Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 610/2023

Αριθμός     610/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Βασιλική Ζαμπέλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αντώνιο Κουλούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  10.7.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2014) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 2684/2021  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από  29.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2022- ………./2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από  11.2.2022 έφεσή  που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2022 και ειδικό …./2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …/2022 της   εναγομένης  και ήδη εκκαλούσας κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου  η οποία  εναγόμενη  ηττήθηκε εν μέρει στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της με αριθμό 2684/2021  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 10.07.2014 (αρ. εκ. κατ. ………./28.07.2014) αγωγή του ενάγοντος, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ,  ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου  στις 11.02.2022, ήτοι εντός τριάντα ημερών  από την επίδοση σε αυτήν της προσβαλλομένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 13.01.2022 (βλ. με αρ. …/13.01.2022  έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην Περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….),  αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγομένη  το παράβολο των 100,00 ευρώ (με αριθμό …………./2022  e παράβολο) που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα με την από 10.07.2014 (αρ. εκ. κατ. ………./28.07.2014)  αγωγή της,  την οποία άσκησε κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι την 17-03-1978 απεβίωσε άνευ διαθήκης ο πατέρας του . ……, καταλείποντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς τα τέκνα του, ήτοι τον ίδιο και την εναγόμενη αδερφή του και τη σύζυγό του, μητέρα τους, την κληρονομιά του οποίου (αποβιώσαντος) αποδέχθηκαν με το υπ’ αριθ. …../28-06-1990 συμβόλαιο δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, νομίμως μεταγραφέντος, σε ποσοστό 25% ή 2/8 εξ αδιαιρέτου η σύζυγός του και σε ποσοστό 37,50% ή 3/8 εξ αδιαίρετου καθένα από τα τέκνα του. Ότι στα κληρονομιαία ακίνητα περιλαμβάνεται μία ισόγεια οικία, αποτελούμενη από τέσσερα κύρια δωμάτια, χωλ, διάδρομο, κουζίνα, λουτρό και τρεις βεράντες, επιφάνειας 94 τ.μ., μετά του οικοπέδου, συνολικής επιφάνειας 1.036,80 τ.μ., κείμενο στη θέση «…» της περιφέρειας της Κοινότητας …. τέως δήμου Σαλαμίνας, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού διαγράμματος της άνω Κοινότητας, στη διασταύρωση των οδών …………., όπως εμφαίνεται στο από Ιανουαρίου 1959 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……., και το οποίο (οικόπεδο) περιήλθε στον αποβιώσαντα με παράγωγο τρόπο δυνάμει των αναφερόμενων συμβολαίων, νομίμως μεταγραφέντων. Ότι η εναγόμενη από το έτος 1978 έως σήμερα χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται αποκλειστικά την οικία μετά του οικοπέδου, αποκλείοντας τον ίδιο και αποβάλλοντας τον με βίαιο τρόπο από τη σύγχρηση αυτών, εμποδίζοντάς τον να τα επισκεφθεί, καίτοι έχει δικαίωμα συγκυριότητας, ώστε έχει δικαίωμα στην ωφέλεια, που εκείνη καρπούται και συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας του. Ότι με βάση την αναφερόμενη μισθωτική αξία του ως άνω ακινήτου η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλλει ως ποσό αποζημίωσης για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου για τα έτη 1995- 2014 τα αναφερόμενα κατ’ έτος χρηματικά ποσά, που υπολογίζονται βάσει ποσοστού 37,50 % επί της μηνιαίας μισθωτικής αξίας και αθροιζόμενα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 56.298,53 ευρώ, αιτούμενος να του καταβληθούν αφενός τα ποσά, που αφορούν στα έτη 2010-2014, με βάση με τις διατάξεις περί κοινωνίας και αφετέρου τα ποσά, που αφορούν στα προγενέστερα έτη (1995 – 2009), με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία και ο πλουτισμός της σώζεται. Ότι με βάση το χρόνο εκδίκασης της αγωγής η εναγόμενη, συνεχίζοντας να κάνει αποκλειστική χρήση του επίκοινου, θα πρέπει να του καταβάλλει κάθε μήνα για τα έτη 2015-2016 το ποσό των 318,75 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 37,50 % επί της αναφερόμενης μηνιαίας μισθωτικής αξίας του ακινήτου, ως αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του, ανερχομένη στο συνολικό ποσό 7.650 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζήτησε να  υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει αφενός το συνολικό ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (56.298,53) για την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου από την 1-01-1995 μέχρι την 31-12-2014, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, και αφετέρου να του καταβάλει εντός του πρώτο τριήμερου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, ήτοι από την 1-01-2015 μέχρι και την 31-12-2016 το ποσό των 318,75 ευρώ μηνιαίως, ως αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της υποχρεώσεως καταβολής κάθε επιμέρους ποσού μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2473/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως αόριστη, κατά το μέρος, που η αγωγή στηρίζεται κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 904 επ.  ΑΚ, για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου κατά τα έτη 1995-2009. Κατά τα λοιπά έκρινε την αγωγή  ορισμένη  κατά το μέρος, με το οποίο αξιώνεται από τον ενάγοντα, υπό την ιδιότητά του ως συγκοινωνού του κοινού μεταξύ των διαδίκων ακινήτου, αποζημίωση για ορισμένο χρόνο, από τη συγκοινωνό αυτού εναγομένη, η οποία έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341, 34β, 785, 786, 787, 792 τταρ.2,1113 ΑΚ, και 69 παρ.1ε, 176, 907, 908 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταβολής νόμιμων τόκων κάθε επιμέρους ποσού για τα έτη 2010-2014 πριν την άσκηση της αγωγής και έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των 9.000,00 ευρώ από την επίδοση της αγωγής, για το δε ποσό των 3.600 ευρώ, που αφορά στα έτη 2015-2016 για κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό των 150,00 ευρώ από την παρέλευση της 3η ημέρας εκάστου μήνα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα   με την κρινόμενη έφεσή της  για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή στο σύνολό της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τούς κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ’ αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση τον κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης τον κοινού (βλ. ΑΠ 4/2022, Νόμος, ΑΠ 1242/2021, www.areiospagos.gr, ΑΠ 852/2019, Νόμος, ΑΠ 1121/2017, www.areiospagos.gr, ΑΠ 2191/2007, Νόμος). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (βλ. ΑΠ 852/2019, Νόμος ΑΠ 802/2017, Νόμος, ΑΠ 187/2015, Νόμος). Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ’ αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (βλ. ΑΠ 852/2019, Νόμος, ΑΠ 276/2016, www.areiospagos.gr, ΑΠ 767/2014,Νόμος). Η αξίωση αυτή υφίσταται κατά του κοινωνού ο οποίος έκανε αποκλειστική χρήση τον κοινού είτε ο ίδιος άμεσα είτε δια τρίτον προσώπου και με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1181/1974, ΝοΒ 23, σ. 723, ΕφΑθ 3908/1999, ΕλλΔνη 1999, σ. 1610, ΠΠρΑθ 789/2011, Νόμος, ΜΠρΠατρών 265/2020, Νόμος). Εξάλλου, κατ’ άρθρο 786 ΑΚ μόνο οι κοινωνοί έχουν ανάλογη μερίδα επί των καρπών του κοινού αντικειμένου, αλλά και επί των ωφελημάτων, κατά διασταλτική ερμηνεία του, με την έννοια του άρθρου 962 ΑΚ και συνεπώς, μόνο αυτοί μπορούν να ενάγουν και εναχθούν για τα ωφελήματα και όχι και τα τυχόν με αυτούς συνοικούντα τρίτα πρόσωπα (ΕφΑθ 8690/2000, Νόμος). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που Θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση τον κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία τον μεριδίου του εκτός χρήσης κοινωνού, της οποίας, συνεπώς αρκεί η αναφορά (βλ. ΑΠ 1199/2021, www.areiospagos.gr, ΑΠ 758/2021, www.areiospagos.gr, ΑΠ 852/2019, Νόμος, ΑΠ 187/2015, Νόμος, ΑΠ564/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1722ΑΠ 362/2010, ΝοΒ 2010, σ. 2255, ΑΠ 1761/2008, Νόμος). Άλλο στοιχείο δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή και ειδικότερα άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά τη μερίδα του ενάγοντος, αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ένστασης), ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας τον ποσοστό βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημίωσης (βλ. ΑΠ 852/2019, Νόμος, ΑΠ 564/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1722, ΑΠ 1480/2000, ΕλλΔνη 2001, σ.670). Επίσης, δε απαιτείται να αναφέρονται στη σχετική αγωγή, συγκριτικά στοιχεία για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας τον κοινού ακινήτου, αφού η εν λόγω αξία Θα προκύψει από τις αποδείξεις (βλ. ΕφΑθ 506/2022, Νόμος, ΕφΛαμ 5/2021, Νόμος)..

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα   επικαλείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι έκρινε την αγωγή ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις της κοινωνίας βάση της, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να την είχε απορρίψει ως αόριστη, διότι δεν αναφέρει τη μισθωτική αξία άλλων ακινήτων, ως συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου και διότι ο ενάγων αναφέρει γενικώς και αορίστως πράξεις και παραλείψεις στη χρήση του επίκοινου ακινήτου, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά παρεμπόδισης προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο. Εξάλλου ο εναγόμενος δεν αναφέρει την κατάσταση του κτιρίου, ώστε να κριθεί το κόστος αποκατάστασης και επισκευής του , ούτε αν υπάρχουν αυθαίρετες κατασκευές και ούτε αν αυτές μπορούν να αποκατασταθούν και με ποιο τρόπο.  Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγο έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η ως άνω αγωγή περιέχει όλα τα κατά το νόμο απαιτούμενα κατ’ άρθρο 216 και 118 περ. 4 του Α.Κ στοιχεία για την νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της, δοθέντος ότι αναφέρεται το κοινό ακίνητο και το μερίδιο σε αυτό του ενάγοντος, ότι η εναγομένη έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος της εναγομένης κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία, προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου, του, εκτός χρήσεως κοινωνού, της οποίας, συνεπώς, αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012,ΑΠ 362/2010, ΑΠ 1761/2008, ΑΠ 1465/2006, ΑΠ 231/2004, ΑΠ 74/2004, ΝΟΜΟΣ), χωρίς να καθίσταται αόριστη η αγωγή λόγω της μη αναφοράς σε αυτή, της μισθωτικής αξίας άλλων ακινήτων, ως συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού αστικού ακινήτου, της κατάστασης του ακινήτου και συγκεκριμένων πράξεων παρεμπόδισης της χρήσης του επίκοινου ακινήτου, κατά το ποσοστό συγκυριότητας του ακινήτου, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, αφού τα εν λόγω στοιχεία θα προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 1465/2006, ΑΠ 1480/2000, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της  εναγομένης– εκκαλούσας  που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος .

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή και των δικαιοπαρόχων του ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργηθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου τις ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1330, ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 5/2011, ΝΟΜΟΣ). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο (υπόχρεο) η καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται να ασκηθεί εναντίον του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη επιδίωξη ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 1991.501, ΟλΑΠ 56/1990 ΕλλΔνη 1991.494). Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της καταστάσεως που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382). Το ζήτημα δε, εάν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και ειδικότερα από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες κατά το λόγο γνώσης και αξιοπιστίας τους, από τις μετ΄ επίκληση προσκομιζόμενες από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη υπ΄ αριθ. …./2022 ένορκη βεβαίωση του σ΄ αυτή αναφέρομενου μάρτυρα, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ……….., με αριθμό …./2022 ένορκη βεβαίωση του σ΄ αυτή αναφέρομενου μάρτυρα, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ……., τη με αριθμό …./2022 ένορκη βεβαίωση του σ΄ αυτή αναφέρομενου μάρτυρα, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ……….,  ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου (βλ. την υπ΄  αριθ. …../10.11.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά) και οι οποίες  παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, υπό του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, διότι δεν κρίνεται ότι προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από πρόθεση στρεψοδικίας της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ή από βαριά της αμέλεια και του συνόλου των εγγράφων, που νομίμως προσκομίζονται μετ΄ επικλήσεως, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες του επιδίκου, που προσκομίζονται από τους διαδίκους, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ.ίπερ.γ, 448 παρ.2,457 παρ.4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς και όσα συνομολογούν οι διάδικοι, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσκομιζόμενη από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα  από 26-03-2018 δήλωση της ………. με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής της από το ΚΕΠ  του Δήμου Πειραιά, η οποία επιγράφεται δήλωση προς το Μονομελές Πρωτοδικείο  Πειραιά και περιέχει τη μαρτυρική της κατάθεση και αποτελεί απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δόθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί  ως αποδεικτικό μέσο στην μεταξύ διαδίκων παρούσα πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις για την εξέταση μαρτύρων, καθότι οι μαρτυρίες τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκες βεβαιώσεις κατά τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ και όχι με άλλο τρόπο (ΟλΑΠ 8/1987 Δ 1987.530, ΑΠ 1405/2014, Α.Π 228/2012, ΑΠ 631/2004, ΝΟΜΟΣ), την προσαγόμενη από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα από 16.11.2022 έγγραφη γνωμοδότηση του Πολιτικού Μηχανικού ………….  η οποία εκτιμάται ελεύθερα κατ΄ αρθρο 390 ΚΠΟΛΔ) και η οποία  παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, υπό του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, διότι δεν κρίνεται ότι προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από πρόθεση στρεψοδικίας της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ή από βαριά της αμέλεια αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τυγχάνουν συγκύριοι, σε ποσοστό 37,50% ή 3/8 εξ΄ αδιαίρετου έκαστος, του υπόλοιπου ποσοστού εκ 25% ή 2/8 εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στη μητέρα τους, ………….., ενός οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί μία ισόγεια οικία, αποτελούμενη από τέσσερα κύρια δωμάτια, χωλ, διάδρομο, κουζίνα, λουτρό και τρεις βεράντες, επιφάνειας 94 τ.μ., που έχει ανεγερθεί επί  οικοπέδου, συνολικής επιφάνειας 1.036,80 τ,μ., κείμενου στη θέση «…» της περιφέρειας της Κοινότητας …. τέως δήμου Σαλαμίνας, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού διαγράμματος της άνω Κοινότητας, στη διασταύρωση των οδών ………, το οποίο οικόπεδο εμφαίνεται στο από Ιανουαρίου 1959 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……, που έχε προσαρτηθεί στο υπ΄ αριθ. ……../1959 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… με στοιχεία ΒΙ-3,81-3α και ΒΙ-2. Στους διαδίκους το ως άνω ακίνητο περιήλθε με παράγωγο τρόπο, αιτία κληρονομική διαδοχή, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/28-06-1990 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τ. … με α.α. …., με την οποία αποδέχθηκαν εξ αδιαθέτου, μεταξύ άλλων και το προαναφερθέν ακίνητο, ως κληρονομιά του αποβιώσαντος την 17-03-1978 πατρός τους, …………, ο οποίος απεβίωσε άνευ διαθήκης και καταλείποντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς τα δύο τέκνα του, ενάγοντα και εναγομένη, και τη σύζυγό του, μητέρα των διαδίκων. Στον κληρονομούμενο δικαιοπάροχο των διαδίκων το ως άνω οικόπεδο είχε περιέλθει ως εξής: α) δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1959 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς .. …., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τ. .. με α.α. .… σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …../1962 πράξη εξόφλησης συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τ. … με α.α. …., περιήλθαν σε αυτόν τα 50/100 εξ αδιαιρέτου των υπό στοιχεία ΒΙ-3 και ΒΙ-3α οικοπέδων, επιφάνειας του καθενός 464,40 τ.μ., β) δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1962 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τ, …. με α.α. …., περιήλθαν σε αυτόν τα υπόλοιπα 50/100 εξ αδιαιρέτου των ανωτέρω οικοπέδων με στοιχεία Β~3 και Β-3α  και γ) δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1963 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που έχει μεταγράφει νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τ…. με α.α, …. περιήλθαν σε αυτόν τα 108 μέτρα του υπό στοιχεία ΒΙ-2 γειτονικού ακινήτου των παραπάνω οικοπέδων του. Επί του οικοπέδου αυτού ο δικαιοπάροχος , πατέρας των διαδίκων ανήγειρε  αρχικά  δύο ημιυπόγειους χώρους και στη συνέχεια άνωθεν αυτών την επίδικη οικία, αποτελούμενη από τέσσερα κύρια δωμάτια, χωλ, διάδρομο, κουζίνα, λουτρό και τρεις βεράντες, επιφάνειας 94 τ.μ. του υπερυψωμένου ισογείου ορόφου. Ως εκ τούτου, επί του προαναφερθέντος οικοπέδου μετά της επ΄ αυτού ισογείου οικίας εμβαδού 94 τ.μ υπάρχει κοινωνία δικαιώματος κυριότητας και νομής, που παρέχει δικαίωμα στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο  να κάνει και αυτός χρήση του μεριδίου του επί αυτού. Αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον από το έτος 2010 η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα διέμενε στο ακίνητο αυτό κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και είχε την αποκλειστική χρήση αυτού. Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης περί του ότι μεταξύ των συγκληρονόμων έλαβε χώρα άτυπη διανομή το έτος 1985, καθότι στο επίδικο ακίνητο υφίστανται τρεις ξεχωριστές κατοικίες, ήτοι μία οικία υπερυψωμένου ισογείου, την αποκλειστική χρήστης της οποίας είχε η μεταποβιώσασα το έτος 2019  μητέρα τους, και δυο κατοικίες του ημιυπόγειου, μίας εκ των οποίων κάνει η ίδια αποκλειστική χρήση και της έτερης κάνει αποκλειστική χρήση  ο ενάγων.  Τούτο κυρίως διότι στην υπ’ αριθ. …./28-06-1990 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που έχει μεταγραφεί νομίμως αναφέρεται ως κληρονομιαίο στοιχείο στη Σαλαμίνα μόνο η επίδικη οικία επί του ως άνω οικοπέδου, αποτελούμενη από τέσσερα κύρια δωμάτια, χωλ, διάδρομο, κουζίνα, λουτρό και τρεις βεράντες, επιφάνειας 94 τ.μ. του υπερυψωμένου ισογείου ορόφου, χωρίς να αναφέρονται καν  οι δύο αυτοτελείς ημιυπόγειοι χώροι που κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας χρησιμοποιούνταν ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες κατοικίες των διαδίκων. Εξάλλου όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα από 16.11.2022 έγγραφη γνωμοδότηση του πολιτικού μηχανικού ………. η  αναφερόμενη σε αυτήν ως ισόγεια κατοικία Α1 της οποίας ισχυρίζεται η εναγόμενη κα ήδη εκκαλούσα ότι η ίδια κάνει αποκλειστική χρήση, κατόπιν της επικαλούμενης άτυπης διανομής έχει εμβαδόν 66,27 τ.μ, ενώ η αναφερόμενη ως ισόγεια κατοικία Α2 της οποίας ισχυρίζεται ότι κάνει αποκλειστική χρήση ο εναγόμενος έχει εμβαδόν 31,49 τ.μ, αν και οι διάδικοι έχουν τα ίδια ποσοστά συγκυριότητας επί του κοινού ακινήτου. Εξάλλου,  δεν αποδείχθηκε ότι ο χώρος της τουαλέτας που βρίσκεται παραπλέυρως του ημιυπόγειου χώρου που ισχυρίζεται ότι κάνει αποκλειστική χρήση η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα διαθέτει ντουζιέρα, ώστε δεν αποδείχθηκε ότι υφίστανται οι απαραίτητες εγκαταστάσεις που να εξυπηρετούν στοιχειωδώς τις ανάγκες των ενοίκων μιας έστω εξοχικής κατοικίας, όπως προκύπτει και από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ημιυπόγειος χώρος, εμβαδού 31 τ.μ που κατά της ισχυρισμούς της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας  χρησιμοποιείται ως κατοικία από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, ο οποίος όμως αρνείται τη ύπαρξη κατοικίας, διαθέτει μπάνιο και τουαλέτα, ήτοι στοιχειώδεις υποδομές για τη διαμονή ενός ανθρώπου. Εξάλλου, από τη έτερη κοινωνό μητέρα των διαδίκων  η οποία απεβίωσε ο έτος 2019 δεν προσκομίσθηκε καμία ένορκη βεβαίωση, ούτε προτάθηκε η μαρτυρική της κατάθεση, που να επιστηρίζει τον ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας περί της μη αποκλειστικής χρήσης από την εναγομένη της επίκοινης κατοικίας του ισογείου ορόφου. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα  χρησιμοποιεί αποκλειστικά το κτίσμα του οικοπέδου, καθόσον η μητέρα της, γεννηθείσα το 1935, απείχε -λόγω ηλικίας – τα τελευταία έτη να πηγαίνει, αποκλείοντας, στην πράξη, τη σύγχρηση του ενάγοντος, χωρίς να απαιτείται να προβάλει ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος  αξίωση σύγχρησης, και απαίτησης   απ’ αυτήν, που έκανε αποκλειστική χρήση τον κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός του μερίδα από το επίκοινο ακίνητο. Η  εναγομένη και ήδη εκκαλούσα επανέφερε  με τον δεύτερο λόγο έφεσης παραδεκτά την προβληθείσα από μέρους της, στον πρώτο βαθμό ένσταση κατάχρησης δικαιώματος η οποία τυγχάνει απορριπτεά ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.  Τούτο διότι, αφενός δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας περί του ότι μεταξύ των συγκληρονόμων έλαβε χώρα άτυπη διανομή το έτος 1985, με βάση την οποία η μεταποβιώσασα το έτος 2019  μητέρα τους είχε την αποκλειστική χρήση της επίδικης οικίας εμβαδού 94 τ.μ του υπερυψωμένου ισογείου ορόφου και ότι η ίδια η εναγομένη κάνει αποκλειστική χρήση της ευρισκόμενης στο ημιυπόγειο της οικοδομής ανεξάρτητης οικίας και της  έτερης ημιυπόγειας οικοδομής  αποκλειστική κάνει ο ενάγων, με βάση την άτυπη διανομή. Περαιτέρω, η αδράνεια του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή,  δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος,  ούτε αποδείχθηκαν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος, ικανές να διαμορφώσουν μία κατάσταση πραγμάτων υπέρ του και να δημιουργήσουν στην εναγομένη  την πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσει  το ένδικο δικαίωμά του.  Επιπλέον,  η επιδίωξη εκ μέρους του ενάγοντος  καταβολής σε αυτόν, με την ένδικη αγωγή, αποζημίωσης χρήσης για το επίκοινο ακίνητο δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, δοθέντος ότι το όφελος του συγκοινωνού  από την αποκλειστική χρήση της μερίδας της έτερου συγκοινωνού, συνίσταται στην, κατά το χρόνο της χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας αυτής, η οποία αποτελεί αποδοτέα ωφέλεια και συνεπώς ο ενάγων ενεργεί προς ικανοποίηση θεμιτού του συμφέροντος, με βάση τα μέσα προστασίας που του παρέχει ο νόμος,  λαμβάνοντας υπόψιν ότι η εναγομένη δεν επικαλείται πρόσθετες περιστάσεις, όπως απαιτείται, ώστε να προκύπτει ότι η ενάγων δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του ένδικου δικαιώματος του, ούτε είναι δυνατόν να διαγνωσθεί από το παρόν Δικαστήριο με βάση τα αναφερόμενα ότι συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος του ενάγοντος. Περαιτέρω, το όφελος από τη χρησιμοποίηση του άνω ακινήτου αποκλειστικά από την εναγομένη, συνίσταται στη μισθωτική αξία της μερίδας του εκτός χρήσεως κοινωνού ενάγοντος, κατά την ως άνω χρονική περίοδο, την οποία (μισθωτική αξία της μερίδας του κοινωνού), παρότι η εναγομένη ως κοινωνός δεν υπέχει θέση μισθώτριας, οφείλει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, να καταβάλει στον ενάγοντα ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του. Εξάλλου, το όφελος αυτό δεν εξαρτάται από τον τρόπο, που η εναγομένη χρησιμοποιεί αποκλειστικά για λογαριασμό της το κοινό πράγμα, εφόσον το ιδιοχρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και όταν το διατηρεί κλειστό και ανεκμετάλλευτο, αφού ισχυρίζεται ότι το χρησιμοποιεί ως εξοχική κατοικία μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση του ενάγοντος, χωρίς τη συναίνεση του, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη. Η αξία της χρήσης του κοινού και κατ’ επέκταση το αποδοτέο όφελος, δηλαδή η οφειλώμενη αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του ως άνω ακινήτου, προσδιορίζεται με βάση τις κρατούσες μισθωτικές συνθήκες κατά το χρόνο της χρήσης, ανάλογα με την κατάσταση του ως άνω ακινήτου. Σύμφωνα με την από 27-11-2018 εκτίμηση ακινήτου του μεσιτικού γραφείου «………..», που προσκομίζει ο ενάγων, η εμπορική αξία του οικοπέδου-που συναρτάται με τη μισθωτική του αξία- ανέρχεται σε 100 ευρώ/τ.μ., ήτοι 103.600 ευρώ, και του κτιρίου των 94 τ.μ. σε 51.700 ευρώ, ήτοι η συνολική εμπορική αξία του επίκοινου ανέρχεται σε 155.300 ευρώ. Στην εν λόγω εκτίμηση δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες συμβάσεις μισθώσεως και αγοροπωλησίας ακινήτων της περιοχής, αλλά απλώς ότι ελήφθησαν υπόψη τέτοια στοιχεία, ενώ δεν προσκομίζονται καθόλου συγκριτικά στοιχεία για τις μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, όπου βρίσκεται το κοινό ακίνητο, σε συνδυασμό προς τη θέση και την κατάσταση αυτού, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα. Κατά την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης η μισθωτική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 800 ευρώ μηνιαίως, χωρίς, ωστόσο, να είναι σε θέση να αναφερθεί σε μισθώσεις ακινήτων της περιοχής, επικαλούμενος το μεσιτικό γραφείο. Απεναντίας, ο μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε ότι η μισθωτική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε περίπου 250 ευρώ, με το ισόγειο κτίσμα να είναι περισσότερο περιποιημένο, από το εσωτερικό του οποίου δεν προσκομίζεται καμία φωτογραφία, ενώ αναφέρθηκε και στη μίσθωση ακινήτου στην περιοχή, εκτάσεως 90 τ.μ., ιδιοκτησίας της . ….., που εκμισθώνεται αντί 150 ευρώ. Πριν μια δεκαετία ο μάρτυρας αυτός υπολόγισε τη μισθωτική αξία σε περίπου 150 ευρώ για καθένα από τα ημιυπόγεια κτίσματα και 250-300 ευρώ για το υπερυψωμένο ισόγειο, δηλαδή συνολικά 550-600,00 ευρώ, ωστόσο, λόγω της ενσκήψασας οικονομικής κρίσεως η αξία τους έχει μειωθεί. Ενόψει όλων των ανωτέρω το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την επιφάνεια και τη θέση του επίκοινου ακινήτου, την κατασκευή του, τις επικρατούσες στην περιοχή όπου τούτο βρίσκεται, τις πραγματικές και μισθωτικές συνθήκες,  αλλά και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που επιβάλλουν να μην υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της αποζημίωσης που καταβάλλει η εναγομένη για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου και της τρέχουσας μισθωτικής αξίας αυτού, ενόψει και της υφιστάμενης το επίδικο χρονικό διάστημα οικονομικής που επηρέασε πτωτικά τις τιμές των ακινήτων τόσο ως προς την αγοραστική όσο και ως προς την  μισθωτική τους αξία κρίνει ότι η εν λόγω μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου ήτοι της υπερυψωμένης ισόγειας κατοικίας εμβαδού 94 τ.μ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2010-2016 δεν υπολειπόταν του ποσού των 300,00.  Συνεπώς, ο ενάγων συγκύριος του επιδίκου κατά ποσοστό 37,50% εξ αδιαιρέτου, δικαιούτο να λάβει από την εναγομένη συγκοινωνό, η οποία έχει την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου την ανάλογη μερίδα της από την ωφέλεια που αποκόμισε αυτή, λόγω της αποκλειστικής αυτής χρήσης, η οποία (μερίδα) ανέρχεται στο ποσό των 112,5  ευρώ το μήνα (300,00 ευρώ X 37,50%), και συνολικά για τα έτη 2010-2014 στο ποσό των 6.750,00 ευρώ (112,5 ευρώ X 12 μήνες X 5 έτη) και για τα έτη 2015-2016 στο ποσό των 2.700,00 ευρώ (112,5 ευρώ X 12 μήνες X 2 έτη), ήτοι συνολικά το ποσό των 9.450,00 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η εν λόγω μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου ήτοι της υπερυψωμένης ισόγειας κατοικίας εμβαδού 94 τ.μ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2010-2016 δεν υπολειπόταν του ποσού των 400,00 και ότι η αποζημίωση χρήσης ανέρχονταν για το χρονικό διάστημα των ετών 2010 – 2014 στο ποσό των 9.000,00 ευρώ (400 ευρώ  37,5% = 150,00 ευρώ χ 12 μήνες χ 5 έτη) και για το χρονικό διάστημα των ετών 2015-2016 στο ποσό των 3.600,00 ευρώ (400 ευρώ χ 37,5%  =150,00 ευρώ χ 12 μήνες χ 2 χρόνια)  εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο,  σχετικό (3ο) λόγο της έφεσης να εξαφανισθεί και ως προς το κονδύλιο αυτό η εκκαλούμενη απόφαση και κατ΄ επέκταση στο σύνολό της. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, κι ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να  υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.450,00  ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των 6.750,00 ευρώ από την επίδοση της αγωγής, για το δε ποσό των 2.700,00 ευρώ, που αφορά στα έτη 2015 – 2016 για κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό των 112,5 ευρώ από την παρέλευση της 3ης ημέρας έκαστου μήνα, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι (άρθρα 178, 180 παρ.1, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, επειδή έγινε δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου αυτής στην εκκαλούσα που κατέθεσε αυτό (άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από  11.2.2022 έφεσή που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2022 και ειδικό …./2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 κατά της με αριθμό 2684/2021  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση .

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την  εκκαλούμενη, με αρ. 2684/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας  στην εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 10.07.2014 (αρ. εκ. κατ. …………/28.07.2014) αγωγή.

Υποχρεώνει την  εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των  εννέα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα (9.450,00 ) ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των 6.750,00 ευρώ από την επίδοση της αγωγής, για το δε ποσό των 2.700,00 ευρώ,  για κάθε επιμέρους μηνιαίο ποσό των 112,5 ευρώ από την παρέλευση της 3ης ημέρας έκαστου μήνα .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης-εκκαλούσας  μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) €.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    2023, με την ίδια σύνθεση και με Γραμματέα τη Κ.Σ, λόγω απουσίας της Γραμματέως Τριανταφυλλιάς Λαμπροπούλου, με κανονική άδεια, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ