Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 651/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  651/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Των εκκαλούντων: 1) Του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει Α.Φ.Μ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, οδός …….. και 2) Του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, που κατοικεί στον Πειραιά, ……., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από την Δικαστική Πληρεξούσια ΝΣΚ Αικατερίνη Κατίου (ΑΜ ….).

Του εφεσίβλητου: Του ………. ο οποίος φέρει Α.Φ.Μ. … ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού και κατοικεί στη ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Βέζου (ΑΜ ΔΣΑ ……….).

Β) Της κυρίως παρεμβαίνουσας: Της υπό εκκαθάριση Ναυτικής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής, με την επωνυμία <<………..>> (<<……….>>) με Α.Φ.Μ. …., που εδρεύει στην …. Αττικής, επί της οδού …….., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δουλαβέρη με ΑΜ ΔΣΑ … της ΔΕ Αθανάσιος Γ. Κανελλόπουλος και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία (ΑΜ ΔΣΑ …..).

Των καθ’ων η κύρια παρέμβαση: 1) Του ………….., κατοίκου Ρωσικής Ομοσπονδίας, οδός .. ………. με ΑΦΜ …. ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού, 2) Του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει ΑΦΜ …. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, οδός ……………. και 3) Του Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, που κατοικεί στον Πειραιά, ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο, ο 1ος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Βέζου (ΑΜ ΔΣΑ …..) και οι 2ος και 3ος από την Δικαστική Πληρεξούσια ΝΣΚ Αικατερίνη Κατίου (ΑΜ …).

Ο εφεσίβλητος με την από 13-02-2019 (με γεν.αριθ.κατάθ. …./2019 και αριθ.καταθ. δικογρ. …../2019) αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1800/2019 οριστική απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αίτηση και διέταξε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι καθ’ων η αίτηση και ήδη εκκαλούντες, με την από 14-06-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../2021 και ειδ.αριθ.καταθ. …../2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …../2022) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 27-04-2023 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπό εκκαθάριση Ναυτική Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής, με την επωνυμία <<………..>> (<<…………>>), άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 21-04-2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../2023) κύρια παρέμβαση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 27-04-2023 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Οι ανωτέρω υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, η Δικαστική Πληρεξούσια ΝΣΚ των εκκαλούντων και δεύτερου και τρίτου των καθ’ων η κύρια παρέμβαση, η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου και πρώτου των καθ’ων η κύρια παρέμβαση και η πληρεξούσια δικηγόρος της κυρίας παρεμβαίνουσας, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου νόμιμα εισάγονται προς συζήτηση: α) η από 14-06-2021 (με αριθ.καταθ. ……../2022) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 1800/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και β) η από  21-04-2023 (αριθ.καταθ. δικογρ. ………/2023) κύρια παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, εφόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246, 524παρ.1 και 741 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αριθμ.1800/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου στις 14-06-2021, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρα 741, 761, 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης, επιδόθηκε την 13-05-2021, στην ……….., δικηγόρο Αθηνών, δικαστική πληρεξούσια του εφεσίβλητου (βλ.υπ’αριθ. ………./13-05-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………..). Η ανωτέρω είχε παραστεί ως πληρεξουσία δικηγόρος του αιτούντος (ήδη εφεσίβλητου) κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από το προεισαγωγικό τμήμα της εκκαλουμένης, συνεπώς νομίμως επιδόθηκε σε αυτήν η εκδοθείσα οριστική απόφαση (άρθρ. 96 και 143 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αυτή η επίδοση αποτέλεσε την αφετηρία υπολογισμού της προθεσμίας για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης ως προς όλους τους διαδίκους. Επισημαίνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην ανωτέρω αντίκλητο εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη  (17-05-2019), ενώ καθ’όλο το χρονικό διάστημα από 07-11-2020 έως 05-04-2021 ίσχυε η αναστολή των νομίμων και δικαστικών προθεσμιών καθώς και της παραγραφής των συναφών αξιώσεων λόγω Covid -19, σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ,1 εδ.α του Ν.4790/31-03-2021. Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1, παρ.2, παρ.3 και παρ.5 του ν.2172/1993, που  καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου), ενώ για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, κατ` άρθρο 495 §3Α. περ. γ` ΚΠολΔ, αφού το εκκαλούν απαλλάσσεται από την καταβολή του, κατ` άρθρο 19 §1 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την έφεση στο δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 ΚΠολΔ αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας διαδικασίας, κατά δε το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτό. Ως τρίτος κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, μη ταυτιζόμενος νομικώς με κάποιον από αυτούς. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων που καθορίζουν και ρυθμίζουν την συμμετοχή τρίτων στη μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη, προκύπτει σαφώς ότι επιτρέπεται στον τρίτο να συμμετάσχει στην εκκρεμή δίκη είτε διεκδικώντας το αντικείμενο της, και μόνο, ολόκληρο ή ένα μέρος του, σαν δικό του, είτε υποστηρίζοντας τον ένα από τους διαδίκους, εφόσον έχει έννομο συμφέρον γι’ αυτό. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις (79 και 80 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης η κύριας παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρέμβασης, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ. Υπάρχει δε έννομο συμφέρον για παρέμβαση, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης.  Εξάλλου, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 ΚΠολΔ διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου με τους εξής τρόπους: α) με την υποβολή της αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθ. 748 § 3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 752 ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκληση που γίνεται είτε με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθ. 753 ΚΠολΔ- βλ. ΑΠ 2130/2014 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 335/2005 ΕλλΔνη 2006. 1363, ΑΠ 41/2003 ΕλλΔνη 2003. 434, ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔνη 37. 638, ΜΕφΑΘ 211/2016 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΛαρ 74/2013 Δικογραφία 2013. 279, ΕφΛαρ 252/2012 Δικογραφία 2012. 585, ΕφΘεσ 1458/2011 ΕΕμπΔ 2012.123, ΕφΑιγ 273/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑΘ 29/2010 ΕφΑΔ 2010. 725). Κατά το άρθρο 752 ΚΠολΔ, με το οποίο καθορίζεται κατά διαφορετικό από το άρθρο 81 του ίδιου Κώδικα τρόπο η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου Κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία. Εξάλλου οι   προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις των άρθρων 79 και 80 του ΚΠολΔ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 ΕλλΔνη 2002. 1693, ΕφΠειρ 116/2005 Αρμ 2005. 595, Εφ.Πατρ. 9/2017, δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την από 21-04-2023 κύρια παρέμβαση, η κυρίως παρεμβαίνουσα, υπό εκκαθάριση Ναυτική Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία <<……….>>, εκθέτει ότι απέκτησε με αγορά από την εταιρεία <<…………>>, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το επιβατηγό τουριστικό πλοίο με το όνομα <<ΕΚ>>, νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., ΔΔΣ …….. και ΔΣΠ …….. Οτι με σύμβαση που κατήρτισε με την εταιρεία <<…………>>, η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση εργασιών φύλαξης και συντήρησης του ως άνω πλοίου. Οτι λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυρίως παρεμβαίνουσας προς την ανωτέρω εταιρεία, η τελευταία της επέδωσε, δυνάμει της υπ’αριθ. 4602/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το υπ’αριθ. …./29-09-2013 απόγραφο εκτελεστό, με την κάτωθι αυτού από 23-09-2023 επιταγή προς πληρωμή, επιτάσσοντάς την να της καταβάλλει το ποσό των 155.588,80 ευρώ. Οτι με την υπ’αριθ. …./15-10-2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ευγένιου ………….  , κατασχέθηκε το ανωτέρω τουριστικό πλοίο και εκτέθηκε σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. Οτι κατά το χρόνο που επιβλήθηκε η κατάσχεση, το ανωτέρω πλοίο είχε ήδη δεσμευτεί δυνάμει της, επέχουσας θέση εκθέσεως κατασχέσεως, υπ’αριθ. 75/27-07-2011 απόφασης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, με την οποία απαγορεύθηκε η εκποίηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κάθε είδους μεταβίβαση του πλοίου, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 46παρ.2 του Ν.3691/2008, έως την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του εκ των ιδρυτών της (κυρίως παρεμβαίνουσας) …………… για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οτι κατά της δανείστριας  εταιρείας << ………….>>, άσκησε (η κυρίως παρεμβαίνουσα) τα ένδικα βοηθήματα α) της ανακοπής περί ακυρώσεως της υπ’αριθ. …/2013 περίληψης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου εκ της υπ’αριθ. …./2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και των βάσει αυτών επισπευδόμενου την 26-11-2014 πλειστηριασμού ως και κάθε μεταγενέστερης πράξης εκτέλεσης και β) της αναστολής εκτελέσεως, τα οποία συζητήθηκαν και εκδόθηκαν αντίστοιχα η υπ’αριθ. 2760/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού και η υπ’αριθ. 3924/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή. Οτι μετά ταύτα, την 26-11-2014, διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός και κατακυρώθηκε το επίδικο πλοίο στον εφεσίβλητο, συνταχθείσης προς τούτο της υπ’αριθ. ……./28-07-2015 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. Οτι η απαγόρευση που επιβλήθηκε με την υπ’αριθ. 75/27-07-2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, καθιστά μη νόμιμη την εκποίηση του επίδικου πλοίου που συντελέστηκε με τον ανωτέρω δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό. Οτι το αρμόδιο όργανο του Τμήματος Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολόγιων του Λιμεναρχείου Πειραιά, ορθώς απέρριψε την αίτηση του υπερθεματιστή περί μεταγραφής της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και ότι η σε μεταγενέστερο του πλειστηριασμού χρόνο έκδοση του υπ’αριθ. ……/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο ήρθη η επιβληθείσα επί του πλοίου απαγόρευση, δεν αίρει το τυπικό ελάττωμα διενέργειας του πλειστηριασμού σε χρόνο που δεν συνέτρεχε η προς τούτο εξουσία διάθεσης. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητεί να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η αίτηση του εφεσίβλητου – πρώτου των καθ’ων η κύρια παρέμβαση. Ζητεί επίσης να καταδικαστούν οι καθ’ων  η κύρια παρέμβαση στη δικαστική της δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη κύρια παρέμβαση, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση, για να συζητηθεί κατά την προαναφερθείσα εκούσια δικαιοδοσία (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ), είναι όμως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της κυρίως παρεμβαίνουσας, διότι αυτή δεν αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης, ούτε δύναται να διεκδικεί αυτό, αφού έχει απωλέσει οριστικά την κυριότητα του επίδικου πλοίου <<ΕΚ>>, η οποία έχει περιέλθει στον εφεσίβλητο, συνεπεία του διενεργηθέντος την 26-11-2014 δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού. Οπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, το πλοίο έχει ήδη διαγραφεί από το Νηολόγιο του Λιμεναρχείου Πειραιώς λόγω δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού και περιελεύσεώς του στον αλλοδαπό Ρώσο υπήκοο ………….. (100%) (βλ. σχετ, υπ’αριθ.πρωτ…../27-09-2019 πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του Τμήματος Νηολογίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, νομίμως προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως από τον εφεσίβλητο). Επιπλέον, οι προβαλλόμενες με την κύρια παρέμβαση αιτιάσεις, που πλήττουν το κύρος της αναγκαστικής κατάσχεσης, για το λόγο ότι αυτή επιβλήθηκε σε αντικείμενο (πλοίο) του οποίου η διάθεση είναι κατά νόμο απαγορευμένη και εντεύθεν άκυρη, συνιστούν λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, τον οποίο η κυρίως παρεμβαίνουσα προέβαλε ήδη με την από      18-11-2013 και με αριθ.καταθ. ……../2013 ανακοπή περί ακυρώσεως της υπ’αριθ. …/2013 περίληψης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου εκ της υπ’αριθ. …./2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και των βάσει αυτών επισπευδόμενου την 26-11-2014 πλειστηριασμού ως και κάθε μεταγενέστερης πράξης εκτέλεσης. Η ανωτέρω ανακοπή απορρίφθηκε με την υπ’αριθ. 3924/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την αιτιολογία ότι η ανακόπτουσα (ώδε κυρίως παρεμβαίνουσα) δεν έχει  έννομο συμφέρον να επικαλεστεί και να επιδιώξει, με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, την ακυρότητα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ένδικου πλοίου και της περίληψης αυτής καθώς και του δυνάμει αυτής επισπευδόμενου πλειστηριασμού, αφού η σχετική απαγόρευση, που επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’αριθ. 75/2011 απόφασης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, είναι σχετική και υφίσταται μόνο χάριν του Δημοσίου, το οποίο και μόνο δικαιούται να την προτείνει. Κατά δε της ανωτέρω αποφάσεως δεν προέκυψε, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα. Επίσης τον ίδιο λόγο ακύρωσης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, προέβαλε η κυρίως παρεμβαίνουσα στην από 14-02-2022 και με αριθ.καταθ. ………../2022 τριτανακοπή που άσκησε κατά της εκκαλουμένης, η οποία ωσαύτως απορρίφθηκε με την υπ’αριθ. 3555/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της τριτανακόπτουσας, (ώδε κυρίως παρεμβαίνουσα) κατά δε της ανωτέρω αποφάσεως δεν προέκυψε, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, προεχόντως όμως διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 79 παρ.1 και 68 ΚΠολΔ, η κύρια παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 175 του ΑΚ «η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο νόμος την απαγορεύει. Αν η απαγόρευση έχει οριστεί για το συμφέρον ορισμένων προσώπων, την ακυρότητα μπορούν -να προτείνουν μόνο αυτά». Η ακυρότητα αυτή, που αποτέλεσμά της, κατά το άρθρο 180 ΑΚ, είναι να θεωρείται η απαγορευμένη διάθεση σαν να μην έγινε, μη επιφέρουσα το σκοπούμενο έννομο αποτέλεσμά της, έχει τον χαρακτήρα της σχετικής ακυρότητας, καθόσον έχει ταχθεί για την προστασία του συμφέροντος ορισμένου προσώπου (άρθρο 175 εδ. β ΑΚ), και πρέπει να γίνει επίκληση της από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο. Η ως άνω σχετική ακυρότητα είναι δεκτική θεραπείας, αν αρθεί η απαγόρευση (ΣΕΑΚ Απ. Γεωργιάδη, άρθρο 175, σελ. 311, παρ. 5, ΑΠ 182/1957 ΕΕΝ, 1957, σελ. 358), αν αυτός που δικαιούται να την επικαλεστεί, συναινέσει στην άκυρη δικαιοπραξία ή παραιτηθεί, με οποιονδήποτε τρόπο από την επίκληση της ακυρότητας, ή απωλέσει το έννομο συμφέρον να προτείνει την ακυρότητα, διότι σε τέτοια περίπτωση ουδείς άλλος πλέον μπορεί να την προτείνει. Ως εκ τούτου η απαγορευμένη διάθεση γίνεται απρόσβλητη και δεν υπάρχει νόμιμο εμπόδιο να αναπτύξει ενέργεια έγκυρης εξ υπαρχής δικαιοπραξίας (ΑΠ 20/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, απαγορεύσεις διαθέσεως απαντώνται όχι μόνον στον Αστικό Κώδικα, αλλά και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στις διατάξεις των άρθρων 715 παρ. 1, 958 παρ. 1, 984 παρ. 1, 997 παρ. 1. Η προβλεπόμενη ακυρότητα δεν είναι δικονομική, αλλά ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου, γι’ αυτό και εμπίπτει ευθέως στο πεδίο εφαρμογής της ΑΚ 175 (Λαδάς, Η απαγόρευση διαθέσεως στο ουσιαστικό δίκαιο και στην αναγκαστική εκτέλεση, Επ Αρμ (1990), σελ. 87 επ.). Η διατύπωση του πρώτου εδαφίου της ΑΚ 175, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό αποτελεί ειδική εφαρμογή (Μπαλής, σ. 173· Καράσης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 175-177, αριθ. 4) της ΑΚ 174, με την έννοια ότι, ακόμη και σε περίπτωση που έλλειπε, η απαγόρευση της διαθέσεως εκ του νόμου θα συναγόταν ήδη εξ αυτής της διατάξεως. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η ratio της ΑΚ 175 έγκειται στην ιδιαίτερη έξαρση των περιπτώσεων της σχετικής ακυρότητας, οι οποίες μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής στην ΑΚ 175 εδ. 2, εν αντιθέσει προς την απόλυτη ακυρότητα, την οποία επισύρει η εφαρμογή της ΑΚ 174 (Μπαλής, σ. 173). Πράγματι, στο δεύτερο εδάφιο της εξεταζόμενης διάταξης, η έννομη συνέπεια της ακυρότητας τάσσεται προς το συμφέρον ορισμένων μόνο προσώπων, τα οποία και δύνανται να την προτείνουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα απαγορεύσεων με σχετική ακυρότητα αποτελούν ενδεικτικά οι: ΑΚ 206, 1290, 1937 παρ. 2, αλλά και οι ΚΠολΔ 715 παρ. 1, 958 παρ. 1, 984 παρ. 1, 997 παρ. 1, 1025 παρ. 2 (Μπαλής, σ. 174· Λαδάς, ό.π., αριθ. 51). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 997 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ ορίζει ότι η γενομένη από τον οφειλέτη ή τον τρίτο, κύριο ή νομέα, διάθεση του κατασχεμένου είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών. Πρόκειται για ακυρότητα του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1312/1988 ΕΕΝ 1989, σ. 667, ΕφΘεσ 1336/1997, Αρμ 1978, σ. 280) και μάλιστα σχετική. Έχει υποστηριχθεί ότι η ακυρότητα του άρθρου 997 παρ. 1 εδ.α ΚΠολΔ συνιστά παραλλαγή της σχετικής ακυρότητας. Διότι ενώ στη σχετική ακυρότητα η δικαιοπραξία είναι άκυρη και την ακυρότητα μπορούν να επικαλεστούν ορισμένα πρόσωπα, στα πλαίσια του άρθρου 997 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, η δικαιοπραξία είναι ισχυρή, ανενεργός όμως έναντι ορισμένων προσώπων (Κων. Ι. Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 4η, 1988, σς. 631-632). Εάν η ακυρότητα του άρθρου 997 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ ήταν απόλυτη, τότε θα μπορούσαν να την επικαλεστούν ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης – διαθέσας και ο αποκτών. Επιπλέον, το κατασχεθέν θα καθίστατο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 175 εδ. β΄ΑΚ ουσιαστικά εκτός συναλλαγής πράγμα (Γ. Ορφανίδης, Συγκρούσεις Συμφερόντων Δανειστών στην Αναγκαστική Εκτέλεση, ο.π. σ. 31-32). Η ως άνω ακυρότητα είναι αυτοδίκαιη δηλαδή δεν χρειάζεται να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση (ΠΠρΛαρ 555/2003 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004, σ. 84). Τέλος, η ακυρότητα που συνεπάγεται η απαγορευμένη διάθεση του κατασχεθέντος δεν είναι δικονομική ακυρότητα και κατ’επέκταση δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 159 ΚΠολΔ και η ενεργοποίησή της δεν εξαρτάται από την προηγούμενη δικαστική απαγγελία της. Αντίθετα, εντάχθηκε στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για καθαρά νομοτεχνικούς λόγους, πλην όμως πρόκειται για ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου, καθώς αφορά σε πράξη που τόσο ως προς τις προϋποθέσεις, όσο και ως προς τις έννομες συνέπειες της ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η ακυρότητα αυτή, όπως και κάθε άλλη ακυρότητα του ιδιωτικού δικαίου είναι αυτοδίκαιη.

ΙΙ. Στις διατάξεις των άρθρων 46 και 48 του ν. 3691/2008, αντικείμενο του οποίου είναι η πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως τα αδικήματα αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν (βλ. αρθρ. 2§1 του εν λόγω νόμου), ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 46: «§1. Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ. 2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 ΚΠΔ, δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων. §2. Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά την παράγραφο 1 δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους της παραγράφου 1 περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και χρηματική ποινή μέχρι του ποσού της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση ή τα υπάρχοντα υπολείπονται της αξίας της περιουσίας ή του προϊόντος. §3. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών…». Άρθρο 48 (όπως οι παράγραφοι 4 και 5 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5§1 του ν. 3932/2011): «§1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. §2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. §3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. §4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. §5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α΄ Μονάδα της Αρχής (ενν. η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης), η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι όταν διεξάγεται έρευνα από την Α΄ Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μπορεί να διαταχθεί η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης ορισμένου περιουσιακού στοιχείου από τον Πρόεδρο της ανωτέρω Αρχής σε επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον α) υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι το περιουσιακό αυτό στοιχείο αποτελεί προϊόν του ανωτέρω αδικήματος ή αποκτήθηκε αμέσως ή εμμέσως απόπροϊόν τέτοιου αδικήματος ή αποτελεί μέσο που χρησιμοποιήθηκε ή προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί προς τέλεση αυτού του αδικήματος, οπότε υπόκειται σε κατάσχεση και υποχρεωτική δήμευση (η οποία διατάσσεται με την καταδικαστική απόφαση ή, όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε οριστικώς ή κηρύχθηκε απαράδεκτη, με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών), ακόμη και αν ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του αδικήματος κατά το χρόνο κτήσεως αυτού, ή β) πρόκειται περί περιουσιακού στοιχείου ίσης αξίας με την περιουσία που προήλθε από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος κλπ, το οποίο υπόκειται επίσης σε κατάσχεση και δήμευση εφόσον η ως άνω περιουσία δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του Προέδρου της ως άνω Αρχής, με την οποία διατάσσεται η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου, επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως και επιδίδεται στον ύποπτο τέλεσης του αδικήματος και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών (αν πρόκειται περί ακινήτου, ή στον αρμόδιο νηολόγο και ναυτικό υποθηκοφύλακα αν πρόκειται περί πλοίου, όπως εν προκειμένω), ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου (αν πρόκειται περί ακινήτου ή του νηολογίου και ναυτικού υποθηκολογίου αν πρόκειται περί πλοίου) μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Επομένως, η ακυρότητα των ως άνω πράξεων, καθώς και κάθε άλλης πράξης μεταβίβασης ή εκποίησης του ακινήτου ή του πλοίου, όπως η επίσπευση αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτού με την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, μετά την εγγραφή στο οικείο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου ή του νηολογίου και ναυτικού υποθηκολογίου της σχετικής σημείωσης περί της διαταχθείσας με την απόφαση του Προέδρου της ως άνω Αρχής απαγόρευσης της μεταβίβασης ή εκποίησης του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου, είναι σχετική, καθώς υφίσταται, όπως ρητά ορίζεται στο νόμο, αποκλειστικά χάριν του Δημοσίου, το οποίο και μόνον δικαιούται να την προτείνει. Ως απαγορευμένη, ιδιόρρυθμης μορφής, διάθεση του δεσμευθέντος ακινήτου, εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί και η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σ’ αυτό (πρβλ. Α.Π. 642/2017, ΕφΘεσ 2023/2012 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), δεδομένου ότι η κατάσχεση, αν και διακριτή πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης αποβλέπει ουσιαστικά στη διενέργεια πλειστηριασμού, ο οποίος συνιστά πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος ακινήτου.

Με την από 13-02-2019 αίτηση, την οποία απηύθηνε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ο αιτών, ήδη εφεσίβλητος, εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’αριθ. …./26-11-2014 έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, εκπλειστηριάστηκε και κατακυρώθηκε σε αυτόν ως πλειοδότη, το υπό ελληνική σημαία επιβατηγό τουριστικό πλοίο με το όνομα <<ΕΚ>>, νηολογίου Πειραιά με αριθμό 11706, πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> Ν.Ε.Π.Α. Οτι μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε την υπ’αριθ. ………/28-07-2015 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης. Οτι ακολούθως ζήτησε (ο αιτών) από την τηρούσα το Νηολόγιο αρχή, την καταχώρηση της ανωτέρω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και την εξάλειψη όλων των υφιστάμενων βαρών επί του ως άνω πλοίου, προκειμένου για τη διαγραφή του από το Ελληνικό Νηολόγιο, προσκομίζοντας τα απαιτούμενα προς τούτο πιστοποιητικά. Οτι ο Νηολόγος, με την υπ’αριθ. ……/26-11-2018 έκθεση, απέρριψε την αίτηση και αρνήθηκε να προβεί στις αιτούμενες ενέργειες, επικαλούμενος ότι κατά το χρόνο διεξαγωγής του δημόσιου πλειστηριασμού, είχε επιβληθεί στο συγκεκριμένο πλοίο, απαγόρευση της εκποίησης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβασης αυτού, δυνάμει της υπ’αριθ. 75/2011 απόφασης του Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Οτι η άρνηση του Νηολόγου είναι μη νόμιμη, διότι η  νομική δέσμευση του πλοίου, που επιβλήθηκε από την ως άνω Αρχή, έχει αρθεί τελεσιδίκως δυνάμει του υπ’αριθ. …../2015 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ο αιτών ζητεί να αρθεί η εκκρεμότητα που δημιουργήθηκε με την άρνηση του Νηολόγου και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να προβεί στην καταχώρηση της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, δυνάμει της οποίας κατακυρώθηκε σε αυτόν (αιτούντα) το εκπλειστηριασθέν πλοίο καθώς και να διαγράψει τα υφιστάμενα βάρη αυτού με σκοπό τη διαγραφή του από το Ελληνικό Νηολόγιο. Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εξέδωσε την υπ’αριθ. 1800/2019 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αίτηση και διέταξε τον Νηολόγο και Ναυτικό Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, να προβεί α) στην εξάλειψη του καταχωρημένου βάρους που επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’αριθ. 75/2011 απόφασης του Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και β) στην καταχώρηση της υπ’αριθ. ………../28-07-2015 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. στα Νηολόγια Πειραιά. Κατά της ανωτέρω απόφασης, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατέστη διάδικος στην δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επειδή διατάχθηκε η κλήτευση αυτού από τον Δικαστή προσδιορισμού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό την απόρριψη της αίτησης του αιτούντος, ήδη εφεσίβλητου, και την καταδίκη του τελευταίου στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και από όλη εν γένει τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’αριθ. 75/2011 απόφασης του Προέδρου της Αρχής για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, απαγορεύθηκε η εκποίηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση του επιβατηγού τουριστικού πλοίου με την ονομασία <<ΕΚ>>, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……….., πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία <<…………>>. Η παραπάνω απόφαση, η οποία επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, επιδόθηκε στον ύποπτο τελέσεως του αδικήματος, ….. ., νόμιμο εκπρόσωπο της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας καθώς και στον αρμόδιο Νηολόγο και Ναυτικό Υποθηκοφύλακα, ο οποίος προέβη την ίδια ημέρα (29-7-2011) σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία. Μετά την παραπάνω εγγραφή της σημείωσης, διενεργήθηκε, με επίσπευση της εταιρείας <<…………….>>, δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός του επίδικου πλοίου, συνταχθείσης προς τούτο της υπ’αριθ. ……/26-11-2014 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… . και αναδείχθηκε υπερθεματιστής ο εφεσίβλητος. Μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον τελευταίο, συντάχθηκε η υπ’αριθ. …../28-07-2015 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, δυνάμει της οποίας το πλοίο κατακυρώθηκε στον εφεσίβλητο. Στις 26-11-2018, ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση προς το Τμήμα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολόγιων του Λιμεναρχείου Πειραιά, με την οποία ζήτησε α) την καταχώρηση της ανωτέρω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και β) την εξάλειψη όλων των υφιστάμενων βαρών επί του ως άνω πλοίου, προκειμένου για τη διαγραφή του από το Ελληνικό Νηολόγιο. Ο Νηολόγος, επικαλούμενος ότι στις 29-07-2011 του επιδόθηκε η υπ’αριθ. 75/2011 απόφαση του Προέδρου της ανωτέρω Αρχής, με την οποία απαγορεύθηκε η μεταβίβαση ή εκποίηση του επίδικου πλοίου, η οποία καταχωρήθηκε αυθημερόν στο οικείο βιβλίο, απέρριψε την αίτηση με την υπ’αριθ. …../26-11-2018 απορριπτική έκθεση και με την αιτιολογία ότι ο χαρακτήρας της δέσμευσης που επιβάλλεται με την πράξη του Προέδρου της Αρχής καθιστά μη νόμιμη οποιαδήποτε πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος περιουσιακού στοιχείου (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατά μείζονα λόγο και η διενέργεια πλειστηριασμού) μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας καθώς και ότι η σε μεταγενέστερο του πλειστηριασμού χρόνο  (26-11-2015) έκδοση του υπ’αριθ. ……/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έγινε δεκτή η άρση/ανάκληση της επιβληθείσας επί του πλοίου απαγόρευσης, δεν αναιρεί το τυπικό ελάττωμα της τέλεσης του πλειστηριασμού σε χρόνο που δεν συνέτρεχε η προς τούτο εξουσία διάθεσης. Σύμφωνα όμως με τα προέκτεθέντα στην υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη, η άρνηση του Νηολόγου Πειραιώς δεν είναι νόμιμη. Και τούτο διότι ναι μεν η ανωτέρω δέσμευση του Προέδρου της Αρχής, συνεπάγεται την απαγόρευση κάθε περαιτέρω διάθεσης του δεσμευθέντος πλοίου, που περιλαμβάνει όχι μόνο την εκούσια μεταβίβαση της πλοιοκτησίας του αλλά και την ακούσια εκποίησή του, επερχόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης με αναγκαστικό δημόσιο πλειστηριασμό, με συνέπεια την ακυρότητα των επιμέρους πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι της έκθεσης πλειστηριασμού και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, κατόπιν προσβολής τους με ανακοπή, πρόκειται όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, όχι περί απόλυτης ακυρότητας την οποία μπορεί να επικαλεσθεί οποισδήποτε έχει έννομο συμφέρον, αλλά σχετικής υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του οποίου και αποσκοπεί αποκλειστικά, και το οποίο και μόνον μπορεί να την επικαλεσθεί. Το συμπέρασμα αυτό  δύναται να συναχθεί και από τη διάταξη του άρθρου 48 του ν.3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», στην οποία, αφενός μεν προβλέπεται απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου, που διατάσσεται από τον ανακριτή με διάταξή του, όταν διεξάγεται κύρια ανάκριση σε βάρος του προσώπου αυτού για τα αδικήματα του ανωτέρω νόμου, ή από το δικαστικό συμβούλιο με βούλευμα, σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αφετέρου δε ορίζεται ότι η διάταξη ή το βούλευμα, που επέχουν θέση κατάσχεσης, επιδίδονται στο εν λόγω πρόσωπο, και εγγράφονται στα οικεία βιβλία, με αποτέλεσμα κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση, ή άλλη πράξη, που εγγράφεται έκτοτε στα βιβλία αυτά να είναι άκυρη, όχι όμως έναντι όλων, αλλά μόνον έναντι του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ.Μον.Εφ.Πειρ. 198/2020, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός ότι η ανωτέρω ακυρότητα της δικαιοπραξίας, με την οποία επέρχεται διάθεση του κατασχεθέντος είναι αυτοδίκαιη, δηλαδή δεν χρειάζεται να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση, δεν αναιρεί την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου, ως μοναδικού προσώπου που έχει το δικαίωμα αυτό, να την επικαλεστεί και να την αποδείξει, εφόσον διενεργήθηκαν διαδικαστικές πράξεις, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός του επίδικου πλοίου, το κύρος των οποίων δύναται να κριθεί στο πλαίσιο της ανακοπής των άρθρων 933επ ΚΠολΔ, δεδομένου μάλιστα ότι ο πλειστηριασμός παραμένει έγκυρος ως διαδικαστική πράξη (ΑΠ 227/2020, δημ. ΝΟΜΟΣ), ο μοναδικός τρόπος για να πληγεί το κύρος του είναι, ο έχων έννομο συμφέρον, να βάλλει, εντός των νομίμων προθεσμιών του άρθρου 934 ΚΠολΔ, κατά της εγκυρότητας αυτού και να επιχειρήσει να αποτρέψει το αποτέλεσμα του, ήτοι την περιέλευση του εκπλειστηριασθέντος στην κυριότητα του υπερθεματιστή. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι, κατά το χρόνο υποβολής, από τον εφεσίβλητο, ως έχοντα άμεσο έννομο συμφέρον, της ένδικης αίτησης (26-11-2018) στο Τμήμα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολόγιων του Λιμεναρχείου Πειραιά, είχε ήδη αρθεί η ως άνω απαγόρευση διάθεσης, με το υπ’αριθ. ………/2015 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών  Αθηνών, καθώς εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε, αφού με το υπ’αριθ. ……../2014 αμετάκλητο βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου, δεν αποδόθηκε κατηγορία σε βάρος του ……….. Σε κάθε δε περίπτωση, το επίδικο πλοίο έχει διαγραφεί ήδη, από την 27-06-2019, από το Νηολόγιο του Λιμεναρχείου Πειραιά, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως από τον εφεσίβλητο υπ’αριθ.πρωτ …../27-06-2019 πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολόγιων του Λιμεναρχείου Πειραιά. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια και έκανε δεκτή την αίτηση, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί κατ` ουσίαν η κρινόμενη έφεση.  Τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν συνολικά, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που παρουσιάζει η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14-06-2021 έφεση και την από 21-04-2023 κύρια παρέμβαση.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν κατ` ουσίαν.

Απορρίπτει την κύρια παρέμβαση.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις  27.11.2023  και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 27.11.2023

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ