Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 668 /2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     668/2023

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………, με ΑΦΜ ……….., το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξούσιο ΝΣΚ  Χρυσάνθη Τέλιου και

Των εφεσίβλητων: 1) ……… και 2) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Βιλλιώτη, με δήλωση κατ άρθρο 242 ΚΠολΔ 

Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16-4-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018  αγωγή τους κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος. Το  Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επιληφθέν επί της ως άνω  αγωγής,  την οποία δίκασε κατά την τακτική  διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθμό 4165/2019 οριστική απόφασή του με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 16.12.2021  έφεσή του  που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε έλαβε αριθμό πινακίου 10 και συζητήθηκε

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από 16-12-2021  έφεση του εκκαλούντος που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 κατά της με αριθμό 4165/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την από 16-4-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018 αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε την 18.12.2019, και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 17.12.2021  (ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2021). Σημειωτέον, στην κρινόμενη περίπτωση, δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος του παράβολου που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 4055/2012, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται κάθε δικαστικού τέλους σε κάθε δίκη του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 κ.δ. από 26- 6/10-7-1944 «Περί κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου» και την αναλογικά εφαρμοζόμενη για την ταυτότητα του νομικού λόγου διάταξη του άρθρου 30 ν.δ. 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Πρέπει επομένως, αφού η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Οι ενάγουσες με την από 16-4-2018 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../……/2018  αγωγή τους απευθυνόμενες στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ισχυρίζονται ότι έχουν καταστεί συγκύριες κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, έκτασης 2.102,97 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «… », περιφέρειας «…………», της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας ,  το οποίο απεικονίζεται υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Α, στο από 2 Δεκεμβρίου 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ….., το οποίο έχει επισυναφθεί στο με αριθμό …./1988 συμβόλαιο γονικής παροχής που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας …….. Ότι το ως άνω ακίνητο με τα κτίσματα που υπάρχουν εντός αυτού, απέκτησαν κατά τα προαναφερθέντα ποσοστό συγκυριότητας με το ως άνω συμβόλαιο, από τον κύριο του ακινήτου και πατέρα τους …………….. Οτι στον ως άνω άμεσο δικαιοπάροχό τους το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 8/28 εξ αδιαιρέτου, εν μέρει λόγω κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 19-1-1961, χωρίς να αφήσει διαθήκη, πατρός του .. ……., την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/19-2-1963 αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγεγραμμένης και εν μέρει λόγω δωρεάς από την μητέρα του δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../19-2-1963 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ότι ακολούθως, ο δικαιοπάροχός τους και οι αδελφοί αυτού διένειμαν την κοινή περιουσία δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../19-2-1963 συμβολαίου διανομής κλήρου του ίδιου συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένου και ο δικαιοπάροχος των εναγουσών έλαβε ως μερίδιο από την ως άνω διανομή το επίδικο ακίνητο.  Ότι ο ……….. απώτερος δικαιοπάροχός των εναγουσών είχε αποκτήσει τη νομή του ακινήτου λόγω αγοράς από τον ………. δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../1908
συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Μεγάρων ………. νομίμως
μεταγεγραμμένου. Ότι τελος ο ………. νεμόταν το πωληθέν ακίνητο, το οποίο ήταν άμπελος από το έτος 1880 τουλάχιστον μέχρι την πώλησή του. Ότι οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγουσών αρχικά από το 1880 νέμονταν το  επίδικο περιποιούμενοι την άμπελο και συλλέγοντας τους καρπούς της, συνεχώς μέχρι το 1963, οπότε ο πατέρας των εναγουσών κατασκεύασε οικία στο επίδικο, προέβη στην εκ νέου περίφραξή του και φύτευσε ελαιόδενδρα και οπωροκηπευτικά δένδρα, μέχρι την μεταβίβασή του στις ενάγουσες, οι οποίες συνέχισαν να νέμονται το επίδικο με την ίδια καλή πίστη, όπως όλοι οι δικαιοπάροχοί τους χωρίς να αμφισβητηθεί το δικαίωμά τους επί του επιδίκου, ανεγείροντας σε αυτό κτίσματα, περιτοιχίζοντάς το και επιβλέποντάς το, έχοντας καταστεί συγκυρίες του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας.. Ότι κατά την διαδικασία της κτηματογράφησης του Δήμου Σαλαμίνας, αν και οι ενάγουσες προέβησαν σε δήλωση για το επίδικο ακίνητο, προσκομίζοντας τα απαιτούμενα έγγραφα, το επίδικο δεν αποτυπώθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ενιαίως ως αυτοτελές γεωτεμάχιο, αλλά ως δύο γεωτεμάχια, ήτοι με KAEK ….., στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου έχουν καταχωριστεί οι ενάγουσες ως συγκυρίες αυτού με τίτλο κτήσης την προαναφερόμενη γονική παροχή, και με ΚΑΕΚ …, στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως δικαιούχος, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, το εναγόμενο. Ζήτησαν επομένως οι ενάγουσες επειδή, πρόκειται για ανακριβή πρώτη εγγραφή που προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά τους, να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους επί του επιδίκου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……. και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4165/2019  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή αναγνωρίστηκαν οι ενάγουσες ως συγκυρίες του επίδικοι ακινήτου, με τίτλο κτήσης το συμβόλαιο γονικής παροχής και  διατάχθηκε η διόρθωση των αρχικών εγγραφών ώστε α) τα γεωτεμάχια, με KAEK.. … και με ΚΑΕΚ ….., να συνενωθούν και να αποτυπωθούν ενιαία ως ένα αυτοτελές αγροτεμάχιο με την απόδοση ενός ενιαίου ΚΑΕΚ β) να καταχωρηθούν οι ενάγουσες  ως πλήρεις συγκυρίες αυτού  κατά ποσοστό 66,66% εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 33,33% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη με τίτλο το με αριθμό ,…./21.5.1998 συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. Τέλος καταδικάστηκε το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και την εν τέλει απόρριψη της αγωγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` Κ.Πολ.Δ.. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται στη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, ή κατά τις διατάξεις του βΡ δικαίου  τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή ή την τριακονταετή με καλή πίστη νομή και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην ως άνω αγωγή και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύονται από εκείνον που επικαλείται βούληση για εξουσίαση του πράγματος (ΑΠ 590/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου και ΑΠ 582/2018 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς το μέρος της αγωγής που αφορά την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφέρονται στην αγωγή με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (ήτοι οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη τόσο οι ενάγουσες όσο και οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοι αυτών, στην επίδικη έκταση της από το έτος 1880 (ήτοι καλλιέργεια αμπέλου αρχικά, κατασκευή κτισμάτων, περίφραξη και καλλιέργεια οπωροφόρων δένδρων, επίβλεψη και χρήση ως εξοχική και κύρια κατοικία μεταγενέστερα) ενώ προσδιορίζονται διαδοχικά οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι, ήτοι οι ……….. με χρόνο έναρξης της νομής του, από το έτος 1880, ο ………. με χρόνο έναρξης της νομής του, από το έτος 1908, η …….. χα …… ομού με τα τέκνα της από το 1961, ο ………. από το έτος 1963 και οι ενάγουσες από το έτος 1988. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.(βλ Εφ.Πειρ. 446/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Επίσης σημειώνεται ότι ως “καλή πίστη” νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ.(41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ’ αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύονται από εκείνον, ο οποίος επικαλείται βούληση περί εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστεως συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσεώς της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (ΑΠ 590/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου ΑΠ 582/2018, στη Νόμος). Επίσης στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο στην έκτακτη χρησικτησία γινόταν η εξής διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής διαδοχής: Ο καθολικός διάδοχος διαδεχόταν την κατάσταση της χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να είναι αναγκαίο να συγκεντρώνει και ο ίδιος τα προσόντα της χρησικτησίας, δηλαδή να είναι καλόπιστος (διαδοχή στη χρησικτησία- successio in usucapionem). Συνεπώς δεν χρειαζόταν στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται ότι κατά την καθολική διαδοχή του κληρονομούμενου χρησιδεσπόζοντα από τον κληρονόμο του υπήρχε το παραπάνω στοιχείο της καλής πίστης και στον κληρονόμο. Αντίθετα ο ειδικός διάδοχος συνέχιζε τη χρησικτησία μόνο αν συγκεντρώνονταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και στον δικαιοπάροχό του, δηλαδή αν ήταν και ο ίδιος καλόπιστος, οπότε μπορούσε να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο του δικαιοπαρόχου του (προσαύξηση χρόνου- accessio temporis) [βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο,, αστικός κώδιξ V, έκδοση 1985, σελ. 489, παρ.2]. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας-εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο-εκκαλούν, σε τι συνίσταται αυτή και να παρατίθενται στοιχεία κατ’ εκτίμηση των οποίων να μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή της ενδιάθετης αυτής κατάστασης, καίτοι οι ενάγουσες, κατά τα ανωτέρω, εκθέτουν στην αγωγή τους ότι ο απώτατος δικαιοπάροχός της είχε προβεί σε δηλώσεις ιδιοκτησίας της αμπέλου του, ενώπιον του  Δημάρχου Σαλαμίνας, εκμεταλλευόμενος την έκταση αυτή, γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων τους. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς την επικουρική της βάση και παραδεκτή. Τυγχάνουν επομένως απορριπτέοι ο πρώτος και ο πέμπτος λόγος έφεσης με τους οποίους το εκκαλούν ζητεί την απόρριψη της πρωτοδίκως κριθείσας αγωγής ως αόριστης.

Επιπλέον, από τις διατάξεις που περιέχονται στα από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου και ιδίως κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 του πρώτου και μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου αυτών, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες στην Ελλάδα των Οθωμανών, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων”, όχι, όμως, και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο, όπως ταπί ή χοτζέτι κλπ (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1354/2014, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833 με βάση την, από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (1827 έως 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, έχοντας, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία σε όλη τη γη που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την ως άνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 και 7/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε ότι «όλα τα παρ΄ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο». Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου» ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωικές δυνάμεις.(Εφ Πειρ.421/2020 Qualex). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος, που είχε ισχύ νόμου. Έτσι με προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Εξάλλου, ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτομένη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ενώ βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (όπως ισχύουν μετά την τελευταία τροποποίησή τους από το Ν. 4280/2014). Τέλος, σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου”, σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Ειδικότερα, με την απόδειξη συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι συμπληρωθείσας μέχρι και την 11.9.2015, επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων και γενικά επί δημόσιων κτημάτων, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικα» και των άρθρων 2 και 4 του Αν.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων”, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει κτημάτων θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και εάν δεν ενήργησε επ’ αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, ότι ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών κλπ., ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ, ουδέποτε θεωρείται πράξη νομής και μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη και, τέλος, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων σε ουδεμία παραγραφή υπόκεινται. Επομένως, οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου, ήτοι δημόσιου κτήματος, δάσους ή δασικής έκτασης, για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητά του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 και 1753/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 850/2019, 590/2019 και 1078/2019 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, Εφ Πειρ.268/2020 Qualex). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιάς τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο.. Συνακόλουθα, τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών φέρει το Ελληνικό Δημόσιο είτε ως εναγόμενο και ενιστάμενο (και όχι ο ενάγων), είτε ως ενάγον η κυρίως παρεμβαίνον, ώστε, αν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου, στην μεν πρώτη περίπτωση η εναντίον του αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013), στη δε δεύτερη περίπτωση η δική του αγωγή ή η κυρία παρέμβαση θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. (ΑΠ 419/2020 Qualex)

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την  με αριθμό …./27.7.2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, που ελήφθη επιμελεία των εναγουσών μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, όπως προκύπτει από την με αριθμό …./20.7.2018 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………,  σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, και με τη σημείωση ότι οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, έκτασης 2.102,97 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «……….», περιφέρειας «……..», της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας,  το οποίο απεικονίζεται υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Α, στο από 2 Δεκεμβρίου 1987 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …….., το οποίο έχει επισυναφθεί στο με αριθμό ……./1988 συμβόλαιο γονικής παροχής που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας ……… Μετά δε από νεότερη καταμέτρηση σύμφωνα με το από Απριλίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού . …., το επίδικο ακίνητο εμφαίνεται υπό  στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Α, κείμενο στην θέση «…….», εκτός σχεδίου πόλης, φέρει εμβαδό 2.102,21 τ.μ και συνορεύει Βόρεια εν μέρει επί πλευράς Α-Β μήκους 6,16 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ … και εν μέρει επί πλευράς Β-Γ μήκους 33,85 μέτρων με ιδιοκτησία ΚΑΕΚ …,  νότια, εν μέρει επί Ι-Θ μήκους 38,80 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …. και εν μέρει επί πλευράς Θ-Η μήκους 3,70 μέτρων με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …., ανατολικά επί πλευράς τεθλασμένης Γ-Δ, Δ-Ε, Ε-Ζ και Ζ-Η μήκους μέτρων 21,26 ,6,21, 7,00 και 22,14 αντίστοιχα με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …. και δυτικά επί πλευράς τεθλασμένης Α-Κ και Κ-Ι μήκους 23,47 και 17,98 μέτρων αντίστοιχα με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …… Εντός του ακινήτου αυτού του υφίστανται κτίσματα και δη μια κατοικία ά ορόφου, επιφανείας 116,93 τ.μ., κεραμοσκεπές στέγαστρο στο επίπεδο του ά ορόφου επιφανείας 32,34 τ.μ., γ) ισόγειος κατοικία –στέγη με ελενίτ, επιφανείας 42,36 τ.μ., ισόγειος κατοικία 51,67 τ.μ., σκεπαστή βεράντα στο επίπεδο του ισογείου επιφάνειας 9,97 τ.μ., ισόγειος αποθήκη  επιφάνειας 13,83 τ.μ., ισόγειος αποθήκη επιφάνειας 8,13 τ.μ., ισόγειος υποθήκη επιφάνειας 33,15, κεραμοσκεπές στέγαστρο επιφανείας 24,06.τ.μ. ισόγειος κατοικία στέγη με πάνελ, επιφάνειας 92,11 και στέγαστρο με πάνελ επιφανείας 4,84 τ.μ. Οι ενάγουσες κατέστησαν πλήρεις συγκυρίες του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 66,66% εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών και κατά ποσοστό 33,33% η δεύτερη εξ αυτών δυνάμει του με αριθμό …./1988 συμβολαίου γονικής παροχής που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας …………, νόμιμα μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, στον τόμο … με αριθμό …. με μεταβιβάσαντα τον πατέρα αυτών …………. Στον ως άνω άμεσο δικαιοπάροχό τους το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει αρχικώς, κατά ποσοστό 3/28 εξ αδιαιρέτου, λόγω κληρονομίας του αποβιώσαντος στις 19-1-1961, πατρός του ………. Στην κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός του κλήθηκαν ως εξ αδιαθέτου, κληρονόμοι του, η χήρα του …….. σε ποσοστό 7/28 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιαίας περιουσίας και έξι ακόμη τέκνα τους, ήτοι  ο ……., η …….., ο …….., ο ……, ο …… και ο ………, τα οποία κλήθηκαν ως κληρονόμοι σε ποσοστό 3/28 εξ αδιαιρέτου έκαστος στην κληρονομιαία περιουσία που απαρτιζόταν από περισσότερα ακίνητα. Δυνάμει της με αριθμό ……./19-2-1963 πράξης αποδοχής κληρονομίας που συνέταξε ο  συμβολαιογράφος Σαλαμίνας . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό ….. Ακολούθως, η χήρα του θανόντος ……, ………., δώρισε και μεταβίβασε ισομερώς στα επτά
τέκνα της το κληρονομηθέν από αυτήν ποσοστό (7/28) δυνάμει του με αριθμό  …./19-2-1963 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του ίδιου συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένου στα ίδια βιβλία μεταγραφών στον τόμο … με αριθμό ….. Εν συνεχεία ο δικαιοπάροχός των εναγουσών και οι αδελφοί αυτού διένειμαν την κοινή περιουσία δυνάμει του με αριθμό …./19-2-1963 συμβολαίου διανομής κλήρου που συνέταξε ο ίδιος ως άνω Συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …. Στις ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις το επίδικο περιγράφεται ως « μια άμπελος κείμενη εις θέση «…» περιφέρειας Δήμου Σαλαμίνας εκτάσεως 1.000 έως 1.800 περίπου τετραγωνικών μέτρων, συνορευόμενη ανατολικώς με βουνό, δυτικώς με . …., αρκτικώς με βουνό, και μεσημβρινώς με ……, εμβαδού 42Χ43 μέτρων, ενώ στο διανεμητήριο συμβόλαιο φέρεται να έχει έκταση 1.600 τ.μ. Ο ….. …… απώτερος δικαιοπάροχός των εναγουσών και πατέρας του ……….. είχε αποκτήσει το εν λόγω ακίνητο λόγω αγοράς από τον ……….. δυνάμει του με αριθμό. ……../1908 συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Μεγάρων ………. νομίμως μεταγεγραμμένου, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …. Στο ως άνω συμβόλαιο το επίδικο περιγράφεται ως άμπελος ενός στρέμματος. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο ……. νεμόταν το επίδικο τουλάχιστον από το έτος 1885 με την καλλιέργεια αμπέλου, καθώς ήδη το έτος 1899 ο μεταβιβάζων πωλητής ………. είχε υποβάλλει στον Δήμο Σαλαμίνας τις με αριθμούς …. και …../1899 δηλώσεις ιδιοκτησίας. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αυτά συνάγεται με βεβαιότητα, ότι ο ……… ασκούσε τη νομή του επιδίκου ήδη από ετών κα τουλάχιστον από το έτος 1885, προκειμένου αυτή να διαμορφωθεί σε καλλιεργηθείσα άμπελο ουδέποτε δε απώλεσε τη νομή αυτού ο ίδιος ή ο ειδικός διάδοχός του …. …, ο οποίος και κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11-9-1915 κατέστη κύριος του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αφού κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας του άμεσου δικαιοπαρόχου του, ………., τον οποίο διαδέχτηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Η καλή πίστη δε του απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγουσών προκύπτει από το γεγονός ότι δήλωσε την άμπελο ως ιδιοκτησία του ενώπιον της αρμόδιας δημόσιας αρχή. Ετσι, από το έτος 1885 το επίδικο καλλιεργούνταν ως άμπελος και συλλέγονταν οι καρποί αυτού, από τους δικαιοπάροχους των εναγουσών όπως αυτοί προαναφέρθηκαν. Στις αεροφωτογραφιες του 1945 που προσκομίζει το εκκαλούν δεν φαίνεται καλλιέργεια στο επίδικο, πλην όμως αυτό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, οφείλεται στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών λόγω του πολέμου και της κατοχής.  Εν συνεχεία δε και αφού η κυριότητα του επιδίκου περιήλθε στον …………, ο τελευταίος κατά το έτος 1963 προέβη σε κατασκευή οικίας εντός του επιδίκου, τόπου διέμενε μόνιμα, στην περίφραξη του επίδικο με σιδηροπασάλους και συρματόπλεγμα και σε εμφύτευση είκοσι ελεαιόδενδρων και οπωροφόρων δένδρων, ενώ το έτος 1975 προέβη σε κατασκεή αποθήκης εντός του επίδικου. Μετά δε την μεταβίβαση του επιδίκου στις ενάγουσες οι τελευταίες ανέγειραν σε αυτή και έτερη οικία την οποία χρησιμοποιούσαν αρχικά και μέχρι το 1993 ως εξοχική κατοικία και εν συνεχεία ως κύρια κατοικία, περιποιούνται τα ελαιόδενδρα και το οπωροφόρα δένδρα που φύονται σε αυτό, το επιβλέπουν και το επιτηρούν, χωρίς ποτέ το εναγόμενο από το έτος 1885 και εντεύθεν να προβεί σε κάποια ενέργεια δηλωτική των διισχυριζόμενων δικαιωμάτων του.  Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι τμήμα του επιδίκου γεωτεμαχίου συμπεριελήφθη σε τοπογραφικά του έτους 1966, τα οποία συνόδευαν αιτήσεις ιδιωτών προς το εναγόμενο, για την εκμίσθωση λατομείου μαρμάρων που υπήρχε βορείως του επιδίκου ακινήτου. Ειδικότερα: τα τοπογραφικά των ………… (Απρίλιος του 1966) και …………….. (Νοέμβριος του 1966) δεν συνετάγησαν από το εναγόμενο, αλλά από ιδιώτες, και δη μετά από εντολή των: ………, οι οποίοι υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις με συνημμένα τα προαναφερόμενα τοπογραφικά. Μάλιστα σύμφωνα με τα υπ’ αριθμ. πρωτ…./…/23-12-1966 και …/…./7-6-1966 έγγραφα του τότε Δ/ντη Οικονομικών και Διαχείρισης της Γενικής Δ/νσης Μεταλλείων του Υπουργείου Βιομηχανίας, στο οποίο και είχαν διαβιβαστεί οι αιτήσεις, ζητείται από τον Οικονομικό Έφορο Σαλαμίνας να ενημερώσει για το εάν οι εκτάσεις που αποτυπώνονται στα τοπογραφικά αυτά ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο ή όχι. Αυτές οι απαντήσεις δεν προσκομίζονται από το εναγόμενο στην παρούσα δίκη. Όσον δε αφορά στον ισχυρισμό του τελευταίου ότι το επίδικο ήταν εν μέρει λατομείο, αυτός αναιρείται από την περιγραφή του ως αμπέλου σε όλα τα συμβόλαια των δικαιοπαρόχων των εναγουσών από το 1908 έως το 1963, για τον ίδιο λόγο άλλωστε, αναιρείται και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ήταν δάσος. Σημειώνεται επίσης ότι το δημόσιο λατομείο μαρμάρων που βρίσκεται στην ίδια περιοχή μέχρι το έτος 1966, είχε καταμετρηθεί και αποτυπωθεί στο από τον Απρίλιο του έτους 1966 τοπογραφικού διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού ………, το οποίο επικαλείται  το εκκαλούν, να έχει επιφάνεια 29.071 τ.μ., ενώ μόνο το Νοέμβριο του ίδιου έτους το ίδιο Λατομείο βρέθηκε με βάση το από Νοεμβρίου 1966 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού μηχανικού …….., να έχει διπλάσια επιφάνεια ήτοι 46. 123 τ.μ., πάντα κατ’ εντολή ιδιωτών, χωρίς να προκύπτει ότι το εκκαλούν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια πριν το έτος 2018, οπότε συντάχθηκε το με ημερομηνία 24.10.2018 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού …….., στο οποίο απλώς συσχετίστηκαν τα παραπάνω τοπογραφικά χωρίς να γίνει κάποια περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων με τα οποία οι προαναφερθέντες πολιτικοί μηχανικοί συνέταξαν τα τοπογραφικά τους. Περαιτέρω, ουδέποτε οι ενάγουσες ούτε οι δικαιοπάροχοι αυτών  οχλήθηκαν στην εκμετάλλευση του επιδίκου, και στην ανέγερση κτισμάτων εντός αυτού, όπως θα λάμβανε χώρα σε περίπτωση που το επίδικο ανήκε σε έκταση λατομείου ή σε δασική έκταση.  Επίσης, είναι αντιφατικό η επίδικη έκταση να συνιστά ταυτόχρονα λατομική και δασική έκταση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών ή οι ενάγουσες απώλεσαν την νομή του επιδίκου ακινήτου σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 11.9.2015, μέχρι την μέταβίβασή του στις ενάγουσες, οι οποίες συνέχισαν να νέμονται το επίδικο με την ίδια καλή πίστη, όπως όλοι οι δικαιοπάροχοί τους χωρίς να αμφισβητηθεί το δικαίωμά τους επί του επιδίκου, ανεγείροντας σε αυτό κτίσματα, περιτοιχίζοντάς το και επιβλέποντάς το, έχοντας καταστεί συγκυρίες αυτού. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο δεν εξέτασε μάρτυρα, ουδέποτε ανέγειρε δικαιώματα στο επίδικο επιπλέον δε, από το γεγονός ότι το επίδικο δεν εμπίπτει σε χαρακτηρισμένο δημόσιο κτήμα ή σε κηρυγμένη δασική έκταση, παρά μόνο σε όλως προσωρινούς δασικούς χάρτες, κατά των εγγραφών των οποίων έχουν προσφύγει οι ενάγουσες συνάγεται η καλή πίστη των δικαιοπαρόχων των εναγόντων απώτερων και απώτατων, ότι νέμονται το επίδικο χωρίς να προσβαλλουν δικαιώματα τρίτων. Περαιτέρω, οι πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμοί του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, συνιστούν ενστάσεις, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης. Τους ισχυρισμούς αυτούς επαναφέρει το εκκαλούν με τον πέμπτο λόγο έφεσης και συγκεκριμένα ισχυρίζεται, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου, άλλως με κατάληψή του ως εγκαταλελειμένου κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας και πάντως πριν την 2.2.1830, άλλως με την κατάληψή του ως αδέσποτου κατά την απελευθέρωση, άλλως ως δασική έκταση, άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος τυγχάνουν απορριπτέοι για τους ακόλουθους λόγους. Ο μεν πρώτος ισχυρισμός περί περιέλευσης του επίδικου ακινήτου στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος ενόψει του ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα αλλά παραχωρήθηκε βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης οι δε ισχυρισμοί ότι το επίδικο αποτελούσε δασική έκταση ή λιβάδι, είναι πρωτίστως αλυσιτελείς, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου, ή ο χαρακτήρας του ως βοσκότοπου δεν απέκλειε την κτήση επ’ αυτού κυριότητας εκ μέρους ιδιωτών με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δασική έκταση, αφού όπως προαναφέρθηκε αυτό ήταν άμπελος. Περαιτέρω, ο επικουρικά προβληθείς ισχυρισμός περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου λόγω εγκατάλειψής του από τους Οθωμανούς ιδιώτες, απορρίφθηκε σιγή από την εκκαλουμένη απόφαση και τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εξειδικεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό, όπως π.χ. ποιος ήταν ο άλλοτε Οθωμανός κύριος του επιδίκου, συμπληρούμενων των αιτιολογιών της εκκαλουμένης ως προς το σημείο αυτό. Ομοίως δε απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας είναι και οι επικουρικά προβληθείς ισχυρισμός περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ως αδέσποτου  διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού της νομικής διάταξης, χωρίς να επικαλείται ότι χώρησε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο και ότι αυτή έγινε με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα της κυριότητας, και χωρίς να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στην κατά τα άνω εγκατάλειψη. Συνεπώς, ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά, κατ΄ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε..  Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί εν μέρει η αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο πέμπτος λόγος της ένδικης εφέσεως, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, διότι όταν ο ισχυρισμός (ένσταση) απορριφθεί ως απαράδεκτος και το Εφετείο δεχθεί άλλο, επίσης, λόγο απορριπτικό του ισχυρισμού (ενστάσεως) ως απαράδεκτου, η έφεση απορρίπτεται, δεδομένου ότι η απόρριψη του ισχυρισμού (ένστασης) με εναλλαγή του ενός απαραδέκτου με άλλο δεν καταλήγει σε διαφορετικό κατ΄ αποτέλεσμα διατακτικό, δηλαδή δεν διαφοροποιεί το δεδικασμένο. Αφού επομένως δεν αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω  πραγματικά περιστατικά ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, οι ενάγουσες και συνακόλουθα οι δικαιοπάροχοι αυτών, μπορούσαν να θεμελιώσουν δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο και μετά την 11.9.2015. Τέλος, η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το Ν. 2308/1995 και, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης,  αν και οι ενάγουσες προέβησαν σε δήλωση για το επίδικο ακίνητο, προσκομίζοντας τα απαιτούμενα έγγραφα, το επίδικο δεν αποτυπώθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ενιαίως ως αυτοτελές γεωτεμάχιο, αλλά ως δύο γεωτεμάχια, ήτοι με KAEK ……., στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου έχουν καταχωριστεί οι ενάγουσες ως συγκυρίες αυτού με τίτλο κτήσης την προαναφερόμενη γονική παροχή, και με ΚΑΕΚ …., στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως δικαιούχος, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια με αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή και  αναγνώρισε τις ενάγουσες ως αποκλειστικές κυρίες του επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεσή του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 176, αρ. 5, σελ. 305), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 16.12.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 έφεση κατά της με αριθμό 4165/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ ουσίαν

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην καταβολή της μειωμένης δικαστικής δαπάνης των καλούντων-εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200)  ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 4 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ