μελών του πληρώματος και των επιβατών, που ικανοποιούσε το μαγειρείο, ειδικά των πρώτων ανεξαρτήτως αν το πλοίο ταξίδευε ή παρέμενε στο λιμάνι, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητας του, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την σχετική Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού της εναγόμενης, που διαλαμβάνεται στον σχετικό πέμπτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των επίδικων περιόδων, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα (12) ώρες στα  ανωτέρω πλοία, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η σχετική αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον πέμπτο εκείνον της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με την κρινόμενη έφεση.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της, ως άνω, εφαρμοζομένης συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του μάγειρα Α΄, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 13,34 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 16,01 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Επομένως, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 25.1.2018, 1.4.2018 έως 1.2.2019 και 15.3.2019 έως 22.3.2019 : α) για υπερωριακή αμοιβή 234 καθημερινών και 46 Κυριακών, ήτοι 280 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.120 υπερωρίες Χ 13,34 ευρώ το ωρομίσθιο = 14.940,80 € και β) για υπερωριακή αμοιβή 44 Σαββάτων και 15 αργιών, ήτοι για 59 ημέρες Χ 12 ώρες = 708 υπερωρίες Χ 16,01 το ωρομίσθιο = 11.335,08 ευρώ και συνολικά 26.275,88  ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 10.180,83 ευρώ (7.991,42 € για Σάββατα και αργίες + 2.189,41 ευρώ για καθημερινές και Κυριακές), όπως συνομολογεί ο ίδιος και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται, ως υπερωριακή αμοιβή,  το ποσό των 16.095,05 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι για την αιτία αυτή, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 20.686,20 ευρώ (11.736,69 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών + 8.949,51 ευρώ για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων εν μέρει του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και πέμπτου εκείνου της έφεσης της εναγομένης, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βασίμων.

V. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του αρχιμάγειρα, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του στα εν λόγω πλοία, διάφορα χρηματικά ποσά, ως επιμίσθιο, όπως αναλυτικά εκτίθενται, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.544,76 ευρώ. Από το περιεχόμενο των προσκομιζομένων από 29.3.2017 και 1.4.2018 έγγραφων συμβάσεων εργασίας του, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δεν προκύπτει να έχει περιληφθεί συμφωνία, κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό, ότι το, ως άνω, πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές και συνεπώς, η εναγομένη δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, των καταβαλλόμενων στον εργαζόμενο επιπρόσθετων του μισθού του χρηματικών ποσών, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου ενάγοντος ναυτικού. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, ελλείψει σχετικής συμφωνίας, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες, ούτε με οποιαδήποτε άλλη ένδικη αξίωση του και συνεπώς, δεν μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε, όπως ζητεί η εναγομένη δια της προβαλλομένης ένστασης συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων διάφορων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε τακτικά κάθε μήνα στον ενάγοντα, πέραν των νομίμων αποδοχών του, με τις αξιώσεις του από την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη και αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής, και ως εκ τούτου, πρέπει αυτή να απορριφθεί, κατ’ουσίαν. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι δεν θεμελιώνονται οι προϋποθέσεις συμψηφισμού του ανωτέρω καταβαλλομένου επιμίσθιου ποσού με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία, ένεκα μη επίκλησης σχετικής συμφωνίας και ακολούθως, απέρριψε, ως νόμω αβάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, ορθά κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, πρέπει αντικαθισταμένης της αιτιολογίας με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η  προβαλλομένη από την εναγομένη ένσταση συμψηφισμού, ως ουσιαστικά αβάσιμη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον έκτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VI. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262). Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως αρχιμάγειρα, ανέρχονταν στο ποσό των 5.811,25 ευρώ [1.846,30 € μισθός ενεργείας + 406,19 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 € Χ 30 ημέρες) + 609,85 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.846,30 €  + 406,19 € = 2.252,49) : 22 = 102,38 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 2.325,29 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (26.275,88 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 11,3 μήνες)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 1.330,71 ευρώ (5.811,25 € μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.905,62 € Χ 1/15 = 193,70 € ανά οκταήμερο Χ 6,87 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογεί και αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 755,36 ευρώ και συνεπώς δικαιούται διαφορά ποσού 575,35 ευρώ και β) για επίδομα Χριστουγέννων 2018, δικαιούται έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, εφόσον απασχολήθηκε καθ’όλο το διάστημα από 1.5.2018 έως 31.12.2018, δηλαδή το ποσό των 5.811,25 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογεί και προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό των 3.385,04 € και συνεπώς, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 2.426,21 €, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως, ως ουσιαστικά βάσιμης και γ) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 943,31 ευρώ (5.811,25 € μηνιαίες αποδοχές : 2 = 2.905,62 € Χ 1/15 = 193,70 € ανά οκταήμερο Χ 4,87 οκταήμερα) έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογεί και αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 539,55 ευρώ (423,29 € για το διάστημα από 1.1.2019 έως 1.2.2019 + 116,26 € για το διάστημα από 15.3.2019 έως 22.3.2019) και συνεπώς, δικαιούται διαφορά ποσού 403,76 ευρώ δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον όγδοο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι ουδέν του οφείλεται για τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2018, ενώ του οφείλεται υπόλοιπο 47,15 € για το επίδομα Πάσχα 2019, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος το αντίτιμο τροφής, καθώς επίσης και τον μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής ερειδόμενο μάλιστα επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι αυτός δεν είχε συνυπολογισθεί από τον ενάγοντα στις συναφείς αγωγικές αξιώσεις του, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των επιδομάτων εορτών, της μείζονος αναλογίας υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπερωρίες, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εκτελούσε επιπρόσθετα και τα καθήκοντα του σφαγέα και του ζαχαροπλάστη και συνεπώς, η αξίωση του, κατ’άρθρο 12παρ.3 της ως άνω ΣΣΝΕ, για καταβολή πρόσθετης αμοιβής για τις εργασίες αυτές, που αντιστοιχεί σε 15 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, πέραν των άλλων υπερωριών, παρίσταται αβάσιμη, κατ’ουσίαν και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το σχετικό κονδύλιο, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, απορριπτομένων των συναφών αιτιάσεων που αποδίδονται στην εκκαλουμένη με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, περί εσφαλμένου μη συνυπολογισμού του επιδόματος τούτου εκ ποσού 200,10 ευρώ (13,34 Χ 15 ώρες) στις τακτικές αποδοχές του, προς εύρεση των επιδομάτων εορτών, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό “εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ’ ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία δεν κάνει διάκριση ως προς τον τρόπο λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως προ τη παρελεύσεως μηνός από της καταρτίσεως της, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 65 του ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε τότε, κατά την οποία ο ναυτικός που αδικαιολόγητα δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στερείται του αναλόγου μισθού, σαφώς συνάγεται, ότι μόνο εάν η λύση της συμβάσεως προήλθε εξ υπαιτιότητας ή εκ της αποκλειστικής βουλήσεως του ιδίου του ναυτικού, δεν δικαιούται αυτός πλήρους μισθού. Επομένως, εκείνος του οποίου η σύμβαση ναυτολογήσεως με μηνιαίο μισθό λύθηκε, προ της παρελεύσεως μηνός, με αμοιβαία συναίνεση, δικαιούται σε πλήρη μισθό, αφού η απόλυση αυτού από τον πλοίαρχο με την συναίνεση του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην αποκλειστική βούληση του ναυτικού, στην οποία και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως, δεν δικαιούται πλήρη μισθό ο ναυτικός (ΑΠ 326/2017).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο,  ορίζεται ότι “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441, 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή, λιμενική ή προξενική, ή έγιναν ενώπιον της, όπως τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου έχει για τις καταχωρίσεις σ` αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως του ναυτικού, που υπηρετεί στο πλοίο ή τη δική του με κοινή συναίνεση, εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώριση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (ΕφΠειρ 212/2016, ΕφΠειρ 353/2015, ΕφΠειρ 456/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ, Ι.Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121 σελ. 85-86, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994). Επομένως, η αναγραφή από τον πλοίαρχο στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου απολύσεως του ναυτικού, είναι δεκτική ανταποδείξεως με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 977/2003, δημ.ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, όπ.π., Ι. Τέντε, στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα, Ι (2000), άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792,).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αναγραφόμενη στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτία απόλυσης του «αμοιβαία συναινέσει» στις 22.3.2019 από το πλοίο «ΝΜ», είναι εικονική και ότι στην πραγματικότητα απολύθηκε συνεπεία καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς υπαιτιότητα του. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αντίθετα αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο από την αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο, καθόσον δεν έχει, ως προς αυτό, τούτο πλήρη αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εκκαλουμένη, ότι επήλθε, με κοινή συμφωνία αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών, η συναινετική λύση της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος και δεν έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μονομερώς από τον πλοίαρχο αναγομένη σε υπαιτιότητα του ενάγοντος ή χωρίς υπαιτιότητα του, μήτε προήλθε από την αποκλειστική βούληση του ιδίου του ναυτικού. Ενόψει τούτων, δικαιούται στην απόληψη πλήρους μισθού για την τελευταία ναυτολόγηση του στο «ΝΜ», η οποία είχε χρονική διάρκεια μικρότερη από ένα μήνα, ήτοι του ποσού των 3.485,96 ευρώ [1.846,30 € μισθός ενεργείας + 406,19 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 € Χ 30 ημέρες) + 609,85 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.846,30 €  + 406,19 € = 2.252,49) : 22 = 102,38 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)], έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 1.304,48 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται διαφορά ποσού  2.181,48 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη, απέρριψε το σχετικό κονδύλι με το σκεπτικό ότι η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του λόγου της απόλυσης έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη και επειδή δεν λύθηκε η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με καταγγελία, αλλά αμοιβαία συναινέσει, δεν δικαιούται έναν πλήρη μισθό, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου.

VIII. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του στα επίδικα πλοία, όπως αορίστως ισχυρίζεται, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου μήτε στο λιμάνι αφετηρίας μήτε στο λιμάνι προορισμού παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Ο ισχυρισμός του δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων του, συνεπεία της εγγενούς αοριστίας τους στο ζήτημα αυτό, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, αντίγραφα του οποίου προσκομίζονται αποσπασματικά, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του συναφούς τέταρτου λόγου της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμου.

IX. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν έλαβε κατά την διάρκεια της ναυτολόγησης του καμία άδεια, ενώ δικαιούνταν άδεια ίση με πέντε ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του και επομένως, δικαιούται να λάβει αποζημίωση για κάθε ημέρα αδείας, που υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της εφαρμοζομένης ως άνω ΣΣΝΕ, πλέον του επιδόματος Κυριακών και του αντιτίμου τροφής και επομένως, δικαιούται για αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας για την ναυτολόγηση του στο «ΝΣ» κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το ποσό των 6.604,67 ευρώ [(1.846,30 € + 406,19 € = 252,49) : 22 = 102,38 € Χ 5 ημέρες + (19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες) = 609,85 € Χ 10,83 μήνες]. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τους εκατέρωθεν νομίμως προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας-αποδείξεις πληρωμής, έλαβε για αποδοχές αδείας αναφορικά με την ναυτολόγηση του στο ανωτέρω πλοίο, το συνολικό ποσό των 6.546,62 ευρώ, (5.916 για το έτος 2018 + 630,62 για το έτος 2019) απομένοντος υπολοίπου 58,05 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα, κατά παραδοχή της ένστασης εξόφλησης κατά το ποσό των 5.916 ευρώ και όχι κατά το πράγματι καταβληθέν ποσό των 6.546,62 ευρώ, το ποσό των 346,29 ευρώ, που ήταν μείζον του αιτηθέντος και γι’αυτό επιδίκασε το ζητούμενο ποσό των 131,67 ευρώ, κακώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της έφεσης  της εναγομένης περί εσφαλμένου υπολογισμού από την εκκαλουμένη του οφειλομένου για την αιτία αυτή ποσού, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως κατά το μέρος, που αιτιάται την μη αφαίρεση επιπλέον του ποσού, που καταβλήθηκε στον ενάγοντα για αποδοχές αδείας αναφορικά με την ναυτολόγηση του στο πλοίο «ΝΜ», που ήδη έχει αφαιρεθεί από το οφειλόμενο, ως άνω, ποσό για έναν πλήρη μισθό περιλαμβανομένων και των αποδοχών αδείας και συνεπώς, δεν μπορεί να αφαιρεθεί δύο φορές για την ίδια αιτία.

Ενόψει των ανωτέρω, η συνολική οφειλή της εναγομένης-εκκαλούσας, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος στα επίδικα πλοία της, ανέρχεται σε 21.739,90 ευρώ, που πρέπει να του επιδικασθεί, κατά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αντικειμένου της αγωγής στο ποσό 15.444,83 ευρώ, του υπολοίπου μετατρεπομένου σε έντοκου αναγνωριστικού.

X. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει οι εφέσεις να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), παρελκομένης της εξέτασης του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης περί επιδίκασης μείζονος του αιτηθέντος ποσού, ως καταψηφιστικού, σύμφωνα με τον αναλογικό περιορισμό των αγωγικών κονδυλίων κατά ποσοστό 2/3 σε αναγνωριστικά, που ένεκα της εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης και της αναδίκασης της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο κατέστη άνευ αντικειμένου. Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα, το ποσό των 444,83 ευρώ και αφετέρου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλλει επιπλέον το υπόλοιπο ποσό των 6.295,07 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της απόλυσης του στις 22.3.2019, απορριπτομένης της συναφούς αιτίασης, που διαλαμβάνεται στον ένατο λόγο της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του αιτήματος επιδίκασης τόκων υπερημερίας, ως αβασίμου. Το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμο, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι έλασσον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 17.837,96 ευρώ και να διαταχθεί η απόδοση στην εναγομένη του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, επιπλέον ποσού των 2.393,13 ευρώ (17.837,96 – 15.444,83), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης, τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσιβλήτου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Δέχεται αυτές εν μέρει κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1736/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 5.12.2019 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων και ογδόντα τριών λεπτών (15.444,83) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης-εφεσίβλητης να καταβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα πέντε και επτά λεπτών (6.295,07) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Διατάσσει την απόδοση στην εναγομένη του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, επιπλέον ποσού των 2.393,13 ευρώ στον ενάγοντα, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη – εκκαλούσα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 18 Αυγούστου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ