Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 627/2023

Αριθμός     627/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» με διακριτικό τίτλο «………….» (πρώην «………………» με διακριτικό τίτλο «……………..»),που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» (………………) με έδρα το …. Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρεία με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Αντζελίνα Κουτσούγερα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολική διάδοχος της ήδη διασπασθείσας, στην Αθήνα εδρεύουσας, ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» νόμιμα εκπροσωπούμενη, δυνάμει διάσπασής της με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη σύσταση της άνω νέας τραπεζικής εταιρίας.

ΚΑΘΟΥ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Άντζη – Ιωάννα Μανώλη.

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Άντζη – Ιωάννα Μανώλη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στην Αθήνα, ως καθολική διάδοχος της «… …….» λόγω συγχωνεύσεως, που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο …….. (εκκαλών-καθ΄ου η εκουσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) ανακοπή καθώς και τους από   9.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2019)  πρόσθετους λόγους ανακοπής, επί των οποίων (ανακοπής και προσθέτων αυτής λόγων) εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2113/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών-καθ΄ου η εκουσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση με την από  3.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …../2020-……../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 9η.12.2021, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ήδη εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από  6.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2021)  εκουσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ΄ου η εκουσια αυτοτελης πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από  3.9.2020 (αριθ.καταθ. ……../2020) έφεση του ανακόπτοντος-προτάσσοντος πρόσθετους λόγους και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 2113/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθ. 614 επ. 591 παρ. 1 περ.γ΄, 933 παρ. 2 εδ.γ΄, 934 παρ. 1 στοιχ.α΄, 937 παρ. 3 όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το Ν. 4335/2015) έχει ασκηθεί αρμοδίως και νομότυπα, με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθ. 19, 495 παρ. 1, 2 ,511, 513 παρ. 1 εδ.β΄, 516, 517 εδ.α΄ Κ.Πολ.Δ), εντός της καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ (ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλούμενης 4.6.2020 και ημερομηνία κατάθεσης της έφεσης 3.9.2020, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση της Γραμματέως του Τμήματος Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιά) και από τη δικογραφία δεν προκύπτει λόγος απαράδεκτος, κατ’ άρθρο 520 παρ. 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 έως 120 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή, και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό, το νόμιμο και το κατ’ ουσίαν βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), ερήμην της εφεσίβλητης Τράπεζας, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να είναι και αυτή παρούσα (άρθρο 271, 524 παρ. 4 εδ.α΄, Κ.Πολ.Δ, βλ.την με αριθ. ……΄/11.9.2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφερείας Εφετείου Αθηνών, ……, που προσκομίζει νόμιμα ο εκκαλών), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο με αριθ.e-παράβολο ……. ποσού εκατό (100) ευρώ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. Μετά δε την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης ασκήθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με ιδιαίτερο δικόγραφο, υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……..” ως καθολικής διαδόχου της “……….” η από 6.12.2021 (αριθ.καταθ. ……./2021) πρόσθετη παρέμβαση από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……….”, η οποία εκθέτει ότι ενεργεί ως νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..) εδρεύουσας στο …………. Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου, σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις της εφεσίβλητης. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε νομότυπα (άρθ. 81 παρ. 1, 215 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), με κατάθεση στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και επίδοση στους αρχικούς διαδόχους (βλ.τις με αριθ. …./16.12.2021 και …./15.12.2021 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή περιφερείας Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι διαχειρίστρια της ως άνω εδρεύουσας στο ….. Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθ. 325 Κ.Πολ.Δ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία δεν προσκομίζει τα αναφερόμενα (όχι όμως επικαλούμενα), στις έγγραφες προτάσεις της. Ειδικότερα, Α)Την από 12.9.2019 έγγραφη συμφωνία μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….” και της εδρεύουσας στο …… Ιρλανδίας εταιρείας ειδικού σκοπού “…………..”, καθώς και την καταχώρηση αυτής την 26.9.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αριθ.πρωτοκ. .., τ…, α.α …) από τα οποία να εμφαίνεται η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης με αριθ. ………./17.12.2009 σύμβασης πίστωσης/ δανείου, την από 12.9.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων δυνάμει της οποίας ανατέθηκε στην ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού η διαχείριση και είσπραξη των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων της εφεσίβλητης και την καταχώρηση της στις 16.9.2019 στα δημόσια βιβλία ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ.πρωτοκ. ../16.9.2019 τ… και αριθ. …, καθώς και την τροποποίηση αυτής (από 12.9.2019 σύμβασης), την καταχώρηση της στα δημόσια βιβλία του ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ.πρωτοκ. ../23.9.2019 τομ…. αριθ. …., με την οποία διορίστηκε νέος διαχειριστής τιτλοποιούμενων απαιτήσεων η εταιρεία με την επωνυμία “………….” στην οποία χορηγήθηκε από την ειδική διάδοχο το από 16.9.2019 πληρεξούσιο (ν.3156/2003) ,καθώς και τις τροποποιήσεις του καταστατικού αυτής (1.11.2019) και τις νόμιμες καταχωρήσεις αυτών (τροποποιήσεων). Ακολούθως, δεν προσκομίζονται (ούτε και επικαλούνται): η από 13.7.2020 σύμβαση επανεκχώρησης, η από 21.7.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καθώς και η από 21.7.2020 σύμβαση διαχείρισης και η καταχώρηση της στα δημόσια βιβλία Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αριθ.πρωτ. …./22.7.2020 τ…. αριθ…/αριθ.πρωτ. …/22.7.2020 τ…. α.α ….). Τα ως άνω μη επικαλούμενα και μη προσκομιζόμενα έγγραφα (αναφερόμενα μόνο στις έγγραφες προτάσεις, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, που κατατέθηκαν νομοτύπως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την συζήτηση της υπόθεσης), είναι αναγκαία, ώστε να κριθεί ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ενεργούσα ως διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης, της τελευταίας ειδικής διαδόχου (αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………”) της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, τα δικαιώματα της οποίας υπερασπίζεται και τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει και μάλιστα αυτοτελώς υπέρ της τελευταίας εφεσίβλητης προς απόρριψη της εφέσεως, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν δικαιολογείται από ουδέν προσκομιζόμενο έγγραφο και συνεπώς η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται σε βάρος της, ελλείψει σχετικού αιτήματος του παρισταμένου εκκαλούντος.

Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ κατά την διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τ έγγραφα αυτά, από τα οποία, δηλαδή προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Αν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 Κ.Πολ.Δ να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής αν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 Κ.Πολ.Δ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Η έλλειψη της ανωτέρω ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης στη δίκη ανακοπής, που ασκείται κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, ερευνάται από το Δικαστήριο μόνον όταν προβάλλεται με λόγο ανακοπής, δοθέντος ότι οι συγκεκριμένοι προβαλλόμενοι με την ανακοπή λόγοι, είτε αφορούν στο κύρος της διαταγής πληρωμής, είτε στην ύπαρξη της απαίτησης, οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ Ολ 10/1997, ΑΠ 321/2017, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 294/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται, έστω και συνοπτικά, το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία, ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακή σύμβαση για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείται ο λογαριασμός αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο προς πληρωμή χρηματικό ποσό αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του καθ’ ου αυτή εκδίδεται οφειλέτη ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της σύμβασης. Αντίστοιχα στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, πρέπει δε να επισυνάπτονται σε αυτήν (αίτηση) τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. Κ.Πολ.Δ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117 και 118 Κ.Πολ.Δ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ) που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. Κ.Πολ.Δ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, για να μπορεί ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί, το δε δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αποφανθεί επ’ αυτής με δύναμη δεδικασμένου ενώ στην αντίθετη περίπτωση οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιό ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 403/2015, ΕφΠειρ 401/2015 και ΕφΠειρ 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η αοριστία του εκάστοτε κρινόμενου λόγου ανακοπής δεν καλύπτεται από παραπομπή σε προσκομιζόμενα έγγραφα (216 Κ.Πολ.Δ), οδηγεί δε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου σε απόρριψη της ανακοπής (ΑΠ 513/78 ΕΕΝ 45.700, ΑΠ 919/76 ΑρχΝ ΚΗ΄ 174, ΕφΘ 147/97 ΔΕΕ 1997.379, ΕφΑθ 8378/93, Δ 1994.1186, ΕφΑθ 7919/93 ΕλλΔνη 37.404, ΕφΠ 1454/88 ΠειρΝ 1988.529, ΕφΑθ 435/87 ΕλλΔνη 28.1454, ΕφΠ 908/86, ΕλλΔνη 1987.469).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1, 633 παρ. 1, 623, 624 παρ. 1, 626 παρ. 1 και 2, 628 και 629 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή εξετάζει την κατά το χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων βάσει της αιτήσεως προς έκδοσή της και δεν έχει την ευχέρεια μεταβολής της βάσης της αιτήσεως, γιατί ως προς αυτή δεν έχει τηρηθεί η κατ’ άρθρο 112 Κ.Πολ.Δικ, προδικασία, χωρίς όμως και η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο περί του δικαιώματος, το οποίο ουδόλως διεγνώσθη (ΑΠ 1098/2006). Όταν με τους λόγους της ανακοπής δεν αμφισβητείται αντικειμενικώς ολόκληρη η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, τότε πρέπει, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι να καθορίζεται το συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης που πλήττεται, ώστε το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου του μέρους αυτού και, σε περίπτωση που τυχόν κρίνει ότι κακώς επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής, να αφαιρέσει το αντίστοιχο ποσό από τη συνολική οφειλή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής κατά το συγκεκριμένο μέρος και μόνον και όχι ολικώς, αφού το μέρος αυτό δεν επιδρά στη βεβαιότητα και το εκκαθαρισμένο της όλης απαίτησης (ΑΠ 1138/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1419/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ακόμη, η απαίτηση συνεχίζει να είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1349/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Συναφώς επί διαταγής πληρωμής την οποία πέτυχε μια τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 Κ.Πολ.Δ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ακυρότητας ως προς έναν ή περισσότερους Γ.Ο.Σ, λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση του λόγου της που στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση – εφ’ όσον βεβαίως ο λόγος είναι ορισμένος, πλήττοντας συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης – επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση της διαταγής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του/των Γ.Ο.Σ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 105/2019 Αρμ 2019, 348).

Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος”, προϋποθέτει, όταν πρόκειται για σύμβαση, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα και μάλιστα αμφότερα και όχι μόνο το ένα από αυτά (ΑΠ 1448/2014 ΝοΒ 2015/74, ΑΠ 730 ΤΝΠ ΔΣΑ), γιατί αν τα συμβαλλόμενα μέρη ή έστω το ένα από αυτά γνώριζε την ακυρότητα, τότε η γνώση τους/του υποδηλώνει βούληση για την ισχύ του άκυρου μέρους και συνεπώς αποκλείει την ολική ακυρότητα (Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, τόμ.Α΄, Γεν.Αρχ.Έκδ. 2001, άρθρ. 181 αριθ. 4, Εφ.Αθ. 223/2022, Εφ.Λαμ. 32/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Β1)Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ.α΄ του ν.2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ν.2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1738/2009, δημ.Νόμος). Τέτοιος δε, τελικός αποδέκτης και όχι ενδιάμεσος, είναι και εκείνος που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία, σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύχει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του αγοραστή ,κατά το ν.2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν.1961/1991, που περιόρισαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών το αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθισμένη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερούς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι, από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ.α΄ του ν.2251/1994, δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου,  οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες, είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης, προς περαιτέρω μεταβίβασή τους (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ.Νόμος). Έτσι, υπάγονται  στην προστασία του ν.2251/1994, όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που  απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως μέχρι την αντικατάσταση του ν.2251/1994 με το ν. 3587/2007, δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή, του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα, του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 Α.Κ, γινόταν δεκτό ότι όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου, έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας το άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι, δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Ήδη όμως, σύμφωνα με το άρθρο  1 παρ. 4 περ.ββ το ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ 1 παρ. 5 του ν.3587/2007, εντάσσεται ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1463/2017, δημ.Νόμος, Ι. Καρακώστα, Προστασία του καταναλωτή Ν.2251/1994 σελ. 35 και 100 επ., Ε.Περάκη, Η έννοια του καταναλωτή κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995/32). Αντίθετα, ο εγγυητής υπέρ δανειολήπτη επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου, ο οποίος δεν είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών και ο οποίος ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου (ΑΠ 1226/2015, Εφ.Πειρ. 380/2021, ΕφΠατρ 58/2021, Εφ.Αθ. 366/2017, δημ.Νόμος).

2.Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν.3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (Ολ. ΑΠ 13/2015, Ολ.ΑΠ 15/2007, ΑΠ 368/2019, δημ.Νόμος), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτη τράπεζας, στον οποίο αυτή χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιανδήποτε μορφής πίστωση. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ, που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου, απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μια περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1463/2017, ΑΠ 1332/2012, Αρμ. 2013/909, ΑΠ 7/2011, ΝοΒ 2011/562, ΑΠ 904/2011, Αρμ. 2612.1708, ΕφΠατρ 9/2021, ΕφΛαρ 139/2020, ΕφΔυτΜακ 19/2020 και 25/2019, δημ.Νόμος). Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων “…..ε)επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο,…..ια)χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, κζ)αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα…..”. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία, οι Γ.Ο.Σ πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΕφΔυτΜακ 25/2019, δημ.Νόμος, ΕφΛαρ. 298/2008, ΕπισκΕμπΔ 2008/1063, ΕφΑθ 1558/2007, ΕλλΔ/νη 48.902), ήτοι πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της, και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (Ολ. ΑΠ 15/2007, ΑΠ 2037/2014 δημ.Νόμος).

Κατά των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ αποτελούν εξειδίκευση το γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ (σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία), με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη, ως καταχρηστικών, των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε, στο πλαίσιο της επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει, κάθε φορά, το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών, των οποίων γίνεται αξιολογική στάθμιση εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή, για κατάργησή του. Ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πως μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου, με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005, ΕλλΔ/νη 2005/802, ΕφΔυτΜακ 25/2019, δημ.Νόμος). Λαμβάνονται, ως εκ τούτου, υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006, δημ.Νόμος). Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις το ενδοτικού δικαίου δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Έτσι κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται “per se” καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερομένων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα, θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α΄ και β΄ της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν.2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001, δημ.Νόμος). Δέον να σημειωθεί ότι τα περιστατικά τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη, ως καταχρηστικού, του σχετικού όρου (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 561/2014, δημ.Νόμος). Εξάλλου, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ, δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι, ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας) πλήττει μέρος μόνο της ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ, έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μιας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένο την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική βούληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρο ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας σκοπός αυτής κλπ0, βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, ΕφΚρητ. 13/2021, ΕφΛαρ 17/2017, δημ.Νόμος).

3.Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν  την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και, μάλιστα ευλόγως ,η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε, η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και, πάντως, μικρότερο από αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης, να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 10/2012, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017 δημ.Νόμος). Άλλωστε, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης, είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός που προτείνει το σχετικό ισχυρισμό, αρνείται τα περιστατικά που στηρίζουν το σχετικό δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το ως άνω άρθρο ένσταση, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του (Ολ. ΑΠ 17/1995, ΑΠ 999/2019 δημ.Νόμος).

4.Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της υφυπουργό Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 255/9.3.2001) και της ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1353/11.7.2008) ,από τις οποίες, η μεν πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά, αλλά καταναλωτικά δάνεια και, ειδικότερα, τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη (στην παρ. 1 περ.στ΄της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις, όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος, 360 ημερών, αντί του ημερολογιακού έτους) αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1331/2012, δημ.Νόμος). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ Ζ1-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας-Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β΄/23-6-2017), σκοπός της οποίας είναι όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων τη Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ, ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200,00 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000,00 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του” (ΑΠ 368/2019, δημ.Νόμος). Εξάλλου,  με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε, από την έναρξη ισχύος της, η κοινή υπουργική απόφαση Φ 1983/1991 (ΦΕΚ Β΄ 172), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ 15353/1994 (ΦΕΚ Β΄ 947) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ Β΄255). Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ, αφορά μόνον καταναλωτικά δάνεια (με την προϋπόθεση, μάλιστα, οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής) και όχι επαγγελματικά, όπως είναι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο0 λογαριασμό (ΑΠ 368/2019, δημ.Νόμος). Γενικά, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, διότι οι Γ.Ο.Σ των συμβάσεων, πρέπει να είναι διατυπωμένοι, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως  όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή/δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε η΄μερα, επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1,3889% (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 2021/2010, ΕφΠατρ 507/2021, Εφ.Πατρ. 58/21, δημ.Νόμος), καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών (ΑΠ 368/2019 δημ.Νόμος0. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ’ επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 (ΦΕΚ Β΄/23-6-2017) των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας-Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην καταναλωτική πίστη με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005 δημ.Νόμος). Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ν.2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athidor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euridor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 260 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ’αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α΄ 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας,  αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν.2251/1994 και, συνεπώς είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών, στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις, αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάση των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τιμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον πάντως, ότι η ευδοκίμηση εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 369/2019, δημ.Νόμος).

5.Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία, είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου ,ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλησή της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν.2065/1992, ως από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου, παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφέλεια της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα (ΑΠ 368/2019 δημ.Νόμος). Εξάλλου, από μακρού χρόνου, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014, δημ.Νόμος), οπότε υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους, δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν.128/1875, στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου, και συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζόμενου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 127/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν.128/1975, δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη, μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων-δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρω ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν.128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 917/2011, δημ.Νόμος). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη, αποτέλεσε από την ισχύ του ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α)Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά ,ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν.2515/1997, καθορίστηκε ρητά ότι, για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β)Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 ν.2459/1997, απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β΄του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι.Μονές του…..και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπιζόταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ)Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν.1281975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Άλλωστε, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Ειδικότερα, η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν.128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο-δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005, δημ.Νόμος). Έτσι σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν.128/1975, προσδιοριζόμενη με ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, δημ.Νόμος).

6.Με το άρθρο 1 του Ν.1266/1982, καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν.Δ 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως” καθόριζε με απόφαση της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητες της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτοκια δηλαδή, που συνομολογούνται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής, ειδικότερα, καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων, μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια, μπορεί να ήταν και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πληων των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούσε να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου……”. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987, τα τραπεζικά επιτόκια, τόσο ως προς το ανώτατο , όσο και ως προς το κατώτερο όριο, υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του Ν.Δ 548/1948, τα οριζόμενα αυτά επιτόκια, ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθμό 1087/1987/ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίστηκε για πρώτη φορά, με την άνω πράξη, μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2286/18-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυτικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κλπ, πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων, ορίζονται τα εξής: “…..Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ.β και γ, το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στι τραπεζικές χορηγήσεις και όχι στις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες, δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων”, αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις”, υποδηλώνει σφαώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής, ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κλπ), τα οποία, λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου, περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293-295 του ΑΚ. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια, αποτελούσαν ανεκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται, από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά οργανα, σε διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς, με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώτερων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες. Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης καταναλωτικού δανείου από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες  συνθήκες (και, ιδίως, των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις οι οποίες διέπουν τη λειτουργία τους) σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της, το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου, υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες και, κατά την καταγγελία, ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα, σε περίπτωση καταβολής τους, θα μπορούσαν ενδεχομένως, να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου, αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβίαστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθρα 281 και 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικό καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΕφΛαρ 147/2019, ΕφΛαρ 149/2019, δημ.ΔΣΑ “ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ”). Περαιτέρω, από το άρθρο 8 παρ. 6 του ν.1083/1980, την υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, το άρθρο 296 ΑΚ και τα άρθρα 110, 111 και 112 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς, ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών ή νόμιμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, χωρίς οποιονδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό, όχι όμως αυτοδικαίως ή με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (Ολ ΑΠ 8 και 9/1998, ΕφΠατρ 58/2021, ΕφΑθ 2407/2021, δημ.Νόμος). Αλλαγές  στην ως άνω ρύθμιση επέφερε ο ν.2601/1998, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 20 αυτού, άρχισε να ισχύει από 15/4/1998 και στο άρθρο 12 του οποίου ορίζονται ότι “1.Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι, ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Εισαγωγικού Νόμου αυτού. 2.Υφιστάμενες συμφωνίες περί ανατοκισμού για συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, γίνεται αυτοδίκαια ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο. Για τα στεγαστικά δάνεια ισχύει ο ανατοκισμός μετά δωδεκάμηνο από την έναρξη ισχύος του παρόνος νόμου, ενώ για τη χορήγηση πιστώσεων μέσω πιστωτικών δελτίων (καρτών) ισχύει ο εξάμηνος ανατοκισμός από την πρώτη ανανέωσή τους. 3.Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στις οφειλές για καθυστερούμενους τόκους από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων που έχει καταγγελθεί ή οι εξ αυτών λογαριασμοί έχουν κλείσει από την έναρξη της ισχύος του ν.1083/1980 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 4.Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν τελεσίδικα ή ρυθμίστηκαν με συμβιβασμό ή αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών, αναφορικά με συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου………7.Η ισχύς των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός εκείνων που αφορούν τις συμβάσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες), για τις οποίες η ισχύς του αρχίζει μετά εξάμηνο από τη δημοσίευση αυτού”. Με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, προβλέπεται ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα τόκοι, ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, μόνο εφόσον τούτο συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων. Η περί ανατοκισμού συμφωνία, ισχύει υπό το χρονικό περιορισμό, οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Έτσι συμφωνία που προβλέπει ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, είναι άκυρη, καθώς η σχετική διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 13/2006, ΑΠ 5011/2011, ΑΠ 121/2009, ΕφΑθ 2407/2021, ΕφΠατρ. 380/2021, ΕφΠατρ 58/2021, δημ.Νόμος) Αν δεν υπάρχει καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, ο ανατοκισμός διέπεται από τις διατάξεις των άρθων 296 ΑΚ και 110, 111 και 112 ΕισΝΑΚ. Από τις διατάξεις αυτές και, ιδίως, της παρ. 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 προκύπτει ότι, επί προϋφισταμένων του ν.2601/1998 συμβάσεων δανείου, εάν δεν υπάρχει συμφωνία  περί ανατοκισμού, γίνεται αυτοδικαίως ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο (ΑΠ 1781/2007, ΑΠ 1653/2007, ΕφΠατρ 380/2021, ΕφΠατρ 58/2021, δημ.Νόμος). Προβλέπεται, εξάλλου, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού έχουν αναδρομική ισχύ, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία μεταξύ των μερών, χωρίς όμως να θίγονται όσα έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα ή διατάσσονται από τη σχετική απόφαση, τα συμφωνηθέντα ή αναγνωρισθέντα, αντίστοιχα, ήτοι, η αναδρομική ισχύς, δεν επηρεάζει υπάρχουσες συμφωνίες που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν.2601/1998 (Ολ. ΑΠ 13/2006, Δ 2006/1144, ΑΠ 74/2020, ΑΠ 421/2009, ΕφΠατρ 380/2021, ΕφΠατρ 58/2021, δημ.Νόμος). Στην έννοια της “τελεσίδικης κρίσης”, περιλαμβάνονται όσες απαιτήσεις κρίθηκαν είτε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση είτε με διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως και των δύο ανακοπών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, είτε μετά την τελεσίδικη απόρριψη ασκηθείσας ανακοπής και την επικύρωση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1647/2010, ΕφΠατρ. 380/2021, ΕφΠατρ. 58/2021, δημ.Νόμος). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι επί συμβάσεως δανείου ή αλληλόχρεου λογαριασμού, όταν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων, η συμβαλλόμενη τράπεζα δικαιούται να απαιτήσει τόκους τόκων, από 15.4.1998 ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης (μετά τη καταγγελία της σύμβασης του δανείου), αλλά περαιτέρω και για το χρόνο μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής, γιατί το οφειλόμενο ποσό που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει, μετά την καταγγελία της σύμβασης, αλλά ούτε και μετά την έκδοση της απόφασης ή της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού τόσο ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, όσο και ο ν. 2061/1998, προβλέπουν τον εντοκισμό των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως που για οποιονδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 578/2006, ΑΠ 938/2002, ΕφΠατρ. 380/2021, ΕφΠατρ 58/2021, δημ.Νόμος).Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, “Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας”. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν.1266/1982 (ΦΕΚ Α΄ 131/29-8-1991), “απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα”, ενώ κατά το κεφάλαιο ΣΤ΄ εδ.α΄ της 2501/31-10-2001 ΠΔΤΕ, που αντικατέστησε την ανωτέρω ΠΔΤΕ 1969/1991, δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΑΠ 369/2019, ΑΠ 1331/2012, δημ.Νόμος).

7. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η είσπραξη, α)προμήθειας οργάνωσης και διαχείρισης, προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, β)προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου, δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κλπ). Εξάλλου, σύμφωνα με την πράξη 2501/2002 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία άρχισε να ισχύει από 01.01.2003 και κατήργησε την προγενέστερη αυτής, υπ’ αριθμ. 1969/1991 όμοια, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κάποια ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά, να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα γα τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ειδικότερα δε, ως προς τις χορηγήσεις, το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεπόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών, καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων που εισπράττουν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και, δεδομένου ότι από την προαναφερόμενη πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν απαγορεύεται η επιβολή δαπάνης προέγκρισης, εφόσον παρέχεται επαρκής ενημέρωση στον πιστούχο, ο σχετικός όρος μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση και κατά τρόπο κεκαλυμμένο.

8.Κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ.του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014, δημ.Νόμος). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της, οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής, με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1/2017, δημ.Νόμος), βάσει, δε, της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχή της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 370/2012, δημ.Νόμος). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο, ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1443/2017, δημ.Νόμος). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαιτήσεως, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξιώσεως και, συνεπώς, δεν αναιρεί τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης (ΑΠ 368/2019, δημ.Νόμος). Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας από αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση, συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1943/2017, δημ.Νόμος). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχοντα στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ, στην περίπτωση σε αυτή, φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, δημ.Νόμος). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 2210/2013, δημ.Νόμος), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ 1 του Κ.Πολ.Δ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το μέρος το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, δημ.Νόμος). Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.1 , 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας. Για το λόγο αυτό, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενο κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 Κ.Πολ.Δ), για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακής σύμβασης, για να είναι ορισμένοι οι λόγοι της ανακοπής που αφορούν στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και, γενικότερα, του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017, δημ.Νόμος). Επί προβαλλόμενης δε με λόγο ανακοπής καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση, και, στη συνέχεια, ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007, ΕφΚρητ. 13/2021, δημ.Νόμος).

Με την από 28-6-2019 (αριθ.καταθ. ………./2019) ανακοπή του, και τους πρόσθετους αυτής λόγους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζήτησε, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτή λόγους, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. …/16.5.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας ……., η οποία του επιβλήθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. …/15.1.2019 πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς και της από 25.1.2019 επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και κάθε άλλης συναφούς πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης. Επί της ανακοπής αυτής και των προσθέτων αυτής λόγων, εκδόθηκε η με αριθ. 2113/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε αυτή (ανακοπή) και τους προσθέτους αυτής λόγους. Κατά της ανωτέρω απόφασης, παραπονείται ο ανακόπτων – ασκών τους πρόσθετους λόγους ανακοπής με την υπό κρίση έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι επ’ αυτής λόγοι.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 Κ.Πολ.Δ η επιταγή, η οποία είναι η πρώτη πράξη εκτέλεσης και ταυτόχρονα αποτελεί προδικασία της εκτελεστικής διαδικασίας, πρέπει να προσδιορίζει την απαίτηση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της εκτέλεσης κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο, έτσι που ο επιτασσόμενος να γνωρίζει τι και γιατί καλείται να παράσχει στον επιτάσσοντα και να καθίσταται δυνατή η συμμόρφωση εκείνου και σε περίπτωση αδράνειας του, η σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, καθόσον αλλιώς επέρχεται ακυρότητα εφόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επήλθε στον οφειλέτη βλάβη, η οποία δεν μπορεί αλλιώς να επαναρθωθεί παρά μόνο με την κήρυξη τη ακυρότητας κατά τη διάταξη του άρθρου 159 παρ 3 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, η επιταγή πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου, αρκεί δηλ. να προκύπτει από την επιταγή η αίτηση της απαίτησης, η οποία καταρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον γίνει ο διαχωρισμός αυτός η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων (Χ.Απαλαγάκη/Στ.Σταματόπουλος Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, άρθ. 924 σελ. 2967 επ., άρθρο 916 σελ. 2942-2943, ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ/ΝΙΚΑΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Κ.Πολ.Δ, 2η Έκδοση, άρθ. 924, σελ. 158-158).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο και όγδοο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, που επαναφέρεται  και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τον πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ο ανακόπτων ήδη εκκαλών, ισχρυρίζεται ότι η καθής με την από 25.1.2019 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αιτείται την καταβολή τόκων υπερημερίας από 16.3.2018 αντί από 25.9.2018, όπως ορίζεται στον ως άνω εκτελεστό τίτλο και μάλιστα με το συμβατικό επιτόκιο πλέον 2,5 μονάδων μετά την καταγγελία της σύμβασης και ως εκ τούτου είναι άκυρη κατά το τμήμα αυτό. Από την παραδεκτή επισκόπηση των νόμιμα προσκομιζόμενων μετ’ επικλησεως εγγράφων, προκύπτει ότι, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………/17.12.2009 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της καθ’ ής Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος και της εταιρείας με την επωνυμία “……….”, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην άνω πρωτοφειλέτρια εταιρεία πίστωση μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ, η οποία (πίστωση) αυξήθηκε με τις από 17.12.2019 και 19/7/2010 πρόσθετες πράξεις που αποτελούν ενιαίο σύνολο με την ως άνω αρχική σύμβαση. Υπέρ της ως άνω σύμβασης και των πρόσθετων αυτής πράξεων εγγυήθηκαν, μεταξύ άλλων και ο ανακόπτων ήδη εκκαλων. Η εν λόγω σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός (υπ’ αριθμ. …….) έκλεισε οριστικά την 13.7.2018 με χρεωστικό υπόλοιπο ποσό ανερχόμενο σε 958.673,22 ευρώ και η ειδική διάδοχος – καθ’ ής γνωστοποίησε στην πρωτοφειλέτρια ως άνω εταιρεία και στους εγγυητές (μεταξύ των οποίων ο ανακόπτων) το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την από 19.9.2018 επιστολή της, την οποία επέδωσε την 24.9.2018 και εν συνεχεία με αίτηση αυτής (καθ’ ης) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …../2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκαν οι καθών, μεταξύ των οποίων και ο ανακόπτων ήδη εκκαλών, να καταβάλουν αλληλεγγύως και σε ολόκληρο στην αιτούσα (καθής η ανακοπή) το ποσό των 958.673,22 ευρώ έντοκο από 25.9.2018, μέχρις εξοφλήσεως πλέον τόκων και εξόδων. Ακολούθως, η καθ’ ής η ανακοπή – εφεσίβλητη, επέδωσε στον αιτούντα – εκκαλούντα, την από 25.1.2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2019 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει στην δανείστρια Τράπεζα, τα κάτωθι ποσά: 1)958.677,22 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 2)47.222,78 ευρώ για τόκους υπερημερίας απο΄16.3.2018 μέχρι και σήμερα, 3)19.,741 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 4) 3 ευρώ για λήψη παρόντος απογράφου, 5)0 ευρώ για τέλη παρόντος απογράφου, 6)100 ευρώ για σύνταξη παρούσας επιταγής, 7)30 ευρώ για επίδοση παρούσας επιταγής. Από την ως άνω επιταγή προκύπτει η αιτία της απαίτησης, η οποία, προκύπτει και από το αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου (494/2019 διαταγή πληρωμής), κάτω από τον οποίο γράφηκε η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον ανακόπτοντα να ισχυριστεί και να αποδείξει, με την επίκληση δικονομικής βλάβης, την ανακρίβεια και τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων από 16.3.2018 αντί 25.9.2018, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου, κάτωθι του οποίου συντάχθηκε η από 25.1.2019 επιταγή προς πληρωμή, ισχυρισμό που δεν προβάλει, και ως εκ τούτου οι λόγοι αυτοί της ανακοπής είναι αόριστοι και απορριπτέοι, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάμιο δικαστήριο έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (Κ.Πολ.Δ 535). Άλλωστε, η εν μέρει εσφαλμένη έναρξη χρόνου τοκοφορίας του κεφαλαίου της απαίτησης, όπως τούτο προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο (…../2019 διαταγή πληρωμής, για ποσό απαίτησης 958.673,22 ευρώ έντοκα από 25/9/2018 μέχρι εξοφλήσεως, κεφαλαιοποιημένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο), δεν επάγεται ακυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ενεργοποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον το ζήτημα του ύψους της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 310/1992, Εφ.Λαμ. 32/2022, Εφ.Αθ. 1839/2002, Εφ.Πειρ. 911/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης ο ανακόπτων και΄ηδη εκκαλών επαναφέρει προς κρίση τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του με τον οποίο επικαλέσθηκε, ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα από το έτος 2009, της απρόοπτης και δυσμενούς οικονομικής μεταβολής που αυτή επέφερε στα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων και σε ολόκληρη την οικονομία και τους κλάδους αυτής, όπως και στον τραπεζικό, αλλά και στην άνω πρωτοφειλέτρια εταιρεία (………………..) η οποία εμφάνισε ζημίες με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις, η έκδοση της διαταγής πληρωμής (…../2019) και η επιδίωξη αναγκαστικής είσπραξης του δανεισθέντος ποσού καθιστά την αξίωση της καθ’ ής – εφεσίβλητης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 388 ΑΚ, ενόψει των ανωτέρω περιπτώσεων, προδήλως καταχρηστική. Ο κρινόμενος λόγος ανακοπής, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 288, και 388 ΑΚ, πρέπει να απορριρφθεί ως μη νόμιμος, καθώς, κατά τις εν λόγω διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται ειδικώς επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ζητείται διάπλαση έννομης σχέσης για το μέλλον λαμβανομένων υπόψη των έκτακτων συνθηκών που προέκυψαν και αποδεικνύονται. Ήδη ο μεταξύ των διαδίκων δεν υφίσταται ενεργής (σύμβαση) αφού έχει καταγγελθεί από την εφεσίβλητη καθ’ ής. Επίσης, τα άνω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα,  έστω και εάν επιφέρουν βλάβη στον ανακόπτοντα-οφειλέτη δεν στοιχειοθετούν την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος, παρά μόνο αν συνδυαστούν και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής, δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, τέτοια όμως περιστατικά δεν ιστορούνται. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός, αν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικών σκοπού του δικαιώματος, που τέτοια (υπέρβαση) δεν στοιχειοθετούν, όπως αναφέρθηκε, τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά και περιστάσεις (Εφ.Αθ. 1004/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εκκαλούμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής με την αυτή αιτιολογία, η οποία όπου κρίνεται αναγκαίο συμπληρώνεται παραδεκτά κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ, με την παρούσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί αντιθέτου, προαναφερθέντος λόγου έφεσης.

Με το τρίτο και πέμπτο λόγο ανακοπής (τους οποίους επαναφέρει και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης), ο ανακόπτων, ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πάσχει από ακυρότητα, διότι η σχετική απαίτηση δεν είναι σαφής και εκκαθαρισμένη, καθόσον η καθ’ ης, αφενός μεν μετακύλισε παρανόμως την βαρύνουσα αυτήν (καθ’ ης) εισφορά ποσοστού 0,6% του ν.128/1975, αφετέρου δε, προέβη σε παράνομο ανατοκισμό αυτής. Με τέτοιο περιεχόμενο, ο λόγος αυτός προβάλλεται όλως αορίστως, αφού οι ανακόπτοντες αμφισβητούν απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από την παράνομη, ακτά την άποψή τους, μετακύλιση και τον παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του ν.128/1975, ώστε να  κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα είχε διαμορφωθεί, αν δεν είχαν λάβει χώρα τα ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος του που θεμελιώνεται στο ότι η εισφορά του Ν. 128/1975 παρανόμως μετακυλίσθηκε στους ανακόπτοντες με την επίδικη σύμβαση, είναι απορριπτέος και νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως ανωτέρω αναφέρεται, η ρυθμιστική ισχύς του νόμου 128/1975, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικώς, στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών, ήτοι η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση, ώστε ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση αυτής στο δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο174 ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός, εξεταζόμενος υπό το πρίσμα αντίθετης του ως άνω όρου στο ν.2251/1994, παραδεκτά προβάλλεται,  δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, άπαντες οι ανακόπτοντες έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, είναι όμως επίσης απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι δεν υφίσταται το στοιχείο του παρανόμου, για να θεμελιωθεί αξίωση από τις διατάξεις του ν.2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή και ο επίδικος ενσωματωμένος στη σύμβαση Γ.Ο.Σ, δεν έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, μη επιβληθείσας δε τις εισφοράς κατά τρόπο κεκαλυμμένο [βλ.σχετ.το άρθρο 12 της από 2-8-2000 κύριος σύμβασης (όπου ορίζεται ότι τέλη χαρτοσήμου και λοιπά τέλη, εισφοραί……..ή οιασδήποτε άλλης φύσεως επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων…….βαρύνουν τον Πιστούχον, εις ον και επιρρίπτονται”, σε συνδυασμό με το άρθρο 2.4.γ της από 25-11-2004 πρόσθετης πράξης (όπου ορίζεται ότι το συμβατικό επιτόκιο θα αποτελείται και από την εισφορά του Ν. 128/1975, που ανέρχεται σε 0,60%”), καθώς και με τα παραρτήματα ΙΙ των πρόσθετων πράξεων ρύθμισης και επαναρύθμισης (όπου ορίζεται ότι “Ο τόκος της οφειλής………λογίζεται με επιτόκιο…..προσαυξημένο με εισφορά Ν. 128/1975 εκ 0,60%)], οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης των ανακοπτόντων περί της αντίστοιχης, αναλαμβανομένης δια συμβάσεως, υποχρεώσεώς τους (βλ.επιταγή άρθρου 82 ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί υποχρέωσης ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα για την επιβολή ειδικών εισφορών), έχουν ικανοποιηθεί (ΑΠ 430/2005, ΕφΔυτΜακ 25/2019, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 3670/2012, δημ.Νόμος), χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Τέλος, ο λόγος αυτός και ως προς το σκέλος του παρανόμου ανατοκισμού της εισφοράς αυτής, κρίνεται επίσης μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Ειδικότερα, υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (βλ. ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002), και, ως εκ τούτου, η ανωτέρω νομίμως επιβληθείσα δυνάμει συμβατικών όρων, εισφορά του Ν.128/1975, αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου με το οποίο εκτοκίζεται το κεφάλαιο και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται  μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 του Ν.2601/1998, εφόσον ο συνυπολογισμός της στο επιτόκιο, δεν συνεπάγεται υπέρβαση του ανώτατου θεμιτού ορίου (βλ.άρθρο Σ.Ψυχομάνη “Τα τραπεζικά επιτόκια” σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975, δεν είναι παράνομη και η εισφορά νόμιμα ανατοκίζεται, δεν επηρεάζεται ούτε η αποδεικτικότητα της απαίτησης του καθ’ ου με έγγραφα και ούτε το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (βλ.σχετ.ΑΠ 999/2019, ΕφΠατρ 58/21, δημ.Νόμος). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια, αλλά συνοπτικότερη αιτιολογία (η οποία, όπου είναι αναγκαίο, συμπληρώνεται κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ με την παρούσα), απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, ορθώς έκρινε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου ως αβάσιμου, του περί του αντιθέτου, λόγου έφεσης (ΑΠ 123/2023, Εφ.Λαμ. 5/2022, Εφ.Αθ. 223/2022, Εφ.Λαμ. 32/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον πέμπτο και δωδέκατο πρόσθετους λόγους ανακοπής (τους οποίους επαναφέρει και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης), ο ανακόπτων ισχυρίζεται οτι οι προσβαλλόμενες πράξεις πάσχουν ακυρότητα ως εκδοθείσες επί απαιτήσεως ασαφούς και ανεκκαθάριστης και δη, ως περιλαμβάνουσες ποσά τόκων, τα οποία υπολογίζονται με ασαφές και αόριστο κυμαινόμενο επιτόκιο και παράνομο και καταχρηστικό επιτόκιο υπερημερίας, και ότι ο συμφωνηθείς όρος της επίδικης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, με τον οποίο η καθ’ ης επιφυλάσσει στον εαυτό της το  δικαίωμα μονομερούς καθορισμού του συμβατικού κυμαινόμενου επιτοκίου, ακόμη και καθ’ υπέρβαση των ανώτατων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται, ως εκ της ιδιότητας του ανακόπτοντος ως καταναλωτή, πλην όμως, προβάλλεται όλω αορίστως, αφού ο ανακόπτων αμφισβητεί απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίσει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από τον παράνομο,  κατά την άποψή του μονομερή από την καθ’ ης καθορισμού του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα είχε διαμορφωθεί, αν δεν είχε λάβει χώρα ο ανωτέρω μονομερής καθορισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος. Για την εξεύρεση, μάλιστα, του ακριβούς ύψους της επιπλέον χρέωσης, δεν είναι δυνατόν να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, καθώς έπρεπε ο ίδιος ο ανακόπτων να προσδιορίσει την επικαλούμενη επιπλέον χρέωσή τους με την ανακοπή του (βλ.σχετ.ΕφΑθ 1159/2012 δημ.Νόμος), β)διότι η απαίτηση την οποία ενσωματώνουν, περιλαμβάνει παρανόμως επιβαρύνσεις τους με δαπάνες και έξοδα. Το σκέλος αυτό της ανακοπής είναι απορριπτέο ως αόριστο, διότι οι ανακόπτοντες αμφισβητούν απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλουν κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από παρανόμως επιβληθέντα έξοδα και εν γένει δαπάνες τους, όπως αυτό θα είχε διαμορφωθεί, αν δεν είχε λάβει χώρα η ανωτέρω παράνομη επιβάρυνσή τους, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμο ύψους του επιδικασθέντος με την διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής, κατά το αντίστοιχο μέρος. Για την εξεύρεση, μάλιστα, του ακριβούς ύψους της επιπλέον χρεώσεως, δεν είναι δυνατόν να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, καθώς έπρεπε οι ίδιοι οι ανακόπτοντες να προσδιορίσουν την επικαλούμενη επιπλέον χρέωσή τους με την ανακοπή τους (βλ.σχετ.Εφ.Αθ. 1159/2012 δημ.Νόμος). Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής, με την αυτή αιτιολογία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρ. 534 Κ.Πολ.Δ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου, προαναφερθέντος λόγου έφεσης.

Περαιτέρω, η καταχρηστικότητα κάποιου ΓΟΣ είτε διαγιγνώσκεται μετά από αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή της γενικής ρήτρας (καταχρηστικότητα κατά τη γενική ρήτρα) είτε απλά διαπιστώνεται από αυτό χωρίς καμία άλλη περαιτέρω διερεύνηση κατ’ απόλυτο τρόπο, όταν συμπεριλαμβάνεται στον ενδεικτικό κατάλογο (απόλυτη καταχρηστικότητα). Με το Ν. 2251/1994 περί  προστασίας των καταναλωτών, ο Έλληνας νομοθέτης, στόχο έχει να εναρμονίσει το ελληνικό δίκαιο προς το περιεχόμενο της κοινοτικής οδηγίας (93/13 ΕΟΚ), η οποία αποβλέπει στην αποτελεσματική και ενιαία προστασία του καταναλωτή σε κοινοτικό επίπεδο, οριοθετώντας το ελάχιστο επίπεδο προστασίας αυτού. Στο κείμενο της παραπάνω οδηγίας και στην κωδικοποίηση αυτής με την νέα οδηγία 2011/83/ΕΕ, δεν προβλέπεται κάποιος συγκεκριμένος τρόπος προσφυγής του καταναλωτή στα εθνικά δικαστήρια, ούτε ο τρόπος προβολής των σχετικών ισχυρισμών αυτού, ούτε το είδος της ακυρότητας των όρων, ούτε και περαιτέρω ο τρόπος δικαστικού ελέγχου, καθώς τούτα αφέθηκαν στην δικονομική αυτονομία κάθε κράτους μέλους. Στη θεωρία, κυρίως από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του νόμου, υποστηρίχθηκε ότι ο έλεγχος της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, πρέπει να είναι αυτεπάγγελτος, χωρίς ωστόσο κανένας μέχρι σήμερα να έχει επιχειρήσει να εξηγήσει το ειδικότερα περιεχόμενο και την έκταση του ελέγχου αυτού. Για αυτεπάγγελτο έλεγχο, όμως, επίσης ξεκάθαρα γίνεται λόγος στην έκθεση της Επιτροπής της ΕΚ για την εφαρμογή της Οδηγίας της 27-4-2000, όπου αναφέρεται, ότι ο δικαστής (εννοείται ο δικαστής κάθε κράτους-μέλους) πρέπει “να είναι σε θέση να διαγνώσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για την απόφασή του”. Εξάλλου, το ΔΕΚ, σύμφωνα με το παραπάνω πνεύμα, επανειλημμένα έκρινε ότι ο σκοπός της οδηγίας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν η κήρυξη της ακυρότητας εναπόκειτο αποκλειστικά στον καταναλωτή, ο οποίος δεν ενεργοποιεί τα μέσα προστασίας του,  είτε επειδή δεν γνωρίζει τι πρέπει να πράξει, είτε γιατί δεν μπορεί να φέρει το κόστος των δικονομικών ενεργειών, και ότι τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους αυτεπαγγέλτως  την ακυρότητα μιας ρήτρας, ακόμη και αν ο καταναλωτής δεν την επικαλείται ειδικά (βλ.Δέλλιου, Γενικοί όροι συναλλαγών, 2013 παρ. 10 σελ. 344 επ., Κλεάνθης Ζέζιου, Το αυτεπάγγελτο ή μη του δικαστικού ελέγχου των ΓΟΣ στις καταναλωτικές συμβάσεις, Αρμ.2012/2015-2022, Ποδηματά Η δικονομική μεταχείριση του ισχυρισμού από το άρθρο 281 του ΑΚ σχετικά με τον νόμο περί καταναλωτών, ΧρΙΔ 2008/673 επ., Καράκωστας Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2008, σελ. 109, ΔΕΚ 27-6-2000 ……. C-240/98 Συλλ 2000, ΔΕΚ 21-11-2002 ……. C-473/2000 Συλλ.2002, ΔΕΚ 26-10-2006 ……. C-168/2005 Αρμ.2007/619, ΔΕΚ 6-10-2009 …….., Συλλ.2009, ΔΕΚ 4-6-2009 ………, Συλλ.2009, ΔΕΚ 9-11-2000 ……….. C-137/2008 συλλ.2010). Από άποψη συγκριτικού δικαίου, αναφέρεται ότι στη Γερμανία, η οποία διαθέτει προηγμένο δικονομικό δίκαιο, ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου των καταχρηστικών ΓΟΣ, προβλέπεται μια γενική ρήτρα (παρ. 307), και δύο κατάλογοι καταχρηστικών ρητρών, ένας από τους οποίους, ο πρώτος (παρ. 308), περιέχει διατάξεις για ρήτρες που μπορεί να κριθούν καταχρηστικές μετά από αξιολόγηση του περιεχομένου τους, ενώ ο δεύτερος (παρ. 309), περιέχει ρήτρες που είναι άνευ άλλου καταχρηστικές και μπορούν να κηρυχθούν οι σχετικοί όροι άκυροι, ακόμη και αντίθετα στη θέληση των διαδίκων (βλ.Κλεάνθης Ζέζιου οπ.). Από την γραμματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, η ακυρότητα ρητά προβλέπεται μερική, με την έννοια ότι δεν καταλαμβάνει το κύρος ολόκληρης της σύμβασης, καθώς αφορά και καταλαμβάνει χωριστά και μεμονωμένα τον συγκεκριμένο  κάθε φορά όρο ή όρους, χωρίς να αποκλείεται όμως και ολική ακυρότητα της σύμβασης, με επίκληση του άρθρου 181 του ΑΚ, χωρίς να ορίζεται τίποτε περισσότερο για το είδος της ακυρότητας και τον τρόπο προβολής της. Η καταχρηστικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου (άρθρο 2 παρ. 7 με αριθμό, α,β,γ,δ,ε,στ,ζ,η,θ,ι, ια,ιβ,ιγ,ιδ,ιε,ιστ,ιζ,ιη,ιθ,κ,κα,κβ,κγ, κδ,κε,κστ,κη,κθ και λ), αφορά κυρίως, όρους υπέρ των συμφερόντων του προμηθευτή και κατά του καταναλωτή, σχετικά με την κατάρτιση, τροποποίηση, ανανέωση, λύση και περιεχόμενο της σύμβασης, που σχετίζονται με την γέννηση ή την άσκηση της επιδιωκόμενης να καταψηφισθεί δικαστικά απαίτησης (της παροχής, δηλαδή του καταναλωτή0, και αφορούν το ουσιαστικό δίκαιο, στο χώρο του οποίου αναπτύσσουν και τις έννομες συνέπειές τους. Μπορεί, όμως, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του παραπάνω ενδεικτικού καταλόγου κζ΄, λα΄ αλλά και λβ΄ ,οι έννομες συνέπειες της ακυρότητας των σχετικών όρων, να αναπτύσσονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου. Η πρώτη από τις παραπάνω (με αριθμό κζ΄),  αναφέρεται σε όρους που αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή, η δεύτερη (η με αριθμό λα΄) αναφέρεται σε όρους που αποκλείουν (με συμβατική παρέκταση0 την υπαγωγή των διαφορών στο φυσικό τους δικαστή, με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας, ενώ η τρίτη (η με αριθμό λβ΄) αναφέρεται στον αποκλεισμό αποδεικτικών μέσων, με την μορφή της επιδίκασης αποζημίωσης (συνήθεις κατ’ αποκοπή αυθαίρετες κατά γενικό όρο αποζημιωτικού χαρακτήρα χρεώσεις σε βάρος του καταναλωτή) χωρίς υποχρέωση επίκλησης συγκεκριμένης αιτίας. Οι παραπάνω περιπτώσεις κζ και λα  της παρ. 7 του παραπάνω νόμου, ρυθμίστηκαν κατ’ αυτό τον τρόπο από τον Έλληνα νομοθέτη,  προκειμένου να εναρμονιστεί το εθνικό μας δίκαιο με τα οριζόμενα κυρίως στο κείμενο του παραρτήματος με αριθμό (π) της ως άνω, με αριθμό 93/13/ΕΟΚ Οδηγίας, όπου προβλέπεται ότι κατά απόλυτη (κοινοτική) επιταγή, τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών ,πρέπει να προστατεύουν τον καταναλωτή από ρήτρες που αναφέρονται στο “να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων…..ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σε αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος”. Συμπερασματικά προς τα παραπάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μπορεί να λεχθεί ότι, γενικά, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ, ενδέχεται να επιφέρει τις συνέπειές του είτε στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου (αν ο όρος αφορά το δικαίωμα, δηλαδή την απαίτηση του προμηθευτή) είτε στο χώρο του δικονομικού δικαίου, αν αφορά απαγόρευση η παρεμπόδιση στην προσφυγή του καταναλωτή, ως ασθενέστερου συμβαλλομένου, στα δικαστήρια (αναστροφή του βάρος απόδειξης, αποκλεισμό αποδεικτικών μέσων, κ.λ.π). Έτσι, κατά το κριτήριο του άρθρου 174 του ΑΚ, η επικαλούμενη καταχρηστικότητα (κατά γενική ρήτρα ή απόλυτη) και ακυρότητα ενός σχετικού όρου μιας καταναλωτικής σύμβασης, είναι σχετική, όταν αντιτίθεται σε κανόνες δημόσιας τάξης του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου, ακόμη και με την στενότερη έννοια (με την έννοια, δηλαδή, που χρησιμοποιείται στις διατάξεις του άρθρου 33 του ΑΚ, 323 αριθ. 5, 780 αριθμ. 2, 897 αριθμ. 6, 903 αριθμ. 6 και 905 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ,  αλλά και του άρθρου 27 της Σύμβασης των Βρυξελλών και του άρθρου 34 του Κοινοτικού Κανονισμού 44/2001), όπου ως δημόσια τάξη, εννοούνται οι βασικές και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις, ηθικού, πολιτικού, κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα, που απολαύουν διεθνούς αναγνώρισης και αποτελούν θεμέλιο της ελληνικής έννομης τάξης και διεθνώς χαρακτηρίζονται πλέον, κατά την γαλλική ορολογία, ως “ordre public” (βλ.Μ. Σταθόπουλου, Ποινική αποζημίωση, αποκαταστατικός σκοπός και δημόσια τάξη, ΕλλΔ/νη 2010/610) και αφορά το ιδιωτικό συμφέρον συγκεκριμένου καταναλωτή (με την έννοια ότι, η προβολή αυτής, ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα προστασίας του τελευταίου, εναπόκειται, δηλαδή, αποκλειστικά στην αυτονομία της βούλησής του και στην εξουσία διαθέσεώς του), καθώς μόνο αυτός έχει και εξαρτά έννομο συμφέρον να την προβάλλει. Η εξέταση μιας τέτοιας ακυρότητας σε δίκη επί αγωγής, προϋποθέτει παρουσία του καταναλωτή-διαδίκου αυτού στη σχετική δίκη, ώστε καθοδηγούμενος από τον δικαστή να διαπιστωθεί αν επιθυμεί επίκληση της καταχρηστικότητας και ακυρότητας ή εναντιώνεται σε αυτό. Όταν όμως οι έννομες συνέπειες της καταχρηστικότητας και ακυρότητας του όρου ως ΓΟΣ, αφορούν στο (δημόσιο) δικονομικό δίκαιο και οι σχετικοί κανόνες δικαίου, στους οποίους αντιτίθεται, ανήκουν στην κατηγορία των κανόνων δημόσιας τάξης με την στενότερη έννοια, που πρόσθετα προστατεύουν και το δημόσιο συμφέρον, η ακυρότητα είναι απόλυτη και αυτοδίκαιη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, χωρίς να απαιτείται καν επίκληση από τον καταναλωτή με την μορφή ενστάσεως ή λόγου ανακοπής και ελέγχεται ακόμη και ερήμην του. Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο ανακοπής (τον οποίο επαναφέρει και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τον τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης), ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις που εκδόθηκαν βάσει της υπ’ αριθμ. ……/2019 διαταγής πληρωμής είναι άκυρες κατά το μέρος που, α)στο κείμενό της, ουδεμία αναφορά διαλαμβάνεται σχετικά με τη διενέργεια αυτεπάγγελτης έρευνας της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ της επίδικης δανειακής σύμβασης και το αποτέλεσμα αυτή της έρευνας και β)δεν διαπιστώθηκε η καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ της ως άνω δανειακής σύμβασης, κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Δ.και της διατάξεις της ΚΥΑ Ζ1-798/2008. Ο λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτά, κατά τα προαναφερθέντα, προβάλλεται, ως εκ της ιδιότητας του ανακόπτοντος ως καταναλωτή, κατά το ως προς το υπό στοιχ.α΄ σκέλος του, έπρεπε, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η ακυρότητα των προαναφερθέντων ΓΟΣ που ο ανακόπτων επικαλείται ως καταχρηστικούς στην επίδικη δανειακή σύμβαση, είναι σχετική, ως αντιτιθέμενη σε κανόνες δημόσιας τάξης του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου, που αφορούν στο ιδιωτικό συμφέρον των ιδίων ως συγκεκριμένων καταναλωτών (με την έννοια, ότι, η προβολή της καταχρηστικότητας αυτής ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα προστασίας των τελευταίων εναπόκειται, δηλαδή, αποκλειστικά στην αυτονομία της βούλησής τους, και στην εξουσία διαθέσεώς τους), καθώς μόνο αυτοί έχουν και εξαρτούν έννομο συμφέρον να προβάλλουν την καταχρηστικότητα των συγκεκριμένων ΓΟΣ, και δεν αφορούν (οι συγκεκριμένοι ΓΟΣ) στο (δημόσιο) δικονομικό δίκαιο, ούτε οι κανόνες δικαίου στους οποίους αυτοί (ΓΟΣ) αντιτίθενται, ανήκουν στην κατηγορία των κανόνων δημόσιας τάξης με την στενότερη έννοια, που πρόσθετα προστατεύουν και το δημόσιο συμφέρον. Επομένως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, η τυχόν ακυρότητα αυτών, δεν είναι απόλυτη και αυτοδίκαιη και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον Δικαστή, ήτοι ακόμη και χωρίς καν επίκληση από τον καταναλωτή με την μορφή ενστάσεως ή λόγου ανακοπής, ούτε, πολλώ δε μάλλον, ελέγχεται ακόμη και ερήμην του τελευταίου. Ως προς δε το υπό στοιχ.β΄ σκέλος του, ο λόγος αυτός έπρεπε ομοίως να απορριφθεί ως νόμως αβάσιμος, καθόσον ανάγεται στο σχηματισμό της δικαιοδοτικής κρίσης του φυτικού δικαστή, περί της καταχρηστικότητας ή όχι ενός ή ορισμένων ΓΟΣ, η οποία κρίση διαμορφώνεται μετά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε το συγκεκριμένο λόγο ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, ορθά έκρινε ως προς το λόγο αυτό, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθ. 534 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός, περί του αντιθέτου, λόγος έφεσης.

Με τους, πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής ,δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο πρόσθετους λόγους ανακοπής, που επαναφέρει ο ανακόπτων με το σκέλος έξι, επτά και οκτώ του πρώτου λόγου της έφεσης, ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας πάσχουν ακυρότητα, διότι: α)αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, ισχυρισμός που τυγχάνει μη νόμιμος, αφού από τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν θεμελιώνεται κατά νόμο καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθής-εφεσίβλητης, να προβεί στην αναγκαστική είσπραξη προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, η οποία αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας μόνο η ίδια μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που δεν στοιχειοθετείται από τα ιστορούμενα στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ανακοπής (Εφ.Αθ. 1296/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), β)Διότι, η επίδικη σύμβαση πίστωσης, αλληλόχρεου λογαριασμού από την οποία απορρέει η απαίτηση της εφεσίβλητης περιέχει μονομερώς προδιατυπωμένους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ), που δεν έγιναν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, η δε ως άνω σύμβαση δεν θα είχε καταρτιστεί χωρίς το ως άνω άκυρο μέρος της με αποτέλεσμα να είναι άκυρη στο σύνολό της (άρθ. 181 ΑΚ). Οι εν λόγω λόγοι πάσχουν αοριστίας, διότι δεν πλήττεται συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης που να επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση κατά το μέρος που η ακυρότητα του/των Γ.Ο.Σ μειώνει το τελικό ποσό οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 1138/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 105/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Συγκεκριμένα αρκείται σε γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης χωρίς να προβάλλει συγκεκριμένη ακυρότητα και ότι αυτή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να επιφέρει ταυτόχρονα ακυρότητα όλης της σύμβασης (άρθρο 181 ΑΚ) και χωρίς να προσδιορίζει συγκεκρεμένο κονδύλιο ή κονδύλια με τα οποία επιβαρύνθηκε για την πιο πάνω αιτία η οφειλή του (ανακόπτοντα), ώστε να συνδέεται η ακυρότητα του ανωτέρω όρου, κατά ορισμένο και σαφή τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης, προκειμένου έτσι, σε περίπτωση που κριθεί βάσιμος ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής, να μειωθεί το συνολικό ποσό της απαίτησης που εκδικάστηκε με τις προσβαλλόμενες πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει του εκτελεστού τίτλου (…../2019 διαταγής πληρωμής), και να μπορέσει το δικαστήριο της ανακοπής να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά το επιπλέον αυτό ποσό, που ο αιτών διατάχθηκε να πληρώσει στον πιστωτικό οργανισμό, αφού κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν είναι άκυρη στο σύνολό της (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 999/2021, ΑΠ 370/2012, Εφ.Πατρ. 69/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διότι η απαίτηση της καθ’ ης-εφεσίβλητης είναι ανύπαρκτη, ως αντίθετη, στα χρηστά ήθη κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, ισχυρισμός πλήρως αόριστος, αφού ουδόλως ο ανακόπτων αναφέρεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να συνδέονται κατά τρόπο σαφή με την επίδικη σύμβαση και ειδικότερα δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ένεκα των οποίων η καθ’ ης-εφεσίβλητη επιβάρυνε τον ανακόπτοντα αντίθετα προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη και η αντιπαροχή που έλαβε βρίσκεται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Πλέον, συγκεκριμένα, ο ανακόπτων δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν κατ’ οιονδήποτε τρόπο την υπέρμετρη δέσμευση του δικαιώματός του στην οικονομική ζωή, ούτε επικαλείται πραγματικά περισταστικά που να θεμελιώνουν το γεγονός ότι η καθ’ ής εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη ή την κουφότητα ή την απειρία του. Κυρίως, όμως ουδέν στοιχείο εισφέρει ως προς τη δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής και δη ως προς τη δυσαναλογία αυτή υπερβαίνει μια απλή ανισότητα μεταξύ τους, ούσα προφανής και υποπίπτουσα στην αντίληψη κάθε έμπειρου συναλλασσόμενου. Η μεν παροχή της καθ’ ης προς τον ανακόπτοντα ταυτίζεται με το εκταμισθέν ποσό της πίστωσης του αλληλόχρεου λογαριασμού, βάσει του οποίου ικανοποίησαν τις επιχειρηματικές τους ανάγκες, ενώ η αντιπαροχή του ανακόπτοντος αποτελεί εν προκειμένω ο τόκος, οι δεν ειδικότερες περιστάσεις δορυφορούν τον τρόπο αποπληρωμής της πίστωσης, βάσει των ειδικότερων διαλαμβανόμενων στη σύμβαση όρων. Αναφορικά με τη σύγκριση των δύο αυτών μεγεθών ο ανακόπτων ουδέν στοιχείο εισφέρει, ώστε να είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί και το σωρευτικά αξιούμενο στοιχείο της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, και δη ως μιας δυσαναλογίας που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως και ηθικώς αποδεκτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Ούτε, άλλωστε, εισφέρονται από τον ανακόπτοντα, οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι, η συνδρομή των οποίων καθιστά φανερή τη δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, ούτε εκτίθεται στο σχετικό λόγο ποιες ειδικότερες περιστάσεις η καθ’ ής πέτυχε να συνομολογήσει για τον εαυτόν της προφανώς μειωμένη αντιπαροχή έναντι της παροχής του ανακόπτοντος (Εφ.Αθ. 1805/2022, Εφ.Αθ. 2326/2022, Εφ.Αθ. 6169/2022, Εφ.Θεσσαλ. 723/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, όλοι οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως αόριστοι και εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως με ελλιπή έστω αιτιολογία που συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 534), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι ως άνω λόγοι της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Με τον ένατο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, που επαναφέρεται, με το ένατο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ο ανακόπτων εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη, διότι η ως άνω διαταγή πληρωμής είναι άκυρη εκ του λόγου ότι δεν αποδεικνύεται η απαίτηση από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά παράβαση του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ. Ότι συγκεκριμένα, η καθ’ ης προσκόμισε κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων από τα οποία προκύπτει η κίνηση των τηρηθέντων λογαριασμών από τον χρόνο αναγνώρισης της οφειλής, χωρίς ωστόσο να παρατίθενται τα επιμέρους κονδύλια των χρεοπιστώσεων, η δε σχετική ρήτρα στην δανειακή σύμβαση, δυνάμει της οποίας ορίζεται ότι η απαίτηση της  δικαιοπαρόχου της καθ’ ης θα αποδεικνύεται με βάση τα αποσπάσματα του λογαριασμού της πίστωσης από τα εμπορικά βιβλία της, είναι παράνομη και καταχρηστική. Πλην όμως, ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει νόμω αβάσιμος και κατά τούτο απορριπτέος, διότι και αληθών υποτιθέμενων των διαλαμβανόμενων στην υπό κρίση ανακοπή πραγματικών περιστατικών, ο συγκεκριμένος όρος των τραπεζικών συμβάσεων αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση και δεν συνιστά καταχρηστικό συμβατικό όρο, δεδομένου ότι επιτρέπεται η ανταπόδειξη στους δανειολήπτες (βλ.σχετ.ΑΠ 1071/2017, 35/2011, Εφ.Λαμ. 5/2022, ΤΝΠ Νόμος).

Με τον δέκατο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, που επαναφέρεται με το δέκατο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης, ο εκκαλών εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη, διότι η απαίτηση της καθ’ ης είναι ανύπαρκτη. Τούτο διότι η από μέρους της καθ’ ης καταγγελία της σύμβασης, εκ της οποίας πηγάζει η ως άνω απαίτηση, είναι άκυρη, διότι έγινε χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου, εφόσον ανέφερε ότι “…..σύμφωνα με σχετικό όρο……καταγγέλουμε…….την σύμβαση………”. Πλην όμως, ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος, διότι, και αληθών υποτιθεμένων των διαλαμβανόμενων στην υπό κρίση ανακοπή πραγματικών περιστατικών, η ως άνω καταγγελία δεν είναι άκυρη δεδομένου ότι ρητά αναφέρει ως λόγο λύσης της σύμβασης την παράβαση εκ μέρους του οφειλέτη των όρων που συνομολογήθηκαν (βλ.σχετ. ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος).

Με τον ενδέκατο πρόσθετο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, που επαναφέρεται με τον ενδέκατο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος αφορά την απαίτηση και κατ’ εκτίμηση αυτού, ο ανακόπτων εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη, διότι η ικανοποίηση της απαίτησης της καθ’ ης αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, διότι συγκεκριμένα, η προγενέστερη συμπεριφορά της καθ’ ης μέχρι την επίσπευση της ως άνω διαδικασίας εκτέλεσης, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, διότι η καθ’ ης δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε ρύθμιση της οφειλής του παρά τη σχετική αίτησή του. Πλην όμως, ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει μη νόμιμος και κατά τούτο απορριπτέος, διότι και αληθών υποτιθέμενων των ανωτέρω διαλαμβανομένων πραγματικών περιστατικών, η άσκηση των δικαιωμάτων της καθ’ ης δεν συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως η άσκηση του ως άνω δικαιώματος της καθ’ ης κατέτεινε ακριβώς στην πραγμάτωση του σκοπού του ως άνω δικαιώματος, ούτε εξάλλου μεσολάβησαν άλλα περιστατικά που να καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση των δικαιωμάτων της καθ’ ης η ανακοπή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, κατά τα προαναφερόμενα και ανωτέρω για τον σχετικό λόγο εκ του άρθρου 281 ΑΚ.

Επομένως, όλοι οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι και εφόσον το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι ως άνω λόγοι της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του εκκαλούντος, καθόσον λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, ελλείπει σχετικό προς τούτο αίτημα, ενώ δεν επιβάλλεται ούτε σε βάρος της εφεσίβλητης παράβολο ερημοδικίας, διότι δεν επιτρέπεται κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 περ.β΄, ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης. Τέλος, λόγω της απόρριψης της έφεσης και της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος από αυτόν (εκκαλούντα), κατά την κατάθεσή της, παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 3.9.2020 (αριθ.καταθ. ………/2021) παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………”, Υπέρ της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..” ΚΑΤΑ: του ……….

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………….”.

Δέχεται τυπικά την από 3.9.2020 (αριθ.καταθ. ………/2020) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2113/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου “e-παράβολο ……………” ποσού εκατό (100) ευρώ, που έχει προκαταβληθεί από το εκκαλούν, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε κι αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  3 Νοεμβρίου 2023.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 3 Νοεμβρίου 2023, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αποχωρήσεως της Δικαστού Φωτεινής Μάμαλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων  και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ