Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 570/2023

Αριθμός Απόφασης   570/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Λέκκου Κωνσταντίνα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ.

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιαννάτο (με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) [αριθμός προείσπραξης …. ΔΣΑ].

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» (πρώην επωνυμία «……….»), η οποία εδρεύει στο ΒΙ.ΠΑ …… και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο – Παναγιώτη Πλαζομίτη (με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) [αριθμός προείσπραξης ….. ΔΣΠ].

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «……….» υπό την προηγουμένη επωνυμία της «………..», με την από 10.06.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../14-6-2013 αγωγή της, που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποία ήγειρε κατά της ήδη εκκαλούσας  ……….., ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο, εκδικάζοντας της ανωτέρω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία κατά τη δικάσιμο της 11-12-2019, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 4449/2020 απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκασή της στο ναυτικό τμήμα του ανωτέρω Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το εν λόγω τμήμα του ανωτέρω Δικαστηρίου, στο οποίο επανήλθε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, με την από 23-10-2020 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του με αριθμό κατάθεσης ……../29-10-2020, αφού εκδίκασε την ανωτέρω αγωγή κατά τη δικάσιμο της 19/10/2021, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε τη με αριθμό 1569/16-05-2022 οριστική του απόφαση, με την οποία, έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και στην ουσία της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ανωτέρω εκκαλούσα – εναγομένη, με την ένδικη από 24.06.2022 έφεσή της, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/24-06-2022, δικάσιμος προς συζήτηση επί της οποίας ορίστηκε, με τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../ 06.07.2022 πράξη του Γραμματέα η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη.

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι παριστάμενοι κατά τα άνω δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η  κρινόμενη από 24.06.2022 έφεση, κατά της με αριθμό  1569/16-05-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518  Κ.Πολ.Δ), με κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 24-06-2022, εντός της προβλεπομένης από τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επεδόθη στην εκκαλούσα την 30-05-2022 (532 σε συνδ. με 495, 513 § 1 β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ), είναι δε πρόδηλο το, για την άσκησή της έννομο συμφέρον της εκκαλούσας, ως ηττημένης διαδίκου της πρωτοβάθμιας δίκης.  Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το υπ’ αριθμ. ……………. e- παράβολο (αρθρ. 495 παρ. 3 Κ.ΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την ένδικη από 10.06.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………/14-6-2013 αγωγή της,  την οποία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκθέτει ότι, η εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία ……………, εξέδωσε στην Αθήνα, κατά τους αναφερομένους στην αγωγή χρόνους, υπό την εταιρική επωνυμία της ανωτέρω εταιρείας, επτά μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, τα στοιχεία των οποίων μνημονεύονται στην αγωγή, ποσού ευρώ 10.000 η πρώτη, 10.000 η δεύτερη, 8.000 η τρίτη, 10.000 η τέταρτη, 10.000 η πέμπτη, 10.000 η έκτη και 8.000 η έβδομη εξ αυτών και συνολικά ποσού ευρώ 66.000 εκ των οποίων, τη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη εις διαταγήν της ενάγουσας και την πρώτη εις διαταγήν της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρίας με την επωνυμία «………….», της οποίας η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια δια οπισθογραφήσεως. Εκ των εν λόγω επιταγών την πρώτη, δεύτερη, τρίτη και πέμπτη εξ αυτών, ως νόμιμη κομίστρια αυτών εμφάνισε προς πληρωμή τους η ενάγουσα, τις δε τέταρτη, έκτη και εβδόμη εξ αυτών, τις οποίες η ενάγουσα οπισθογράφησε περαιτέρω, εμφάνισαν προς πληρωμή τους οι νόμιμοι κομιστές αυτών, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, καθόσον δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, όπως τούτο βεβαιώθηκε σχετικά, επί των εν λόγω τραπεζικών επιταγών, από την πληρώτρια τράπεζα. Επιπλέον, ότι η ενάγουσα, ως υπογραφέας επί των τετάρτης, έκτης και εβδόμης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, εξόφλησε τους τελευταίους κομιστές αυτών ως εξ αναγωγής υπόχρεη και τοιουτοτρόπως, κατέστη κομίστρια αυτών. Ότι η εναγομένη εξέδωσε τις συγκεκριμένες επιταγές, εν γνώσει της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ισόποση ζημία. Με την επίκληση των περιστατικών αυτών, ζήτησε, κατόπιν νομίμου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά το ποσό των 10.000 ευρώ, αναφορικά με την πρώτη των ενδίκων υπ’ αριθ. ……………/30-11-2008 τραπεζική επιταγή και κατά το ποσό των 1.000 ευρώ, αναφορικά με το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, που έλαβε χώρα τόσο με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της, όσο και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 294 και 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί η εναγόμενη, δι΄ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής και δι’ απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος της, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να της καταβάλει ως αποζημίωση το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό εκ των λοιπών έξι (6) επίδικων τραπεζικών επιταγών, ήτοι 56.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το ανωτέρω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών), με τη με αριθμό 4549/2020 απόφασή του, αφού έκρινε εαυτό αναρμόδιο, παρέπεμψε την ένδικη αγωγή προς εκδίκασή της, στο αρμόδιο ναυτικό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η εν λόγω αγωγή, επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την από 23.10.2020 κλήση της ενάγουσας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά τη δικάσιμο της 19.10.2021, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1569/16-5-2022 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη, ακολούθως, έκανε δεκτή εν μέρει και στην ουσία της αυτή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 56.000 ευρώ ως αποζημίωσή της, καθώς επίσης και το ποσό των 1.800,00 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση και συνολικά το ποσό των ευρώ 57.800, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 28.000 ευρώ, απήγγειλε σε βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας δύο μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των ευρώ 2.300,00. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εναγομένη με την ένδικη έφεσή της, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, για λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των εγγράφων  που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων και η, περιεχομένη στα από 11.12.2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ένορκη κατάθεση της μάρτυρος …………….., τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 261 εδάφ. β, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» η οποία εδρεύει στο ……., έχει ως αντικείμενο δραστηριότητάς της την εκτέλεση μηχανουργικών εργασιών και εργασιών επισκευής πλοίων παντός τύπου. Η εναγομένη, κατά τον επίδικο χρόνο της έκδοσης των ενδίκων, κατωτέρω αναφερόμενων, τραπεζικών επιταγών ήταν νόμιμη εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία αποτελούσε θυγατρική εταιρεία της εταιρείας «…………..». Ήταν δε, κατά τον επίδικο χρόνο, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Α», με αριθμό νηολογίου λιμένα Πειραιά ….., το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και από την εκμετάλλευση του οποίου προήρχοντο τα έσοδα της εν λόγω εταιρείας. Η εναγόμενη, με την ανωτέρω ιδιότητά της, εξέδωσε στην Αθήνα, κατά τους ακόλουθους χρόνους, τις ακόλουθες έξι τραπεζικές επιταγές: (α) την 25-02-2008, εις διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. ……. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως αρχικώς την 15.8.2008, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από αυτήν με αριθμό …../25.2.2008 πινάκιο παράδοσης αξιογράφων, ακολούθως δε, κατόπιν νεώτερης συμφωνίας των διαδίκων που καταρτίσθηκε την 15.8.2008, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης, με ημερομηνία εκδόσεως την 15.9.2008, πληρωτέα στο κατάστημα Αλεξανδρουπόλεως της …………., από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό … λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…….». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή η ενάγουσα εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής και δη ως λήπτρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία ως νόμιμη κομίστρια αυτής από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε αυτήν περαιτέρω, εις διαταγήν του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ………, ο οποίος ακολούθως ως νόμιμος κομιστής αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, οπισθογράφησε αυτήν εκ νέου εις διαταγήν της ενάγουσας. Η τελευταία, ως νόμιμη κομίστρια από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή της, την 22-09-2008, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στο υποκατάστημα Περάματος της ανωτέρω πληρώτριας τράπεζας (…………), πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο βεβαιώθηκε με την από 22.9.2008 βεβαίωση επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής από την ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα, (β) την 10-10-2008, εις διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. ……. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 8.000, πληρωτέα στο υποκατάστημα Αλεξανδρουπόλεως της ……….., από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ……. λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή η ενάγουσα εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής και δη ως λήπτρια αυτής, εμφάνισε προς πληρωμή της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, την 14-10-2008, στο υποκατάστημα Περάματος της πληρώτριας τράπεζας (……….), πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, ελλείψει επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο βεβαιώνεται με την από 22.9.2008 βεβαίωση, επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής, από την ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα, (γ) την 03-03-2008, εις διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. ……. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως αρχικώς την 15.9.2008, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από αυτήν με αριθμό ……/35.3.2008 πινάκιο παράδοσης αξιογράφων, ακολούθως δε, κατόπιν νεώτερης συμφωνίας των διαδίκων που καταρτίσθηκε την 15.9.2008, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης, με ημερομηνία εκδόσεως την 15.10.2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Αλεξανδρουπόλεως της ………., από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό …. λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……….». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή η ενάγουσα εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής και δη ως λήπτρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ………., ο οποίος ως νόμιμος κομιστής αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή, νόμιμα και εκπρόθεσμα την 15-10-2008, στο υποκατάστημα Περάματος της ανωτέρω πληρώτριας τράπεζας (…………), πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, όπως τούτο βεβαιώνεται με την από 15.10.2008 βεβαίωση επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής από την ανωτέρω πληρώτρια τράπεζα. Ακολούθως, η ενάγουσα κατέβαλε στον ως άνω ……….., την 15-10-2008, το αντίτιμο αυτής, όπως τούτο η ενάγουσα αναφέρει με την ένδικη αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης,  και τοιουτοτρόπως, κατέστη νόμιμη κομίστρια της εν λόγω τραπεζικής επιταγής εξ αναγωγής. (δ) την 11-03-2008, εις διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. ……….. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως αρχικά την 10.9.2008, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από αυτήν με αριθμό …../25.2.2008 πινάκιο παράδοσης αξιογράφων και κατόπιν νεώτερης συμφωνίας των διαδίκων που καταρτίσθηκε την 10.9.2008, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης, με ημερομηνία εκδόσεως την 10.10.2008, οπότε με νεώτερη συμφωνία των διαδίκων που καταρτίσθηκε την εν λόγω ημερομηνία (10.10.2008) με ημερομηνία εκδόσεως την 10-12-2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Αλεξανδρουπόλεως της ………, από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό …. λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή η ενάγουσα εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής και δη ως λήπτρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη …………., ο οποίος ως νόμιμος κομιστής αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, την οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ….., ο οποίος ως νόμιμος κομιστής αυτής από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων την οπισθογράφησε εις διαταγήν της ενάγουσας, η οποία εμφάνισε αυτή προς πληρωμή της νόμιμα και εμπρόθεσμο την 10-12-2008 στο υποκατάστημα Περάματος της ……. πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθέσιμου υπολοίπου, όπως τούτο βεβαιώθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας (……..), μετά από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας, επί της ένδικης εν λόγω τραπεζικής επιταγής, την 12-12-2008. (ε) την 14-03-2008, εις διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. …… τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως την 20-09-2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Αλεξανδρουπόλεως της ………, από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ……. λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «………..». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή η ενάγουσα εταιρεία, ως νόμιμη κομίστρια αυτής και δη ως λήπτρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή της, την 22-09-2008, στο υποκατάστημα ……… Πειραιά της ανωτέρω πληρώτριας τράπεζας, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό, όπως τούτο βεβαιώθηκε επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής, από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω πληρώτριας Τράπεζας, την 22.9.2008. Ακολούθως, η ενάγουσα, όπως η ίδια ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης, κατέβαλε στην ως άνω εταιρεία με την επωνυμία «……….», την 22-09-2008, το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω επιταγής εξ αναγωγής και (στ) την 24-04-2008, εις διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’ αριθ. ……. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 8.000, μεταχρονολογημένη, ήτοι με ημερομηνία εκδόσεως την 25-10-2008, πληρωτέα στο υποκατάστημα Αλεξανδρουπόλεως της ………., από τον τηρούμενο σ’ αυτή με αριθμό ……….. λογαριασμό της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «…………». Την εν λόγω τραπεζική επιταγή, η ενάγουσα εταιρεία ως νόμιμη κομίστρια αυτής και δη ως λήπτρια αυτής, οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη …… …, ο οποίος την οπισθογράφησε περαιτέρω εις διαταγήν του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη …………… Ο τελευταίος, ως νόμιμος κομιστής αυτής, από νόμιμη αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, εμφάνισε αυτήν, νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή της, την 27-10-2008 στην …… (υποκατάστημα Κερατσινίου), πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε, ελλείψει επαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου, όπως τούτο βεβαιώθηκε επί της εν λόγω επιταγής, από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ως άνω Τράπεζας, μετά από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας την 30-10-2008. Ακολούθως, η ενάγουσα, όπως η ίδια αναφέρει στην αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης, κατέβαλε στον ως άνω ………., την 30-10-2008, το αντίτιμό της και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια της ως άνω επιταγής εξ αναγωγής. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι η εναγομένη, ενεργώντας υπό την ιδιότητα που ανωτέρω αναφέρεται, προέβη στην έκδοση των ανωτέρω έξι τραπεζικών επιταγών, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν κατά την έκδοση αυτών και ως ενδεχόμενο ότι δεν θα υπάρχουν ούτε κατά την πληρωμή των παραπάνω τραπεζικών επιταγών διαθέσιμα, για την πληρωμή τους, κεφάλαια στους αντίστοιχους λογαριασμούς της εκδότριας εταιρείας, γεγονός το οποίο και αποδέχθηκε. Με τον τρόπο αυτό προέβη σε έκδοση ακάλυπτων επιταγών, δηλαδή τέλεσε πράξη, η οποία είναι αξιόποινη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Συνακόλουθα, απεδείχθη ότι, διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας και αδικοπραξία, κατά την έννοια της ΑΚ 914, αφού οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 προστατεύουν και το ατομικό συμφέρον της ενάγουσας ως δικαιούχου των εν λόγω επιταγών και δη αφενός μεν ως τελευταίας νόμιμης κομίστριας των υπό στοιχεία α’, γ’ και δ’ ανωτέρω αναφερομένων τραπεζικών επιταγών που εξέδωσε η εναγομένη και ως εξ αναγωγής κομίστρια των λοιπών και δη υπό στοιχεία β’, ε’ και στ’ προαναφερομένων τραπεζικών επιταγών που ομοίως εξέδωσε η εναγομένη. Από την παράνομη και υπαίτια αυτή πράξη της εναγομένης, εξάλλου, προξενήθηκε σε βάρος της ενάγουσας περιουσιακή ζημία ισόποση με το συνολικό ποσό των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών που εξέδωσε  και δη κατά το ποσό των ευρώ 56.000, η εν λόγω δε ζημία της ενάγουσας εταιρείας ήταν απότοκη της μη πληρωμής των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ’ αυτή. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, από την ανωτέρω σε βάρος της αδικοπραξία, η ενάγουσα εταιρεία υπέστη ηθική βλάβη, καθόσον ετρώθη η φήμη αυτής και μειώθηκε η εμπορική και επαγγελματική της πίστη, ενόψει μάλιστα του ότι, εκ των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών την τρίτη, πέμπτη και έκτη, οπισθογράφησε περαιτέρω, με αποτέλεσμα να εκτεθεί στους συνεργαζομένους με αυτή επιχειρηματικούς κύκλους, ως διακινούσα ακάλυπτες επιταγές, για την αποκατάσταση της οποίας, αφού ληφθούν υπόψη τα κατά το νόμο στοιχεία και δη το ύψος της ζημίας της ενάγουσας εκ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, η αποκλειστική υπαιτιότητα αυτής (εναγομένης) στο ένδικο συμβάν, οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη της ενάγουσας, όπως αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, το είδος της προσβολής, η βαρύτητα της βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, η οικονομική κατάσταση των διαδίκων και η κοινωνική κατάσταση της εναγομένης, αλλά και η συμπεριφορά αυτής μετά τη ζημία της ενάγουσας, εφόσον κανένα ποσό έναντι των ενδίκων τραπεζικών επιταγών δεν κατέβαλε η εναγομένη σε αυτήν, κρίνεται ότι, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής (ενάγουσας) έπρεπε να της επιδικασθεί το ποσό των ευρώ 1.800, 00 το οποίο, κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, της επιδικάσθηκε και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου διαδικασία, αρνήθηκε ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους εκδόθηκαν οι εν λόγω τραπεζικές επιταγές, καθώς επίσης αρνήθηκε ότι εγνώριζε το ενδεχόμενο οι εν λόγω τραπεζικές επιταγές να μην πληρωθούν κατά την εμφάνισή τους, απέδωσε δε τη μη πληρωμή αυτών, καθόν χρόνο εμφανίσθηκαν προς πληρωμή τους, σε γεγονός ανωτέρας βίας, Συγκεκριμένα, η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου υπό τον τίτλο «τα επαρκή ταμειακά διαθέσιμα κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών», ισχυρίσθηκε ότι, καθόν χρόνο εξεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές, τόσο η ίδια όσο και η ανωτέρω εταιρεία της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν, είχαν προβεί σε όλα τα προπαρασκευαστικά μέτρα για τη δημιουργία επαρκούς εισοδήματος, προκειμένου να εξοφληθούν κατά την εμφάνισή τους όλες οι επίδικες επιταγές. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι, η ανωτέρω εταιρεία είχε συνάψει με το Ελληνικό Δημόσιο τη με αριθμό 28-3-2007 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση τριών άγονων ακτοπλοϊκών γραμμών και εισέπραττε εβδομαδιαίως ως μίσθωμα το ποσό των ευρώ 38.230 και μηνιαίως το ποσό των ευρώ 152.920, πλέον των εισιτηρίων των μεταφερόμενων επιβατών και οχημάτων, η σύμβαση δε αυτή ίσχυε έως την 31.10.2008, με δυνατότητα παράτασης για έξι επιπλέον έτη και επομένως, εκ του λόγου τούτου, αποδεικνύεται ότι, κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών, η ναυτική εταιρεία από τον τραπεζικό λογαριασμό της οποίας εξεδόθησαν αυτές (ένδικες τραπεζικές επιταγές), διέθετε τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά στους τραπεζικούς της λογαριασμούς, δεδομένων των τακτικότατων εσόδων που είχε από την ανωτέρω ναυτιλιακή της δραστηριότητα. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι, όλως αιφνιδίως και χωρίς υπαιτιότητά της, έπαυσε η μοναδική πηγή εσόδων της και δη η εκμετάλλευση του πλοίου της, διότι την 1.9.2008, αυτό προσέκρουσε στο λιμάνι της Φολεγάνδρου, με αποτέλεσμα να υποστεί αβαρία, ενόψει δε της αδυναμίας μετακίνησής του στον Πειραιά, όπου ήταν εγκατεστημένα τα κατάλληλα ναυπηγεία και πλωτές δεξαμενές, κατέστη αδύνατη η συνέχιση των πλόων του. Λόγω των αναίτιων και αιφνίδιων αυτών περιστατικών, εξέλειπε η μοναδική πηγή εσόδων της ανωτέρω εταιρείας, με αποτέλεσμα να συσσωρευθούν υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές της από καύσιμα και λιπαντικά, αλλά κυρίως προς τους εργαζομένους της, οπότε δεν επαρκούσαν τα χρηματικά αποθέματα προς εξόφληση όλων των εταιρικών της οφειλών. Παράλληλα, για τους αναφερομένους στις εν λόγω προτάσεις λόγους κατέστη αδύνατο να τη συνδράμει οικονομικά ο Όμιλος ……. στον οποίο εντάσσονταν και η ανωτέρω ναυτική εταιρεία, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος ήταν η εναγομένη. Εν τούτοις, οι ανωτέρω ισχυρισμοί της, κρίνονται αβάσιμοι στην ουσία τους. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό 873/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, με τη σημείωση ότι η ίδια η εναγομένη δεν προσκομίζει αντίγραφο της από 27.11.2008 αίτησης της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………» επί της οποίας εξεδόθη η εν λόγω απόφαση, αυτή (ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…………..»), υπέβαλε την ανωτέρω αίτησή της στο ανωτέρω Δικαστήριο, με την οποία ζητούσε το άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα. Κατά την εν λόγω απόφαση, η οποία αποτελεί δημόσιο έγγραφο, η εν λόγω εταιρεία – αιτούσα η ίδια ανέφερε στην ανωτέρω αίτησή της ότι, το σύνολο σχεδόν των εσόδων της, που προήρχοντο από την εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου της, αυτή διέθετε για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολύσιων, οφειλομένων στην τραπεζική εταιρεία ………. και στη τραπεζική εταιρεία ……., στα πλαίσια κοινοπρακτικού δανείου, το οποίο η ανωτέρω ναυτική εταιρεία είχε συνάψει με αυτές και προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του οποίου είχε συσταθεί υποθήκη επί του ανωτέρω πλοίου. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω με αριθμό 873/2009 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, αναφέρεται κατ’ ακριβή διατύπωση «… Αποκλειστική δε, ομοίως κατά τις παραδοχές της αιτούσας, πηγή εσόδων αποτελούν οι εισπράξεις του τιμήματος των πωλήσεων εισιτηρίων από τα δρομολόγια του πλοίου αυτού. Για τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 τα αντίστοιχα έσοδα ανήλθαν στο ποσό των εκατόν ογδόντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα δύο ευρώ και επτά λεπτών (189.852,07 ευρώ). Το σύνολο σχεδόν των εσόδων της, η αιτούσα εκθέτει ότι, διατίθενται για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων οφειλομένων στην ημεδαπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….» και στην γαλλική Τράπεζα με την επωνυμία «……» στα πλαίσια κοινοπρακτικού δανείου, που η αιτούσα έχει από 16.4.2007 συνάψει με αυτές…». Επομένως, τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους τα υποστηριζόμενα από την εναγομένη, στα πλαίσια του τετάρτου λόγου έφεσης, περί παραμόρφωσης εγγράφου υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς το περιεχόμενο της αιτήσεως της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας κατόπιν της οποίας εξεδόθη η ανωτέρω απόφαση, αλλά και στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης με τον οποίο ουσιαστικά αμφισβητεί τις παραδοχές της ανωτέρω με αριθμό 873/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δη ότι η ίδια η ανωτέρω ναυτική εταιρεία δέχθηκε με την ανωτέρω αίτησή της ότι το σύνολο σχεδόν των εσόδων της διέθετε όχι μόνον τον μήνα Σεπτέμβριο του 2007, αλλά και ακολούθως προς εξυπηρέτηση των οφειλομένων για την ανωτέρω αιτία τοκοχρεολυσίων, δεδομένου μάλιστα ότι, προς υποστήριξη του ανωτέρω ισχυρισμού της και αντίκρουση των όσων αναφέρονται στην ανωτέρω απόφαση, η εναγομένη δεν προσκομίζει την εν λόγω αίτηση  της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας. Μάλιστα, η ίδια ως άνω με αριθμό 873/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (φύλλο 6ο), δέχθηκε ότι, η διάθεση του συνόλου των εσόδων από τα δρομολόγια που εκτελούσε το ανωτέρω πλοίο για την εξυπηρέτηση του τραπεζικού δανεισμού της, είχε ως περαιτέρω αποτέλεσμα τη μη καταβολή στους κυρίως παρεμβάντες στη δίκη εκείνη ………., ναύτες οι δύο πρώτοι, ναύκληρος ο τρίτος και υποπλοίαρχος ο τέταρτος, μέλη του πληρώματος του πλοίου Α  πλοιοκτησίας της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας ………., των δεδουλευμένων αποδοχών τους για το χρονικό διάστημα από 1.9.2008 έως 14.10.2008, των αναδρομικών αποδοχών τους για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.8.2008 και των δεδουλευμένων υπερωριών τους, συνολικού ποσού 74.801,70, το οποίο μάλιστα τους είχε επιδικασθεί και προσωρινά με τη με αριθμό 9843/8.12.2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε εκδοθεί με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Επιπλέον, με την ίδια απόφαση, απερρίφθη η ανωτέρω αίτηση της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας με την οποία ζητούσε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, διότι δεν πιθανολογήθηκαν ως βάσιμοι οι ισχυρισμοί της (αιτούσας ανωτέρω ναυτικής εταιρείας) ότι δεν ευρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης οικονομικής αδυναμίας και ότι είναι δυνατή η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της με την σύμπραξη των πιστωτών της διότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα (φύλλο 6ο), το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της είχε υπερτριπλασιαστεί κατά το χρονικό διάστημα από 31.3.2008 έως 30.9.2008. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας, εγνώριζε ήδη από τον χρόνο πραγματικής εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών ότι, η ναυτική εταιρεία ………… δεν διέθετε τα αντίστοιχα με τα ποσά εκδόσεως αυτών, χρηματικά ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους εξεδόθησαν οι εν λόγω τραπεζικές επιταγές, εφόσον η ίδια η εκδότρια αυτών ναυτική εταιρεία στην προαναφερομένη αίτησή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ανέφερε ότι, το σύνολο σχεδόν των εσόδων της διέθετε προς εξόφληση των τοκοχρεολυσίων από κοινοπρακτικό δάνειο που είχε λάβει και σε κάθε περίπτωση εγνώριζε, καθόν χρόνο εξεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές ότι η ίδια ναυτική εταιρεία ………. ευρίσκετο σε φθίνουσα οικονομική πορεία, η οποία την οδήγησε την 28.11.2008, να υποβάλλει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27.11.2008 αίτησή της με την οποία ζητούσε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και επομένως εγνώριζε ως ενδεχόμενο ότι δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εμφάνισης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών προς πληρωμή τους στους τραπεζικούς λογαριασμούς της ανωτέρω εταιρείας της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος ήταν και το αποδέχονταν. Σε διαφορετική κρίση, δεν δύναται να οδηγήσει το γεγονός ότι οι επίμαχες τραπεζικές επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες, καθώς αυτές μπορούσαν να εμφανιστούν προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που άρχισε από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εξεδόθησαν αυτές, έως την όγδοη ημέρα από την επομένη ημέρα της χρονολογίας που αναγράφεται σε αυτές. Η εναγομένη βέβαια αποδίδει τη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, καθόν χρόνο εμφανίσθηκαν προς πληρωμή τους, στην άσχημη οικονομική κατάσταση της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», συνεπεία της αβαρίας που υπέστη το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο και δη το πλοίο «Α», κατά την πρόσκρουσή του την 1.9.2008 στο λιμάνι της Φολεγάνδρου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μη δυνηθεί να εκτελέσει ακολούθως τα δρομολόγια άγονης γραμμής που της είχαν ανατεθεί με σύμβαση που είχε καταρτίσει με το Ελληνικό Δημόσιο. Και πράγματι (α) όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό …../1.3.2007 Σύμβαση Ανάθεσης Δημόσιας Υπηρεσίας, που είχε καταρτισθεί μεταξύ της εν λόγω ναυτικής εταιρείας ……. και του Ελληνικού Δημοσίου, το πλοίο Α, πλοιοκτησίας της, είχε δρομολογηθεί για την εξυπηρέτηση τριών ακτοπλοϊκών δρομολογιακών γραμμών, και δη (ι) της δρομολογιακής γραμμής Σαντορίνη – Θηρασιά – Ίος – Σίκινος – Φολέγανδρος, αντί μισθώματος ανά δρομολόγιο το ποσό των ευρώ 6.050,00, (ιι) της δρομολογιακής γραμμής Σαντορίνη – Ανάφη, αντί μισθώματος εκ ποσού ευρώ 2.750 ανά δρομολόγιο και (ιιι) της δρομολογιακής γραμμής Ίος – Αμοργός – Σαντορίνη, αντί μισθώματος εκ ποσού ευρώ 5.780 ανά δρομολόγιο, η διάρκεια ισχύος της οποίας (εν λόγω συμβάσεως), όπως προκύπτει από το αντίγραφο αυτής που προσκομίζεται, είχε συμφωνηθεί έως την 31.10.2008, με δικαίωμα παράτασης αυτής για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, ήτοι έως το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου 2009 και δυνατότητα παράτασης αυτής για τέσσερα ή έξι έτη κατά την παράγραφο 2 του όρου VIII της εν λόγω σύμβασης κατά την οποία, υπό τον τίτλο «ΙΣΧΥΣ – ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ» προβλέφθηκε ότι «2. Επίσης η σύμβαση δύναται να παραταθεί μέχρι έξι (6) ή για τέσσερα (4) έτη, εφόσον προ της λήξης της η πλοιοκτήτρια εταιρεία το αντικαταστήσει με έτερο πλοίο κατηγορίας 1 ή 2 αντιστοίχως σύμφωνα με την παράγραφο 19 του Παραρτήματος Ι της προκήρυξης του διαγωνισμού.», μόνον δηλαδή σε περίπτωση αντικατάστασης του ανωτέρω πλοίου με άλλο και (β) αποδεικνύεται ότι, την 1.9.2008, το πλοίο Α, προσέκρουσε στο λιμάνι της Φολεγάνδρου, με αποτέλεσμα να υποστεί αβαρία ακροπρωραίου άκρου εξωτερικού περιβλήματος στα έξαλα, πλην όμως αποδεικνύεται περαιτέρω ότι, στην ανωτέρω εταιρεία χορηγήθηκε προθεσμία έως την 30.9.2008, προκειμένου να αποκαταστήσει οριστικά την εν λόγω αβαρία. Εντούτοις, από τον συνδυασμό του προσκομιζομένου εντύπου σήματος με ημερομηνία και ώρα έκδοσης ….. του ΥΕΝΑΝΠ/ΚΛΑΔΟΣ Δ’/ΑΦ προς το Λ/Χ Θήρας, σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο με ημερομηνία 29.9.2008 έγγραφο της ναυτικής εταιρείας ……. προς το ΥΕΝ/Διεύθυνση Μεταφορών, προκύπτει επιπλέον ότι, το εν λόγω πλοίο συνέχισε τους πλόες του και μετά την 3.9.2008 έως την 30.9.2008, δεδομένου ότι η υπηρεσία ΥΕΝΑΝΠ/ΚΛΑΔΟΣ Δ’/ΑΦ στο προσκομιζόμενο υπό της εναγομένης έντυπο σήμα της 3.9.2008 αναφέρει «Συνέχεια σχετικών (Α) & (Β) και λαμβάνοντας υπόψη σχετικό (Γ) δεν έχουμε αντίρρηση για συνέχιση πλόων εν θέματι πλοίου σύμφωνα με προϋποθέσεις πιστοποιητικών ασφάλειας του και προστασίας περιβάλλοντος εφόσον αυτά ισχύουν και εφόσον διαπιστώσετε ότι πληρούνται προϋποθέσεις σχετικής (Δ) και στη συνέχεια αναγραφεί στο ΗΕΓ του πλοίου η εξής παρατήρηση «Έως 30/09/2008 να αποκατασταθεί οριστικά η αβαρία ακροπρωραίου άκρου εσωτερικού περιβλήματος στα έξαλα με αντικατάσταση του τοποθετηθέντος επιθέματος με νέο έλασμα σόκορο και να προσκομισθεί σχετικό βεβαιωτικό κλάσεως εκδιδόμενο μετά από ζημία από τον παρακολουθούντα το πλοίο νηογνώμονα μέχρι τότε με ευθύνη πλοιάρχου να γίνεται επιτόπιος έλεγχος εν λόγω περιοχής εσωτερικού (δυσανάγνωστο) εσωτερικού χώρου ανά τακτά χρονικά διαστήματα με σχετική εγγραφή στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου…». Επιπλέον, η ίδια ναυτική εταιρεία ……….., στην από 29.9.2008 προσκομιζόμενη από την εναγομένη ως σχετικό (7) επιστολή της προς το ΥΕΝΑΝΠ/ Διεύθυνση μεταφορών, δέχεται ότι έως την 30.9.2008 συνέχιζε να εκτελεί τα ανατεθειμένα σε αυτήν δρομολόγια, εφόσον στην επιστολή αυτή αναφέρει μεταξύ άλλων «… Παράλληλα, για την επιστροφή του πλοίου αύριο 30/9 στη Θήρα, παρακαλούμε όπως εγκρίνετε εκτέλεση δρομολογίου επιστροφής από Ανάφη για Θήρα, αύριο 30/9 και ώρα 18.50, άφιξη Θήρα: 20.45 (το οποίο άλλως θα εκτελούνταν το πρωί της 1/10) ώστε να ολοκληρωθεί το δρομολόγιο Θήρα – Ανάφη και η επιστροφή του…», επιστολή την οποία υπογράφει η εναγομένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, από την 1.10.2008 το εν λόγω πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο έως την 17-10-2008 στο λιμάνι της Σαντορίνης, λόγω απαγόρευσης απόπλου συνεπεία μη οριστικής αποκατάστασης της ανωτέρω αβαρίας, ακολούθως δε, από 17.10.2008, αυτό μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Ίου όπου παρέμεινε ακινητοποιημένο έως την 23.2.2009, όπως αποδεικνύεται από το σχετικό με αριθμό πρωτ. Κ.Φ. 3510/Ω3/09 από 23.2.2009 έγγραφο του Υπολιμεναρχείου Ίου, το ναυτολόγιο του οποίου, όπως προκύπτει από το τελευταίο αυτό έγγραφο έκλεισε την 26.1.2009. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, τη δεύτερη εκ των ενδίκων με αριθμό ………. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 8.000, η εναγομένη εξέδωσε την 10.10.2008, όπως η ενάγουσα ανέφερε με την αγωγή της και δεν αμφισβητήθηκε υπ’ αυτής, ήτοι μετά το ανωτέρω συμβάν και μάλιστα μετά την ακινητοποίηση του πλοίου Α. Επιπλέον, όσον αφορά στην πρώτη εκ των ενδίκων με αριθμό ……. τραπεζική επιταγή, ποσού ευρώ 10.000, την οποία εξέδωσε η εναγομένη πραγματικά την 25.2.2008, οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει ότι αυτή θα εξοφληθεί την 15.8.2008, ήτοι προ της αβαρίας του ανωτέρω πλοίου και αυτή την ημερομηνία είχαν θέσει αρχικώς ως ημερομηνία εκδόσεως αυτής, πλην όμως την εν λόγω τραπεζική επιταγή η ανωτέρω ναυτική εταιρεία υπό την επωνυμία της οποίας η εναγομένη εξέδωσε αυτή, αδυνατούσε όπως η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό της εναγομένης να εξοφλήσει και για το λόγο αυτό οι διάδικοι ανέγραψαν επί της εν λόγω τραπεζικής επιταγής, κατόπιν νεώτερης συμφωνίας που καταρτίσθηκε την 15.82008, ως ημερομηνία εκδόσεως την 15.9.2008. Επιπροσθέτως, ο χρόνος εμφάνισης της πέμπτης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών ήταν σε χρόνο προ της απαγόρευσης απόπλου του εν λόγω πλοίου (20.9.2008), ενώ ο αρχικός χρόνος εκδόσεως της τρίτης και τέταρτης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, είχε ορισθεί σε χρόνο προ της διακοπής των πλοίων του ιδίου πλοίου, ήτοι την 15.9.2008 και 10.9.2008, αντίστοιχα, πλην όμως, όπως η ενάγουσα ανέφερε στην αγωγή της και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό της εναγομένης, κατόπιν παράκλησης αυτής (εναγομένης), συνεπεία αδυναμίας της προς εξόφλησή τους, ορίσθηκε νέα ημερομηνία εκδόσεως των εν λόγω τραπεζικών επιταγών και δη η 15.10.2008 και 10.10.2008 (η τελευταία εκ των οποίων με νεώτερη συμφωνία των διαδίκων ορίσθηκε την 10.12.2008). Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η οικονομική αδυναμία της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας προηγείτο του εν λόγω συμβάντος. Επιπροσθέτως, η εναγομένη δεν επικαλείται τον λόγο για τον οποίο η πλοιοκτήτρια του πλοίου Α, της οποίας αυτή ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, επέλεξε να μην επισκευάσει το ανωτέρω πλοίο της, δεδομένου ότι ουδέν περί τούτου αναφέρει, αλλά ούτε προέκυψε από τις αποδείξεις, όπως επίσης δεν επικαλέσθηκε αλλά ούτε προέκυψε από τις αποδείξεις το κόστος οριστικής αποκατάστασης της εν λόγω αβαρίας, δεδομένου ότι από τα έγγραφα που προσκομίζονται, αποδεικνύεται ότι, δεν απαγορεύθηκε ο απόπλους του εν λόγω πλοίου αμέσως, παρά αντιθέτως, αφού τοποθετήθηκε επίθεμα, επετράπη σε αυτό να συνεχίσει τους πλόες του τους οποίους συνέχισε αφού εκτελούσε και δρομολόγια. Σε κάθε περίπτωση, η τυχόν βλάβη του πλοίου, δεν κρίνεται γεγονός απρόβλεπτο ικανό να θεμελιώσει ανωτέρω βία, αφού εκ του προορισμού του το πλοίο υπόκειται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, η εναγομένη καμία αναφορά δεν κάνει για τις οφειλόμενες και επιδικασθείσες προσωρινά σε βάρος της ναυτικής εταιρείας ………… αναδρομικές αποδοχές από 1.1.2008, των μελών του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, για τις οποίες ειδική μνεία γίνεται στην ανωτέρω με αριθμό 873/209 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και τυγχάνει σημαντικό προσδιοριστικό στοιχείο της οικονομικής κατάστασης της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας σε χρόνο μάλιστα προ της εκδόσεως των ενδίκων επιταγών. Επομένως, δεν αποδεικνύεται, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, από γεγονός αιφνίδιο και χωρίς αυτή να φέρει υπαιτιότητα, ήτοι από λόγους ανωτέρω βίας, δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εκδότριας των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, καθόν χρόνο εμφανίσθηκαν αυτές προς πληρωμή τους, αντίθετα αποδεικνύεται ότι ήδη, προ της εκδόσεως αυτών, η οικονομική κατάσταση της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας (………) υπό την εταιρική επωνυμία της οποίας η εναγομένη εξέδωσε τις ένδικεςτραπεζικές επιταγές, ευρίσκετο σε φθίνουσα πορεία, η οποία καθιστούσε τη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών ως ενδεχόμενο, γεγονός το οποίο η εναγομένη, λόγω της ιδιότητός της ως νομίμου εκπροσώπου αυτής εγνώριζε τόσο την οικονομική κατάσταση αυτής, όσο και το ενδεχόμενο μη πληρωμής των ενδίκων επιταγών κατά την εμφάνισή τους και παρά ταύτα το αποδέχονταν. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία ……………, εγνώριζε καθόν χρόνο εξέδωσε τις ανωτέρω τραπεζικές επιταγές ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια των ποσών των ενδίκων τραπεζικών επιταγών στον τραπεζικό λογαριασμό της εν λόγω ναυτικής εταιρείας για την πληρωμή αυτών, όπως επίσης, λόγω της φθίνουσας οικονομικής πορείας της εν λόγω εταιρείας, τα οικονομικά στοιχεία της οποίας εγνώριζε αυτή (εναγομένη) ως νόμιμη εκπρόσωπός της, εγνώριζε ως ενδεχόμενο να μην υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή αυτών και κατά το χρόνο πληρωμής τους, γεγονός το οποίο αποδέχονταν, προέβη δε στην έκδοση των ενδίκων ακάλυπτων επιταγών, δηλαδή τέλεσε πράξη, η οποία είναι αξιόποινη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, συνακόλουθα διέπραξε σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ. Όμοια, κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ζημιώθηκε η ενάγουσα κατά το ανωτέρω ποσό των 56.000 ευρώ, καθώς επίσης ότι υπέστη και ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποία δικαιούται το ποσό των ευρώ 1.800,00 έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία  η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις απορριπτομένων ως αβασίμων στην ουσία τους των περί του αντιθέτου δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και έκτου λόγου έφεσης, καθό μέρος εκτιμάται ότι περιέχεται ισχυρισμός περί κακής εκτίμησης αποδείξεων, η οποία (εκκαλουμένη απόφαση) ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης. Ειδικότερα, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με τον τέταρτο λόγο έφεσης και υπό τον τίτλο «παραμόρφωση εγγράφου», αποδίδει σφάλμα της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά την ανάγνωση της από 27.11.2008 αιτήσεως της ναυτικής εταιρείας «……………», με την οποία η τελευταία εζήτησε το άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής διότι, κατά τον υπό κρίση τέταρτο λόγο έφεσης, στην εν λόγω αίτηση, η αιτούσα εταιρεία, ανέφερε ότι, τα έσοδα αυτής, κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2007, ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ 189.852,07, ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι, η εκκαλουμένη απόφαση, από την ανάγνωση του εν λόγω εγγράφου, συμπέρανε εσφαλμένα ότι το εν λόγω ποσό, η εν λόγω ναυτική εταιρεία εισέπραττε και κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών και περαιτέρω ότι, ενώ στην ίδια ως άνω από 27.11.2008 αίτηση, αυτή (ανωτέρω ναυτική εταιρεία), ανέγραφε ότι μόνον τα ως άνω έσοδα του μηνός Σεπτεμβρίου 2007, διατέθηκαν για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων, η εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι, το εν λόγω ποσό διετίθετο για τον ίδιο σκοπό και κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών. Εν τούτοις, η εναγομένη δεν προσκομίζει αντίγραφο της επικαλούμενης από αυτήν από 27.11.2008 αίτησης της ναυτικής εταιρείας ……….., κατά δε την προσκομιζόμενη με αριθμό 873/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αποτελεί δημόσιο έγγραφο και απόσπασμα της οποίας παρατίθεται αυτούσιο ανωτέρω, η ίδια η εν λόγω ναυτική εταιρεία, ανέφερε στην αίτησή της ότι, το σύνολο σχεδόν των εσόδων της συνέχιζε και μετά τον μήνα Σεπτέμβριο 2007 να καταβάλει για την αποπληρωμή τοκοχρεωλυσίων, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του υπό κρίση τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσης. Περαιτέρω, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, υπό τον τίτλο «αντιφατικές αιτιολογίες», επικαλούμενη αποσπάσματα του αιτιολογικού της εκκαλουμένης αποφάσεως, βάλει ουσιαστικά, κατά του αποδεικτικού πορίσματος αυτής, ως προς τη συνδρομή υπαιτιότητος στο πρόσωπο της εναγομένης, κατά την υπ’ αυτής τέλεση της παράνομης πράξης της έκδοσης των ενδίκων ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών. Συγκεκριμένα, με τον υπό κρίση δεύτερο λόγο έφεσης, προσάπτεται στην εκκαλουμένη απόφαση, σφάλμα, εκ του λόγου ότι, από τη δήλωση της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία ………, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν η εναγομένη, ότι δηλαδή όλα τα έσοδα του μηνός Σεπτεμβρίου 2007 διατέθηκαν για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων, αναφερομένη προφανώς στην αίτηση της εν λόγω εταιρείας που υπεβλήθη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εξεδόθη η προμνημονευθείσα με αριθμό 873/2009 ανωτέρω απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη εγνώριζε ότι μετά από έξι έως εννέα μήνες, οπότε και πραγματικά εξεδόθησαν οι επίδικες τραπεζικές επιταγές, δεν θα υπάρχουν ταμειακά διαθέσιμα, εφόσον κατά τον ίδιο λόγο έφεσης η διάθεση των κερδών ενός μηνός σε χρόνο έξι έως εννέα μηνών προ της εκδόσεως των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, δεν μπορεί να οδηγήσει με λογική συνέπεια και κατά λογική αλληλουχία των πραγμάτων σε γνώση της εναγομένης ότι μετά από έξι έως εννέα μήνες δεν θα υπάρχουν ταμειακά διαθέσιμα, ενόψει του γεγονότος ότι η ανωτέρω ναυτική εταιρεία είχε συνάψει σύμβαση εκτέλεσης υπηρεσίας με το Ελληνικό Δημόσιο, εξυπηρετώντας «άγονες γραμμές» και επομένως διέθετε σταθερό εισόδημα και έσοδα. Σε συνάφεια με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με τον τρίτο λόγο έφεσής της, υπό τον τίτλο «ανεπάρκεια αιτιολογίας», προσάπτει στην εκκαλουμένη απόφαση, σφάλμα εκ του λόγου ότι δεν διευκρινίζεται σε αυτήν από ποία αποδεικτικά μέσα και από ποία γεγονότα συνήγαγε το συμπέρασμα ότι (ι) τα έσοδα της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας, κατά το χρόνο έκδοσης των επιδίκων επιταγών, θα ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ 189.852,07, (ιι) η ανωτέρω ναυτική εταιρεία και κατά το χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών προέβαινε σε διάθεση των κερδών για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων και (ιιι) οι εισπράξεις του τιμήματος πώλησης από τα δρομολόγια του ανωτέρω πλοίου οι οποίες το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 ανήλθαν στο ποσό των ευρώ 189.852,07 ευρώ, καθώς και το σύνολο σχεδόν των ανωτέρω εσόδων της, διατίθεντο για την εξυπηρέτηση τοκοχρεολυσίων οφειλομένων στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», με αποτέλεσμα να καταλήξει, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της εν λόγω ναυτικής εταιρείας ……………, τελούσε σε γνώση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας αυτής και επομένως τελούσε σε γνώση τόσο κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσης των επιδίκων επιταγών όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, και επιπλέον και υπό την εκδοχή ότι ίσχυαν οι ανωτέρω παραδοχές δεν διευκρινίζεται υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως από ποία αποδεικτικά μέσα και ποία γεγονότα συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η ανωτέρω ναυτική εταιρεία δεν θα προέβαινε στην πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, ακόμη κι αν αυτό την υποχρέωνε να καταλείψει απλήρωτες τις επικαλούμενες δανειακές υποχρεώσεις. Ομοίως σε συνάφεια με τους ανωτέρω λόγους, με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης και υπό τον τίτλο «μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που νομίμως επικαλέσθηκα», η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, εκ του λόγου ότι δεν έλαβε υπόψη της  την προσκομιζόμενη ως σχετικό 5 υπ’ αυτής με αριθμό 28-3-2007 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση άγονων ακτοπλοϊκών γραμμών, από την οποία προέκυπτε ότι το πλοίο Α, πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας ……….., εκτελούσε δρομολόγια των αναφερομένων στον λόγο αυτό ακτοπλοϊκών γραμμών, εισπράττοντας εβδομαδιαίως το ποσό των ευρώ 38.230,00 και μηνιαίως το ποσό των ευρώ 152.920,00, πλέον των εισιτηρίων των μεταφερομένων επιβατών και οχημάτων, με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται από το έγγραφο αυτό, κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης ότι, κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των ενδίκων επιταγών, αυτή διέθετε τα αντίστοιχα διαθέσιμα στους τραπεζικούς της λογαριασμούς δεδομένων των τακτικότατων εσόδων που είχε στη ναυτιλιακή της της δραστηριότητα, καθώς επίσης έγγραφα από τα οποία προέκυπτε η επιγενόμενη οικονομική αδυναμία της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας από την βλάβη που υπέστη το ανωτέρω πλοίο της Α την 1.9.2008 και δη (ι) το προσκομιζόμενο υπό στοιχεία 03-15:28/09/2008 σήμα του Υπουργείου Ναυτιλίας που απευθύνονταν στο Λιμεναρχείο Θήρας, (ιι) το προσκομιζόμενο ως σχετικό 7 από 1.10.2008 φάξ της ίδιας ως άνω ναυτικής εταιρείας προς το Υπουργείο Ναυτιλίας με το οποίο γνωστοποιούσε αυτή ότι από 1.10.2008 απαγορεύθηκε η συνέχιση των πλόων στο ανωτέρω πλοίο της, (ιιι) το από 5.12.2008 έγγραφο του Λιμεναρχείου Θήρας, (iv) το από 23.2.2009 έγγραφο του Υπολιμεναρχείου Ίου και (v) την μαρτυρική κατάθεση της ………….. που περιείχετο στα από 11.12.2019 πρακτικά συζήτησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να μην λάβει υπόψη της τον ανωτέρω ισχυρισμό της, περί επιγενόμενης οικονομικής αδυναμίας, καθώς επίσης και τον αρνητικό ισχυρισμός της περί ύπαρξης υπαιτιότητός της κατά την έκδοση των εν λόγω τραπεζικών επιταγών και εν τέλει να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας, τελούσε σε γνώση της οικονομικής κατάστασης της ναυτικής εταιρείας …….. τόσο κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Με δεδομένο ότι, οι δεύτεροι, τρίτος και όγδοος εκ των λόγων εφέσεων, καθό μέρος πλήττουν το αιτιολογικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλυσιτελώς προβάλλονται διότι, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, το Εφετείο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες με τις ορθές και απορρίπτει την έφεση, όπως επίσης με δεδομένο ότι λόγος έφεσης περί μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων δεν οδηγεί άνευ άλλου τινός σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, άπαντες οι ανωτέρω λόγοι (δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος) έφεσης, εκτιμώμενοι ως λόγοι κακής εκτίμησης αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους, δεδομένου ότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, η εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία …….. υπό την επωνυμία της οποίας εξέδωσε τις ένδικες τραπεζικές επιταγές, εγνώριζε καθόν χρόνο εξέδωσε αυτές ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια των ποσών των ενδίκων τραπεζικών επιταγών στον τραπεζικό λογαριασμό της ναυτικής εταιρείας για την πληρωμή αυτών, όπως επίσης εγνώριζε ως ενδεχόμενο, λόγω της φθίνουσας οικονομικής κατάστασης της εν λόγω εταιρείας, τα οικονομικά στοιχεία της οποίας εγνώριζε αυτή (εναγομένη) ως νόμιμη εκπρόσωπός, να μην υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή αυτών και κατά το χρόνο πληρωμής τους, γεγονός το οποίο αποδέχονταν. Επιπλέον, αλυσιτελώς επιχειρείται η θεμελίωση της έλλειψης του αναγκαίου στοιχείου του δόλου της εναγομένης, στη μη πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών από ανωτέρα βία, που συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς της, στην αιφνίδια αβαρία που υπέστη το πλοίο Α πλοιοκτησίας της εταιρείας ………., με συνέπεια την οικονομική της κατάρρευση καθόσον, ως αναλύεται και ανωτέρω, το δυσμενές αυτό γεγονός, ως προς την οικονομική πορεία της ανωτέρω εταιρείας, δεν αναιρεί τη γνώση της εναγομένης περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών, αλλά και της γνώσης αυτής ότι ενδεχομένως να μην εξοφληθούν αυτές καθόν χρόνο θα εμφανισθούν, ενδεχόμενο το οποίο αποδέχθηκε, διότι η άσχημη οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας δεν προέκυψε αίφνης μετά τον χρόνο πραγματικής έκδοσης των επίμαχων επιταγών, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, ούτε οφείλεται στην αβαρία που υπέστη το ανωτέρω πλοίο της όπως αναλύεται επίσης ανωτέρω και συνεπώς, μπορούσε βάσιμα να προβλεφθεί από αυτήν (εναγομένη) το γεγονός της μη πληρωμής των επιταγών, κατά τους χρόνους εμφάνισης τους και δεν στοιχειοθετείται ανωτέρα βία, ως αβασίμως ουσιαστικά υποστηρίζει η εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την κατάφαση των απαιτουμένων για τη θεμελίωση της αποδιδομένης σε βάρος της εναγομένης αδικοπρακτικής ευθύνης προϋποθέσεων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών αυτής (εναγομένης), που διαλαμβάνονται στους ανωτέρω δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγο έφεσης, ορθά δε εφάρμοσε το νόμο και δη τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία προσάπτεται σε αυτήν παράβαση της εν λόγω διατάξεων, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων. Με τον έβδομο λόγο της ένδικης έφεσής της η εναγομένη, υπό τον τίτλο «παράλειψη απάντησης αυτοτελών ισχυρισμών άρθρο 559 περ.8 ΚΠολΔ» διατείνεται ότι με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν εγκλήσεως της εναγούσης παραπέμφθηκε να δικασθεί όσον αφορά στην τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ενδίκων επιταγών για την από μέρους της τέλεση της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, εξεδόθησαν δε οι με αριθμό 14076/2015, 36150/2015 και 14073/2015 αποφάσεις του Η Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δυνάμει των οποίων καταδικάσθηκε μεν για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, πλην όμως με τις εν λόγω αποφάσεις αναγνωρίστηκε στο πρόσωπό της το ελαφρυντικό της έλλειψης ταπεινών αιτίων και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, χωρίς να της επιβληθεί η προβλεπόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1922 χρηματική ποινή. Η αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού, κατά τον ίδιο λόγο εφέσεως, συνεπάγεται την έλλειψη δόλου στο πρόσωπό της, διότι παγίως νομολογιακά ως ταπεινά αίτια αναγνωρίζονται τα κίνητρα που αντιτίθενται στην κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδηση. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό, δόλια συμπεριφορά αυτής, εάν υπήρχε, θα συνίστατο στην πρόθεσή της να ζημιώσει κακόβουλα την αντίδικό της – ενάγουσα, Περαιτέρω, επικαλούμενη το τεκμήριο αθωότητος που καθιερώνεται από το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.3 της Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, ισχυρίσθηκε ότι εν προκειμένω η έλλειψη δόλου αυτής, δεν δύναται να αμφισβητηθεί από το παρόν Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει στο πρόσωπό της και να μη στοιχειοθετείται η ένδικη αδικοπραξία κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ. Μάλιστα, προς απόδειξη των επικαλουμένων από αυτήν ανωτέρω πραγματικών περιστατικών επικαλέσθηκε και προσεκόμισε τις ανωτέρω ποινικές αποφάσεις. Περαιτέρω, στα πλαίσια του υπό κρίση εβδόμου λόγου έφεσης, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τον ανωτέρω ισχυρισμό και περαιτέρω δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή εκ του λόγου ότι δεν στοιχειοθετείται το πραγματικό του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Εν τούτοις, και ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι όπως και η ίδια η εναγομένη ισχυρίζεται, με τις εν λόγω ποινικές αποφάσεις καταδικάσθηκε για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται, με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές, εκείνος που εκδίδει επιταγή, χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής, όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρ. 26 ΠΚ), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρ. 27 ΠΚ) [ΑΠ 559/2022 Ιστοσελίδα ΑΠ]. Το γεγονός ότι αναγνωρίσθηκε στην εναγομένη το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, δεν καθιστά την απόφαση αθωωτική, δεδομένου μάλιστα του ότι η ίδια η εναγομένη, αναφέρει ότι, με τις ανωτέρω αποφάσεις για τις ανωτέρω τέταρτη, πέμπτη και έκτη των τραπεζικών επιταγών της επεβλήθη φυλάκιση έξι μηνών, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας, διότι κατ’ αρχήν, αθωωτική ποινική απόφαση, προκειμένου να λειτουργήσει το τεκμήριο αυτό, είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής” [ΟλΑΠ 4/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Με τον όγδοο λόγο της ένδικης έφεσής της, η εναγομένη υπό τον τίτλο «έλλειψη αιτιολογίας» ισχυρίζεται ότι η ίδια ισχυρίσθηκε αλλά και απέδειξε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφενός μεν ότι κατά το χρόνο έκδοσης των ενδίκων τραπεζικών επιταγών η ναυτική εταιρεία ………….. είχε σταθερό εισόδημα από τις επιδοτήσεις που ελάμβανε από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, αφ’ ετέρου δε απέδειξε την έλλειψη δόλου αυτής κατά την έκδοση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών, γεγονός που αναγνωρίσθηκε και από τα ποινικά δικαστήρια με την αναγνώριση του ελαφρυντικού της έλλειψης ταπεινών αιτίων για την υπ’ αυτής τέλεση της αξιόποινης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής όσον αφορά στην τέταρτη, πέμπτη και έκτη των ενδίκων επιταγών και μάλιστα επικαλέσθηκε σαφώς ότι υπήρχαν ταμειακά διαθέσιμα προς πληρωμή των ενδίκων τραπεζικών επιταγών κατά το χρόνο έκδοσής τους. Αντίθετα, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, η ενάγουσα κανένα αποδεικτικό μέσο προς ανταπόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών της δεν προσεκόμισε. Παρά ταύτα, η εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε ότι η ίδια (εναγομένη) ως νόμιμη εκπρόσωπος της ανωτέρω ναυτικής εταιρείας τελούσε σε γνώση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας και επομένως τελούσε σε γνώση τόσο κατά το χρόνο πραγματικής έκδοσης των επιδίκων επιταγών όσο και κατά το χρόνο πληρωμής αυτών ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, ήτοι με μια απλή περιγραφή του αυτονόητου γεγονότος και διδάγματος της κοινής πείρας ότι ο διευθύνων μια εταιρεία γνωρίζει την γενικότερη οικονομική κατάσταση, δεν αιτιολογεί επαρκώς την κρίση της περί του δόλου της εναγομένης, αλλά με αυθαίρετη διασύνδεση ετεροχρονισμένων καταστάσεων, ήτοι γνώση της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας σε χρόνο έξι έως εννέα μήνες προ της εκδόσεως των ενδίκων επιταγών με τη γνώση για την έλλειψη διαθέσιμων έξι έως εννέα μήνες ακολούθως, ήτοι καθόν χρόνο εξεδόθησαν οι ένδικες τραπεζικές επιταγές, με αποτέλεσμα να πάσχει από άποψη αιτιολογίας, αφού δεν παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι στον τραπεζικό λογαριασμό που ετηρείτο στην πληρώτρια τράπεζα δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πραγματικής έκδοσής τους. Εν τούτοις, και ο λόγος αυτός έφεσης που ουσιαστικά βάλλει κατά του αποδεικτικού πορίσματος της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι η εναγομένη παράνομα και υπαίτια και δη δια της εκδόσεως των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών, ζημίωσε την ενάγουσα, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων. Τέλος, με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εναγομένη ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθό μέρος με αυτήν, ως μέσο εκτέλεσης, λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας, απαγγέλθηκε σε βάρος της προσωπική κράτηση διάρκειας δύο μηνών, εκ του λόγου ότι, ήδη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η ίδια είχε συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο της ηλικίας της. Ο λόγος αυτός έφεσης ο οποίος τυγχάνει νόμιμος, ως θεμελιούμενος στις διατάξεις του άρθρου 1048 περ. γ ΚΠολΔ κατά τις οποίες «Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται: α) …. β) … γ) κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους» και ο οποίος παραδεκτώς προβάλλεται, αν και αποτελεί ένσταση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για πρώτη φορά, εκ του γεγονότος ότι, αποδεικνύεται εξ εγγράφων και δη δημοσίων (άρθρο 527 παρ.6), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας, τυγχάνει βάσιμος και στην ουσία του, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του Δελτίου Αστυνομικής ταυτότητας της εναγομένης, αλλά και από το αντίγραφο του Πιστοποιητικού Γεννήσεως της ιδίας, αυτή (εναγομένη) γεννήθηκε την 12.2.1956 και ως εκ τούτου ήδη προ της συζητήσεως της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας της. Ως εκ τούτου, ενόψει της ηλικίας της εναγομένης, δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος της εναγομένης, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθούν οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος λόγοι έφεσης ως αβάσιμοι στην ουσία τους και να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί, κατά ένα μέρος, η εκκαλουμένη απόφαση και δη καθό μέρος με αυτήν απηγγέλθη προσωπική κράτηση σε βάρος της εναγομένης, διάρκειας δύο μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης. Ακολούθως, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει κατά τούτο την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να απορρίψει αυτήν ως αβάσιμη στην ουσία της καθό μέρος ζητείται η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος της εναγομένης ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως. Ενόψει της εν μέρει εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως, πρέπει να εξαφανισθεί και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη και να επιβληθεί αυτή κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα. Τέλος, λόγω της παραδοχής εν μέρει της ένδικης εφέσεως ως βάσιμης και στην ουσία της, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στη εκκαλούσα του παράβολου, που προκαταβλήθηκε υπ’ αυτής, για την άσκηση της ένδικης εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την ένδικη έφεση, απορρίπτει αυτή κατά τα λοιπά ως αβάσιμη στην ουσία της.

Εξαφανίζει εν μέρει, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, την εκκαλουμένη με αριθμό 1569/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία.

Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου, που έχει προκαταβληθεί, στην εκκαλούσα.

Κρατεί και δικάζει την ένδικη από 10.6.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου αγωγής ……………/14.6.2013 αγωγή που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθό μέρος εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δη καθό μέρος με αυτή ζητείται η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος της εναγομένης ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης.

Απορρίπτει την ένδικη αγωγή καθό μέρος ζητείται η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος της εναγομένης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης.

Υποχρεώνει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά την 4.10.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ