Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 605/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμος απόφασης  605/2023

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των καλούντων-εφεσίβλητων: 1) ………, 2) …….. 3) ………. και 4) …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κούτση, με δήλωση κατ άρθρο 242ΚΠολΔ και

Του καθού η κλήση- εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………., με ΑΦΜ …, το οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Δέσποινα Ντουρντουρέκα με δήλωση κατ άρθρο 242 ΚΠολΔ

Ο αρχικός διάδικος ……., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-8-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2010  αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος. Το  Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επιληφθέν επί της ως άνω  αγωγής  την οποία δίκασε κατά την τακτική  διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, αρχικά εξέδωσε την με αριθμό 4784/2013 μη οριστική απόφασή του, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης.  Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 3.3.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./7.3.2017 κλήση του ενάγοντος-καλούντος εκδοθείσας της με αριθμό 4182/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, αλλά και της προηγηθείσας μη οριστικής, παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 3-6-2019  έφεσή του  που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2019 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 19.3.2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, εξαιτίας της πανδημίας Covid 19. Ακολούθως η συζήτηση της υπόθεσης προσδιορίστηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο της 9ης Ιουλίου 2020 και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 528/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης. Οι καλούντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού διαδίκου, επανέφεραν προς συζήτηση την ασκηθείσα έφεση με την από 25.1.2021 και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2021 κλήση τους η οποία αρχικά προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 3.3.2022 και μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε έλαβε αριθμό πινακίου 36 και συζητήθηκε

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 25.1.2021 και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2021 κλήση των καλούντων,επανεισάγεται προς συζήτηση η από από 3-6-2019  έφεση του καθού η κλήση – εκκαλούντος που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019 κατά της με αριθμό 4182/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά συμπροσβαλομένης και της με αριθμό 4784/2013 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την από 25-8-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010  αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.1 και ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν την 17.5.2019, όπως προκύπτει από την επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………. σε ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης, που προσκομίζει το εκκαλούν, και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 10.6.2019 όπου  έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019. Σημειωτέον οτι στην κρινόμενη περίπτωση, δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος του παράβολου που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 4055/2012, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται κάθε δικαστικού τέλους σε κάθε δίκη του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 κ.δ. από 26- 6/10-7-1944 «Περί κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου» και την αναλογικά εφαρμοζόμενη για την ταυτότητα του νομικού λόγου διάταξη του άρθρου 30 ν.δ. 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης».

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α`, 287 § 1 και 290 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά τα άρθρα 524 § 1 και 591 § 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, συνδυαζόμενες και προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι λόγο διακοπής της δίκης αποτελεί και ο θάνατος διαδίκου, ο οποίος, όμως, πρέπει να γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει την δίκη, η δε γνωστοποίηση μπορεί να γίνει με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να γίνει εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων υπέρ των οποίων επήλθε η διακοπή. Οι διάδικοι αυτοί μπορούν να επαναλάβουν τη δίκη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την κλήση γνωστοποίησης και θεωρώντας, ότι η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου, πριν από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ, για την αποποίηση της κληρονομιάς (ΑΠ 171/2017, ΑΠ 33/2016, ΑΠ 139/2015, ΑΠ 272/2012, ΑΠ 1054/2012, ΑΠ 1604/2012, ΑΠ 194/2012, ΑΠ 652/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Η δήλωση επανάληψης των κληρονόμων δεν προϋποθέτει παρέλευση της προθεσμίας, για αποποίηση της κληρονομιάς, ούτε μεταγραφή της δήλωσης, περί αποδοχής (ΑΠ 1106/1988 ΕλλΔνη 1991. 327, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία KΠολΔ, τόμος I, άρθρο 290, σελ. 582), ούτε ακόμη προϋποθέτει αποδοχή της κληρονομιάς, διότι ο κληρονόμος δεν ασκεί αυτοτελές δικό του δικαίωμα, αλλά απλώς επαναλαμβάνει τη δίκη, που διακόπηκε και τη συνεχίζει με την ιδιότητα της κληρονόμου του θανόντος, ούτε, τέλος, απαιτείται η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς (ΑΠ 171/2017 ό.π., ΑΠ 12/1996 ΕλλΔνη 1996. 1322). Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει την δίκη στην θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί επανάληψης και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 110/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 194/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1205/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 618/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 2453/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους καλούντες έγγραφα και ειδικότερα: 1) το υπ’ αριθμ. πρωτ…../17.1.2020 απόσπασμα της με στοιχεία ../…/2020 ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που έχει συντάξει ο Ληξίαρχος του Δήμου …. Αττικής  2) το με αριθμό πρωτ. …./27.1.2020 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου … Αττικής και  3) την με αριθμό …/14.7.2020 δήλωση αποδοχής κληρονομίας που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Αθηνών ………, νομίμως καταχωρημένης στο ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου με αριθμό καταχώρησης …../19.1.2023, όπως προκύπτει από το από 19.1.2023 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς και Νήσων, αποδεικνύεται, ότι την 16.1.2020, μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης, απεβίωσε στον …. Αττικής ο αρχικός ενάγων …….. και κατέλειπε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους την σύζυγό του …….. και τα τέκνα του ……… (καλούντες) Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας, οι καλούντες με την ιδιότητα των κληρονόμων του αρχικού διαδίκου, επαναλαμβάνουν εκούσια, στο όνομά του, την δίκη, επαναφέροντας προς συζήτηση την υπόθεση με την από 25.1.2021 και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2021 κλήση τους. Ενόψει τούτων και αφού δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν η ιδιότητα των ανωτέρω κληρονόμων του  θανόντος, αρχικού ενάγοντος-εφεσίβλητου η δίκη, νομίμως και παραδεκτώς, συνεχίζεται από αυτούς κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας.Πρέπει επομένως, αφού η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Ο αρχικός ενάγων με την από 25-8-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2010  αγωγή του όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του, ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί κύριος του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, έκτασης 280 τ.μ.που βρίσκεται στη θέση ……………. της περιφέρειας …. Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ ……………. Οτι η κυριότητα του ακινήτου περιήλθε στον ίδιο με παράγωγο τρόπο λόγω αγοράς δυνάμει του με αριθμό …/1973 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Αθηνών …. .., νόμιμα μεταγεγραμμένου, επικαλούμενος σειρά τίτλων των δικαιοπαρόχων του, απότερων και απότατων, που ανατρέχουν μέχρι το έτος 1908, πέραν του οποίου υφίσταται τόσο παράγωγος τρόπος κτήσης της κυριότητας λόγω κληρονομίας, όσο και πρωτότυπος αφού υπήρχε διανοία κυρίου με καλή πίστη άσκηση νομής επί του ακινήτου από το έτος 1850 δηλαδή τριάντα και πλέον έτη πριν την 1.1.1915.  Οτι επικουρικά εάν δεν γίνει δεκτό οτι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου περιήλθε στον ίδιο με συνεχείς νομότυπες μεταβιβάσεις νομίμως μεταγεγραμμένες, τότε, η κυριότητα του ακινήτου έχει κτηθεί από τον ίδιο και τους δικαιοπαρόχους του, με χρησικτησία λόγω άσκησης πράξεων νομής, που αναφέρονται στην αγωγή, διανοία κυρίου και καλή πίστη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και επικουρικά σε βάρος της κοινότητας Αμπελακίων, που είχε χρησιδεσπόσει στο ακίνητο ως τμήμα της ως άνω μείζονος έκτασης, για τριάντα και πλέον έτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου πριν την 11.9.1915. Οτι, επικουρικά, το επίδικο είναι εντός του οικισμού Κυοσούρας, ο οποίος κατά τις εθνικές απογραφές ετών 1971, 1981, 1991, 2001 και 2011 απογράφεται ως ιδιαίτερος οικισμός με αριθμό κατοίκων που δεν υπερβαίνει τους 2000. Οτι επί του επίδικου ακινήτου προέβαλε δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο, με αποτέλεσμα να έχει καταχωριστεί, κατά τις αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ……….., αξίας 15.000 ευρώ, ως δικαιούχος δικαιώματος πλήρους κυριότητας το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε ο ενάγων να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου και να διορθωθεί η ανακριβής αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου, ώστε να καταχωριστεί  ο ίδιος ως κύριος του επιδίκου ακινήτου. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4789/2013 μη  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την ως άνω απόφαση απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγική βάση περί παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας από τον ενάγοντα επειδή ο τελευταίος δεν επικαλέστηκε, ενόψει και της αμφισβήτησης από το εναγόμενο της κυριότητας του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, ποιός ήταν ο απώτατος πρόγονος και δικαιοπάροχός του που βρισκόταν εν ζωή κατά το χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους και εαν αυτός κατείχε το επίδικο δυνάμει οθωμανικού τίτλου, έστω και άκυρου και ότι εξ αυτού του λόγου αναγνωρίστηκε τότε κύριος από το Οθωμανικό Δημόσιο και εν συνεχεία από το Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των πρωτοκόλλων της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, ή οτι κύριοι του επίδικου ήταν Οθωμανοί ιδιώτες, των οποίων είχε αναγνωριστεί η ιδιοκτησία και ότι ο απώτατος δικαιοπάροχός του αγόρασε νόμιμα το επίδικο από αυτούς.Επίσης κρίθηκε ότι ακόμα και εάν η επίδικη εκταση ουδέποτε περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους αλλά ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση περιήλθε στο Δήμο Σαλαμίνας και στην Κοινότητα Αμπελακίων, η οποία διαδέχθηκε τον ως άνω Δήμο και πάλι ο ενάγων δεν επικαλέστηκε οιονδήποτε νόμιμο τίτλο και μεταγραφή αυτού, δυνάμει του οποίου να φέρεται ότι η ως άνω κοινότητα …. Σαλαμίνας μεταβίβασε την κυριότητα του επίδικου σε κάποιον από τους αναφερόμενους δικαιοπαρόχους του, επιπλέον δε ουδόλως επικαλέστηκε ποιός ήταν απώτατος δικαιοπάροχος αυτού κατά την έναρξη ισχύος του Β. Δ/τος της 17.11.1936 «περί ιδιωτικών δασών» και κατά πόσο αυτός εμφάνισε μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος συγκεκριμένους τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώρισή του ως κυρίου, ούτε επικαλέστηκε ότι υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος δικαιοπάροχός του που αναγνωρίστηκε ως τέτοιος.Επίσης απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγική βάση με την οποίο ο ενάγων επιχείρησε να βασίσει την κυριότητά του στην τακτική χρησικτησία, διότι ο εν λόγω τρόπος κτήσης κατά του Δημοσίου έχει αποκλεισθεί από το προισχύσαν του Α.Κ.  Βυζαντινορωμαικού Δικαίου. Ως προς τις λοιπές αγωγικές βάσεις, ήτοι α) της συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας επί του επιδίκου  εκ μέρους των απότατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι και την 11.9.2015  και την προσμέτρηση του χρόνου νομής αυτών στο χρόνο της δικής του νομής και β) της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν.3127/2003 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πλην όμως το Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου αφενός να προσκομιστεί έγγραφο από την αρμόδια Υπηρεσία από το οποίο να προκύπτει εάν στην ….. Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την τελευταία, πριν την έναρξη εφαρμοφής του ν 3127/2003, απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και αφετέρου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τοπογράφο μηχανικό με σκοπό να γνωμοδοτήσει α) εάν, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός Κυνοσούρας, το επίδικο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β) εαν το επίδικο εμπίπτει εντός του ΑΒΚ … ή ΑΒΚ …. δημοσιου κτήματος και γ) εάν το επίδικο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας … ή της τέως κοινότητας ….. Με την από 3.3.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./17.3.2017 κλήση, η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο με την με αριθμό 4182/2018 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή, κρίνοντας ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγική βάση της έκτακτης χρησικτησίας. Κατα της ως άνω απόφασης παραπονείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και την εν τέλει απόρριψη της αγωγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Περαιτέρω, Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 KΠολΔ, η αγωγή, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και δεκτικού δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει, για το λόγο αυτό, όταν αφορά αντικείμενο, να προσδιορίζεται το αντικείμενο αυτό. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη, σαφή και δεκτική εκτελέσεως, γι` αυτό η αγωγή, που δεν έχει τα παραπάνω στοιχεία, απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 384/2013). Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του, να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του κατά τρόπον ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν η έκταση και τα όριά του δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, αφού ο ακριβής προσδιορισμός τους εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας που αποφαίνεται σχετικά, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 368/2020, ΑΠ 1052/2019), εάν δε το ακίνητο φέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς η θέση και τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποιο συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει το επίδικο τμήμα. Δεν απαιτείται όμως να αναφέρονται στην αγωγή και, κατ` επέκταση στην απόφαση, οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου ούτε και να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 812/2018, ΑΠ 142/2017, ΑΠ 619/2014, ΑΠ 1186/2014, ΑΠ 1182/2012). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άνω άρθρων 974, 1041 και 1045 ΑΚ προκύπτει, ότι επί αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας αγωγής που αφορά τμήμα μείζονος ενιαίας έκτασης και στηρίζεται σε χρησικτησία, για τη θεμελίωση της τελευταίας αρκεί η παράθεση και απόδειξη διακατοχικών πράξεων εκ μέρους του ενάγοντος και των τυχόν δικαιοπαρόχων του, επιδηλωτικών της νομής τους στην μείζονα έκταση για όσο χρόνο απαιτείται κατά περίπτωση από το νόμο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση επί μέρους πράξεων νομής και στο επίδικο τμήμα, αφού πρόκειται για ενιαία έκταση, η δε φυσική εξουσία τους και το πνευματικό στοιχείο (διάνοια κυρίου) τούτων εκτείνεται σε ολόκληρο το μείζον ακίνητο, εντός του οποίου εμπίπτει και το επίδικο τμήμα (ΑΠ 1228/2022 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω της αοριστίας της αφού όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει την υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται πλήρως κατά θέση, πλευρικές διαστάσεις, εμβαδόν και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, και δεν στερήθηκε έτσι της δυνατότητας το εναγόμενο ήδη εκκαλούν να αντιτάξει άμυνα, ενώ περιγραφή του μείζονος ακινήτου, τμήμα του οποίου, αποτελεί το επίδικο, δεν απαιτείτο, καθόσον οι αιτιάσεις αυτές στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Τούτο δε διότι το (επίδικο) φέρεται, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ότι μεταβιβάζεται στον ενάγοντα, ως αυτοτελές – διακριτό ακίνητο (οικόπεδο) από την άμεση δικαιοπαροχό του, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος με αριθμό …./3.7.1973 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……………. και όχι ως τμήμα μείζονος ακινήτου, ώστε ο ενάγων να υποχρεούται, για την πληρότητα της αγωγής του, να προσδιορίσει την ακριβή θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Επισημαίνεται ακόμη ότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, είχε περιέλθει όχι στον ενάγοντα, όπως προεκτέθηκε, αλλά στην απώτερη δικαιοπάροχό του, …………, κατ` έτος 1961, λόγω πώλησης δυνάμει του με αριθμό …/1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. νομίμως μεταγραμμένου. Εξάλλου, δεν καθίσταται αόριστη η αγωγή, επειδή οι εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του (άμεσων, απώτερων και απώτατων), που αναφέρονται στην αγωγή και ανάγονται χρονικά στο έτος 1850, για να θεμελιώσουν την ερειδόμενη στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας επικουρική βάση αυτής (αγωγής), δεν αφορούν αποκλειστικά στο επίδικο, αλλά, στην περιελθούσα, κατά τα ως άνω, απώτερη δικαιοπάροχό του μείζονα εδαφική έκταση, τμήμα της οποίας υπήρξε στο παρελθόν το επίδικο, καθόσον η φυσική εξουσία τους και το πνευματικό στοιχείο (διάνοια κυρίου) τούτων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, εκτείνεται σε ολόκληρο το μείζον ακίνητο, εντός του οποίου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εμπίπτει και το επίδικο τμήμα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος που περιλαμβάνεται στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης.

Περαιτέρω, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των ν. 8 § 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 § 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 § 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ.Πανδ. (44.3), ν. 76 § 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 § 3 Πανδ.(23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν από τις 23.2.1946) σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Καλή δε πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος άλλου (ΑΠ 1103/2018 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Κατά συνέπεια, οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην ως άνω αγωγή και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύονται από εκείνον που επικαλείται βούληση για εξουσίαση του πράγματος, ενώ την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (ΑΠ 590/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου και ΑΠ 582/2018 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς το μέρος της αγωγής που αφορά την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφέρονται στην αγωγή με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (ήτοι οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη τόσο ο ενάγων και οι δικαιοπάροχοι του και προηγουμένως, στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί της από το έτος 1850 (ήτοι γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή ζώων), ενώ προσδιορίζονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, ήτοι ο ……… και αρχικά οι  ………. και ………….. καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής των ως άνω δικαιοπαρόχων του (ήτοι από το έτος 1850). Τέλος, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται να παρατίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εναγόμενου-εκκαλούντος, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η καλή πίστη των νομέων-δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.(βλ Εφ.Πειρ. 446/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).

Επιπλέον,από τις διατάξεις που περιέχονται στα από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου και ιδίως κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 του πρώτου και μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου αυτών, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες στην Ελλάδα των Οθωμανών, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων”, όχι, όμως, και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο, όπως ταπί ή χοτζέτι κλπ (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1354/2014, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833 με βάση την, από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (1827 έως 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, έχοντας, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία σε όλη τη γη που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την ως άνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 και 7/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος, που είχε ισχύ νόμου. Έτσι με προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Εξάλλου, ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτομένη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ενώ βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (όπως ισχύουν μετά την τελευταία τροποποίησή τους από το Ν. 4280/2014). Τέλος, σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου”, σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Ειδικότερα, με την απόδειξη συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι συμπληρωθείσας μέχρι και την 11.9.2015, επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων και γενικά επί δημόσιων κτημάτων, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικα» και των άρθρων 2 και 4 του Αν.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων”, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει κτημάτων θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και εάν δεν ενήργησε επ’ αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, ότι ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών κλπ., ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ, ουδέποτε θεωρείται πράξη νομής και μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη και, τέλος, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων σε ουδεμία παραγραφή υπόκεινται. Επομένως, οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου, ήτοι δημόσιου κτήματος, δάσους ή δασικής έκτασης, για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητά του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 και 1753/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 850/2019, 590/2019 και 1078/2019 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, Εφ Πειρ.268/2020 Qualex).

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……… και ……… που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος με επιμέλεια του αρχικού ενάγοντος και ο δεύτερος με επιμέλεια του εναγομένου, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 4784/2013 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την με αριθμό πράξης κατάθεσης …/5.10.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ’ αριθ. 2160/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμονα ………. αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού, μετά από αντικατάσταση του αρχικά ορισθέντος, με την προαναφερθείσα μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……….. πραγματογνώμονα, την από 24.7.2017 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού, …….. νομίμως διορισμένου τεχνικού συμβούλου του εναγομένου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων και των φωτοτυπημένων φωτογραφιών, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «….» στην χερσόνησο ……… της κτηματικής περιφέρειας … Σαλαμίνας όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στην οποία αναφέρεται ότι ο οικισμός …., αν και δεν είναι πολεοδομικά οριοθετημένος με απόφαση Νομάρχη, απογράφεται από το έτος 1971 και εντεύθεν ως εμπίπτων στα διοικητικά όρια της Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος …, καθώς και ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στην χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας … σε συδυασμό με το γεγονός οτι το χαρακτηριζόμενο από το εναγόμενο ως καταγεγραμμένο Δημόσιο κτήμα …., όπου εμπίπτει το επίδικο βρίσκεται στην περιοχή ….. Το ακίνητο αυτό έχει συνολική έκταση 280 τμ. κατά τον επικαλούμενο από τον αρχικό ενάγοντα τίτλο κτήσης της κυριότητάς του (ήτοι το υπ’ αριθ…../3.7.1973 συμβόλαιο αγοράς που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Αθηνών ……… νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας τόμος .. α.α. …) και 278 τμ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στα βιβλία του οποίου έχει Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) …/… και αποτυπώνεται με τον αριθμό .. του Δ οικοδομικού τετραγώνου (ΟΤ) στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθ …/1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου, Πειραιώς ……..,  σύμφωνα με το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 20 μέτρων με το υπ’ αριθ. … αγροτεμάχιο του ιδίου σχεδιαγράμματος (που έχει ΚΑΕΚ ….), ανατολικά με πλευρά μήκους 14 μέτρων με το υπ’ αριθ. …. αγροτεμάχιο του με του ιδίου σχεδιαγράμματος (που έχει ΚΑΕΚ ….), νότια με πλευρά μήκους 20 μέτρων με το υπ αριθ. … αγροτεμάχιο του ίδιου σχεδιαγράμματος (με ΚΑΕΚ …) και δυτικά με πλευρά-πρόσοψη μήκους 14 μέτρων με ιδιωτική οδό (με ΚΑΕΚ …). Ο ενάγων κατέστη νομέας του ανωτέρω αγροτεμαχίου δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ……/3.7.1973 συμβολαίου αγοράς που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αθηνών ….., με παράδοσή του σ’ αυτόν από την πωλήτρια,  ……….. πρώην σύζυγο ………. Η τελευταία είχε αποκτήσει τη νομή του εν λόγω ακινήτου από την ……… δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./24.3.1970 συμβολαίου αγοράς που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……… που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας τόμος … α.α. ….. Η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος ………., είχε αποκτήσει τη νομή του επιδίκου, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 95.987 τμ., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../15.6.1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….., μετά τη σύνταξη του οποίου (Συμβολαίου) αυτή προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης και πώληση αγροτεμαχίων, ένα εκ των οποίων είναι το επίδικο, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Απώτατοι συννομείς της έκτασης αυτής και ακόμη μεγαλύτερης έκτασης, συνολικής επιφάνειας 111.987 τ.μ., ήδη από το έτος  1850 ήταν ο ………… κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ο ………. κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ασκούσαν επ’ αυτής πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα τρίτου, και με διάνοια συγκυρίων, καθώς την χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν βοσκότοπο, ενώ καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα αυτής. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η επίδικη έκταση δεν υπήρξε ποτέ δημόσια δασική έκταση, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που είχε κριθεί από το έτος 1845, οπότε και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Με την απόφασή της αυτή η Επιτροπή αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, στα οποία δεν ανήκε η ως άνω μείζων έκταση των 111.987 τμ., αφού περί αυτού, δεν υπάρχει σχετικός ισχυρισμός από το εναγόμενο. Μάλιστα ο ενάγων προσκομίζει, σε αντίγραφο από το ΓΑΚ-Τοπικού Αρχείου Σαλαμίνος την υπ’ αριθ. …./13.6.1845 πράξη του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……….., στην οποία αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία της περιοχής … … με το υπ’ αριθ. …./27.3.1845 έγγραφο, με το οποίο ειδοποιεί τον ανωτέρω κτηματία και κάτοικο της περιοχής ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ότι αναγνωρίζει την ιδιοκτησία τους, όχι μόνο επί των αγροκείμενων δασών αυτών, αλλά και στα ορεινά μέρη, εκτός των ανηκόντων στη διαλελυμένη Μονή Αγίου Νικολάου όπως προαναφέρθηκε. Το έγγραφο αυτό δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, την καλή πίστη των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, μελών της οικογένειας …. ότι ασκούσαν τη νομή τους με καλή πίστη, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του. Ειδικότερα, ως προς τους προαναφερόμενους απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο μεν …………. απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, …………. οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του με ανάμειξη σ’ αυτή, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη, όπως ο προκτήτοράς τους, ενώ το έτος 1899 απεβίωσε και ο …………….. και κληρονομήθηκε κατά το ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο από τον μοναδικό κληρονόμο του, ήτοι τον υιό του ………..,  ο οποίος απέκτησε τη συννομή του στη μείζονα έκταση κατά το ως άνω κληρονομηθέν απ’ αυτόν μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του. Ο δε … …… αγόρασε και του παραδόθηκε και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του ………. ήτοι τους …….. και ………. δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/17.3.1908 πωλητήριου συμβολαίου ακινήτων του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……….. που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών Σαλαμίνας στον τόμο .. με αριθμό …., και έτσι αυτός απέκτησε την νομή όλης της ανωτέρω μείζονος έκτασης. Τελικά, ο ……….. ο οποίος απεβίωσε την 22.5.1932, από τον προαναφερόμενο χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η ανωτέρω έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις φυσικής εξουσίασης, δηλαδή αφενός καλλιεργούσε αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και αφετέρου χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Η μείζων αυτή έκταση των 95.987 τμ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων … δυτικά με κληρονόμους …, …. και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπου Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Περαιτέρω, ο άνευ διαθήκης αποβιώσας …….. κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του …. και τα δέκα τέκνα του, …………,  τον υιό του ………… που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του ………… που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του …………. που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του ………….. που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγός του ………. κατά τα 450/1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστο δε από τα προαναφερόμενα τέκνα σε ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω έκτασης, υπεισήλθαν δε νόμιμα στην παραπάνω κληρονομία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους. Όταν δε πέθανε και η χήρα του …. το έτος 1937, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν τα ανωτέρω δέκα τέκνα της κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και η μερίδα εκάστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης, ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της θανούσας υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία της, αναμειχθέντες σ’ αυτήν και συνεχίζοντας τις πράξεις νομής της ως άνω δικαιοπαρόχου τους. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το έτος 1940 το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, χαρακτηρίζοντας την ανωτέρω έκταση δημόσια, εξέδωσε σε βάρος του κληρονόμου του …………. και υιού του …., το από 7.3.1940 πρωτόκολλο γνωμοδότησης της κατά το άρθρο 5 του Ν. 5895 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση 30 περίπου στρεμμάτων γης από την έκταση αυτή, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Ο ………. άσκησε ανακοπή κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου και με την υπ’ αριθ. 27/23.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος, ακυρώθηκε το εν λόγω πρωτόκολλο, αφού κρίθηκε (κατά λέξη), ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …./1908 συμβόλαια του συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης ………., …/1910 Συμ/φου Σαλαμίνος …… και …/1925 συμ/φου Σαλαμίνος ………..  απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα ανακοπτόμενα πρωτόκολλα μετ΄ άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάπον του ανακόπτοντος ………… κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος ….. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος, νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…». Περαιτέρω, ως προς τους κληρονόμους-τέκνα του …… πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1952, ……….. κληρονόμησαν η σύζυγός του ……….. και τα τέκνα του ………………. Ο τελευταίος, δηλαδή ο ………… απεβίωσε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του …. και οι αδελφοί του …………..  οι οποίοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του ……. όσο και του . …… δυνάμει των υπ’ αριθ…. και …/1961 δηλώσεων του συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1951, ……….. κληρονόμησαν η σύζυγός του ……… και τα πέντε τέκνα του, …………. με την ……../1961 δήλωση αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… που μεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958, …….. κληρονόμησαν η σύζυγός του ….. κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου τα επτά εν ζωή αδέλφιά του, ………………, τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……… ( ήτοι οι …………..) και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …………, (ήτοι οι …………), οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του παραπάνω αποβιώσαντος με την υπ’ αριθ. ……./1961 πράξη του ίδιου ως ανω συμβολαιογράφου Αθηνών  που μεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα χωρίς διαθήκη, το έτος 1960, ………. κληρονόμησαν ο σύζυγός της …….. κατά το ¼ εξ αδιαιρέτου και κατά τα λοιπά ¾ εξ αδιαιρέτου τα πέντε τέκνα της, ………. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. …../1961 πράξη του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών που μεταγράφηκε νόμιμα. Την ανωτέρω έκταση των 95.987 τμ νέμονταν οι ανωτέρω συγκληρονόμοι, οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων μέχρι τη μεταβίβασή της λόγω πώλησης, στην προαναφερθείσα …. ….. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ…../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, οπότε και της παρέδωσαν τη νομή της ως άνω έκτασης. Ομοίως η ………. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Μετά τη σύνταξη του ως άνω αγοραπωλητήριου Συμβολαίου, αυτή προχώρησε σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργώντας, στην πραγματικότητα, ρυμοτομία της έκτασης αυτής με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που αποτυπώνονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……. αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. ….. συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……… Η τελευταία (………..), μετά την ως άνω κατάτμηση, μεταπωλούσε τα αγροτεμάχια αυτά σε τρίτους μικροεισοδηματίες, ένας εκ των οποίων, σχετικά με το επίδικο ακίνητο, ήταν και η άμεση δικαιοπάροχος του ενάγοντος ………, πρώην σύζυγος ……….. Επί των ανωτέρω (μετά την κατάτμηση) αγροτεμαχίων, οι αποκτήσαντες αυτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η άμεση δικαιοπάροχος του ενάγοντος, προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων σε όλη την κατατμηθείσα περιοχή και σε ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων ήδη από του έτους 1962, στα οποία χορηγήθηκαν στη συνέχεια παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ), ασκώντας ακολούθως με καλή πίστη και με διάνοια κυρίων πράξεις συντήρησης αυτών. Ειδικότερα, η άμεση δικαιοπάροχος του ενάγοντος, δεν ανέγειρε οικία αλλά περιέφραξε το ακίνητο και φύτευσε εντός αυτού οπωροφόρα δένδρα (βλ. περί τούτου και την σχετική κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που είναι κάτοικος της συγκεκριμένης περιοχής). Επίσης, αποδείχθηκε ότι το έτος 1963 υπήρξε αμφισβήτηση για το δικαίωμα της απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ……… αφού η Κοινότητα Σεληνίων Σαλαμίνας άσκησε κατ’ αυτής την από 5.8.1963 (με αριθ. κατάθ. ………./1963) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία ενός τμήματος 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων από μία ευρύτερη έκταση 105 στρεμμάτων περίπου, ως ανήκοντος σε αυτήν μετά την κατάρτιση το έτος 1936 του Κτηματολογίου της, και να της αποδοθεί το τμήμα αυτό. Επίσης, η ίδια Κοινότητα άσκησε κατά της ………. ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 15.4.1965 (με αριθ. κατάθ. 1541) αγωγή της με όμοιο περιεχόμενο, πλην όμως ουδεμία από τις αγωγές αυτές εκδικάσθηκε. Παράλληλα και η Κοινότητα ….. Σαλαμίνας άσκησε κατά της προαναφερθείσας ………… την από 30.12.1964 (με αριθ. κατάθ. …./30.12.1964) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η τελευταία κατέλαβε τμήμα έκτασης 90 περίπου στρεμμάτων (την οποία περιγράφει ως προς τα όριά της, με αναφερόμενο νότιο όριο την θάλασσα) από την ανήκουσα στην ίδια (Κοινότητα) μεγαλύτερη έκταση την κείμενη στην χερσόνησο ………, ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, και να της αποδοθεί η νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. …/6.3.1970 (εξώδικο) συμβιβασμό (με κατάργηση εκκρεμούς δίκης) ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. που εγκρίθηκε τόσο με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου …. όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση του ιδίου Συμβουλίου, όσο και την υπ’ αριθ. πρωτ. 17802/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 2496/4.2.1970 απόφαση της ιδίας Νομαρχίας. Με βάση τον ανωτέρω συμβιβασμό, ο οποίος περιλαμβάνει και το επίδικο ακίνητο, αφού στο με αριθμό …../1970 συμβόλαιο ρητά αναφέρεται το με αριθμό … αγροτεμάχιο του ΟΤ Δ, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30.12.1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε …. ….. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών, η τελευταια δόση δε ποσού εξήντα χιλιάδων ευρώ καταβλήθηκε με την υπογραφή του προαναφερθέντος συμβολαίου. Από τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκε ότι από το έτος 1850, τη νομή στο μεγαλύτερο ακίνητο εμβαδού 111.987 τμ. και, από το έτος 1925, λόγω πώλησης στον ……….. τμήματος 16.000 τμ., τη νομή στο απομένον ακίνητο εμβαδού 95.987 τμ., ασκούσαν οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, οι οποίοι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Απλώς το Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1940 αμφισβήτησε τη νομή τους και κατά τα έτη 1963-1965, η νομή τους αμφισβητήθηκε αρχικά από την Κοινότητα … και, στη συνέχεια, από την Κοινότητα ….. Επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο της 11.9.1915, ο απώτατος δικαιοπάροχος του ενάγοντος,…………., είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, αφού, κατά την ημερομηνία αυτή (11.9.1915), είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, τριακονταετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ ………. και ως τμήμα δασικής έκτασης, καθόσον η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δημόσια κτήματα ή στις δασικές εκτάσεις, δεν αναιρεί την, κατά τα προεκτεθέντα, αποδειχθείσα νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας επ’ αυτού. Ομοίως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το προσκομιζόμενο από το εναγόμενο από 29.4.2013 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά ………… και ……….., το οποίο βασίζεται στο από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών της ιδίας Υπηρεσίας, ……… και ………… που, με τη σειρά του, βασίσθηκε στο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ….. και …… στο οποίο ο ……….. φέρεται να κατέχει μόλις από το έτος 1928, μία έκταση εμβαδού μόνο 3.860 στρεμμάτων, καταχωρηθείσα με αύξοντα Αριθμό …. αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον ίδιο Κτηματολογικό πίνακα, το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ … επιφάνειας 288.190 τμ., ταυτίζεται με την έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων, με αύξοντα Αριθμό … για την οποία περαιτέρω, με εξαίρεση την επισημείωση ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες …. και Σεληνίων, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το αν, εκτός από το να τη διεκδικούν, τη νέμονται οι ανωτέρω Κοινότητες ή αν τυχόν τη νέμεται κάποιος τρίτος και από ποιο χρονικό σημείο. Κατόπιν αυτών, όπως προεκτέθηκε, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου τμήματος κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ οι διάδοχοι του …………….. στη νομή του ακινήτου, παρέμειναν κύριοι αυτού με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, με έκτακτη χρησικτησία με βάση τόσο τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος (από 23.2.1946) Αστικού Κώδικα. Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο προβληθείς από το εκκαλούν-εναγόμενο Δημόσιο ισχυρισμός, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσής του, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, δεχόμενο την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση που αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει την ιδιότητα του δημοσίου κτήματος, ισχύει το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου μετά την 11.9.1915 και, συνακόλουθα, δεν υπήρχε δυνατότητα απόκτησης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με βάση τον Αστικό Κώδικα. Αφού αποδείχθηκε, όμως, ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …… . είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου την 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεσθούν, αρχικά με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ, την προσμέτρηση στη δική τους νομή, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθόσον η κυριότητα για το εκκαλούν στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη την 11.9.1915, χωρίς να ανακτηθεί και, κατά συνέπεια, αυτό δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των διαδόχων του …………… το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, σε αλληλογραφία που είχαν μεταξύ τους τα έτη 1970 και 1974 σχετικά με την κυριότητα της ευρύτερης έκτασης στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, δεν λάμβαναν θέση υπέρ του ότι αυτή ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερο, στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα από 15.10.1970 έγγραφο του Επιθεωρητή Δημοσίων Κτημάτων της Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών,……….  προς την Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, αναφέρονται (κατά λέξη), ως στοιχεία ενδιαφέροντα για την ένδικη υπόθεση, τα εξής: «Κατόπιν της υπ’ αριθμ. ………/3-8-1970 διαταγής υμών εν σχέσει με γενομένας, καταπατήσεις εκτάσεων κειμένων επί της χερσονήσου … εις θέσιν … περιοχής …. Σαλαμίνος έχω την τιμήν να εκθέσω υμίν τα κάτωθι: Εκ των ολίγων διαβιβασθέντων ημίν στοιχείων δεν ηδυνήθημεν να μορφώσωμεν γνώμην περί των υπό εξέτασιν ακινήτων. Το μόνον διαφωτιστικόν στοιχείον το ευρισκόμενον εν τω φακέλλω είναι η υπ’ αριθ……/28-3-1970 αναφορά του Οικον. Εφόρου Σαλαμίνος, εξ ης προκύπτει ότι αι εικονιζόμεναι εις το από 27-2-1939 διάγραμμα των μηχανικών ….. και ….. εκτάσεις είναι καταχωρημέναι εις το βιβλίον καταγραφής δημοσίων κτημάτων υπ’ αυξ. αριθ. …. έως και …- Η έρευνα εις το παρ’ υμίν Αρχείον προς ανεύρεσιν στοιχείων δια την εκτέλεσιν της διαταγής υμών, δεν απέδωσε καρπούς, δεδομένου ότι εν τω οικείω φακέλλω μόνον βεβαιωτικαί καταστάσεις υπάρχουν και Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αυθαιρέτου χρήσεως εις βάρος των αυθαιρέτως κατεχόντων τ’ ακίνητα ταύτα. Φυσικά τα Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αποζημιώσεως θα ηδύναντο να ληφθώσιν υπ’ όψιν σοβαρώς εις ετέραν περίπτωσιν όχι όμως δια την παρούσαν λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ταύτα ηκυρώθησαν δι’ αποφάσεων του Ειρηνοδίκου Ελευσίνος. Μεταβάντες εις την Οικον. Εφορίαν Σαλαμίνος προς ανεύρεσιν τίτλων και στοιχείων άτινα θα διευκόλυναν την έρευναν, διεπιστώσαμεν ότι τα πλείστα εκ των υπό έρευναν ακίνητα εμπίπτουν εις την κηρυχθείσαν δια της υπ’ αριθ. Ε. 13862/5745/2-8-1969 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας απαλλοτριωτέαν έκτασιν υπέρ και δαπάναις του Ο.Λ.Π. προς επέκτασιν της Χερσαίας Ζώνης του Πειραιώς…». Επίσης, στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. πρωτ. …./3.8.1974 Έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνος, Κωνσταντίνου Κούτσικα προς την Γενική Διεύθυνση Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο αναφέρονται (κατά λέξη), μεταξύ άλλων, τα εξής: “… Εις το παρ’ ημίν τηρούμενον βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων, φέρονται καταχωρημένα υπ’ αύξοντα αριθ. ΒΚ .. έως και .. κτήματα του Δημοσίου συνολικής εκτάσεως (402060) τετρ. μέτρων, κείμενα επί της χερσονήσου … και εις θέσιν … της Κοινότητος …. Σαλαμίνος, ως ταύτα εμφαίνονται εις τα από 27-2-1939 και υπ’ αριθ. …/29-3-74 τοπογραφικά διαγράμματα των Μηχανικών …-…. και …. Εις το βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων δεν φέρεται καταχωρημένος ο τίτλος κτήσεως των κτημάτων τούτων παρά του Δημοσίου, εκ δε της επισταμένης ερεύνης εις τα βιβλία του Φύλακος Μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνος δεν φέρονται εγγεγραμμένα εις την μερίδα του Δημοσίου τα κτήματα ταύτα, εκ δε των από έτους 1927 και εντεύθεν υφισταμένων εγγράφων των οικείων και παρ’ ημίν τηρουμένων φακέλλων δεν προκύπτει ο τίτλος επί τη βάσει του οποίου το Δημόσιον απέκτησε κυριότητα επί των αγρών τούτων. 2. Άπαντες οι αγροί ούτοι κείνται επί της χερσονήσου Κυνοσούρας της κτηματικής περιφερείας της Κοινότητος Αμπελακίων Σαλαμίνος και εις θέσιν και περιοχήν ένθα η δυνάμει της υπ’ αριθ. Ε 13862/5745/18-8-69 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 167/69 τεύχος Δ’) απαλλοτριωθείσα έκτασις υπέρ του Δημοσίου και δαπάναις του Ο.Λ.Π., κατέχονται δε οι αγροί ούτοι υπό διαφόρων τρίτων καθ’ων ή των δικαιοπαρόχων των εκοινοποιήθησαν τα από 7 Μαΐου 1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Νόμου 5595 Επιτροπής δι’ ων προσδιωρίσθη το καταβλητέον υπό τούτων μίσθωμα δια την κατεχομένην παρ’ αυτών αυθαιρέτως έκτασιν. Ασκηθεισών κατά των πρωτοκόλλων τούτων υπό των προβαλλόντων δικαιώματα των κατά Νόμον ανακοπών εξεδόθησαν αι υπ’ αριθ. 19, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 36 και 38 έτους 1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος, δι’ ων και δια τους εν τω σκεπτικώ τούτων αναφερομένους λόγους ηκυρώθησαν άπαντα τα κοινοποιηθέντα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως και κατεδικάσθη το Δημόσιον εις την δαπάνην. Έκτοτε ουδεμία ενέργεια εγένετο…. 5. Δεν παραλείπομεν να αναφέρωμεν και αύθις, ως και δια του υπ’ αριθ. …./70 ημετέρου ανεφέραμεν Υμίν, ότι η έκτασις αύτη διεκδικείται και υπό διαφόρων τρίτων. Εκ τούτων οι κληρονόμοι ………. κλπ. δια του υπ’ αριθ. ……../1961 πωλητηρίου Συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… μετεβίβασαν εκ της εκτάσεως ταύτης (95987) τ.μ. εις την ……… κάτοικον Αθηνών,… 7. Η έκτασις αυτή διεκδικείται και υπό διαφόρων ιδιωτών οι οποίοι προέβησαν εις οικοπεδοποίησιν κατά το μεγαλύτερον αυτής μέρος, τμήματα της οποίας μετεβιβάσθησαν εις διαφόρους τρίτους, οι οποίοι ανήγειρον οικίσκους θερινής διαμονής και οι οποίοι ένεκεν της απαλλοτριώσεως της χερσονήσου ταύτης υπέρ του Ο.Λ.Π. υποβάλλουν συνεχώς αιτήσεις δια την χορήγησιν πιστοποιητικών ότι το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν προβάλλουν δικαιώματα δια τας απαλλοτριωμένας εκτάσεις, προκειμένου να τύχουν της αποζημιώσεως. Εκ των από 25 Μαΐου 1971 και από 10 και 11 Νοεμβρίου 1972 τεσσάρων ενόρκων εξετάσεως μαρτύρων δι’ αγρούς κειμένους εις την αυτήν θέσιν, προκύπτει ότι επί της χερσονήσου Κυνοσούρας το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν κέκτηνται ιδιοκτησίαν αλλ’ ότι η περιοχή αύτη κατέχεται συνεχώς υπό διαφόρων ιδιωτών. Ούτω ευρισκόμεθα συνεχώς προ αδυναμίας να αποφανθώμεν καταφατικώς περί της υπάρξεως ή μη δικαιωμάτων του Δημοσίου εις τα επί μέρους ταύτα τμήματα….». Από το τελευταίο αυτό έγγραφο προκύπτει ότι το έτος 1974 το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνος, αδυνατούσε να αποφανθεί καταφατικά για το αν αυτό είχε δικαιώματα στην επίδικη έκταση και, επίσης, με το εν λόγω Έγγραφο, ανέφερε ότι το ίδιο είχε εκδώσει το έτος 1940 πρωτόκολλα για καταβολή μισθωμάτων από τη χρήση γης στην επίδικη έκταση σε βάρος ιδιωτών, τα οποία όμως ακυρώθηκαν, χωρίς να προβεί έκτοτε σε καμία άλλη ενέργεια, διελάμβανε δε ότι δεν προκύπτει ο τίτλος με βάση τον οποίο το ίδιο απέκτησε κυριότητα στη χερσόνησο της Κυνοσούρας Σαλαμίνας, ενώ κάνει λόγο για την ύπαρξη αγρών στην περιοχή. Περαιτέρω, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι επί της επίδικης έκτασης οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας ουδέποτε απώλεσαν τη νομή τους, αποτελεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24.5.1975-τεύχος Δ΄), ανακλήθηκε η προγενέστερη δυνάμει της υπ’ αριθ. Ν. 349/175/16.2.1972 κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής στο νότιο ήμισυ του ακρωτηρίου Κυνοσούρας της νήσου Σαλαμίνας προς επέκταση της χερσαίας ζώνης Λιμένος Πειραιώς, η οποία (απαλλοτρίωση) αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο ακίνητο, όπως προκύπτει από την περίληψη μεταγραφής της ΚΥΑ περί ανάκλησης της απαλλοτρίωσης στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, όπου μεταξύ των εικαζόμενων ιδιοκτητών με α.α. …… αναφέρεται ο αρχικός ενάγων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ΟΛΠ άσκησε την με αριθμό κατάθεσης …/27.6.1974 αίτηση περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, λόγω της προαναφερθείσας απαλλοτρίωσης, στρεφόμενος μεταξύ άλλων και κατά της ……… (απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος). Στην ως άνω δίκη παρενέβη ο αρχικός ενάγων (αυξ αριθμός παρεμβαίνοντος …..), επικαλούμενος το δικαίωμα κυριότητάς του επί του επιδίκου, παρέμβαση η οποία κρίθηκε βάσιμη. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να είχε περιέλθει κατά κυριότητα στο εναγόμενο, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίσθηκε (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 626/2010). Επιπλέον απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του εναγομένου, οτι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα απαλλοτρίωση, λόγω των εγγράφων και των ενεργειών που αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν, τα οποία έχουν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο και δεν μπορούν να αντικρουστούν από το μεταγενέστερα συνταχθέν από 29.4.2013 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά ……….. και …….. Η ανωτέρω δε κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται και από την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του μάρτυρα του ενάγουσας, ……….. ο οποίος, ως κάτοικος της περιοχής και ως Αντιπρόεδρος του εξωραϊστικού συλλόγου που ιδρύθηκε μετά την κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης από την ………. σε μικρότερα τμήματα και την πώλησή τους σε μικροϊδιοκτήτες αλλά και λόγω της ηλικίας του (κατά την κατάθεσή του ήταν 77 ετών), έχοντας άμεση γνώση από διηγήσεις γνωστών του και πιο ηλικιωμένων ανθρώπων, κατέθεσε για τις πράξεις νομής που ασκούσε στην επίδικη έκταση η οικογένεια ….. ήδη από το έτος 1850. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι επί του επίδικου ακινήτου έγιναν από τα ανωτέρω μέλη της οικογένειας ………., οι προαναφερόμενες πράξεις νομής (όπως καλλιέργεια, βόσκηση ζώων, επίβλεψη κλπ), με καλή πίστη, με αποτέλεσμα ο ……… να έχει καταστεί κύριος αυτής ήδη από τις 11.9.1915, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, υπέρ του υιού και κληρονόμου του, …………. εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος που ακύρωσε το από 7.3.1940 πρωτόκολλο γνωμοδότησης της κατά το άρθρο 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο επιχείρησε να επιβάλει μίσθωμα σ’ αυτόν για άνευ δικαιώματος χρήση δικής του γης κατά την περίοδο 1928-1929, όπως ακυρώθηκαν και όσα άλλα πρωτόκολλα με όμοιο περιεχόμενο εξέδωσε η παραπάνω Επιτροπή για την ευρύτερη έκταση των 95.987 τμ. (βλ. περί τούτου στο προαναφερόμενο, με αριθμό πρωτοκόλλου …../3.8.1974 Έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνος προς το Υπουργείο Οικονομικών), ενώ δημοπρασίες που επιχείρησε να διενεργήσει το εκκαλούν κατά το ίδιο διάστημα σε όλα τα δημόσια κτήματα της περιοχής κηρύχθηκαν άγονες. Η δε καλή πίστη των απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, ………, ……. και ………….. ότι δεν καταπατούν δημόσια δασική έκταση στηριζόταν, όπως προαναφέρθηκε, και στην 305/24.1.1845 απόφαση της επί των διαφιλονικουμένων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας, η οποία αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός όσων ανήκαν στη διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, πλην όμως στα τελευταία δεν συμπεριλαμβανόταν η ευρύτερη τότε έκταση των 111.987 τμ. που ανήκε στην οικογένεια ……… (βλ. και τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον ενάγοντα 437/2019, 650/2017, 634/2017 αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, που έκριναν επί άλλων κατατετμημένων από την ίδια έκταση ακινήτων στην … … Σαλαμίνας). Επιπλέον τόσο από την διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, σε συνδυασμό με το οτι το επίδικο εμπίπτει στο χαρακτηριζόμενο από το εναγόμενο Δημόσιο Κτήμα ΒΚ … και το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα απαλλοτρίωση, αποδεικνύεται οτι το επίδικο βρίσκεται στα … Σαλαμίνας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, ο οποίος επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης αυτού.   Περαιτέρω, ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό (τρίτο υπό στοιχ. Γ΄) λόγο έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δασική έκταση, είναι πρωτίστως αλυσιτελής, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου δεν απέκλειε την κτήση επ’ αυτού κυριότητας εκ μέρους ιδιωτών με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δασική έκταση, αφού με την προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής τα δάση της νήσου Σαλαμίνας εκτός αυτών που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου στα οποία δεν ανήκε το επίδικο, αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003, επιπλέον δε καταγραφεται οτι το ΒΚ61 αποτελείται από γαίες και οχι δάση. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου για κτήση κυριότητας από αυτό με έκτακτη χρησικτησία, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, όπως αυτό αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό κτήμα ή ότι ήταν αδέσποτο, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών του, τους οποίους επαναφέρει με τον τρίτο λόγο έφεσής του, ο οποίος τυγχάνει ομοίως απορριπτέος. Τέλος, η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το Ν. 2308/1995 και, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο Κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου (γεωτεμαχίου), που έλαβε ΚΑΕΚ …….. με έκταση 459 τμ, καταχωρήθηκε, ως δικαιούχος κύριος αυτού το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του Κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά το επίδικο ακίνητο, είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αυτό ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια και, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή κατά την περί έκτακτης χρησικτησίας επικουρική βάση της, αναγνώρισε τον ενάγοντα ως αποκλειστικό κύριο του επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο Κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, να εμφαίνεται ο ενάγων, …………. ως κύριος αυτού κατά ποσοστό 100%, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τους σχετικούς (δεύτερο, τρίτο και τέταρτο) λόγους της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των καλούντων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 176, αρ. 5, σελ. 305), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 3-6-2019  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019 κατά της με αριθμό 4182/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συμπροσβαλλόμενης και της με αριθμό 4784/2013 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου,  η οποία εισήχθη προς συζήτηση με την από 25.1.2021 και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2021 κλήση, αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ ουσίαν

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην καταβολή της μειωμένης δικαστικής δαπάνης των καλούντων-εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200)  ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 26 Οκτωβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ