Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 631/2023

Αριθμός     631/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., 2) …………, 3) ……….. και 4) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο Καρβαγιώτη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής (οδός …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Σοφούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι  εκκαλούντες-εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  4.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.   3130/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι με την από 8.7.2021     (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2022-……/2022) έφεσή τους και β)  η εναγόμενη  και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 25.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2021-…………../2022) έφεσή της. Δικάσιμος των προαναφερόμενων εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : Α) η από 25.06.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ………/05.07.2021, αρ. εκ. κατ. Εφ. ……../23.3.2022 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, Β)  η από 08.07.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……./23.3.2022, αρ. εκ. κατ. ………/23.03.2022 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμό 3120/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε  δεκτή την από 4.7.2019  (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019) αγωγή των εναγόντων κατά της εναγομένης.  Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ. Οι ως άνω εφέσεις αρμοδίως εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις ως άνω εκθέσεις κατάθεσης ενδίκων μέσων  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από την  εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α έφεσης  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου  ………./2021  e παράβολο και από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο B έφεσης το με αριθμό παραβόλου …………/2022  e παράβολο αντίστοιχα (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ,  αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ) .

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ.2, 961, 962, 1113 ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος, από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματος τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο από την αιτία αυτή αποκόμισε, ενώ οι κοινωνοί, όταν ενάγονται για την απόδοση της ανάλογης μερίδας επί των καρπών του κοινού πράγματος, τελούν σε απλή ομοδικία (Εφ.Θεσ. 1666/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια. Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημίωσης, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η σ’ αυτό μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε, κατά τον επίδικο χρόνο, αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και, επίσης, το, κατά τον επίδικο χρόνο όφελος, του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου. Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν των κοινωνών, δεν αποκλείεται, όμως, να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα αρθρ. 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (AΠ 235/2016, ΑΠ 7/2015, ΑΠ 767/2014, Εφ.Πειρ. 232/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών, που λαμβάνεται κατά το μέγεθος των μερίδων τους, μπορεί να καθορισθεί ο προσήκων τρόπος τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης για το κοινό αντικείμενο. Στις πράξεις τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται και η σύμβαση μίσθωσης καθώς και κάθε άλλη πράξη, η οποία τείνει στη διατήρηση ή άρση των συνεπειών της, όπως η παράταση ή η τροποποίηση της σύμβασης μίσθωσης ή η καταγγελία αυτής. Η απόφαση της πλειοψηφίας που λήφθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 789 ΑΚ δεν αφορά μόνο τις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών, αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσώπευσης και συνακόλουθα είναι έγκυρη και δεσμεύει όλους τους κοινωνούς δηλαδή και εκείνους που διαφώνησαν και μειοψήφησαν (ΑΠ 665/2008, Εφ.Πατρ.90/2011, Εφ.Θεσ. 1787/2007, Εφ.Αθ. 475/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη λήψη απόφασης της πλειοψηφίας δεν απαιτείται συνταγμένη σύσκεψη όλων των κοινωνών ούτε άλλη τυπική διαδικασία (Εφ.Αθ.1288/2006, Εφ.Πατρ. 992/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η γνώμη της μειοψηφίας πρέπει να ακούγεται, εάν δε, ληφθεί απόφαση χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της, αυτή δεν θα είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη, αλλά μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της πλειοψηφίας προς αποζημίωση κατά το άρθρο 788 παρ. 1 εδ. β ΑΚ ή να αποτελέσει σπουδαίο λόγο, κατά το άρθρο 797 εδ. α ΑΚ, για την πρόωρη δικαστική λύση της κοινωνίας (Εφ.Πειρ. 845/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση, όμως, που η απόφαση της πλειοψηφίας παραβιάζει τους όρους του άρθρου 789 ΑΚ ή αντίκειται σε άλλους τιθέμενους από το νόμο περιορισμούς (αρθρ. 792 ΑΚ), οι εναντιωθέντες στην απόφαση της πλειοψηφίας μειοψηφούντες συγκύριοι δικαιούνται να επιδιώξουν την αναγνώριση της ακυρότητας της απόφασης κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ακόμη, η απόφαση της πλειοψηφίας μπορεί να προσβληθεί από τη μειοψηφία, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα τιθέμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, η τυχόν δε υπάρχουσα παραβίαση των όρων του άρθρου 789 ΑΚ ή η αντίθεση της απόφασης της πλειοψηφίας προς την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, παράγει σχετική μόνον ακυρότητα υπέρ των απαρτιζόντων την μειοψηφία μερίδων των κοινωνών (ΑΠ 160/2008, ΑΠ 212/2003, Εφ.Πατρ. 37/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την από  4.7.2019  (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6941/3476/2019) αγωγή  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι  είναι συγκύριοι σε ποσοστό 20 % εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 7,5 % εξ αδιαιρέτου καθένας εκ των υπόλοιπων εναγόντων (2η, 3η, 4ος) του ακινήτου- οικοπέδου μετά της επ΄ αυτού πολυώροφης οικοδομής (ξενοδοχείου με εστιατόριο και σνακ μπαρ), που αναλυτικά περιγράφεται στο δικόγραφο, ευρισκόμενου στο ……… του Δήμου Πειραιά Αττικής, η, δε, εναγόμενη είναι συγκύρια κατά το υπόλοιπο ποσοστό 57,50% εξ΄ αδιαιρέτου στο εν λόγω ακίνητο. Ότι την με αριθμό 3452/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, παραχωρήθηκε σε αυτήν η αποκλειστική χρήση του ακινήτου αντί μηνιαίου ανταλλάγματος συνολικού ποσού 10.000 ευρώ, ήτοι, κατά το ποσοστό συγκυριότητας κάθε συγκύριου, ποσού 4.000 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και ποσού 1.500 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες, καταβλητέου εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα από την 18η-10-2012 και εφεξής. Ότι, από 01-01-2014 και εντεύθεν, η εναγόμενη δεν καταβάλει στους ενάγοντες το ορισθέν ποσό δια της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης, αλλά μικρότερο και συγκεκριμένα στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.400 ευρώ και σε καθέναν από τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων το ποσό των 900 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησαν  να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει για την προαναφερόμενη αιτία για το χρονικό διάστημα από 01-08-2016 μέχρι 30-06-2019, το συνολικό ποσό των 119.000,00 ευρώ (8.500 ευρώ – 5.100,00 ευρώ = 3.400,00 ευρώ χ 35 μήνες) και συγκεκριμένα : α) στον πρώτο των εναγόντων  το ποσό των 56.000 ευρώ (4.000 – 2.400 = 1.600 χ 35 μήνες), β) σε έκαστο των  2ης  3ης  και 4ου  εξ αυτών το ποσό των 21.000 ευρώ (1500 – 900 = 600 χ 35), ποσό το οποίο αρνείται να τους καταβάλει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, νομιμότοκα από την τρίτη ημέρα κάθε μήνα για κάθε επιμέρους μηνιαίως οφειλόμενο ποσό, άλλως από την τριακοστή ημέρα κάθε μήνα, άλλως την τελευταία ημέρα εκάστου των μηνών άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους. Επί της ανωτέρω, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 3130/2020  εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε  δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 56.00,00 ευρώ και σε έκαστο των δεύτερης, τρίτης και τέταρτου  των εναγόντων  το ποσό των 21.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο οι  ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης  όσο και η  εναγομένη  και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχεία Α έφεσης με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν οι μεν ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες την μεταρρύθμιση της,  ώστε να υποχρεωθεί η  εναγομένη  να καταβάλλει το οφειλόμενα ποσό νομιμότοκα από την τρίτη ημέρα κάθε μήνα για κάθε επιμέρους μηνιαίως οφειλόμενο ποσό, άλλως από την τελευταία  ημέρα κάθε μήνα, η δε εναγομένη και ήδη εκκαλούσα  να απορριφθεί η ως άνω αγωγή  στο σύνολό της. Η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχεία Α υπό κρίση έφεσης παραπονείται  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι έκρινε την ως άνω αγωγή νόμιμη, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να την είχε απορρίψει ως νόμω αβάσιμη, διότι αν και η εναγόμενη έγινε συγκυρία του ακινήτου, αρχικά σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με το με αριθμό 5768/1996 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα και στη συνέχεια και μετά την έκδοση της με αριθμό 3452/2012 απόφασης των  ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για τη ρύθμιση της χρήσης του κοινού ακινήτου των διαδίκων η εναγόμενη με το με αριθμό …/2013 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε ποσοστό 7,50% εξ΄ αδιαιρέτου και έτσι κατέστη συγκυρία σε συνολικό ποσοστό 57,50% εξ αδιαιρέτου. Συνεπώς η ως άνω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ακόμη και αν εξακολουθεί να ισχύει δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιδίκαση των αιτούμενων ποσών αφού το ποσό των 10.000,000 που καθορίστηκε ως αποζημίωση χρήσης για αφορούσε χρόνο κατά τον οποίο υφίστατο συγκυριότητα των διαδίκων επί του επίκοινου κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαίρετου και θα έπρεπε οι νυν ενάγοντες να προβούν στην μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης σύμφωνα με τα ισχύοντα ιδανικά μερίδια πριν προβούν στην άσκηση της επίδικης αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο  αυτός ο λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι με την επικαλούμενη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η οποία κατά τα εκτιθέμενα  κρίθηκε από αυτό το Δικαστήριο,  ότι εξακολουθεί να ισχύει, ρυθμίστηκε προσωρινή η χρήση του επίκοινου αποδίδοντας την αποκλειστική χρήση όλου του ακινήτου στην τότε αιτούσα έναντι μηνιαίου ανταλλάγματος ύψους 10.000,00 ευρώ  για την αποκλειστική χρήση των ιδανικών μεριδίων των τότε καθ΄ων από την τότε αιτούσα,  σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο έκδοσης της αναλογία ιδανικών μεριδίων επί του ποσοστού συγκυριότητας τους, έτσι ώστε η μεταγενέστερη της έκδοσης της μεταβολή των ποσοστών συγκυριότητας των συγκοινωνών επί του επίκοινου δεν επηρεάζει,  ούτε σχετίζεται με την προσωρινή ρύθμιση της χρήσης του επίκοινου ακινήτου, ούτε με το ορισθέν μηνιαίο αντάλλαγμα ποσού 10.000,00 ευρώ μηνιαίως, παρά μόνο με την αναλογία του ιδανικού μεριδίου κάθε συγκοινωνού επί του αναδιαμορφωθέντος ποσοστού συγκυριότητας τους. Στην προκειμένη περίπτωση δε οι  ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την ως άνω αγωγή τους ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη για το χρονικό διάστημα από την 01.08.2016 έως 30.06.2019 να τους καταβάλει τα αιτούμενα ποσά ως αποζημίωση χρήσης ποσά, σύμφωνα με τα ισχύοντα ποσοστά συγκυριότητας τους επί του επικοίνου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης. Η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχεία Α υπό κρίση έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι την υποχρέωσε να καταβάλει ως διαφορά  ανταλλάγματος για την  αποκλειστική χρήση των ιδανικών μεριδίων των εναγόντων επί του κοινού ακινήτου το ποσό των 3.400 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1.8.2016 έως την 30.6.2019, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε με την απόφαση του να απορρίψει τα αιτούμενα ποσά για το προγενέστερο της επίδοσης της ένδικής αγωγής (5.8.2019) χρονικό  διάστημα, καθόσον η  με αριθμό 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά   για την προσωρινή  ρύθμιση της χρήσης του κοινού ακινήτου των διαδίκων είναι διαπλαστική και παράγει αποτελέσματα από της επιδόσεως της αγωγής και η απόφαση αυτή ουδέποτε τους επιδόθηκε. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί εκτελεστό τίτλο, η εκτέλεση δε αυτής γίνεται χωρίς απόγραφο, με βάση αντίγραφο ή απόσπασμα της εκτελούμενης απόφασης, το οποίο δεν χρειάζεται να προεπιδοθεί στον καθ’ ου (Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, 2000, άρθρο 700, παρ. 1 και 2, σελ. 1374). Εξάλλου, η εν λόγω απόφαση με την οποία καθορίστηκε  ο πλέον πρόσφορος τρόπος διοίκησης έναντι του ορισθέντος ανταλλάγματος  επέφερε τα αποτελέσματα της για τον μετέπειτα της δημοσίευση της χρόνο ήτοι την 18.10.2012. Συνεπώς νομίμως οι νυν ενάγοντες αιτήθηκαν αποζημίωση χρήσης για μεταγενέστερο της έκδοσης της επίδικο χρονικό διάστημα από την 1.8.2016 έως την 30.6.2019 με βάση αυτήν την απόφαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης. Με το τρίτο λόγο της έφεσης, η εναγόμενη  και ήδη εκκαλούσα, ισχυρίζεται  ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεν έκανε δεκτό το αίτημά της περί αναστολής της δίκης κατ` άρθρο 249 ΚΠΟΛΔ μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της αίτησης αναιρέσεως που έχει ασκήσει κατά της με αριθμό 350/2019 απόφασης του Εφετείου Πειραιά.  Ως προς τον λόγο αυτό της έφεσης, λεκτέα τα ακόλουθα: Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠΟΛΔ που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΠατρ 17/2020 δημ. Νόμος). Ως εκ τούτου, η απόρριψη του αιτήματος για αναστολή της δίκης κατά το άρθρο 249 ΚΠΟΛΔ  για αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 250 του ιδίου Κώδικα, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι τόσο η αναστολή της δίκης για προκριματικά ζητήματα (249 ΚΠΟΛΔ), όσο και η αναβολή της συζήτησης (250 ΚπολΔ), απόκεινται στην κρίση του Δικαστηρίου (ΕΦΠατρ 17/2020 ο.π.,  ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75, ΕφΛαρ 457/2011 Αρμ. 2011.1022), ούτε θεμελιώνει λόγο έφεσης η απόρριψη των σχετικών αιτημάτων από το Δικαστήριο, αφού το τελευταίο, έχοντας, σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναστολής της δίκης ή αναβολής της συζήτησης, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο, αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΠατρ 17/2020, ΕφΠατρ 144/2018, ΕφΔωδ 204/2017 δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75), ακόμη και όταν, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό Δικαστήριο (ΑΠ 194/2017, δημ. Νόμος). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο λόγος της υπό στοιχεία Α έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. (ΕΦ.ΛΑΜ 1/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εκκαλούντες της υπό στοιχεία Β έφεσης παραπονούνται  ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι  επιδίκασε τα αιτούμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να επιδικάσει τα οφειλόμενα ποσά νομιμότοκα από την τρίτη ημέρα κάθε μήνα για κάθε επιμέρους μηνιαίως οφειλόμενο ποσό, άλλως από την τελευταία  ημέρα κάθε μήνα. Με το περιεχόμενο αυτό αυτός ο λόγος  έφεσης τυγχάνει  απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι  τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση ποσά  πρέπει να επιδικαστούν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση και όχι από την ημερομηνία που κάθε ένα από τα επιμέρους μηναία ποσά κατέστη απαιτητό, όπως αιτούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, καθώς εν προκειμένω δεν πρόκειται για μίσθωμα, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ώστε να υφίσταται δήλη ημέρα καταβολής του, ούτε  αποδείχθηκε προγενέστερη της ως άνω αγωγής όχληση για καταβολή των οφειλόμενων επιμέρους ποσών από την τρίτη ή την τελευταία ημέρα κάθε μήνα. (ΕΦ. ΠΕΙΡ. 250/2023, 346/2018, ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο μοναδικός λόγος της υπό στοιχεία Β έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.  Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί  η από 25.06.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……../05.07.2021, αρ. εκ. κατ. Εφ. ………/23.3.2022 έφεση, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, αφού απορρίπτεται η έφεση, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100 ευρώ) που η  εκκαλούσα  κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσής της. Επίσης, πρέπει η  εκκαλούσα λόγω της ήττας της  στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των  εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.  Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί η από 08.07.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……/23.3.2022, αρ. εκ. κατ. ……/23.03.2022 έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Περαιτέρω, αφού απορρίπτεται η έφεση, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου (100 ευρώ) που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσής τους. Επίσης, πρέπει οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, να καταδικαστούν  στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσιβλήτης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος της κατά  τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων την από 25.06.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……/05.07.2021, αρ. εκ. κατ. Εφ. ……./23.3.2022 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και την από 08.07.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……./23.3.2022, αρ. εκ. κατ. ……../23.03.2022 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται,  κατά της με αριθμό 3120/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 25.06.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……./05.07.2021, αρ. εκ. κατ. Εφ . ………/23.3.2022) έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσαν οι ανωτέρω εκκαλούντες  κατά την άσκηση της έφεσής τους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 08.07.2021 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……../23.3.2022, αρ. εκ. κατ. ΕΦ. …………/23.03.2022) έφεση.

Και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα  στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, το οποίο κατέθεσε η  ανωτέρω εκκαλούσα  κατά την άσκηση της έφεσής της.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 6 Noεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ