Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 630/2023

  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   630/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξουσία δικηγόρος του Μαρία – Αικατερίνη Πίτσα.

ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με τη επωνυμία «……….» (πρώην ………., πρώην ……….»), η οποία εδρεύει στην ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Φίλιππος Δίγκας (ΔΕ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΡΕΔΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Ο ήδη καλών ………. ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19.1.2015 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/21.1.2015) αγωγή, σε βάρος της ήδη καθής η κλήση εταιρείας, υπό την προηγουμένη επωνυμία της «…………», επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης, αντιμωλία των διαδίκων, την 2.3.2015, εξεδόθη η με αριθμό 3897/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αφού απερρίφθησαν επιμέρους αιτήματα αυτής, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς για τους διαλαμβανομένους σε αυτή λόγους. Ακολούθως, κατόπιν της από 30.5.2016 κλήσεως του ήδη καλούντος, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, συζητήσεως δε γενομένης, αντιμωλία των διαδίκων την 16.3.2016, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η με αριθμό 4914/2017 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή  έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Την ανωτέρω με αριθμό 4914/9.11.2017 απόφαση προσέβαλαν αμφότερες οι διάδικες πλευρές και δη ο ενάγων, με την από 5.2.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./5-2-2018 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./14.2.2018 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του και τους από 20.9.2018 (αρ. εκθ. καταθ. δικ. …………/24.10.2018) προσθέτους επ’ αυτής λόγους, δε εναγομένη με την από 2.2.2018 (αρ. εκθ. καταθ. ενδ. μέσου ……./5.2.2018 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../14.2.2018 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της και τους από 7.1.2019 (αρ. κατ. δικ. ………./7.1.2019) προσθέτους επ’ αυτής λόγους της, επιπλέον δε η εναγομένη προσέβαλε και την ανωτέρω με αριθμό 3897/2015 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Οι ανωτέρω εφέσεις και οι επ’ αυτών πρόσθετοι λόγοι, συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 7.2.2019 και επ’ αυτών, αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη η με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αφού έγιναν τυπικά δεκτές οι ανωτέρω εφέσεις και οι επ’ αυτών πρόσθετοι λόγοι, απερρίφθησαν στην ουσία της η από 5.2.2018 έφεση του ενάγοντος και οι από 20.9.2018 πρόσθετοι λόγοι επ’ αυτής, έγιναν δε δεκτοί στην ουσία τους η από 2.2.2018 έφεση της εναγομένης και οι επ’ αυτής από 7.1.2019 πρόσθετοι λόγοι και αφού εξαφανίσθηκαν οι ανωτέρω με αριθμό 4914/2017 και 3897/2015 εκκαλούμενες αποφάσεις, κρατήθηκε και δικάσθηκε η ανωτέρω από 19.1.2015 αγωγή και απορρίφθηκε αυτή στην ουσία της.

Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, ο ήδη καλών – ενάγων άσκησε την από 25.10.2019 αίτηση αναιρέσεως, η οποία συζητήθηκε την 8.2.2022 και εξεδόθη επ’ αυτής η με αριθμό 1236/2022 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ανωτέρω με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.

Με την ένδικη από 30.1.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../7.3.2023 κλήση του ήδη καλούντος – ενάγοντος, επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη υπόθεση.

Κατά τη συζήτηση της ένδικης κλήσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 30.1.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../7.3.2023 κλήση του ήδη καλούντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – ενάγοντος, νόμιμα φέρονται προς συζήτηση μετ’ αναίρεση της με αριθμό 503/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου από την με αριθμό  1236/2022 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (α) η από 5.2.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../5.2.2018) έφεση του ενάγοντος ……. κατά της εναγομένης ήδη μονοπρόσωπη ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με τη επωνυμία «…….» (πρώην ………, πρώην ………..»), (β) το από 20.9.2018 δικόγραφο πρόσθετων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018), (γ) η από 2.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./5.2.2018) της εναγομένης εταιρείας κατά του ενάγοντος, και (δ) το από 7.1.2019 δικόγραφο προσθέτων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) προς εξαφάνιση της με αριθμό 4914/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 19.01.2015 (με Γ.Α.Κ. …/2015 και Ε.Α.Κ. …./2015) αγωγή, δέχθηκε αυτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της, καθώς επίσης η δεύτερη των ανωτέρω εφέσεων και κατά της συνεκκαλουμένης με αριθμό 3897/2015 μη οριστικής αποφάσεως του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου που εξεδόθη επί της ανωτέρω αγωγής.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε, πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται (ΑΠ 493/2011, ΑΠ 443/2006, ΑΠ 570/2005, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης, διατηρείται το δεδικασμένο της. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης ως ολικής (ΑΠ 493/ 2011 ο.π.). Η μερική αναίρεση αναφέρεται στο κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός και, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δευτέρου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 479/2009, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕΦΑΔ 2009. 831, ΑΠ 722/2009 Δ/νη 2009. 1009). Έτσι, το Δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους έφεσης που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση (ΑΠ 63/2009, ΑΠ 1663/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις άνω διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα για το οποίο έγινε δεκτός ο λόγος της αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν επί του οποίου με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 493/2011, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δικαστήριο της παραπομπής δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά και μπορεί να εκτιμήσει αυτά διαφορετικά. Έτσι, το δικαστήριο της παραπομπής μπορεί να εφαρμόσει άλλες νομικές λύσεις, αφού πρόκειται για υπαγωγή διάφορων περιστατικών, χωρίς ο παραμερισμός της νομικής λύσης της παραπεμπτικής αποφάσεως να θεμελιώνει λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 18 του Κ.Πολ.Δ., αφού το δικαστήριο της παραπομπής στην εν λόγω περίπτωση λειτουργεί αυτόνομα (ΑΠ 1663/2008, ΑΠ 109/2006, ΑΠ 1057/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με την από 19.1.2015 και με αριθμό κατάθεσης ………../2015 ένδικη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίσθηκε την 22.9.2000, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Ελληνικής Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο “ΕΣ”, πλοιοκτησίας της εναγομένης. Ότι από την πρόσληψή του και μέχρι την 26.9.2000, παρείχε κανονικά την εργασία του επί του πλοίου. Ότι την 26.9.2000, το πλοίο αυτό απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά για να εκτελέσει το δρομολόγιο “Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Εύδηλος – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου – Πάτμος – Λειψούς” και ότι κατά την προσέγγιση στη νήσο Πάρο, προσέκρουσε με όλη του την ταχύτητα στις βραχονησίδες “…..” που βρίσκονται έξω από το λιμάνι της, με αποτέλεσμα μετά από λίγη ώρα να βυθιστεί υπό τις συνθήκες, που αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή. Ότι το ναυάγιο αυτό προκλήθηκε από ενδεχόμενο δόλο, άλλως από ενσυνείδητη αμέλεια των προστηθέντων οργάνων της εναγομένης πλοιοκτήτριας πλοιάρχου και υποπλοιάρχου – αξιωματικού φυλακής γέφυρας, κατά το χρόνο του ενδίκου συμβάντος και των νομίμων εκπροσώπων της, εξαιτίας των υπαίτιων πράξεων και παραλείψεών τους, όπως αυτές ειδικότερα περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, καθώς και εξαιτίας των αναφερόμενων παραβάσεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για την ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος των πλοίων. Ότι ο ενάγων διασώθηκε χωρίς να τραυματιστεί, όμως λόγω του τρόμου και της ψυχικής ταλαιπωρίας που βίωσε κατά το ναυάγιο, υπέστη σοβαρότατο κλονισμό της ψυχικής του υγείας, βαρύτατης μορφής κατάθλιψη και ψυχωσική συνδρομή, εξαιτίας της οποίας κατέστη ανίκανος προς εργασία, η ανικανότητά του δε αυτή είναι μόνιμη και διαρκής, εξέλιξη που διαγνώσθηκε μεταγενέστερα του ναυαγίου, αρχικά το έτος 2001 και οριστικά το έτος 2004, Ότι την 1.11.2000 προέβη στην κατάρτιση συμβιβασμού ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με την εναγόμενη για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκλήθηκε εξαιτίας της ψυχικής δοκιμασίας, στην οποία υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του ναυαγίου. Ότι σύμφωνα με το συμβιβασμό αυτό, που περιέχεται στα με αριθμό 203/2000 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, εισέπραξε το καθαρό ποσό του 1.700.000 δρχ., παραιτούμενος ταυτόχρονα από οποιαδήποτε άλλη αξίωσή του από το ένδικο ναυάγιο. Ότι κατά το χρόνο του ανωτέρω συμβιβασμού, αφενός μεν δεν είχε διαύγεια και συνείδηση των πραττομένων του και των συνεπειών τους λόγω της μεγάλης ψυχικής ταραχής υπό την οποία βρισκόταν από το πρόσφατο ναυάγιο και δεν γνώριζε ότι τα προβλήματα στην ψυχική του υγεία δεν ήταν παροδικά αλλά μόνιμα και ότι θα εξελίσσονταν έτσι ώστε να καταστεί ανίκανος για εργασία, αφετέρου δε η εναγομένη του είχε δημιουργήσει την πεποίθηση δια του εκπροσώπου της ότι έχει υπογράψει ένα απλό πρακτικό συμβιβασμού, που αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου και ότι, εάν υπέγραφε τον συμβιβασμό, θα τον επαναπροσλάμβανε και θα τον στήριζε οικονομικά. Ότι αργότερα, όταν, λόγω του ως άνω ναυαγίου, εκδηλώθηκαν περαιτέρω προβλήματα στην ψυχική του υγεία, τα οποία δεν θεραπεύονταν με τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε, η εναγομένη, επικαλούμενη τον συμβιβασμό, αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της να τον αποζημιώσει και να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της περαιτέρω ηθικής του βλάβη. Ότι για το λόγο αυτό άσκησε σε βάρος της την από 13.9.2005 αγωγή του και ακολούθως την από 8.10.2010 αγωγή του, με τις οποίες ζήτησε για τις ως άνω αιτίες να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης τα σε αυτές αναγραφόμενα κονδύλια, αναγνωριζόμενης, άλλως κηρυσσομένης της ακυρότητας του συμβιβασμού και οι οποίες απορρίφθηκαν, η μεν πρώτη με τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως αόριστη, η δε δεύτερη με τη με αριθμό 2568/2011 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου λόγω του παραχθέντος από την πρώτη απόφαση δικονομικού δεδικασμένου, αφού κρίθηκε ότι δια της εν λόγω (δεύτερης) αγωγής δεν διευκρινίσθηκαν επαρκώς οι κριθείσες αοριστίες σε σχέση με την υπαιτιότητα της εναγομένης και ότι, κατόπιν αυτών, ασκεί μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία την ένδικη αγωγή του, συμπληρώνοντας τα θέματα αυτής που κρίθηκαν αόριστα. Ότι ο καταρτισθείς συμβιβασμός αφορά στην αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης μόνο για την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη κατά τη νύκτα του ναυαγίου και δεν καταλαμβάνει και τις ένδικες αξιώσεις του, δηλαδή την ηθική του βλάβη και την απώλεια εισοδήματος από τη βλάβη της υγείας του και την εξ αυτής προκληθείσα μόνιμη και πλήρη ανικανότητά του προς εργασία, καθόσον αυτός, κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού, δεν γνώριζε ποία ήταν η πραγματική κατάσταση της υγείας του, η δε ανωτέρω δυσμενής εξέλιξη αυτής διαπιστώθηκε σε μεταγενέστερο του συμβιβασμού χρόνο, αρχικά τον Ιούλιο του έτους 2001, όταν νοσηλεύθηκε στην ψυχιατρική κλινική “………..” με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και οριστικά το έτος 2004, όταν διαπιστώθηκε αφενός το μη αναστρέψιμο της πάθησής του και αφετέρου η πλήρης και μόνιμη ανικανότητά του προς εργασία και ότι όλα τα ανωτέρω δεν ήταν γνωστά ούτε ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν κατά το χρόνο κατάρτισης του από 1.11.2000 συμβιβασμού. Ότι εξαιτίας της απρόβλεπτης δυσμενούς εξέλιξης της υγείας του, υπέστη ηθική βλάβη, πέραν εκείνης στην οποία αφορά ο συμβιβασμός, για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, καθώς και περαιτέρω ζημία συνιστάμενη στην απώλεια εισοδήματος. Ότι η άρνηση της εναγομένης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της με το πρόσχημα του συναφθέντος συμβιβασμού, αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (άρθρο 281 Α.Κ.), καθόσον αυτή εκμεταλλεύθηκε τη θέση ισχύος της, την αδυναμία του να διαπραγματευθεί και την διαταραγμένη ψυχολογική του κατάσταση. Ότι, επιπρόσθετα, ο συμβιβασμός είναι άκυρος ως αντίθετος στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών, καθόσον κατά το χρόνο σύναψής του δεν είχαν διαγνωσθεί οι προαναφερόμενες δυσμενείς συνέπειες που το ναυάγιο προκάλεσε στην υγεία του, τις οποίες, εάν ο ίδιος γνώριζε, δεν θα προέβαινε στο συμβιβασμό που η εναγομένη επικαλείται για να αποφύγει την ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεών του. Ότι, τέλος, ο από 1.11.2000 συμβιβασμός είναι άκυρος καθόσον: α) οι ένδικες αξιώσεις του δεν ήταν γνωστές κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού και επομένως δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι παραιτήθηκε από αυτές, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη μονομερή παραίτηση από αξίωση, β) το καταβληθέν ποσό του συμβιβασμού υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 15% των αξιώσεών του, γ) κατά το χρόνο κατάρτισής του τελούσε σε τέτοια ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και τον καθιστούσε ανίκανο για δικαιοπραξία και δ) ο συμβιβασμός συνήφθη λόγω πλάνης που του δημιούργησε η εναγομένη με την περιγραφείσα συμπεριφορά της, η οποία πλάνη διήρκησε έως το τέλος του έτους 2004. Με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα περιστατικά, και όπως παραδεκτά περιόρισε πρωτοδίκως τα αιτήματά του, ο ενάγων αιτείται να υποχρεωθεί η εναγομένη, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστή και δι’ απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, να του καταβάλει το ποσό των 19.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει: α) ποσό 36.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη (απώλεια εισοδημάτων από αρχές του έτους 2001 και επί 14 έτη), β) ποσό 19.200 ευρώ για μελλοντική του ζημία (απώλεια εισοδημάτων για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής) και γ) ποσό 481.000, ευρώ ως επιπλέον χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα δε τα ως άνω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 13.9.2005 όμοιας αγωγής του, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφλησή τους. Επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι ο συμβιβασμός εκτείνεται και στις ένδικες αξιώσεις του, ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα αυτού, για τους ως άνω λόγους, άλλως να κηρυχθεί αυτός άκυρος και συνακόλουθα να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά τα αιτήματά του. Επικουρικότερα, ζήτησε τα ως άνω ποσά λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 3897/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία, με οριστικές της διατάξεις, απέρριψε: α) ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, β) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την, από το άρθρο 140 ΑΚ, βάση της αγωγής (ακύρωση του ένδικου συμβιβασμού λόγω πλάνης) λόγω απόσβεσης του σχετικού δικαιώματος, σύμφωνα με το άρθρο 157 ΑΚ και γ) ως απαράδεκτη την αξίωση για ακύρωση του συμβιβασμού ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας, λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκρινε την από 13.9.2005 ομοίου περιεχομένου αγωγή του ενάγοντος και απέρριψε αυτή λόγω αοριστίας, κρίνοντας ότι στην ένδικη αγωγή η συγκεκριμένη αξίωση παρίσταται καθ’ όμοιο τρόπο αόριστη. Κατά τα λοιπά έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και, αφού εκτίμησε τις αποδείξεις, έκρινε ότι αποκλειστικώς υπαίτιοι της πρόκλησης του περιγραφόμενου στην αγωγή ναυαγίου είναι οι αναφερόμενοι προστηθέντες της εναγομένης, καθώς και η ίδια η εναγομένη και, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος και οι εξ αυτής συνέπειες, διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, εκδόθηκε η με αριθμό 4914/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο: α) απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση παραγραφής όλων των αγωγικών αξιώσεων, που είχε προτείνει η εναγομένη, κατά παραδοχή της σχετικής αντένστασης του ενάγοντος, ότι η παραγραφή των επιδίκων αξιώσεων είχε διακοπεί με την άσκηση της από 13.9.2005 αγωγής, της από 8.1.2010 αγωγής και της από 27.10.2014 αγωγής, από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή, β) απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη την αγωγή ως προς τα αιτήματά της για αναγνώριση της ακυρότητας του από 1.11.2000 συμβιβασμού λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του ενάγοντος, λόγω αντίθεσής του στα χρηστά ήθη και ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας, γ) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση της εναγομένης και δ) αφού έκρινε ότι ο ενάγων πάσχει από ψυχωσική συνδρομή με συναισθηματικούς συντελεστές -σχιζοφρένεια υπολειμματικού τύπου, εξαιτίας της οποία κατέστη ανίκανος για εργασία, πάθηση που συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ναυάγιο και αποτελεί απρόβλεπτη, κατά το χρόνο σύναψης του από 1.11.2000 συμβιβασμού, δυσμενή εξέλιξη της υγείας του, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή για το ποσό των 113.800 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 100.000 ευρώ και σε αποζημίωση λόγω διαφυγόντος εισοδήματος ποσού 13.800 ευρώ, απορρίπτοντας την αξίωση για διαφυγόν εισόδημα χρονικού διαστήματος πέραν των εξήντα εννέα [69] μηνών από το έτος 2001 ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω παραγραφής, κατ’ αποδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, υποχρέωσε δε την εναγομένη εκ του ανωτέρω ποσού να καταβάλει το ποσό των ευρώ 19.000 και αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα το επιπλέον ποσό των ευρώ 94.800, με το νόμιμο τόκο από την 24.9.2015, απήγγειλε σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και καταδίκασε την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των ευρώ 2.500. Την ανωτέρω με αριθμό 4914/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη συνεκκαλουμένη με αυτή με αριθμό 3897/2015 εν μέρει οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έπληξαν αμφότεροι οι διάδικοι και δη ο ενάγων άσκησε την από 5.2.2018 (με αριθμό κατάθεσης …./2018) έφεση και τους από 20.9.2018 (με αριθμό κατάθεσης …./2018) πρόσθετους λόγους και η εναγομένη – εκκαλούσα άσκησε την από 2.2.2019 (με αριθμό κατάθεσης …../2018) έφεση και τους από 7.1.2019 (με αριθμό κατάθεσης ………/2019) πρόσθετους λόγους έφεσης, για λόγους που ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (και της συνεκκαλουμένης) ώστε κατά μεν τον εκκαλούντα – ενάγοντα να γίνει ολικά δεκτή η αγωγή του, κατά δε την εκκαλούσα – εναγομένη να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρίαν. Ειδικότερα, ο ενάγων – εκκαλών με την έφεσή του παραπονείται (α) ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε και αναγνωρίσθηκε ότι του οφείλεται υπό της εναγομένης, αιτούμενος το ποσό των 500.000 ευρώ, (β) ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού για διαφυγόν εισόδημα των εξήντα εννέα [69] μηνών από το έτος 2001, αιτούμενος το ποσό των 48.000 ευρώ και όχι το ποσό των 13.800 ευρώ που έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, (γ) για την αποδοχή της περί παραγραφής ενστάσεως που αφορά την αξίωσή του για διαφυγόν εισόδημα του μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος, με τον πρόσθετο δε λόγο, παραπονείται για εσφαλμένη έναρξη της τοκοφορίας από την 24.9.2015, αντί του ορθού από την 24.9.2005. Με την ως άνω έφεσή του και τους πρόσθετους λόγους έφεσης ο ενάγων -εκκαλών δεν προσέβαλε τα κεφάλαια και τις διατάξεις της με αριθμό 4917/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τα οποία, όπως, ήδη αναφέρθηκε, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσία αβάσιμη η αγωγή ως προς την ιστορική της βάση και τα αιτήματά της για αναγνώριση της ακυρότητας του από 1.11.2000 συμβιβασμού λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας του ενάγοντος, λόγω αντίθεσής του στα χρηστά ήθη και ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας. Επίσης, ο ενάγων -εκκαλών δεν προσέβαλε με λόγους ή με πρόσθετους λόγους έφεσης και τα κεφάλαια και τις διατάξεις της συνεκκαλουμένης με αριθμό 3897/2015 εν μέρει οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με τα οποία απορρίφθηκαν: α) ως μη νόμιμη η από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικουρική βάση της από 19.1.2015 ένδικης αγωγής, β) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από το άρθρο 140 ΑΚ βάση της (ακύρωση του ένδικου συμβιβασμού λόγω πλάνης) λόγω απόσβεσης του σχετικού δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 157 ΑΚ και γ) ως απαράδεκτη η βάση της για ακύρωση του συμβιβασμού ως καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας, λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκρινε την από 13.9.2005 ομοίου περιεχομένου αγωγή του και την απέρριψε λόγω αοριστίας. Η εναγομένη – εκκαλούσα με τους είκοσι έναν [21] λόγους της εφέσεώς της και τους δύο προσθέτους λόγους, αφενός επαναφέρει τις πρωτοδίκως προταθείσες ενστάσεις της περί αοριστίας της ένδικης αγωγής (πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης), περί δεδικασμένου (τρίτος λόγος έφεσης) περί αποσβέσεως (τέταρτος και ενδέκατος λόγοι έφεσης), περί παραγραφής (πέμπτος λόγος έφεσης και πρόσθετοι λόγοι), περί εξοφλήσεως και συμβιβασμού (ένατος λόγος έφεσης) και τέλος περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (εικοστός λόγος), ενώ με τους λοιπούς  λόγους εφέσεως, πλήττει την ουσιαστική κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως αλλά και της συνεκκαλουμένης, παραπονούμενη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Επί των ανωτέρω εφέσεων, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 7.2.2019, το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 503/2019 απόφασή του, με την οποία δέχτηκε τις ανωτέρω εφέσεις και τους προσθέτους επ’ αυτών λόγους τυπικά και περαιτέρω (α) έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 345, 346, 914 ΑΚ, 1 και 16 του Ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, ως προς την κύρια βάση της καθό μέρος ο ενάγων αξιώνει χρηματική ικανοποίηση, καθώς επίσης και καθό μέρος αξιώνει αποζημίωση επικαλούμενος ενδεχόμενο δόλο των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής, μη νόμιμη, εν τούτοις, καθό μέρος αυτός ισχυρίζεται, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του για αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις, ότι το ένδικο ναυάγιο προκλήθηκε εξαιτίας της παραβάσεως κανόνων που αφορούν την ασφάλεια των εργαζομένων διότι, έκρινε ότι, οι νομικές διατάξεις που επικαλείται ο ενάγων με την ανωτέρω αγωγή του (προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του αυτό κατά τις γενικές διατάξεις) και δη τα άρθρα 14 περ. γ του ΒΔ 683/1960, 219 του ΒΔ 187/1973 (αυτοπρόσωπη διακυβέρνηση του πλοίου από τον πλοίαρχο), 16 του ΒΔ 683/1969 και 6 του ΠΔ 363/1984 (εκτέλεση γυμνασίων, καθαιρέσεως λέμβων, εγκατάλειψης πλοίου, κλεισίματος υδατοστεγών θυρών), 4 του ΠΔ 363/1984 και ΚΑΝ 36 της SOLAS (διαίρεση του πληρώματος σε περίπτωση εγκατάλειψης του πλοίου), καθώς επίσης και οι λοιπές μνημονευόμενες στην αγωγή, διατάξεις, προστατεύουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και των επιβατών και δεν αποτελούν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που έχουν τεθεί ειδικά για την προστασία των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ.1 του Ν. 551/1915, ώστε η μη τήρησή τους να μην μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς με το ναυάγιο, (β) απέρριψε τον πρώτο και δεύτερο λόγο της ανωτέρω εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους αυτή (εναγομένη) προέβαλε αοριστία της αγωγής, (γ) απέρριψε τον τέταρτο λόγο έφεσης αυτής, με τον οποίο η εναγομένη προέβαλε τον, κατ’ άρθρο 157 ΑΚ, ισχυρισμό, περί αποσβέσεως του δικαιώματος του ενάγοντος για ακύρωση του συμβιβασμού λόγω πλάνης, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, διότι η εκκαλουμένη και συνεκκαλουμένη απόφαση, απέρριψαν την αγωγή ως προς την από το άρθρο 140 ΑΚ βάση της, λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 157 ΑΚ, ακολούθως δε, (δ) αφού εξαφάνισε, κατά παραδοχή ως βάσιμης στην ουσία της της περιεχομένης στον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης και στον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής, την πρωτοδίκως προταθείσα και εν μέρει απορριφθείσα ένστασή της περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, για το λόγο ότι από το εκτιθέμενο στην αγωγή χρόνο γεννήσεώς των, έως και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της, εκ του άρθρου 937 ΑΚ, πενταετίας, παραγραφή στην οποία υπόκεινται οι ένδικες αξιώσεις, δέχθηκε δε ότι αυτή (παραγραφή) δεν διεκόπη με την άσκηση υπό του ενάγοντος (α) της από 13.9.2005 (αρ.κατ. …../2005) αγωγής του κατά της εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε με τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, (β) της, ασκηθείσας εντός εξαμήνου από την τελεσιδικίας της προαναφερομένης με αριθμό 5396/2006 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 8.11.2006 (αρ. κατ. ……./2010) αγωγής του κατά της εναγομένης ενώπιον ομοίως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη τελεσίδικα με τη με αριθμό 344/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και (γ) της ασκηθείσας εντός εξαμήνου από της δημοσιεύσεως της τελευταίας αποφάσεως από 27.10.2014 (αρ.κατ. ……./2014) αγωγής του κατά της εναγομένης την οποία ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την άσκηση της ένδικης εν προκειμένω αγωγής, απορρίπτοντας ως αβάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό του ενάγοντος, περί διακοπής της παραγραφής, που περιείχετο στις από 7.2.2019 προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση των ενδίκων εφέσεων και προσθέτων λόγων κατά τη δικάσιμο 7.2.2019. Ειδικότερα, με την εν λόγω με αριθμό 503/2019 απόφαση έγινε δεκτό ότι, στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων – εφεσίβλητος με την, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 13.9.2005 (αριθ. κατ. …../2005), αγωγή του κατά της εναγομένης – εκκαλούσας, που επιδόθηκε σε αυτήν στις 23.9.2005, εξέθεσε ότι αυτός εργαζόταν ως ναυτικός στο πλοίο “Σ.”, πλοιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο ναυάγησε στις 26.9.2000 (χωρίς να περιγράφει τα αίτια προκλήσεως του ναυαγίου, ούτε περιστατικά υπαιτιότητας της εναγομένης και των υπ’ αυτής προστηθέντων) και ότι για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ταλαιπωρία στην οποία ο ίδιος, ως διασωθείς ναυαγός, υποβλήθηκε, συνήψε με την εναγομένη, μετά από προτροπές και διαβεβαιώσεις δικές της, τον από 1.11.2000 συμβιβασμό, παραιτούμενος από κάθε μελλοντική του αξίωση, ο δε συμβιβασμός αποτυπώθηκε στα υπ’ αριθ. 203/2000 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και δυνάμει αυτού κατεβλήθη στον ενάγοντα ποσό 2.500.000 δραχμών. Ότι μετά το ατύχημα και με την πάροδο του χρόνου η υγεία του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα και υπέστη κατάθλιψη βαρύτατης μορφής εξαιτίας της οποίας κρίθηκε ανίκανος προς εργασία κατά ποσοστό 67% λόγω ψυχιατρικής νόσου. Ότι οδηγήθηκε στον ανωτέρω συμβιβασμό εξαπατώμενος από την εναγομένη, η οποία μέσω των νομίμων εκπροσώπων της, του παρέστησε ψευδώς ότι, εάν δεχόταν την πρόταση συμβιβασμού θα τον επαναπροσελάμβανε στα πλοία της και θα τον στήριζε οικονομικά, πράγμα που δεν έπραξε και εάν ο ίδιος γνώριζε τις πραγματικές συνέπειες που είχε υποστεί από το ναυάγιο, δεν θα τον υπέγραφε. Ότι ο ανωτέρω συμβιβασμός είναι άκυρος, ως αντίθετος στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη και ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητά αυτού, σύμφωνα με τα άρθρα 140, 147, 150, 178 και 179 ΑΚ, χωρίς να παραθέτει στη αγωγή περιστατικά, πλην των προαναφερομένων, που να συγκροτούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων. Ζήτησε, επίσης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει ποσό ευρώ 36.000 για διαφυγόν εισόδημα από τις αρχές του έτους 2001 έως την άσκηση της αγωγής, ποσό ευρώ 19.200 για μελλοντική απώλεια εισοδήματος επί δύο έτη μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και ποσό 500.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 5396/2006 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση της με την οποία εζητείτο η ακύρωση του συμβιβασμού λόγω απάτης εξαιτίας του ότι η αξίωση αυτή είχε υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δηλαδή για ουσιαστικό απαράδεκτο και όχι κατ’ ουσίαν όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο εφέσεως. Περαιτέρω, η ως άνω απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς την από το άρθρο 179 ΑΚ βάση της, στην οποία αυτό έκρινε ότι υπαγόταν κατά τα λοιπά η αγωγή, για το λόγο ότι ο ενάγων δεν εξειδίκευε την επικαλούμενη από αυτόν απειρία, κουφότητα ή ανάγκη του, ούτε την ύπαρξη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ των εκατέρωθεν παροχών. Η ανωτέρω απόφαση κατέστη τελεσίδικη με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευσή της, η οποία έλαβε χώρα στις 8.11.2006, καθόσον κατ’ αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα. Εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου άλλη αγωγή, την από 8.1.2010 (αριθ.κατ. …../2010), που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 12.1.2010 και απερρίφθη τελεσιδίκως ως αόριστη με τις υπ’ αριθ. 2568/2011 και 344/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, αντιστοίχως. Ακολούθως, άσκησε εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση της τελευταίας αποφάσεως την από 27/10/2014 (αριθ. κατ. …../2014) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5.11.2014, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Έκρινε δε περαιτέρω η με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερόμενη αγωγή του έτους 2005, ο ενάγων άσκησε την αξίωσή του για ακύρωση του αναφερόμενου συμβιβασμού λόγω απάτης και για αναγνώριση της ακυρότητάς του λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης κηρύξεως της ακυρότητας του συμβιβασμού ή της αναγνωρίσεως αυτής, ζήτησε να του επιδικασθεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επικαλούμενος ότι υπέστη βλάβη της υγείας του κατά το ένδικο ναυάγιο. Στην υπό κρίση, όμως, αγωγή, ο ενάγων, ισχυρίζεται, κατά την κύρια βάση της, ότι λόγω μεταγενέστερης του ανωτέρω συμβιβασμού απρόβλεπτης και δυσμενούς εξελίξεως της υγείας του, υπέστη ζημία και νέα ηθική βλάβη, που δεν καλύπτονται από τον ανωτέρω συμβιβασμό και ζητεί αποζημίωση για ζημία που δεν προϋπήρχε του συμβιβασμού και δεν αποτέλεσε μέρος του περιεχομένου του, καθώς και χρηματική ικανοποίηση της νέας ηθικής βλάβης του, χωρίς να διώκει την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του συμβιβασμού για οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, έκρινε ότι, μεταξύ των δύο προαναφερόμενων αγωγών, δεν υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας των αξιώσεων που ασκήθηκαν με αυτές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αξίωση που ασκείται με την υπό κρίση αγωγή έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή εκ του άρθρου 937 ΑΚ, γιατί από το χρόνο που κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή έλαβε ο ενάγων γνώση της δυσμενούς εξελίξεως της υγείας του και της εξ αυτής προκληθείσας ανικανότητάς του για εργασία (αρχικά το 2001 και οριστικά το έτος 2004), έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής το έτος 2015, παρήλθαν περισσότερα από πέντε έτη χωρίς να διακοπεί η παραγραφή με την άσκηση της από 13.9.2005 (αριθ.κατ. ……/2005) αγωγής, αφού αυτή αφορούσε αξίωση ερειδομένη επί διαφορετικής ιστορικής και νομικής αιτίας. Αφού δε έκρινε ότι ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες περί παραγραφής διατάξεις και ακολούθως απέρριψε την περί παραγραφής ένσταση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς την κύρια βάση της, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την έφεση και τους πρόσθετους επ’ αυτής λόγους του εκκαλούντος-ενάγοντος, δέχθηκε δε ως βασίμους κατ’ ουσίαν τον πέμπτο λόγο και τον πρώτο πρόσθετο λόγο της εκκαλούσας-εναγομένης και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη (και τη συνεκκαλουμένη) απόφαση, κατά τα εκκληθέντα μέρη τους, κράτησε την ένδικη αγωγή, δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω παραγραφής των αξιώσεων που ασκήθηκαν με αυτή. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε ο εκκαλών – ενάγων, με την από 25-10-2019 αίτησή του προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Επί της εν λόγω αίτησης, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε τη με αριθμό 1236/2022 απόφασή του, με την οποία κατά παραδοχή του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου και του δευτέρου λόγου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο ήδη εκκαλών – ενάγων προσέβαλλε την ανωτέρω απόφαση για πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμό 1 του ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι το Εφετείο, με την εσφαλμένη του παραδοχή ότι με την από 13.9.2005 αγωγή αξιώνεται η ακύρωση του συμβιβασμού και ότι, υπό την προϋπόθεση της ακύρωσης τούτου, αξιώνεται αποζημίωση συνεπεία του ναυαγίου του πλοίου “Σ”, σε συνδυασμό με την επίσης εσφαλμένη παραδοχή του ότι ενάγων δεν σώρευσε με την αγωγή αυτή και αξίωση για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση που δεν περιλαμβάνονταν στον ως άνω συμβιβασμό, είχε ως συνέπεια να αχθεί στην εσφαλμένη του κρίση ότι η (αρχική) από 13.9.2005 αγωγή αυτού (ενάγοντος) έχει διαφορετική νομική και ιστορική αιτία σε σχέση με την ένδικη, από 19.1.2015, αγωγή του, με αποτέλεσμα να δεχθεί ότι, για το λόγο αυτό, δεν διακόπηκε η πενταετής παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ με την άσκηση της (αρχικής) από 13.9.2005 αγωγής και έτσι να απορρίψει την ένδικη αγωγή, κάνοντας δεκτή την περί παραγραφής ένσταση της εναγομένης και απορρίπτοντας την προταθείσα από τον ενάγοντα αντένσταση διακοπής της παραγραφής, ανήρεσε την ανωτέρω με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αφού έκρινε ότι το Μονομελές Εφετείο Πειραιά, που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω παραγραφής των διαλαμβανομένων σε αυτήν ως άνω αξιώσεων του ενάγοντος, δεχόμενο τη συναφή ένσταση της εναγομένης και απορρίπτοντας την αντένσταση του ενάγοντος, έχει υποπέσει στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, καθόσον έχει παραβιάσει τα άρθρα 914, 932, 937 ΑΚ και 16 του Ν. 551/1915, σε συνδυασμό με τα άρθρα 261 εδαφ. α και 263 του ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτών. Συγκεκριμένα, με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, το οποίο επαναλαμβάνεται και στο δεύτερο λόγο αναίρεσης, που ερευνώνται ενιαία, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, επικαλούμενος ότι το Εφετείο με την εσφαλμένη του παραδοχή ότι με την από 13.9.2005 αγωγή αξιώνεται η ακύρωση του συμβιβασμού και ότι υπό την προϋπόθεση της ακύρωσης τούτου αξιώνεται αποζημίωση συνεπεία του ναυαγίου του πλοίου “Σ”, σε συνδυασμό με την επίσης εσφαλμένη παραδοχή του ότι ενάγων δεν σώρευσε με την αγωγή αυτή και αξίωση για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση που δεν περιλαμβάνονταν στον ως άνω συμβιβασμό, είχε ως συνέπεια να αχθεί στην εσφαλμένη του κρίση ότι η (αρχική) από 13.9.2005 αγωγή του έχει διαφορετική νομική και ιστορική αιτία σε σχέση με την ένδικη, από 19.1.2015, αγωγή του, με αποτέλεσμα να δεχθεί ότι για το λόγο αυτό δεν διακόπηκε η πενταετής παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ με την άσκηση της (αρχικής) από 13.9.2005 αγωγής και έτσι να απορρίψει την ένδικη αγωγή, κάνοντας δεκτή την περί παραγραφής ένσταση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης και απορρίπτοντας την προταθείσα από τον ενάγοντα -αναιρεσείοντα αντένσταση διακοπής της παραγραφής. Από την επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του ως άνω αναιρετικού λόγου των από 13.9.2005 (με αριθμό κατάθεσης 7060/2005) και από 18.1.2010 (με αριθμό κατάθεσης …../2010) αγωγών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 13.9.2005 αγωγή ο ενάγων -αναιρεσείων εκθέτει ότι στις 22.9.2000 προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε ως επίκουρος στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό- οχηματαγωγό πλοίο “Σ” ΝΠ ……, που εκείνη την εποχή ανήκε στην εναγομένη -αναιρεσίβλητη και εφοπλίζετο από αυτήν, υπό τους όρους ναυτολόγησης που προβλέπονταν στην οικεία Ελληνική Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας. Ότι το βράδυ της 26.9.2000, ενώ το ως άνω πλοίο, στο οποίο εργαζόταν, εκτελούσε προγραμματισμένο δρομολόγιο από τον Πειραιά προς τη νήσο Πάρο, περί ώρα 22:30, καθώς πλησίαζε στο λιμάνι της Πάρου, προ του όρμου Παροικιάς της Πάρου προσέκρουσε στους βράχους “……” και άρχισε να βυθίζεται. Ότι ο ενάγων -αναιρεσίβλητος παρείχε συνδρομή προς τους επιβάτες, προκειμένου να εγκαταλείψουν το πλοίο και ότι στο τέλος το εγκατέλειψε και ο ίδιος, πέφτοντας στη θάλασσα και παλεύοντας περί τις δύο ώρες με τα κύματα, καθώς επικρατούσαν δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, μέχρις ότου συνελέγη από πλοίο που είχε σπεύσει προς βοήθεια των ναυαγών και μεταφέρθηκε στην Παροικιά της Πάρου. Ότι την 1.11.2000 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά υπέγραψε τη με αριθμό 203/2009 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού, με βάση τον οποίο εναγομένη -αναιρεσίβλητη του κατέβαλε το ποσό των 2.500.000 δραχμών, έχοντας την πεποίθηση ότι υπέγραφε ένα απλό πρακτικό συμβιβασμού, που αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου και ότι για οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιαστεί θα είχε την οικονομική στήριξη της εναγομένης-αναιρεσίβλητης εργοδότριάς του, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο δικηγόρος που την εκπροσωπούσε κατά τον εν λόγω συμβιβασμό. Ότι, αν και μετά το ατύχημα και με την πάροδο του χρόνου η ψυχική του υγεία χειροτέρευε, η εναγομένη-αναιρεσίβλητη, επικαλούμενη τον ως άνω από 1.11.2000 συμβιβασμό, που με απατηλή συμπεριφορά, πειθώ και φορτικότητα του είχε επιβάλει να υπογράψει, αρνιόταν κάθε οικονομική βοήθεια. Ότι εξαιτίας του ως άνω ναυαγίου, που προκλήθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης -αναιρεσίβλητης και των προστηθέντων αυτής -πλοιάρχου και πληρώματος-, πάσχει από κατάθλιψη βαρύτατης μορφής, νοσηλεύτηκε πολλάκις σε νοσοκομείο, βρίσκεται υπό διαρκή ψυχιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή και δεν δύναται από τις αρχές του έτους 2001 να εργασθεί, με αποτέλεσμα να έχει απολέσει εισοδήματα συνολικού ύψους 36.000 ευρώ και να απολέσει μηνιαίο εισόδημα ύψους 800 ευρώ για τα επόμενα μετά την επίδοση της από 13.9.2005 αγωγής δύο χρόνια, που με βεβαιότητα θα κέρδιζε από την εργασία του, εάν δεν αδυνατούσε να εργασθεί εξαιτίας της προκληθείσας από το ναυάγιο ασθένειάς του και ότι, επιπλέον, λόγω “του εφιάλτη που μετά το ναυάγιο βιώνει καθημερινά” έχει υποστεί ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται το ποσό των 500.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί: (α) να αναγνωρισθεί ως άκυρος ο διαλαμβανόμενος στη με αριθμό 203/2000 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς συμβιβασμός μεταξύ αυτού και της εναγομένης -αναιρεσίβλητης και (β) να υποχρεωθεί η εναγομένη-αναιρεσίβλητη και δια προσωπικής κράτησης των νομίμων εκπροσώπων της διάρκειας ενός έτους, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 555.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της (από 13.9.2005) αγωγής για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Με τη (δεύτερη) από 8.1.2010 αγωγή ο ενάγων, αφού επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της (αρχικής) από 13.1.2005 αγωγής ως προς την πρόσληψή του και τις συνθήκες του από 26.9.2000 ναυαγίου και διάσωσής του, στη συνέχεια εκθέτει με πιο αναλυτικό τρόπο τις συνθήκες υπό τις οποίες υπέγραψε τον από 1.11.2000 συμβιβασμό, με βάση τον οποίο έλαβε από την εναγομένη-αναιρεσίβλητη το ποσό των 2.500.000 δραχμών, έχοντας την πεποίθηση ότι ο συμβιβασμός αυτός αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου και ότι η εναγομένη -αναιρεσίβλητη, δια του δικηγόρου που την εκπροσωπούσε στο συμβιβασμό, είχε αναλάβει την υποχρέωση να τον επαναπροσλάβει και να αποκαταστήσει κάθε μελλοντική του ζημία, περιγράφει με λεπτομέρεια την ψυχωσική συνδρομή και τη βαρύτατη κατάθλιψη, από την οποία, όπως διαπιστώθηκε πολύ μεταγενέστερα, πάσχει λόγω των όσων βίωσε κατά το ναυάγιο, εξαιτίας της οποίας από τις αρχές του έτους 2001 δεν μπορεί να εργασθεί και αναφέρει ότι την 1.11.2004 κρίθηκε από υγειονομική επιτροπή ανάπηρος σε ποσοστό 67% και ανίκανος προς εργασία λόγω της ως άνω ψυχιατρικής της νόσου, η οποία, παρά τη ιατρική του παρακολούθηση και τη θεραπευτική του αγωγή, επιδεινώθηκε από το έτος 2005. Με βάση δε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενος αφενός ότι το ναυάγιο της 26.9.2000 προκλήθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής, που δεν έδειξαν την ελάχιστη επιβαλλόμενη επιμέλεια περί την τήρηση των κανόνων της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, καθώς και λόγω της αναξιοπλοϊας του πλοίου και της εν γένει ακαταλληλότητάς του και αφετέρου τη επακολουθήσασα συμπεριφορά των οργάνων της, ο ενάγων -αναιρεσείων ζητεί : α) να αναγνωρισθεί ως άκυρος ο διαλαμβανόμενος στη με αριθμό 203/2000 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς συμβιβασμός μεταξύ αυτού και της εναγομένης -αναιρεσίβλητης και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη -αναιρεσίβλητη, και με προσωπική κράτηση των νομίμων εκπροσώπων της διάρκειας ενός έτους, να του καταβάλει συνολικά το ποσό των 555.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της (αρχικής) από 13.9.2005 αγωγής, άλλως από την επίδοση αυτής της αγωγής (δηλαδή της από 8.1.2010 αγωγής), που αναλύεται: (1) στο ποσό των 36.000 ευρώ για τα εισοδήματα από εργασία που απώλεσε από το έτος 2001 και μέχρι την άσκηση της από 13.9.2005 αγωγής, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (2) στο μηνιαίο ποσό 800 ευρώ για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών του αναγκών, που αφορά σε χρονική περίοδο δύο ετών, αρχής γενομένης από την επίδοση της από 13.9.2005 αγωγής, άλλως από την επίδοση αυτής, (δηλαδή της από 8.1.2010, αγωγής) και (3) στο ποσό των 500.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Από την ορθή ανάγνωση του περιεχομένου των ως άνω από 13.9.2005 (με αριθμό κατάθεσης ……/2005) και από 8.1.2010 (με αριθμό κατάθεσης …/2010) αγωγών προκύπτει ότι ο ενάγων -αναιρεσείων δεν εξάρτησε την επιδίκαση των αγωγικών του αξιώσεων από την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του συναφθέντος μεταξύ αυτού και της εναγομένης -αναιρεσίβλητης από 1.11.2000 συμβιβασμού, που περιλαμβάνεται στη με αριθμό …./2000 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, αλλά προέβη στην κατ’ άρθρο 218 του ΚΠολΔ σώρευση στο αυτό δικόγραφο δύο αξιώσεων, δηλαδή στη σώρευση τόσο του αιτήματος ακύρωσης ή αναγνώρισης της ακυρότητας του ως άνω συμβιβασμού για τους λόγους που εκθέτει, όσο και του αιτήματος αποκατάστασης της ζημίας και της ηθικής βλάβης, που ισχυρίζεται ότι υπέστη από το προκληθέν από υπαιτιότητα της εναγομένης -αναιρεσίβλητης και των προστηθέντων αυτής ναυάγιο του πλοίου “Σ”, στο οποίο εργαζόταν. Είναι δε αδιάφορο εάν η θεμελίωση της αγωγικής του αξίωσης για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση έχει προβληθεί αορίστως. Επίσης, μεταξύ των ως άνω από 13.9.2005 και από 8.1.2010 αγωγών και της ένδικης, από 19.1.2015, αγωγής, όπως εναργώς προκύπτει από το ήδη εκτεθέν περιεχόμενο της τελευταίας, υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας των από την επικαλούμενη αδικοπραξία (ναυτεργατικό ατύχημα) αξιώσεων του ενάγοντος -αναιρεσείοντος, που κατήχθησαν σε δίκη. Περαιτέρω, από τις διαλαμβανόμενες κατά τα λοιπά παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι: (α) η πρώτη από τις πιο πάνω αγωγές (δηλαδή η από 13.9.2005 αγωγή) επιδόθηκε στην εναγομένη -αναιρεσίβλητη στις 23.9.2005, (β) επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την ως άνω αγωγή ως αόριστη και η οποία κατέστη τελεσίδικη με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευσή της, που έλαβε χώρα στις 8.11.2006, καθόσον κατ’ αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το ν. 4335/2015) και συνακόλουθα στις 9.11.2009, (γ) εντός του εξαμήνου από την τελεσιδικία ο ενάγων-αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου τη (δεύτερη) από 8.1.2010 (με αριθμό κατ. ……/2010) ομοίου ως άνω περιεχομένου αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 12.1.2010 και η οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως ως αόριστη με τις με αριθμούς 2568/2011 και 344/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς αντίστοιχα και (δ) ακολούθως άσκησε εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση της τελευταίας απόφασης την από 27.10.2014 (με αριθμό κατ. ……/2014) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη -αναιρεσίβλητη στις 5.11.2014 και από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων -αναιρεσείων παραιτήθηκε με την άσκηση της ένδικης, από 19.1.2015, αγωγής. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής των επίδικων από αδικοπραξία αξιώσεων του ενάγοντος -αναιρεσείοντος που επέφερε η έγερση της από 13.9.2005 (αρχικής του) αγωγής, ήρθη με την έκδοση της τελεσίδικης με αριθμό 5396/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ως άνω αγωγή ως αόριστη, δηλαδή την απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς (άρθρο 263 παρ. 1 του ΑΚ). Η διακοπή της παραγραφής αναβίωσε αρχικά με την έγερση της από 8.1.2010 αγωγής, η οποία έχει την ίδια νομική και ιστορική αιτία με την από 13.9.2005 αγωγή και ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία των έξι μηνών από την απόρριψη της από 13.9.2005 αγωγής ως αόριστης. Μετά την τελεσίδικη απόρριψη της από 8.1.2010 αγωγής με τη με αριθμό 344/6.5.2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η διακοπή της παραγραφής των επίδικων από αδικοπραξία αξιώσεων αναβίωσε με την έγερση της από 27.10.2014 αγωγής, η οποία, έχοντας ταυτόσημο περιεχόμενο τόσο με την αρχική (από 13.9.2005) όσο και με τη δεύτερη (από 8.1.2010) αγωγή, ασκήθηκε μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση της με αριθμό 344/2014 απόφασης του Εφετείου αφού επιδόθηκε στις 5.11.2014 και στη συνέχεια με την ένδικη, από 19.1.2015 αγωγή, με την οποία ο ενάγων- αναιρεσείων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 17.10.2014 αγωγής και στην οποία (ένδικη αγωγή), όπως ήδη εκτέθηκε, εμπεριέχονται και οι από αδικοπραξία (και συγκεκριμένα από το από 26.9.2000 προκληθέν από υπαιτιότητα της εναγομένης-αναιρεσίβλητης και των προστηθέντων αυτής ναυάγιο) αξιώσεις του ενάγοντος -αναιρεσείοντος, που σωρεύονται και στην αρχική από 13.9.2005 αγωγή, καθώς και σε όλες τις μεταγενέστερες αυτής μνημονευθείσες αγωγές. Σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι επιδιωκόμενες με την ένδικη από 19.1.2015 αγωγή αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος -αναιρεσείοντος, που ερείδονται στην, από υπαιτιότητα της εναγομένης -αναιρεσίβλητης και των προστηθέντων της, πρόκληση του από 26.9.2000 ναυάγιου του πλοίου “Σ”, δεν έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, καθόσον η παραγραφή αυτών έχει διακοπεί κατά τον προαναφερθέντα τρόπο (άρθρα 261 εδαφ. α και 263 του ΑΚ). Επομένως, το Μονομελές Εφετείο Πειραιά, που αποφάνθηκε αντίθετα, απέρριψε δηλαδή την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω παραγραφής των διαλαμβανομένων σε αυτήν ως άνω αξιώσεων του ενάγοντος -αναιρεσείοντος, δεχόμενο τη συναφή ένσταση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης και απορρίπτοντας την αντένσταση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, έχει υποπέσει στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, καθόσον έχει παραβιάσει τα άρθρα 914, 932, 937 ΑΚ και 16 του Ν. 551/1915 σε συνδυασμό με τα άρθρα 261 εδαφ. α και 263 του ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτών. Κατόπιν αυτού, το ήδη εκτεθέν δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, το οποίο επαναλαμβάνεται εκτενέστερα στο δεύτερο λόγο αναίρεσης και με το οποίο αποδίδεται στη με αριθμό 503/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς η ως άνω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός…» Ακολούθως δε, αφού έγινε δεκτός ο ως  άνω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που περιείχετο στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, καθώς και στο δεύτερο λόγο της ανωτέρω αίτησης αναίρεσης, που κρίθηκαν ενιαίως, ως βάσιμος, έγινε δεκτή η από 25.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……../2019 αίτηση αναίρεσης του ενάγοντος, κρίθηκε ότι παρέλκει πλέον η έρευνα και των λοιπών (δεύτερου κατά το ένα του σκέλος, τρίτου και τέταρτου) λόγων αυτής, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι από τους αριθμούς 14, 20 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες και αφού αναιρέθηκε η ανωτέρω με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, παραπέμφθηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή, προς περαιτέρω εκδίκαση. Συνεπώς, με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου μόνον κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης μέρος της, ως προς το οποίο απώλεσε την ισχύ της και έπαψε να αποτελεί δεδικασμένο, ήτοι αυτό με το οποίο κρίθηκε νόμιμη η ένδικη αγωγή και περαιτέρω απερρίφθησαν κατ’ ουσίαν, λόγω παραγραφής, οι αξιώσεις του ενάγοντος, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση, κατά το ανωτέρω αναιρεθέν μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτηθησόμενο από άλλον Δικαστή από εκείνον, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Επομένως, όσον αφορά το μέρος της ανωτέρω με αριθμό 503/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με το οποίο κρίθηκε (α) ως μη νόμιμη η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που ο ενάγων, προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωσή του προς αποζημίωση (απώλεια εισοδήματος) από το ένδικο συμβάν,  ισχυρίζεται ότι, το ένδικο ναυάγιο προκλήθηκε εξαιτίας της παραβάσεως κανόνων που αφορούν στην ασφάλεια των εργαζομένων, διότι οι νομικές διατάξεις που επικαλείται με την ένδικη αγωγή προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του αυτό (προς αποζημίωση), προστατεύουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και των επιβατών και δεν αποτελούν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που έχουν τεθεί ειδικά για την προστασία των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ.1 του Ν. 551/1915, ώστε η μη τήρησή τους να μην μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς με το ναυάγιο, η οποία πρωτοδίκως είχε κριθεί νόμιμη και κατά τούτο, (β) απορρίφθηκαν ο πρώτος και δεύτερος λόγος της ανωτέρω εφέσεως της εναγομένης, με τους οποίους αυτή (εναγομένη) προέβαλε ισχυρισμό περί αοριστία της αγωγής και (γ) απέρριψε τον τέταρτο λόγο έφεσης αυτής, με τον οποίο η εναγομένη προέβαλε τον, κατ’ άρθρο 157 ΑΚ, ισχυρισμό, περί αποσβέσεως του δικαιώματος του ενάγοντος για ακύρωση του συμβιβασμού λόγω πλάνης, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι η εκκαλουμένη και συνεκκαλουμένη απόφαση, απέρριψαν την αγωγή ως προς την από το άρθρο 140 ΑΚ βάση της, λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 157 ΑΚ και ως προς τα οποία, η εν λόγω με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν αναιρέθηκε, υφίσταται δεδικασμένο, που δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο ως το δικαστήριο της παραπομπής, ενώ η υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος της θα συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εντός των ορίων που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, κατόπιν αναβίωσης της εκκρεμοδικίας των εφέσεων και των προσθέτων επ’ αυτών λόγων των διαδίκων, η οποία, συνακόλουθα, θα επανεκδικασθεί μόνον όσον αφορά το μέρος της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά το οποίο, με την ανωτέρω με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, έκρινε  νόμιμη την ένδικη αγωγή και περαιτέρω απέρριψε κατ’ ουσίαν λόγω παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος, διότι κατά τούτο και αναιρέθηκε.

ΙΙΙ. Ήδη, με την προαναφερθείσα από 30.1.2023 κλήση του εκκαλούντος- ενάγοντος επαναφέρονται παραδεκτώς προς συζήτηση, ως το δικαστήριο της παραπομπής, εντός των ορίων της αναιρετικής απόφασης (α) η από 5.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./5.2.2018) του ενάγοντος ……………… κατά της εναγομένης εταιρείας, (β) το από 20.9.2018 δικόγραφο πρόσθετων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018), (γ) η από 2.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./5.2.2018) της εναγομένης εταιρείας κατά του ενάγοντος, και (δ) το από 7.1.2019 δικόγραφο προσθέτων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2019) προς εξαφάνιση της με αριθμό 4914/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 19.01.2015 (με Γ.Α.Κ. …./2015 και Ε.Α.Κ. …./2015) αγωγή, δέχθηκε αυτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της, καθώς και κατά της συνεκκαλουμένης με αριθμό 3897/2015 μη οριστικής αποφάσεως του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου που εξεδόθη επί της ανωτέρω αγωγής. Οι εν λόγω εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν με την ανωτέρω με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν  λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5.2.2018, κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, κι εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, εντός δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης ανωτέρω οριστικής αποφάσεως (9.11.2017), δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση αυτής. Ομοίως, οι πρόσθετοι λόγοι επί των εν λόγω εφέσεων, έχουν ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, δια καταθέσεως του δικογράφου τους στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 24.9.2018, όσον αφορά στους προσθέτους λόγους επί της πρώτης ένδικης έφεσης του ενάγοντος και την 7.1.2019, όσον αφορά στους προσθέτους λόγους επί της δεύτερης ανωτέρω έφεσης της εναγομένης και επίδοση αυτών στον αντίδικο (άρθρο 520 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει σχετικά από τις με αριθμό …./24.9.2018 και ……/7.1.2019 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών …. και …………….., αντίστοιχα, αφορούν δε κεφάλαια που έχουν προσβληθεί με τις ένδικες εφέσεις. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές οι ένδικες εφέσεις και οι πρόσθετοι επ’ αυτών λόγοι, οι οποίες αρμοδίως, κατ’ άρθρο 19 περ. α’ του ΚΠολΔ, εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για το παραδεκτό των οποίων, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 495 επ. 511.513, 516, 517, 518, 520 παρ.1, 524 παρ.1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ), με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπως πρωτοδίκως.

ΙV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ………., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την (συν) εκκαλουμένη με αριθμό 3897/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την από 8.11.2016 έκθεση ψυχιατρικής δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού Ψυχιάτρου . …., η οποία διεξήχθη κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 3897/2015 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων, η υπό του ενάγοντος επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με αριθμό …../14.01.2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………, η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών με επιμέλειά του ενάγοντος, στα πλαίσια άλλης δίκης και δη της από 27-10-2014 (αριθμ εκθ. καταθ. ……/2014) αγωγής του ενάγοντος η οποία ηγέρθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε νομίμως με την ένδικη αγωγή του), κατόπιν προηγούμενης κλητεύσεως της αντιδίκου του με δήλωση της πληρεξούσιας του δικηγόρου που περιελήφθη στην παραγγελία της για επίδοση του ως άνω δικογράφου (βλ. την με αριθμ. …/5.11.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….), καθώς επίσης και η από 3.3.2017 έκθεση τεχνικού συμβούλου του ιατρού Ψυχιάτρου ……. και έγγραφα από τη σχηματισθείσα για το ένδικο συμβάν ποινική δικογραφία, προκειμένου αυτά (έγγραφα) να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα εξ αυτών θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε την 22.9.2000 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του επικούρου θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΕΣ» με αριθμό Νηολογίου Πειραιά ……, πλοιοκτησίας της εναγομένης, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του σε αυτό ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του. Tο εν λόγω πλοίο είχε κατασκευαστεί την 1.1.1966, στη Γαλλία, στα Ναυπηγεία …….., είχε ως αρχικό όνομα C, ανήκε στην εταιρεία ……….. και είχε δρομολογηθεί στις γραμμές Κορσικής – Βορ. Αφρικής και μέχρι το Μάρτιο του 1994 ήταν υπό την παρακολούθηση του Γαλλικού Νηογνώμονα ……., που του είχε χορηγήσει την ανώτατη κλάση για πλόες ανοικτής θαλάσσης. Το 1981 το πλοίο πωλήθηκε στην ελληνικών συμφερόντων εταιρία …… και μετονομάσθηκε σε «ΓΒ» ενώ το 1982 πωλήθηκε στην Ελληνική Εταιρία …………, ύψωσε την Ελληνική σημαία και δρομολογήθηκε σε γραμμές μεταξύ Ελλάδος – Ιταλίας, Κύπρου – Ισραήλ, καθώς και στη γραμμή Πειραιάς – Ρόδος. Στη συνέχεια το πλοίο αγοράστηκε από την εταιρία ……….. των αδελφών ….. και δρομολογήθηκε στη γραμμή Πειραιά – Σάμου, ενώ το Μάρτιο του 1994 οι νέοι πλοιοκτήτες του το ενέταξαν στον Ελληνικό Νηογνώμονα, ο οποίος παρακολουθούσε την κλάση του μέχρι το ναυάγιό του. Τέλος, το Δεκέμβριο του 1999 το πλοίο μεταβιβάστηκε στην νεοσυσταθείσα τότε εναγομένη εταιρία με την τότε επωνυμία “……………..» και από τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, αυτή (εναγομένη) προέβη σε ευρείας εκτάσεως επισκευές, που αφορούσαν κυρίως ξυλουργικές, σωληνουργικές και ελασματουργικές εργασίες. Επίσης, τον μήνα Ιούνιο του έτους 2000 εχώρησε και σε μετασκευές, που αφορούσαν στην επέκταση του πρυμναίου σαλονιού, κατασκευή θαλαμίσκων, στην ανακατασκευή κοινόχρηστων χώρων, στην εγκατάσταση συστημάτων πυρασφάλειας, κλιματισμού, ηλεκτρικών καλωδιώσεων και στην αντικατάσταση δικτύων σωληνώσεων, οι οποίες ήσαν ευρείας εκτάσεως. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, θεωρώντας ως οροφή το κατάστρωμα οχημάτων (κατάστρωμα υποδιαιρέσεως) και ως πυθμένα την οροφή των διπυθμένων, ο χώρος του εν λόγω πλοίου, χωρίζονταν στο μέσο περίπου από ένα ενδιάμεσο κατάστρωμα (εξαιρουμένου του χώρου του κυρίως μηχανοστασίου), ο οποίος υποδιαιρείτο σε δεκατρία (13) τμήματα από δώδεκα φρακτές (εγκάρσια μεταλλικά χωρίσματα) που ευρίσκοντο στους νομείς (σταθμούς) 11, 16, 21, 33, 48, 60, 87, 12, 114, 126, 140 και 152. Οκτώ από τις φρακτές έφεραν ανοίγματα τα οποία κλείνονταν από ένδεκα συρόμενες οριζοντίως υδραυλικές (υδατοστεγείς) θύρες, πλάτους 0,9 μέτρων εκάστη, οι οποίες ευρίσκοντο ειδικότερα, στο νομέα 3 στον κάτω χώρο στο κέντρο η υπό στοιχεία Νο1, στο νομέα 48 στον κάτω χώρο στο κέντρο η υπό στοιχεία Νο2, στον άνω χώρο αριστερά η Νο5 και δεξιά η Νο6, στο νομέα 60 στον κάτω χώρο στο κέντρο η Νο3, στον νομέα 87 στον κάτω χώρο η Νο4, στον νομέα 102 στον άνω χώρο στο κέντρο η Νο7, στον νομέα 114 στον άνω χώρο αριστερά η Νο 9 και δεξιά η Νο 8, στον νομέα 126 στον άνω χώρο στο κέντρο η Νο 10 και στον νομέα 146 στον άνω χώρο στο κέντρο η Νο11. Κάθε μία από τις θύρες αυτές είχε τη δυνατότητα χειρισμού: 1) επιτοπίως υδραυλικά αυτόνομα, μέσω μοχλού και χειραντλίας και από τις δύο όψεις (σε περίπτωση απώλειας της ηλεκτρικής ενέργειας του πλοίου ή βλάβης του υδραυλικού συστήματος τηλεχειρισμού), 2) επιτοπίως μέσω ηλεκτρικού διακόπτη, εφόσον υπήρχε ρεύμα στον πίνακα οργάνων ναυσιπλοΐας, 3) υδραυλικά (μόνον κλείσιμο) ως μέλος των ομάδων (ι) Νο8, Νο9, Νο11, (ιι) Νο4, (ιιι) Νο2, Νο5, Νο6 των οποίων η χειραντλία κλεισίματος ευρίσκετο στη δεξιά πλευρά του πλοίου και των ομάδων (ι) Νο7, Νο 10 και (ιι) Νο1 και Νο3 των οποίων η χειραντλία κλεισίματος ευρίσκετο στην αριστερή πλευρά του πλοίου και 4) ηλεκτρικά και οι 11 θύρες μέσω του κεντρικού  πίνακα που ευρίσκετο στη γέφυρα του πλοίου, εφόσον υπήρχε ρεύμα στον πίνακα οργάνων ναυσιπλοΐας. Επίσης, υπήρχαν δύο κεντρικές μονάδες δεξιά πρωραίως στο νομέα 115 χειρισμού των  2, 4, 5, 6, 8, 9, 11 θυρών και αριστερά πρυμναίως για τις 3, 7 και 10 θυρών, με δυνατότητα κλεισίματος δύο στεγανών θυρών τουλάχιστον, ανά δύο διαμερίσματα, στην περίπτωση που μια κεντρική μονάδα θα ήταν εκτός λειτουργίας και όπου δύο συνεχόμενα διαμερίσματα θα είχαν κατακλυσθεί. Με το πέρας των ανωτέρω εργασιών μετασκευής και επισκευής, την 11 Ιουλίου 2000, το πλοίο υποβλήθηκε σε Πείραμα Ευσταθείας παρουσία εκπροσώπου του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων και την 20 Ιουλίου 2000 έλαβε το με αριθμό 333 Πιστοποιητικό Ασφαλείας Επιβατηγού Πλοίου. Στον εν λόγω πιστοποιητικό Ασφαλείας αναφέρονταν ως οδηγία – εντολή, το κλείσιμο όλων των ανωτέρω υδατοστεγών θυρών κατά τον απόπλου του πλοίου, οι οποίες έπρεπε να παραμένουν κλειστές, καθόλη τη διάρκεια του πλου, επιπλέον δε προβλέπονταν η καταχώρηση του χρόνου κλεισίματος και ανοίγματος στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Το εν λόγω πλοίο, στο οποίο επέβαινε και ο ενάγων ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του με την ανωτέρω ειδικότητα, την 26.9.2000 και περί ώρα 17.10, απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά σε εκτέλεση του δρομολογίου «Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Εύδηλος – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου – Πάτμος – Λειψούς», με 533 επιβαίνοντες σ’ αυτό (εκ των οποίων 472 επιβάτες και 61 άτομα πλήρωμα). Εν τούτοις, προ του απόπλου του εν λόγω πλοίου, ο πλοίαρχος αυτού δεν μερίμνησε, ως όφειλε κατά το αμέσως ανωτέρω αναφερόμενο πιστοποιητικό ασφαλείας, για το κλείσιμο των ανωτέρω υδατοστεγών θυρών του πλοίου, οι οποίες παρέμειναν ανοιχτές καθόλη τη διάρκεια του πλου έως και τη βύθισή του την ίδια ημέρα και περί ώρας 22.52 στην περιοχή «…..», σε απόσταση 0,5 ν.μ. από τον Όρμο της Παροικιάς της Νήσου Πάρου. Δέκα [10] περίπου λεπτά μετά τον απόπλου, το πλοίο ανέπτυξε την συνήθη ταχύτητα υπηρεσίας του, 18.5 κόμβων, η οποία σύμφωνα με το σχέδιο ταξιδιού (voyage plan) προέβλεπε άφιξη στο λιμένα της Πάρου  περί ώρας 22.18 της ίδιας ημέρας, καλύπτοντας απόσταση 90.5 ναυτικών μιλίων. Σύμφωνα με την προκαθορισμένη διαίρεση φυλακών γέφυρας, τη διακυβέρνηση του πλοίου, ως Αξιωματικός Γέφυρας, ανέλαβε με την έναρξη του ταξιδίου ο Υποπλοίαρχος ….., ο οποίος μετά την παράλλαξη της νησίδας «…..», άνοιξε το δεξιό αντιδιατοιχιστικό πτερύγιο (Stabilizer fin), λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, δεδομένου ότι έπνεαν άνεμοι, από ΒΑ κατεύθυνση, εντάσεως 6-7 μποφόρ. Από την παραπάνω χρονική στιγμή και καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού του πλοίου, τα χειριστήρια των κυρίων μηχανών βρίσκονταν στον έλεγχο του μηχανοστασίου και σε θέση πρόσω ολοταχώς (FULL AHEAD), τα δε πηδάλια του πλοίου, έως προ της βραχονησίδας «…..», ήταν στον αυτόματο πιλότο. Περί ώρας 20.00, σύμφωνα με την προκαθορισμένη διαίρεση φυλακών γέφυρας, παρέλαβε τη διακυβέρνηση του εν λόγω πλοίου (φυλακή γέφυρας 20:00 έως 24:00 ώρα), ως Αξιωματικός Γέφυρας από τον Υποπλοίαρχο ……., ο Υποπλοίαρχος ……… Το πλοίο εκείνη τη στιγμή (της παράδοσης – παραλαβής καθηκόντων), έπλεε λίγο προ της παραλλάξεως του Ακρωτηρίου Κέφαλος της Κύθνου (10 λεπτά περίπου), το πηδάλιο ευρίσκετο στον “αυτόματο πιλότο” και παρέμενε ανεπτυγμένο το δεξί αντιδιατοιχικό πτερύγιο (Stabilizer fins). Επιπλέον, κατά τα πορίσματα της με αριθμό …./2003 έκθεσης του Α Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ), η πορεία του πλοίου, παραδόθηκε στον Υποπλοίαρχο ……. στις 90 μοίρες, ο οποίος την έθεσε στις 80 μοίρες, αντί των 127 μοιρών της χαραγμένης πορείας. Κατά τον ίδιο χρόνο, ανέλαβαν φυλακή γέφυρας με καθήκοντα Οπτήρα και Πηδαλιούχου οι Ναύτες …….. και ………., οι οποίοι εν τούτοις, δεν υπηρετούσαν αμφότεροι στην γέφυρα, αλλά αρχικώς στη γέφυρα παρέμεινε ο ……….., εκτελώντας χρέη Οπτήρα/Πηδαλιούχου, ο δε ……… ανέλαβε την εκτέλεση (εκτός γέφυρας) περιπολίας των χώρων του πλοίου, αυτοί δε (ναύτες φυλακής γέφυρας) εναλλάσσονταν στις ανωτέρω υπηρεσίες ανά μία ώρα. Στην γέφυρα του πλοίου επίσης ευρίσκοντο, ο Δόκιμος Πλοίαρχος ……….., με δική του πρωτοβουλία, διότι το ωράριό του είχε λήξει, καθώς και ο Ασυρματιστής . ……… Περί ώρας 21:00, ο Ναύτης ……..  αντικαταστάθηκε στα καθήκοντα Οπτήρος / Πηδαλιούχου από τον Ναύτη ………, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα περιπολίας των χώρων του πλοίου, μετ’ ολίγον δε απεχώρησε από τη γέφυρα του πλοίου ο ανωτέρω Δόκιμος Πλοίαρχος. Περί ώρας 21.20, ο Αξιωματικός Φυλακής Υποπλοίαρχος ……., καθόν χρόνο στη γέφυρα του πλοίου ευρίσκοντο αυτός, ο ανωτέρω ναύτης και ο ανωτέρω ασυρματιστής, έδωσε εντολή στον εκτελούντα χρέη Οπτήρος/Πηδαλιούχου Ναύτη …….., να αναζητήσει και ανεύρει τον Δόκιμο Πλοίαρχο, που μόλις είχε αποχωρήσει από τη γέφυρα, προκειμένου αφενός μεν να του παραδώσει τα σωστά κλειδιά της καμπίνας του, αφ’ ετέρου δε να του διαβιβάσει να μεταβεί εκ νέου στη γέφυρα του πλοίου. Κατά την έκθεση του ΑΣΝΑ, ο ναύτης επέστρεψε είκοσι λεπτά μετά, ήτοι περί ώρας 21.40, ακολούθως δε περί τα έξι με επτά λεπτά στη γέφυρα επέστρεψε και ο ανωτέρω δόκιμος πλοίαρχος, πλην όμως απεχώρησε από τη γέφυρα ο ανωτέρω ασυρματιστής. Ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας εζήτησε από τον Δόκιμο Πλοίαρχο να ειδοποιήσει τηλεφωνικά τον Πλοίαρχο και τον Ύπαρχο ότι σε ένα τέταρτο της ώρας έφθαναν στο λιμάνι της Πάρου και περί ώρας 22.05 έδωσε εντολή στο Ναύτη …….. να αναλάβει χρέη πηδαλιούχου, θέτοντας το πηδάλιο στο χειροκίνητο. Ο ίδιος από τα πρωραία παράθυρα,  εντόπισε οπτικώς το φανό στα βόρεια των βραχονησίδων … και εζήτησε από τον Δόκιμο Πλοίαρχο να επιβεβαιώσει από το ναυτικό χάρτη τον εν λόγω φανό. Ακολούθως, ερώτησε τον δόκιμο πλοίαρχο, ο οποίος  ήδη είχε μετακινηθεί έμπροσθεν του ραντάρ, εάν έβλεπε σ’ αυτό τις βραχονησίδες …… Όταν έλαβε την απάντηση ότι τις έβλεπε και ότι “υπήρχε στόχος μπροστά, πολύ κοντά”, ο εν λόγω αξιωματικός Φυλακής δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στη παρατήρηση αυτή του δόκιμου (ο οποίος από τη θέση που βρισκόταν δεν μπορούσε να αντιληφθεί την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία περιερχόταν άμεσα το πλοίο, το οποίο είχε λάβει ήδη πορεία σύγκρουσης με τις βραχονησίδες ….). Όταν ο δόκιμος αποφάσισε να εκφράσει τους φόβους του (2 περίπου λεπτά πριν από την πρόσκρουση), ο Αξιωματικός Φυλακής τον αποδοκίμασε παρουσία κατωτέρου πληρώματος, χωρίς να ελέγξει την κατάσταση. Ελάχιστο χρόνο πριν από την πρόσκρουση (περίπου 1 1/5 λεπτό) ο Αξιωματικός Φυλακής αντελήφθη ότι θα πέρναγε πολύ κοντά από τις «…..» χωρίς ακόμη όμως να έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και έδωσε εντολή στον πηδαλιούχο να θέσει αρχικά γωνία πηδαλίου τρεις (3) μοίρες αριστερά και όταν ο πηδαλιούχος ανέφερε ότι το πλοίο δεν ανταποκρίνονταν στην κίνηση, του έδωσε εντολή για πέντε (5) ακόμη μοίρες και αμέσως μετά για δέκα (10) μοίρες. Μετά την ολοκλήρωση της κινήσεως και ενώ το πλοίο είχε πλησιάσει ελάχιστα μέτρα τις βραχονησίδες, ο Αξιωματικός Φυλακής, αντιλαμβανόμενος πλέον την αμεσότητα του κινδύνου πρόσκρουσης στην ανωτέρω βραχονησίδα και υπό το κράτος πανικού, ανέλαβε ο ίδιος το πηδάλιο και το έθεσε όλο αριστερά. Περί ώρας 22.12′ και ενώ το πλοίο έπλεε με ταχύτητα 18 περίπου κόμβων, προσέκρουσε βιαίως με τη δεξιά πλευρά του (μεταξύ των νομέων 110-115, 36 περίπου μέτρα από την πλώρη) στα βόρεια των βραχονησίδων «….». Όπως προκύπτει από την προμνημονευθείσα με αριθμό …/2003 έκθεση του ΑΣΝΑ, κατ’ εκείνο το χρόνο στην περιοχή επικρατούσαν βόρειοι άνεμοι σχεδόν θυελλώδεις, εντάσεως 7 Μποφώρ με ριπές, κατά διαστήματα, μέχρι θυελλώδεις, εντάσεως 8 Μποφώρ ο εκτιμώμενος κυματισμός ανήρχετο σε 2,5 έως 3,00 μ. και η ορατότητα εκτινόταν  σε 7 έως 10 μίλια. Άμεσο αποτέλεσμα της πρόσκρουσης του πλοίου στη βραχονησίδα «….» ήταν να προκληθεί μία σειρά ρηγμάτων και μικρότερες ρηγματώσεις (εννέα συνολικά), στη δεξιά πλευρά του πλοίου, τόσο στα ύφαλα όσο και στα έξαλα αυτού και ιδίως: α) το ρήγμα Α στη δεξιά πλευρά του πλοίου χαμηλά στην περιοχή του κυρτού (bilge) του κυρίου μηχανοστασίου, πρύμνηθεν της στεγανής φρακτής υποδιαίρεσης του κυρίου από το πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσιο. Το ρήγμα αυτό (ακολούθως ονομαζόμενο Ρήγμα Α-1), που εκτείνετο μεταξύ των νομέων 82 και 87, είχε προκληθεί από την βιαία εισχώρηση τμήματος του δεξιού αντιδιατοιχιστικού πτερυγίου (stabiliazer) στην περιοχή του κυρτού του κυρίου Μηχανοστασίου και πάνω από την οροφή των διπυθμένων. Οι διαστάσεις του ρήγματος αυτού, είχαν μήκος 295 εκ. και πλάτος 105 εκ. εξωτερικά, το οποίο υπήρξε, όπως προέκυψε ακολούθως, το σημαντικότερο από τα ρήγματα που υπέστη το εν λόγω πλοίο και το καθοριστικότερο για τη βύθιση αυτού, β) τρία ρήγματα, στη δεξιά (ΔΕ) πλευρά του πλοίου, μικρότερων διαστάσεων του ανωτέρω ρήγματος Α, τα οποία προεκλήθησαν μεταξύ των νομέων 115 και 120 και ειδικότερα Ρήγμα: Β-Ι διαστάσεων 3 Χ 2 εκ., Ρήγμα Β-ΙΙ διαστάσεων 61 Χ (4-6) εκ. στο τμήμα του πλευρικού ελάσματος που ήταν λευκό, με διεύθυνση παράλληλη προς τον διαμήκη άξονα του πλοίου και Ρήγμα Β – III διαστάσεων 20 Χ (0,3 -1) εκ., στη δεξιά πλευρά του πλοίου επί του νομέα 115. Τα ρήγματα αυτά ευρίσκοντο περί και άνωθεν της ισάλου πλεύσης του πλοίου, στους χώρους των πρωραίων ενδιαιτήσεων του πληρώματος, κάτωθεν του καταστρώματος οχημάτων. Η ανωτέρω ομάδα Ρηγμάτων Β, στην περιοχή της ισάλου (στους νομείς 115/120), είχε μικρές διαστάσεις και κατά την από μηνός Σεπτεμβρίου διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, η έκταση της κατάκλυσης, που οφείλετο στα ρήγματα αυτά, δεν ήταν τόσο σημαντική, τουλάχιστον στην αρχική φάση μετά την πρόσκρουση (σχετ. σελ. 60). Εν τούτοις, μετά την προοδευτική αύξηση του βυθίσματος και τη διαγωγή του πλοίου, λόγω κατάκλυσης των υποκειμένων χώρων και της κλίσης αυτού, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί κατωτέρω, αθροιστικά έπαιξαν και αυτά το ρόλο τους. γ) το ρήγμα Γ, στη δεξιά (ΔΕ) πλευρά του πλοίου μεταξύ των νομέων 102 και (108/109) στο ύψος του platform deck (DECK-4), περίπου 5.0 μ. άνωθεν της ισάλου πλεύσης του πλοίου. Η έναρξη του ρήγματος αυτού εντοπίσθηκε στην περιοχή του κεντρικού σταθμού εξ αποστάσεως ελέγχου των υδατοστεγών θυρών WTD 2, 4, 5, 6, 8, 9, 11 (περίπου νομέας 113). Το ρήγμα Γ στην περιοχή του ΔΕ platform deck, αν και ευρίσκετο ψηλά άνωθεν της υποτιθέμενης ισάλου πλεύσης του πλοίου, κατά την ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης (σελ. 56) επηρέασε σημαντικά στη βύθιση αυτού, διότι επηρέασε τόσο την ίδια την κατάκλυση του πλοίου, στην τελική της φάση, όσο και την ενδεχόμενη αντιμετώπισή της, διότι, εξαιτίας της θέσης του Ρήγματος Γ, καταστράφηκαν τα συστήματα εξ αποστάσεως ενεργοποίησης των υδατοστεγών θυρών 2, 4, 5, 6, 8, 9, 11, καθιστώντας αδύνατο το περιορισμό της κατάκλυσης, μέσω της στεγανοποίησης ορισμένων άθικτων διαμερισμάτων. Εκ των θυρών αυτών, ιδιαίτερη σημασία έχει η θύρα 4, που απομονώνει το κύριο από το βοηθητικό πρωραίο μηχανοστάσιο και ευρίσκεται πρύμνηθεν του κεντρικού σταθμού. Ήδη στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι η κεντρική μονάδα ελέγχου των στεγανών θυρών 1, 3, 7 & 10, όπως και οι αντίστοιχες χειραντλίες χειρισμού ανάγκης των θυρών αυτών, ιδιαίτερα των (στην προκείμενη περίπτωση) σημαντικών θυρών 3 & 7, οι οποίες απομόνωναν το κύριο και πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσιο από τους υπόλοιπους στεγανούς χώρους, ευρίσκοντο στην άθικτη κατά την πρόσκρουση, αριστερή πλευρά του πλοίου, στο ύψος του καταστρώματος οχημάτων και του αριστερού platform deck, αντίστοιχα (σχετικά σελ. 74 από μηνός Σεπτεμβρίου 2001 Πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη για το εν λόγω Ναυάγιο στα πλαίσια της ποινικής δίκης από τους . ….. Δρ Ναυπηγός Μηχανολόγος Μηχανικός, . ….. Πλοιάρχου Α Τάξεως, ………….. Αντιπλοιάρχου Πολεμικού Ναυτικού, ………… Δρ Ναυπηγού Μηχανολόγου – Ηλεκτρολόγου και …………. Διπλωματούχου Ναυπηγού Μηχανολόγου Μηχανικού). Από την ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, απεδείχθη περαιτέρω ότι, το Ρήγμα Γ στην περιοχή του ΔΕ platform deck, επηρέασε καταλυτικά τον χρόνο βύθισης του πλοίου. Η επίδρασή του στην διαδικασία βύθισης άρχισε περί τα 15′ λεπτά μετά την πρόσκρουση με τη βύθιση του συγκεκριμένου ρήγματος κάτω από το νερό, λόγω της προοδευτικής αύξησης του βυθίσματος και της κλίσης του πλοίου από την κατάκλυση των υποκείμενων χώρων. Η έκταση και η θέση του Ρήγματος Γ, οδήγησαν στην ταχύτερη εισροή υδάτων στο χώρο του καταστρώματος οχημάτων και στην πλήρωση των εναπομενόντων χώρων που προσέφεραν εφεδρική άντωση στο πλοίο. Το γεγονός αυτό εκτιμάται από την εν λόγω έκθεση πραγματογνωμοσύνης ότι επιτάχυνε σημαντικά τα τελευταία στάδια της διαδικασίας βύθισης και μείωσε και τους διαθέσιμους χρόνους για την εγκατάλειψη του πλοίου. (δ) Στο νομέα 14, στο μέσο του άξονα της δεξιάς προπέλας εντοπίστηκε το Ρήγμα Δ-Ι με διαστάσεις μήκους 18,5 εκ. και πλάτους 1-1,5 εκ. και στο νομέα 18 και κάτω από την εξαγωγή εντοπίστηκε το Ρήγμα Δ-ΙΙ με διαστάσεις μήκους 8 εκ. και πλάτος 1-1,4 εκ. Κατά την ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τα ρήγματα αυτά, με βάση τα στοιχεία των πραγματογνωμόνων δυτών, τη μορφολογία, τη διεύθυνσης και τη θέση τους, τουλάχιστον εν μέρει προέκυψαν κατά την αρχική πρόσκρουση του σκάφους με τις βραχονησίδες, δηλαδή φαίνεται ότι το πλοίο ακούμπησε στους βράχους και με το πρυμναίο τμήμα του, ορισμένα όμως εξ αυτών, κατά την ίδια έκθεση, ίσως να ήταν και αποτέλεσμα των κινήσεων – θέσεων που έλαβε το σκάφος κατά τη βύθισή του και την επικάθισή του στο βυθό. Κατά την ίδια έκθεση, σε κάθε περίπτωση, αυτά τα ρήγματα δεν επηρέασαν σημαντικά τη διαδικασία κατακλύσεως και βυθίσεως του πλοίου. Η πρόσκρουση του πλοίου στην ανωτέρω βραχονησίδα, είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία κατάκλυση του χώρου του μηχανοστασίου του με θαλάσσιο ύδωρ από το προαναφερόμενο Ρήγμα Α και κατόπιν και των παρακείμενων βοηθητικών μηχανοστασίων. Αυτό προκάλεσε, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, την διακοπή της λειτουργίας των κυρίων και βοηθητικών μηχανημάτων που βρίσκονται στους χώρους αυτούς. Το νερό ξεπερνώντας το ύψος των κατωφλίων των στεγανών θυρών του κυρίου μηχανοστασίου (περίπου 40 εκατοστά από την οροφή των διπυθμένων), άρχισε σταδιακά να κατακλύζει και τους χώρους των γειτονικών διαμερισμάτων, αρχίζοντας από το πρωραίο και παράλληλα το πρυμναίο βοηθητικό μηχανοστάσιο. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε η έναρξη της κατάκλυσης των χώρων πρύμνηθεν του πρυμναίου βοηθητικού μηχανοστασίου. Ακολούθως και με σαφώς μειωμένη ταχύτητα εισροής υδάτων, κατακλύσθηκαν οι υπερκείμενοι των πρυμναίων και πρωραίων μηχανοστασίων χώροι, δηλαδή οι πρυμναίες ενδιαιτήσεις επιβατών και αντίστοιχα οι πρωραίες ενδιαιτήσεις πληρώματος, κάτωθεν του καταστρώματος οχημάτων και κατόπιν των κενών χώρων (νοid spaces) των πρωραίων ψυγείων, κάτωθεν των πρωραίων ενδιαιτήσεων πληρώματος, μέσω των ευρισκομένων σε αυτές φρεατίων αποστράγγισης (down flodding points). Η σταδιακή δε κατάκλυση του συνόλου των κατώτερων στεγανών διαμερισμάτων, που οριοθετούνται οριζοντίως από το κατάστρωμα των διπυθμένων (DECK-1) και το ενδιάμεσο κατάστρωμα (DECK-2), δημιούργησε αμέσως, μετά την πρόσκρουση, μεγάλες ελεύθερες επιφάνειες με αποτέλεσμα την μείωση της αρχικής ευστάθειας του πλοίου (μετακεντρικού ύψους GM) και κατ’ επέκταση την εμφάνιση των αρχικών εγκάρσιων κλίσεων της τάξης των 5° μοιρών εντός 3 περίπου λεπτών μετά την πρόσκρουση και σημαντική αύξηση της έμπρυμνης διαγωγής του πλοίου, αλλά και του μέσου βυθίσματος. Σε συνέχεια, τα κατώτερα διαμερίσματα πληρώθηκαν με νερό και η επίδραση των ελευθέρων επιφανειών τους μειώθηκε και τελικά αναιρέθηκε πλήρως, με αποτέλεσμα την επαναφορά του πλοίου στην κατακόρυφη θέση (upright position) εντός 5 περίπου λεπτών μετά την πρόσκρουση. Προοδευτικά το νερό ξεκίνησε την προς τα άνω κατάκλυση (upflooding) των διαφόρων διαμερισμάτων που βρίσκονταν υπεράνω των κατακλυσμένων, τόσο πρώραθεν όσο και πρύμνηθεν του κυρίως μηχανοστασίου, διαμέσου των ανοικτών στεγανών θυρών (όπως της θύρας 7), με ροή τούτου, προς τις πρωραίες ενδιαιτήσεις του πληρώματος, των κλιμάκων και των φρεατίων και κατακλύστηκαν και οι οδοί διαφυγής. Αυτό οδήγησε στην εκ νέου δημιουργία ελευθέρων επιφανειών, στην μείωση του μετακεντρικού ύψους GΜ του πλοίου και στην πρόκληση εγκάρσιας κλίσης. Η προοδευτική αύξηση του βυθίσματος και της κλίσης του σκάφους, έφερε και το Ρήγμα Β πλήρως κάτω από την επιφάνεια του νερού, επιταχύνοντας έτσι τη διαδικασία κατάκλυσης των πρωραίων διαμερισμάτων. Τα ύδατα τόσο από το Ρήγμα Β όσο και από την υπερχείλιση του πρωραίου βοηθητικού μηχανοστασίου, εισήλθαν στους χώρους πρωραίων ενδιαιτήσεων μεταξύ των νομέων 114 και 126 και κατόπιν μέσω των σημείων κατάκλυσης (downflooding points) πλήρωσαν τους υποκείμενους κενούς χώρους των ψυγείων μεταξύ των ίδιων νομέων. Eντός 10 περίπου λεπτών μετά την πρόσκρουση, κατά την ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εκτιμάται ότι το πλοίο έλαβε κλίση περίπου 9-10° μοίρες. Εξαιτίας των εκ νέου δημιουργηθεισών ελευθέρων επιφανειών και της αντίστοιχης μείωσης του μετακεντρικού ύψους GΜ, το πλοίο  έλαβε εκ νέου εγκάρσια κλίση. Η έμπρυμνη διαγωγή του μειώθηκε και σταδιακά το πλοίο απέκτησε πρωραία διαγωγή. Η συνεχής εισροή υδάτων αύξανε μονοτονικά το βύθισμα. Η ήδη αποκτηθείσα πρωραία διαγωγή και η δεξιά εγκάρσια κλίση του, η οποία στα 15′ λεπτά μετά την πρόσκρουση είχε φθάσει περί τις 15 μοίρες, οδήγησαν στην ταχύτερη βύθιση του Ρήγματος Γ κάτω από το νερό και την κατάκλυση του χώρου των οχημάτων. Η κατάκλυση αυτή κάλυψε αρχικώς τα δεξιά πλάγια διαμερίσματα (side casings) του καταστρώματος οχημάτων, στην περιοχή του ρήγματος Γ και ακολούθως επεκτάθηκε σταδιακά, μέσω των καιροστεγών θυρών, στο πλήρες κατάστρωμα οχημάτων. Αυτό οδήγησε παράλληλα και στην ταχύτερη πλήρωση των διαμερισμάτων του καταστρώματος 2 (DECK-2), που ως τότε γέμιζαν μόνο από την υπερχείλιση των κατώτερων διαμερισμάτων και εν μέρει από το Ρήγμα Β. Με την έναρξη της κατάκλυσης του καταστρώματος οχημάτων, αυξήθηκαν δραματικά οι ελεύθερες επιφάνειες, καθώς και η επίδραση της κίνησης του νερού στο κατάστρωμα οχημάτων και στις κινήσεις του πλοίου. Το νερό στα τελικά στάδια προ της βύθισης, εισέρεε στο χώρο του καταστρώματος οχημάτων, προερχόμενο κυρίως από τα Ρήγματα Γ και τα μη στεγανά ανοίγματα, άνωθεν του καταστρώματος οχημάτων (εξαγωγές εξαερισμού καταστρώματος οχημάτων) και ακολούθως, μετά την καταβύθιση και της οροφής του καταστρώματος οχημάτων, από τα μη στεγανά ανοίγματα των υπερκατασκευών (παράθυρα κ.λ.π). Η εφεδρική άνωση του πλοίου μηδενίζονταν και το πλοίο βυθίζονταν με την σταδιακή κατάκλυση και του συνόλου των υπερκείμενων χώρων των υπερκατασκευών 45 με 50 λεπτά μετά την πρόσκρουση. Η αλληλουχία της κατάκλυσης των διαμερισμάτων, τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του πλοίου (έχον ουσιαστικά μόνο συμμετρικά στεγανά διαμερίσματα) και η κατάσταση φόρτωσης, επέτρεψαν την αποφυγή της άμεσης ανατροπής του σκάφους, που ήταν λίαν πιθανή εξαιτίας της εκτεταμένης κατάκλυσης σχεδόν του συνόλου των χώρων του πλοίου. Όπως απεδείχθη ακολούθως, στα πλαίσια διερεύνησης του ενδίκου συμβάντος, από την πρόσκρουση, καταστράφηκε η κεντρική ομάδα ελέγχου χειρισμού των στεγανών θυρών  4,5, 6, 8, 9, 11 στο platform Deck δεξιά, εκ του λόγου δε τούτου δεν ήταν δυνατός ο κεντρικός έλεγχός τους και ο χειρισμός τους εξ αποστάσεως, ούτε από το platform Deck, ούτε από τη γέφυρα. Συνεπώς το κλείσιμο των ανωτέρω θυρών έπρεπε να γίνει είτε τοπικά, είτε από τις χειραντλίες χειρισμού ανάγκης που βρίσκονταν για τις ανωτέρω θύρες επίσης δεξιά στο Platform Deck. Η χειραντλία χειρισμού ανάγκης της σημαντικής για την προκείμενη περίπτωση πρωραίας υδατοστεγούς θύρας 4 του μηχανοστασίου, ήταν δεξιά από τις σκάλες ανεβαίνοντας στο Platform Deck από το χώρο του Control Room του μηχανοστασίου, η οποία αποδείχτηκε ότι δεν επλήγη από την πρόσκρουση. Η κεντρική μονάδα ελέγχου των στεγανών θυρών 1, 3, 7 & 10 όπως και οι, αντίστοιχες χειραντλίες χειρισμού ανάγκης των θυρών αυτών, ιδιαίτερα στην προκείμενη περίπτωση σημαντικών θυρών 3 & 7 ευρίσκοντο, όπως απεδείχθη και αναφέρεται και ανωτέρω, στην άθικτη, αριστερή πλευρά του πλοίου, στο ύψος του καταστρώματος οχημάτων και του αριστερού Platform Deck, αντίστοιχα. Ως προς τον χρόνο βύθισης του πλοίου και των κλίσεων αυτού, από την ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, προέκυψε ότι, το πλοίο, μετά την πρόσκρουση, απέκτησε εγκάρσια κλίση προς τη δεξιά γωνία της τάξης των πέντε 5 μοιρών, εντός 3′ περίπου λεπτών από αυτή, αλλά επανήλθε γρήγορα, παροδικά στην ορθή θέση (σχετικά σελ. 66 προσκομιζόμενης από 26.9.2000 πραγματογνωμοσύνη). Ακολούθως, απέκτησε προοδευτικά εγκάρσια κλίση προς τα δεξιά, το ρήγμα Γ άρχισε να μπαίνει στο νερό με αποτέλεσμα την εισροή υδάτων από αυτό, με περαιτέρω αποτέλεσμα τον έντονο ρυθμό αύξησης της κλίσης. Ακολούθησε η είσοδος του καταστρώματος 5 στο νερό, γεγονός που προσέφερε ευστάθεια στο πλοίο σταματώντας την κλίση στις 33 – 34 περίπου μοίρες, ακολούθως μειώθηκε στις 26 έως 28 μοίρες. Περί τα είκοσι λεπτά μετά την πρόσκρουση το κατάστρωμα Νο 6 (embarkation) άρχισε να βυθίζεται, ακολούθως δε άρχισαν να καταβυθίζονται και τα ανώτερα καταστρώματα  μέχρι που χάθηκε από την επιφάνεια της θάλασσας. Καθόν χρόνο έλαβε χώρα η εν λόγω πρόσκρουση, στο θάλαμο ελέγχου (CONTROL ROOM) του κυρίως Μηχανοστασίου, ευρίσκοντο ο Γ’ Μηχανικός ……….. ως Αξιωματικός Φυλακής Μηχανής, ο …….   Α/Β Μηχανικός και ο ………………. Α’ Μηχανικός. Ο λιπαντής ……., ως Βοηθός Αξιωματικός Φυλακής, ευρίσκετο έξω από το χώρο του θαλάμου ελέγχου (CONTROL ROOM) μηχανών, πλησίον αυτού, στο ενδιάμεσο δάπεδο (πανιόλα) πάνω και μεταξύ των δύο κυρίων μηχανών (platform deck). Η πρόσκρουση, έγινε αμέσως αντιληπτή, από όλους τους ευρισκόμενους στο χώρο του μηχανοστασίου. Τα ύδατα εισέρεαν, ως τοξοειδής πίδακας, που υπερπηδούσε τη Νο. 1 ηλεκτρομηχανή και έπεφτε μεταξύ Νο. 1 ηλεκτρομηχανής και δεξιάς κύριας μηχανής. Σε δευτερόλεπτα από τη στιγμή της προσκρούσεως διεκόπη η λειτουργία των κυρίων μηχανών και σε 2 λεπτά σταμάτησε και η λειτουργία των ηλεκτρομηχανών. Ο Α μηχανικός, εν τούτοις, παρέλειψε αμέσως μετά την επέλευση του κινδύνου (πρόσκρουση του πλοίου στην εν λόγω βραχονησίδα), να ενημερώσει τον Πλοίαρχο του πλοίου ……., ως υποχρεούτο ως εκ της ιδιότητάς του ως Α’ Μηχανικός του εν λόγω πλοίου τουλάχιστον κατά την καλή πίστη, για την κατάσταση του μηχανοστασίου, στο οποίο άλλωστε είχε προκληθεί το σοβαρότερο ρήγμα, από το οποίο κατακλύστηκαν, με τα εισρεύσαντα ύδατα, οι χώροι ενέργειας του πλοίου. Η εν λόγω ενημέρωση, όπως αποδεικνύεται από την ανωτέρω έκθεση του ΑΣΝΑ (σελ. 82), μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της τηλεφωνικής εγκατάστασης, που ευρίσκετο στο control room του μηχανοστασίου, η παράλειψη δε ενημέρωσης του πλοιάρχου περί της δημιουργηθείσας κατάστασης στο μηχανοστάσιο, ήταν καθοριστική για τις περαιτέρω ενέργειες αυτού, προς αντιμετώπιση του κινδύνου. Ο εν λόγω Α Μηχανικός, αρχικά, αφού διαπίστωσε εισροή υδάτων και ταυτόχρονα αντιλήφθηκε ότι σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανών, επεχείρησε να επαναλειτουργήσει τις κύριες μηχανές, όταν όμως διαπίστωσε ότι η στάθμη των εισρεόντων υδάτων είχε ανεβεί αρκετά πάνω από το δάπεδο εργασίας (πανιόλα), διέκοψε τη διαδικασία επανεκκινήσεως των κυρίων μηχανών και κατευθύνθηκε προς τη δεξιά έξοδο του control room, έδωσε εντολή να εγκαταλειφθεί το μηχανοστάσιο και ανεβαίνοντας από τη δεξιά κάθετη σκάλα διαφυγής προς το κύριο κατάστρωμα (garage deck), απεχώρησε από το μηχανοστάσιο. Στη συνέχεια βρέθηκε στην έξοδο του καταστρώματος, της Νο. 1 σωσίβιας λέμβου και ακολούθως στο κατάστρωμα της γέφυρας ύστερα από 12 περίπου λεπτά από την πρόσκρουση. Εν τούτοις, αυτός παρέλειψε να κλείσει, ως υποχρεούτο ως εκ της ιδιότητός του, αλλά και την καλή πίστη, τις σημαντικές πρωραίες υδατοστεγείς θύρες του Μηχανοστασίου 3 και 4, οι οποίες, ήταν δεξιά από τις σκάλες ανεβαίνοντας στο platform deck από το χώρο του control room του μηχανοστασίου και οδηγεί στο πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσιο. H ενέργεια αυτή ήταν δυνατή με τη χρήση της χειραντλίας χειρισμού ανάγκης και θα είχε  ως αποτέλεσμα αν όχι την αποτροπή βυθίσεως του πλοίου, οπωσδήποτε την καθυστέρηση της, που ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη διάσωση των επιβατών. Εν τω μεταξύ, δευτερόλεπτα μετά την πρόσκρουση του πλοίου στην ανωτέρω βραχονησίδα, εισήλθε στη Γέφυρα από την πρυμναία θύρα εισόδου ο Πλοίαρχος . …….., ο οποίος μετέβαινε στο χώρο της Γέφυρας, έχοντας ειδοποιηθεί για την επικείμενη άφιξη του πλοίου στη νήσο Πάρο. Αντιλαμβανόμενος το συμβάν της πρόσκρουσης, ζήτησε από τον Αξιωματικό Φυλακής Γέφυρας, που χειριζόταν το πηδάλιο, Υποπλοίαρχο …. να τον πληροφορήσει για το τι είχε συμβεί και αυτός του απήντησε ότι “βρήκαμε στις ….”. Όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη έκθεση του ΑΣΝΑ, ακολούθως ο πλοίαρχος, κατευθύνθηκε προς την δεξιά κονσόλα της γέφυρας, όπου υπήρχε ο πίνακας τηλεχειρισμού των στεγανών θυρών. Σε δύο περίπου λεπτά κατέφθασε στη Γέφυρα ο Υποπλοίαρχος …… και αμέσως μετά και ο Υποπλοίαρχος ……, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί την πρόσκρουση. Ο δεύτερος εκ των εν λόγω Υποπλοιάρχων, κατά την έκθεση του ΑΣΝΑ που διερεύνησε το εν λόγω συμβάν, κατέθεσε ότι άκουσε τον Πλοίαρχο ……. να δίδει εντολή στον Ασυρματιστή να στείλει Σήμα Κινδύνου (ΜΑΥ DAY) και είδε τον ίδιο τον Πλοίαρχο να καλεί με το VHF το Λιμεναρχείο Πάρου και να αναφέρει ότι το πλοίο χτύπησε στις “….”. Την ίδια στιγμή, οι Υποπλοίαρχοι ….. και ……… έβγαλαν από ερμάριο κουτιά με βεγγαλικά και φωτοβολίδες, έκανε χρήση αυτών από το φτερό της Γέφυρας ο Υποπλοίαρχος …….. Την πρόσκρουση αντιλήφθηκε και ο Ύπαρχος …….. καθόν χρόνο κατευθυνόταν προς την πρύμνη του πλοίου, προκειμένου να προετοιμάσει την πρόσδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου στη νήσο Πάρο. Εκ του λόγου τούτου, κατευθύνθηκε αμέσως στη Γέφυρα, όπου και πληροφορήθηκε από τον Υποπλοίαρχο ….. …, περί της προσκρούσεως. Ο Πλοίαρχος μάλιστα, ο οποίος δεν είχε εισέτι ενημερωθεί από τον Α Μηχανικό για την κατάσταση που επικρατούσε στο Μηχανοστάσιο, προφανώς αντιλαμβανόμενος το κρίσιμο της κατάστασης αφενός μεν ως εκ της θέσεώς του, που του επέτρεπε κατά την ανωτέρω έκθεση του ΑΣΝΑ (σελ. 79) να αντιληφθεί το ανωτέρω ρήγμα Γ, αλλά και από την κλίση που έλαβε το πλοίο, έδωσε εντολή στον ανωτέρω Ύπαρχο να προετοιμάσει τις λέμβους. Αυτός με τη σειρά του, έδωσε εντολή στο λοστρόμο να κατεβάσουν στο κατάστρωμα επιβίβασης τη Νο. 1 λέμβο. Ο Πλοίαρχος, βγαίνοντας στη δεξιά βαρδιόλα, είπε στον Ύπαρχο ότι πηγαίνουν για εγκατάλειψη και να σώσουν τον κόσμο. Εν τούτοις, παρά τη σαφή υποχρέωσή του, κατά το άρθρο 5 του ΠΔ 363/1984, ο Πλοίαρχος δεν ήχησε το Σήμα Συναγερμού γενικής κατάστασης ανάγκης, αποτελούμενο από επτά βραχείς συριγμούς που ακολουθούνται από ένα μακρύ συριγμό, που για το πλήρωμα θα εσήμαινε γρήγορη επάνδρωση των θέσεων προετοιμασίας χρησιμοποιήσεως των σωσιβίων μέσων του πλοίου, όπως ακριβώς προβλέπεται από τον πίνακα διαιρέσεων συναγερμού και για τους επιβάτες γρήγορη προώθηση τους στα εξωτερικά καταστρώματα, για να γίνει η έναρξη επιβιβάσεώς τους στα σωστικά μέσα, αλλά ούτε με άλλο τρόπο προέβη σε γενική αναγγελία της απόφασής του περί εγκατάλειψης του πλοίου. Παράλληλα, ο Α μηχανικός, ……………., ο οποίος ήταν και ο μόνος που είχε ιδία αντίληψη για την κατάσταση των ρηγμάτων και την εισροή ύδατος στο μηχανοστάσιο, εμφανίσθηκε στη γέφυρα, αφού είχαν περάσει περί τα δώδεκα [12] λεπτά από την πρόσκρουση και ενώ η κλήση του πλοίου ήταν ήδη εννέα [9] μοίρες και ενημέρωσε τον Πλοίαρχο για τη μεγάλη εισροή των υδάτων στο Μηχανοστάσιο. Στους χώρους των επιβατών, ήτοι στο κατάστρωμα 5 όπου ευρίσκοντο οι χώροι θαλαμίσκων (καμπίνες), στο κατάστρωμα 6 όπου ευρίσκετο το σαλόνι πρώτης θέσεως, το σαλόνι τουριστικής θέσεως, το εστιατόριο και χώροι θαλαμίσκων διακεκριμένης θέσεως και στο κατάστρωμα 7 όπου υπήρχαν ανοικτοί χώροι και ο χώρος του μπαρ του πλοίου, είχε γίνει αντιληπτή η πρόσκρουση. Μετά δε από το διαδοχικό σβήσιμο και άναμμα των λαμπτήρων κυρίως φωτισμού, άναψαν και παρέμειναν αναμμένοι μόνον οι λαμπτήρες φωτισμού ανάγκης. Ενόψει αυτών, είχε αρχίσει να δημιουργείται έντονη ανησυχία στους επιβάτες, η οποία με την πάροδο του χρόνου εξελίσσονταν σε πανικό. Το πλήρωμα, δεν ειδοποιήθηκε για την απόφαση του Πλοιάρχου για εγκατάλειψη του πλοίου, όσοι δε εκ των μελών του πληρώματος ευρίσκοντο στους χώρους των επιβατών, προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να καθησυχάσουν αυτούς (επιβάτες), οι οποίοι αναζητούσαν σωσίβια και κατευθύνονταν προς τους εξωτερικούς χώρους. Παράλληλα, επιβάτες και μέλη του πληρώματος, όταν αντελήφθησαν το κρίσιμο της κατάστασης κατευθύνονταν εντελώς ανοργάνωτα  προς τις σωσίβιες λέμβους, οι οποίες όμως λόγω της κλίσεως του πλοίου ήταν πλέον δύσκολο να καθαιρεθούν. Μάλιστα, από τις οκτώ λέμβους του πλοίου ενεργοποιήθηκαν μόλις οι τρεις και δη η Νο2 πρώτη από την αριστερή πλευρά και οι Νο1 και Νο5 πρώτη και τρίτη από τη δεξιά πλευρά. Όπως προέκυψε ακολούθως, ενώ ακόμη υπήρχαν στο πλοίο επιβάτες, στην Νο2 σωσίβια λέμβο επιβιβάσθηκαν ο Α Μηχανικός ……., οι Γ Μηχανικοί ………., ………. και ………., ο Λιπαντής …………………. ο Ηλεκτρολόγος ……… και δύο ναύτες, στην Νο1 ο Ασυρματιστής του πλοίου ….., ο …… καθώς επίσης και άλλα πέντε μέλη του κατώτερου πληρώματος και στη Νούμερο 5 ο Ύπαρχος ………… υπεύθυνος για τα σωστικά μέσα και τη διάσωση. Από άποψη φυσικής κατάστασης, όπως ακολούθως διεπιστώθη στα πλαίσια διερεύνησης του ενδίκου συμβάντος, το εν λόγω πλοίο ήταν αξιόπλοο προς εκτέλεση της μεταφοράς επιβατών και οχημάτων κατά την επίδικη ημέρα. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται κυρίως από τη με αριθμό ……/2003 έκθεση του Α Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (Α.Σ.Ν.Α.), το πλοίο πληρούσε τους παράγοντες των συνθηκών ασφάλειας αυτού και των επιβαινόντων, όπως αυτοί ορίζονται στο υπ’ αριθ. 1 Εγχειρίδιο Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας του ΥΕΝ, αφού διεπιστώθη ότι διέθετε επαρκή όγκο, το αναγκαίο ύψος εξάλων, την αναγκαία σιμότητα, η κατασκευή του σκελετού ήταν ισχυρά, το περίβλημά του και η υποδιαίρεσή του στεγανά. Επιπλέον, το πλοίο κάλυπτε πλήρως τις απαιτήσεις των κανονισμών για τους πλόες της κατηγορίας του, σύμφωνα δε με το πιστοποιητικό ασφαλείας επιβατηγού πλοίου με αριθμό ……./20.7.2000 το πλοίο είχε επιθεωρηθεί ικανοποιητικά για τα τηλεπικοινωνιακά του μέσα και εκκρεμούσε μόνον η υποβολή δικαιολογητικών για την έκδοση αδείας εγκατάστασης και λειτουργίας σταθμού έως την 30.7.2000, η οποία εγκαταστάθηκε την 1.8.2000. Το πλοίο διέθετε δύο κύριες μηχανές εσωτερικής καύσεως, η κατάσταση των οποίων μετά των βοηθητικών μηχανημάτων ανευρέθη ικανοποιητική. Επιπλέον, δίπλα και εξωτερικά από κάθε κύρια μηχανή υπήρχαν τέσσερα ηλεκτροπαράγωγα ζεύγη τοποθετημένα ανά δύο σε σειρά, καθώς επίσης και ένα ηλεκτροπαράγωγο ζεύγος ανάγκης το οποίο πληρούσε τις νόμιμες απαιτήσεις από άποψη θέσης και δυνατότητας το οποίο, εν τούτοις, μετά το ένδικο συμβάν για αδιευκρίνιστους λόγους δεν τροφοδότησε τον ηλεκτρολογικό πίνακα κινδύνου και τον ηλεκτρικό πίνακα ασφαλείας. Από άποψη σωστικών μέσων διεπιστώθη ότι, διέθετε (α) οκτώ σωσίβιες λέμβους, όπως αναλύεται και ανωτέρω, συνολικής χωρητικότητας [674] ατόμων, οι οποίες μετά του εξοπλισμού και του συστήματος καθαιρέσεώς τους πληρούσαν τους προβλεπόμενους κανονισμούς για την κατηγορία του εν λόγω πλοίου, (β) [26] πνευστές σχεδίες (βαρελάκια) χωρητικότητας [650] ατόμων, οι οποίες κάλυπταν ποιοτικά και ποσοτικά τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου, και (γ) [1.100] ατομικά σωστικά μέσα για ενήλικες και [110] παιδικά για ορισμένα εκ των οποίων υπήρξε θέμα ποιότητας λόγω της παλαιότητάς τους και του αμφισβητούμενου ζητήματος του εάν διέθεταν φωτιστικά στοιχεία ή σφυρίχτρα, περίπτωση εν τούτοις η οποία δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, ενόψει του ότι ο ενάγων με τη χρήση σωσιβίου κατάφερε εν τέλει να σωθεί και δεν κρίνεται ότι η κατάσταση της υγείας του, για την οποία θα γίνει αναφορά κατωτέρω, συνδέεται αιτιωδώς με το ατομικό σωστικό μέσο (σωσίβιο) που ο ίδιος χρησιμοποίησε. Εν τούτοις, ενόψει του ότι στην έννοια της αξιοπλοΐας περιλαμβάνεται και η επάνδρωσή του με ικανό προσοντούχο πλήρωμα και πεπειραμένο και προσοντούχο Πλοίαρχο, απεδείχθη ότι το πλήρωμα και ο Πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου διέθεταν μεν τα τυπικά πιστοποιητικά αλλά, όπως προέκυψε από τις ενέργειες και παραλείψεις του πληρώματος και ιδίως των αναφερομένων στην αγωγή Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου αξιωματικού φυλακής γέφυρας του εν λόγω πλοίου, καθόν χρόνο έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, ……….., για τις πράξεις και παραλείψεις των οποίων και ενάγεται η εναγομένη ως προστήσασα αυτούς και από τις οποίες (πράξεις και παραλείψεις αυτών), σε συνδυασμό με πράξεις και παραλείψεις και του Α Μηχανικού του πλοίου, για τις παραλείψεις του οποίου η εναγομένη δεν ενάγεται ως προστήσασα αυτόν εν προκειμένω, οδήγησαν στη βύθιση του εν λόγω πλοίου, τα ουσιαστικά προσόντα τους δεν ανταποκρίνονταν στα τυπικά, με αποτέλεσμα το πλοίο να μην ευρίσκετο σε κατάσταση αξιοπλοΐας, καθόν χρόνο έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, όχι όμως λόγω φυσικής κατάστασης, όπως αναλύεται ανωτέρω, αλλά λόγω των ενεργειών των ανωτέρω προσώπων μελών του πληρώματος. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στον Υποπλοίαρχο ….. …, ο οποίος είχε ελάχιστη εμπειρία και δη μόλις ενός μηνός σε επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, απεδείχθη ότι, αφ’ ης στιγμής ανέλαβε καθήκοντα Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας, ο πλους του εν λόγω πλοίου κατέστη ανασφαλής, διότι έχοντας τη διακυβέρνηση του πλοίου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εκτελώντας καθήκοντα αξιωματικού φυλακής γέφυρας, αν και όφειλε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του ΒΔ 683/1960, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητός του, να έχει προσηλωμένη την προσοχή του στην εξασφάλιση της ασφαλούς ναυσιπλοΐας, στην τήρηση της πορείας του πλοίου, στην τήρηση των κανόνων προς αποφυγή συγκρούσεων και οπωσδήποτε να συμβουλεύεται όλα τα ναυτιλιακά όργανα (RADAR, G.P.S.), δεν τηρούσε σε κάθε χρονική στιγμή του πλου την απαιτούμενη οπτική επιτήρηση του θαλασσίου χώρου με κάθε διαθέσιμο και πρόσφορο μέσο, ενόψει και των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν (θυελλώδεις άνεμοι, έντονος κυματισμός), αλλά και της φυσιογνωμίας της περιοχής (αβαθή και βραχονησίδες) και δεν έκανε χρήση κάθε διαθεσίμου και καταλλήλου μέσου (ραντάρ, πυξίδα, βυθόμετρο, GPS, διόπτευση), για να εκτιμήσει αν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης, ούτε έκανε έλεγχο του στίγματος και της πορείας του πλοίου κατά τη διάρκεια του πλου με αποτέλεσμα, να μην ακολουθεί την προδιαγεγραμμένη πορεία του ταξιδίου επί του χάρτου από τον Πλοίαρχο. Μάλιστα, δεν επεχείρησε να επιβεβαιώσει, αλλά αντίθετα απαξίωσε την πληροφορία που του παρείχε ο Δόκιμος Πλοίαρχος ………, ως ανωτέρω αναλύεται, περί προσεγγίσεως του πλοίου στη βραχονησίδα «…….». Όσον αφορά στον Πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου ……. (i) δεν ασκούσε αυτοπροσώπως τη διακυβέρνηση του σκάφους κατά το κρίσιμο διάστημα, παρά τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες (θυελλώδεις άνεμοι, έντονος κυματισμός) και την ιδιότυπη γεωγραφική φυσιογνωμία της περιοχής (αβαθή βραχονησίδες), αν και ήταν υποχρεωμένος προς τούτο, από τις διατάξεις του άρθρου 14 περ. γ του ΒΔ 683/1960 και του άρθρου 187 του ΝΔ 187/1973, (ii) δεν είχε οργανώσει πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια τη σύνθεση της γέφυρας, ώστε να αντιμετωπίσει ενδεχομένους κινδύνους ενόψει και της φυσιογνωμίας της περιοχής και ειδικότερα δεν φρόντισε να υπάρχει στη σύνθεση της φυλακής γέφυρας ναύτης οπτήρας (άρθρο 135 παρ.4 του ΒΔ 683/1960), διότι, όπως απεδείχθη, έναν εκ των ναυτών που εκτελούσε χρέη φυλακής γέφυρας, απασχολούσε στην περιπολία για τον έλεγχο της ασφάλειας του πλοίου, ήτοι εκτός γέφυρας του πλοίου, με αποτέλεσμα καθόν χρόνο ο ένας και μοναδικός ναύτης γέφυρας ανέλαβε χρέη πηδαλιούχου να μην υπάρχει στη γέφυρα οπτήρας, (iii) δεν ήλεγχε τις στεγανές θύρες οι οποίες ήταν όλες ανοικτές, ως αναλύεται ανωτέρω, κατά παράβαση των κανονισμών, ούτε φρόντισε για το κλείσιμο τους κατά την έναρξη του πλου, όπως όφειλε και ορίζονταν στη σελίδα 5 του Προσαρτήματος του με αριθμό ………/20.07.2000 πιστοποιητικού ασφαλείας του εν λόγω επιβατηγού πλοίου, το οποίο προέβλεπε ότι «Οι υδατοστεγείς θύρες, θα κλείονται προ απόπλου και θα παραμένουν κλειστές, καθόλη τη διάρκεια του πλου. Ο χρόνος ανοίγματος στο λιμάνι και κλεισίματος προ απόπλου θα καταχωρείται στο ημερολόγιο του πλοίου.». Την εν λόγω  υποχρέωση έφερε ο ίδιος, λόγω της ιδιότητός του με βάση την Οδηγία 98/18/ΕΚ με την οποία για πλοία κατηγορίας Β, όπως το ένδικο, προέβλεπε ότι «9.1 Όλες οι στεγανές θύρες παραμένουν κλειστές κατά τη διάρκεια του πλου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 9.2 και 9.3. Οι στεγανές θύρες πλάτους άνω του 1,2 m που επιτρέπονται βάσει της παραγράφου 11, μπορούν να ανοίγονται μόνον στις συνθήκες που περιγράφονται στην ίδια παράγραφο. Οποιαδήποτε θύρα ανοίγεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο αυτή θα είναι δυνατό να κλείνει άμεσα.». Δεδομένου δε ότι, στο ένδικο πλοίο δεν υπήρχαν στεγανές θύρες με πλάτος 1,2m, αλλά όλες οι ανωτέρω στεγανές θύρες ήταν πλάτους μόλις 0,9 m, δεν μπορούσε να ισχύει εν προκειμένω η περίπτωση εξαίρεσης που προβλέπονταν στο ανωτέρω νομοθέτημα κατά την οποία «9.2 Μια στεγανή θύρα είναι δυνατό να ανοίγεται κατά τον πλου προκειμένου να διέλθουν οι επιβάτες ή το πλήρωμα ή όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να πραγματοποιηθούν εργασίες παραπλεύρως της θύρας. Η θύρα πρέπει να κλείνεται αμέσως μετά το πέρας της διέλευσης ή μετά το πέρας των εργασιών για τις οποίες απαιτείτο το άνοιγμά της.». Η παράβαση αυτή, ήταν, μετά τις παραβάσεις του Υποπλοιάρχου …………, καθοριστική στην ένδικη περίπτωση, διότι εάν πράγματι είχε συμμορφωθεί, ως όφειλε, στην ανωτέρω παρατήρηση του πιστοποιητικού ασφαλείας του εν λόγω πλοίου, αυτό (πλοίο) δεν θα είχε βυθιστεί. Ειδικότερα, από τη μελέτη Ευστάθειας μετά από βλάβη (εγκεκριμένη από τον Κλάδο Ελέγχου Εμπορικών πλοίων του ΥΕΝ) αποδείχθηκε ότι υπήρχε η δυνατότητα, μετά την κατάκλυση στεγανού διαμερίσματος, το εν λόγω πλοίο να μην βυθισθεί εάν οι ανωτέρω υδατοστεγείς θύρες ήταν κλειστές, διότι σύμφωνα με αυτοψία που έγινε στο αδελφό πλοίο «ΕΝ», το πλοίο, σε περίπτωση που οι εν λόγω υδατοστεγείς θύρες ήταν κλειστές, θα παρέμενε στην επιφάνεια της θάλασσας με αύξηση βυθίσματος κατά 0,7 μ. και κατά αμελητέα διαγωγή (διαφορά βυθίσματος πρύμνης – πλώρης) 0,07 μ. (σχετ. σελ. 61 εκθέσεως του ΑΣΝΑ). Μάλιστα, απεδείχθη ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατάκλυσης τριών διαμερισμάτων, ήτοι δύο διαμερισμάτων (κύριο μηχανοστάσιο και βοηθητικό πρωραίως) καθώς και στη συνέχεια του πρωραίου χώρου μεταξύ των νομεών 114-126, το πλοίο ομοίως δεν θα εβυθίζετο (σχετικά σελ. 63 εκθέσεως του ΑΣΝΑ), απλώς η έμπρωρη διαγωγή θα αυξάνετο και το νερό της θαλάσσης θα κάλυπτε τη γραμμή ορίου βυθίσεως (7,6 cm κάτω από τη γραμμή του καταστρώματος οχημάτων) κατά 0,31 m περίπου, ενώ το πλοίο θα διέθετε επαρκή εφεδρική άντωση και ευστάθεια. Θα εδίδετο δε η δυνατότητα στους επιβάτες του εν λόγω πλοίου μεταξύ των οποίων και στον ενάγοντα, να εγκαταλείψουν έγκαιρα και με ασφάλεια το εν λόγω πλοίο και θα αποφεύγονταν οι ένδικες συνέπειες. Επιπλέον, ο Πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου, δεν ήλεγχε τις στεγανές θύρες οι οποίες ήταν όλες ανοικτές, ως αναλύεται ανωτέρω, κατά παράβαση των κανονισμών και δεν φρόντισε για το κλείσιμό τους ούτε μετά το ένδικο συμβάν. Ειδικότερα, όπως απεδείχθη, αυτός έλαβε γνώση της πρόσκρουσης του πλοίου στην ανωτέρω βραχονησίδα δευτερόλεπτα μετά του χρόνου που έλαβε αυτή χώρα, με την είσοδό του στη γέφυρα του πλοίου, οπότε και αντελήφθη, λόγω της θέσεώς του, το ρήγμα Γ που υπέστη το εν λόγω πλοίο, αλλά και ότι έπαυσαν δευτερόλεπτα μετά να λειτουργούν οι Μηχανές του πλοίου. Παρά ταύτα, δεν επικοινώνησε με το μηχανοστάσιο του πλοίου, αν και ηδύνατο μέσω του τηλεφώνου (σελ. 82 εκθέσεως του ΑΣΝΑ). Εάν επικοινωνούσε με το μηχανοστάσιο θα πληροφορείτο αμέσως την ύπαρξη του ρήγματος Α και την εισροή θαλασσίου ύδατος στο μηχανοστάσιο και σε κάθε περίπτωση, γνωρίζοντας ότι αφενός μεν οι υδατοστεγείς θύρες ήταν ανοιχτές από προηγούμενη ιδική του παράνομη συμπεριφορά και αντιλαμβανόμενος λόγω της εμπειρίας του και τους κανόνες της ναυτικής τέχνης τη σημασία στην ευστάθεια του πλοίου του γεγονότος τούτου, εφόσον υπήρχε μάλιστα ειδική σημείωση για κλείσιμο των θυρών στο ανωτέρω πιστοποιητικό ασφαλείας, θα ηδύνατο να δώσει εντολή στον αξιωματικό φυλακής του μηχανοστασίου που ευρίσκονταν εκεί (σχετικά σελ. 80 εκθέσεως του ΑΣΝΑ) να κλείσει τουλάχιστον μία στεγανή θύρα χειροκίνητα, γεγονός που μπορούσε κατ’ εκείνο το χρόνο να πραγματοποιηθεί ως αναλύεται ανωτέρω, χωρίς κίνδυνο της ζωής του εν λόγω αξιωματικού φυλακής. Επιπλέον, ο ίδιος (Πλοίαρχος) (iv) δεν μερίμνησε για την ενεργοποίηση του συναγερμού γενικής καταστάσεως ανάγκης, ούτε φρόντισε να ενημερώσει καθ’ οιονδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο (φορητά μεγάφωνα, αγγελιαφόρους) το πλήρωμα και τους επιβάτες, (v) δεν εκτελούσε τακτικά και ουσιαστικά γυμνάσια καθαιρέσεως των λέμβων και εγκατάλειψης του πλοίου, κλεισίματος υδατοστεγών θυρών σε περίπτωση κινδύνου, ώστε τα μέλη του πληρώματος να είναι εξοικειωμένα με τη χρήση των σωστικών μέσων βάσει του πίνακα διαιρέσεως (άρθρο 16 ΒΔ 683/1960 και άρθρο 6 του ΠΔ 363/1984), ούτε είχε μεριμνήσει για την αφομοίωση της διαίρεσης από το πλήρωμα σε περίπτωση εγκατάλειψης του πλοίου, όπως όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 4 του ΠΔ 363/1984 και ΚΑΝ 36 της SOLAS, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός μεταξύ των επιβατών μετά την πρόσκρουση του πλοίου, όπως επίσης η εγκατάλειψη του πλοίου να πραγματοποιηθεί ανοργάνωτα και κατά την κρίση εκάστου των επιβατών και του πληρώματος. Οι πράξεις αυτών (Υποπλοιάρχου και Πλοιάρχου), σε συνδυασμό με τις παραλείψεις του Α Μηχανικού του εν λόγω πλοίου, ……….., οδήγησαν στη βύθιση αυτού. Ειδικότερα, όσον αφορά στις παραλείψεις του Α Μηχανικού, για τις οποίες η εναγομένη δεν ενάγεται εν προκειμένω ως προστήσασα αυτόν, αυτός αν και λόγω του επαγγέλματός του ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε και θα κατέβαλε κάτω από ανάλογες περιστάσεις άλλος μέσος συνετός άνθρωπος φέρων την ανωτέρω ιδιότητα και δη δεν ενημέρωσε άμεσα την Γέφυρα του πλοίου για την κατάσταση του Μηχανοστασίου και συγκεκριμένα για τα ρήγματα που έφερε το πλοίο και την εισροή υδάτων, αν και ηδύνατο να πράξει τούτο, ως αναλύεται ανωτέρω (σχετικά σελ. 81 έκθεσης του ΑΣΝΑ), επιπλέον δε δεν φρόντισε, με την αποχώρησή του από το Μηχανοστάσιο, να κλείσει τουλάχιστον τις κρίσιμες ανοικτές υδατοστεγείς θύρες 3, 4 και 7, αν και ηδύνατο να πράξει τούτο, όπως αναλύεται ανωτέρω. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω έκθεση του ΑΣΝΑ (σελ. 82), κατόπιν της διερεύνησης του εν λόγω συμβάντος, μετά την πρόσκρουση του πλοίου στην ανωτέρω βραχονησίδα, αυτό δεν θα εβυθίζετο: (α) Εάν οι στεγανές θύρες ήταν όλες κλειστές, παράλειψη που οφείλεται σε αμέλεια του Πλοιάρχου …… και (β) εάν, από τις στεγανές θύρες οι οποίες ήταν ανοικτές, έκλειναν οι δύο τουλάχιστον στο χώρο του κυρίως μηχανοστασίου, παράλειψη που οφείλεται σε αμέλεια τόσο του Πλοιάρχου του πλοίου όσο και  του Α’ Μηχανικού. Επιπλέον, μετά την πρόσκρουση, το πλοίο θα καθυστερούσε να βυθισθεί, εάν από τις στεγανές θύρες, οι οποίες ήταν όλες ανοικτές, έκλεινε τουλάχιστον η πρυμναία στεγανή θύρα του μηχανοστασίου. Οι ανωτέρω προστηθέντες της εναγομένης και δη ο ……… Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου και ο …………. Υποπλοίαρχος του εν λόγω πλοίου και αξιωματικός γέφυρας για τους οποίους ενάγεται, ως προστήσασα αυτούς η εναγομένη κατά τον κρίσιμο χρόνο, με τις ανωτέρω πολλαπλές επιμέρους ανωτέρω περιγραφόμενες πράξεις και παραλείψεις τους, η κάθε μία από τις οποίες (πράξεις και παραλείψεις) απετέλεσε όρο στην επέλευση του ναυαγίου του πλοίου, ως αναλύεται ανωτέρω, δεν επέδειξαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές στο κύκλο των αρμοδιοτήτων τους, αφού συμπεριφέρθηκαν κατά τρόπο αντίθετο από τον επιβαλλόμενο με τις ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενες διατάξεις, αλλά και από τις περιστάσεις και τις αρχές της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ανωτέρω Υποπλοίαρχος εγνώριζε ότι ο προπεριγραφόμενος τρόπος πλοήγησής του, ήταν πιθανόν να επιφέρει την πρόσκρουση του πλοίου και τη βύθιση του, ενώ παράλληλα ο ανωτέρω Πλοίαρχος, εγνώριζε ότι η μη τήρηση των στοιχειωδών κανόνων ασφαλείας που προαναφέρθηκαν και δη το κλείσιμο των στεγανών θυρών, ήδη κατά τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι προς εκτέλεση του εν λόγω πλου, αλλά και ακολούθως, έστω μετά την πρόσκρουση, θα συντελούσαν στη ταχύτερη βύθιση του πλοίου. Όλες οι ως άνω πολλαπλές πράξεις και παραλείψεις, ξεχωριστά η κάθε μία, αλλά και ο συνδυασμός τους, τελούν σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, που επήλθε και δη το ναυάγιο του ανωτέρω πλοίου, υπό την έννοια ότι εάν αυτοί προέβαιναν στις προπεριγραφόμενες επιβεβλημένες ενέργειες, τις οποίες παρέλειψαν, μετά πιθανότητας που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το ανωτέρω αποτέλεσμα και δη το ναυάγιο, δεν θα είχε επέλθει  το οποίο με τη σειρά του τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με την ψυχική καταπόνηση του ενάγοντος, επιβαίνοντος στο εν λόγω πλοίο, ως αναλύεται κατωτέρω. Σε αυτή δε (ψυχική καταπόνηση), συνετέλεσε και η μη οργανωμένη εγκατάλειψη του πλοίου και η μη επίσημη πληροφόρηση επιβατών και πληρώματος για την κατάσταση του πλοίου εκ μέρους του ανωτέρω Πλοιάρχου. Εν τούτοις, ενδεχόμενος δόλος των πιο πάνω προστηθέντων από την εναγομένη Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου – αξιωματικού φυλακής γέφυρας, δεν προέκυψε, αφού αυτοί, το προβλεφθέν από αυτούς ζημιογόνο αποτέλεσμα και δη το ναυάγιο κατ’ αρχήν και ακολούθως, όσον αφορά στις επιπλέον παραλείψεις του Πλοιάρχου που σχετίζονται με την εγκατάλειψη του πλοίου, την ψυχική καταπόνηση των επιζησάντων επιβατών και εν προκειμένω του ενάγοντος, πίστευαν ότι δεν θα επήρχετο. Στοιχεία από τα οποία να δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το ενδεχόμενο ζημιογόνο αποτέλεσμα, τους ήταν αδιάφορο εάν επήρχετο ή και ότι απλώς ήλπιζαν ότι αυτό δεν θα συμβεί, δεν προέκυψαν. Αντίθετα, το γεγονός ότι και οι υπαίτιοι προστηθέντες επέβαιναν στο ίδιο πλοίο και ο ενδεχόμενος κίνδυνος και για τη δική τους ζωή ήταν ο ίδιος με εκείνον των λοιπών επιβαινόντων στο πλοίο, όπως αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι εκτός από τους επιβάτες πνίγηκαν και αρκετά μέλη του πληρώματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί πίστευαν, ότι η πρόσκρουση του πλοίου στους βράχους και όσα επακολούθησαν, δεν θα συνέβαιναν. Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο ενήργησαν, δεν υποδηλώνει άτομα που αδιαφορούν για τη ζωή τους. Συνεπώς, αυτοί θα προέβαιναν στις πιο πάνω πράξεις και παραλείψεις, μόνο αν πίστευαν και ήσαν πραγματικά σίγουροι ότι τίποτε το κακό δεν θα συνέβαινε. Εν τούτοις, στο ένδικο συμβάν απεδείχθη ότι συνετέλεσε και η αμελής συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εταιρείας, εκ του λόγου ότι αυτοί, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς έλεγχο των ουσιαστικών προσόντων του ανωτέρω Υποπλοιάρχου, αφού η επάνδρωση του πλοίου με τα απαραίτητα προσόντα συνδέεται άμεσα με την υποχρέωση της εναγομένης να διατηρεί το πλοίο της αξιόπλοο (43 παρ.1 ΚΔΝΔ), αλλά και κατά τις αρχές της καλής πίστης, εφόσον η εναγομένη, πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία, εκτελούσε με τα πλοία της μεταφορές επιβατών σε δρομολογιακή ακτοπλοϊκή γραμμή με τους ιδιαίτερους κινδύνους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, όφειλε να είχε μεριμνήσει για την ασφαλή μεταφορά των επιβατών, οι οποίοι της είχαν εμπιστευθεί τη ζωής τους, προσλαμβάνοντας έμπειρους και ικανούς ναυτικούς προκειμένου να εκτελέσουν καθήκοντα αξιωματικού φυλακής και να αναλάβουν την ευθύνη της πλοηγήσεως του πλοίου. Παρά ταύτα, από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές στον κύκλο των αρμοδιοτήτων τους, την όποια όφειλαν και από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, ως μέσοι συνετοί άνθρωποι, λαμβάνοντας υπόψη τους προαναφερθέντες νομικούς κανόνες, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και με δεδομένη την γνώση και την επαγγελματική τους εμπειρία, αυτοί (νόμιμοι εκπρόσωποι εναγομένης) συμπεριφέρθηκαν κατά τρόπο αντίθετο από τον επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις και τις αρχές της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, κατά την πρόσληψη του ανωτέρω Υποπλοιάρχου …………, δεν ήλεγξαν ως όφειλαν κατά τα άνω τα προσόντα αυτού, ο οποίος είχε ελάχιστη εμπειρία στα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, μόλις ενός μηνός (σχετ. σελ. 34 του ΑΣΝΑ) και ο οποίος κατά την εκτέλεση της ανωτέρω υπηρεσίας Αξιωματικού Φυλακής, επέδειξε την προπεριγραφόμενη αμελή συμπεριφορά που δεν θα επεδείκνυε ένας έμπειρος και ικανός Υποπλοίαρχος. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον δέκατο τέταρτο λόγο έφεσης, με τον οποία προσβάλλεται η μη οριστική με αριθμό 3897/2015 (συν)εκκαλουμένη απόφαση, στο σκεπτικό της οποίας, όσον αφορά την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων και των προστηθέντων της εναγομένης, παρέπεμψε υιοθετώντας αυτό (σκεπτικό) η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 οριστική απόφαση, για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι κατά το λόγο αυτό έφεσης, εσφαλμένως έγινε υπό των ανωτέρω αποφάσεων δεκτό ότι η ίδια (εναγομένη) όφειλε να εξετάσει τα ουσιαστικά προσόντα του ανωτέρω Υποπλοιάρχου, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι ο τυπικός και ουσιαστικός έλεγχος των προσόντων των ναυτικών, ανήκει στις αρμόδιες Δημόσιες Υπηρεσίες και ότι οιοσδήποτε ναυτικός φέρει ναυτικό φυλλάδιο εν ισχύ, όπως ο ανωτέρω αξιωματικός, τεκμαίρεται ότι είναι ικανός να ασκήσει τα καθήκοντα που προβλέπονται από το ναυτικό του φυλλάδιο, εφόσον για την έκδοσή του (ναυτικού φυλλαδίου) λαμβάνει χώρα ουσιαστική εξέταση των προσόντων αλλά και της υγείας αυτών και περαιτέρω, όσον αφορά στον ανωτέρω Υποπλοίαρχο …., αυτός ήταν αξιωματικός με επιτυχή φοίτηση σε Δημόσιες ναυτικές σχολές και ως εκ τούτου ήταν ικανός για να ασκήσει τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο. Ειδικότερα, όπως αναλύεται ανωτέρω, η επάνδρωση του πλοίου με προσοντούχο πλήρωμα, συνδέεται άμεσα με την υποχρέωση της εναγομένης να διατηρεί το πλοίο της αξιόπλοο (43 παρ.1 ΚΔΝΔ), επιπλέον δε επιβάλλεται τούτο και κατά τις αρχές της καλής πίστης, διότι η εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, εκτελούσε με αυτό μεταφορές επιβατών σε δρομολογιακή ακτοπλοϊκή γραμμή με τους ιδιαίτερους κινδύνους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω και όφειλε να είχε μεριμνήσει για την ασφαλή μεταφορά των επιβατών, οι οποίοι της είχαν εμπιστευθεί τη ζωής τους, προσλαμβάνοντας έμπειρους και ικανούς ναυτικούς προκειμένου να εκτελέσουν καθήκοντα αξιωματικού φυλακής και να αναλάβουν την ευθύνη της πλοηγήσεως του πλοίου. Το γεγονός ότι άλλες δημόσιες υπηρεσίες προβαίνουν σε έλεγχο τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των μελών οργανωμένων πληρωμάτων πλοίων, δεν αναιρεί την ιδική της υποχρέωση προς έλεγχο των εν λόγω προσόντων. Επομένως, ο ανωτέρω δέκατος τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Αντίθετα, δεν απεδείχθη, όπως η πρώτη, με αριθμό 3897/2015, εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε και όπως ακολούθως υιοθετήθηκε το σκεπτικό αυτής υπό της με αριθμό 4914/2017 εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, ότι ο Υποπλοίαρχος ……. ήταν γνωστό στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιά ότι πλοηγούσε επικίνδυνα, είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα σε προηγούμενα πλοία που είχε υπηρετήσει, ότι στο παρελθόν είχε υπηρετήσει σε έτερο πλοίο της εναγομένης την απομάκρυνση από το οποίο είχε ζητήσει ο πλοίαρχος αυτού μόλις πέντε ημέρες από της ναυτολογήσεώς του και τέλος ότι η εναγομένη προσέλαβε αυτόν στο εν λόγω πλοίο εν γνώσει της ότι ήταν παντελώς ακατάλληλος. Περί τούτων καμία σχετική απόδειξη δεν προσκομίζεται υπό του ενάγοντος, η δε με αριθμό 416/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η αίτηση αναιρέσεως επί της οποίας απορρίφθηκε με την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αριθμό 381/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, από το σκεπτικό της οποίας προκύπτει ότι υιοθέτησε τα ανωτέρω αναφερόμενα ως αποδειχθέντα, δεν παράγει δεδικασμένο στα πλαίσια της παρούσας δίκης. Ενόψει λοιπόν των όσων απεδείχθησαν, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό 3897/2015 απόφαση, αλλά και τη συνεκκαλουμένη με αριθμό  4914/2017 οριστική του απόφαση, η οποία, ως προς την υπαιτιότητα των ανωτέρω προστηθέντων της εναγομένης, αλλά και όσον αφορά και στην υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εταιρείας, παρέπεμψε στις αιτιολογίας της πρώτης (με αριθμό 3897/2015) εκκαλουμένης απόφασης, δέχτηκε ότι η βύθιση του πλοίου οφείλεται σε βαρεία αμελή συμπεριφορά τόσο των προστηθέντων της εναγομένης ανωτέρω Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου …………. του ανωτέρω πλοίου όσο και της ιδίας, ορθώς έκρινε κατ’ αποτέλεσμα, με αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), καθόσον προσηκόντως εφάρμοσε τις πιο πάνω αναφερόμενες νομικές διατάξεις και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον συναφή δέκατο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σελ. 4), παραπέμπει στα πλαίσια άρνησης της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των αγωγικών αξιώσεων στις σελίδες 10 έως 75 των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής. Μεταξύ άλλων, στις εν λόγω προτάσεις (σελ. 50), η ίδια (εναγομένη) υπέβαλε αίτημα, λόγω της από μέρους της αμφισβήτησης της πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής δίκης ως προς τον αριθμό και το είδος των ρηγμάτων που υπέστη το ένδικο πλοίο συνεπεία της πρόσκρουσης αυτού στις ανωτέρω βραχονησίδες και της διάστασης των απόψεων μεταξύ πραγματογνωμόνων και των τεχνικών της συμβούλων, να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, άλλως να κληθούν οι πραγματογνώμονες και οι τεχνικοί της σύμβουλοι σε αυτοπρόσωπη εμφάνιση προς παροχή εξηγήσεων και διευκρινήσεων, προκειμένου να διαφωτιστούν με επάρκεια όλα τα κρίσιμα ζητήματα. Τα αιτήματα αυτά της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα στην ουσία του, ενόψει μάλιστα του ότι, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρόβλημα στη φυσική κατάσταση του ενδίκου πλοίου, δεν προέκυψε. Ο ενάγων, ως μέλος, κατά τα προαναφερθέντα, του οργανωμένου πληρώματος του βυθισθέντος πλοίου, υπηρετούσε ως Επίκουρος, ήτοι στο τμήμα του πλοίου που προορίζονταν για τους επιβάτες. Αμέσως μετά το ένδικο συμβάν και μην έχων ενημέρωση για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία περιήλθε το πλοίο, διότι, όπως απεδείχθη, ο Πλοίαρχος αυτού δεν ανακοίνωσε την εν λόγω κατάσταση στους επιβάτες και στο πλήρωμα, παρείχε τη συνδρομή του από δική του πρωτοβουλία σε επιβάτες, ακολούθως δε κάνοντας χρήση ατομικού σωστικού μέσου και δη φορώντας ατομικό σωσίβιο, κατάφερε, προ της βυθίσεως του εν λόγω πλοίου, να πέσει στη θάλασσα, προκειμένου να σώσει τη ζωή του. Κατ’ εκείνο το χρόνο επικρατούσε σκοτάδι, επιπλέον δε υπήρχε έντονη θαλασσοταραχή στην περιοχή, εκ των θυελλωδών ανέμων που έπνεαν. Αυτός, παρέμεινε περί τις δύο ώρες  στη θάλασσα, κινδυνεύοντας λόγω της θαλασσοταραχής να πνιγεί και εν τέλει σώθηκε με τη συνδρομή αλιέων της Πάρου. Μετά το ναυάγιο, μην έχοντας ξεπεράσει ψυχολογικά τις έντονες και εφιαλτικές στιγμές που έζησε αμέσως μετά την πρόσκρουση του πλοίου, τη βύθιση αυτού που έλαβε χώρα υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, την πτώση του στη θάλασσα και το αίσθημα φόβου που τον διέτρεξε ότι θα πνιγεί αβοήθητος, ενόψει της τρικυμιώδους θάλασσας έως εν τέλει της σωτηρίας του, άρχισε να λαμβάνει ελάσσονα ηρεμιστικά. Απεδείχθη δε ότι, ένα μήνα μετά το συμβάν άρχισε να εργάζεται ναυτολογημένος σε πλοίο της εναγομένης, πλην όμως αντιμετώπιζε δυσκολίες, διότι αναβίωνε σκηνές από το ναυάγιο (διαταραχή μετατραυματικού στρες), επιπλέον δε ένιωθε τύψεις, επειδή επέζησε. Όπως προκύπτει εκ του υπ` αριθ. 136/9-10-2000 πρακτικού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, την 9-10-2000, ήτοι μόλις δεκατρείς ημέρες από το ένδικο συμβάν, έλαβε χώρα  από  τον Ειρηνοδίκη Πειραιώς συμβιβαστική επέμβαση επί διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, βάση έχουσα τις απαιτήσεις αυτού (ενάγοντος), εκ των άρθρων 62 και 63 ΚΙΝΔ και δη την αποζημίωσή του για την ανεργία του για ένα δίμηνο, συνεπεία του ενδίκου ναυαγίου, καθώς επίσης και την αποζημίωσή του λόγω της απώλειας του ιματισμού του, των προσωπικών του ειδών και ειδών επαγγελματικής του χρήσης. Η επέμβαση αυτή κατέληξε σε συμβιβασμό, ο οποίος κατεχωρήθη στο ως άνω πρακτικό και δυνάμει του οποίου, συμβιβαστικώς κατεβλήθη στον ενάγοντα, σε πλήρη εξόφληση των ανωτέρω απαιτήσεών του, το ποσό των δρχ. 1.320.000. Στα πλαίσια του εν λόγω συμβιβασμού ο ενάγων, αφού έλαβε το ανωτέρω ποσό του συμβιβασμού, ήτοι δραχμές 1.320.000, εδήλωσε ότι ικανοποιήθηκε και αποζημιώθηκε πλήρως για τις ανωτέρω αιτίες και «εξοφλεί» πλήρως και ανεπιφύλακτα την πλοιοκτήτρια εταιρία «…………..» και κάθε εφοπλιστή, διαχειριστή, πράκτορα και αντιπρόσωπο του πλοίου και της πλοιοκτήτριας, τον πλοίαρχο, το πλήρωμα και τους ασφαλιστές του πλοίου «ΕS» και τους ασφαλιστές του πληρώματός του και οποιονδήποτε άσκησε με το πλοίο αυτό επιχείρηση μεταφοράς μέχρι του ναυαγίου κατ’ ακριβή διατύπωση του εν λόγω Πρακτικού «για κάθε μία και όλες τις κατ’ αυτών ή οποιουδήποτε εξ αυτών απαίτηση ή αξίωσή του από τις προαναφερθείσες αιτίες, ακόμη δε και εκ του κατά τ’ ανωτέρω συμβιβασμού, ότι δεν έχει ούτε διατηρεί του λοιπού απαίτηση ή αξίωση οποιαδήποτε κατά της πλοιοκτήτριας και όλων των ανωτέρω ή οποιουδήποτε εξ αυτών εκ των αυτών ως άνω αιτιών και εκ της υπηρεσίας του γενικά επί του πλοίου, που να στηρίζεται δε είτε στον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, είτε στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, είτε στο αστικό και γενικώς δίκαιο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη σχετική ή συναφή διάταξη, σύμβαση, κανονισμό κλπ., παραιτούμενος σε κάθε περίπτωση παντός εκ των Νόμων, Νομοθεσιών και διατάξεων τούτων τυχόν δικαιώματος, αξιώσεως και αγωγής του, ακόμη δε και κάθε προσβολής του ως άνω συμβιβασμού για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο, συνομολογών τέλος ότι ουδεμία του λοιπού ευθύνη ή υποχρέωση έναντι αυτού φέρουν η πλοιοκτήτρια του πλοίου και όλοι οι προαναφερθέντες ανωτέρω ή οποιοσδήποτε εξ αυτών από τις προεκτεθείσες αιτίες και τις συνέπειές τους, καθ’ όσον άλλωστε πλήρως ικανοποιήθηκε και αποζημιώθηκε, ενώ από το πλοίο απεχώρησε υγιής και χωρίς να έχει πάθει καμιά σωματική ή πνευματική κάκωση ή βλάβη….». Όπως δε αποδεικνύεται από τον από 6.8.2004 προσκομιζόμενο πίνακα θαλάσσιας υπηρεσίας ναυτικού που τον αφορά, την 18.10.2000, ήτοι μετά τη σύνταξη του ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο της εναγομένης «ΕΠ», με την ειδικότητα του Επικούρου και  εργάσθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματος αυτού, έως την 25.10.2000, ήτοι για χρονικό διάστημα μόλις [7] επτά ημερών, οπότε αποναυτολογήθηκε, διότι με την επιβίβασή του στο πλοίο, αναβίωνε σκηνές από το ναυάγιο, περίπτωση που κατά την από 8.11.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατρού ψυχιάτρου ………, χαρακτηρίζεται ως διαταραχή μετατραυματικού stress, επιπλέον δε ένιωθε τύψεις, επειδή επέζησε του ναυαγίου. Υπ’ αυτή την ψυχολογική κατάσταση και λαμβάνων ελάσσονα ηρεμιστικά, όπως προκύπτει εκ του υπ` αριθ. 203/1-11-2000 πρακτικού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, την 1-11-2000, ήτοι μόλις ένα μήνα και τέσσερις ημέρες από το ένδικο συμβάν καθώς επίσης δεκατρείς [13] ημέρες από την αποναυτολόγησή του από το πλοίο «ΕΠ», έλαβε χώρα  από  τον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, συμβιβαστική επέμβαση επί της διαφοράς μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, βάση έχουσα τις απαιτήσεις αυτού για χρηματική ικανοποίηση εκ των περί αδικοπραξιών διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Η  επέμβαση αυτή κατέληξε σε συμβιβασμό, ο οποίος κατεχωρήθη στο ως άνω πρακτικό και δυνάμει του οποίου συμβιβαστικώς κατεβλήθη στον ενάγοντα, σε πλήρη εξόφληση της απαίτησής του για χρηματική ικανοποίηση για την τεράστια ψυχική ταλαιπωρία και τον κίνδυνο που διέτρεξε να χάσει τη ζωή του, αναφέροντας στο εν λόγω πρακτικό ότι δεν υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας του, το ποσό των δρχ. 2.500.000. Μάλιστα, στα πλαίσια του εν λόγω συμβιβασμού ο ενάγων, αφού έλαβε την υπ’ αριθ. ……… τραπεζική επιταγή, ποσού δρχ. 2.500.000, εκδόσεως της εναγομένης εταιρείας, υπό την τότε επωνυμία της ……….., της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εδήλωσε κατ’ ακριβή διατύπωση στο εν λόγω Πρακτικό «…ότι πλήρως ικανοποιήθηκε και αποζημιώθηκε για τις ανωτέρω αιτίες και εξοφλεί πλήρως, ολοσχερώς και ανεπιφυλάκτως, την πλοιοκτήτρια εταιρία «……………» και κάθε εφοπλιστή, διαχειριστή, πράκτορα, ναυλωτή ή εκναυλωτή και αντιπρόσωπο του πλοίου και της πλοιοκτήτριας, τα μέλη των οργάνων της Διοικήσεως και τους μετόχους της, τον πλοίαρχο, το πλήρωμα και τους ασφαλιστές του πλοίου «ΕΣ» και του πληρώματός του και οποιονδήποτε άσκησε με το πλοίο αυτό επιχείρηση μεταφοράς μέχρι του ναυαγίου σε σχέση με την ως άνω περιγραφείσα αξίωση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, ακόμη δε και εκ του κατά τ’ ανωτέρω συμβιβασμού, για οποιαδήποτε εναντίον τους απαίτηση ή αξίωσή του από την υπηρεσία του στο άνω πλοίο γενικά, λόγω αποζημιώσεώς του οποιοσδήποτε φύσεως και μορφής που στηρίζεται δε είτε στον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, είτε στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, είτε στο αστικό δίκαιο της Ελλάδος και κάθε άλλης χώρας, είτε σε οποιαδήποτε άλλη σχετική ή συναφή διάταξη, σύμβαση, κανονισμό κλπ., παραιτούμενος σε κάθε περίπτωση παντός εκ των Νόμων, Νομοθεσιών και διατάξεων τούτων τυχόν δικαιώματος, αξιώσεως και αγωγής του, και από κάθε δικαίωμα προσβολής του ως άνω συμβιβασμού για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο, συνομολογών τέλος ότι ουδεμία του λοιπού ευθύνη ή υποχρέωση έναντι αυτού για αποζημίωση οποιοσδήποτε φύσεως και μορφής φέρουν η πλοιοκτήτρια του πλοίου και όλοι οι προαναφερθέντες ανωτέρω ή οποιοσδήποτε εξ αυτών από τις προεκτεθείσες αιτίες και τις συνέπειές τους και της υπηρεσίας του γενικά στο πλοίο, καθόσον άλλωστε πλήρως ικανοποιήθηκε και αποζημιώθηκε, και εν πάση περιπτώσει παραιτείται ανέκκλητα από την αξίωση αυτή με το παρόν…». Ο ενάγων, μετά τον ανωτέρω συμβιβασμό, ναυτολογήθηκε εκ νέου την 8.11.2000 στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο Ε, πλην όμως αποναυτολογήθηκε την 20.12.2000, διότι συνέχιζε να αναβιώνει σκηνές από το ανωτέρω ναυάγιο (διαταραχή μετατραυματικού stress) και να νιώθει τύψεις εκ του λόγου ότι επέζησε του ναυαγίου. Λόγω των ανωτέρω επίμονων συναισθημάτων, συνέχισε να ναυτολογείται για σύντομα χρονικά διαστήματα σε διάφορα πλοία και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 2.2.2001 στο πλοίο Λ, από 6.3.2001 έως 10.3.2001 στο πλοίο Δ, από 10.5.2001 έως 5.6.2001 στο πλοίο ΕΟ και από 24.6.2001 έως 27.6.2001 στο ποίο ΕΑ. Εν τούτοις, από την άνοιξη του έτους 2001, άρχισε να κατέχεται από ψευδαισθήσεις οι οποίες ήταν ακουστικές και απειλητικές για τα μέλη της οικογένειάς του και παραληρητικές ιδέες, διότι θεωρούσε ότι οι άλλοι μπορούσαν να διαβάσουν τη σκέψη του, με αποτέλεσμα τη νοσηλεία του στην ιδιωτική κλινική «………» κατά το χρονικό διάστημα από 17-7-2001 έως 8-8-2001. Στις 9-8-2001, όπως αποδεικνύεται από την από 9-8-2001 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού – παθολόγου των ιατρείων του Οίκου Ναύτου Πειραιά …….., διεγνώσθη ότι έπασχε από κατάθλιψη και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα ημερών από την έξοδό του από το ανωτέρω νοσοκομείο. Στις 22-8-2001, όπως αποδεικνύεται από σχετική προσκομιζόμενη ιατρική βεβαίωση του Αναπληρωτή Καθηγητή Ψυχιατρικής ……. ….., εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία της ψυχιατρικής κλινικής του Αιγινητείου Νοσοκομείου και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, ως αποτέλεσμα σοβαρού ψυχοτραυματικού γεγονότος και δη του ανωτέρω ναυαγίου και του συνεστήθη η συνέχιση λήψης της έως τότε φαρμακευτικής αγωγής, καθώς επίσης και στενή ψυχιατρική παρακολούθηση. Στις 10-9-2001, όπως αποδεικνύεται από σχετική προσκομιζόμενη ιατρική βεβαίωση του Αναπληρωτή Καθηγητή Ψυχιατρικής ……………, εξετάσθηκε εκ νέου στα εξωτερικά ιατρεία της ψυχιατρικής κλινικής του Αιγινητείου Νοσοκομείου και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, του συνεστήθη δε η συνέχιση της αναρρωτικής αδείας για έναν ακόμη μήνα, διάστημα κατά το οποίο κρίθηκε αναγκαίο να ευρίσκεται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση. Στις 9-10-2001, για πρώτη φορά, ο ιατρός του Οίκου Ναύτου Πειραιά, ………., διαπίστωσε ότι, ο ενάγων έπασχε από συναισθηματική διαταραχή με ψυχωτικού τύπου προεκτάσεις, ως αποτέλεσμα σοβαρού ψυχοτραυματικού γεγονότος. Η κατάσταση της ψυχικής του υγείας του επιδεινώθηκε και στις 23-11-2001, οπότε εξετάσθηκε εκ νέου στα εξωτερικά ιατρεία του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, διαγνώσθηκε ότι έπασχε πλέον από «ψυχωσική συνδρομή με συναισθηματικούς συντελεστές». Ο ενάγων, όπως αποδεικνύεται από τον προσκομιζόμενο προαναφερόμενο Πίνακα Θαλάσσιας Υπηρεσίας Ναυτικού, επαναυτολογήθηκε την 17.12.2001, στο πλοίο ΑΕ, όπου εργάσθηκε όμως έως την 16.1.2002. Ενόψει του ότι, οι έως τότε θεραπευτικές αγωγές που ακολουθούσε δεν απέδιδαν, την 20.3.2002, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτ. ……/20.3.2002 πιστοποιητικό της ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, που υπογράφεται από τον Αναπληρωτή Καθηγητή ……. ., διαγνώσθηκε ότι συνέχισε να πάσχει από «ψυχωσική συνδρομή με συναισθηματικούς συντελεστές», συνέχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, χωρίς εντούτοις να διαπιστώνεται ουσιαστική βελτίωση της συμπτωματολογίας του που να του επιτρέπει να ασκήσει τα επαγγελματικά του καθήκοντα, διεπιστώθη δε η ανάγκη μακράς ψυχιατρικής παρακολούθησης. Έκτοτε, συνέχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και να ευρίσκεται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση, χωρίς ουσιαστική βελτίωση της συμπτωματολογίας του και να στερείται, εκ της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του, τη δυνατότητα να εργάζεται (ορ. με αρ. πρωτ. …../9-5-2002, ……./7-10-2004 ιατρικά πιστοποιητικά του αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου ίδιου ιατρού του ανωτέρω νοσοκομείου). Κατά την προαναφερομένη έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης από μηνός Οκτωβρίου 2004, ενόψει του ότι προηγούμενες θεραπευτικές αγωγές δεν είχαν ικανοποιητικά αποτελέσματα, ακολούθησε νέα φαρμακευτική αγωγή, λαμβάνοντας αντιψυχωσικά και αντικαταθληπτικά φάρμακα σε υψηλή δοσολογία, με τη λήψη της οποίας επήλθε μερική ύφεση των συμπτωμάτων, αφού οι φωνές μετατράπηκαν σε άναρθρες κραυγές, παρέμεινε όμως στον ενάγοντα ο ιδεασμός της επιρροής της σκέψης, υπό την έννοια της παρακολούθησής της (σκέψης του) από τους άλλους. Εκ του λόγου τούτου, δεν ηδύνατο να εργασθεί (σχετικά ……./8-8-2005, ……./15-9-2008 και ……/19-10-2010 ιατρικά πιστοποιητικά του αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου ………..). Όπως αποδεικνύεται από την από 17.1.2005 γνωστοποίηση γνωμάτευσης Α/θμιου Υγειονομικής Επιτροπής, με την υπ’ αριθμ. ……/17-1-2005 γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ ο ενάγων κρίθηκε ανάπηρος λόγω ψυχιατρικής νόσου, σε ποσοστό 67% για το χρονικό διάστημα από 1.11.2004 έως 30.11.2006. Ενόψει του ότι δεν είχε τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ούτε από το ΙΚΑ, ούτε από το ΝΑΤ αυτοτελώς, με τη με αριθμό 4239/16.2.2006 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ του απονεμήθηκε από 1.11.2004 έως 30.11.2006 αρχικά επιδότηση και ακολούθως σύνταξη αναπηρίας συνήθους από κοινή νόσο, η οποία παρατάθηκε, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 9546/24-5-2016 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ, έως την 31.12.2017. Εκ των ανωτέρω δημοσίων εγγράφων, σε συνδυασμό με την προαναφερομένη έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνη, αποδεικνύεται ότι, ο χρόνος εμφάνισης της ανωτέρω ψυχικής ασθένειας του ενάγοντος τοποθετείται στα μέσα του έτους 2001. Πριν το ναυάγιο ο ενάγων ήταν υγιής, είχε υπηρετήσει την θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό και από το έτος 1993 απασχολείτο κυρίως ως μέλος οργανωμένου πληρώματος σε πλοία φορτηγά που ταξίδευαν στο εξωτερικό και περιστασιακά και ως οικοδόμος, δεδομένου ότι, από τη με αριθμό 4239/16.2.2006 απόφαση του Διευθυντή ΙΚΑ, αποδεικνύεται ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 5.11.1993 έως 16.1.2002 είχε πραγματοποιήσει 1.497 ημέρες εργασίας στο ΝΑΤ και κατά το χρονικό διάστημα από Μάιο 1987 έως Σεπτέμβριο 2004 είχε πραγματοποιήσει 1.000 ημέρες εργασίας στο ΙΚΑ ως οικοδόμος, εκ των οποίων 191 ημέρες εργασίας ήταν χρόνος στρατιωτικής του θητείας ο οποίος αναγνωρίσθηκε ως συντάξιμος χρόνος. Κατά την από 8.11.2016 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού ψυχιάτρου ………….  , η οποία διενεργήθηκε κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 3897/2015 (συν)εκκαλουμένης αποφάσεως, ο ενάγων ήδη πάσχει από ψύχωση (σχιζοφρένεια) υπολειμματικού τύπου. Κατά τον εν λόγω πραγματογνώμονα, η  νόσος αυτή μοιάζει να μην προϋπήρχε, αν και δεν υπάρχει βιβλιάριο ασθένειας του ενάγοντος πριν την εμφάνισή της. Σε αυτήν την υπόθεση, ήτοι ότι δεν ήταν προϋπάρχουσα του ναυαγίου η ανωτέρω νόσος του ενάγοντος, κατά την εν λόγω έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, συνηγορούν το απολυτήριο του στρατού (Πολεμικού Ναυτικό), αλλά και η προϋπηρεσία του (ενάγοντος) σε διάφορα πλοία. Κατά τον εν λόγω πραγματογνώμονα, μοιάζει δύσκολο ο ενάγων με τέτοια παθολογία να μπορούσε να ταξιδεύει και να εξυπηρετεί το πλήρωμα, εργαζόμενος ως θαλαμηπόλος, κατά πάσα δε πιθανότητα υπήρχε προδιάθεση και το τραύμα του ναυαγίου απετέλεσε εκλυτικό παράγοντα. Εν τούτοις, κατά τον ίδιο ιατρό, δεν μπορεί κανείς να πει αν θα εκδηλωνόταν η νόσος αν δεν συνέβαινε να ευρίσκεται στο εν λόγω ναυάγιο ο ενάγων. Ο ίδιος ιατρός, από τα προαναφερθέντα στοιχεία, υπέθεσε ότι η ψυχική υγεία του ενάγοντος, πριν το ναυάγιο, ήταν καλή, αμέσως δε μετά, εμφάνισε τα συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού stress, ολίγον δε αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται τα ψυχωσικά συμπτώματα. Εν τούτοις, αυτός (πραγματογνώμονας) δεν είναι σε θέση να πιστοποιήσει για την ψυχική κατάσταση του ενάγοντος κατά τον χρόνο κατάρτισης των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού διότι, κατά την έκθεσή του, δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία τα οποία να πιστοποιούν την ψυχική κατάσταση του ενάγοντος, πλην της μαρτυρίας του ιδίου (ενάγοντος). Στα συμπεράσματα της εν λόγω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, αναφέρεται ότι, ο ενάγων νόσησε λίγο αργότερα από της κατάρτισης των εν λόγω πρακτικών συμβιβασμού. Κατά τον ίδιο πραγματογνώμονα, καθόν χρόνο έλαβε χώρα η υπ’ αυτού εξέταση του ενάγοντος, αυτός είχε μερική συνείδηση των πράξεών του, κατέληξε δε ότι ο ενάγων, συνεπεία της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του, δεν είναι ικανός να ασκήσει το ναυτικό επάγγελμα, αλλά και οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα. Η εναγομένη, προσκομίζει την από 3.3.2017 τεχνική έκθεση του ιατρού ψυχιάτρου τέως Αναπληρωτή Καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ………., ο οποίος παρίστατο στην εξέταση του ενάγοντος από τον ανωτέρω πραγματογνώμονα ιατρό …………………., την 18.10.2016. Ο εν λόγω ιατρός (……….), υποστηρίζει ότι, ο ενάγων, μετά το ανωτέρω ναυάγιο, εβίωσε ισχυρό ψυχοτραυματικό stress, εντός δε περίπου ενός μηνός εκδήλωσε τη λεγόμενη οξεία διαταραχή stress, πλην όμως η κατάσταση αυτή δεν εξελίχθηκε σε διαταραχή μετατραυματικού stress, όπως αναφέρεται από τον ιατρό πραγματογνώμονα ………………, διότι κατά την (τεχνική) έκθεση, η οξεία διαταραχή stress δεν παρατάθηκε πέραν του μηνός, αφού ο ενάγων επανήλθε στην εργασία του. Εάν πράγματι είχε υποστεί διαταραχή μετατραυματικού stress θα ήταν αδύνατο αυτός να επανέλθει στη θαλάσσια υπηρεσία, διότι θα του προκαλούσε αναβίωση του τραύματος και έντονη συμπεριφορά αποφυγής. Ο ίδιος ιατρός (τεχνικός σύμβουλος), υποστηρίζει ότι, στις ανωτέρω γνωματεύσεις του θεράποντος ιατρού – ψυχιάτρου του ενάγοντος, …………, αναφέρεται ότι, το ναυάγιο, προκάλεσε στον ενάγοντα μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, πλην όμως επισημαίνει ότι, ο θεράπων ιατρός δεν αναφέρει ότι η ψυχωσική συνδρομή που εμφάνισε ακολούθως ο ενάγων, συνδέεται με το ναυάγιο, πιθανολογώντας (ο τεχνικός σύμβουλος) ότι, ο ανωτέρω θεράπων του ενάγοντος ιατρός θεώρησε ότι τέτοια σύνδεση δεν στοιχειοθετείται. Παράλληλα, επισημαίνει ότι, αν και στις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ιατρικές βεβαιώσεις αναφέρεται επαναληπτικά ότι η φαρμακευτική αγωγή που εφαρμόσθηκε στον ενάγοντα δεν επέφερε θεραπευτικό αποτέλεσμα σε αυτόν (ενάγοντα), εν τούτοις η θεραπεία δεν τροποποιήθηκε ή δεν ενισχύθηκε, όπως προβλέπεται από τους κανόνες της θεραπευτικής, ενόψει του ότι η ψυχιατρική διαθέτει αποτελεσματικά φάρμακα και υπάρχουν πολλές εναλλακτικές δυνατότητες για την επίτευξη ή ενίσχυση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Η επιμονή για παράδειγμα, κατά τον εν λόγω ιατρό (τεχνικό σύμβουλο) των ψευδαισθήσεων παρά την ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, η οποία δεν τροποποιήθηκε για την αντιμετώπισή τους, δημιουργεί το ερώτημα αν πράγματι αυτές υπάρχουν, όπως περιγράφηκαν στην κλινική εικόνα ή προβλήθηκαν από τον ασθενή για ωφελιμιστικούς λόγους ή απηχούν υποβοηθητική προσπάθεια του θεράποντος ιατρού προς τον ασθενή του. Αναφέρει δε ότι, συχνά, ο θεράπων διακατέχεται από υποβοηθητική διάθεση προς τον ασθενή και τούτο εντάσσεται στη «θεραπευτική συμμαχία», η οποία αποτελεί βασικό συστατικό της θεραπευτικής σχέσης, δεν είναι δε γνωστό, κατά τον εν λόγω τεχνικό σύμβουλο, αν η νόσος παρουσιάζεται ως βαρύτερη και ανίατη προκειμένου να βοηθηθεί ο ασθενής στις επιδιώξεις του ή αν η θεραπευτική του αντιμετώπιση δεν ήταν επαρκής. Ο ίδιος (τεχνικός σύμβουλος) διατυπώνει την άποψη ότι, η διάγνωση μετεξελίχθηκε από την κατάθλιψη (μείζονα καταθλιπτική διαταραχή) σε μείζονα καταθλιπτική διαταραχή με ψυχωσικά στοιχεία και περαιτέρω σε ψυχωσική (σχιζοφρενική) συνδρομή με αρνητικά συμπτώματα και με (υποβαθμισμένους) συναισθηματικούς συντελεστές (21.09.2012), παρά τη φαρμακευτική αγωγή. Κατά τον εν λόγω τεχνικό σύμβουλο (σχετ. σελ. 5 τεχνικής έκθεσης), ο ενάγων εκδήλωσε αρχικά καταθλιπτική διαταραχή, στηρίζει δε την άποψή του αυτή στη νοσηλεία του ενάγοντος σε κλινική και στις με ημερομηνία 22.08.2001 και 10.09.2001 ανωτέρω ιατρικές βεβαιώσεις. Ακολούθως, αναπτύχθηκε προοδευτικά σε αυτόν (ενάγοντα), ως ξεχωριστή διαταραχή, η σχιζοφρενική ψύχωση, που εξελίχθηκε μέχρι το χρόνο σύνταξης της εν λόγω τεχνικής έκθεσης, με επικράτηση της αρνητικής συμπτωματολογίας. Κατά τον εν λόγω ιατρό, τo stress του ναυαγίου μπορεί να επιτάχυνε την κλινική εκδήλωση της κατάθλιψης σε έδαφος προδιάθεσης, η περαιτέρω όμως εξέλιξη της ψυχικής κατάστασης του ενάγοντος, οδηγεί στη διάγνωση της ψυχωσικής (σχιζοφρενικής) διαταραχής, η οποία εν τούτοις εκδηλώθηκε παράλληλα και κατ’ αυτόν (τεχνικό σύμβουλο) δεν συνδέεται αιτιολογικά με το ναυάγιο. Επιπλέον, σχολιάζοντας το συμπέρασμα της ανωτέρω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, κατά το οποίο ο ενάγων πάσχει από υπολειμματική σχιζοφρένεια με επικρατούσα την αρνητική συμπτωματολογία (άμβλυνση του συναισθήματος, αδιαφορία, απάθεια, κοινωνική απόσυρση, ανηδονία, γνωστική έκπτωση, αλογία), αναφέρει ότι, στον ενάγοντα προεξάρχουν τα αρνητικά συμπτώματα, πλην όμως η επίκληση από αυτόν (ενάγοντα) ψευδαισθησιακών βιωμάτων και παραληρητικών ιδεών, αποδυναμώνουν, χωρίς να αποκλείουν, την υπολειμματική μορφή υπέρ της παρανοειδούς μορφής, αν και τούτο δεν μεταβάλει τη βαρύτητα της διαταραχής. Επιπλέον, αναφέρει ότι, ο ανωτέρω πραγματογνώμονας πιθανολογεί ότι η νόσος δεν προϋπήρχε παράλληλα ότι αυτός (πραγματογνώμονας) δέχεται την ύπαρξη προδιάθεσης, η οποία μπορεί και να μην εξελιχθεί σε νόσο, πλην όμως κατά τον εν λόγω τεχνικό σύμβουλο, ο πραγματογνώμονας δεν αναφέρεται στην προνοσηρή προσωπικότητα, η οποία στη σχιζοφρένεια είναι περίπου καθοριστική και ο επιβαρυμένος γενετικά (κληρονομικά) και περιβαλλοντικά (ποικίλα μακροχρόνια stress) οδεύει προς τη νόσο. Κατά τον εν λόγω ιατρό, δεν είναι γνωστό εάν ο ενάγων στο σχολείο παρουσίαζε μειωμένη διαπροσωπική συναλλαγή με τους συνομηλίκους του, κοινωνικό άγχος, μειωμένη σχολική επίδοση και μειωμένη ικανότητα προσοχής και συγκέντρωσης, όπως συμβαίνει με άτομα με προδιάθεση στη νόσο, πλην όμως κατ’ αυτόν (τεχνικό Σύμβουλο) η άσκηση δευτερεύοντα ρόλου (θαλαμηπόλου Β τάξεως) και η επιλογή φορτηγών πλοίων, διότι «δεν έχουν πολύ δουλειά», μπορεί να αποτελεί ένδειξη προς τούτο. Επιπλέον, διαφωνεί με την άποψη του ανωτέρω πραγματογνώμονα ότι το τραύμα του ναυαγίου απετέλεσε εκλυτικό παράγοντα, υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί αυτό για την περίπτωση οξείας διαταραχής stress και της διαταραχής μετατραυματικού stress, λιγότερο όμως για την κατάθλιψη όταν επιδρά σε έδαφος προδιάθεσης και καθόλου για τη σχιζοφρενική διαταραχή. Όσον αφορά ειδικώς στην αναφορά στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης ότι δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία τα οποία να πιστοποιούν την ψυχική κατάσταση του ενάγοντος καθόν χρόνο κατήρτισε τα ανωτέρω πρακτικά συμβιβασμού με την εναγομένη, ο ίδιος υποστηρίζει ότι η συμπτωματολογία του ενάγοντος μέχρι τριάντα ημέρες από το ναυάγιο ήταν αυτή της οξείας διαταραχής stress και δεν ακολουθήθηκε από διαταραχή μετατραυματικού stress, υποστηρίζοντας ότι, στο δεύτερο συμβιβασμό της 1.11.2000 είχε παρέλθει η οξεία συμπτωματολογία, η δε καταθλιπτική συμπτωματολογία εκδηλώθηκε μετά από πολλούς μήνες και δη τον Ιούλιο του 2001. Ο εν λόγω τεχνικός σύμβουλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, συνεπεία του εν λόγω του ναυαγίου, ο ενάγων βίωσε ισχυρό μετατραυματικό stress, μετά δε την πάροδο ενός μηνός, διάστημα στο οποίο εμφάνισε τη λεγόμενη οξεία διαταραχή stress, η κατάστασή του βελτιώθηκε, ενόψει μάλιστα του ότι ναυτολογήθηκε εκ νέου από την εναγομένη. Κατά τον εν λόγω ιατρό, η κατάσταση του ενάγοντος, δεν εξελίχθηκε σε διαταραχή μετατραυματικού stress, ακολούθως μετά από δέκα μήνες νοσηλεύθηκε σε ιδιωτική κλινική για κατάθλιψη κατά δε την εξέτασή του από τον ανωτέρω πραγματογνώμονα και τον ίδιο, διαπιστώθηκε αρνητική σχιζοφρενική συμπτωματολογία και αναφέρθηκαν ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες, χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης, πλην όμως και ο ίδιος κατέληξε από την εξέτασή του ότι, η όλη εικόνα ήταν συμβατή με διάγνωση σχιζοφρενικής διαταραχής υπολειμματικού ή παρανοειδούς τύπου. Κατά τον εν λόγω ιατρό, η ανωτέρω νόσος του ενάγοντος, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ναυαγίου, αλλά είναι προϊόν μακράς εξελικτικής διεργασίας του εγκεφάλου του ενάγοντος, επικαλούμενος προς ενίσχυση της άποψής του, το γεγονός ότι ο θεράπων ιατρός του ενάγοντος, αιτιολογική σύνδεση της κατάστασης αυτού (ενάγοντος) με το εν λόγω ναυάγιο διατυπώνει μόνον για την καταθλιπτική διαταραχή για την οποία νοσηλεύθηκε στην ανωτέρω κλινική στην πρώτη γνωμάτευση της 22.8.2001 και όχι στις υπόλοιπες, όπου γίνεται διάγνωση ψυχωσικής συνδρομής. Κατά τον εν λόγω ιατρό (τεχνικό σύμβουλο), η σχιζοφρενική διαταραχή δεν αποτελεί μετεξέλιξη της κατάθλιψης, αλλά αναπτύχθηκε παράλληλα σε έδαφος γενετικής προδιάθεσης, η πορεία του ενάγοντος προς τη νόσο της σχιζοφρένειας είχε ήδη προδιαγραφεί και θα εκδηλωνόταν ανεξάρτητα από το ναυάγιο, καθόν δε χρόνο ο ενάγων κατήρτισε το δεύτερο των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού, είχε παρέλθει η οξεία συμπτωματολογία, οπότε ο ενάγων ήταν σε θέση να αντιλαμβάνεται και να κρίνει προς το συμφέρον του. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων κατά το χρόνο του ενδίκου ναυαγίου (26.9.2000) ήταν 29 ετών (ημερομηνία γεννήσεώς του 2.8.1971). Μέχρι τον εν λόγω χρόνο (26.9.2000),  αποδείχθηκε ότι δεν εμφάνιζε καμία πάθηση (είτε ψυχολογικής φύσεως, είτε σωματικής), αλλά αντιθέτως είχε αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, από μηνός Μαΐου 1987, ήτοι σε ηλικία 16 ετών άρχισε να εργάζεται ως οικοδόμος (εφόσον από την προσκομιζόμενη με αριθμό 4239 από 16.2.2006 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ εμφανίζεται ασφαλισμένος στο εν λόγω Ταμείο από μηνός Μαΐου 1987 με επάγγελμα αυτό του οικοδόμου), ακολούθως δε υπηρέτησε κανονικά τη θητεία του στο πολεμικό ναυτικό. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ήτοι από την 5.11.1993, σε ηλικία 22 ετών και έως της επελεύσεως του ενδίκου συμβάντος, εργαζόταν ναυτολογημένος σε διάφορα πλοία ως μέλος οργανωμένου πληρώματος, για συνηθισμένα για την εργασία αυτή χρονικά διαστήματα. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τον προσκομιζόμενο Πίνακα Θαλάσσιας Υπηρεσία Ναυτικού, ναυτολογήθηκε ως βοηθός θαλαμηπόλου με πτυχίο στο Φ/Γ πλοίο «Π» από 5.11.1993 έως 29.4.1994 και από 30.4.1994 έως 1.6.1994, ήτοι συνεχόμενα για έξι μήνες και είκοσι επτά ημέρες, με την ίδια ειδικότητα στο Φ/Γ πλοίο «ΜΠ» από 4.11.1994 έως 25.11.1994 και από 26.11.1994 έως 25.5.1994, ήτοι συνεχόμενα για διάστημα έξι μηνών και 22 ημερών, με την αυτή ειδικότητα στο Φ/Γ πλοίο ΓΦ κατά το χρονικό διάστημα από 16.11.1995 έως 17.1.1996 και από 18.1.1996 έως 9.3.1996 ήτοι για συνολικό συνεχόμενο διάστημα τριών μηνών και είκοσι τεσσάρων ημερών, με την αυτή ειδικότητα στο Φ/Γ πλοίο Σ κατά το χρονικό διάστημα από 17.11.1996 έως 29.5.1997 και από 30.5.1997 έως 22.7.1997, ήτοι για συνεχόμενο διάστημα οκτώ μηνών και τριών ημερών, με την αυτή ειδικότητα στο Φ/Γ πλοίο Μ από 24.8.1998 έως 22.2.1999 ήτοι για διάστημα πέντε μηνών και είκοσι εννέα ημερών. Κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ενόψει της ειδικότητας του βοηθού θαλαμηπόλου με την οποία απασχολείτο, στα καθήκοντά του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 104 του ΒΔ 806/1970 (κανονισμός φορτηγών πλοίων), ανήκε και η εξυπηρέτηση και περιποίηση των αξιωματικών του πλοίου κατά τα γεύματα αυτών. Ακολούθως, εργάσθηκε με την ειδικότητα του Επικούρου στο πλοίο Α κατά το χρονικό διάστημα από 3.9.1999 έως 29.11.1999, με την ειδικότητα του χυτροκαθαριστή στο πλοίο ΚΙΙ κατά το χρονικό διάστημα από 8.1.2000 έως 11.1.2000 και από 11.3.2000 έως 12.3.2000, ακολούθως δε ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο ΕΣ, με την ειδικότητα του Επικούρου, στα καθήκοντα του οποίου, κατά το άρθρο 120 του ΒΔ 683/1960 (Κανονισμός Επιβατηγών πλοίων), ανήκε και η παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών των επιβατών εκ του καταστρώματος στις θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβαση και αποβίβαση αυτών και εν γένει σε πάσα βοηθητική εργασία ειδικότητος, θαλαμηπόλου, ανατιθεμένη σε αυτόν υπό του Αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκε. Επιπλέον, ενόψει του ότι κατά το χρονικό διάστημα έως του ενδίκου συμβάντος, είχε και 809 ημέρες εργασίας ως ασφαλισμένος στο ΙΚΑ με την ειδικότητα του οικοδόμου, στα ενδιάμεσα των ναυτολογήσεων χρονικά διαστήματα, απεδείχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν και ως οικοδόμος. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται επομένως ότι, ο ενάγων συνεπεία των όσων εβίωσε κατά το ένδικο ναυάγιο, όπως περί τούτου βεβαιώνει ο ανωτέρω ιατρός πραγματογνώμονας στην προαναφερομένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ένα περίπου μήνα μετά το ένδικο ναυάγιο, οπότε άρχισε να εργάζεται, εμφάνισε διαταραχές μετατραυματικού stress. Ακολούθως, διεγνώσθη ότι συνεπεία του εν λόγω ναυαγίου υπέστη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (από 22.8.2001 ιατρική βεβαίωση του ιατρού ………….) και την 9.10.2001 για πρώτη φορά διεγνώσθη ότι έπασχε από συναισθηματική διαταραχή με ψυχωτικού τύπου προεκτάσεις, συνεπεία του εν λόγω ναυαγίου, όπως αναφέρεται στην από 9.10.2001 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ………, στην οποία μάλιστα αναφέρεται περαιτέρω η διαγνωσθείσα ανωτέρω κατάσταση του ενάγοντος ως αποτέλεσμα σοβαρού ψυχοτραυματικού γεγονότος. Παρά δε τη συνεχή φαρμακευτική αγωγή, η κατάστασή του μετεξελίχθηκε σε ψυχωσική συνδρομή με συναισθηματικές προεκτάσεις (σχετικά από 20.3.2022 ιατρικό πιστοποιητικό ιατρού Ψυχιάτρου ………….). Εν τέλει ήδη πάσχει από ψύχωση (σχιζοφρένεια) υπολειμματικού τύπου. Από τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, η αιτία εκδήλωσης της ανωτέρω ψυχικής ασθένειας του ενάγοντος, ακόμη κι αν η τελευταία υπήρχε ως προδιάθεση στο γενετικό του κώδικα λόγω κληρονομικότητας, υπήρξε το ανωτέρω ναυάγιο. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, εάν και ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητος εάν ο ενάγων θα είχε νοσήσει σε κάθε περίπτωση εάν δεν είχε λάβει χώρα το εν λόγω ναυάγιο, υφίσταται βεβαιότητα για το γεγονός ότι, λαμβανομένου χώρα αυτού (εν λόγω ναυαγίου), ο ενάγων εκδήλωσε εξαιτίας αυτού το προαναφερθέν ψυχικό νόσημα, ήτοι αρχικώς μείζονα κατάθλιψη που εξελίχθηκε σε σχιζοφρένεια. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο άγεται από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων μεταξύ των οποίων και της ανωτέρω ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού ψυχιάτρου ………… Η επιστημονική άποψη του ανωτέρω τεχνικού συμβούλου της εναγομένης ότι η ανωτέρω ψυχική ασθένεια του ενάγοντος [ψύχωσης (σχιζοφρένειας) υπολειμματικού τύπου] θα εκδηλωνόταν ανεξάρτητα από το ναυάγιο, δεν κρίνεται πειστική, αφενός μεν διότι ο ανωτέρω ιατρός πραγματογνώμονας αν και αποδέχεται ότι κατά πάσα πιθανότητα υπήρχε προδιάθεση στον ενάγοντα, σαφώς αναφέρει ότι το εν λόγω ναυάγιο απετέλεσε εκλυτικό παράγοντα αυτής, όπως επίσης αναφέρει ότι κανείς δεν μπορεί να πει αν θα εκδηλωνόταν η νόσος εάν ο ενάγων δεν συνέβαινε να βρίσκεται στο εν λόγω ναυάγιο, ή εάν ελάμβανε χώρα ένα άλλο τραυματικό γεγονός, αφ’ ετέρου δε και κυρίως, διότι όπως ο ίδιος ο τεχνικός σύμβουλος της εναγομένης αναφέρει στην έκθεσή του, η εκδήλωση των συμπτωμάτων της νόσου είναι αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ως στρεσογόνους τέτοιους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες που ενοχοποιούνται ότι επενεργούν στην κληρονομική ευαλωτότητα για τη νόσο, ο ίδιος περιγράφει τραυματικές εμπειρίες του πάσχοντος κατά την παιδική ηλικία και δη κακοποίηση, γονική βία, σχολικό περιβάλλον, την χρήση ουσιών και τον κοινωνικό αποκλεισμό,  παράγοντες εν τούτοις που δεν απεδείχθη ότι συνέτρεξαν εν προκειμένω, εφόσον καμία περί τούτου απόδειξη δεν προσεκόμισε  η εναγομένη προς επιβεβαίωση της εν προκειμένω ύπαρξης τέτοιων παραγόντων. Κρίνεται, επομένως ότι το εκλυτικό αίτιο της εκδηλώσεως της ανωτέρω ασθένειας του ενάγοντος, υπήρξε το ανωτέρω ιστορούμενο εξωτερικό γεγονός, ήτοι το ένδικο ναυάγιο και γι’ αυτό, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, υφίσταται μεταξύ του ενδίκου συμβάντος (ναυαγίου) και της όλως αιφνίδιας εκδήλωσης της πιο πάνω ψυχικής νόσου [ψύχωσης (σχιζοφρένειας) υπολειμματικού τύπου], πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι υπήρχε προδιάθεση αυτής, δεδομένου μάλιστα ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή της παράλειψης αυτού και η ύπαρξη μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε αιτιώδους συνάφειας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, χωρίς να αποκλείεται κατ’ αρχήν η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συντέλεσαν και ιδιαίτερες περιστάσεις του βλαβέντος (ΑΠ 128/2017 Ιστοσελίδα ΑΠ). Ως εκ τούτου, οι αντίθετοι ισχυρισμοί της εναγομένης που περιέχονται στον δέκατο τρίτο, δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο λόγο έφεσης, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εφαρμογή νόμου, κακή εκτίμηση αποδείξεων και αντιφατικές αιτιολογίες, καθό μέρος έγινε δεκτό με αυτήν ότι η ανωτέρω ψυχική κατάσταση του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο συμβάν, τυγχάνουν απορριπτέες ως αβάσιμες στην ουσία του. Ο αιτιώδης σύνδεσμος δε μεταξύ του εν λόγω ναυαγίου και της ανωτέρω ψυχικής κατάστασης του ενάγοντος δεν διεκόπη, όπως η εναγομένη  αβασίμως υποστηρίζει στη σελίδα 36 των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιόν μας, εκ του γεγονότος ότι, όπως ο τεχνικός της σύμβουλος αναφέρει στην έκθεσή του, ο ενάγων δεν έλαβε την κατ’ αυτόν προσήκουσα αγωγή προς αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του, προσάπτοντας ουσιαστικά  εσφαλμένη αντιμετώπιση της κατάστασης της ψυχικής υγείας του ενάγοντος από τον θεράποντα ιατρό αυτού (ενάγοντος). Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο άγεται, διότι ο ανωτέρω τεχνικός σύμβουλος δεν αναφέρει ποία ήταν τα αποτελεσματικά φάρμακα τα οποία ο ενάγων, κατά την ψυχιατρική επιστήμη, θα έπρεπε να λαμβάνει και τα οποία δεν έλαβε, ενόψει μάλιστα του ότι όπως απεδείχθη, ο ενάγων παρακολουθείτο από εξειδικευμένο για την ασθένειά του ιατρό, σε εξειδικευμένο νοσηλευτικό ίδρυμα και δη στην ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο από Αναπληρωτή Καθηγητή Ψυχιατρικής τον ιατρό ……………….. Αξίζει δε να αναφερθεί ότι ο θεράπων ιατρός του ενάγοντος ………….., σε ανύποπτο χρόνο και δη στην από 12.3.2002 ιατρική του βεβαίωση, αναφέρει σαφώς ότι, οι έως τότε θεραπευτικές προσπάθειες δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα και, ως φαίνεται, η νόσος ανθίσταται σε κάθε φαρμακευτική αγωγή, ήτοι ότι χρησιμοποιήθηκαν στην περίπτωση του ενάγοντος πλέον της μιας θεραπευτικές αγωγές. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ του ενδίκου ναυαγίου και της ανωτέρω ψυχικής κατάστασης του ενάγοντος από την παρεμβολή τυχόν αμελούς συμπεριφοράς άλλων προσώπων (του θεράποντος ιατρού του), εφ’ όσον δεν αποδείχθηκε η παρεμβολή άλλων, μεταγενεστέρων, όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε, ενεργειών τρίτων προσώπων, οι οποίες να διέκοψαν τον αιτιώδη σύνδεσμο του, συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των ανωτέρω προστηθέντων της εναγομένης και των νομίμων εκπροσώπων της, ανωτέρω ναυαγίου το οποίο απετέλεσε, κατά τα άνω αποδειχθέντα, το εκλυτικό αίτιο της εκδηλώσεως της ανωτέρω ασθένειας του ενάγοντος και της εν λόγω ασθένειας. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ενδίκου ναυαγίου και της ανωτέρω ψυχικής ασθένειας του ενάγοντος συνεπεία παρεμβολής της συμπεριφοράς τρίτων προσώπων, για την εκδήλωση της οποίας, όπως απεδείχθη, το εκλυτικό αίτιο υπήρξε το ανωτέρω ιστορούμενο εξωτερικό γεγονός, ήτοι το ένδικο ναυάγιο, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος. Θα πρέπει δε, για την πληρότητα της παρούσας να σημειωθεί ότι, για τη θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνο από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επερχόταν, αδιάφορα αν συνέβαλαν σ’ αυτό και άλλοι όροι άμεσα ή έμμεσα. Εν προκειμένω δε, απεδείχθη ότι, οι παραλείψεις των προστηθέντων της εναγομένης. ανωτέρω Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου του εν λόγω πλοίου και των νομίμων εκπροσώπων αυτής, πράγματι ήσαν όροι παραγωγής του ένδικου αποτελέσματος, διότι απεδείχθη ότι το προκληθέν από την παράνομη συμπεριφορά τους ναυάγιο, ήταν το εκλυτικό αίτιο της εκδήλωσης της ανωτέρω ψυχικής ασθένειας του ενάγοντος. Ο ενάγων στις 9-10-2000, όπως απεδείχθη και αναφέρεται και ανωτέρω, ήλθε σε πρώτο συμβιβασμό με την εναγόμενη εταιρεία, η οποία κατά το χρόνο του ναυαγίου έφερε την επωνυμία «…………», ο οποίος καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και εις εκτέλεση αυτού έλαβε ως αποζημίωση για την περιέλευσή του σε ανεργία- λόγω της βύθισης του πλοίου – και για αποζημίωσή του ένεκα της απώλειας του ιματισμού του και των ειδών προσωπικής και επαγγελματικής χρήσης του το συνολικό ποσό των 1.320.000 δραχμών. Ακολούθως, την 1-11-2000, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης εταιρείας, νομίμως εκπροσωπούμενης, συνήφθη δικαστικός συμβιβασμός και για την αποκατάσταση της ψυχικής ταλαιπωρίας του ενάγοντος από τον άμεσο κίνδυνο που αυτός διέτρεξε να χάσει τη ζωή του, λαμβάνοντας το χρηματικό ποσό των 2.500.000 δραχμών και συνυπογράφοντας το υπ’ αριθμ. ……./2000 Πρακτικό Συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Ωστόσο, ο ενάγων κατήρτισε τη σύμβαση αυτή του δικαστικού συμβιβασμού αφού στάθμισε το μέγεθος της ψυχικής του ταλαιπωρίας που υπέστη από το ατύχημα και θεωρώντας εύλογα ότι ουδεμία σοβαρή βλάβη του σώματος ή της υγείας του, συνεπεία του ναυαγίου αυτού υπέστη (ως αναφέρεται στην αρχή της δεύτερης σελίδας του υπ’ αριθμ. …../2000 Πρακτικού) και ως εκ τούτου εκτιμώντας, για το λόγο αυτό, το ύψος των χρηματικών του αξιώσεων στο ποσό των 5.000.000 δρχ. για την ψυχική του ταλαιπωρία, συνυπολογίζοντας την πιθανότητα ευδοκίμησης των τελευταίων μετά από τη διενέργεια ενός ίσως και μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα, με αβέβαιο αποτέλεσμα ως προς την έκβαση του και κυρίως, την κατά το χρονικό εκείνο σημείο κατάσταση της ψυχικής του υγείας, δεδομένου ότι είχε υποστεί μεν σοκ, ωστόσο η εξέλιξη της κατάστασης αυτής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σε ορισμένη προβλεπτή έκταση, θα συνίστατο στην εξάλειψη έστω και ύστερα από μακρό χρονικό διάστημα των συμπτωμάτων της. Μάλιστα, η τελευταία αυτή δυσμενής εξέλιξη, ήτοι της μη άμεσης πλήρους επαναφοράς του από την κατάσταση σοκ στην οποία περιήλθε συνεπεία του ανωτέρω ναυαγίου, στην κατάσταση που ευρίσκετο προ του ναυαγίου και την ανάγκη παρόδου ικανού χρονικού διαστήματος προς τούτο, ήταν αυτή που θα μπορούσε να προβλέψει κάθε άνθρωπος στην κατάστασή του και για το λόγο αυτό, με υποχώρηση από τη δική του πλευρά ως προς το ύψος του δικαιούμενου όπως του καταβληθεί ποσού, δέχθηκε την καταβολή του ποσού των 2.500.000 δραχμών που του προσέφερε η εναγομένη, σε πλήρη εξόφληση για κάθε αξίωση του, παρούσας και μέλλουσας, που αφορούσε το ένδικο ατύχημα, υπογράφοντας το σχετικό πρακτικό συμβιβασμού με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και παραιτούμενος από τις αξιώσεις του. Η μεταγενέστερη δυσμενής εξέλιξη της κατάστασης της ψυχικής υγείας του ενάγοντος, ο οποίος μετά από ένα έτος περίπου από το ναυάγιο και κάποιους μήνες μετά τον καταρτισθέντα συμβιβασμό, άρχισε να εμφανίζει ψυχωσικά συμπτώματα σχιζοφρένειας, με τη μεταγενέστερη επαχθείσα αναπηρία, συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, εξέλιξη πέραν από την κανονική ανθρώπινη πρόβλεψη, την οποία δε θα μπορούσε να σκεφτεί και να συνεκτιμήσει, κατά τη χρονική στιγμή που υπογράφηκε το παραπάνω πρακτικό συμβιβασμού, ο ενάγων, καθώς δεν είναι η συνήθης έκβαση μίας ταραχής και ψυχικής ταλαιπωρίας από ένα ατύχημα. Η ανωτέρω αποδειχθείσα μεταγενέστερη δυσμενής κατάσταση της υγείας του ενάγοντος δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί υπ’ αυτού εκ των προτέρων, ώστε όταν έγινε ο ένδικος συμβιβασμός ο ενάγων δεν είχε κατά νου, ούτε ως ενδεχόμενο, τη νέα αυτή κατάσταση. Κατά το χρόνο που καταρτίστηκε ο εξώδικος συμβιβασμός, ήτοι τριάντα έξι [36] μόλις ημέρες μετά το ναυάγιο,  η ψυχική κατάσταση του (διαταραχή μετατραυματικού στρες), ελέγχεται στα όρια του φυσιολογικού μετά από μία τέτοιου είδους επώδυνη και ασυνήθη εμπειρία, για το λόγο δε αυτό ξεκίνησε πάλι να εκτελεί εντός των επομένων ημερών και πριν τον ανωτέρω συμβιβασμό ναυτική εργασία. Κατά την κοινή δε πείρα και λογική, εάν εγνώριζε ή μπορούσε, με οποιοδήποτε τρόπο, να προβλέψει τη δυσμενή εξέλιξη της ψυχικής του υγείας, συνιστάμενη στην σοβαρή ψυχική νόσο της σχιζοφρένειας υπολειμματικού τύπου, επαγόμενη μόνιμη αδυναμία αυτού προς εκτέλεση οιουδήποτε επαγγέλματος και αδυναμία βιοπορισμού, μετά βεβαιότητας δεν θα είχε αρχικά αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μόνο το ποσό των δρχ. 5.000.000, ισόποσο με 14.674 ευρώ, ούτε και θα δεχόταν να λάβει για την οριστική διευθέτηση της διαφοράς του με τη εναγομένη και με το προαναφερόμενο περιεχόμενο μόνο το ποσό των 2.500.000 δραχμών ή 7.337 ευρώ, παραιτούμενος από όλες τις αξιώσεις του από το ένδικο ατύχημα. Τη δυσμενή απρόβλεπτη ανωτέρω εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, δεν μπορούσε να σκεφθεί ούτε η εναγομένη, ώστε να προσαρμόσει με τον ενάγοντα ακολούθως το περιεχόμενο του συμβιβασμού στην εξέλιξη αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι στα ανωτέρω πρακτικά συμβιβασμού καμία αναφορά στην περίπτωση απρόβλεπτης δυσμενούς εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος δεν περιέχεται. Επιπρόσθετα, κρίνεται ότι, το καταβληθέν σε αυτόν ποσό των 2.500.000 δραχμών για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, είναι καταφανώς δυσανάλογο σε σχέση με την έκταση της ζημίας του ενάγοντος, όπως διαμορφώθηκε μεταγενέστερα συνεπεία της κατάστασής του, όπως αναλύεται ανωτέρω, ώστε να αντίκειται στην καλή πίστη (άρθρα 287, 288 ΑΚ), η εμμονή στο περιεχόμενό του. Το ατύχημα μεταγενεστέρως (της κατάρτισης των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού) επέφερε στην ψυχολογική κατάσταση του ενάγοντος δυσμενείς συνέπειες, ώστε, ενόψει της ως άνω απρόβλεπτης δυσμενής εξέλιξης της υγείας του, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του πρέπει να του επιδικασθεί πρόσθετη, πέραν του ανωτέρω ποσού των 2.500.000 δρχ. ήτοι ευρώ 7.337, χρηματική ικανοποίηση. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεχόμενη ότι μετά την κατάρτιση του ανωτέρω συμβιβασμού μεταξύ των διαδίκων, επήλθε απρόβλεπτη επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος [ψύχωση (σχιζοφρένεια) υπολειμματικού τύπου], το εκλυτικό αίτιο εκδηλώσεως της οποίας υπήρξε το ανωτέρω ιστορούμενο εξωτερικό γεγονός, ήτοι το ένδικο ναυάγιο, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης που περιέχονται στον δέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατο όγδοο λόγους της ένδικης έφεσης αυτής. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων, μετά την πρόσκρουση του πλοίου στην βραχονησίδα «………» και την ανοργάνωτη εγκατάλειψη του πλοίου, βίωσε τον απόλυτο τρόμο και το φόβο του θανάτου. Ο φόβος δε αυτός εξακολούθησε για αρκετή ώρα, αφού και μετά την πτώση του στη θάλασσα, όπου επικρατούσε έντονη θαλασσοταραχή, καθόσον, όπως απεδείχθη (σχετικά σελ. 22 έκθεσης του ΑΣΝΑ) στην περιοχή έπνεαν σχεδόν θυελλώδεις άνεμοι, με εκτιμώμενο ύψος κυμάτων 2,5 έως 3,00 μέτρων, παρέμεινε στη θάλασσα  με μόνο μέσο σωτηρίας του το σωσίβιο που φορούσε, αρκετές ώρες (περίπου δύο), περί τα 0,5 ναυτικά μίλια από την ακτή και πλησίον των βράχων των βραχονησίδων «……..», γεγονός το οποίο επέτεινε το φόβο του, μην έχοντας τρόπο να αποφύγει την εν λόγω κατάσταση. Το εν λόγω συμβάν, άλλαξε τη ζωή του, εφόσον αρχικά άρχισε να λαμβάνει ελάσσονα ηρεμιστικά και σταδιακά περιήλθε στην ανωτέρω ψυχική κατάσταση, η οποία, αν και κατά το χρόνο του ενδίκου συμβάντος ήταν ηλικίας μόλις 29 ετών, τον ανάγκασε να αποχωρήσει από την εργασία του και τον κατέστησε ανίκανο για οποιοδήποτε επάγγελμα, όπως τούτο κρίθηκε επανειλημμένως από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ (σχετικά από 17.1.2005 και 21.1.09  έγγραφα της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Επιτροπής ΙΚΑ περί γνωστοποίηση στον ενάγοντα των με αριθμό …./17.1.2005 και ……. αποφάσεων Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, με την οποία κρίθηκε ανάπηρος συνεπεία ψυχιατρικής νόσου σε ποσοστό 67%) λόγος για τον οποίο συνταξιοδοτείται από το ΙΚΑ από 1.11.2004 και όπως γνωμάτευσε, κατόπιν εξέτασής του, και ο ανωτέρω ιατρός πραγματογνώμονας στην από 8.11.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης κατά την οποία είναι ανίκανος προς εκτέλεση οιουδήποτε επαγγέλματος. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης ότι το ποσοστό αναπηρίας του ενάγοντος δεν ξεπερνά το 10% και ότι δύναται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή να εργασθεί, δεν ενισχύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε καν από την έκθεση του τεχνικού συμβούλου που η ίδια προσεκόμισε. Συνεπεία της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του έως της συνταξιοδότησής του στερήθηκε των εισοδημάτων του, δεχόμενος την βοήθεια των γονέων του, ενώ παράλληλα αναγκάζεται να λαμβάνει μόνιμα φαρμακευτική αγωγή. Έχει απομονωθεί κοινωνικά, δεν έχει φίλους, διέλυσε μια σοβαρή σχέση που είχε πριν από το ένδικο συμβάν και αδυνατεί να συνάψει σχέσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες ο ενάγων – εργαζόμενος υπέστη τη βλάβη της υγείας του που προαναφέρθηκε (βίωσε στον ύψιστο βαθμό το φόβο του θανάτου, τη μέγιστη αγωνία στην προσπάθειά του να διασωθεί, κινδύνευσε πράγματι η ζωή του), το βαθμό πταίσματος των ανωτέρω προσώπων (βαριά αμέλεια, όπως αναλύεται ανωτέρω), την έλλειψη υπαιτιότητος του ενάγοντος στο ένδικο συμβάν, την ψυχική καταπόνηση αυτού, την εμφάνιση σε αυτόν της ανωτέρω σοβαρής ψυχικής ασθένειας, τις επιπτώσεις του ναυαγίου στη ζωή του αλλά και τις επιπτώσεις αυτού στην  μελλοντική του ζωή, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, δεδομένου ότι η ευθύνη της εναγομένης δεν είναι εγγυητική, όπως η ίδια ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της (σελ. 46), το Δικαστήριο, κρίνει ότι,  ενόψει της ως άνω απρόβλεπτης δυσμενής εξέλιξης της υγείας του, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα πρόσθετη, πέραν του ανωτέρω ποσού των 2.500.000 δρχ. ήτοι ευρώ 7.337, που έλαβε με το ανωτέρω πρακτικό συμβιβασμού χρηματική ικανοποίηση, ανερχομένη στο ποσό των ευρώ 100.000, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο, μετά την εκτίμηση των στοιχείων που το άρθρο 932 του Α.Κ θέτει, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερεί ούτε υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 162/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία μετά στάθμιση των κατά το νόμο στοιχείων επεδίκαση στον ενάγοντα ενόψει της ως άνω απρόβλεπτης δυσμενής εξέλιξης της υγείας του, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη πρόσθετη, πέραν του ανωτέρω ποσού των 2.500.000 δρχ. ήτοι ευρώ 7.337, χρηματική ικανοποίηση την οποία προσδιόρισε στο ανωτέρω ποσό των 100.000 ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερεί αλλά ούτε υπολείπεται, και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Αβασίμως, επομένως, παραπονείται ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που του επιδικάσθηκε, προσάπτοντας στην ανωτέρω με αριθμό 4914/2017 εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, καθώς επίσης και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητος,  όπως επίσης, αβασίμως παραπονείται και η εναγομένη, με τον δέκατο λόγο της ένδικης έφεσής της, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού για την εν λόγω αιτία, για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε ανωτέρω, το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπολείπεται αλλά ούτε υπερβαίνει, και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος και ο δέκατος λόγος της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Για την καταβολή του ανωτέρω ποσού τυγχάνει υπόχρεη η εναγομένη λόγω της αποδειχθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των οργάνων της, αλλά και ως προστήσασα τους ανωτέρω Πλοίαρχο και Υποπλοίαρχο ενόψει του ότι, υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το ένδικο ναυάγιο, το οποίο προκλήθηκε με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτών και οι απότοκες συνέπειές του για τον ενάγοντα, προδήλως είχαν σχέση με  την εργασία αυτών (Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου) ως μελών του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, συνδέονται αιτιωδώς με την υπηρεσία που τους είχε ανατεθεί από την εναγομένη και εκτελούσαν στο  ανωτέρω πλοίο, στην επιχείρηση της οποίας είχαν ενταχθεί, και επομένως θεμελιώνει ευθύνη της εναγόμενης και από πρόστηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 Α.Κ. και 84 ΚΙΝΔ. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στη σελίδα 17 των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του Πλοιάρχου του πλοίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις 914 και 922 ΑΚ, αλλά μόνον η ειδική διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 του ΚΙΝΔ, δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο, διότι η διάταξη του άρθρου 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3816/1958, με την οποία ορίζεται ότι “ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών, τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτούς καθηκόντων”, εφαρμόζεται συνδυαστικά με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ, με αποτέλεσμα ο πλοιοκτήτης (προστήσας) να ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 811/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι για να θεμελιωθεί ευθύνη από πρόστηση, αρκεί μια χαλαρή έστω εξάρτηση και δεν απαιτείται η παροχή ειδικών οδηγιών προς τον προστηθέντα, κάθε φορά, για την άσκηση του έργου του, αφού ο ναυτικός και ιδίως ο Πλοίαρχος εν προκειμένω είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του να ενεργεί σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ναυτικής τέχνης (πρβλ. 1856/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας του. Περαιτέρω, σε συνέπεια των πιο πάνω αποδειχθέντων περιστατικών κρίνονται αβάσιμοι οι πέμπτος, έκτος, κατά το πρώτο σκέλος του ο ένατος, ο δέκατος και κατά το δεύτερο σκέλος του ο δέκατος όγδοος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση ότι εσφαλμένως και δη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τους τις εκ των άρθρων 871 και 416 ΑΚ, ενστάσεις που προέβαλε πρωτοδίκως, ότι δηλαδή η ένδικη αξίωση του ενάγοντος προς χρηματική ικανοποίηση, καλύπτονται από τον από 1.11.2000 προαναφερόμενο συμβιβασμό και έχει πλήρως εξοφληθεί, για το λόγο ότι με τον επικαλούμενο από αυτήν συμβιβασμό, ήρθη οριστικά οποιαδήποτε διαφορά των διαδίκων, είτε, δηλαδή αυτή αναγόταν στο χρόνο μέχρι την κατάρτιση του συμβιβασμού είτε θα προέκυπτε μεταγενέστερα, δεδομένου ότι και από το περιεχόμενο των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού, με σαφήνεια προκύπτει ότι ο συμβιβασμός απέβλεπε στην άρση μεταξύ των διαδίκων διαφοράς από τις ζημιογόνες συνέπειες του ενδίκου ναυαγίου στην ψυχική ταλαιπωρία του ενάγοντος, όπως αυτή ήταν γνωστή και προβλέψιμη στον ενάγοντα καθόν χρόνο έλαβε χώρα η κατάρτιση του εν λόγω πρακτικού συμβιβασμού, με βάση την κατάσταση της υγείας του κατ’ εκείνο το χρόνο. Όμως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τα πράγματα εξελίχθηκαν κατά τρόπο διαφορετικό απ` ό,τι ο ενάγων πίστευε για την κατάσταση της υγείας του κατά το χρόνο κατάρτισης των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού, ούτε δε ο ενάγων μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να εμφανισθεί η προαναφερθείσα δυσμενής συνέπεια στην κατάσταση της υγείας του, αλλά και απ’ όσα μπορούσε να προβλέψει και η εναγομένη, ώστε η τυχόν απόκρουση της αξιώσεως του ενάγοντος για πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του θα αποτελούσε μεγάλη σκληρότητα, η οποία υπό τα παραπάνω περιστατικά, αντίκειται στην καλή πίστη. Βεβαίως, ο ενάγων παραιτήθηκε ρητά και από μελλοντικό δικαίωμα ή απαίτηση από το ένδικο συμβάν, πλην όμως η δήλωση του αυτή, όπως κατ’ ακριβή διατύπωση παρατίθεται ανωτέρω, έγινε υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες δικαιολογημένης άγνοιας των όσων μεταγενέστερα επρόκειτο να ακολουθήσουν, δηλαδή η παραίτηση αφορούσε στις απαιτήσεις του, παρούσες ή μέλλουσες, οι οποίες ήσαν γνωστές ή προβλέψιμες, με βάσει την τότε κατάσταση της υγείας του. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την παρούσα (άρθρο 534 ΑΚ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, οι δε αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον έβδομο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι παρά τον νόμο, άλλως κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού, η εκκαλουμένη απόφαση έλαβε υπ’ όψιν της τη, μεταγενέστερη της καταρτίσεως του από 1.11.2000 συμβιβασμού, εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος για να αποφανθεί σχετικώς με το δυσανάλογο ή μη μεταξύ των παροχών των συμβληθέντων στον συμβιβασμό, ήτοι μεταξύ του ποσού του συμβιβασμού και της ζημίας του ενάγοντος και να κρίνει κατά πόσον ο αντίδικός της εδικαιούτο πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από την ανωτέρω εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του, πέραν εκείνης που έλαβε σε εκπλήρωση του συμβιβασμού ενώ, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, εάν εφάρμοζε και ερμήνευε ορθά το νόμο θα είχε κρίνει ότι η μεταγενέστερη εξέλιξη της υγείας του δικαιουμένου αποζημιώσεως για βλάβη της, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον σκοπό αυτό, τυγχάνουν αβάσιμες, διότι προκειμένου να διερευνηθεί περίπτωση θεμελίωσης αξίωσης του ενάγοντος για πρόσθετη (πέραν της καταβληθείσας στα πλαίσια του ανωτέρω συμβιβασμού) χρηματικής ικανοποίησης, εκτιμάται το ύψος του ποσού του συμβιβασμού και της ζημίας προκειμένου να διερευνηθεί τυχόν διάσταση αυτών και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε η εμμονή του υποχρέου στο περιεχόμενο του συμβιβασμού να αντίκειται στην καλή πίστη (Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, τρίτη έκδοση σελ. 838, παρ.2526). Εξάλλου, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του και ο ένατος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη προσάπτει στην ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση μη ορθή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων [πέραν της απορρίψεως των ισχυρισμών της περί εφαρμογής εν προκειμένω των άρθρων 871 και 416 ΑΚ και αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης ενόψει του ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού], εκ του λόγου ότι, ενόψει της ύπαρξης του ανωτέρω συμβιβασμού που περιελήφθη στη με αριθμό 203/2000 έκθεση πρακτικών του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει αντικειμένου, δεν κατήργησε τη δίκη και δεν δέχθηκε την ύπαρξη δικονομικού και ουσιαστικού δεδικασμένου από το ανωτέρω πρακτικό συμβιβασμού, δεδομένου ότι ο κατά το στάδιο της συμβιβαστικής επί πάσης διαφοράς επεμβάσεως του Ειρηνοδίκου, κατ` άρθρον 208 § 1 ΚΠολΔ, συμβιβασμός, ταυτιζόμενος, κατά το άρθρο 212 του αυτού Κώδικα, προς δικαστικό συμβιβασμό, έχει όλα τα αποτελέσματα αυτού, ως προς την δεσμευτικότητα και εκτελεστότητα (ΕΑ 7564/1982 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης της νεώτερης δίκης που αφορά τις ίδιες απαιτήσεις, ούτε παράγεται δεδικασμένο από αυτό παρά, σε περίπτωση άσκησης νέας αγωγής με αντικείμενο που καταλαμβάνεται από το συμβιβασμό, παρέχεται από το νόμο στο άλλο μέρος, δυνατότητα απόκρουσης τέτοιας αγωγής με την επίκληση και απόδειξη του συμβιβασμού, η βασιμότητα δε της στηριζόμενης στον εν λόγω (δικαστικό) συμβιβασμό ανατρεπτική ένσταση, επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης (ΑΠ 937/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι περιεχόμενοι στον υπό κρίση λόγο έφεσης ισχυρισμοί, ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη απόφαση δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή συνεπεία της ύπαρξης του ανωτέρω πρακτικού συμβιβασμού, ως απαράδεκτη, δεν κατήργησε τη ανοιγείσα με αυτή δίκη και δεν δέχθηκε δεδικασμένο από το εν λόγω πρακτικό συμβιβασμού, τυγχάνουν αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον όγδοο λόγο έφεσης ότι παρά τον νόμο και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων με την εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, έγινε δεκτό ότι, ο συμβιβασμός που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και του ενάγοντος την 1.11.2000, δεν περιλαμβάνει τις αξιώσεις του αντιδίκου για τις προβαλλόμενες από αυτόν (ενάγοντα) δυσμενείς συνέπειες στην υγεία του από το ένδικο  ναυάγιο, παρά το γεγονός ότι, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, η κατά την κατάρτιση του συμβιβασμού γνώση ή άγνοια περί της καταστάσεως της υγείας του ή της μεταγενέστερης εξελίξεως αυτής αφορούσε τον ενάγοντα και δεν ήταν κοινή σε αμφότερους τους ήδη διαδίκους και συμβαλλομένους στον ανωτέρω συμβιβασμό, δηλαδή πρόκειται για πλάνη περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως του ενάγοντος, αδιάφορη κατά το νόμο για το συμβιβασμό και για το κύρος ή την έκταση της παραιτήσεως αυτού (ενάγοντος) από κάθε άλλη αξίωση κατά της εναγομένης από το ένδικο ναυάγιο, τυγχάνουν αβάσιμες στην ουσία τους, διότι ο ενάγων στα πλαίσια του εν λόγω συμβιβασμού παραιτήθηκε ρητά και από μελλοντικό δικαίωμα ή απαίτηση από το ένδικο συμβάν, πλην όμως η δήλωση του αυτή, όπως κατ’ ακριβή διατύπωση παρατίθεται ανωτέρω, έγινε υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες δικαιολογημένης άγνοιας των όσων μεταγενέστερα επρόκειτο να ακολουθήσουν, δηλαδή η παραίτηση αφορούσε στις απαιτήσεις του, παρούσες ή μέλλουσες, οι οποίες ήσαν γνωστές ή προβλέψιμες, με βάσει την τότε κατάσταση της υγείας του. Εξάλλου, ούτε η εναγομένη, η οποία μάλιστα αρνείται ότι η ανωτέρω ψυχική κατάσταση του ενάγοντος ψύχωση (σχιζοφρένειας) υπολειμματικού τύπου, συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο συμβάν, ισχυρίζεται αλλά ούτε αποδεικνύεται ότι μπορούσε η ίδια να σκεφθεί τις απρόβλεπτες συνέπειες του ενδίκου ναυαγίου στην υγεία του ενάγοντος, κατά τη συνήθη εξέλιξη των πραγμάτων. Εν προκειμένω δε, δεν τίθεται ζήτημα ανατροπής του περιεχομένου του ανωτέρω επικαλούμενου από την εναγομένη συμβιβασμού, λόγω πλάνης του ενάγοντος. Ο δέκατος ένατος λόγος της εφέσεως της εναγομένης με την οποία πλήττεται η εκκαλούμενη με αριθμό 4914/2017 οριστική απόφαση, αλλά και η συνεκκαλουμένη με αριθμό 3897/2015 απόφαση, ότι παρά το νόμο δέχθηκαν ότι θεμελιώνεται αξίωση του ενάγοντος για πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, παρόλο ότι οι διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του ΚΙΝΔ ορίζουν περιοριστικώς τα δικαιώματα του ναυτικού σε περίπτωση ναυαγίου, κατ` αποκλεισμό κάθε άλλης διατάξεως, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, το άρθρο 62 ορίζει: “ο ναυτικός ναυαγήσαντος πλοίου, δικαιούται εις μισθόν δι` ας ημέρας ειργάσθη συντρέχων προς διάσωσιν αυτού, των επιβαινόντων ή του φορτίου, επιπροσθέτως δε και εις μισθόν το πολύ δύο μηνών, εφόσον δεν εξεμίσθωσε τας υπηρεσίας του αλλαχού”, το δε άρθρο 63 ορίζει: “ο ναυτικός δικαιούται εις εύλογον αποζημίωσιν διά την εκ του ναυαγίου, πυρκαϊάς ή παρεμφερούς γεγονότος απώλειαν αντικειμένων της προσωπικής ή επαγγελματικής του χρήσεως”. Από τη διατύπωση των ανωτέρω άρθρων είναι πλέον ή σαφές, ότι με τις διατάξεις τους ρυθμίζονται ειδικά θέματα και δη με το άρθρο 62 θέματα αντιμισθίας του ναυτικού για τις υπηρεσίες του προς διάσωση του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου, λαμβάνεται δε και πρόνοια υπέρ του ναυτικού εν όψει της απωλείας των εκ της εργασίας του αποδοχών του συνεπεία του ναυαγίου, ενώ με το άρθρο 63 προβλέπεται εύλογη αποζημίωση για την απώλεια των προαναφερόμενων αντικειμένων του ναυτικού. Το ζήτημα της δικαιούμενης υπό του ναυτικού χρηματικής ικανοποίησης λόγω τυχόν ηθικής του βλάβης συνεπεία του ναυαγίου, ούτε θίγεται από τα ανωτέρω δύο άρθρα, ούτε αποκλείεται με τις εν λόγω διατάξεις η εφαρμογή στους ναυτικούς των προβλεπόντων σχετικό δικαίωμα (χρηματικής ικανοποιήσεως) άλλων διατάξεων του νόμου (ΕΠ 203/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, με τον πέμπτο και πρώτο πρόσθετο λόγο εφέσεως, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα και εν μέρει απορριφθείσα ένστασή της περί παραγραφής της ενδίκου αξιώσεως του ενάγοντος, για το λόγο ότι, από τον εκτιθέμενο στην αγωγή χρόνο γενέσεως της ένδικης αξίωσης μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της εκ του άρθρου 937 ΑΚ πενταετίας, με τον δεύτερο δε πρόσθετο λόγο εφέσεως, προσάπτει στην εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθό μέρος δέχθηκε ότι η ανωτέρω παραγραφή στην οποία υπόκειται η ένδικη αξίωση διεκόπη με την άσκηση των προγενεστέρων, αναφερομένων στην εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αγωγών του ενάγοντος, διότι αυτές είχαν άλλη ιστορική και νομική αιτία. Ο εφεσίβλητος – ενάγων προτείνει με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής με την άσκηση των αναφερομένων σε αυτή αγωγών. Εν προκειμένω, απεδείχθη ότι, το ένδικο ναυάγιο έλαβε χώρα την 26.9.2000, η ανωτέρω δε δυσμενής εξέλιξη της ψυχικής υγείας του ενάγοντος έλαβε χώρα περί τα μέσα του έτους 2001, περαιτέρω δε ο ενάγων, ήγειρε κατά της εναγομένης – εκκαλούσας την από 13.9.2005 (αρ. εκθ. καταθ. ……./2005) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε σε αυτήν (εναγομένη) την 23.9.2005, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό ……/23.9.2005 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. Με την αγωγή αυτή, ο ενάγων εξέθετε ότι την 22.9.2000 προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε ως επίκουρος στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό- οχηματαγωγό πλοίο “ΕΣ” ΝΠ …….., που εκείνη την εποχή ανήκε στην εναγομένη και εφοπλίζετο από αυτήν, υπό τους όρους ναυτολόγησης που προβλέπονταν στην οικεία Ελληνική Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας. Ότι το βράδυ της 26.9.2000, ενώ το ως άνω πλοίο, στο οποίο εργαζόταν, εκτελούσε προγραμματισμένο δρομολόγιο από τον Πειραιά προς τη νήσο Πάρο, περί ώρα 22:30, καθώς πλησίαζε στο λιμάνι της Πάρου, προ του όρμου Παροικιάς της Πάρου προσέκρουσε στους βράχους “…..” και άρχισε να βυθίζεται. Ότι ο ενάγων παρείχε συνδρομή προς τους επιβάτες, προκειμένου να εγκαταλείψουν το πλοίο και ότι στο τέλος το εγκατέλειψε και ο ίδιος, πέφτοντας στη θάλασσα και παλεύοντας περί τις δύο ώρες με τα κύματα, καθώς επικρατούσαν δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, μέχρις ότου συνελέγη από πλοίο που είχε σπεύσει προς βοήθεια των ναυαγών και μεταφέρθηκε στην Παροικιά της Πάρου. Ότι την 1.11.2000 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά υπέγραψε τη με αριθμό …/2009 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού, με βάση τον οποίο η εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των 2.500.000 δραχμών, έχοντας την πεποίθηση ότι υπέγραφε ένα απλό πρακτικό συμβιβασμού, που αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου και ότι για οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιαστεί θα είχε την οικονομική στήριξη της εναγομένης –  εργοδότριάς του, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο δικηγόρος που την εκπροσωπούσε κατά τον εν λόγω συμβιβασμό. Ότι, αν και μετά το ατύχημα και με την πάροδο του χρόνου η ψυχική του υγεία χειροτέρευε, η εναγομένη, επικαλούμενη τον ως άνω από 1.11.2000 συμβιβασμό, που με απατηλή συμπεριφορά, πειθώ και φορτικότητα του είχε επιβάλει να υπογράψει, αρνιόταν κάθε οικονομική βοήθεια. Ότι εξαιτίας του ως άνω ναυαγίου, που προκλήθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής – πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου-, πάσχει από κατάθλιψη βαρύτατης μορφής, νοσηλεύτηκε πολλάκις σε νοσοκομείο, βρίσκεται υπό διαρκή ψυχιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή και δεν δύναται από τις αρχές του έτους 2001 να εργασθεί, με αποτέλεσμα να έχει απολέσει εισοδήματα συνολικού ύψους 36.000 ευρώ και να απολέσει μηνιαίο εισόδημα ύψους 800 ευρώ για τα επόμενα μετά την επίδοση της από 13.9.2005 αγωγής δύο χρόνια, που με βεβαιότητα θα κέρδιζε από την εργασία του, εάν δεν αδυνατούσε να εργασθεί εξαιτίας της προκληθείσας από το ναυάγιο ασθένειάς του και ότι, επιπλέον, λόγω “του εφιάλτη που μετά το ναυάγιο βιώνει καθημερινά” έχει υποστεί ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται το ποσό των 500.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε :(α) να αναγνωρισθεί ως άκυρος ο διαλαμβανόμενος στη με αριθμό ………/2000 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς συμβιβασμός μεταξύ αυτού και της εναγομένης και (β) να υποχρεωθεί η εναγομένη και δια προσωπικής κράτησης των νομίμων εκπροσώπων της διάρκειας ενός έτους, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 555.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της (από 13.9.2005) αγωγής για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 5396/2006 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), η οποία απέρριψε αυτή ως προς τη βάση της με την οποία εζητείτο η ακύρωση του συμβιβασμού λόγω απάτης εξαιτίας του ότι η αξίωση αυτή είχε υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δηλαδή για ουσιαστικό απαράδεκτο (ΑΠ 172/2018, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006) και όχι κατ’ ουσιαν, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγομένη με τον τρίτο λόγο εφέσεως και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο εφέσεως και κατά τα λοιπά ως αόριστη, η οποία (απόφαση) κατέστη τελεσίδικη με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευσή της, που έλαβε χώρα στις 8.11.2006, καθόσον κατ’ αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το ν. 4335/2015) και συνακόλουθα κατέστη τελεσίδικη την 9.11.2009. Ακολούθως, απεδείχθη ότι ο ενάγων ήγειρε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την από 8.1.2010 (αρ. κατ. ………./2010) αγωγή του, η οποία επεδόθη στην εναγομένη, όπως η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση δέχθηκε και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης την 10.2.2010 δυνάμει της με αριθμό ………/10.2.2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …….., με την οποία αυτός (ενάγων), αφού επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της (αρχικής) από 13.1.2005 προαναφερομένης  αγωγής ως προς την πρόσληψή του και τις συνθήκες του από 26.9.2000 ναυαγίου και διάσωσής του, στη συνέχεια εκθέτει με πιο αναλυτικό τρόπο τις συνθήκες υπό τις οποίες υπέγραψε τον από 1.11.2000 συμβιβασμό, με βάση τον οποίο έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 2.500.000 δραχμών, έχοντας την πεποίθηση ότι ο συμβιβασμός αυτός αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου και ότι η εναγομένη, δια του δικηγόρου που την εκπροσωπούσε στο συμβιβασμό, είχε αναλάβει την υποχρέωση να τον επαναπροσλάβει και να αποκαταστήσει κάθε μελλοντική του ζημία, περιγράφει με λεπτομέρεια την ψυχωσική συνδρομή και τη βαρύτατη κατάθλιψη, από την οποία, όπως διαπιστώθηκε πολύ μεταγενέστερα, πάσχει λόγω των όσων βίωσε κατά το ναυάγιο, εξαιτίας της οποίας από τις αρχές του έτους 2001 δεν μπορεί να εργασθεί και αναφέρει ότι την 1.11.2004 κρίθηκε από υγειονομική επιτροπή ανάπηρος σε ποσοστό 67% και ανίκανος προς εργασία λόγω της ως άνω ψυχιατρικής της νόσου, η οποία, παρά τη ιατρική του παρακολούθηση και τη θεραπευτική του αγωγή, επιδεινώθηκε από το έτος 2005. Με βάση δε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενος αφενός ότι το ναυάγιο της 26.9.2000 προκλήθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής, που δεν έδειξαν την ελάχιστη επιβαλλόμενη επιμέλεια περί την τήρηση των κανόνων της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας, καθώς και λόγω της αναξιοπλοϊας του πλοίου και της εν γένει ακαταλληλότητάς του και αφετέρου την επακολουθήσασα συμπεριφορά των οργάνων της, ο ενάγων ζήτησε : α) να αναγνωρισθεί ως άκυρος ο διαλαμβανόμενος στη με αριθμό 203/2000 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς συμβιβασμός μεταξύ αυτού και της εναγομένης και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη, και με προσωπική κράτηση των νομίμων εκπροσώπων της διάρκειας ενός έτους, να του καταβάλει συνολικά το ποσό των 555.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της (αρχικής) από 13.9.2005 αγωγής, άλλως από την επίδοση αυτής της αγωγής (δηλαδή της από 8.1.2010 αγωγής), που αναλύεται: (1) στο ποσό των 36.000 ευρώ για τα εισοδήματα από εργασία που απώλεσε από το έτος 2001 και μέχρι την άσκηση της από 13.9.2005 αγωγής, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (2) στο μηνιαίο ποσό 800 ευρώ για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών του αναγκών, που αφορά σε χρονική περίοδο δύο ετών, αρχής γενομένης από την επίδοση της από 13.9.2005 αγωγής, άλλως από την επίδοση αυτής, (δηλαδή της από 8.1.2010, αγωγής) και (3) στο ποσό των 500.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Από την ορθή ανάγνωση του περιεχομένου των ως άνω από 13.9.2005 (με αριθμό κατάθεσης ……./2005) και από 8.1.2010 (με αριθμό κατάθεσης ……./2010) αγωγών, προκύπτει ότι, ο ενάγων δεν εξάρτησε την επιδίκαση των αγωγικών του αξιώσεων από την ακύρωση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του συναφθέντος μεταξύ αυτού και της εναγομένης από 1.11.2000 συμβιβασμού, που περιλαμβάνεται στη με αριθμό ……../2000 έκθεση πρακτικών συμβιβασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, αλλά προέβη στην, κατ’ άρθρο 218 του ΚΠολΔ, σώρευση στο αυτό δικόγραφο δύο αξιώσεων, δηλαδή στη σώρευση τόσο του αιτήματος ακύρωσης ή αναγνώρισης της ακυρότητας του ως άνω συμβιβασμού για τους λόγους που εκθέτει, όσο και του αιτήματος αποκατάστασης της ζημίας και της ηθικής βλάβης, που ισχυρίζεται ότι υπέστη από το προκληθέν από υπαιτιότητα της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής ναυάγιο του πλοίου “ΕΣ”, στο οποίο εργαζόταν. Είναι δε αδιάφορο εάν η θεμελίωση της αγωγικής του αξίωσης για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση είχε προβληθεί αορίστως. Επίσης, μεταξύ των ως άνω από 13.9.2005 και από 8.1.2010 αγωγών και της ένδικης, από 19.1.2015, αγωγής, όπως εναργώς προκύπτει από το ήδη εκτεθέν περιεχόμενο της τελευταίας και όπως κρίθηκε και με την ανωτέρω με αριθμό 1236/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας των, από την επικαλούμενη αδικοπραξία (ναυτεργατικό ατύχημα) αξιώσεων του ενάγοντος, που κατήχθησαν σε δίκη. Όπως, απεδείχθη η πρώτη από τις πιο πάνω αγωγές (δηλαδή η από 13.9.2005 αγωγή) επιδόθηκε στην εναγομένη στις 23.9.2005,  επ’ αυτής δε εκδόθηκε η με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την ως άνω αγωγή ως προς τη βάση της με την οποία εζητείτο η ακύρωση του συμβιβασμού λόγω απάτης εξαιτίας του ότι η αξίωση αυτή είχε υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δηλαδή για ουσιαστικό απαράδεκτο (ΑΠ 172/2018, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006) και κατά τα λοιπά ως αόριστη και όχι κατ’ ουσιαν, κατέστη δε τελεσίδικη με την πάροδο τριών ετών από τη δημοσίευσή της, που έλαβε χώρα στις 8.11.2006, καθόσον κατ’ αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το ν. 4335/2015) και συνακόλουθα στις 9.11.2009. Εντός του εξαμήνου από την τελεσιδικία ο ενάγων άσκησε ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου τη (δεύτερη) από 8.1.2010 (με αριθμό κατ. ……./2010) ομοίου ως άνω περιεχομένου αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 10.2.2010 και η οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως ως αόριστη με τις με αριθμούς …../2011 και ……./2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς, αντίστοιχα, η τελευταία εκ των οποίων δημοσιεύθηκε την 6.5.2014. Ακολούθως ο ενάγων άσκησε εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση της τελευταίας απόφασης την από 27.10.2014 (με αριθμό κατ. ……/2014) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5.11.2014, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως με αριθμό ……/5.11.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών   ……. και από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων παραιτήθηκε με την άσκηση της ένδικης, από 19.1.2015, αγωγής. Η ένδικη δε από 19.1.2015 (αρ. εκθ. καταθ. δικ. ……………./21.1.2015) αγωγή επεδόθη στην εναγομένη την 29.1.2015, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη (επισυναπτόμενη στη με αριθμό ……./2015 ένορκη βεβαίωση) έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………….. Επομένως, το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής της επίδικης, από αδικοπραξία, αξιώσεως του ενάγοντος περί χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω κατάσταση της υγείας του συνεπεία του ενδίκου ναυαγίου, που επέφερε η έγερση της από 13.9.2005 (αρχικής του) αγωγής, ήρθη με την έκδοση της τελεσίδικης με αριθμό 5396/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ως άνω αγωγή (κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο) ως αόριστη, δηλαδή την απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς (άρθρο 263 παρ. 1 του ΑΚ). Η διακοπή της παραγραφής αναβίωσε αρχικά με την έγερση της από 8.1.2010 αγωγής, η οποία έχει την ίδια νομική και ιστορική αιτία με την από 13.9.2005 αγωγή και ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία των έξι μηνών από την απόρριψη της από 13.9.2005 αγωγής ως αόριστης. Μετά την τελεσίδικη απόρριψη της από 8.1.2010 αγωγής με τη με αριθμό 344/6.5.2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η διακοπή της παραγραφής των επίδικων από αδικοπραξία αξιώσεων αναβίωσε με την έγερση της από 27.10.2014 αγωγής, η οποία, έχοντας ταυτόσημο περιεχόμενο τόσο με την αρχική (από 13.9.2005) όσο και με τη δεύτερη (από 8.1.2010) αγωγή, ασκήθηκε μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση της με αριθμό 344/2014 απόφασης του Εφετείου αφού επιδόθηκε στις 5.11.2014 και στη συνέχεια με την ένδικη, από 19.1.2015 αγωγή, με την οποία ο ενάγων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 17.10.2014 αγωγής και στην οποία (ένδικη αγωγή), όπως ήδη εκτέθηκε, εμπεριέχονται και οι από αδικοπραξία (και συγκεκριμένα από το από 26.9.2000 προκληθέν από υπαιτιότητα της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής ναυάγιο) αξιώσεις του ενάγοντος, που σωρεύονται και στην αρχική από 13.9.2005 αγωγή, καθώς και σε όλες τις μεταγενέστερες αυτής μνημονευθείσες αγωγές. Επομένως, οι επιδιωκόμενες με την ένδικη από 19.1.2015 αγωγή αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, που ερείδονται στην, από υπαιτιότητα της εναγομένης και των προστηθέντων της, πρόκληση του από 26.9.2000 ναυάγιου του πλοίου “ΕΣ”, δεν έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, καθόσον η παραγραφή αυτών έχει διακοπεί κατά τον προαναφερθέντα τρόπο (άρθρα 261 εδαφ. α και 263 του ΑΚ), κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του ενάγοντος. Επομένως, η περί παραγραφής ένσταση της εναγομένης της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος, τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της, διότι όπως αναλύεται ανωτέρω η παραγραφή αυτή διεκόπη δια της εγέρσεως των ανωτέρω προγενέστερων της ενδίκου, αγωγών υπό του ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους οι ανωτέρω πέμπτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος απέρριψε τον, περί παραγραφής της ένδικης αγωγής του ενάγοντος για καταβολή σε αυτόν πρόσθετης χρηματικής ικανοποίησης και οι συναφείς πρώτος πρόσθετος λόγος έφεσης αυτής με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι, παρά τον νόμο και κατά κακή εκτίμηση των δικογράφων των τεσσάρων αγωγών που ο ενάγων ήγειρε κατ’ αυτής, ήτοι της από 13/9/2005 με αριθ. καταθέσεως ……./2005 και από 8/1/2010 με αριθμό καταθέσεως …./2010 αγωγές που ο ενάγων ήγειρε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 27/10/2014 με αριθμό καταθέσεως ……./2014 (ΓΑΚ …/…/214) και την ένδικη από 19/1/2015 με αριθμό καταθέσεως …../2015 (ΓΑΚ ……./2015) αγωγή, τις οποίες ο ενάγων ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έκρινε ότι με αυτές προβάλλονται οι ίδιες με την ένδικη αγωγή αξιώσεις και περαιτέρω ότι με τις τρεις πρώτες εξ αυτών και τις επακολουθήσασες διαδικαστικές πράξεις έχει επέλθει επανειλημμένα διακοπή της κατ’ ΑΚ 937 πενταετούς παραγραφής, καθώς επίσης και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος έφεσης αυτής, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι παρά τον νόμο, άλλως κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι με την άσκηση της από 8/1/2010 με αριθμό καταθέσεως ………./2010 δεύτερης αγωγής του ενάγοντος την 10/2/2010, που έλαβε χώρα εντός 6μήνου από την τελεσιδικία της απορρίψεως της από 13/9/2005 με αριθμό καταθέσεως …………./2005 πρώτης αγωγής του με την υπ’ αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τελεσιδικία η οποία επήλθε την 8/11/2009, λογίζεται κατ’ άρθρο 263 ΑΚ ως διακοπείσα η πενταετής παραγραφή των επιδίκων αξιώσεων, ενώ αν ορθώς τον νόμο εφάρμοζε και τις αποδείξεις εκτιμούσε, θα είχε διαπιστώσει ότι η  απόρριψη της από 13/9/2005 πρώτης αγωγής έγινε από το ως άνω Δικαστήριο για λόγους ουσιαστικούς και ειδικότερα ως αβάσιμης, έτσι ώστε δεν πληρούται ο αναγκαίος όρος εφαρμογής της διατάξεως του άρθρο 263 ΑΚ. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο εφέσεως της εκκαλούσας εναγομένης, πλήττεται η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση για παραβίαση του δεδικασμένου που προκύπτει από την ανωτέρω μνημονευθείσα με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη και η οποία εξεδόθη επί της ανωτέρω αναφερομένης από 13.9.2005 με αριθμό καταθέσεως ………./2005 προγενέστερης αγωγής του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, αλλά και από την υπ’ αριθ. 344/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη επί της από 8.1.2010 με αριθμό καταθέσεως ………/2010 προγενέστερης ως άνω αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς επίσης πλήττεται και η (συν)εκκαλουμένη με αριθμό 3897/2015 μη οριστική απόφαση που εξεδόθη επί της ένδικης αγωγής, για παραβίαση του δεδικασμένου που παράγεται από την υπ’ αριθ. 5396/2006 προαναφερομένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυριζόμενη ότι οι ανωτέρω προηγούμενες αγωγές του ενάγοντος απερρίφθησαν ως αβάσιμες στην ουσία τους. Εν τούτοις, απεδείχθη ότι: (α) η πρώτη από τις πιο πάνω αγωγές (δηλαδή η από 13.9.2005 αγωγή) απερρίφθη με τη με αριθμό 5396/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς τη βάση της με την οποία εζητείτο η ακύρωση του συμβιβασμού λόγω απάτης, εξαιτίας του ότι η αξίωση αυτή είχε υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ, δηλαδή για ουσιαστικό απαράδεκτο (ΑΠ 172/2018, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006) κατά τα λοιπά δε ως αόριστη, και όχι κατ’ ουσίαν, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγομένη με τον τρίτο λόγο εφέσεως και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο εφέσεως και κατά τα λοιπά ως αόριστη. Επιπλέον (β) η δεύτερη από τις πιο πάνω αγωγές (δηλαδή η από 8.1.2010 αγωγή), απορρίφθηκε ως αόριστη τελεσίδικα με τη με αριθμό 344/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Επομένως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 332, το δεδικασμένο των ανωτέρω τελεσιδίκων αποφάσεων περιορίζεται στην καταγνωσθείσα έννομη συνέπεια της απορρίψεως αυτών, όσον αφορά στην ένδικη απαίτηση, λόγω της αοριστίας που διέγνωσαν. Εν προκειμένω δε, η ένδικη αγωγή, δεν εμφανίζει τις ελλείψεις των προηγουμένων από 13.9.2005 και από 8.1.2010 αγωγών του ενάγοντος, καθόσον εκτίθενται με πληρότητα τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και των υπ’ αυτής προστηθέντων, καθώς και το είδος, η έκταση και οι συνέπειες της βλάβης που υπέστη η ψυχική υγεία του ενάγοντος, εξαιτίας του ενδίκου ναυαγίου, όπως επίσης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ανωτέρω, όπως έκρινε και η με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης που περιέχονται στον πρώτο και δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, οριστικές διατάξεις της οποίας δεν επλήγησαν υπό της εναγομένης δι’ ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής. Αντίθετα, από τις ανωτέρω αποφάσεις δεν παράγεται εν προκειμένω δεδικασμένο ως προς την ουσία της ένδικης διαφοράς. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Η εναγομένη, επικουρικά, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης των λοιπών λόγων εφέσεώς της, με τον εικοστό λόγο της ένδικης έφεσής της, πλήττει την εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, διότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Συγκεκριμένα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων καταχρηστικά ασκεί την ένδικη αγωγή του, διότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε ο ανωτέρω από 1.11.2000 συμβιβασμός, ο οποίος πρέπει να τηρηθεί ως προς την περιεχόμενη σε αυτόν παραίτηση από κάθε αξίωση του ενάγοντος από ναυάγιο, επιπλέον δε, μετά την σύναψη δύο πρακτικών συμβιβασμού, ευλόγως δημιουργήθηκε σε αυτήν η εδραία πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν είχε καμιά αξίωση εναντίον της και ότι τίποτα δεν του οφείλει. Εν τούτοις, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών  περιστατικών, ο υπό κρίση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ισχυρισμός της εναγομένης κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του διότι, η δικαστική επιδίωξη από τον ενάγοντα πρόσθετης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ανωτέρω απρόβλεπτη δυσμενή εξέλιξη της υγείας του, δεν είναι αντίθετη προς την ΑΚ 281. Εξάλλου, η παρέλευση δεκαπέντε ετών από το ένδικο συμβάν έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, δεν ήταν ικανή να προκαλέσει στην εναγομένη την εντύπωση ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσει την ένδικη αγωγή του, δεδομένου ότι ο ενάγων είχε ήδη εγείρει κατ’ αυτής τις ένδικες απαιτήσεις του και με δύο προηγούμενες αγωγές και δη την από 13.9.2005 προαναφερομένη αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ακολούθως, μετά την τελεσιδικία αυτής την από 8.1.2010 αγωγή του, οι οποίες απερρίφθησαν ως αόριστες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και γι` αυτό ο ανωτέρω εικοστός λόγος της εφέσεως της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ` ουσίαν. Κατόπιν των ανωτέρω, απεδείχθη ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 100.000 ως χρηματική του ικανοποίηση. Όμοια κρίνοντας και η οριστική με αριθμό 4914/2017 εκκαλουμένη απόφαση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις απορριπτομένων ως αβασίμων του ενδεκάτου και δωδεκάτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εν εκκαλουμένη απόφαση, διότι παρά τον νόμο, άλλως κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την ένδικη αγωγή και επεδίκασε το ποσό των ευρώ 100.000 για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Επιπλέον, αβάσιμος τυγχάνει ο ενδέκατος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η μη οριστική 3897/2015 συνεκκαλουμένη απόφαση διότι, παρά τον νόμο, άλλως κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την ένδικη αγωγή, καθώς επίσης και ο δέκατος έβδομος λόγος έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ουσιαστικά για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και επιπροσθέτως , πλήττεται η αυτή (εκκαλουμένη απόφαση), διότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος παρά τον νόμο, δεν έλαβε υπόψη της και δεν συνεκτίμησε σημαντικά έγγραφα που η ίδια προσεκόμισε μετ’ επικλήσεως και δη την από 3 Μαρτίου 2017 έκθεση του νομίμως διορισθέντα τεχνικού της συμβούλου και Αναπληρωτή Καθηγητή Ψυχιατρικής ………….. Η εν λόγω πλημμέλεια η οποία παραδεκτώς προβάλλεται ως λόγος έφεσης, αλυσιτελώς προβάλλεται από την εκκαλούσα – εναγομένη, ως λόγος εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως διότι μόνον αυτή δεν άγει (και βάσιμη ακόμη) στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (πρβλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33.1710, ΕφΠειρ 141/2023 Ιστοσελίδα ΕΠ). Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη στον δωδέκατο λόγο της ένδικης έφεσής της, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κωδικοποιηθέντος Ν. 551/1915 (ΑΠ 246/2022 Ιστοσελίδα Αρείου πάγου). Εν προκειμένω δε αναλύεται εκτενώς ανωτέρω η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης αλλά και των προστηθέντων αυτής Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου ……….. του ανωτέρω πλοίου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το ένδικο ναυάγιο, το οποίο οδήγησε ως ανωτέρω αναλύεται στην εμφάνιση της ανωτέρω ασθένειας του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 340, 345 εδ. α’ και 346 ΑΚ αντιστοίχως, “Ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή”, “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία” και “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”. Από τις ως άνω διατάξεις, συνάγεται ότι, η πρόσκληση του δανειστή προς τον οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή (όχληση), δεν περιβάλλεται ορισμένο τύπο, δυναμένη να γίνει και σιωπηρώς, και συντελείται είτε εξωδίκως, είτε δικαστικώς δια της επιδόσεως αγωγής ή επιταγής προς εκτέλεση. Η αγωγή πρέπει να είναι καταψηφιστική και όχι απλώς αναγνωριστική, αφού δια της οχλήσεως πρέπει ο οφειλέτης να καλείται σαφώς να εκπληρώσει την συγκεκριμένη παροχή και όχι απλώς να αναγνωρίσει το χρέος του. Δυνατόν όμως το δικόγραφο της αναγνωριστικής αγωγής εκτός του αναγνωριστικού αιτήματος να περιέχει και πρόσκληση προς τον δανειστή να εκπληρώσει το χρέος του, οπότε υφίσταται όχληση. Η όχληση, η οποία έγινε δια της επιδόσεως αγωγής, ισχύει και διατηρεί τα αποτελέσματά της και εάν εν συνεχεία ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί ένεκα τυπικών λόγων ή το καταψηφιστικό αίτημα περιορισθεί σε αναγνωριστικό [ΑΠ 103/2020 Ιστοσελίδα ΑΠ]. Εν προκειμένω, ο ενάγων σε βάρος της εναγομένης, όπως αναφέρεται και ανωτέρω στα πλαίσια διερεύνησης του περί παραγραφής ισχυρισμού της εναγομένης, είχε εγείρει την από 13.9.2005 (αρ. εκθ. καταθ. ……../2005) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγομένης – εκκαλούσας η οποία επεδόθη σε αυτήν την 23.9.2005, με ταυτόσημη με την παρούσα ένδικη αγωγή ιστορική και νομική αιτία, με την οποία μεταξύ άλλων ζητούσε να του καταβληθεί πρόσθετη, πέραν του ανωτέρω ποσού των 2.500.000 δρχ. ήτοι ευρώ 7.337,  που του κατεβλήθη την 1.11.2000,  χρηματική ικανοποίηση εκ ποσού ευρώ 500.000. Η αγωγή αυτή, συζητήθηκε την 14.3.2006 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οπότε και ο ενάγων έτρεψε το καταψηφστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό. Περαιτέρω, η ανωτέρω αγωγή, όπως αναλύεται αμέσως ανωτέρω, ως προς το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο, απερρίφθη τελεσιδίκως ως αόριστη. Εν τούτοις, η όχληση της εναγομένης, η οποία έγινε δια της επιδόσεως την 23.9.2005 της αμέσως ανωτέρω από 13.9.2005 (αρ. εκθ. καταθ. ……./2005) αγωγής προς καταβολή του ποσού των ευρώ 500.000, διατήρησε τα αποτέλεσμά της παρά την απόρριψη αυτής τελεσιδίκως, ως αναλύεται ανωτέρω, ως αόριστης. Παράλληλα, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, αξιώνει την αιτούμενη πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης νομιμοτόκως, κυρίως από της επιδόσεως της αμέσως ανωτέρω αναφερομένης από 13.9.2005 αγωγής. Με την εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, αν και στο σκεπτικό αυτής (σχετικά φύλλο 10) έγιναν δεκτά τα ανωτέρω, εφόσον έγινε δεκτό ότι το ανωτέρω ποσό των ευρώ 100.000, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της προαναφερομένης από 13.9.2005 αγωγής, η οποία (επίδοση) έλαβε χώρα την 23.9.2005, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ………/23.9.2005 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών   …………., παρά ταύτα στο διατακτικό αυτής επεδίκασε υπέρ του ενάγοντος και σε βάρος της εναγομένης για την εν λόγω αιτία καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 19.000 και αναγνωριστικώς επιπλέον το ποσό των ευρώ 81.000, με το νόμιμο τόκο από την 24.9.2015. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση κατά τούτο, κατά τον βάσιμο μοναδικό πρόσθετο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένης απόφαση για κακή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ο οποίος (πρόσθετος λόγος έφεσης του ενάγοντος) πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ` άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε ναυτικό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1424/2015). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω Ν. 551/1915, προκύπτει ότι, ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν αυτό έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ` άρθρον 3 του εν λόγω Ν. 551/1915. Τέτοιες δε διατάξεις είναι εκείνες που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 και 929 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση. Οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές (κοινού δικαίου ή του Ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1000/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων συνεπεία του ενδίκου ναυαγίου και της ψυχικής κατάστασης στην οποία περιήλθε, που αποτελεί εργατικό ατύχημα, απώλεσε την ικανότητά του προς εργασία, λόγος για τον οποία από 1.11.2004, λαμβάνει σύνταξη από το ΙΚΑ. Εν τούτοις, η ανωτέρω αποδειχθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και των ανωτέρω προστηθέντων αυτής, Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου …………., οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα το ένδικο ναυάγιο, το εκλυτικό αίτιο του οποίου αποτελεί η εμφάνιση της ανωτέρω ψυχικής ασθένειας του ενάγοντος, δεν δύναται να αποδοθεί σε δόλο των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης ή των ανωτέρω προστηθέντων της, Πλοιάρχου και Υποπλοιάρχου …….., του ανωτέρω πλοίου, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, καθό μέρος ο ενάγων επικαλείται ενδεχόμενο δόλο των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και των ανωτέρω προστηθέντων της προς θεμελίωση των αξιώσεών του για επιδίκαση απώλειας εισοδήματος ενόψει της ανωτέρω αποδειχθείσας κατάστασης της υγείας του συνεπεία του ενδίκου συμβάντος, η ένδικη αγωγή, με την οποία, κατ’ επιλογή του ενάγοντος, ζητείται πλήρης αποζημίωση του κοινού δικαίου, κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Ν. 551/1915, τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Ενόψει δε του ότι (α) με τη με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι τυγχάνει μη νόμιμη η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ο ενάγων προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του για αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις, ισχυρίζεται ότι το ένδικο ναυάγιο προκλήθηκε εξαιτίας της παραβάσεως κανόνων που αφορούν την ασφάλεια των εργαζομένων διότι, έκρινε ότι, οι νομικές διατάξεις που επικαλείται ο ενάγων με την ανωτέρω αγωγή του (προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του για αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις) και δη τα άρθρα 14 περ.γ του ΒΔ 683/1960, 219 του ΒΔ 187/1973 (αυτοπρόσωπη διακυβέρνηση του πλοίου από τον πλοίαρχο), 16 του ΒΔ 683/1969 και 6 του ΠΔ 363/1984 (εκτέλεση γυμνασίων, καθαιρέσεως λέμβων, εγκατάλειψης πλοίου, κλεισίματος υδατοστεγών θυρών), 4 του ΠΔ 363/1984 και ΚΑΝ 36 της SOLAS (διαίρεση του πληρώματος σε περίπτωση εγκατάλειψης του πλοίου), καθώς και οι λοιπές μνημονευόμενες στην αγωγή, προστατεύουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και των επιβατών και δεν αποτελούν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που έχουν τεθεί ειδικά για την προστασία των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ.1 του Ν. 551/1915, ώστε η μη τήρησή τους να μην μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς με το ναυάγιο, αποφάνθηκε δηλαδή στο σκεπτικό της οριστικά επί του αιτήματος αποζημίωσης του ενάγοντος για την απώλεια εισοδήματός του εκ του λόγου ότι δεν τηρήθηκαν υπό των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, περιελήφθη δε διάταξη στο διατακτικό περί εξαφάνισης της μη οριστικής με αριθμό 3897/2015 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διάταξη η οποία δεν αναιρέθηκε με την ανωτέρω με αριθμό 1236/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου και (β) ο ενάγων δεν άσκησε επικουρικά με την ένδικη αγωγή του αξίωση για την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, η απαίτηση του ενάγοντος προς καταβολή του ποσού των ευρώ 800 μηνιαίως για απώλεια εισοδήματος για δεκατέσσερα έτη από την 1.1.2001 και επιπλέον για δύο έτη από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος έκρινε ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για απώλεια εισοδήματος τριών μηνών κατ’ έτος επί 5,75 έτη, το ποσό των ευρώ [800] μηνιαίως και επεδίκασε για το λόγο αυτό, αναγνωριστικώς στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 13.800, κατά τον βάσιμο δωδέκατο λόγο έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, διότι παρά το νόμο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ότι αυτή οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.800 ευρώ ως αποζημίωση και δη απώλεια του εισοδήματος που θα ελάμβανε από την εργασία του κατά το ανωτέρω διάστημα και πρέπει κατά τούτο, ο λόγος αυτός έφεσης. να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του. Σε συνέπεια των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, διότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι ο ενάγων εάν δεν ελάμβανε χώρα το ένδικο συμβάν και η ανάπτυξη συνεπεία αυτού της ανωτέρω ασθένειάς του, αυτός (ενάγων) θα εργαζόταν με την ειδικότητα του Επικούρου, μόνον επί τρεις μήνες ετησίως για χρονικό διάστημα εξήντα εννέα [69] μηνών από 1.1.2001 και εντεύθεν και περαιτέρω ότι το κύριο επάγγελμά του (ενάγοντος) ήταν αυτό του οικοδόμου και για το λόγο αυτό επεδίκασε σε αυτόν μόνον το ποσό των 13.800 ευρώ, ενώ κατά τον υπό κρίση δεύτερο λόγο έφεσης, εάν εφάρμοζε ορθά το νόμο και εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις θα έπρεπε να δεχθεί κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς ότι καθόλο το εν λόγω διάστημα των εξήντα εννέα (69) μηνών ο ενάγων θα εργαζόταν κάθε μήνα με την ανωτέρω ειδικότητα, ως αβασίμου στην ουσία του, εφόσον κατά τα ανωτέρω, δεν απεδείχθη δόλος της εναγομένης και των ανωτέρω προστηθέντων της στην πρόκληση του ανωτέρω ναυαγίου.  Όμοια, ως αβάσιμος στην ουσία του πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 απόφαση, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί παραγραφής ένσταση της εναγομένης, όσον αφορά στην απαίτηση του ενάγοντος για αποζημίωση λόγω της απώλειας εισοδήματος, συνεπεία της ανικανότητάς του προς εργασία από το επίδικο συμβάν, για τον εντεύθεν των εξήντα εννέα [69] μηνών από την 1.1.2001 χρόνο και για διάστημα δύο ετών από της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, δεχόμενη ως βάσιμη στην ουσία της ένσταση της εναγομένης περί παραγραφής της εν λόγ αξιώσεως του ενάγοντος, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα αυτός (ενάγων) έλαβε γνώση της ανικανότητάς μου προς εργασία το έτος 2004 και από τότε, έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, ενώ κατά το λόγο αυτό έφεσης, εάν εφάρμοζε ορθά το νόμο και εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις, έπρεπε να δεχθεί ότι αυτός (ενάγων) γνώση της ανικανότητάς του προς εργασία έλαβε το έτος 2013, οπότε εκδόθηκε η πλέον πρόσφατη, σε σχέση με το χρόνο έγερσης της ένδικης αγωγής, απόφαση του ασφαλιστικού του φορέα που τον έκρινε ανίκανο προς εργασία, ενώ προηγούμενα τέτοια απόφαση εκδίδετο κάθε διετία, το θέμα δε της ανικανότητας προς εργασία του διερευνάτο από τον ασφαλιστικό του φορέα και αυτός δεν το εγνώριζε, εφόσον όπως απεδείχθη ανωτέρω, το ένδικο ναυάγιο δεν οφείλεται σε δόλο της εναγομένης και των ανωτέρω προστηθέντων αυτής.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει (α) να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της η ένδικη έφεση της εναγομένης, κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, απορριπτομένης αυτής κατά τα λοιπά, ως αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας, (β) να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης της εναγομένης, (γ) να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η έφεση του ενάγοντος και (δ) να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο μοναδικός πρόσθετος επί της εφέσεως του ενάγοντος λόγος εφέσεως, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 4914/2017 οριστική απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης, ήτοι και ως προ το ποσό των ευρώ 100.000, το οποίο επιδικάσθηκε στον ενάγοντα (καταψηφιστηκώς κατά το ποσό των 19.000 ευρώ και αναγνωριστικώς κατά τα λοιπά) ως πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, κατά το οποίο η ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση δεν εξαφανίσθηκε, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή (κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης μέρος της, ως προς το οποίο απώλεσε την ισχύ της και έπαψε να αποτελεί δεδικασμένο η με αριθμό 503/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου), που είναι νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του Ν. 551/1915, πλην του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, το οποίο έγινε δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του με την ανωτέρω εκκαλουμένη οριστική απόφαση και απηγγέλθη προσωπική κράτηση σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης χωρίς προσδιορισμό του προσώπου αυτού, το οποίο τυγχάνει απαράδεκτο, καθόσον η ένδικη αγωγή δεν ηγέρθη και εναντίον τους (νομίμων εκπροσώπων εναγομένης) και σε κάθε περίπτωση μη νόμιμο, εφόσον μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, το ποσό των 19.000 ευρώ που παρέμεινε καταψηφιστικό, υπολείπεται του ποσού των 30.000 ευρώ, που αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1047 παρ.2 ΚΠολΔ, προϋπόθεση απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, με τη σημείωση ότι, αν επιδικάστηκε πρωτόδικα χρηματική απαίτηση και διατάχθηκε προσωπική κράτηση για την είσπραξη αυτής, η έφεση του εναγομένου για την καταψήφιση του σε πληρωμή της απαιτήσεως, πλήττει αναγκαστικά την εκκαλουμένη απόφαση και ως προς τη διάταξή της για προσωπική κράτηση, που έχει επικουρικό χαρακτήρα ως προς την απαίτηση, αφού δεν είναι νοητή η απαγγελία αυτής χωρίς επιδίκαση απαιτήσεως (ΑΠ 559/1922 Ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 995/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΑΠ 1273/2009 Ιστοσελίδα ΑΠ], να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, κατά τα προεκτεθέντα, το ποσό των ευρώ 19.000, νομιμοτόκως από την 24.9.2005 και να αναγνωρισθεί ότι η ίδια (εναγομένη) οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ 81.000, νομιμοτόκως από την 24.9.2005, ως πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση αυτού. Το, με τις προτάσεις υποβληθέν, αίτημα της εναγομένης, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή του ποσού των 10.000,00 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή και το οποίο αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του, το οποίο είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του. Τέλος, ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης με αριθμό 4914/2017 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, παρέλκει η εξέταση του εικοστού πρώτου λόγου έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ύψος της επιδικασθείσας υπέρ του ενάγοντος δικαστικής δαπάνης  και πρέπει η εναγομένη να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων (α) την από 5.2.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../5.2.2018) έφεση του ενάγοντος …….. κατά της εναγομένης ήδη μονοπρόσωπη ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με τη επωνυμία «………» (πρώην ………, πρώην ………..»), (β) το από 20.9.2018 δικόγραφο πρόσθετων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018), (γ) την από 2.2.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../5.2.2018) της εναγομένης εταιρείας κατά του ενάγοντος, και (δ) το από 7.1.2019 δικόγραφο προσθέτων επ’ αυτής λόγων (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019).

Δέχεται τις ανωτέρω εφέσεις και τους προσθέτους επ’ αυτών λόγους τυπικά, δέχεται εν μέρει στην ουσία της την έφεση της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό, απορριπτομένης αυτής ως αβασίμου στην ουσία της κατά τα λοιπά, δέχεται στην ουσία του τον μοναδικό πρόσθετο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση του ενάγοντος και τους προσθέτους λόγους της εφέσεως της εναγομένης.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 4914/2017 εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει, την ένδικη από 19.1.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/21.01.2015 αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.

Δέχεται, την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της, κατά τα λοιπά.

Υποχρεώνει την εναγομένη της αγωγής αυτής, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων (19.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την 24.9.2005.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, επιπλέον του αμέσως ανωτέρω ποσού, το ποσό των ογδόντα μία χιλιάδων (81.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την 24.9.2005.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 6.11.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ