Μενού Κλείσιμο

Αριθμος απόφασης 586/2023

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  586/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Της εκκαλούσας – ενάγουσας: ……….…, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ξενοφώντα Αθανασιάδη (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) ………, 2) ………., 3) . …….. και 4) Μαρί………., από τους οποίους η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σμυρναίο (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης), ενώ ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Ιωαννίδη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Β. Των εκκαλούντων – πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων: 1) ……… και 2) …….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σμυρναίο (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ξενοφώντα Αθανασιάδη (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12.06.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2015 και ειδικό …./2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1637/2020 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόμενων. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 07.06.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/17.06.2022 και ειδικό …/17.06.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./17.06.2022 και ειδικό …/17.06.2022, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, και (Β) Οι εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων με την από 20.07.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/29.07.2022 και ειδικό …/29.07.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/29.07.2022 και ειδικό …/29.07.2022, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – ενάγουσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 07.06.2022 και από 20.07.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1637/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1637/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 12.06.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …../2015 αγωγή ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων και έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόμενων, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 07.06.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 17.06.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./17.06.2022 και ειδικό …/17.06.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 20.07.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29.07.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/29.07.2022 και ειδικό …./29.07.2022, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 30.04.2020, δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης την 01.05.2020, άρχισε να τρέχει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, θα έληγε την 01.05.2022, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξαιτίας αυτής μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από την 13.03.2020 έως την 31.05.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021 (5 μήνες), και συνολικά χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η διετής προθεσμία κατά την άσκηση των ενδίκων υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 17.06.2022 και την 29.07.2022, αντίστοιχα, καθόσον τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα και με τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα και από τους εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα στην από 12.06.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό ……/2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι οι εναγόμενοι προσέβαλαν παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης και της απειλής, καθώς και της απόπειρας απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, και ειδικότερα ότι οι εναγόμενοι, οι οποίοι είναι γείτονες, αφού όλοι οι διάδικοι κατοικούν σε οριζόντιες ιδιοκτησίες – διαμερίσματα της πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται στο ….. Αττικής επί της οδού ……….., την 23.07.2012 και περί ώρα 1.30, προσέβαλαν με λόγο την τιμή της ενάγουσας, εκδηλώνοντας καταφρόνηση στο πρόσωπό της και στην οικογένειά της, με τις φράσεις «πουτάνα, καριόλα», επιπλέον ο δεύτερος εναγόμενος με τις φράσεις «καριόλα, κώλος και βρακί είσαι με τον πατέρα σου» και ο τρίτος εναγόμενος με τις φράσεις «ο μαλάκας ο πατέρας σου θα πληρώσει, θα σας γαμήσω, παλιοκαριόλα, ναι γείτονες, εδώ μένει στην ………. στο β’ όροφο, είναι η κόρη του μαλάκα», ότι ταυτόχρονα οι εναγόμενοι προκάλεσαν σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία απειλώντας την με βία και συγκεκριμένα με τις φράσεις «θα σε γαμήσουμε», επιπλέον η πρώτη εναγόμενη με τις φράσεις «καλά θα κάνετε να φύγετε από την πολυκατοικία γιατί δεν σας σηκώνει το κλίμα, θα γίνουν άλλα χειρότερα, θα δεις τι έχετε να πάθετε», ο δεύτερος εναγόμενος με τις φράσεις «θα σκοτώσω εσένα και την οικογένειά σου, θα τους γαμήσω το σπίτι, θα γίνει φονικό, θα του γαμήσω όλες τις πουτάνες, ολόκληρη την οικογένεια θα την φάω, θα μιλήσει η Μάνη και τα όπλα, του νεκρού η μάνα κλαίει, αύριο που θα είμαστε μόνοι θα πάρω ο όπλο μου και θα σας καθαρίσω όλους οικογενειακώς, θα σας σκοτώσω όλους» και η τέταρτη εναγόμενη με τις φράσεις «πουτάνα τώρα θα σε βάλουμε μέσα, θα πληρώσεις για τον μαλάκα τον πατέρα σου, θα πάθετε και άλλα αν δεν φύγετε από εδώ», ότι ταυτόχρονα ο δεύτερος εναγόμενος επιτέθηκε στην ενάγουσα με σκοπό να την τραυματίσει στο κεφάλι, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, καθόσον επενέβη η αδελφή της ενάγουσας και την τράβηξε αποφεύγοντας έτσι το κτύπημα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να της καταβάλουν το ποσό των 25.000,00 ευρώ ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1637/2020 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής που κρίθηκε νόμω αβάσιμο, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόμενων και αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000,00 ευρώ, καθώς και την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Η εκκαλούσα – ενάγουσα κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής της ως ουσιαστικά αβάσιμης ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων, και αναφορικά με το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγόμενων, με την από 07.06.2022 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της και (Β) Οι ηττηθέντες πρωτοδίκως εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων, με την από 20.07.2022 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ). Από δε τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2017 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4264/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσής τους επαναφέρουν την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας επικαλούμενοι ότι από τη συμπεριφορά της ενάγουσας είχε δημιουργηθεί σ’ αυτούς η εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμά της, καθόσον η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε τρία έτη μετά το επεισόδιο, συνεπεία του οποίου φέρονται να γεννήθηκαν οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας και με σκοπό την οικονομική τους εξόντωση, με αποτέλεσμα να παρίστανται καταχρηστικές οι ένδικες αξιώσεις καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο ισχυρισμός αυτός της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας με την εκκαλουμένη απόφαση, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον τα περιεχόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν ώστε να συγκροτηθεί το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, ούτε καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, την έγερση των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων δεν επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση των ενδίκων αξιώσεων της, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγονται επαχθείς συνέπειες για τους ίδιους. Αντιθέτως δε επικαλούνται μόνο την πάροδο χρονικού διαστήματος τριών ετών μετά το επεισόδιο, συνεπεία του οποίου φέρονται να γεννήθηκαν οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, καθώς και τις δυσμενείς για τους ίδιους οικονομικές συνέπειες λόγω της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, περιστατικά, όμως, που δεν κρίνονται επαρκή ώστε να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας.

Κατά το άρθρο 444 αριθ. 3 του ΚΠολΔ ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”. Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα “πρωταρχικά”, αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος, που ορίζει ότι “η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη”, καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι “το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων”. Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευση του και συνεπώς, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι’ αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία, στην οποία αυτή, χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών, αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλ. έστω κι αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη μαγνητοφωνηθείσα συζήτηση. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει – υπό την επίκληση της ανάγκης αποκτήσεως αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα – στη γενίκευση της χρήσεως μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στα πλαίσια μιας προφορικής ιδιωτικής συζητήσεως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοιώσεως του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Άλλωστε, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κυρώσεως (ποινής φυλακίσεως), που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρος κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 του ΚΠολΔ) δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του, ο δε αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί. Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές αναπαραστάσεις (φωτογραφίες), των οποίων την γνησιότητα, δηλαδή του περιεχομένου τους, εφόσον αμφισβητείται, οφείλει να την αποδείξει εκείνος που τις επικαλείται και τις προσάγει. Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Η απόδειξη δε της γνησιότητας των φωτογραφιών από εκείνον που τις προσήγαγε, εφόσον αυτή αμφισβητήθηκε από τον αντίδικό του, επιβάλλεται όχι μόνο αν γίνεται χρήση αυτών για άμεση απόδειξη, αλλά και όταν από αυτές συνάγονται δικαστικά τεκμήρια. Και αν μεν αποδειχθεί κατά την διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται οι φωτογραφίες, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, ενώ αν προκύπτει ότι αυτές είναι γνήσιες τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η άρνηση της γνησιότητας των φωτογραφιών, όπως και κάθε ιδιωτικού εγγράφου, πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει κατ’ αυτή τη συζήτηση κατά την οποία προσκομίζονται αυτές, εάν δε αυτό δεν γίνει, θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε σιωπηρώς η γνησιότητα αυτών και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (ΑΠ 1304/2013 ΝΟΜΟΣ). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 του ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Αν το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του ΚΠολΔ (ΑΠ 1277/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1756/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 279/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2655/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 106/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 438/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 140/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1038/2008 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 79/2022 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή να άγουν, αν θεωρηθούν βάσιμοι, σε εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης. Αν ως λόγος έφεσης προβάλλεται η λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικού μέσου, του οποίου η χρήση δεν επιτρέπεται, η απόφαση δεν εξαφανίζεται, εφόσον και χωρίς τη χρήση του μέσου αυτού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της διαφοράς (ΕφΘες 1875/2021 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. ε’, σελ. 223, παρ. 542 περ. 11). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη αφενός το προσκομιζόμενο από την ίδια έγγραφο, που περιέχει το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της αποτυπωθείσας σε μαγνητοταινία προφορικής συζήτησης (τηλεφωνικής συνομιλίας) μεταξύ της ενάγουσας και του πατέρα της, κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράφεται και η φωνή τρίτου προσώπου, και συγκεκριμένα του δεύτερου εναγόμενου, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, αφετέρου τις προσκομιζόμενες από την ίδια φωτογραφίες (σχετικά με αριθμούς 16α έως 16θ), τη γνησιότητα των οποίων αμφισβήτησαν ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων. Ο λόγος αυτός της υπό στοιχείο Α’ έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς, ενόψει του ότι ακόμη και αν κριθεί βάσιμος, ο λόγος αυτός δεν άγει από μόνος του στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, διότι το Δικαστήριο τούτο ακόμη και αν λάβει υπόψη του τα ανωτέρω έγγραφα, θα προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, συνεκτιμώντας αυτά με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τότε μόνο θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, όταν συνεκτιμώντας αυτά με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, οδηγηθεί πλέον σε διατακτικό διαφορετικό από εκείνο της εκκαλουμένης, σε περίπτωση, όμως, που λαμβάνοντας υπόψη του και αυτά τα έγγραφα οδηγείται στο ίδιο ή ισοδύναμο διατακτικό αναφορικά με το αίτημα της αγωγής, η έφεση θα απορριφθεί και θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …….. και ……., αντίστοιχα, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ’ αριθ. ………/19.01.2012 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. του μάρτυρος ………., που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 881/2013 ΕλλΔνη 2014. 378, ΑΠ 411/2012 ΝΟΜΟΣ), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των σχηματισθεισών ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), εκτός από το προσκομιζόμενο έγγραφο, που περιέχει το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της αποτυπωθείσας σε μαγνητοταινία προφορικής συζήτησης (συνομιλίας) μεταξύ της ενάγουσας και του πατέρα της, κατά τη διάρκεια της οποίας καταγράφεται και η φωνή τρίτου προσώπου, και συγκεκριμένα του δεύτερου εναγόμενου, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεσή του, το οποίο συνιστά συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, και το οποίο ορθώς δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, ενώ αναφορικά με τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες (σχετικά με αριθμούς 16α έως 16θ), τη γνησιότητα των οποίων αμφισβήτησαν ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων κατά τρόπο σαφή, ρητό και ειδικό, η ενάγουσα, η οποία επωμίσθηκε με το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας αυτών των εγγράφων, ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης της γνησιότητάς τους, δεδομένου ότι ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης ρητώς προέβη σε αναγνώριση των εν λόγω φωτογραφιών που του επιδείχθηκαν, και ως εκ τούτου τα αποδεικτικά τούτα μέσα, που φέρουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των εγγράφων και είναι υποστατά ως έγγραφα, εσφαλμένως δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πλην όμως νομίμως λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) και συνεκτιμώνται με το υπόλοιπο προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι ήταν γείτονες, αφού όλοι ήταν συνιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων της πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται στο …… Αττικής επί της οδού ………….., τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως κύριες κατοικίες τους. Ειδικότερα, η ενάγουσα μαζί με τους γονείς της και την αδελφή της διέμεναν σε διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας, ενώ η μεν πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων, που τυγχάνουν σύζυγοι, κατοικούσαν στο ένα από τα δύο διαμερίσματα του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας, ο δε τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων, που ομοίως τυγχάνουν σύζυγοι, κατοικούσαν στο έτερο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις δεν ήταν αρμονικές, αλλά αντιθέτως υφίσταντο σφοδρές έριδες μεταξύ τους αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της διαχείρισης της πολυκατοικίας εκ μέρους του πατέρα της ενάγουσας και εξετασθέντος μάρτυρος απόδειξης …………., ο οποίος διατηρούσε την πλειοψηφία των ποσοστών συνιδιοκτησίας επί της πολυώροφης οικοδομής και των ψήφων της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, έχοντας αναλάβει τη διαχείριση από το έτος 2011. Ακολούθως δημιουργούνταν συχνές εντάσεις και προστριβές μεταξύ των μελών της οικογένειας της ενάγουσας και των εναγόμενων, αλλά και συχνά επεισόδια μεταξύ τους με εξυβρίσεις, απειλές και σωματικές βλάβες, προσφυγές στην Αστυνομική Αρχή, μηνύσεις και αγωγές ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων. Αποδείχθηκε επίσης ότι την 23.07.2012, η ενάγουσα βρισκόταν στο διαμέρισμα της οικογένειάς της μαζί με την αδερφή της, ……….., οι δε γονείς τους απουσίαζαν, βρισκόμενοι στην εξοχική τους οικία στην Εύβοια, ενώ στο διαμέρισμα της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων λάμβανε χώρα συγκέντρωση, για τον εορτασμό των γενεθλίων των τέκνων τους, στην οποία παρευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων, με τους οποίους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, καθώς και το φιλικό τους ζευγάρι, ……… και ………….., μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους ………..και ………… Περί ώρα 01:35 – 01:40, και αφού είχαν ήδη αποχωρήσει ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων και είχαν εισέλθει στο διαμέρισμά τους, αποχώρησε από την οικία της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων η τετραμελής οικογένεια του ………… και εισήλθαν στον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας, προκειμένου να κατέλθουν από τον τρίτο όροφο στο ισόγειο, πλην όμως ο ανελκυστήρας ακινητοποιήθηκε μεταξύ δύο ορόφων λόγω βλάβης. Ακολούθως, την ώρα 01:39 η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων ειδοποίησαν την πυροσβεστική υπηρεσία, προκειμένου να επέμβει στον ανελκυστήρα και να απεγκλωβίσει την οικογένεια του ………….., όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …. δελτίο επέμβασης σε ανελκυστήρα του 4ου Πυροσβεστικού Σταθμού Πειραιά της Διεύθυνσης Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά. Στη συνέχεια, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων κτύπησαν το κουδούνι της θύρας του διαμερίσματος της οικογένειας της ενάγουσας σε αναζήτηση του πατέρα της, διαχειριστή της πολυκατοικίας, προκειμένου να τους δώσει το τριγωνικό κλειδί του ανελκυστήρα, ώστε να απεγκλωβισθεί η οικογένεια του …………… Η ενάγουσα αρνήθηκε ότι είχε στην κατοχή της το κλειδί του ανελκυστήρα, ισχυρίσθηκε ότι αυτό βρίσκεται στην κατοχή του συντηρητή του ανελκυστήρα, τον οποίο και ανέλαβε να ειδοποιήσει άμεσα, ενώ τους συνέστησε να καλέσουν την πυροσβεστική υπηρεσία. Ακολούθως, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων, βρισκόμενοι σε έξαλλη κατάσταση, εξύβρισαν την ενάγουσα και την απείλησαν με βία, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος χτυπούσε με μανία την θύρα του διαμερίσματος, στο οποίο διέμενε η οικογένεια της ενάγουσας, η δε πρώτη εναγόμενη τον επικροτούσε και τον ενθάρρυνε. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων προσέβαλαν με λόγο την τιμή της ενάγουσας, εκδηλώνοντας καταφρόνηση στο πρόσωπό της, με τις φράσεις «πουτάνα, καριόλα», ενώ προκάλεσαν σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία απειλώντας την με βία και συγκεκριμένα με τις φράσεις «θα σε γαμήσουμε». Η ενάγουσα επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον πατέρα της και τον ενημέρωσε για το επεισόδιο, αυτός δε την προέτρεψε να μην ανοίξει την θύρα του διαμερίσματος στην πρώτη και στον δεύτερο των εναγόμενων και να ειδοποιήσει τον συντηρητή του ανελκυστήρα και την Άμεση Δράση. Η ενάγουσα, συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις του πατέρα της, κάλεσε την Άμεση Δράση, την ώρα 01:43, και τον συντηρητή του ανελκυστήρα, την ώρα 01:49, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη αναλυτική κατάσταση των κλήσεων από το σταθερό τηλέφωνο της οικίας της ενάγουσας, για τη χρονική περίοδο από την 21.07.2012 έως την 20.08.2012, της εταιρείας τηλεφωνίας ………… Η Πυροσβεστική Υπηρεσία προσήλθε την ώρα 01:44, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο με αριθμό ….. δελτίο επέμβασης σε ανελκυστήρα, ενώ η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων εξακολούθησαν να εξυβρίζουν και να απειλούν την ενάγουσα με βία παρουσία των αξιωματικών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος προσέβαλε με λόγο την τιμή της ενάγουσας εκδηλώνοντας καταφρόνηση στο πρόσωπό της και στην οικογένειά της με τις φράσεις «καριόλα, κώλος και βρακί είσαι με τον πατέρα σου». Επιπλέον, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων προκάλεσαν σ’ αυτήν τρόμο και ανησυχία απειλώντας την με βία και συγκεκριμένα ο μεν δεύτερος εναγόμενος με τις φράσεις «θα σκοτώσω εσένα και την οικογένειά σου, θα τους γαμήσω το σπίτι, θα γίνει φονικό, θα του γαμήσω όλες τις πουτάνες, ολόκληρη την οικογένεια θα την φάω, θα μιλήσει η Μάνη και τα όπλα, του νεκρού η μάνα κλαίει, αύριο που θα είμαστε μόνοι θα πάρω ο όπλο μου και θα σας καθαρίσω όλους οικογενειακώς, θα σας σκοτώσω όλους», η δε πρώτη εναγόμενη με τις φράσεις «καλά θα κάνετε να φύγετε από την πολυκατοικία γιατί δεν σας σηκώνει το κλίμα, θα γίνουν άλλα χειρότερα, θα δεις τι έχετε να πάθετε». Επίσης αποδείχθηκε ότι την ώρα που η ενάγουσα άνοιγε την θύρα του διαμερίσματος της οικογένειάς της στον αρμόδιο αξιωματικό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που αναζητούσε το κλειδί του ανελκυστήρα, ο δεύτερος εναγόμενος της επιτέθηκε με σκοπό να την τραυματίσει στο κεφάλι, πλην όμως η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, καθόσον επενέβη η αδελφή της ενάγουσας, την τράβηξε και έκλεισε την πόρτα, αποφεύγοντας έτσι το κτύπημα, όπως προκύπτει και από την προσκομιζόμενη από 26.11.2012 ένορκη εξέταση της …………. ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς ……………. Στη συνεχεία, η ενάγουσα κάλεσε εκ νέου την Άμεση Δράση και οι επιληφθέντες αστυνομικοί μετέβησαν στην πολυκατοικία την ώρα 02.01, η δε ενάγουσα παρέδωσε σ’ αυτούς, με καθυστέρηση δεκαπέντε λεπτών, το κλειδί που αναζητούσε η Πυροσβεστική Υπηρεσία, προκειμένου να απεγκλωβίσει τους εγκλωβισμένους, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ../…/…. απόσπασμα του ημερήσιου δελτίου οχήματος με αριθμό ……../23.07.2018 του αστυφύλακα ……. της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης Αττικής. Ακολούθως, απεγκλωβίσθηκε η τετραμελής οικογένεια του ………, με τη χρήση του κλειδιού που παρέδωσε η ενάγουσα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ……. δελτίο επέμβασης σε ανελκυστήρα του 4ου Πυροσβεστικού Σταθμού Πειραιά της Διεύθυνσης Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πειραιά. Αποδείχθηκε επίσης ότι την ώρα 2.30, που προσήχθησαν στο Αστυνομικό Τμήμα Κερατσινίου, η ενάγουσα, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων, καθώς και τα μέλη της οικογένειας του ……………., η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων εξακολουθούσαν να εξυβρίζουν και να απειλούν την ενάγουσα, παρά την παρουσία των οργάνων της αστυνομικής αρχής, αλλά και ενώπιον των περίοικων που είχαν συγκεντρωθεί λόγω του επεισοδίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, με τον οποίο παραπονούνται διότι έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η εναντίον τους αγωγή, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων εξύβρισαν την ενάγουσα, αμφότεροι με τις φράσεις «πουτάνα, καριόλα», ο δε τρίτος εναγόμενος με τις φράσεις «ο μαλάκας ο πατέρας σου θα πληρώσει, θα σας γαμήσω, παλιοκαριόλα, ναι γείτονες, εδώ μένει στην …………. στο β’ όροφο, είναι η κόρη του μαλάκα», ούτε ότι αυτοί απείλησαν με βία την ενάγουσα, αμφότεροι με τις φράσεις «θα σε γαμήσουμε», η δε τέταρτη εναγόμενη με τις φράσεις «πουτάνα τώρα θα σε βάλουμε μέσα, θα πληρώσεις για τον μαλάκα τον πατέρα σου, θα πάθετε και άλλα αν δεν φύγετε από εδώ». Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το προαναφερόμενο με αριθμό πρωτοκόλλου …../../…. απόσπασμα του ημερήσιου δελτίου οχήματος με αριθμό ……./23.07.2018 του αστυφύλακα … ……, σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα δήλωσε στους επιληφθέντες αστυνομικούς που μετέβησαν στην πολυκατοικία επί της οδού ………. ότι επιθυμεί να υποβάλει μήνυση για εξύβριση και απειλή μόνο κατά της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων, χωρίς να αναφερθεί καθόλου στον τρίτο και στην τέταρτη των εναγόμενων, ούτε στις φερόμενες ως τελεσθείσες από αυτούς πράξεις της εξύβρισης και της απειλής. Επιπλέον ενισχύεται από το προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτοκόλλου ………../28.09.2012 αντίγραφο από το Βιβλίο Συμβάντων – Συμβάντων – Συλλήψεων – Συστάσεων και Παραπόνων του Αστυνομικού Τμήματος Κερατσινίου, όπως αυτό διορθώθηκε με το προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτοκόλλου ………./03.06.2015 αντίγραφο από το Βιβλίο Αδικημάτων – Συμβάντων – Συλλήψεων – Συστάσεων και Παραπόνων του Αστυνομικού Τμήματος Κερατσινίου, σύμφωνα με τα οποία μεταφέρθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα Κερατσινίου η ενάγουσα, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων, καθώς και η τετραμελής οικογένεια του …………, χωρίς να γίνεται μνεία στον τρίτο και στην τέταρτη των εναγόμενων, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα. Άλλωστε, και ο προταθείς από την ενάγουσα μάρτυρας ……… στην προσκομιζόμενη από 26.11.2012 ένορκη εξέτασή του ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς . ……, δεν αναφέρθηκε καθόλου στον τρίτο και στην τέταρτη των εναγόμενων, ούτε στην τέλεση εκ μέρους τους των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος της ενάγουσας, αλλά αντιθέτως, έχοντας ιδία αντίληψη των γεγονότων ως ένοικος του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού …………, ανέπτυξε λεπτομερώς στην κατάθεσή του όλα τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν στην τέλεση σε βάρος της ενάγουσας των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης και της απειλής εκ μέρους της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων, καθώς και της απόπειρας απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση εκ μέρους του δεύτερου των εναγόμενων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – ενάγουσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, με τον οποίο παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής της ως προς τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά της, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης και της απειλής εκ μέρους της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων, αλλά και της απόπειρας απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ από την πρώτη εναγόμενη, καθώς και το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ από τον δεύτερο εναγόμενο, τα οποία είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνουν καταφανώς, ούτε υπολείπονται των ποσών που επιδικάζονται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, της νεαρής ηλικίας της (22 ετών) κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας, της υπαιτιότητας των εναγόμενων, του είδους και της φύσης της βλάβης της ενάγουσας, της ψυχικής ταλαιπωρίας της, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογα, για την χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας, τα ανωτέρω ποσά των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ και των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ, αντίστοιχα, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσία του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, καθώς και του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν κατ’ ουσίαν οι από 07.06.2022 και από 20.07.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, ενώ πρέπει να εισαχθούν στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ τα παράβολα για το παραδεκτό των υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεων που προκατέβαλαν η εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και οι εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, λόγω της ήττας τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 07.06.2022 και από 20.07.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1637/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις από 07.06.2022 και από 20.07.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα – ενάγουσα κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της με το υπ’ αριθ. ……../2022 ηλεκτρονικό παράβολο.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ έφεσής τους με το υπ’ αριθ. ………………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18.10.2023. χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ