Μενού Κλείσιμο

Αριθμος απόφασης 587/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   587/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Αθανασοπούλου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του καθ’ ου η κλήση – εκκαλούντος – εναγόμενου: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυρήνη Φωτοπούλου (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.06.2016 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2016 και ειδικό …../2016 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3731/2017 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 28.09.2017 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../29.09.2017 και ειδικό …../29.09.2017 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../27.11.2017 και ειδικό …../27.11.2017, για τη δικάσιμο της 15.11.2018, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 308/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά την έφεση και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Ήδη την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση ο εφεσίβλητος – ενάγων και ήδη καλών με την από 09.09.2022 κλήση του που κατατέθηκε με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022, προσδιορίσθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 09.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …./2022 κλήση του καλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος, νομίμως φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από 28.09.2017 έφεση, ύστερα από την έκδοση της υπ’ αριθ. 308/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά την ένδικη έφεση και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία και έλαβε χώρα συνταχθείσας της από 26.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης …../2022 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου …….., που ορίσθηκε πραγματογνώμονας με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 308/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

Από την από 26.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης …/2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ……….., που ορίσθηκε πραγματογνώμονας με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 308/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκτιμάται ελεύθερα κατ’ άρθρο 387 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 87/2013 ΝΟΜΟΣ), από την υπ’ αριθ. …../21.07.2016 ένορκη βεβαίωση της ………….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …/15.07.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………), από την υπ’ αριθ. …./17.11.2016 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …../10.11.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Λάρισας ……………) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1 γ’, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), καθώς και τα έγγραφα της σχηματισθείσης σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Οκτώβριο του έτους 2010 ο ενάγων αποφάσισε να πωλήσει το με αριθμό κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής DAIMLER CHRYSL, μοντέλο SLK 200, cabrio, κυβισμού 1.796 cc, μαύρου χρώματος, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας στην Ελλάδα την 12.05.2006, και για τον λόγο αυτό ανάρτησε σχετική αγγελία στην ιστοσελίδα www.car.gr. Ακολούθως, ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη ………….., ο οποίος εμφανίσθηκε ως επιχειρηματίας με οικονομική επιφάνεια και εξέφρασε ενδιαφέρον για την αγορά του ως άνω αυτοκινήτου, προκειμένου δε να πείσει τον ενάγοντα για την επάρκεια των εισοδημάτων του, παρέδωσε σ’ αυτόν το προσκομιζόμενο αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων με βάση την αρχική δήλωση internet οικονομικού έτους 2010, σύμφωνα με το οποίο είχε ετήσια ακαθάριστα έσοδα από ατομική επιχείρηση ύψους 70.811,01 ευρώ και συνολικό δηλωθέν εισόδημα ύψους 21.412,60 ευρώ. Έτσι την 11.10.2010, ο ενάγων που υπηρετούσε ως πιλότος στην πολεμική αεροπορία και διέμενε στη ………. Αχαϊας, συναντήθηκε στην Πάτρα Αχαίας με τον υποψήφιο αγοραστή ………, κάτοικο …… Αττικής, και συμφώνησαν να του πωλήσει ο ενάγων το αυτοκίνητό του, με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος ύψους 20.000,00 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε εν όλω και συμφωνήθηκε να εξοφληθεί με την υπ’ αριθ. ……… ισόποση μεταχρονολογημένη επιταγή, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.11.2010, την οποία εξέδωσε στην Αθήνα ο ……… σε διαταγή του ενάγοντος και η οποία ήταν πληρωτέα από τον τηρούμενο στην πληρώτρια «……..» υπ’ αριθ. ………….. λογαριασμό του εκδότη. Σε εκτέλεση της σύμβασης πώλησης με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος και εξόφλησης της παραδοθείσας στον πωλητή μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, ο ενάγων παρέδωσε την κατοχή του Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητου του στον………………….., και ταυτόχρονα υπέγραψε και παρέδωσε σ’ αυτόν την προσκομιζόμενη από 11.10.2010 υπεύθυνη δήλωσή του κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, με επικυρωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ Πατρών ……….., δυνάμει της οποίας εξουσιοδότησε τον, υποδειχθέντα από τον αγοραστή ασφαλιστή, …………., ώστε ο τελευταίος να μεταβιβάσει στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών, για λογαριασμό του ενάγοντος, το προαναφερόμενο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο στον . ………………….., με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας έως την εξόφληση της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής. Επιπλέον, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του αγοραστή ………….., ο ενάγων παρέδωσε σ’ αυτόν την προσκομιζόμενη από 11.10.2010 υπεύθυνη δήλωσή του κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, με επικυρωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον ίδιο ως άνω αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ Πατρών ………………….. ., στην οποία γινόταν αναφορά στην πώληση του Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, στα στοιχεία των συμβαλλομένων μερών και στο συμφωνηθέν τίμημα των 20.000,00 ευρώ, ενώ ο αγοραστής παρέδωσε στον ενάγοντα, για δική του φορολογική χρήση, την προσκομιζόμενη όμοιου περιεχομένου από 11.10.2010 υπεύθυνη δήλωση κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, με επικυρωμένο το γνήσιο της υπογραφής του ……… από τον υπάλληλο του ….ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων . ….. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η από 11.10.2010 υπεύθυνη δήλωση του …….. που έφερε επικύρωση του γνήσιου της υπογραφής από τον υπάλληλο του ….ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, ονόματι ………, ήταν πλαστή και ότι ο εναγόμενος διέπραξε την πλαστογραφία κατά το μέρος που αφορούσε στην φερόμενη υπογραφή του ανωτέρω υπαλλήλου του …ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, θέτοντας μία υπογραφή κατ’ απομίμηση της υπογραφής του εν λόγω υπαλλήλου, ώστε να διαλαμβάνεται ότι η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του ……… έγινε από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο του 4ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, ……… Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από την από 26.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης …./2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ……., που ορίσθηκε πραγματογνώμονας με την υπ’ αριθ. 308/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με την οποία η υπό έλεγχο υπογραφή εμφανίζει ομοιότητες στον κεντρικό σχηματισμό και στην κατάληξη με τις γνήσιες υπογραφές του εναγόμενου και παρουσιάζει παρόμοια φιλοσοφία δόμησης με τη χάραξη αρχικού σχηματισμού με κατακόρυφο στέλεχος το γράμμα «Τ» στην υπό έλεγχο υπογραφή και το τμήμα «Ι» του γράμματος «Κ» στις γνήσιες υπογραφές του εναγόμενου και με τη χάραξη ίδιου τύπου κεντρικού μορφώματος με χάραξη δεξιόστροφου βρόγχου και εγκάρσιου γιρλαντοειδούς τμήματος καταλήγοντας στην ίδια τριγωνική δομή, ενώ οι ομοιότητες αυτές τόσο στη σύνθεση, όσο και στην απόδοση των αντιπαραβαλλόμενων υπογραφών είναι σημαντικές και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων εμφάνισε την ανωτέρω μεταχρονολογημένη επιταγή νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 30.11.2010, στο υποκατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας με την επωνυμία «…………» στην Κάτω Αχαϊα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη και σφραγίστηκε, όπως βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής με τη σχετική από 30.11.2010 βεβαίωση της πληρώτριας Τράπεζας. Στη συνέχεια, ο ενάγων εξέδωσε την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 2851/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του ………, για την απαίτησή του που απέρρεε από την ανωτέρω τραπεζική επιταγή, και υποχρεώθηκε αυτός να του καταβάλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό να εκτελεσθεί η διαταγή πληρωμής, καθόσον ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής …………. ήταν αγνώστου διαμονής. Ταυτόχρονα, ο ενάγων υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την προσκομιζόμενη από 30.12.2010 έγκλησή του σε βάρος του ………., για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η δικηγόρος Αθηνών …….., ενεργώντας για λογαριασμό του ενάγοντος – εντολέα της, υπέβαλε προς το Υπουργείο Μεταφορών, Π.Ε Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών την προσκομιζόμενη από 06.05.2011 αίτησή της, με την οποία ζήτησε να της χορηγηθούν αντίγραφα από τον φάκελο της μεταβίβασης του ανωτέρω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου. Σε απάντηση της από 06.05.2011 αίτησης, ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι το με αριθμό κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του είχε μεταβιβαστεί αρχικά την 12.10.2010 από τον ίδιο στον . ………………….., κατά πλήρη κυριότητα και όχι με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας του πωλητή, και στη συνέχεια την 14.10.2010, από τον . ………………….. στον μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ……, με τη χρήση των προσκομιζόμενων υπεύθυνων δηλώσεων κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, του ενάγοντος και του ……………., αντίστοιχα, οι οποίες έφεραν ημερομηνία την 11.10.2010 και επικύρωση του γνησίου της υπογραφής των υπεύθυνα δηλούντων από τον υπάλληλο του …ου Κ.Ε.Π Αθηνών ……. Ειδικότερα, δυνάμει της προσκομιζόμενης από 11.10.2010 υπεύθυνης δήλωσης του ενάγοντος, που έφερε επικύρωση του γνησίου της υπογραφής του από τον υπάλληλο του …ου Κ.Ε.Π Αθηνών ………, ο ενάγων φερόταν ότι εξουσιοδοτούσε την μη διάδικο στην παρούσα δίκη, διεκπεραιώτρια ………, να μεταβιβάσει αντ’ αυτού το ένδικο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, το οποίο ακολούθως μεταβιβάστηκε στον . ………………….. την 12.10.2010, με τη χρήση της εν λόγω υπεύθυνης δήλωσης, που προσκομίσθηκε στην αρμόδια Διεύθυνση Συγκοινωνιών από την εξουσιοδοτούμενη ……., με αποτέλεσμα να μεταβιβαστεί το επίδικο όχημα από τον ενάγοντα πωλητή στον αγοραστή . ………………….., χωρίς ο τελευταίος να καταβάλει το συμφωνηθέν ως άνω τίμημα των 20.000,00 ευρώ και χωρίς να περιληφθεί ο συμφωνηθείς όρος περί παρακράτησης της κυριότητας του οχήματος μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος και εξόφλησης της παραδοθείσας στον πωλητή μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, κατά τα προαναφερθέντα. Ομοίως, δυνάμει της προσκομιζόμενης από 11.10.2010 υπεύθυνης δήλωσης του ………., που έφερε επικύρωση του γνησίου της υπογραφής του από τον υπάλληλο του …ου Κ.Ε.Π Αθηνών ..…….., ο ……… φερόταν ότι εξουσιοδοτούσε την μη διάδικο στην παρούσα δίκη, διεκπεραιώτρια …………., να μεταβιβάσει αντ’ αυτού το ένδικο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, το οποίο ακολούθως μεταβιβάστηκε στον μη διάδικο στην παρούσα δίκη ………. την 14.10.2010, με την χρήση της εν λόγω υπεύθυνης δήλωσης που προσκομίσθηκε στην αρμόδια Διεύθυνση Συγκοινωνιών από την εξουσιοδοτούμενη ……, με αποτέλεσμα να μεταβιβαστεί το επίδικο όχημα από τον πωλητή . ………………….. στον αγοραστή …….., αντί τιμήματος 16.200,00 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατόπιν σχετικής αγγελίας πώλησης του ένδικου Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου στην ιστοσελίδα ……. που δημοσιεύθηκε την 11.10.2010, ο ενδιαφερόμενος αγοραστής . ………………….. ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εναγόμενο που είχε καταχωρήσει την αγγελία και διατηρούσε κατάστημα εμπορίας καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στο … Αττικής, έχοντας συστήσει την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», και αφού διενήργησε τεχνικό έλεγχο του οχήματος και αφού επιδείχθηκε σ’ αυτόν η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος που είχε εκδοθεί την 12.10.2010 στο όνομα του …………….., προέβη στην αγορά του οχήματος, αντί τιμήματος 16.200,00 ευρώ που εξοφλήθηκε ολοσχερώς, με μετρητά, με την έκδοση της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. ….. τραπεζικής επιταγής με πληρώτρια Τράπεζα «………» ποσού 7.400,00 ευρώ, που εξοφλήθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή, και με την έκδοση της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. ……. τραπεζικής επιταγής με πληρώτρια Τράπεζα «………», ποσού 8.000,00 ευρώ που εξοφλήθηκε κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή από τον εναγόμενο νόμιμο κομιστή της επιταγής. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την προσκομιζόμενη από 16.06.2011 έγκλησή του σε βάρος του ……………, του … ………………….. και του αγνώστων λοιπών στοιχείων ……., που φερόταν ως εξουσιοδοτούμενος για τη διενέργεια των ανωτέρω μεταβιβάσεων του επιδίκου Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου στις από 11.10.2010 υπεύθυνες δηλώσεις, και κατά παντός υπευθύνου, για τα αδικήματα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και της άμεσης συνέργειας σ’ αυτή, καθώς και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού. Στα πλαίσια της διενεργηθείσας προανάκρισης, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. …./12.02.2013 διάταξης του Πταισματοδίκη του 9ου Προανακριτικού Τμήματος του Πταισματοδικείου Αθηνών για την εκτέλεση της υπ’ αριθ. ΕΓ21-…./358 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, διατάχθηκε η διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης από τον δικαστικό γραφολόγο, ………………….. ., προκειμένου να αποφανθεί ποιος είναι ο δράστης της πλαστογραφίας της από 11.10.2010 υπεύθυνης δήλωσης του ενάγοντος με την βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής, καθώς και της πλαστής βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής στην από 11.10.2010 υπεύθυνη δήλωση του ……., λαμβάνοντας υπόψη τόσο την γραφή και την υπογραφή του εναγόμενου ως κομιστή επί της ανωτέρω υπ’ αριθ. ……. επιταγής της πληρώτριας Τράπεζας «………….», όσο και την υπογραφή του …………. ως εκδότη επί της ανωτέρω υπ’ αριθ. …….. επιταγής της πληρώτριας Τράπεζας «………..». Ο διορισθείς ως άνω πραγματογνώμονας κατέθεσε την προσκομιζόμενη από 29.03.2013 έκθεσή του, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας οι φερόμενες ως υπογραφές του …… στις αντίστοιχες βεβαιώσεις του γνησίου της υπογραφής, στις από 11.10.2010 υπεύθυνες δηλώσεις του ενάγοντος και του ……….., αντίστοιχα, παρουσιάζουν πολυάριθμες και σημαντικές γραφολογικά ομοιότητες με τις δειγματικές υπογραφές του εναγόμενου, οι οποίες συνίστανται στην ανάλογη χαρακτική σύλληψη και σκεπτικό σύνθεσης, καθώς και στους σχηματισμούς των επιμέρους δομικών τμημάτων και στα γενικά γραφολογικά χαρακτηριστικά (κλίση, κατεύθυνση), ενώ οι ομοιότητες αυτές δεν δύνανται να θεωρηθούν τυχαίες, ούτε να ενταχθούν στο πλαίσιο τυχόν κοινότοπων σχηματισμών στη σύνθεση των υπογραφικών συμπλεγμάτων, καθότι είναι πολυάριθμες και με ανάλογη αλληλουχία χαρακτικών κινήσεων, με αποτέλεσμα να εκτιμάται σε βαθμό υψηλής πιθανολόγησης ότι οι φερόμενες ως υπογραφές του …. . έχουν χαραχθεί δια χειρός του εναγόμενου. Κατόπιν τούτων, αποδείχθηκε ότι οι από 11.10.2010 υπεύθυνες δηλώσεις του ενάγοντος και του ………., αντίστοιχα, που έφεραν επικύρωση του γνήσιου της υπογραφής από τον υπάλληλο του …ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, ονόματι ………, ήταν πλαστές και ότι ο εναγόμενος διέπραξε την πλαστογραφία κατά το μέρος που αφορούσε στις φερόμενες υπογραφές του ανωτέρω υπαλλήλου του …ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, θέτοντας υπογραφές κατ’ απομίμηση της υπογραφής του εν λόγω υπαλλήλου, ώστε να διαλαμβάνεται ότι η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του ενάγοντος και του …………, αντίστοιχα, έγινε από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο του …..ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, ………. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από την από 26.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης …../2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ………, σύμφωνα με την οποία οι υπό έλεγχο υπογραφές στις από 11.10.2010 υπεύθυνες δηλώσεις έχουν χαραχθεί από τον εναγόμενο. Επιπλέον η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο από 26.03.2014 έκθεση ιδιωτικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου …. …, ο οποίος αν και συμφωνεί με τους ορισθέντες ως άνω πραγματογνώμονες γραφολόγους ……….. και ……. . ως προς το ότι οι υπό έλεγχο υπογραφές στις ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις έχουν χαραχθεί από το ίδιο πρόσωπο, εντούτοις αποκλείει το ενδεχόμενο αυτές να προέρχονται από τον εναγόμενο, δίνοντας έμφαση στις διαφορές αυτών με τις δειγματικές υπογραφές του εναγόμενου, χωρίς, όμως, να λαμβάνει υπόψη και να αιτιολογεί τις υφιστάμενες σημαντικές ομοιότητες ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά και τα δομικά στοιχεία των υπό σύγκριση υπογραφών, οι οποίες οδηγούν σε σύνδεση των συγκρινόμενων υπογραφών από πλευράς χειρός χάραξης, κατά τα προαναφερθέντα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η από 26.07.2022 και με αριθμό κατάθεσης …/2022 γνωμοδότηση του διορισθέντος με την υπ’ αριθ. 308/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου πραγματογνώμονα δικαστικού γραφολόγου ……. δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο από 19.04.2023 τεχνική έκθεση της δικαστικής γραφολόγου ……….., σύμφωνα με την οποία αφενός ο διορισθείς ως άνω πραγματογνώμονας …….. υποτίμησε και παρέβλεψε τα ευρήματα που δεν ήταν συμβατά με το συμπέρασμά του ότι συντάκτης των υπό έλεγχο υπογραφών ήταν ο εναγόμενος, αφετέρου τόσο ο εν λόγω πραγματογνώμονας, όσο και ο διορισθείς σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. ……./358 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, πραγματογνώμονας δικαστικός γραφολόγος, …….. περιορίσθηκαν να εξετάσουν τις υπό έλεγχο υπογραφές μόνο σε σχέση με αυτές του εναγόμενου και αμέλησαν να τις εξετάσουν σε σχέση με τις υπογραφές των λοιπών εμπλεκόμενων προσώπων. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι αγόρασε το επίδικο όχημα από τον άγνωστο σε αυτόν …….., έναντι τιμήματος 14.000,00 ευρώ, καθόσον αφενός δεν προσκομίσθηκε από τον εναγόμενο κανένα αποδεικτικό στοιχείο της επικαλούμενης σύμβασης πώλησης, και ιδίως ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης πώλησης ή απόδειξη εξόφλησης εκ μέρους του φερόμενου αγοραστή ή αποδεικτικό καταβολής του τιμήματος εκ μέρους του τελευταίου, αφετέρου από την προσκομισθείσα άδεια κυκλοφορίας του επιδίκου οχήματος δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος κατέστη κύριος αυτού, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, όπως υποστηρίζεται από τον ίδιο. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, προέκυψε ότι ο εναγόμενος διέπραξε με άγνωστο συναυτουργό του την πλαστογραφία των από 11.10.2010 υπεύθυνων δηλώσεων του ενάγοντος και του ………… ……………., αντίστοιχα, κατά το μέρος που αφορούσε στην φερόμενη υπογραφή του υπαλλήλου του …ου ΚΕΠ Δήμου Αθηναίων, …………., στη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των υπεύθυνα δηλούντων. Στη συνέχεια, την 12.10.2010, ο εναγόμενος έκανε χρήση της από 11.10.2010 υπεύθυνης δήλωσης του ενάγοντος, καθόσον την εγχείρισε στον . ………………….., προκειμένου να την προσκομίσει δια της διεκπεραιώτριας . ………………….., στην αρμόδια Διεύθυνση Συγκοινωνιών, ώστε να διενεργηθεί η διαδικασία μεταβίβασης του επιδίκου οχήματος, κατά πλήρη κυριότητα, προς τον . ………………….., χωρίς να υφίσταται η συναίνεση του ενάγοντος, την πράξη του δε αυτή τέλεσε ο εναγόμενος με τον άγνωστο συναυτουργό του με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του πλαστού εγγράφου τις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές, και συγκεκριμένα τον υπάλληλο ….., αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Αδειών Κυκλοφορίας της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Αττικής, Υποκατάστημα Χολαργού, ότι δήθεν το έγγραφο αυτό ήταν γνήσιο, εκδοθέν από τον ιδιοκτήτη του εν λόγω οχήματος, και ότι ο ενάγων είχε εξουσιοδοτήσει την προαναφερόμενη διεκπεραιώτρια να προβεί στην μεταβίβαση της κυριότητας του οχήματος χωρίς παρακράτηση της κυριότητας, ενώ στην πραγματικότητα το εν λόγω έγγραφο ήταν πλαστό, είχε συνταχθεί και υπογραφεί εν αγνοία του ενάγοντος, χωρίς τη συναίνεσή του, και ήταν ψευδές κατά περιεχόμενο, καθόσον ο ενάγων με την από 11.10.2010 γνήσια υπεύθυνη δήλωσή του, με επικυρωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ Πατρών ……., είχε εξουσιοδοτήσει τον υποδειχθέντα από τον αγοραστή ασφαλιστή …….., ώστε ο τελευταίος να μεταβιβάσει στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών, για λογαριασμό του ενάγοντος, το προαναφερόμενο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του στον . ………………….., με παρακράτηση της κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος και εξόφλησης της παραδοθείσας στον πωλητή μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον την 14.10.2010, ο εναγόμενος έκανε χρήση της από 11.10.2010 υπεύθυνης δήλωσης του …………, καθόσον αφενός την επέδειξε στον καλόπιστο αγοραστή . ………………….., αφετέρου την παρέδωσε στην εξουσιοδοτούμενη . ………………….., η οποία αγνοούσε τόσο την πλαστότητα της εν λόγω εξουσιοδότησης, όσο και την πραγματική συμφωνία πώλησης του επιδίκου οχήματος με τον όρο παρακράτησης της κυριότητας μεταξύ του ενάγοντος και του ……………, ώστε να διεκπεραιώσει τη διαδικασία μεταβίβασης του επιδίκου οχήματος, κατά πλήρη κυριότητα στον . ………………….., χωρίς την πραγματική συναίνεση του ενάγοντος, κυρίου του επίδικου οχήματος, την πράξη του δε αυτή τέλεσε ο εναγόμενος με τον άγνωστο συναυτουργό του, με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση του πλαστού εγγράφου, αφενός μεν τον υποψήφιο αγοραστή … ………………….., αφετέρου δε τις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές, και συγκεκριμένα τον υπάλληλο …………, αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Αδειών Κυκλοφορίας της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Αττικής, Υποκατάστημα Περιστερίου ότι δήθεν το έγγραφο αυτό ήταν γνήσιο, εκδοθέν από τον ιδιοκτήτη του εν λόγω αυτοκινήτου, ότι είχε θεωρηθεί νομίμως το γνήσιο της υπογραφής του, ότι ο υπογράφων και εξουσιοδοτών …………….. ήταν πράγματι ο ιδιοκτήτης που είχε εξουσιοδοτήσει την διεκπεραιώτρια να προβεί στην μεταβίβαση της κυριότητας του οχήματος, ενώ στην πραγματικότητα το εν λόγω έγγραφο ήταν πλαστό, είχε συνταχθεί και υπογραφεί εν αγνοία του ενάγοντος, χωρίς την συναίνεσή του και ήταν ψευδές κατά περιεχόμενο καθόσον ο ενάγων με την από 11.10.2010 γνήσια υπεύθυνη δήλωσή του, με επικυρωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ Πατρών ………………., είχε εξουσιοδοτήσει τον υποδειχθέντα από τον αγοραστή ασφαλιστή …………., ώστε ο τελευταίος να μεταβιβάσει στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών, για λογαριασμό του ενάγοντος, το προαναφερόμενο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του στον………………….., με παρακράτηση της κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος και εξόφλησης της παραδοθείσας στον πωλητή μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 24456/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο …………., που δικάστηκε ερήμην, καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και δέκα πέντε (15) μηνών και σε χρηματική ποινή 10.000,00 ευρώ για τις αξιόποινες πράξεις: (α) της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού, κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, καθόσον προκάλεσε στον εναγόμενο και στον άγνωστο συναυτουργό του την απόφαση να τελέσουν από κοινού την πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, των ανωτέρω από 11.10.2010 υπεύθυνων δηλώσεων του ενάγοντος και του ………….., αντίστοιχα, (β) της απάτης σε βάρος του ενάγοντος, καθόσον την 12.10.2010 ως ενδιαφερόμενος αγοραστής του επιδίκου Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, χρησιμοποιώντας την καλόπιστη τρίτη ……………., από την οποία απέκρυψε την αλήθεια της συμφωνίας που είχε κάνει με τον ενάγοντα, ήτοι να μεταβιβαστεί το επίδικο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος και εξόφλησης της παραδοθείσας στον πωλητή μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, καθώς και την πλαστότητα της υπεύθυνης δήλωσης που της εγχείρησε, κατάφερε, δια μέσου αυτής, να παραστήσει ψευδώς στον αρμόδιο υπάλληλο του Τμήματος Αδειών Κυκλοφορίας του Υποκαταστήματος Χολαργού της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας Αττικής, ………, ότι ο ενάγων έχει εξουσιοδοτήσει την …… να προβεί στην μεταβίβαση του επιδίκου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του, στον … ………………….., χωρίς παρακράτηση κυριότητας, προσκομίζοντας την ως άνω από 11.10.2010 πλαστή υπεύθυνη δήλωση – εξουσιοδότηση, που φερόταν ότι έχει εκδοθεί από τον ενάγοντα, και αποκρύπτοντάς του αθέμιτα την από 11.10.2010 γνήσια υπεύθυνη δήλωση – εξουσιοδότηση, την οποία του είχε πράγματι παραδώσει ο ενάγων και δυνάμει της οποίας είχε εξουσιοδοτήσει τον ασφαλιστή ………, να μεταβιβάσει το ως άνω αυτοκίνητο στον . ………………….. με παρακράτηση κυριότητας έως ότου εξοφληθεί η ανωτέρω μεταχρονολογημένη επιταγή, και με τον τρόπο αυτό έπεισε τον ως άνω αρμόδιο υπάλληλο ………., να ολοκληρώσει τη διαδικασία μεταβίβασης, ώστε να μεταβιβαστεί το ανωτέρω αυτοκίνητο σε αυτόν, χωρίς παρακράτηση κυριότητας και χωρίς να καταβληθεί το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, ποσού 20.000,00 ευρώ, στην πράξη του δε αυτή προέβη με μοναδικό σκοπό να αποκτήσει περιουσιακό όφελος ύψους 20.000,00 ευρώ, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, καθόσον απέκτησε την κατοχή και την κυριότητα αυτοκινήτου αξίας 20.000,00 ευρώ, χωρίς να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα στον ενάγοντα, ιδιοκτήτη του ως άνω αυτοκινήτου, επιπλέον δε με τον τρόπο αυτό έβλαψε την περιουσία του ενάγοντος κατά το χρηματικό ποσό των 20.000,00 ευρώ, το οποίο και παρακράτησε, ιδιοποιούμενος το ανωτέρω αυτοκίνητο, καθόσον την 14.10.2010 το μεταβίβασε περαιτέρω στον ………………….., έναντι τιμήματος 16.200,00 ευρώ, ενώ σε περίπτωση που ο ως άνω αρμόδιος υπάλληλος ……. γνώριζε την πραγματικότητα, δεν θα δεχόταν να ολοκληρώσει τη διαδικασία μεταβίβασης του ως άνω αυτοκινήτου προς τον . ………………….. χωρίς παρακράτηση της κυριότητας και (γ) της έκδοσης της ανωτέρω ακάλυπτης επιταγής. Επιπλέον, δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 24456/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο εναγόμενος καταδικάσθηκε για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατ’ εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, ενώ δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 6361/24.11.2015 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …./21.11.2016 πιστοποιητικό του γραμματέα του τμήματος ενδίκων μέσων του Εφετείου Αθηνών), επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους του εναγόμενου. Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου, η οποία συνίσταται στην τέλεση εκ μέρους του της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, των επιδίκων από 11.10.2010 υπευθύνων δηλώσεων, ο ενάγων υπέστη ζημία ισόποση με την αγοραία αξία του ανωτέρω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου κατά τον κρίσιμο ως άνω χρόνο του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2010, την κυριότητα και την κατοχή του οποίου απώλεσε, και η οποία ανερχόταν στο ποσό των 20.000,00 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του οχήματος, ήτοι πολυτελές αυτοκίνητο τύπου cabrio, μεγάλου κυβισμού, την ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας αυτού στην Ελλάδα, αλλά και της άριστης κατάστασης στην οποία βρισκόταν. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η αξία του επίδικου οχήματος ανερχόταν στο ποσό των 16.200,00 ευρώ, ήτοι στο συμφωνηθέν ως άνω τίμημα για την πώληση αυτού στον αγοραστή . …………………… Ομοίως δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου και της επελθούσας στον ενάγοντα ως άνω ζημίας, λαμβανομένου υπόψη ότι εάν δεν είχε λάβει χώρα η αποδιδόμενη στον εναγόμενο πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση των από 11.10.2010 υπεύθυνων δηλώσεων του ενάγοντος και του ………………, αντίστοιχα, δεν θα είχε διενεργηθεί η διαδικασία μεταβίβασης του επιδίκου οχήματος προς τον . ………………….., χωρίς παρακράτηση της κυριότητας και χωρίς να καταβληθεί το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης ύψους 20.000,00 ευρώ, και ακολούθως ο ……………. δεν θα είχε αποκτήσει την κατοχή και την κυριότητα του εν λόγω αυτοκινήτου αξίας 20.000,00 ευρώ, χωρίς να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα στον ενάγοντα πωλητή. Όσον αφορά στον ισχυρισμό του εναγόμενου περί παραγραφής των επίδικων αγωγικών αξιώσεων κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε το πρώτον γνώση της συμμετοχής του εναγόμενου στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατ’ εξακολούθηση, μόλις ο διορισθείς δικαστικός πραγματογνώμονας σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. ……… παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ………., εγχείρισε την από 29.03.2013 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης την 02.04.2013, και ως εκ τούτου από την ημερομηνία αυτή (02.04.2013) μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής την 15.07.2016 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/15.07.2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……..), δεν είχε παρέλθει ο απαιτούμενος χρόνος της πενταετίας. Ομοίως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο επικουρικός ισχυρισμός του εναγόμενου περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος κατά ποσοστό 95% στην επέλευση της ζημίας του, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, επικαλούμενος ότι ο ενάγων δεν μερίμνησε να εξασφαλίσει ότι θα περιληφθεί στην άδεια κυκλοφορίας του οχήματος ο συνομολογηθείς όρος παρακράτησης της κυριότητας του επίδικου Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος και εξόφλησης της παραδοθείσας στον ενάγοντα πωλητή μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ενεργώντας όπως κάθε συνετός συμβαλλόμενος, μερίμνησε ώστε με την από 11.10.2010 γνήσια υπεύθυνη δήλωσή του, με επικυρωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ Πατρών ……….., να εξουσιοδοτήσει τον υποδειχθέντα από τον αγοραστή ασφαλιστή ………., ώστε ο τελευταίος να μεταβιβάσει στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών, για λογαριασμό του ενάγοντος, το προαναφερόμενο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του στον . ………………….., με παρακράτηση της κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματος, ενώ σε κάθε περίπτωση ο ενάγων δεν θα μπορούσε να προβλέψει την τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατ’ εξακολούθηση, εκ μέρους του εναγόμενου και του άγνωστου συναυτουργού του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντιθέτως έκρινε ορθά, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στον πρώτο, στον δεύτερο, στον τρίτο, στον τέταρτο, στον πέμπτο και στον έκτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, η οποία συνίσταται στην τέλεση εκ μέρους του της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατ’ εξακολούθηση, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία του εναγόμενου, της υπαιτιότητας του τελευταίου, του είδους και της φύσης της βλάβης του ενάγοντος, της ψυχικής ταλαιπωρίας, της θλίψης και της στενοχώριας αυτού, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογο, για την χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, το ανωτέρω ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσία του έβδομου λόγου της υπό κρίση έφεσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εσφαλμένο εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, από αυτό που έπρεπε να υπολογιστούν. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1688/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2193/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1637/2011 ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχε­ται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Α­ντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 84/2021 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 625/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 176/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 160/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα αυτού, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 880,00 ευρώ, σε βάρος του εναγόμενου. Ο εκκαλών – εναγόμενος με τον όγδοο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος του των δικαστικών εξόδων επικαλούμενος ότι το ποσό των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων είναι υπερβολικό και ότι τα δικαστικά έξοδα έπρεπε να επιβληθούν σε βάρος του αντιδίκου του, άλλως να κατανεμηθούν μεταξύ τους και να επιβληθεί στον ίδιο χαμηλότερο ποσό, αφενός λόγω της αοριστίας του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, αφετέρου λόγω της κατά το μεγαλύτερο μέρος ήττας αυτού, καθόσον η αγωγή του έγινε εν μέρει δεκτή κατά το ποσό της αποζημίωσης των 20.000,00 ευρώ και κατά το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των 2.000,00 ευρώ, ενώ απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο αιτηθέν ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 17.956,00 ευρώ. Ο λόγος αυτός ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο δε διότι ο εκκαλών – εναγόμενος δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή εάν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα απ’ αυτόν, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 1 και 191 του ΚΠολΔ, σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου τα έξοδα, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ. 1 του ΚΠολΔ και το Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», καθώς και την αξία του αντικειμένου της ένδικης αγωγής, ενώ, άλλωστε, για τον προσδιορισμό αυτό, με βάση τις ως άνω διατάξεις, δεν παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος. Κατά την επιβολή δε αυτών των δικαστικών εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος – εναγόμενου, το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επί πλέον, τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος, που νίκησε εν μέρει στο ποσό αυτό των 880,00 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 28.09.2017 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και κατόπιν σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών, λόγω της ήττας του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 28.09.2017 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3731/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………/2017, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών.

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18.10.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ