Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 681/2018

Aριθμός απόφασης     681 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική Διαδικασία

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαϊδου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά της υπ΄αριθμ. 1345/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517, 518§1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 9-6-2016 (βλ. προσκ. τις υπ΄αριθμ. …….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….) και η κατάθεση της έφεσης έλαβε χώρα στις 8-7-2016 (βλ. την υπ΄ αριθμ. …… έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση, για την οποία κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο κατ΄ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την τακτική διαδικασία (άρθρ. 533§1 ΚΠολΔ). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί εκκρεμοδικίας λόγω της υποβολής εκ μέρους του τετάρτου εκκαλούντος της υπ΄αριθμ. ……. αίτησης περί υπαγωγής του στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, στην οποία περιλαμβάνεται η επιδικασθείσα με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής απαίτηση αφού δε συντρέχει η προϋπόθεση της ταυτότητας διαφοράς. Τούτο διότι με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης αναβίωσε η εκκρεμοδικία, η οποία δημιουργήθηκε με την άσκηση της ανακοπής ως προς το δικονομικό διαπλαστικό δικαίωμα ακύρωσης της διαταγής πληρωμής ενώ το αντικείμενο της ανοιγείσας με την υποβολή της ως άνω αίτησης δίκης αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ν. 3869/2010. Όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο τέταρτος εκκαλών κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ….. ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), οι ανακόπτοντες ζήτησαν να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. ……διαταγή πληρωμής της Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ποσού 52.130,30 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την υπ΄αριθμ. ……σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις σχετικές πρόσθετες πράξεις. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό κρίση έφεση τους οι  ανακόπτοντες -εκκαλούντες για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολο της η ανακοπή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 626§2 ΚΠολΔ το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118, 117 και 119§1 ιδίου Κώδικα, β) αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν αναφερόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Επίσης κατά την §3 του ιδίου ως άνω άρθρου (626 ΚΠολΔ) στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 216§1 περ. α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 623 ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοση της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που να εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γέννησης της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 15/2007 ΕΕμπΔ 2008 609). Από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου αρκεί να αναφέρεται ότι: α) μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το κλείσιμο του λογαριασμού και το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ,  επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτή και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο κατά τη συμφωνία των διαδίκων αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (ΑΠ 370/2012 ΕΕμπΔ 2012 630, ΑΠ 1389/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε η ενοχή περί του καταλοίπου, που προκύπτει από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, γεννιέται ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα κονδύλια του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένα υποσχέθηκε πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή. Η αποστολή λογιστικής εκκαθάρισης από το ένα μέρος στο άλλο θεωρείται ότι ενέχει και πρόταση για αναγνώριση του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού, ως προς την αποδοχή δε της πρότασης αυτής είναι δυνατόν να έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων ότι αν ο αποδέκτης της εκκαθάρισης δεν αντιλέγει μέσα σε ορισμένη εύλογη προθεσμία, το κατάλοιπο του θα θεωρείται αναγνωρισμένο. Ο αλληλόχρεος λογαριασμός μπορεί να κλειστεί όχι μόνο οριστικά στις από το νόμο προβλεπόμενες περιπτώσεις αλλά και προσωρινά κατά περιόδους και στην περίπτωση που κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνωρίστηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο, που προέκυψε από αυτό κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ ή με άλλη επιβεβαιωτική σύμβαση ή με παροχή αποδεικτικού μέσου, το υπόλοιπο αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αγωγή κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο, στην οποία αναφέρεται η ανωτέρω αναγνώριση (ΑΠ 910/2010 ΕπισκΕΔ 2010 1053, ΑΠ 715/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 925/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το χαρακτήρα τέλος σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις της πίστωσης από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις αυτού, οπότε οφείλεται με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επιμέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων, που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 1227/2006 ΔΕΕ 2007 61).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής διότι: α) τα επικαλούμενα για την έκδοση της από 30-4-2010 έγγραφα αναγνώρισης των υπολοίπων των υπ΄ αριθμ. ……. και υπ΄ αριθμ. …….. αντίστοιχα λογαριασμών αποτελούν στην πραγματικότητα απλή αναγνώριση του καταλοίπου από την πιστούχο πρώτη ανακόπτουσα κατά το προσωρινό (περιοδικό) κλείσιμο των εν λόγω λογαριασμών ήτοι την 30η Απριλίου 2009 και όχι αναγνώριση του τελικού καταλοίπου μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού καθυστέρησης, όπως απαιτείται και β) στην αίτηση για την έκδοση της αλλά και από την ίδια την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προκύπτει ότι δεν παρατίθενται –δεδομένου ότι δεν έγινε στην προκειμένη περίπτωση, αναγνώριση του τελικού καταλοίπου του αλληλόχρεου μετά το οριστικό κλείσιμο του, αλλά έλαβε χώρα νέα αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης ή υπόσχεσης χρέους –κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, όλα τα κατ΄ ιδίαν κονδύλια πιστοχρέωσης του αλληλόχρεου λογαριασμού ήτοι δεν προσκομίστηκε πλήρες απόσπασμα του λογαριασμού. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων, που αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα πρόταση και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω προκειμένου να κριθεί αν είναι και κατ΄ ουσία βάσιμος.

Από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για ορισμένα από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα ως προς την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ΄αριθμ. ……σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των από 1-2-2001, από 7-2-2001, από 2-1-2003, από 3-7-2001, από 8-1-2002 και από 31-1-2003 προσθέτων πράξεων της πίστωσης, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας ως πιστούχου και των λοιπών ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων ως εγγυητών, συμφωνήθηκε η χορήγηση πίστωσης στην πρώτη ανακόπτουσα μέχρι του συνολικού ποσού των 750.000 ευρώ ή 707.649,94 δολαρίων ΗΠΑ, με τους ειδικότερα προβλεπόμενους συμβατικούς όρους και συμφωνίες. Ειδικότερα οι ανακόπτοντες –εκκαλούντες εγγυητές συμφώνησαν δυνάμει της σύμβασης πίστωσης και των προσθέτων αυτής πράξεων, να ευθύνονται προς την καθής τράπεζα ως αυτοφειλέτες εις ολόκληρον με την πιστούχο (πρώτη ανακόπτουσα-πρώτη εκκαλούσα) για την ολοσχερή και εμπρόθεσμη πληρωμή κάθε χρεωστικού υπολοίπου των τηρηθέντων για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης αλληλόχρεων λογαριασμών, κατά κεφάλαιο, τόκους υπερημερίας, τόκους υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, προμήθειες και λοιπά έξοδα παραιτηθέντες των ενστάσεων διαίρεσης και διζήσεως και όλων των δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ και για την εκπλήρωση όλων των συμβατικών υποχρεώσεων της πιστούχου. Εξάλλου η καθής η ανακοπή –εφεσίβλητη με την από 9-9-2010 εξώδικη δήλωση-καταγγελία-πρόσκληση της, η οποία επιδόθηκε με επιμέλεια της στους αντιδίκους της στις 30-9-2010, κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και έκλεισε στις 15-4-2010 τους τηρούμενους για την εξυπηρέτηση της λογαριασμούς ήτοι τον υπ΄αριθμ. ……(σε νόμισμα USD) και τον υπ΄αριθμ. …….. (σε ευρώ) καλώντας τους ανακόπτοντες να της εξοφλήσουν το συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο τους, το οποίο στις 15-4-2010 ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 52.130,30 (46.700,27 + 5.430,03) ευρώ ή 63.250,85 δολαρίων ΗΠΑ με το νόμιμο τόκο από την επομένη του κλεισίματος των λογαριασμών ήτοι από τις 16-4-2010 έως την εξόφληση, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων τόκων, οι οποίοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης και προστίθενται στο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατά τη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998. Επιπλέον τους γνωστοποίησε το δικαίωμα τους να υπαχθούν σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης τους οφειλής εντός ενός μήνα από την επίδοση της ως άνω καταγγελίας σύμφωνα με το ν. 3816/2010. Ακολούθως κατόπιν της από 9-11-2010 αίτησης της καθής η ανακοπή –εφεσίβλητης τράπεζας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ΄αριθμ. ……διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 52.130,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως καθορίζεται από τη σύμβαση και το νόμο, από τις 16-4-2010 (επομένη ημέρα του κλεισίματος των υπ΄αριθμ. … και ….. λογαριασμών) πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, οι οποίοι ανατοκίζονται ανά εξάμηνο σύμφωνα με τη σύμβαση και κατά τη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998 έως την εξόφληση καθώς και το ποσό των 1.620 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής η καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη τράπεζα επικαλέστηκε και προσκόμισε τα παρακάτω έγγραφα: 1) την υπ΄αριθμ. ……σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις από 1-2-2001, από 7-2-2001, από 2-1-2003, από 3-7-2001, από 8-1-2002 και από 31-1-2003 αντίστοιχα πρόσθετες πράξεις πίστωσης, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με την αρχική σύμβαση πίστωσης, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας ως πιστούχου και των λοιπών ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων ως εγγυητών, δυνάμει των οποίων ανοίχθηκε υπέρ της πιστούχου πίστωση μέχρι του συνολικού ποσού των 750.000 ευρώ ή 707.649,94 δολαρίων ΗΠΑ. 2) τα από 30-4-2009 έγγραφα αναγνώρισης εκ μέρους της πιστούχου, του προσωρινού υπολοίπου των υπ΄αριθμ.  ….. και …….. λογαριασμών κατά την 31η Μαρτίου 2009. 3) Απόσπασμα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της πιστώτριας τράπεζας νομίμως επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, που συνιστά πλήρη απόδειξη κατά ρητό συμβατικό όρο, και αποδεικνύει την κίνηση: α) του υπ΄αριθμ. …… λογαριασμού από την αναγνώριση του υπολοίπου του την 31η Μαρτίου 2009, που έλαβε χώρα με το από 30-4-2009 έγγραφο αναγνώρισης της πιστούχου μέχρι το οριστικό του κλείσιμο την 15η Απριλίου 2010, οπότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των 63.250,85 USD ή 46.700,27 ευρώ και β) του υπ΄αριθμ. …….. λογαριασμού   από την αναγνώριση του υπολοίπου του την 31η Μαρτίου 2009, που έλαβε χώρα με το από 30-4-2009 έγγραφο αναγνώρισης της πιστούχου μέχρι το οριστικό του κλείσιμο την 15η Απριλίου 2010, οπότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των 5.430,03 USD ήτοι εμφάνισαν συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 52.130,30 ευρώ, 4) τις υπ΄αριθμ. ………,  αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι με επιμέλεια της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης επιδόθηκε στους αντιδίκους της στις 30-9-2010 η από 9-9-2010 εξώδικη δήλωση της με το συνημμένο σε αυτή αντίγραφο της τελευταίας από 15-4-2010 κίνησης των ως άνω λογαριασμών, με το οποίο γνωστοποίησε νόμιμα στην πιστούχο και τους εγγυητές την καταγγελία της σύμβασης, το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών, που τηρούνταν προς εξυπηρέτηση της και το ύψος της οφειλής τους ενώ τους γνωστοποιούσε και το δικαίωμα τους να υπαχθούν σε ρύθμιση της ληξιπρόθεσμης οφειλής τους, εντός ενός μήνα από την επίδοση της καταγγελίας σύμφωνα με το ν. 3816/2010, 5) τις υπ΄αριθμ. ……. αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι με επιμέλεια της τότε αιτούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας επιδόθηκε στους αντιδίκους της στις 30-9-2010 η αναφερόμενη στην αίτηση από 16-8-2010 δήλωση προσδιορισμού οφειλής, όπως αυτή προέκυψε μετά από τον επαναπροσδιορισμό της κατ΄ άρθρο 30§1 ν. 2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 42 ν. 2912/2001 και 39 ν.3259/2004, το ύψος της οποίας παρέμεινε ως είχε στα τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας. Εν όψει όλων αυτών συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις έκδοσης της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής καθώς τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα  για την έκδοση της (σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και πρόσθετες πράξεις αυτής, απόσπασμα κίνησης λογαριασμών, αναγνωρίσεις προσωρινού χρεωστικού υπολοίπου των δύο τηρηθέντων για την εξυπηρέτηση της επίδικης σύμβασης πίστωσης λογαριασμών, εξώδικες δηλώσεις) με βάση τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα στην επίδικη σύμβαση, ήταν ικανά να αποδείξουν την απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα η περιλαμβανόμενη στην επίδικη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή της πιστούχου προς την πιστώτρια, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας ήταν ως δικονομική σύμβαση έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 330/2012 Αρμ 2012 1431, ΑΠ 1501/2008 ΕΕμπΔ 2008 778, ΑΠ 1094/2006 ΕΕΝ 2007 830, ΑΠ 906/2006 ΕΕμπΔ 2007 60). Το προσκομισθέν με επίκληση απόσπασμα, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο των τηρουμένων λογαριασμών και το συνολικό οριστικό κατάλοιπο του επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση. Το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο δεδομένου ότι η ακρίβεια αυτού βεβαιώνεται από πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρ. 449§1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954 και ήδη 36§2β ΚωδΔικ) και συνεπώς μπορούσε σε συνδυασμό με τη σύμβαση της επίδικης πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, που υπέγραψαν όλοι οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή αναγνωρίστηκε από την πιστούχο πρώτη ανακόπτουσα και ήδη πρώτη εκκαλούσα το περιοδικό κλείσιμο των δύο τηρουμένων για την εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμών, το υπόλοιπο τους κατά την 31η Μαρτίου 2009 αποτέλεσε το πρώτο κονδύλιο των λογαριασμών της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτών και παράθεση στην αίτηση και προσκομιδή σχετικού αποσπάσματος κονδυλίων των λογαριασμών, για την περίοδο, στην οποία αναφέρεται η ανωτέρω αναγνώριση, σύμφωνα και με τα όσα ήδη εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση. Τέλος η εκ μέρους της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας αναγνώριση των περιοδικών υπολοίπων των δύο τηρουμένων για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης λογαριασμών, δε συνιστά ‘’αφηρημένη αναγνώριση χρέους’’, που συντελεί στη δημιουργία αυτοτελούς, νέας σύμβασης αλλά συντελεί απλά στην απόδειξη της σύμβασης πίστωσης, στα πλαίσια της οποίας τηρήθηκαν οι λογαριασμοί, έχει άμεση σχέση με αυτή τη σύμβαση μεταξύ των μερών, από την οποία και δεν μπορεί να αποσπαστεί. Κατά συνέπεια αφού αποδεικνύονται πλήρως όλα τα αναγκαία δικαιογόνα περιστατικά, που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου και τρόπου γέννησης της και δικαιολογούν την ύπαρξη και το ακριβές ύψος της, ο πρώτος λόγος κρίνεται απορριπτέος ως κατ΄ ουσία αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 850 και 851 ΑΚ προκύπτει ότι η εγγύηση αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση, κατά την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Ειδικότερα ο εγγυητής απαίτησης του δανειστή για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προκύψει από τη λειτουργία σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης, μέχρι του ποσού της κύριας οφειλής, για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για απαιτήσεις (κονδύλια) του λογαριασμού, που αναφέρονται σε μεταγενέστερη σύμβαση, την εκπλήρωση της οποίας δεν εγγυήθηκε, εκτός αν αυτή η μεταγενέστερη σύμβαση δεν είναι αυτοτελής αλλά απλώς συμπληρωματική, αυξάνουσα το ποσό της εγγύησης, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου από τη λειτουργία του λογαριασμού μέχρι, όμως του ποσού της πίστωσης της αρχικής σύμβασης ή των προσθέτων συμβάσεων, εφόσον και σε αυτές εγγυήθηκε (ΑΠ 677/2003 ΝοΒ 2004 41, ΑΠ 1781/2002 ΕλλΔνη 2004 121 ή ΧρΙΔ 2003 229). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1§4β στοιχ. Α ν. 2251/1994 καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Μετά την αντικατάσταση του ανωτέρω άρθρου με το άρθρο 1§5 ν. 3587/2007, προστέθηκε και υποπερίπτωση ββ της περ. Α, κατά την οποία καταναλωτής είναι και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής και επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Κατά τις διατάξεις αυτές εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλομένου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος ‘’καταναλωτής’’ περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνο όταν οι επιχειρούμενες από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις. Προς τούτο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Με βάση όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος αλλά μόνο εκείνος, που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών και επιχειρηματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (π.χ. αν το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση) αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί κατ΄ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ή ο εγγυητής του δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος τράπεζας. Δεν υπάγονται στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια μόνο οι συμβάσεις, που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών και εκτός των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις, που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος (ΑΠ 904/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην υπό κρίση περίπτωση οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των ανακοπτόντων υπό την ιδιότητα των εγγυητών στην επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας ως πιστούχου και της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής διότι: α) οι ίδιοι δε δεσμεύονται από τη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, που συνήψε η πιστούχος με την καθής λόγω της χειροτέρευσης της θέσης τους ως εγγυητών, και β) ο συμβατικός όρος, δυνάμει του οποίου οι εγγυητές αναλαμβάνουν εκ των προτέρων την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου σε βάρος της πιστούχου, που θα προκύψει από τη λειτουργία της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και το κλείσιμο του λογαριασμού, χωρίς τη σύμπραξη του εγγυητή στην εκάστοτε αναγνώριση, είναι καταχρηστικός και άκυρος ως προδιατυπωμένος ΓΟΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2§§6,8 ν. 2251/1994. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος και ως προς τα δύο σκέλη του. Ειδικότερα σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση οι εγγυητές απαίτησης του δανειστή για την καταβολή εκ μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προκύψει από τη λειτουργία σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνονται λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της σύμβασης εγγύησης μέχρι του ποσού της κύριας οφειλής, για το οποίο εγγυήθηκαν λαμβανομένου υπόψη ότι εν προκειμένω η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε μεταξύ άλλων: α) στην υπ΄αριθμ. ……σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις από 1-2-2001, από 7-2-2001, από 2-1-2003, από 3-7-2001, από 8-1-2002 και από 31-1-2003 αντίστοιχα πρόσθετες πράξεις της πίστωσης-που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με την αρχική σύμβαση πίστωσης και καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, της πρώτης ανακόπτουσας και ήδη πρώτης εκκαλούσας εταιρίας ως πιστούχου και των λοιπών ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων ως εγγυητών. Δυνάμει της εν λόγω σύμβασης και των προσθέτων αυτής πράξεων ανοίχθηκε υπέρ της πιστούχου πίστωση μέχρι του συνολικού ποσού των 750.000 ευρώ ή 707.649,94 δολαρίων ΗΠ, β) στα από 30-4-2009 έγγραφα αναγνώρισης από την πιστούχο του προσωρινού υπολοίπου των υπ΄αριθμ. …. και ……. λογαριασμών κατά την 31η Μαρτίου 2009 και γ) στο απόσπασμα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της πιστώτριας τράπεζας νομίμως επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, το οποίο συνιστά πλήρη απόδειξη κατά ρητό συμβατικό όρο και αποδεικνύει την κίνηση: 1) του υπ΄αριθμ. ……. λογαριασμού από την αναγνώριση του υπολοίπου του την 31η Μαρτίου 2009, που έγινε με το από 30-4-2009 έγγραφο αναγνώρισης της πιστούχου μέχρι το οριστικό κλείσιμο του στις 15-4-2010, οπότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 63.250,85 δολαρίων ΗΠΑ ή 46.700,27 ευρώ και 2) του υπ΄αριθμ. ……. λογαριασμού από την αναγνώριση του υπολοίπου του την 31η Μαρτίου 2009, που έγινε με το από 30-4-2009 έγγραφο αναγνώρισης της πιστούχου μέχρι το οριστικό κλείσιμο του στις 15-4-2010, οπότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 5.430,03 ευρώ. Εξάλλου ως προς το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου παρατηρείται ότι οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες υπό την ιδιότητα των εγγυητών της πιστούχου εταιρίας στην επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό δεν παρίστανται ως αποδέκτες των υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς ως καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 1§4 περ. α ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1§5 ν. 3587/2007 δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος εν προκειμένω είναι ο χρόνος επίκλησης του καταχρηστικού ΓΟΣ από τους ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές με την άσκηση της ανακοπής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14-1-2011 (βλ. σχετ. την υπ΄αριθμ. …….. έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην αντίδικο τους στις 17-1-2011 (βλ. προσκ. επικυρωμένο αντίγραφο της ανακοπής με τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………) ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου (ΕφΑθ 5167/2013 ΔΕΕ 2013 1173, ΕφΑθ 5461/2012 ΔΕΕ 2013 695). Εν προκειμένω οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, παρείχαν την εγγύηση υπέρ της πιστούχου εταιρίας αποβλέποντας αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων από την προσδοκία των κερδών, που θα επέφερε στην πιστούχο εταιρία ο συναφθείς μεγάλης οικονομικής αξίας δανεισμός της (707.649,94 δολάρια ΗΠΑ) και στη συνακόλουθη προσωπική τους ωφέλεια και όχι στην κάλυψη δικών τους καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο. Η κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών μεγάλης αξίας συναλλαγή καταδεικνύει ότι οι συμβληθέντες ως εγγυητές ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες απομακρύνονται από το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία και εμφανίζονται ως γνώστες του οικείου συναλλακτικού κύκλου, χωρίς να έχουν ανάγκη της παρεχόμενης στους άπειρους και συνήθεις καταναλωτές προστασίας. Συνεπώς οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές δεν εμπίπτουν στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή ως ασθενέστερο μέρος της επίδικης σύμβασης βάσει των επικαλουμένων από τους ίδιους διατάξεων του ν. 2251/1994 (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3587/2007). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι αν ήθελε θεωρηθεί ότι με τον ως άνω λόγο οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές ισχυρίζονται ότι ο προεκτεθείς όρος της σύμβασης και η άσκηση των δικαιωμάτων της αντιδίκου τους τράπεζας υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια, και πάλι ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο διότι αληθή υποτιθέμενα τα εκτεθέντα προς θεμελίωση του περιστατικά δεν είναι ικανά να επιφέρουν την έννομη συνέπεια, που οι ανακόπτοντες επικαλούνται ήτοι την ακυρότητα του ως άνω συμβατικού όρου. Συγκεκριμένα τα περιστατικά αυτά δε συνιστούν υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής θέσης των ανακοπτόντων και δεν μπορεί να γίνει λόγος για καθ΄ υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη κλπ. άσκηση του δικαιώματος της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης δοθέντος ότι δεν γίνεται από την πλευρά των ανακοπτόντων επίκληση άλλων περιστατικών ικανών να οδηγήσουν σε τέτοια δικανική κρίση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, η οποία αποτελεί ενδοτικό δίκαιο, προκύπτει ότι ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του τελευταίου από τον οφειλέτη. Ωστόσο από τη διάταξη του άρθρου 332§1 ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι είναι άκυρη κάθε από πριν συμφωνία, η οποία αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια. Συνεπώς είναι επιτρεπτή η εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το ευεργέτημα, που παρέχεται σε αυτόν από την ως άνω διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, αλλά μόνο εφόσον έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του δανειστή από ελαφρά αμέλεια του (ολΑΠ 6/2000 ΕλλΔνη 2000 337). Στην περίπτωση μάλιστα της αδυναμίας ικανοποίησης από βαριά αμέλεια του δανειστή, την ένσταση του άρθρου 862 ΑΚ μπορεί να την προτείνει ο εγγυητής, ακόμη και όταν έχει παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως. Οι προϋποθέσεις ελευθέρωσης του εγγυητή είναι δύο ήτοι η αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και το πταίσμα του δανειστή, εξαιτίας του οποίου επήλθε η αδυναμία. Η πρώτη προϋπόθεση εστιάζεται στις περιπτώσεις εκείνες, όπου από αδιαφορία ή λόγω καθυστέρησης λήψης κατάλληλων μέτρων από το δανειστή, ο πρωτοφειλέτης καθίσταται μετά την ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης αναξιόχρεος. Το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη συναρτάται συνήθως με οποιαδήποτε πραγματική ή νομική κατάσταση, που ευρύτερα δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή κατά αυτού. Στην έννοια των κατάλληλων μέτρων, που οφείλει να λάβει ο δανειστής, περιλαμβάνονται στην ουσία όλες εκείνες οι δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, οι οποίες κατά περίπτωση θα ήταν ικανές να εξασφαλίσουν το δανειστή έναντι του πρωτοφειλέτη. Η αδιαφορία ή καθυστέρηση εκ μέρους του δανειστή λήψης κατάλληλων μέτρων έναντι του πρωτοφειλέτη ενέχει το στοιχείο του πταίσματος και της αντίστοιχης ευθύνης, που αντανακλάται στις σχέσεις του δανειστή με τον εγγυητή. Στα πλαίσια αυτά η απαξιωτική συμπεριφορά του δανειστή  καλύπτει όλο το φάσμα της έννοιας του πταίσματος κατά το κοινό δίκαιο δηλ. τόσο τη βαριά ή ελαφρά αμέλεια, όσο και το δόλο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β ΑΚ. Η πταισματική αυτή συμπεριφορά του δανειστή μπορεί να υλοποιηθεί με πράξη ή παράλειψη. Κατά τη στοιχειοθέτηση του πταίσματος πρέπει να συνεκτιμηθούν διάφοροι παράγοντες όπως το ύψος της οφειλής, η δυνατότητα προσδιορισμού και λογιστικής παρακολούθησης των λογαριασμών και η δυνατότητα του δανειστή να επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση της απαίτησης του (ΑΠ 1569/2009 ΧρΙΔ 2010 340).

Στην υπό κρίση περίπτωση οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των ανακοπτόντων υπό την ιδιότητα των εγγυητών στην επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας ως πιστούχου και της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής διότι ο σχετικός συμβατικός όρος, δυνάμει του οποίου ο εγγυητής παραιτείται ανεπιφύλακτα από το ευεργέτημα της διζήσεως και από όλα τα δικαιώματα και τις ενστάσεις, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 858, 863, 866, 867 και 868 ΑΚ είναι άκυρος ως καταχρηστικός και προδιατυπωμένος ΓΟΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2§§6-7 ν. 2251/1994 καθώς και 862 και 332§1 ΑΚ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες υπό την ιδιότητα των εγγυητών της πιστούχου εταιρίας στην επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό δεν παρίστανται ως αποδέκτες των υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς ως καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 1§4 περ. α ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1§5 ν. 3587/2007 δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος εν προκειμένω είναι ο χρόνος επίκλησης του καταχρηστικού ΓΟΣ από τους ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές με την άσκηση της ανακοπής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14-1-2011 (βλ. σχετ. την υπ΄αριθμ. …….. έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στην αντίδικο τους στις 17-1-2011 (βλ. προσκ. επικυρωμένο αντίγραφο της ανακοπής με τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..) ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου (ΕφΑθ 5167/2013 ΔΕΕ 2013 1173, ΕφΑθ 5461/2012 ΔΕΕ 2013 695). Εν προκειμένω οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, παρείχαν την εγγύηση υπέρ της πιστούχου εταιρίας αποβλέποντας αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων από την προσδοκία των κερδών, που θα επέφερε στην πιστούχο εταιρία ο συναφθείς μεγάλης οικονομικής αξίας δανεισμός της (707.649,94 δολάρια ΗΠΑ) και στη συνακόλουθη προσωπική τους ωφέλεια και όχι στην κάλυψη δικών τους καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο. Η κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών μεγάλης αξίας συναλλαγή καταδεικνύει ότι οι συμβληθέντες ως εγγυητές ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες απομακρύνονται από το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία και εμφανίζονται ως γνώστες του οικείου συναλλακτικού κύκλου, χωρίς να έχουν ανάγκη της παρεχόμενης στους άπειρους και συνήθεις καταναλωτές προστασίας. Συνεπώς οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές δεν εμπίπτουν στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή ως ασθενέστερο μέρος της επίδικης σύμβασης βάσει των επικαλουμένων από τους ίδιους διατάξεων του ν. 2251/1994 (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3587/2007). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι αν ήθελε θεωρηθεί ότι με τον ως άνω λόγο οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εγγυητές ισχυρίζονται ότι ο προεκτεθείς όρος της σύμβασης περί παραίτησης τους από την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ και η άσκηση συνεπεία της παραίτησης αυτής των δικαιωμάτων της αντιδίκου τους τράπεζας υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια, και πάλι ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο διότι αληθή υποτιθέμενα τα εκτεθέντα προς θεμελίωση του περιστατικά δεν είναι ικανά να επιφέρουν την έννομη συνέπεια, που οι ανακόπτοντες επικαλούνται ήτοι την ακυρότητα του ως άνω συμβατικού όρου. Συγκεκριμένα τα περιστατικά αυτά δε συνιστούν υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής θέσης των ανακοπτόντων και δεν μπορεί να γίνει λόγος για καθ΄ υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη κλπ. άσκηση του δικαιώματος της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης δοθέντος ότι δεν γίνεται από την πλευρά των ανακοπτόντων επίκληση άλλων περιστατικών ικανών να οδηγήσουν σε τέτοια δικανική κρίση.

Από τις διατάξεις των άρθρων 216§1, 217, 583, 585, 632§1 και 633§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής είτε ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, είτε αφορούν την ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ισχυρισμών, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένου, για να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή να αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε Δικαστήριο να υπαγάγει τα επικαλούμενα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση κάθε λόγου σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να διεξαγάγει τις νόμιμες αποδείξεις και να αποφανθεί επ΄ αυτής με δύναμη δεδικασμένου (ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003 1297). Ειδικότερα, αν πρόκειται για αίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού για να είναι ορισμένοι οι λόγοι ανακοπής, που αναφέρονται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνο η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού (ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007 327, ΕφΑθ 2436/1999 ΔΕΕ 2000 294, ΕφΑθ 43/1999 ΝοΒ 1999 628, ΕφΠατρ 784/1999 ΔΕΕ 2000 633).    

Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί διότι: 1) η απαίτηση είναι ασαφής και αόριστη αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτουν τα κατά καιρούς επιτόκια, που εφαρμόστηκαν για τον υπολογισμό των τόκων, το χρονικό διάστημα και το κεφάλαιο, επί του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι, το ποσό των τόκων, που κεφαλαιοποιούνται, οι εισφορές και άλλες πρόσθετες επιβαρύνσεις, που έχουν επιβληθεί, 2) ο συμβατικός όρος περί μονομερούς καθορισμού του επιτοκίου από την καθής κατά την κρίση της είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι και ως προς τα δύο σκέλη του απαράδεκτος λόγω αοριστίας καθώς οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν συγκεκριμένο κονδύλιο της απαίτησης ούτε διευκρινίζουν το ποσό, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς τους οφείλουν και αν αυτό το ποσό διαφοροποιείται σε σχέση με το επιδικασθέν με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ποσό ούτε προσδιορίζεται η έλλειψη κάποιας ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης, που να δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής ενώ σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται να αναφέρεται στην διαταγή πληρωμής το επιτόκιο, που εφαρμόστηκε κατά καιρούς από την αιτούσα την έκδοση ανώνυμη τραπεζική εταιρία για τον υπολογισμό των τόκων (ΑΠ 793/1999 ΕΕΝ 2000 688). Επιπλέον οι ανακόπτοντες δεν επικαλείται ότι η αντίδικος της έκανε χρήση αυτού του γενικού όρου συναλλαγών και πως αυτό επέδρασε στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλομένου από τους ίδιους ποσού. Τούτο διότι η ύπαρξη του δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης πίστωσης αλλά μόνο του μέρους, στο οποίο επιδρά καθώς και ποιο είναι ακριβώς το αμφισβητούμενο ποσό, κατά το οποίο αιτούνται οι ανακόπτοντες αντίστοιχα την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής καθώς επί ανακοπής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση του λόγου αυτού (ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ 2010 196).

Με τον πέμπτο και τελευταίο της υπό κρίση ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής διότι το επιτόκιο του δανείου υπολογίστηκε με βάση έτος 360 ημερών για τους δανειολήπτες και με βάση έτος 365 ημερών για τους καταθέτες. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας καθώς δεν προσδιορίζονται τα προσβαλλόμενα ποσά και δη ποιο μέρος του επιδικασθέντος με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ποσού προέρχεται από τον επικαλούμενο παράνομο υπολογισμό τόκων ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της βασιμότητας του ισχυρισμού και η αντίκρουση του από την καθής η ανακοπή. Επιπροσθέτως ο προσδιορισμός αυτός είναι απαραίτητος καθώς η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολο της (ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009 819).

Νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται οκτώ τουλάχιστον ημέρες στον αντίδικο τις οριζόμενες στη διάταξη του άρθρου 585§2 ΚΠολΔ προθεσμίες. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των προσθέτων λόγων οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις, που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Λόγοι ανακοπής, που προτείνονται με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτοι βάσει της αρχής της προδικασίας (άρθρ. 111 ΚΠολΔ, ΑΠ 72/2000 ΕλλΔνη 2000 688, ΑΠ 1943/2009 ΕλλΔνη 2010 413) ή με το δικόγραφο της έφεσης εναντίον της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, έστω και αν γεννήθηκαν μετά την άσκηση της ανακοπής (ολΑΠ 1098/2008 ΔΕΕ 2009 254).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους ισχυρίζονται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για τους εξής επιπλέον λόγους: α) λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών (πρωτοφανής οικονομική κρίση) κατ΄ άρθρ. 388 ΑΚ και β) λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της αντιδίκου τους, η οποία άσκησε σε βάρος του τετάρτου από αυτούς …….. και της κόρης του ……….. αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939 επ.  ΑΚ (καταδολίευση δανειστών), επιπλέον δε η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής περιλαμβάνεται στην υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …….. αίτηση περί υπαγωγής στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, η οποία ασκήθηκε από τον τέταρτο εκκαλούντα και εκκρεμεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως απαράδεκτοι καθώς σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση δεν προβλήθηκαν με το δικόγραφο της ανακοπής ή τους πρόσθετους αυτής λόγους αλλά με το δικόγραφο της έφεσης.

Κατά συνέπεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απεφάνθη ομοίως και απέρριψε την ανακοπή δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ενώ ορθώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες κρίνονται απορριπτέα. Επομένως πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως κατ΄ ουσία αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και τέλος να καταδικαστούν οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των 1.400 (χιλίων τετρακοσίων) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις  1 Νοεμβρίου  2018.

 

          Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ