Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 576/2023

Αριθμός     576/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα   4o   

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:   1) ……….  και 2) ………., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Σταματίου Πεπόνα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………..) (ΑΦΜ …), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Αικατερίνη Μπασιαρίδου.

Οι αρχικώς ενάγοντες και ήδη αποβιώσαντες ……..και   ………, κατοίκων εν ζωή …. Αττικής, των οποίων εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι οι ήδη εκκαλούντες, οι οποίοι δήλωσαν ότι συνεχίζουν τη δίκη, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.10.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1262/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ήδη εκκαλούντες με την από  20.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2022-………/2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ, αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος και είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθ. 271, 272 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 467/2017, ΑΠ 2150/2014, Εφ.Πειρ. 339/2018, Εφ.Πειρ. 226/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ.Απαλαγάκη/Στ.Σταματόπουλος Ο ΝΕΟΣ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, άρθ. 528 σελ. 1742 επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται στο παρόν Δικαστήριο, η με αριθ.καταθ. ……./20.1.2022 έφεση των εκκαλούντων, ……. και . …… ……….., ως καθολικών διαδόχων – εξ αδιαθέτου κληρονόμων, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, των αρχικών εναγόντων γονέων τους, ………. και ……………, οι οποίοι απεβίωσαν μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και πριν την συζήτηση και έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας με αριθ.καταθ. ………/2014 αγωγής τους. Ειδικότερα μετά την άσκηση-κατάθεση (21.10.2014, χρόνο από τον οποίο επήλθε η εκκρεμοδικία και επίδοση), της ως άνω αγωγής τους (βλ.και την …../10.11.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….) και προσδιορισμό δικασίμου αρχικά για την 18.4.2016 και κατόπιν αναβολών εκδίκασης της υπόθεσης την 13.7.2020 οι ……. και ο …….. (αρχικοί ενάγοντες) απεβίωσαν την 23.4.2019 και 11.3.2020 αντιστοίχως, με μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς τους και εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τα τέκνα τους, ….. και ……… (βλ.τις με αριθ.πρωτ. …/22.4.2019 και …/12.3.2020 Ληξιαρχικές Πράξεις θανάτου της Ληξιάρχου Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ι.Ρέντη) και τα με αριθ. …./31.5.2019 και …/14.7.2020 Πιστοποιητικά Εγγυτέρων Συγγενών Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ι. Ρέντη). Την 13.7.2020 συζητήσεως γενομένης της ως άνω από 6.10.2014 αγωγής των αρχικών εναγόντων εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας (Κ.Πολ.Δ 215, 221 παρ. 1Α, 222) και κατά την διάρκειά της, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, ερήμην αυτών που είχαν ήδη αποβιώσει, η εκκαλούμενη με αριθ. 1262/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε, κατ’ άρθρο 272 Κ.Πολ.Δ, η υπό κρίση αγωγή τους λόγω της ερημοδικίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο θάνατος έλαβε χώρα μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και κατά την διάρκεια αυτής (ΑΠ 729/2019 ΝΟΜΟΣ) διεξήχθη η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη (1262/2021) απόφαση, δεν υφίστατο εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το ένδικο μέσο της υπό κρίση εφέσεως δικαιούνται να ασκήσουν οι καθολικοί διάδικοι (κληρονόμοι) των άνω αποβιωσάντων (Χ. Απαλαγάκη/Στ.Σταματόπουλος, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο μετά τους Ν. 4848 και 4855/2021, άρθ. 313 σελ. 1132 αρ. 8, άρθ. 286, σελ. 1062 αρ. 1). Επομένως, η υπό κρίση έφεση, νομίμως ασκείται από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους των αρχικά εναγόντων αποβιωσάντων (Εφ.Αθ. 5631/2003 ΝΟΜΟΣ), των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων), κατά της με αριθ. 1262/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε ερήμην των αρχικά εναγόντων ( …………… και……………), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη [(15.6.2021), άρθ. 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23.7.20150 και επιπλέον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ e-παράβολο …………….. ποσού 100 ευρώ. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες της διατάξεις της, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το το Δικαστήριο αυτό, να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, κατά την ίδια ως πρωτοδίκως τακτική διαδικασία. Λόγω, δε και της ουσιαστικής παραδοχής της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες, που κατέθεσα αυτό (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο Κ.Πολ.Δ).

Στην από 6.10.2014 (αριθ.καταθ. ………./21.10.2014) αγωγή τους, οι αρχικά ενάγοντες, … …………… και . ……………, ιστορούν ότι έχουν την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή, των επαρκώς περιγραφομένων ακινήτων που βρίσκονται στη θέση “…” επί της Χερσονήσου “. …..” ή Κυνόσουρα της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως έχουν δε κτηματογραφηθεί και έχουν λάβει ΚΑΕΚ …….. και ΚΑΕΚ ………….., και έχουν εμβαδόν 281,00 τ.μ και 277,00 τ.μ αντιστοίχως. Ότι την κυριότητα την απέκτησαν το 2001 τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με προσμέτρηση της συνεχούς, αδιατάρακτης και με καλή πίστη άσκησης πράξεων νομής, για χρονικό διάστημα πλέον των εκατόν πενήντα (150) ετών, με καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων, κατατμήσεις, οριοθετήσεις, επίβλεψη, καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών κλπ, μέχρι την περιέλευσή τους σε αυτούς που συνέχισαν να τα κατέχουν διανοία κυρίων, δηλώνοντας τούτα στις αρμόδιες αρχές. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκονται τα ως άνω ακίνητα, σε αυτά εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες επικαλούμενοι ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά τους επί των επίδικων ακινήτων, ζητούν κατ’ ορθή νομική εκτίμηση να αναγνωρισθούν κύριοι αυτών (επίδικων ακινήτων) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστούν οι ίδιοι ως αποκλειστικά κύριοι κατά τα ως άνω ποσοστά συγκυριότητας των ακινήτων του. Με αυτό το περιεχόμενο η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, του οποίου είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθ. 6 παρ. 2 περ.α΄ εδ.α΄ του Ν.2664/1998, 9, 10, 11 αρ. 1, 14 και 29 Κ.Πολ.Δ), προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής (21.10.2014). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή α)ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι την 10.11.2014, μέσα στην αποκλειστική προθεσμία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους, εντός του οποίου συμπληρώνεται οκτώ (8) έτη από την 13.1.2006 χρόνο έναρξης της προθεσμίας του κτηματολογίου για την περιοχή Σεληνίων (υπ’ αριθ. 354/4.1.2006 απόφαση του Δ.Σ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 19/Β/13.1.2006, άρθ. 6 παρ. 2 στ.α και γ  Ν 2664/1998, όπως η περ.α΄ αντικ.με το άρθρο 102 παρ. 1 Ν.4623/2019) και β)για το παραδεκτό δε αυτής (αγωγής), α)εγγράφηκε εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου [(βλ.από 3/11/2014 Πιστοποιητικό Εγγραπτέας Πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων), άρθρο 220 Κ.Πολ.Δ, 6 παρ. 2, 3 και 8, 13 Ν. 2664/1998, ΑΠ 690/2018, ΑΠ 1225/2017 ΝΟΜΟΣ), β)προσκομίζονται, αντίγραφο του κτηματολογικού πίνακα και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος των ακινήτων (βλ.τα υπ’ αριθ. α)…/4.1.2023 ,…/4.1.2023 αντίγραφα κτηματολογικού φύλλου και υπ’ αριθ. …/4.1.2023 και …./4.1.2023 αποσπάσματα κτηματολογικού διαγράμματος, άρθρο 6 παρ. 3Ε΄, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4164/2013 ΦΕΚ Α΄ 156/9.7.2013), ενώ δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής (αγωγής) όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, η κατ’ άρθρο 54 Α παρ. 5 του Ν. 4174/2014 προσκομιδή δήλωσης Ε.Ν.Φ.Ι.Α και Φ.Α.Π, για τα πέντε προηγούμενα έτη, διότι η διάταξη αυτή είναι φορολογικής φύσεως και θεσπίσθηκε για να διαφυλάξει το φορολογικό δικαίωμα του Δημοσίου, η δε παράβασή της δεν δημιουργεί διαδικαστικό απαράδεκτο, διότι η διάταξη λόγω του αμιγούς φορολογικού χαρακτήρα της, δεν είναι εφαρμοστέα, ως ευθέως αντιτιθέμενη τόσο στα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεδομένου ότι δεν αφορά την προστασία των συναλλασσομέσων σε σχέση με τα ακίνητα, ώστε να επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, αποτελώντας ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (ΑΠ 1143/2019, ΑΠ 293/2014, Εφ.Πειρ. 39/2023, Εφ.Πατρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 452/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου, του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου-εφεσιβλήτου καθόσον τα επίδικα ακίνητα περιγράφονται επαρκώς κατά θέση, είδος ,έκταση και όρια, με αναφορά των πλευρικών διαστάσεών τους, ως αυτοτελή και όχι ως τμήματα μείζονος ακινήτου – γεωτεμαχίου. Επιπλέον, για τη στοιχειοθέτηση του παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά κτήσης αυτής, ήτοι την μεταβίβαση με σύμβαση, λόγω πώλησης, την μνεία περί νόμιμης μεταγραφής τους και ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοί τους, ήταν κύριοι των μεταβιβασθέντων ακινήτων και ότι αυτοί (ενάγοντες) κατέστησαν κύριοι με παράγωγο τρόπο που αποκτήθηκε πριν την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Σαλαμίνας (13.1.2006), επίσης αναφέρουν ότι τόσο αυτοί (ενάγοντες) είχαν φυσική εξουσία διανοία κυρίου αδιατάρακτα και με καλή πίστη από το χρόνο που περιήλθε η κατοχή του σε αυτούς (αρχικούς ενάγοντες), οι οποίοι ασκούσαν τις αναφερόμενες υλικές εμφανείς πράξεις (επίβλεψη, εποπτεία κλπ) με εμφανή τη βούληση να τα έχουν δικά τους, όσο και οι δικαιοπάροχοί τους με καλλιέργεια αμπέλου, γεωργικών προϊόντων (βοσκή ζώων), και έτσι απέκτησε το επίδικο ακίνητο και με πρωτότυπο τρόπο (ΑΠ 1125/2018, Εφ.Αθ. 212/2018 ΝΟΜΟΣ), χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των πράξεων αυτών μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 47/2019, ΑΠ 289/2016, ΑΠ 1402/2015, ΑΠ 1077/2012 Εφ.Δωδ. 2/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και επίσης προσδιορίζεται ο τρόπος που υπεισήλθε έκαστος στη θέση του επιδίκου ακινήτου (Εφ.Πειρ. 506/2019 Δημ.Ιστ.Εφ.Πειρ.).

Είναι δε νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 369 επ., 513 επ., 974, 999, 1000, 1033, 1192, 1194, 1198, 1045, 1046 ΑΚ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, 6 παρ. 2, 9 παρ. 1, 11, 12, 23 Ν.2664/1998. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙΙ) Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.2-3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/ 1 Ιουλίου 1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου 21 Ιουνίου/ 10 Ιουλίου 1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 454/2011, ΑΠ 1992/2009, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τις άνω ρυθμίσεις το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος του κάθε Οθωμανού ξεχωριστά, αλλά διαδέχθηκε το Οθωμανικό Δημόσιο μαζικά με τη γενόμενο δήμευση “πολεμικά δικαιώματα”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και κατέχονταν (χωρίς σχετικό οθωμανικό τίτλο “ταπί”) μόνο από Οθωμανούς κατά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 3-2-1830 και τα κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων (“μούλκια”), τα οποία ανήκαν στους Οθωμανούς ιδιώτες, εγκαταλείφθηκαν όμως από τους πρώην κυρίως τους Οθωμανούς και δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς. Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια”), που δεν είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, ούτε τα δικαιώματα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”), τα οποία είχαν αποκτηθεί από Οθωμανούς επί των δημοσίων γαιών νόμιμα, σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της ……/16-6-1830 στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα “…….” και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (Ολ ΑΠ 1/2013, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και καθόσον αφορά στα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή ,αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και Φθιώτιδας, δηλαδή όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσιες γαίες (αγροί, λειμώνες, λιβάδια, θέρετρα, ήτοι χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και παρόμοια) και δεν κατέχονταν νόμιμα (με “ταπί”) από Οθωμανούς, καθώς και όσα ήσαν αδέσποτα, περιήλθαν βάσει της ίδιας πιο πάνω Συνθήκης (πρωτοτύπως) στο Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 52/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όσα από τα παραπάνω κτήματα (δημόσιες γαίες) κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες νόμιμα με “ταπί”, που τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως “τεσσαρούφ”, καθώς και όσα κτήματα ανήκαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε Οθωμανούς ιδιώτες (“μούλκια” – πλήρεις ιδιοκτησίες), και δεν είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά κατέχονταν από αυτούς, κατά τον χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων (3-2-1830), παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες. Όμως, όσον αφορά στα ακίνητα που βρίσκονταν εντός όλων των εδαφών, τα οποία τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως, κατά την ημερομηνία Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας (3-2-1830), και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίστηκαν ως ανήκοντα στους ιθαγενείς Έλληνες, οι οποίοι και αποτέλεσαν τους πρώτος υπηκόους του νέου Ελληνικού Κράτους (βλ.και ΑΠ 52/2014 ό.π, ΕφΑθ 5279/2008, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικοί) έτους 1856 (βλ. ΑΕΙ 80/2015, ΑΕΙ 710/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως στις 31-03-1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες  μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ)τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμου, οι πλατείες), οι οποίες ήταν περιορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση0, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 1/2013, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1647/2016). Από τις διακρίσεις αυτές  προκύπτει ότι κυριότητα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ιδιώτες μόνο στις γαίες της πρώτης κατηγορίας και το δικαίωμά τους αυτό κυριότητας αποδεικνυόταν με τη χορήγηση “χοτζέτι”, δηλαδή άτυπης μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, που συντασσόταν ενώπιον μουσουλμάνου ιεροδικαστή, ο οποίος και την επικύρωνε, ενώ η κυριότητα επί των λοιπών κατηγοριών γαιών, πλην των βακουφιών (αφιερωμένων γαιών), που εθεωρούντο πράγματα εκτός συναλλαγής, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ” – οιονεί επικαρπίας) μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται “ταπί”, και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της (βλ. ΑΠ 449/2015 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1989, ΕλλΔνη 31.1258, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, έκδ.1989, τ.Α΄, σελ. 529), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε βάρος του Οθωμανικού Δημοσίου δεν αναγνωριζόταν (βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 92/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση του κανόνα όχι μόνο με τίτλο (“ταπί”) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως “δια ωρισμένης χρήσιν των δημοσίων γαιών”, καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο “εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας δια 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε είχε είτε δεν είχε έγκυρο τίτλο, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος”. Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης και όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί μόνο επί καλλιεργήσιμου – γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κλπ, τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου ταπίου (ΑΠ 390/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επιπρόσθετα, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή, θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με την δε πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 2832 διακήρυξή της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες) να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών και μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό την μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεων έγκυρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17-11-1836 Δ/τος “περί ιδιωτικών δασών” και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28-3-1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης (που εγκρίθηκε με το από 4/16-4-1835 Β.Δ) του από ……./16-10-1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της από 1/13-11-1835 διαταγής των επί του Βας.Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γεγομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικιών, από τους αποχωρούντες Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της, λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δε δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το΄ετος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω 17-11-1836 Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών επί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του βδ/τος της 17/29-11-1936, πρέπει να διακρίνονται από τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από  16.4/4-5-1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29-11/1-12-1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Τις δε αποφάσεις της επί των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ, με τις οποίες αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες, σε δάσος υφιστάμενο το 1836, στις οποίες περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικράτειας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικράτειας, μπορούν οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, να επικαλεσθούν ,ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΓ1 573/2015 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31 Μαρτίου 1833 με βάση την από 27 Ιουνίου/ 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλ. Από 25 Μαΐου 1827 έως 31 Μαρτίου 1833), και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά ιδιοκτησιασκά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21 Ιανουαρίου/ 3 Φεβρουαρίου 1830 Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1354/2014, Εφ.Αθ 2516/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1162/2002, Νοβ 50.1281).

Με δεδομένη δε την προαναφερόμενη διάκριση των γαιών σε πέντε κατηγορίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο, η κυριότητα που ο άνω σουλτάνος παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, δεν αφορούσε τις καθαρές ιδιοκτησίες (“μούλκια”), που κατά τα άνω, αποδεικνύονταν από την ύπαρξη σχετικού οθωμανικού τίτλου “χοτζέτι”, αφού, πρώτον η κυριότητα αυτή ανήκε ήδη σε ιδιώτες και δεύτερον δεν επρόκειτο, σύμφωνα με την άνω Συνθήκη, να θιγεί από την διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Ούτε άλλωστε, η κυριότητα που παραχώρησε ο σουλτάνος μπορούσε να αφορά στις αφιερωμένες γαίες της τρίτης κατηγορίας, τα λεγόμενα “βακούφια” αφού αυτές θεωρούντο ως πράγματα εκτός συναλλαγής, αλλά αφορούσε μόνον τις δημόσιες γαίες, που ανήκαν στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου και επί των οποίων όσοι υπήκοοί του, Έλληνες και Οθωμανοί, τις κατείχαν νόμιμα (με σχετικό επίσημο οθωμανικό τίτλο “ταπί”), ασκούσαν μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”-  οιονεί επικαρπίας). Η παραχώρηση αυτή της κυριότητας έγινε μόνο σε όσους υπηκόους του κατείχαν νόμιμα οθωμανικά κτήματα και επομένως κυρίως Οθωμανούς, προκειμένου να τους προστατεύσει, επειδή αυτοί κυρίως κατείχαν δημόσιες γαίες, κατά  το οθωμανικό δίκαιο νόμιμα με “ταπί’, το οποίο τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ” – οικονεί επικαρπίας), ώστε αν ήθελαν να αναχωρήσουν, να τις εκποιήσουν ως πλήρεις ιδιοκτησίες και όχι ως υποτιμημένες οιονεί επικαρπίας. Τα ιδιοκτησιακά αυτά δικαιώματα, αργότερα, με την περιέλευση της περιοχής στο ελληνικό κράτος –αναγνωρίστηκαν και από αυτό, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3-2-1830 (βλ. ΑΠ 52/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 257/2016 αδημ.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ της 16-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία εντός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι , με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ/τος της 12-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί” εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α)το άρθρο 1 παρ.2 του Ν.ΚΘ΄ της 31-3-18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους και β)το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική-κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένετο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του Ν της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, του άρθρου 60 του Ν.ΣΟΖ/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.ΔΝΖ/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας, επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και υπό ιδιωτών ,εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 2015 (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 987/2017 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησή τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από τα πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημοσίων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και από τα 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν.18, Πανδ.(41.3), ν.2 Πανδ.(7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτιμάτων”, και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητα και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν.ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ), που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακινήτων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν.4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σε αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενους ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επικαλούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν.3077/1924, 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροπ.με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/1937), 1 του ΝΔ/τος 69/1969 και 3 του Ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στην διάταξη του άρθρου 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος” και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του Ν.998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ,ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με την συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης, περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιαδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, Επειρ 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837 ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε ότι, “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”.

Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν.2539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ.(47.1) εις47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγοία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων”, τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ.41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, Εφ.Πειρ. 26/2020, Εφ.Πειρ. 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αρνείται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής και περαιτέρω προβάλει τους κάτωθι ισχυρισμούς, επικαλούμενο ότι τα επίδικα ακίνητα ως τμήματα μείζονος έκτασης περιήλθαν στην κυριότητα αυτού (Ελληνικού Δημοσίου): α)δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από Φεβρουαρίου 1830 4/16-6 και 19-6/1.7.1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, πρωτότυπα, ως ανήκον στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσια γαία της κατηγορίας αραζί εμιριγιέ (δασική έκταση, βοσκότοπος κλπ) μη κατεχόμενη αλλιώς μη νόμιμα κατεχόμενη (με “ταπί”) από οθωμανούς αλλιώς ως αδέσποτη, επειδή κατά το χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων είχε εγκαταληφθεί από τους τέως κυρίους (κατ’ ουσία εξουσιαστές) οθωμανούς και δε δεσπόζονταν, πλέον, από αυτούς. Εξάλλου, ουδέποτε κατεχόταν από οθωμανό μη νόμιμο τίτλο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε αποτέλεσε γαία καθαρής ιδιοκτησίας οθωμανικού, που πωλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας σε Έλληνα, ούτε ανήκε προεπαναστατικά ή κατά τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους σε Έλληνα, β)άλλως η επίδικη έκταση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο βάσει του άρθρου 1 του από 3/15.12.1833 β.δ/τος (ΦΕΚ 40/1833), που είχε ισχύ νόμου, σαν λιβάδι ή βοσκότοπος, διότι με το νόμο αυτό ορίστηκε ότι όλα τα λιβάδια, όπως η επίδικη έκταση, για την επικαρπία των οποίων δεν έχει κάποιος έγγραφο, που εκδόθηκε επί τουρκοκρατίας (ταπί), θεωρούνται ως δημόσια γαία και η νομή μένει, όπως μέχει τότε στο Δημόσιο. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της ασκηθείσας αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά κυριότητας του ενάγοντος (ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016, Εφ.Πατρ. 66/2022, Εφ.Πειρ. 349/2020, Εφ.Πειρ. 436/2019, Εφ.Πειρ. 437/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωση αυτών περιστατικά, δεν γίνεται σαφής επίκληση περιστατικών και δεν προσδιορίζει τον χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου ως δημόσιας γαίας, αραζί, εμιριγιέ (δασική, βοσκότοπος κλπ) κατά τον επικαλούμενο επίδικο χρόνο των συνθηκών της Κωνσταντινουπόλεως και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αναφέροντας διαζευκτικά όλους τους τρόπους με τους οποίους περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Κράτους κατά τον αναφερόμενο χρόνο μεταβίβασης της κυριαρχίας από τους Οθωμανούς στο Ελληνικό Δημόσιο ,ούτε επικαλείται ομοίως σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά του χαρακτήρα του επιδίκου ως χορτολιβαδικής έκτασης κατά το χρόνο ισχύος του β.δ/τος 2/15.12.1833, ούτε ότι κατά το χρόνο ισχύος του από 17-11/1.12.1836 ΒΔ/τος άρθ. 1 και 3 “περί ιδιωτικών δασών”, δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ιδίου ως άνω διατάγματος, χωρίς να αρκεί η απλή επανάληψη του πραγματικού των παραπάνω διατάξεων. Δεν επικαλείται επίσης, τα αναγκαία για τη θεμελίωση του περιστατικά, για τον ισχυρισμό του περί κυριότητας, συνεπείας κατάληψης πριν την 2.2.1830 άλλως ως αδέσποτο, ήτοι ποιός ήταν ο Οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου υπό τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου άλλως των άρθρων 2 παρ. 1 του Ν. 1539/1938 και 972 ΑΚ, ή έστω της διάταξης του άρθρου 34 του Ν. 1539/1938 περί κτήσης κυριότητας επί εγκαταλελλειμένων ακινήτων (Εφ.Πατρ. 66/2002 ό.π). Συνεπώς, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. …./8.4.2022 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, της μάρτυρος ……….., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου ήδη εφεσιβλήτου (βλ.την υπ’ αριθ. …./31.1.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, ………..), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία ορισμένα αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003, ΑΠ 1068/2002), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρ. 261 Κ.Πολ.Δ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα βρίσκονται στη θέση ………….. ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ του ΔΗΜΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ: Α)Το υπ’ αριθ. …. αγροτεμάχιο του υπό στοιχεία “Ρω (Ρ)”, επιφανείας μ.τ 280 κατά τον τίτλο κτήσης με ΚΑΕΚ ……….. εμβαδού 281  μ.τ κατά την κτηματογράφηση, συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης “γύρωθεν Αρκτικώς με το υπ’ αριθμόν … (…) αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος, επί πλευράς μέτρων είκοσι (20), Μεσημβρινώς με το υπ’ αριθμόν …. (…) αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων είκοσι (20), Ανατολικώς με το υπ’ αριθμόν .. (….) αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων δέκα τεσσάρων (14) και Δυτικώς με ιδιωτική οδό αφεθείσα υπό της δικαιοπαρόχου, επί προσώπου μέτρων δέκα τεσσάρων (14).

Το ίδιο ως άνω αγροτεμάχιο, εμφαίνεται σήμερα μετά από πρόσφατη καταμέτρηση του με τον αριθμό …. και με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α Β Ζ Ε Α στο από 3 Ιουλίου 2001 τοπογραφικό του Διπλωματούχου Πολιτικού Μηχανικού …………., το οποίο τοπογραφικό προσαρτάται στο παρόν. Τούτο περιέχει και δήλωση του Ν. 651/77 υπογεγραμμένη από τον συντάξαντα τούτο Μηχανικό, ότι το ως άνω αγροτεμάχιο έχει εμβαδόν μέτρα τετραγωνικά διακόσια ογδόντα (280) είναι εκτός σχεδίου πόλεως, δεν είναι άρτιο ούτε οικοδομήσιμο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Είναι εκτός Γ.Π.Σ, δεν υδρεύεται, υπάρχουν λίγα δένδρα (λεμονιές), απέχει δε από τη θάλασσα 70 μέτρα, και συνορεύει Βόρεια στην πλευρά Ε Α μήκους μέτρων είκοσι (20,00) με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια στην πλευρά του Β Ζ μήκους μέτρων είκοσι (20,00) με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστου, Ανατολικά στην πλευρά του Ζ Ε μήκους μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00) με το ως κατωτέρω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας ……….. (εδώ εμφανισθέντος πωλητού) και Δυτικά στην πλευρά του Α Β με ασφαλτοστρωμένη οδό πλάτους μέτρων οκτώ (8,00) επί προσώπου μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00). Επί του ως άνω αγροτεμαχίου, ο πωλητής, ……….., ανήγειρε προ του έτους 1974 εις εκτέλεσιν των όρων και συμφωνιών του υπ’ αριθμόν ………. προσυμφώνου αγοραπωλησίας συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. με δαπάνες του, οικοδομή η οποία αποτελείται από υπόγειο αποθήκη επιφ.μ.τ πενήντα τριών και 0,80 (53,80) και από ισόγειο κατοικία εκ τσιμεντολίθων και εκ λυομένου προκατασκευής συνολικής επιφ.μ.τ ενενήντα εντός και 0,62 (91,62), όπως η οικοδομή αυτή αποτυπώνεται στο ως άνω και στο παρόν συμβόλαιό μου προσαρτώμενο τοπογραφικό διάγραμμα”.

Β)Το υπ’ αριθ…. (…) αγροτεμάχιο, εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 280 τ.μ, με ΚΑΕΚ …. εμβαδού 277 τ.μ κατά την κτηματογράφηση, το οποίο συνορεύει κατά τον ως άνω τίτλο (κτήσης) “αρκτικώς με το υπ’ αριθμόν .. (…) αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος, επί πλευράς μέτρων είκοσι (20,00), ανατολικώς με ιδιωτική οδό επί προσώπου μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00), μεσημβρινώς με το υπ’ αριθμόν .. (…) αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων είκοσι (20,00) και δυτικώς με το υπ’ αριθμόν … (…) αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00). Επίσης το ίδιο ως άνω αγροτεμάχιο, εμφαίνεται σήμερα μετά από πρόσφατη καταμέτρηση του με τον αριθμό 8 και με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Ε Ζ Γ Δ Ε στο αυτό ως άνω αναφερόμενο και στο παρόν συμβόλαιο από 3 Ιουλίου 2001 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Διπλωματούχου Πολιτικού Μηχανικού …………. Τούτο περιέχει και δήλωση του Ν.651/77 υπογεγραμμένη από τον συντάξαντα τούτο Μηχανικό, ότι το ως άνω αγροτεμάχιο έχει εμβαδόν μέτρα τετραγωνικά διακόσια ογδόντα (280), είναι εκτός σχεδίου πόλεως, δεν είναι άρτιο ούτε οικοδομήσιμο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Είναι εκτός Γ.Π.Σ δεν υδρεύεται, υπάρχουν λίγα δένδρα (λεμονιές), απέχει δε από τη θάλασσα 70 μέτρα, δεν υπάρχει κτίσμα, βρίσκεται στη θέση “….” επί της χερσονήσου …….. της κτηματικής περιφερείας …… Σαλαμίνος και ήδη του Δήμου Αμπελακίων Σαλαμίνας και συνορεύει Βόρεια στην πλευρά του Δ Ε μήκους μέτρων είκοσι (20,00) με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια στην πλευρά του Ζ Γ μήκους μέτρων είκοσι (20,00) με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστου, Ανατολικά στην πλευρά του Γ Δ με ασφαλτοστρωμένη οδό πλάτους μέτρων οκτώ (8,00), επί προσώπου μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00), ονομαζόμενη 4η οδός κατά το προσαρτώμενο στο παρόν τοπογραφικό διάγραμμα, και Δυτικά στην πλευρά του Ε Ζ μήκους μέτρων δέκα τεσσάρων (14,00) με το ως ανωτέρω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας …………. (εδώ εμφανισθέντος πωλητού)”.

Τα άνω επίδικα με αριθμούς επτά (7) και οκτώ (8), ακίνητα περιήλθαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στους, ……………. και ………… (αρχικοί ενάγοντες), κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, Α)με το με αριθ. …./1.8.2001 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής, …….. σε συνδυασμό με την με αριθ. …../11.9.2001 εξόφληση υπολοίπου τιμήματος αγοραπωλησίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας, λόγω αγοράς, από τον ………….., το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…. α.α …./6.8.2001), εμβαδού 281 τ.μ κατά την κτηματογράφησή του. Στον πωλητή και άμεσο δικαιοπάροχο, Α)το με αριθ.επτά (7) αγροτεμάχιο, είχε περιέλθει κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, λόγω αγοράς από την ……..………., δυνάμει του με αριθ. …../20.2.1979 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ,………, νόμιμα μεταγραφέντος, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…., α.α …./22.2.1974). Στην ……… περιήλθε κατά κυριότητα νομή και κατοχή με το με αριθ. …./15.6.1961 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθυκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…., α.α …/11.9.1961), ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, επιφανείας μ.τ 95.987 που βρίσκεται στην θέση “…” επί της χερσονήσου ……. της κτηματικής περιφέρειας …. Σαλαμίνας, συνορεύουσα “ανατολικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων …., δυτικώς με ιδιοκτησίαν ……. και αγνώστων ιδιοκτητών, αρκτικώς  με θάλασσαν κόλπου Αμπελακίων και αγνώστων και Μεσημβρινώς με θάλασσαν Σαλληνίων”. Την έκταση αυτή, στη συνέχεια η .. …………… διαχώρισε, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……… που προσαρτάται στο με αριθ. 198 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. (βλ.προσκομιζόμενο νομίμως από Ιουλίου 1961 ρυμοτομικό διάγραμμα του άνω μηχανικού ……….., και προσαρτημένο στο με αριθ. ……./1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., τοπογραφικό-αγροτεμαχίων του πολιτικού μηχανικού …………), σε περισσότερα αγροτεμάχια με ιδιωτικές οδούς που αφέθηκαν από αυτή προς διαρκή εξυπηρέτηση όπου ήθελε και μπορούσε να εξυπηρετηθεί με αυτές και κατόπιν άρχισε να μεταβιβάζει σε τρίτους, τα αγροτεμάχια που προήλθαν από την εν λόγω ρυμοτομία, και ένα από αυτά είναι το επίδικο με αριθμό …. (….) υπό στοιχεία “Ρω (ρ)” επιφανείας μ.τ 280, κατά τον τίτλο κτήσης, όπως αναφέρθηκε.

Β)Με το ως άνω με αριθ. …./2001 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο σε συνδυασμό με τη με αριθ. …./11.9.2001 Εξόφληση Υπολοίπου Τιμήματος Αγοραπωλησίας Αγροτικών Ακινήτων της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής, ……., περιήλθε στους προαναφερόμενους αρχικούς ενάγοντες, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή το με αριθμ…. (…..) αγροτεμάχιο του “Ρω (ρ)” τετραγώνου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθυκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…. α.α …./6.8.2001) επιφανείας μ.τ 280 και κατά την κτηματογράφησή του 277 τ.μ, λόγω αγοράς από τον …………., το οποίο εμφαίνεται στο ως άνω από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ………, που προσαρτάται, στο με αριθ. …./1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… Στον …….. – πωλητή – άμεσο δικαιοπάροχο, περιήλθε λόγω κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχής, της αποβιωσάσης την 17.8.2000 συζυγου του ………, την οποία αποδέχθηκε με την με αριθ. …./6.6.2001 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής, ………, που μετέγραψε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ….. α.α …/7.6.2001, βλ.με αριθ.πρωτ. …./2023 Πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων). Στην άνω κληρονομούμενη (…………) με το με αριθμ…../24.5.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στο βιβλίο μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ….. α.α …/20.6.1985), λόγω αγοράς από τους ……………………. Στους ανωτέρω, περιήλθε, λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής, εξαιτίας του θανάτου κατά το έτος 1971 του ……………. συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών δύο (2), την οποία (κληρονομία), κατά ποσοστό 2/8 η πρώτη και 3/8 καθένας των λοιπών, αποδέχθηκαν με την με αριθ. …../24.5.1984 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας, ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ….. α.α …/20.6.1985). Στον ως άνω κληρονομούμενο …………, περιήλθε το επίδικο με τον αριθμό …. (….) αγροτεμάχιο, εκτός σχεδίου πόλεως, μη άρτιο και οικοδομήσιμο κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, εκτός Γ.Π.Σ και σε απόσταση 70 μέτρων από τη θάλασσα, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, με το υπ’ αριθ. …../10.1.1968 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…., α.α …/22.3.1968), λόγω αγοράς από την ……….., το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης αγρού επιφανείας μ.τ 95.987. Στην …………, περιήλθαν τα ανωτέρω (επίδικα) αγροτεμάχια με αριθμούς … (…) και …. (….) ως τμήματα της ως άνω μεγαλύτερης έκτασης, με το ως άνω αναφερόμενο με αριθ. …./1961 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…. ,α.α ……/11.9.1961), λόγω αγοράς, από τους:

Α)…………., Β)……….., Γ)………Δ)…….. Ε)………….., αγροτεμάχιο που βρίσκεται στην περιοχή … Σαλαμίνας στη θέση Καμίνια συνολικής έκτασης 95.987 τ.μ “συνορευομένης ανατολικώς με κτήμα κληρονόμων …., δυτικώς με κληρονόμους …….. και αγνώστους, αρκτικώς με θάλασσαν Κόλπιν Αμπελακίων και αγνώστους και μεσημβρινώς με θάλασσαν Σελληνίων, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/15.6.1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στο τόμο … με αριθμ. …., του οποίου αποκλειστικός κύριος και νομέας μέχρι τον θάνατό του την 22.5.1932 ήταν ο ……….., κατά το ήμισυ λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαικού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμος του αποβιώσαντα το έτος 1899 πατέρα το  …………… και κατά το ήμισυ λόγω αγοράς, δυνάμει του υπ’αρ. …./1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο …………….., νεμόταν το ως άνω αγροτεμάχιο από το 1899 με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαιώματα άλλων μέχρι την 22.5.1932 οπότε, όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του……………, και τα δέκα (10) τέκνα του: …….. ……………, οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομία, ασκώντας τη (συν)νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, και ειδικότερα, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση, και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου, και έτσι κατέστησαν (συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου η   ……………, και κατά ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου καθένας εκ των λοιπών, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως, κατά το έτος 1937 απεβίωσε η …………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, στο 450/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της επί του ανωτέρω ακινήτου, τα προαναφερόμενα δέκα (10) τέκνα της, που αναμίχθηκαν στην κληρονομία, ασκώντας τη (συν)νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, και ειδικότερα, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση, κατά ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου, και έτσι, πλέον κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου (180/1800=45/1800+135/1800) ο καθένας, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως, κατά το έτος 1951 απεβίωσε ο εκ των (συγ)κυρίων ………….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους, τη σύζυγό του ………. και τα πέντε (5) τέκνα του: ……………….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . …………… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατρός τους (1951), (συν)νέμονταν το ακίνητα κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε ο εκ των (συγ)κυρίων ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγό του ……… και τα έξι (6) τέκνα του: …………. ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε ο υιός του ……… (6ος), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του . ……………, και τα πέντε (5) αδέλφια του, ……………, οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία του συζύγου και πατέρα τους, ……… ,για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, . ……………, ως εξ αδιαιθέτου κληρονόμοι αυτού, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . …………… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αρ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22/50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομία του υιού και αδελφού τους . ……………, συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ……/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό (συγ)κυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800+3,75/1800, όπου 3,75/1800=22,50/1800: 6)25,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800: 6) 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα (συν)νέμονταν το ακίνητο κατά το ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε ο εκ των (συγ)κυρίων ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγό του ………., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1)…….., 2)……, 3)…….., 4)………., 5) …….. 6)……. και 7)……………, τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (19510 αδελφού του ……….: α)………., β)……….γ)…….. δ)………… και ε)………. και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφου του . …………… .: α)……., β)………, γ)………, δ)…….. και ε)………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, συγκείμενο από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου …. …………… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1900 = 180/1800+10/1800 όπου 10/1800=180/1800:2:9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800= 27/1800+2/1800, όπου 2/1800=10/1800:5), 28,25/1800 (28,25/1800= 26,25/1800 + 2/1800 όπου 2/1800=10/1800:5), 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, (συν)νέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βούληση και ξύλευση. Κατά το έτος 1960, απεβίωσε η εκ των (συγ)κυρίων . ……………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και  ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγό της ………… και τα πέντε (5) τέκνα της: 1)……, 2)….., 3)…….., 4)……. και 5)………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης . …………… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ επιπλέον, από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960) αντίστοιχα (συν)νέμονταν, το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., οι ανωτέρω (συγ)κύριοι, δηλαδή οι: 1)………. (190/1800), 2) ……….. (190/1800), 3)…….. (190/1800), 4)………. (190/1800), 5)……… (190/1800), 6)……. (190/1800), 7)…….. (45/1800), 8)……..(29/1800), 9)…….. (29/1800), 10)…….. (29/1800), 11)………. (29/1800), 12)…… ……… (29/1800), 13)…… (48,75/1800), 14)………. (28,25/1800), 15)…….. (28,25/1800), 16)………. (28,25/1800), 17)…….. (28,25/1800), 18)………… (28,25/1800), 19)………. (90/1800), 20)………. (47,50/1800), 21)……… (28,50/1800), 22)……… (28,50/1800), 23)…………(28,50/1800), 24)…………. (28,50/1800), και 25)…….. (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ, στην …………, και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Αμέσως μετά την κτήση της κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου, η . …………… προέβη σε κατάτμηση του περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………., τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, και ακολούθως, μεταβίβασε αυτά, λόγω πώλησης σε τρίτους (όπως ήδη έχει ανωτέρω αναφερθεί, βλ. …./1961, …../1974, …./1968, αγοραπωλητήρια συμβόλαια). Τέτοια, αυτοτελή αγροτεμάχια αποτελούν και τα επίδικα τα οποία η ………., ως αληθής κυρία από το έτος 1961, μεταβίβασε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στον ………, με τα προαναφερόμενα αγοραπωλητήρια συμβόλαια νομίμως μεταγραφέντων και ο οποίος στη συνέχεια, ως αληθής κύριος, μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή στους ………. και …………… (αρχικοί ενάγοντες), με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, νομίμως μεταγραφέντος. Περαιτέρω, κατά το έτος 1964 εγείρεται αμφισβήτηση για το δικαίωμα κυριότητας της ………… επί του ακινήτου των 95.987 τ.μ και συνακόλουθα, αμφισβήτησης της κυριότητας των φερόμενων ως ειδικών διαδόχων αυτής (κυρίως των αυτοτελών λόγω της κατάτμησης αγροτεμαχίων). Ειδικότερα, η τότε κοινότητα Αμπελακίων άσκησε την από 30.12.1964 αγωγή (αριθ.εκθ.καταθ. ……./30.12.1964), με την οποία, αφού στήριξε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενο τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταβάλει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγομένη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. 6201/1969 (εξώδικο) συμβιβασμό, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση, και την υπ’ αριθ.πρωτ. 17802/10.06.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ.πρωτ. 2496/04-02-1970 απόφαση. Με βάση τον ανωτέρω συμβιβασμό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30-12-1964 αγωγής της, και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής, από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεως, η δε ………. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δρχ. Η ……….. (…./2022 ένορκη βεβαίωση) με γνώση και αξιοπιστία, κατεθέτει: “Από την σχέση μου με την περιοχή, αφού η οικογένειά μου έχει ακίνητο στην περιοχή και συγκεκριμένα ο σύζυγός μου, γνωρίζω από ιδία αντίληψη ότι η ευρύτερη περιοχή, όπου βρίσκονται και τα δύο οικόπεδα της οικογένειας …….. με το εξοχικό τους σπίτι, (περίπου 100 στρέμματα) περιήλθε στην …….. το 1961 που το αγόρασε από την οικογένεια και τους κληρονόμους του αρχικού ιδιοκτήτη …….. που το κατείχε και το νεμόταν σαν κύριος από τα μέσα του 19ου αιώνα (1850 περίπου) και ήταν ο ιδιοκτήτης της ευρύτερης περιοχής…………από το 1850 και εφεξής τα μέλη της οικογένειας ……. καλλιεργούσαν την ευρύτερη έκταση και τα επίδικα αγροτεμάχια με λαχανικά, κριθάρι και κυρίως με αμπέλια και η περιοχή φημιζόταν για το καλό της κρασί..…………Ποτέ η περιοχή αυτή δεν έπαψε να καλλιεργείται με αγροτικά προϊόντα, ποτέ δεν ήταν δημόσια έκταση, ποτέ δεν είχε δασική βλάστηση και ποτέ το Ελληνικό Δημόσιο δεν προέβαλε δικαιώματα στη συγκεκριμένη περιοχή……….”. Περαιτέρω από το με αριθ. …../6.2.1851 έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος ……, ο …….……….,ο ……….. ιερεύς, ……… και ………………εζήτησαν την σύνταξη του παρόντος αποδεικτικού, περί παραδόσεως εγγράφου…….. “το από 27 Μαρτίου 1845 αναγνωριστήριον έγγραφον του επί των Οικονομικών Υπουργείου υπ’ αριθμ. ……., δι’ ου ειδοποιεί τον ειρημένον ……………… ως πληρεξούσιον των κατοίκων της νήσου ταύτης, ότι αναγνωρίζει ως τελείαν ιδιοκτησίαν των Σαλαμινίων όχι μόνον τα εν τοις ιδιοκτήτοις αγροίς κείμενα δάση αλλά και τα εις ορεινά μέρη, εξαιρουμένων μόνον των εν τη ρηθείση νήσω Σαλαμίνος κειμένων δασών, ανηκόντων εις την διαλελυμένην μονήν Αγίου Νικολάου………….”.

Κατά συνέπεια, από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι από το έτος 1850 τη νομή επί του ακινήτου εμβαδού 95.987 τ.μ, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, κατείχαν όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων με καλή πίστη και διανοία κυρίων ασκώντας της προσιδιάζουσες στη φύση και προορισμό του πράξεις νομής, όπως συνεχής, συστηματική και αδιάκοπη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων (λαχανικά, κριθάρι, αμπέλια), σύμφωνα και με τα κατατεθέντα από τη μάρτυρα ………, χωρίς ποτέ να απωλέσουν τη νομή πλην των ετών 1964 ,1969, που αμφισβητήθηκε αυτή (νομή) κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, από την Κοινότητα Αμπελακίων στη συνέχεια. Έτσι οι ενάγοντες, με αδιάκοπη σειρά τίτλων απέκτησαν ήδη από το έτος 2001 την κυριότητα, νομή και κατοχή των επίδικων αγροτεμαχίων από τον αληθή κύριο, νομέα και κάτοχο, με το νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία μεταγραφών, συμβολαιογραφικό έγγραφο, με συνέπεια να έχουν καταστεί κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο. Ακολούθως, από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι τα ένδικα ακίνητα ουδέποτε υπήρξαν δημόσιο κτήμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο – εκκαλών Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (αγροκτήματος), ανήκε στον …………… (κατά το ½ εξ αδιαιρέτου του λοιπού ½ εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στον …………), το οποίο ακολούθως περιήλθε στον ……….., και στη συνέχεια εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Όλοι δε οι ανωτέρω προκτήτορες καλλιεργούσαν το ευρύτερο αγρόκτημα, και το αποτελούν αυτό τμήμα επίδικο, με αγροτικά προϊόντα, χωρίς ουδέποτε να απωλέσουν τη νομή αυτού, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Επομένως, ήδη είχε συμπληρωθεί την 11.9.1915 και ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο του ………………… με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, ήτοι 30 έτη καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι είχε καταχωριστεί ως τμήμα του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ ….., όπως προκύπτει από την αδιαμφισβήτητη, κατά τα προαναφερθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων επί αυτού. Ενισχυτικά της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου, ότι η επίδικη έκταση ουδέποτε αποτέλεσε δημόσιο κτήμα, αποτελεί και το γεγονός ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. Ε 4159/2170/Ν.1 1549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975-τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, η σχετική δε ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση, μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας (τ…., αριθ. …../9.9.1975). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του ελληνικού δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο, που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλόν, όπως τούτο αβάσιμως ισχυρίστηκε, αλλά στον ενάγοντα.

Με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές και νομικές παραδοχές, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και: α)να αναγνωριστεί ότι κατά την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Σεληνίων που βρίσκονται τα επίδικα (13.10.2006) οι ενάγοντες …………. και ……….. (καθολικοί διάδοχοι των οποίων είναι οι εκκαλούντες), ήταν αποκλειστικά κύριοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας των ακινήτων – αγροτεμαχίων που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του πρώην Δήμου Αμπελακίων και ήδη Δήμου Σαλαμίνας του πρώτου με ΚΑΕΚ ……………. εμβαδού 281 τ.μ μετά της εντός αυτού οικίας, του δε δευτέρου που φέρει ΚΑΕΚ ……….. εμβαδού 277 τ.μ, να διαταχθεί η διόρθωση των εσφαλμένων κτηματολογικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων με ΚΑΕΚ ……… και ……….. να αναγραφούν ως δικαιούχοι κυριότητας οι ……….. και η ……… κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας δυνάμει του με αριθμό ………/1.8.2001 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας ………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί (τ.404, α.α 451), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου – εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 191 παρ. 2, 183), μειωμένα όμως κατ’ άρθρ. 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της Κ.Υ.Α 134423/8.12.1992, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987, όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 20.1.2022 (αριθ.καταθ. ………./2022) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1262/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Εξαφανίζει την με αριθ. 1262/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθ.καταθ. ………/21.10.2014) αγωγή.

Δέχεται την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι ενάγοντες ………. και η …………., ήταν κατά τις πρώτες εγγραφές, ήτοι κατά τον χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή Σεληνίων Σαλαμίνας που συνέβη στην 13.1.206, αποκλειστικά κύριοι με ποσοστό κυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας των ακινήτων α)με ΚΑΕΚ ………… εμβαδού 281 τ.μ και β)με ΚΑΕΚ ……….. εμβαδού 277 τ.μ τα οποία βρίσκονται στην κτηματική περιφέρει πρώην Δήμου Αμπελακίων και ήδη Δήμου Σαλαμίνας.

Διατάσσει την διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στα κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων με α)ΚΑΕΚ   ……… και β)  με ΚΑΕΚ ……….. αντί της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής ως δικαιούχου του Ελληνικού Δημοσίου να καταχωρηθούν οι ενάγοντες, …………. και η ……….., ως  αποκλειστικά κύριοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας με τίτλο κτήσης το με αριθ. …/1.8.2001 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας . ….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…, α.α ….)

Καταδικάζει το εναγόμενο-εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων – εκκαλούντων και των δύο βαθμών, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, ήτοι του e-παραβόλου με αριθμό ………. που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες.

Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  5.10.2023.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 5.10.2023, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αποχωρήσεως της Δικαστού Φωτεινής Μάμαλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου των εκκαλούντων και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ